Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

ΤΖΑΒΕΛΑΣ (1801 - 1855)



ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ


ΠΡΟΟΙΜΙΟ


Τὸ Θαύµα του '21 ἡ Παράδοση της Φυλῆς καί ἡ Παιδεία του Ἔθνους
Ο βίος της Ἑλληνικῆς φυλῆς, ἡ ὁποία ἀνεβαίνει ὑπερήφανα τις χιλιετηρίδες µὲ συνοχή ἀδιάπτωτο καί ἀναλλοίωτο πνεύµα, εἶναι αὐτός καθ’ ἑαυτός ἕνα θαύµα.
Εἶναι θαύµα ἡ ἐγκατάσταση του ἀρίστου συστήματος των αποικιών. Θαύµα ἡ ἐξαίσια ἄνθηση των Ἀθηνῶν, ποῦ τόσο ἀρµονικά ἀνέπτυξε ὅλη τὴ σοφία, τὴ τέχνη καί την ἀρετὴ, ὥστε νά εἶναι σήμερα ὁ κανόνας ζωῆς ὅλων των λαῶν της γῆς Θαύματα ἡ Μαραθῶνες καί ἡ Σαλαµίνες. 
Θαύµα ἡ εξόρµηση του Μεγάλου Ἀλεξάνδρου Θαύµα ἡ ἐπιβίωση καί ἀναγέννηση στή Ρώµη. Θαύµα ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὁ θρίαμβος του Ἑλληνικοῦ πνεύματος ὑπὸ το ένδυµα της νέας πίστεως. 
Θαύµα ἡ ἐπανάσταση του 1821. Πρώτιστος παράγοντας του θαύματος του 1821 εἶναι ἡ ὑψηλή καί ἀείζωος παράδοση της φυλῆς Ἴου ὑπῆρξε πάντα γιά τους Ἕλληνες ζῶσα δύναμη, ζυµωµένη µε τα κύτταρα των Ἑλλήνων, κυκλοφοροῦσα στὸ αἷµα τους, καί συχνά, σε πολλούς, ἀνεπίγνωστος..
Διότι την ἠθικὴ συνείδηση του ἔθνους, δὲν ἀποτελοῦν µόνο ἡ συνείδηση της ἱστορίας του, ἀλλὰ καὶ οἱ κληρονομημένες ὑποσυνείδητες τάσεις, πρό πάντων αὐτές, ποῦ φαίνονται σάν ἀγνοούμενες, ἀλλὰ αἰφνιδίως ἀφυπνίζονται καὶ καταπλήσσουν ἀκόµα καὶ τον ἴδιο το φορέα τους. Το ἔθνος στὸ 1821 βρῆκε ὅλη τή δύναμη του µέσα στίς παραδόσεις του.
 Δέν συμβουλεύτηκε διαπρεπεῖς διπλωμάτες, ὅπως ὁ Καποδίστριας. Δέν ἐρώτησε μεγάλους σοφούς, ὡς ὁ Κοραής.
 Οἱ φιλικοί ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοί Τα τέκνα της Ἑλλάδος, ὅταν ἐπαναστάτησαν, εἶχαν ὀλίγα ὅπλα, ὀλίγους πόρους. Εἶχαν ὅµως µέγα ἐφόδιο, την ὑπερηφάνεια της καταγωγῆς τους, ὅπως την εἶχε σφυρηλατήσει ἐπὶ µακρούς αἰῶνες ἡ παράδοση του ἔθνους
Ο ἀγῶν της παλιγγενεσίας δέν ἄρχισε το 1821, ὅπως συνηθίζεται νά λέγεται, ἀλλ’ εὐθύς µετά την ἅλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
 Ἄν ἀξιοθαύμαστος εἶναι ὁ ἐπί του πεδίου της μάχης ἀγῶν, ὄχι μικρότερου θαυµασµού εἶναι ο κρυφός ἀλλ’ ἐπίσης ἡρωικός ἀγῶν, τον ὁποῖο διεξήγαγε το ἔθνος ἀπὸ το 1453 μέχρι το 1821. 
Καί ὁ ἀρματολός, ὁ κλέφτης, ὁ ναυτίλος, ὁ κληρικός, ὁ διδάσκαλος, ὁ λόγιος, ὁ ἔμπορος, ἡ ἡρωική μητέρα, ὁ βασανισμένος ραγιᾶς, ὅλοι εἶναι παράγοντες ἄμεσοι ἡ ἔµµεσοι , οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν νά διατηρηθεῖ ἄσβεστη ἡ ἑλληνική συνείδηση καὶ νά διαμορφωθεῖ το ἐθνικό συναίσθημα, χωρίς το ὁποῖο ἦταν ἀδύνατο νά προκύψει το 1821.
Ἐπί τέσσαρες ὁλόκληρους αἰῶνες διεξάγει το δύσµοιρο, ἀλλὰ γενναῖο ἔθνος τον σκληρότατο ἀγῶνα κατά του κατακτητή, ἐνῶ τα ἄτομα βασανίζονται καί θανατοῦνται, οἱ κώµαι καί τα χωρία δηοῦνται καί πυρπολοῦνται, τα ἱερὰ του συλούνται, τα ἀγαθά του δημεύονται
 Καὶ διεξάγει τον ἀγῶνα αὐτὸ ὁδηγούμενο µόνο ἀπό τον πόθο γιά την ἐλευθερία 
Ὅταν ἦλθε το πλήρωμα του χρόνου δύο σχεδόν ἀµαθείς ἔμποροι, ὁ Σκουφάς καί ὁ Ξάνθος, συνέλαβαν την ἰδέα της Φιλικῆς Ἑταιρείας, ποῦ ἔδωσε στόν διάχυτο πόθο της ἐλευθερίας τή μορφή πανελληνίου συνωμοσίας Καταλυτική ἦταν ἡ συμβολή σε αὐτὸ της παιδείας.
Ἡ ἀπὸ των µέσων του 18ου αἰῶνος ἁλματώδης διάδοση της ¨Ελληνικής παιδείας παρασκεύασε νέα γενεά στόν Ἑλληνικό λαό, µὲ φρόνημα ὑψωμένο καί πόθους σαφεῖς, καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπὸ την ταχύτητα µὲ τὴν ὁποία διαδόθηκε ἡ Φιλική Ἐταιρία.
 Βεβαίως, οἱ ἔνδοξοι ἥρωες, ἦσαν ἄγευστοι ὑψηλῆς παιδείας, εἶχαν ὅµως ἀνατραφεῖ ἐν µέσω του ἀπὸ της παιδείας καί της ἐκκλησίας απαυγάζοντος ἀνεσπέρου φωτός, ἐν µµέσω των θρησκευτικῶν καί ἐθνικῶν παραδόσεων. 
Ἐξ’ αἰτῶν ἐνεπνέοντο, καί ὑπ’ αἰτῶν ἐκινοῦντο στόν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγῶνα Με τον τρόπο αὐτό, προελήφθη ἡ ἀφομοίωση των δουλωθέντων ἑλλήνων, διασώθηκε ἡ θρησκεία καί οἱ παραδόσεις τους, ἡ γλῶσσα καί ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, πρᾶγμα ποῦ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τα θαυµασιώτερα γεγονότα της Ἑλληνικῆς ἱστορίας .

Ἡ ἱστορία δημιουργεῖ τους ἥρωες Οἱ Ἕλληνες ἥρωες ὅµως δὲν χρησιμοποιούμην γόνο το ἀπαραίτητο ξίφος. 
Ρομφαία ὑπῆρξε πάντα το πνεύµα. Χωρίς αὐτὸ ἡ σωματική ἀνδρεία τῶν ὀλίγων δὲν θὰ μποροῦσε νὰ νικήσει τις ὑπέρτερες στρατιές των πολλῶν
 Χωρίς αὐτὸ δὲν θὰ ὑπῆρχαν Μαραθῶνες, Θερμοπύλες Μ’ αὐτὲς ἔζησε καὶ µ’ αὐτὲς θὰ ζήσει ἡ Ἑλλάς, καὶ αὐτὲς ἀποτελοῦν την ἀκατάλυτη περιουσία της. 
Πτωχή καὶ ἐξαντλημένη ἡ Ἑλληνική ὕλη διαθέτει πάντα ἀλώβητη ψυχή. Παρ’ ὅλες τις ὑλικές ἧττες ἡ Ἑλλάς νικᾷ πάντα µὲ το πνεύµα, καὶ ἐκεῖ ἔγκειται ἡ ἀξία της καὶ ἡ αἰτιολογία της ἀντοχῆς της καὶ της αἰωνίας ἐπιβίωσης της.

Ἡ Ἀνάδειξη Ἡγητόρων καὶ ἡ Δημιουργία Πολεμικῶν Πυρήνων

Οἱ πόθοι της φυλῆς θὰ ἦταν κτῆμα λίγων ἑκατοντάδων διανοουμένων, ἐάν δὲν ὑπῆρχαν σ’ ὅλες σχεδόν τις Ἑλληνικές ἐπαρχίες πολεμικοί πυρῆνες ὀργανωμένοι καὶ ἐκπαιδευμένοι, οἱ ἀρµατολοί καὶ οἱ κλέφτες.
 Εἶχαν πολεμική πείρα καὶ ἡρωικές παραδόσεις, ἐκτίμηση καὶ ἐμπιστοσύνη ὁλοκλήρου του λαοῦ της ἐπαρχίας τους. Η λιτότητα καὶ ἤ σεμνότητα βίου, ἤ γνώση του ἐδάφους καὶ ἤ ἄσκηση στὶς πορεῖες καὶ στῆ βολή προετοίμαζε µὲ τὸν καλύτερο τρόπο τους αὐριανούς μαχητές της ἐθνικῆς µας ἀνεξαρτησίας 
Ἀγύμναστοι καὶ ἀπόλεµοι οἱ ραγιᾶδες, πλὴν τῶν Μανιατῶν, τῶν Σουλιωτῶν καὶ τῶν ἀρµατολῶν της Βορείου Ἑλλάδος, διδάσκονται τώρα ἀπὸ το παράδειγμα ὅλων αἰτῶν, ἀρµατολῶν καὶ κλεφτῶν, Σουλιωτῶν καὶ Μανιατῶν, καὶ ἐξεγείρονται ὑπέρ της ἐλευθερίας, του ἱστορικοῦ δικαίου καὶ της πατρικῆς κληρονομιᾶς ποῦ εἶχε ἀφαιρεθεῖ διὰ της βίας.

Στὸν ἀγῶνα της ἀνεξαρτησίας µεγαλόπρεπο παρουσιάζεται το δαιμόνιο του Ἑλληνισµοῦ σε ἄλλη του σημαντική ἐκδήλωση 
Την πλούσια ἀνάδειξη ἡγητόρων, αὐτῶν ποῦ ἀποτελοῦν τα κεφαλαία γράμματα της ἱστορίας Ἄφθονες ἡγετικές φυσιογνωμίες ἀναπηδοῦν ἀπὸ κάθε γωνιά τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, γιὰ νὰ προσφέρουν στὸν ἀγῶνα ἐπισκόπους, στρατηγούς, ναυάρχους, ὑπουργούς, παιδαγωγούς. ἱστορικούς, δημοσιογράφους, ποιητές. 
Ξύπνησε ὁ Ἑλληνισµός, καὶ ὑπὸ το πρόσταγμα «Δεῦτε παῖδες Ἑλλήνων, ἡ πατρίς σας καλεῖ», ἀνέλαβε το ἡράκλειο ἔργο της ἐθνικῆς του ἀποκαταστάσεως Ὅλη ἡ χώρα εἶχε μεταβληθεῖ σε ἀπέραντο πεδίο συγκρούσεων.

Τὰ Ἐπτάνησα Εστία Συγκροτηµένου Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ

Φθάνοντας στὸν 19ο αἰῶνα τα βουνά τῆς Ἑλλάδος εἶναι πλημμυρισμένα ἀπὸ ἔνοπλους ραγιᾶδες Η Πύλη δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἀνεχτεῖ τους ὁπλισμένους αὐτούς ἀντάρτες, ποὺ πλήθαιναν καὶ ἀποτελοῦσαν δικό τους κράτος στὴν καρδιά της Αὐτοκρατορίας 
Συγκεντρώνει τις πολεμικές της δυνάμεις καὶ ἀρχίζει ἕνα κυνηγητό ἄγριο καὶ ἀνελέητο 
Ἐκεῖνοι ἀντιστέκονται ὅσο μποροῦν. 
Ὅµως δὲν εἶναι δυνατό νὰ ἀντέξουν τον ἄνισο αὐτὸ ἀγῶνα Ἀρχηγοί σκοτώνονται καὶ τα καπετανάτα τους διαλύονται. 
Ὅσοι κατορθώνουν νὰ γλιτώσουν περνοῦν στὰ Ἐπτάνησα, το πρόθυμο καὶ στοργικό καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων ραγιάδων.


Ἐκεῖ κάτω, ὑπὸ τὴ Ρωσική, τὴ Γαλλική καὶ την Ἀγγλική σημαία, θὰ δημιουργηθεῖ µια συστηματική ὀργάνωση τῶν πολεμικῶν δυνάμεων του Ἔθνους, καὶ θὰ ἀναδειχτοῦν οἱ ἀρχηγοί ποῦ θὰ το ὁδηγήσουν στὴν ἀποφασιστική ἀναμέτρηση τους µὲ τους Τούρκους.
 Πρῶτοι οἱ Ρῶσοι, ὅταν στὰ 1793 πῆραν τα Ἐπτάνησα, σκέφθηκαν νὰ τους χρησιμοποιήσουν κατά του Ναπολέοντα. 
Εκείνοι συγκρότησαν τα πρῶτα ἑλληνικά σώματα, ποῦ ἀποτέλεσαν τις ἀναγκαῖες σχολές , στὶς ὁποῖες διδάχθηκαν την τέχνη των ἀρµάτων οἱ πρωτόγονοι πολεμιστές των ἑλληνικῶν βουνῶν Ὅταν,
 στὰ 1807, οἱ Γάλλοι ἔδιωξαν τοὺς Ρώσους, διατήρησαν τα Ἑλληνικά σώματα, ἀφοῦ τα συμπλήρωσαν καὶ τὰ ἀνασχημάτισαν

Ἀκολούθησε ἡ Ἀγγλικὴ κατοχή της Ἐπτανήσου, κατά την ὁποία αὐξήθηκαν καὶ συστηματοποιήθηκαν Τότε μπῆκαν στὶς τάξεις των ἀξιωματικῶν τους οἱ ἐνδοξότερες µορφές του 1821, ὅπως ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Νικηταράς, ὁ Πλαπούτας, ὁ Βιλαέτης, οἱ Πετµεζαίοι κ.ά. Καὶ µαζί µ’ ὅλους αὐτούς ὁ Κίτσος Τζαβέλας, σε νεαρότατη τότε ἡλικία

Ἡ Ἱστορική Δικαιοσύνη γιὰ τὸ Αἱματοβαμμένο Σούλι καὶ τον Κίτσο Τζαβέλα


Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες τιμωρούσανε καὶ λάτρευαν μεταξύ των θεῶν τὴ Μνημοσύνη Της Μνημοσύνης θυγατέρες ἦταν οἱ ἐννέα Μοῦσες, μεταξύ των ὁποίων ἡ Κλειώ ἐφέρετο σὰν ἐφορεύουσα της Ἱστορίας, φέρουσα στέφανο δάφνης καὶ σάλπιγγα στὴ δεξιά χεῖρα Τὴ Μοῦσα Κλειώ ἄς φέρουνε ἐνώπιον µας γιὰ νὰ σαλπίσει τὴ δόξα των πατέρων µας. 
Η δάφνη την ὁποία φέρει ἀνήκει στοὺς ἥρωες ποῦ θὰ μνημονεύσει καὶ στοὺς ὁποίους θὰ την ἐπιδώσει
 Ὤση ἀλήθεια καὶ ἄν κλείνει ἡ κρίση ὅτι ἡ ἱστορία των ἐθνῶν εἶναι ἡ ἱστορία των μεγάλων της ἀνδρῶν, μεγαλύτερη καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἄν τα ἔθνη, ἄν οἱ λαοί δὲν προσφέρουν το ἀπαραίτητο ἠθικὸ ἔδαφος, οἱ μεγάλοι τους ἄνδρες δὲν µποροῦν νὰ ἐξωραΐσουν την ἱστορία

 Τὸ Σούλι καὶ το Ζάλογγο ἐπιβεβαιώνουν του λόγου το ἀληθές Ἦταν ἡ ρίζα της φυλῆς ποῦ εθριάµβησε. Του λαοῦ ἦταν το φυλλοκάρδι ποῦ θαυµατούργησε. 
Μέσα στὴν ἱστορική αὐτή ἀλήθεια καὶ µόνο µποροῦµε νὰ προσμετρήσουμε το μέγεθος καὶ την ἀξία της συµβολής του Κίτσου Τζαβέλα, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ἡρώων του 1821. 
Τὴ παρθενικότητα του ἡρωισμοῦ του, τὴ µεγαλοσύνη του ὀνόματος του. 
Η μεγίστη ἀρετή της ἱστορίας εἶναι ἡ δικαιοσύνη, καὶ πιστεύω ὅτι ἡ ἀκριβής ἐκτίµηση προσώπων καὶ καταστάσεων του 21 δὲν ἔχει συντελεστεί ακόµα. 
Ο βράχος του Σουλίου, του ἀθάνατου Σουλίου κατά τον Παπαρηγόπουλο, ἐμάχετο δεκαετίες στὸ βορά, πρὶν γίνει ἔρημος βωβός του ηρωισµού.

Ἀπασχολῶντας µετά του Ἀλή Πασᾶ ὅλη τή Τουρκική δύναμη της Ἠπείρου καὶ της Ἀλβανίας . Πρόκειται γιὰ την ἐπανάσταση του Ἀλή ποῦ συμμαχεῖ µὲ τοὺς Σουλιώτες, ἐπανερχομένους στὸ πρὸ 16 ἐτῶν ἀπολεσθέν Σούλι, καὶ συμπαρασύρουν τους Ἀλβανούς σε συμμαχικό ἐπὶ ἔτος ἀγῶνα, λόγῳ µὲν ὑπέρ του Ἀλή, ἔργῳ δὲ ὑπέρ της Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως 
Η Μοῦσα της ἱστορίας, κάθε φορά ποῦ της δίδεται ἡ εὐκαιρία, εἶναι ἔτοιµη νὰ καλέσει στὸ προσκήνιο πρόσωπα, νὰ προσηµειώσει τόπους. 
Στῶν τόπων αὐτῶν το προσκύνημα ἄς προσέλθουμε µὲ τὴν εὐκαιρία αὐτοῦ του πονήματος, καθώς τα χωριά καὶ τα κάστρα ἔχουν κι αὐτά τή μοῖρα τους καὶ το ριζικό τους.

Ρίχνοντας µια γρήγορη ματιά στῆ μοῖρα των ἔμψυχων ἐκείνη την ἱστορική περίοδο του 1821, βλέπουμε νὰ ξεπηδοῦν πάμφωτα το αἱµατοβαµένο Σούλι, το Κεφαλόβρυσο τοῦ Καρπενησιού, ἡ Κλείσοβα τοῦ Μεσολογγίου, ἡ Άµπλιανη, ἡ Καλιακούδα, το Κρεμμύδι, τόποι γιγαντομαχιῶν γιὰ την ἐπιβίωση της φυλῆς µας.
 Τόποι καὶ γιγαντομαχίες στὶς ὁποῖες πρωτοστάτησε ἡ θρυλική μορφή του Κίτσου Τζαβέλα.

ΤΟ ΣΟΥΛΙ ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ ΤΟΥ 1821

Ἡ Ἐθνογραφική Προέλευση των Σουλιωτῶν - Τὸ Τοπωνύµιο Σούλι

Η προέλευση καὶ ἐτυμολογία του ὀνόματος του Σουλίου δὲν ἔχει ἀποσαφηνιστεῖ ἄν καὶ ἔχουν διατυπωθεῖ πολλές θεωρίες.
 Ο Περραιβός, σύμφωνα με τὴ ντόπια παράδοση, ἀναφέρει ὅτι το ὄνομα ἀποδίδεται σε κάποιον Σούλη ἡ Σούλιου ποῦ φονεύτηκε στὴν τοποθεσία ὅπου σήμερα εἶναι το Σούλι. 
Λέει ὅτι οἱ οἰκιστές του Σουλίου μετοίκησαν κατά διαστήματα ἀπὸ το 1500 - 1600 ἀπὸ τα γειτονικά χωριά γιά νὰ ἀποφύγουν την Τουρκική δουλεία. 
Οἱ φυγάδες αὐτοὶ ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Σούλι με τις οἰκογένειες τους αὐξήθηκαν καὶ ἔκτισαν τα πρῶτα τέσσερα χωριά δηλ. το Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα καὶ Αβαρίκος.
 Ο μεγάλος ποιητής Aνδρέας Kάλβος, πιστεύει ὅτι οἱ Σουλιώτες εἶναι ἀπόγονοι τῶν Σελλῶν καὶ ὀνομάζει την περιοχή «Σελλαΐδα» ἐξ οὐ καὶ το ὄνομα «Σούλι».

Σύμφωνα με τον ἱστορικό Kων/νο Πανταζή, ἡ ἑρμηνεία αὐτή του ποιητή, στηρίζεται στήν ἱστορική πραγματικότητα.
 Η περιοχή αὐτή κατοικήθηκε ἀπὸ το 800 π.X. ἀπὸ τους πρώτους Ἕλληνες καὶ ὀνομάστηκε Θεσπρωτία. 
Γύρω στὸ 1600 ἀπὸ χωριά της Θεσπρωτίας, μεμονωμένες οἰκογένειες ποῦ ἤθελαν νά ἀποφύγουν την Ὀθωμανική καταπίεση, ἀνέβηκαν στὰ βράχια της Μούργκας καὶ ἔχτισαν το Τετραχώρι. 
Αὐτὲς οἱ οἰκογένειες ἐκπροσωποῦσαν ὁλόκληρη την περιοχή της Σελίδος καὶ κατά τον Kων/νο Πανταζή, σωστά ὁ ποιητής Kάλβος τους θεωρεῖ ἀπογόνους τῶν Σελλών.
 Ο Βασίλειος Μπόλωσης, ποῦ ἦταν μόνιμος κάτοικος της περιοχῆς, ἀναφέρει στὸ μικρό ἱστορικό του δοκίμιο ὅτι:

«Κάποιος στὸ Μαργαρίτη εἶχε κάνει ἔγκλημα (εἶχε σκοτώσει) καὶ πῆρε την οἰκογένειά του καὶ ἀνέβηκε στὰ μέρη ἐτοῦτα φοβούμενος τους Τούρκους στὸ Μαργαρίτη 
Αὐτὸς ὀνομάζονταν Σούλης καὶ ἀπὸ το ὄνομα του, πῆρε ἡ περιοχή το ὄνομα «Σούλι». Αὐτὸ εἶχε γίνει, ὅπως μου ἔλεγαν το ἔτος 1550 περίπου».

Ἄλλες θεωρίες γιὰ την καταγωγή της ὀνομασίας της περιοχῆς εἶναι το ὅτι ἡ λέξη «Σούλι» στὰ σλαβικά σημαίνει σκοπιά, ἡ ὅτι, οἱ πρῶτοι κάτοικοι του Σουλίου ἦταν Αλβανόφωνοι καὶ πῶς ἡ λέξη «Σούλι» εἶναι Ἀλβανική καὶ σημαίνει δοκάρι.

''Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία''

Τὸ Σούλι συναποτελοῦσε τον ἀρχαιότερο οἰκισμό καὶ πρωτεύουσα του τετραχωρίου (Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκος) καὶ κάλυπτε ἔκτασή 1.000 στρεμμάτων. Σύμφωνα με τον Περραιβό στὰ ἀραιοχτισμένα σπίτια του κατοικοῦσαν τετρακόσιες πενήντα οἰκογένειες κατανεμημένες σε φάρες ποῦ ἐξυπηρετοῦνταν ἀπὸ 100 καὶ πάνω πηγάδια. 
Ἀπό τις σπουδαιότερες φάρες ἦσαν οἱ Τζαβελλαίοι, Μποτσαραίοι, Κουτσονικαίοι, Μπουσμπαίοι, Φωτομαραίοι, Κασκαραίοι, Σεχαίοι, Καλογεραίοι, Ζορμπαίοι κ.ά. Στην Σαμονίβα κατοικοῦσαν 50 οἰκογένειες φάρες, οἱ Δαγκλαίοι, Μπεκαίοι κ.ά. Στήν Κιάφα 90 οἰκογένειες, σε τέσσερις φάρες, οἱ Ζερβαίοι, Φωταίοι, Νικαίοι καὶ στὸν 'Αβαρίκο 60 οἰκογένειες, σε τρεῖς φάρες.

Μὲ μία «Σπαρτιατική» ἐκπαίδευση, ἀπὸ μικροί ἐκπαιδεύονταν στὰ ὅπλα καὶ ἐκμεταλλευόταν στὸ ἔπακρον τα πλεονεκτήματα ποῦ τους πρόσφερε ἡ φυσική ὀχυρή θέση της περιοχῆς «Ὅθεν ὁ βίος των Σουλιωτών οὐδέποτε ἀπέβη βιομηχανικός ἡ ἐμπορικός ἡ λόγιος ὅπως ὁ βίος των ἄλλων Ελληνικών κοινοτήτων. 
Το κύριον αὐτῶν ἀπασχόλησεν ἦτο ὁ πόλεμος ἡ ἡ πρός πόλεμον παρασκευή. 
Κανένας καμίαν τέχνην ἡ πραγματεία δὲν μεταχειρίζεται παρά ὅλη ἡ γύμνασις παιδιόθεν εἶναι εἰς τα ἅρματα» (Χ. Περραιβός). Οι κάτοικοι του τετραχωρίου ἀποτελοῦσαν αὐτόνομη προνομιοῦχα πολιτεία με δικούς της νόμους, στρατό, νομοθετικά καὶ ἐκτελεστικά σώματα.


Τἡ διοίκηση στὸ Σούλι ἀσκοῦσαν ἡ Γερουσία, στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ πολιτική καὶ δικαστική ἐξουσία, ἡ ὁποία καὶ ἀποφάσιζε γιὰ πόλεμο ἡ εἰρήνη 
Το Συμβούλιο των Καπεταναίων, το ὁποῖο ἦταν ὑπεύθυνο γιὰ την πολεμική προετοιμασία καὶ γιὰ την διεξαγωγή πολέμου. Αἰτῶ διόριζε τον Ἀρχιστράτηγο, ὁ ὁποῖος ἀποκαλούντων Πολέμαρχος. Γιὰ τὴ θέση του Ἀρχιστράτηγου ἐπιλέγονταν ὁ ἱκανότερος, γενναιότερος καὶ εμπειρότερος των Καπεταναίων. «Το Κριτήριο της Πατρίδος» αποτελεί την ἀνώτατη δικαστική ἐξουσία της Συμπολιτείας καὶ συνεδρίαζε σε ἰδιαίτερο οἴκημα, του ὁποίου σώζονται τα ἐρείπια 
Τις μικρές διαφορές των φαρῶν τις ἔλυνε ὁ ἀρχηγός της φάρας.
 Κάθε ὕβρις πρὸς κάποιο ἄτομο της φάρας θεωροῦνταν ὅτι ἀντανακλοῦσε σε ὁλόκληρη τὴ φάρα.

Τις διαφορές μεταξύ των ἀνδρῶν της ἴδιας φάρας ἐπίλυαν συνήθως οἱ γυναῖκες 
Ἁπλῆ ὑπόνοια γιὰ την τιμή κάποιας γυναίκας ἀρκοῦσε γιὰ νὰ λιθοβοληθεῖ με ἀπόφαση του ἀρχηγοῦ της φάρας.
 Την μοιχαλίδα την ἔβαζαν σε σάκο καὶ την γκρέμιζαν ἀπὸ τον Αχέροντα. 
H ἐκκλησία του Δήμου ἐπικύρωνε ἡ ἀπέρριπτε τις ἀποφάσεις 
Οἱ νόμοι των Σουλιωτών δὲν ἦταν γραφτοί, ἀλλὰ ἄγραφοι Νόμοι τους ἦταν τα Ἑλληνικά ἤθη καὶ ἔθιμα, καθώς καὶ οἱ πατροπαράδοτες συνήθειες του τόπου. 
Ἀπὸ το 1720 ἰδίως καὶ μετά οἱ ἄποικοι του Σουλίου πληθύνονταν καὶ ὁ πληθυσμός του τετραχωρίου ἔφθασε σε 2.500 κατοίκους.
 Με το πέρασμα των χρόνων ἦρθαν σε προστριβές με τους Ἀγάδες του Μαργαριτίου, της Πάργας, της Παραμυθιᾶς, του Φαναριοῦ καὶ των Ἰωαννίνων

Μέχρι το 1740 οἱ Σουλιώτες βρίσκονται σε συνεχεῖς ἀγῶνες γιὰ ἀπόκρουση των ἐπιδρομῶν καὶ γιὰ την διαφύλαξη της ἀνεξαρτησίας τους.
 Ἔτη συνέχεια οἱ ἐπιχειρήσεις των Σουλιωτῶν από ἀμυντικές ἔγιναν ἐπιθετικές 
Το 1741 κατέλυσαν την Τουρκική ἐξουσία σε πολλά γειτονικά τους χωριά καὶ τα ὑποτάσσουν Προσπαθοῦν ἀφ' ἑνός μέν νά ἐλευθερώσουν τους καταδυναστευόμενους ἀπὸ τους Τουρκόφιλούς γείτονές τους, ἀφ' ἑτέρου δέ ἐπιδίωκαν νά αὐξήσουν τα ἔσοδα με τους φόρους τους. Τα χωριά αὐτά ἔμειναν στὴν ἱστορία με την ὀνομασία Παρασούλια καὶ οἱ κάτοικοι με το ὄνομα Παρασουλιώτες.

Τὸ Τετραχώρι μαζί με τα ἑπτὰ πλησιέστερα χωριά το Ἐπταχώρι (Τσεκουράτι, Περιχάτι, Βίλλια, Αλποχώρι, Κοντάταις, Γκιονάλα και Τσεφλήκι), εἶναι ἕνα εἶδος Ὁμοσπονδίας καὶ οἱ κάτοικοί τους ὀνομάζονται Σουλιώτες. Τα ὑπόλοιπα χωριά ὑπάκουαν στὴ Σουλιώτικη ὁμοσπονδία, ἀνέλαβαν τὴ φροντίδα γιὰ τὀν ἐπισιτισμό τους, ἐνῷ οἱ ἴδιοι ἐπωμίστηκαν την ἄμυνα της περιοχῆς ἀπὸ τους Τούρκους
. Ὡς το 1760 εἶχαν ἤδη την ἐπικυριαρχία σε ὅλη σχεδόν τὴ Ν.Α. Ἄπειρο (το τμῆμα της Ἠπείρου ποῦ περιλαμβάνεται μεταξύ Λούρου - Ἰωαννίνων - Παραμυθιᾶς - Μαργαριτίου καὶ Πάργας), ἔχοντας στὸ κέντρο το Σούλι ὁποῦ ἦταν ἡ πρωτεύουσα της Συμπολιτείας.

Η Συμπολιτεία του Σουλίου κατοικεῖται ἀπὸ 12.000 κατοίκους, Παρασουλιώτες καὶ συντηροῦσε στρατό ποῦ ἀνερχόταν σε 2.000 ἕως 2.500. Οἱ Σουλιώτες ἦσαν λιτοδίαιτοι, ὀλιγαρκεῖς καὶ πολύ σκληραγωγημένοι. 
Τίποτε δὲν θεωροῦσαν ἀνώτερο καὶ πολυτιμότερο ἀπὸ την ἀνδρεία 
Την ἀρχὴ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀντέδρασαν, γιατί οἱ Παρασουλιώτες ἦταν συνεπεῖς στὶς φορολογικές ὑποχρεώσεις ἀπέναντι τους. 
Η Συμπολιτεία πλήρωνε ἐτησίως φόρο στό σουλτᾶνο τον ὁποῖο ἔπαιρνε ἀπὸ τους Παρασουλιώτες συγκεντρωμένο ἀπὸ τον κεφαλικό φόρο καὶ το Προβατονόμιο. 
Οἱ Παρασουλιώτες πλήρωναν στοὺς Σουλιώτες καὶ φόρο ὑποτέλειας σε εἴδη καὶ τρόφιμα. Η περιοχή συναποτελοῦσε ἕνα εἶδος «οὐδέτερης» ζώνης ἀνάμεσα στοὺς Τούρκους καὶ στοὺς Βενετούς.

Πολλές φορές οἱ Τοῦρκοι κινούμενοι ἀπὸ συμφέροντα βοηθοῦσαν τους Σουλιώτες στοὺς πολέμους τους. Η Βενετία θεωροῦσε ἀναγκαία τὴ διατήρηση σχέσεων με την ἡμιανεξάρτητη αὐτή πολιτεία γιατί ἔτσι ἀναχαιτίζονταν κάθε Τουρκικό κίνδυνο στὶς παραθαλάσσιες κτήσεις της. Ἀργότερα συγκρούονται τα συμφέροντα Τούρκων, Ρώσων, Γάλλων καὶ Ἄγγλων, κυρίως γιὰ τον ἔλεγχο των παραλίων του Ἰονίου
 Οἱ Γάλλοι, οἱ ὁποῖοι διαδέχτηκαν τους Βενετούς, ἄνοιξαν στενές σχέσεις με τους Σουλιώτες.
 Το γεγονός αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι το θεώρησαν ἐχθρική πράξη, γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἀντέδρασαν στὶς προσπάθειες των τοπικῶν Πασάδων νὰ ἀποτάξουν τους Σουλιώτες.

Ἡ Συμβολή τῶν Ἀρµατολῶν καὶ Κλεφτῶν


Ἀρκετοί ἀπὸ αὐτούς συνέγραψαν ἀπομνημονεύματα στὰ ὁποία, ἐπιδιώκοντας την ἐνίσχυση του κοινωνικοῦ κύρους τους, ὑπερτόνιζαν καὶ ἐξωράϊζαν ὡς πατριωτική την προεπανασταστική δράση των κλεφτῶν καὶ ἀρματολῶν. 
Το ἐγχείρημα αὐτό συνέπιπτε ἄλλωστε με τις ἀνάγκες τῆς ὑπό συγκρότηση ἐθνικῆς ἰδεολογίας καὶ ἱστοριογραφίας: χρειάζονταν ἁπτά δείγματα ἔνοπλης ἀντιστασιακής δράσης ὥστε νά στοιχειοθετηθεῖ ὁ πόθος γιά ἐλευθερία, ἡ ἀνυποταξία καὶ, συνεπῶς, ἡ ἐνεργὸς ὕπαρξη του ἑλληνικοῦ ἔθνους κατά τὴ διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. 
Ἔτσι στηριζόταν ἡ συνέχεια του ἔθνους ἀπὸ την ἀρχαιότητα ὡς το 1821.

"Η ἐθνικὴ ἱστοριογραφία διαμόρφωσε στερεότυπη εἰκόνα περί «κλεφταρματολῶν», ἡ ὁποία ἕν πολλοῖς ἀντέχει ὡς σήμερα, τουλάχιστον ἐκτὸς του ἀκαδημαϊκοῦ χώρου. Συνοπτικά, το στερεότυπο αὐτὸ βασίζεται στὶς ἀκόλουθες παραδοχές: οἱ «κλεφταρματολοῖ» συνιστοῦν θεσμό ἀναλλοίωτο καθ' ὅλη τὴ διάρκεια της Ὁθωμανικής κυριαρχίας, ἐνῶ οἱ φορεῖς του θεσμοῦ ἀποτελοῦν τὴ διαρκῆ καὶ κύρια ἐκφράση της ἀντίστασης του Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπέναντι στὸν Τοῦρκο κατακτητή. Ἀτίθασοι Ἕλληνες, μή ἀντέχοντας τις Τουρκικές καταπιέσεις, «σηκώθηκαν» κλέφτες καὶ χτυποῦσαν τους Τούρκους καὶ τους πλούσιους Ρωμιούς συνεργάτες τους, τους κοτζαμπάσηδες.


Οἱ Τοῦρκοι ἐπειδή δὲν μποροῦσαν νὰ τους ἀντιμετωπίσουν ἀποτελεσματικά ἀναγκάστηκαν νὰ προσλάβουν στὴν ὑπηρεσία τους κλέφτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάστηκαν ἀρματολοί, καὶ στοὺς ὁποίους ἀνέθεσαν τὴ δίωξη των ὑπολοίπων κλεφτῶν 
Οἱ ἀρματολοί, ὅμως, ποῦ ἀπέκτησαν μεγάλη κοινωνική ἰσχύ, προστάτευαν κατά το δυνατόν τους ὑπόδουλους Ἕλληνες ἀπέναντι στὶς καταπιέσεις των Τούρκων, ἀπέφευγαν νὰ καταδιώκουν τους κλέφτες ἐνῶ, ὅταν πιέζονταν ἀπὸ τους Τούρκους, παρατοῦσαν τα ἀρματολίκια τους καὶ ξαναγίνονταν κλέφτες.
 Παράλληλα οἱ κλέφτες καὶ οἱ ἀρματολοί συμμετεῖχαν σε ὅλες τις ἐξεγέρσεις του ὑπόδουλου ἔθνους, ἐξεγέρσεις των ὁποίων συνήθως ἦταν δημιουργοί καὶ πρωταγωνιστές.


Κατ' αὐτὸν τον τρόπο οἱ κλέφτες καὶ οἱ ἀρματολοί διατήρησαν καὶ διέσωσαν τον Ἑλληνικό χαρακτῆρα καὶ την ἐθνικὴ συνείδηση ἀναλλοίωτη ὡς την ἐπανάσταση καὶ συνέβαλαν ἐνεργά στὴ διάσωση του γένους ἀπὸ τον ἀφανισμό Το σχῆμα αὐτὸ βασίστηκε κυρίως στὰ ἀπομνημονεύματα καὶ στὰ κλέφτικα τραγούδια.
 Τα πρῶτα, ὅμως, γράφτηκαν μετεπανασταστικά, σε ἕνα πολύ διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, ἐνῶ τα κλέφτικα, ὅπως ἔδειξε ἡ νεότερη ἔρευνα, εἶναι συχνά γραμμένα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους κλέφτες, παρουσιάζουν ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τους καὶ δὲν ἐκφράζουν ἐθνικοαπελευθερωτικά ἰδανικά 
Ἀναπαράγουν κυρίως το α-ἐθνικό ἀνδρικό πρότυπο του παλικαριοῦ ποῦ ζεῖ με την ἔνοπλη βία καὶ την κλεψιά.


Κοινό πρότυπο ἄλλωστε στὰ ληστρικά τραγούδια τόσο των Μουσουλμάνων ὅσο καὶ των Χριστιανῶν
 Εἶναι ἡ ἐκ των ὑστέρων καὶ μέσα ἀπὸ το πρίσμα της ἐθνικῆς ἰδεολογίας ἀνάγνωση ποῦ ἐσηματοδότησεν με ἐθνικὸ περιεχόμενο την πολεμική δράση καὶ τις κοινωνικές συγκρούσεις ποῦ περιγράφουν τα κλέφτικα.
 Ἀπὸ τὴ δεκαετία του 1960 ἡ ἱστορική ἔρευνα, ξαναδιαβάζοντας με σύγχρονες ὀπτικὲς τις πηγές καὶ ἀξιοποιῶντας νέα τεκμήρια, κυρίως των ὁθωμανικῶν καὶ βενετικῶν ἀρχείων, ἀνέτρεψε βαθμιαία την παραδοσιακή ἐθνικὴ προσέγγιση του «κλεφταρματολισμού», καὶ ἀνέδειξε σειρά ἐμφιλοχωρούντων μυθολογικῶν στοιχείων.
 
Σύμφωνα με τις σύγχρονες, ἐπιστημονικά τεκμηριωμένες, προσεγγίσεις, ἡ ληστεία συνιστοῦσε τυπική συμπληρωματική οἰκονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικῶν ἡ ἡμινομαδικῶν ποιμενικῶν φύλων, σε ὁρισμένες μάλιστα περιοχές, ὅπως στὸν Βάλτο της Αἱτωλοακαρνανίας, ἦταν ἐνδημικό φαινόμενο ἀπὸ την ἀρχαιότητα 
Την ὕστερη Βυζαντινή περίοδο, στὸν Βαλκανικό χῶρο, Βλάχοι, Ἀλβανοί, Σλάβοι καὶ Ἕλληνες μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι ἀσκοῦσαν ληστρική δραστηριότητα ἡ προσλαμβάνονταν ὡς μισθοφόροι ἀπὸ τους ἡγεμόνες της ἐποχῆς Ὅταν οἱ Ὀθωμανοί κατέλαβαν τα Βαλκάνια, προσέλαβαν μεγάλο μέρος των προαναφερόμενων ποιμενικῶν-πολεμικῶν ὁμάδων στὴν ὑπηρεσία τους.

Πρόκειται γιά τους γνωστούς ἀρματολούς ποῦ συμμετεῖχαν στίς Ὀθωμανικές ἐκστρατεῖες ὡς ἄτακτοι ἐπιδρομεῖς, ἀναλάμβαναν τὴ φύλαξη των συνόρων ἡ τὴ φρούρηση των κάστρων. Βαθμιαία καὶ καθώς τα σύνορα ἐπεκτείνονταν, οἱ ἀρματολοί ἀνέλαβαν ὑπηρεσίες ἀσφαλείας της ὑπαίθρου 
Η ἔνταση της ληστείας φαίνεται ὅτι αὐξάνεται στὸν Ὀθωμανικό κόσμο ἀπὸ τον 17ο αἰῶνα κ.ε., κυρίως ὡς ἔμμεσο ἀποτέλεσμα της οἰκονομικός κρίσης της
 Αὐτοκρατορίας Πολλοί ληστές εἶναι πρώην ἀρματολοί ἡ μέλη ἄλλων παρόμοιων στρατιωτικῶν σχηματισμῶν ποῦ ἀπολύθηκαν μετά το τέλος ἐκστρατειῶν στὸ πλαίσιο του περιορισμοῦ των ἐξόδων καὶ στράφηκαν στὴ ληστεία γιά βιοποριστικούς λόγους.

Παράλληλα, ἡ βαθμιαία ἐπέκταση της γεωργίας εἰς βάρος των βοσκοτόπων εὐνόησε την αὔξηση της ληστρικῆς δραστηριότητας των ποιμενικῶν πληθυσμῶν Σταδιακά ἡ ληστεία θὰ ἀποτελέσει μέθοδο ἐκβιασμοῦ τῶν 
Ὀθωμανικῶν ἀρχῶν γιὰ την παραχώρηση ἀρματολικιού. Μία κλέφτικη ὁμάδα ὅσο πιό ἐπικίνδυνη γινόταν γιὰ την τοπική ἀσφάλεια τόσο ἀνεπαρκέστερο καθιστοῦσε τον τοπικό ἀρματολό στή διαχείριση της βίας: μόνη λύση ἀπέμενε ἡ ἀντικατάσταση των ἀρματολῶν με τους ὥς τότε κλέφτες. 
Ἔτσι οἱ κλέφτες ἐνσωματώνονταν στὴν Ὀθωμανική νομιμότητα, ἐνῶ οἱ πρώην ἀρματολοί με τὴ σειρά τους μετατρέπονταν σε κλέφτες.

Η ἐναλλαγῆ ρόλων γίνεται πολύ συχνή τον 18ο αἰῶνα καί ὁ αὐξανόμενος ἀνταγωνισμός γιὰ τις ἀρματολικές θέσεις ὁδηγεῖ ἐνίοτε σε μακροχρόνιες βεντέτες μεταξύ ἀντιπάλων οἰκογενειῶν Μολονότι Χριστιανοί καί Μουσουλμᾶνοι εὔποροι συνιστοῦσαν ἐλκυστικότερο ἀντικείμενο ληστείας, οἱ κλέφτες προτιμοῦσαν τους φτωχούς χωρικούς ποῦ δύσκολα μποροῦσαν νὰ ἀντιδράσουν. 
Οἱ ἰσχυρότεροι ληστές «πουλοῦσαν προστασία» ἡ ἔπιαναν ὁμήρους γιὰ νὰ ἀποσπάσουν λύτρα. Οἱ ἀρματολοί, ἀπὸ την ἄλλη μεριά, ἐπέβαλλαν αὐθαίρετα δοσίματα στούς χωρικούς, ἀσκοῦσαν τοκογλυφία, ἐπένδυαν στὴν ἐνοικίαση φόρων καί στὴν κτηνοτροφία.

Ἔτσι κλέφτες καί ἀρματολοί ἐνέπνεαν φόβο στά ἀγροτικά στρώματα μολονότι γίνονταν παράλληλα ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καθώς κατόρθωναν μέσῳ της βίας νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴ μίζερη ἀγροτική ζωή καί κάποτε νὰ ἀποκτήσουν ἐξουσία ὡς ἀρματολοί .
Λίγοι ὡστόσο καπετάνιοι κατόρθωσαν νὰ ἀποκτήσουν ἀξίες λόγου περιουσίες. 
Κάποιοι ἄλλοι, ἐκμεταλλευόμενοι τις οἰκονομικές εὐκαιρίες ποῦ δημιούργησε ἡ Ἐπανάσταση του 1821, ἀπέκτησαν οἰκονομική ἰσχύ συγκρίσιμη με ἐκείνη των προεστών. 
Η ληστρική δραστηριότητα δὲν ἀποτελοῦσε ἀποκλειστικότητα των Χριστιανῶν. 
Ἐξάλλου οἱ κλέφτες καί οἱ ἀρματολοί συμμετέχουν σε διαθρησκευτικά πελατειακά δίκτυα ὥστε νὰ ἐξασφαλίζουν ὑποστήριξη

Η συμμετοχή των κλεφτῶν καί ἀρματολῶν σε ἐξεγέρσεις ἔχει ὑπερτονιστεῖ ἀπὸ την ἐθνικὴ ἱστοριογραφία Ἀπὸ τὴ μία, σκόρπιες μάχες καί συγκρούσεις λανθασμένα θεωρήθηκαν ἐξεγέρσεις Ἀπὸ την ἄλλῃ, ἀποδόθηκαν ἐθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα στὴ συμμετοχή κλεφτῶν σε εὐρύτερες ἐξεγέρσεις ἡ σε πολέμους τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους με εὐρωπαϊκές δυνάμεις ποῦ διαδραματίζονται στὸν νότιο ἑλλαδικό χῶρο.
 Ὡστόσο αὐτὴ ἡ δράση τῶν κλεφτῶν δὲν ἀμφισβητοῦσε τὴ νομιμότητα της ἐξουσίας ἀλλά στόχευε στὴ βελτίωση της θέσης τους στὸ πλαίσιο της δεδομένης κοινωνικῆς δομῆς, συνήθως στὴν ἀπόκτηση ἀρματολικιού: «φέρτε μας τ' ἀρματολίκι γιατί ἐρχόμαστε σά λύκοι» τραγουδοῦν οἱ κλέφτες της Ρούμελης στά Ὀρλωφικά του 1770.


Ἐξάλλου ὁ ἐθνικός προσανατολισμός των ἐξεγέρσεων εἶναι ἰσχνός· ὁρισμένες μάλιστα ἀνταρσίες τέμνουν τις θρησκευτικές κοινότητες καί δὲν φέρνουν μονοδιάστατα ἀντιμέτωπους τους χριστιανούς με τους μουσουλμάνους. 
Οἱ ἀνταρσίες αὐτές ἐκφράζουν δυσαρέσκειες ποῦ λειτουργοῦν στό πλαίσιο διαθρησκευτικῶν ἀνισοτήτων καί ἀντιθέσεων της ὀθωμανικῆς κοινωνίας καί ὄχι στόν ἄξονα: 
Χριστιανοί ἐναντίον Μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οἱ σποραδικές συμμαχίες των Σουλιωτών με τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες σε μία προσπάθεια διαφύλαξης της τοπικῆς ἐξουσίας τους ποῦ ἀπειλεῖται ἀπό τον Ἀλή Πασᾶ Ἀντίστροφα στά Ἀληπασαδικά στρατεύματα ποῦ πολεμοῦν τους Σουλιώτες στό Σούλι, στόν Ζάλογγο ἡ στόν Σέλτσο συμμετέχουν Χριστιανοί ἀρματολοί
Στὶς ἀρχές του 19ου αἰῶνα ἡ Ὀθωμανική ἐξουσία κατάφερε νά περιορίσει δραστικά τή δύναμη των κλεφτῶν καί των ἀρματολῶν, ἐξοντώνοντας ὁρισμένους καί ἀναγκάζοντας πολλούς νά βροῦν καταφύγιο στά Ἐπτάνησα, ὁπού οἱ περισσότεροι προσλήφθηκαν στούς ξένους στρατούς των Ναπολεόντειων πολέμων. 
Ὅταν οἱ τελευταῖοι ἔληξαν το 1815, οἱ ἐξόριστοι ἔνοπλοι βρέθηκαν ἄνεργοι καί χωρίς πόρους ζωῆς Ἦταν συνεπῶς ευεπίφοροι σε ἐπαναστατικούς σχεδιασμούς ποῦ ἔδιναν διέξοδο στὴν ἀνεργία τους καί προοπτικές ἀνατροπῆς της δυσμενοῦς κατάστασής τους.


"Η συμμετοχή στὴν ἐπανάσταση καί στή διαμόρφωση του Ελληνικού κράτους καί η ἐνσωμάτωσή τους στό νεωτερικό ἐθνικό κίνημα δέν θά τους καταστήσει ἁπλῶς ἥρωες της Ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀλλὰ θά προσδώσει ἀναδρομικά ἐθνικό χαρακτῆρα στή δράση τους κατά τὴ διάρκεια της Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας.

Oἱ Ἀγῶνες των Σουλιωτών


Ο πρώτος πόλεμος (1721) έγινε ἀπό τον Χατζή Πασᾶ των Ἰωαννίνων, ὁ ὁποίος ἀπέτυχε8.000 Τουρκοτσάμηδες καὶ οἱ Σουλιώτες μόνον 300.
Ο δεύτερος πόλεμος (1760) ἔγινε ἀπό το Μουσταφά Πασᾶ των Ἰωαννίνων, ὁ οποίος καὶ αὐτὸς ἀπέτυχε Ο Μουσταφά Πασᾶς εἶχε 7.000 στρατιῶτες καὶ οἱ Σουλιώτες ἦταν ὀλιγάριθμοι
Ο τρίτος πόλεμος (1761) ἔγινε ἀπό τον Πασᾶ του Βελουδίνου Δόσμπεη, με 8.000 στρατιῶτες καὶ ὀλιγάριθμους Σουβλιστεῖς, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἀπέτυχε
Ο τέταρτος πόλεμος (1762) ἀποτυχημένος καὶ αὐτὸς, ἔγινε ἀπό το Μαχμούτ Αγά, ὁ οποίος αιφνιδίασε τους Σουβλιστεῖς με 6.000 στρατό.
Ο πέμπτος (1772) ἀμυντικός πόλεμος ἔγινε κατά του Αγά της Τσαμουργιάς Σουλεϊμάν Τσαπάρη. Οι μάχες έγιναν στο Σούλι μεταξύ Σαμονίβας καὶ Κιάφας, ὅπου οἱ Σουβλιστεῖς πῆραν αἰχμαλώτους ὅλους τους Ὀθωμανούς
Ο ἐκτὸς κατά του Μουσταφά Κόκαν Πασᾶ με 4.000 Τουρκαλβανούς.
Ο ἔβδομος ἀπό τον Μπεκήρ Πασᾶ που με 5.000 Τουρκαλβανούς πολιόρκησε το Σούλι.
Ο ὄγδοός πόλεμος (1792) με την ἡγεσία των: Ἱμπραήμ Χάσαν, Μουσουλμάνου, Μουχτάρ Αγά κ.α.


Το 1791 ἔγινε ἡ πρώτη ἐκστρατεία του Ἀλή Πασᾶ κατά των Σουλιωτῶν ἀλλὰ δὲν πέτυχε. Ἐπικεφαλίς ὁ ἴδιος με 3.000 Τουρκαλβανούς χτύπησε το Σούλι. 
Οι Σουλιώτες, ἔχοντας ἀρχηγὸ τον Λάμπρο Τζαβέλα, πρόβαλλαν γενναία ἀντίσταση καί στή συνέχεια καταδίωξαν τους Τουρκαλᾶδες ὡς τον κάμπο των Ἰωαννίνων Σκότωσαν 2.000 ἄνδρες καί πῆραν πολλά λάφυρα. 
Ἀποτυχημένη ἦταν καί ἡ δεύτερη ἐπίθεση του 1792. 
Ο Αλή Πασᾶς γιά νά παραπλανήσει τους Σουλιώτες διέδωσε ὅτι θά ἐκστρατεύσει κατά του πασᾶ του Ἀργυρόκαστρου καί ζήτησε τὴ βοήθειά τους, ὑποσχόμενος προνόμια. 
Οἱ Σουλιώτες ἀντιλαμβάνονται ὅτι πρόκειται γιά τέχνασμα, ὡστόσο γιά νά του δείξουν ὅτι τον πιστεύουν, του ἔστειλαν 70 παλικάρια με ἀρχηγὸ το Λάμπρο Τζαβέλα.
Ὁ Ἀλής τους ἔπιασε αἰχμαλώτους, τους ἔστειλε στὰ Γιάννενα στὶς φυλακές του Κάστρου. Κάλεσε στή συνέχεια το Λάμπρο Τζαβέλα, γιὰ νὰ διαπραγματευτοῦν την παράδοση του Σουλίου.
 Ο Λ. Τζαβέλας προσποιήθηκε, ὅτι δέχεται τις προτάσεις του.
 Ο Ἀλής τον ἄφησε ἐλεύθερο νὰ γυρίσει στό Σούβλισα καί γιὰ ἐπιβεβαίωση της συμφωνίας τους κρατᾶ ὁμήρους το γιό του Φώτο καί ἄλλους 70 ἄνδρες 
Ὅταν ἔφτασε ὁ Λ. Τζαβέλας στό Σούβλισα, ὀργάνωσε καλύτερα την ἄμυνα καί ἔστειλε στόν Ἀλή Πασᾶ το ἀκόλουθο γράμμα:
«Ἀλήπασα, χαίρομαι ὅπου ἐγέλασα ἕναν δόλιον, εἶμαι ἐδῶ νά διαφεντέψω την πατρίδα μου ἐναντίον εἰς ἕναν κλέφτην.
 Ο υἱός μου θέλει ἀποθάνει, ἐγώ ὅμως ἀπελπίστως θέλω τον ἐκδικήσω πρίν νά ἀποθάνω.
 Κάποιοι Τοῦρκοι, καθώς ἐσύ, θέλουν εἰπεῖν, ὅτι εἶμαι ἄσπλαγχνος πατέρας με το νά θυσιάσω τον υἱόν μου διὰ τον ἰδικό μου λυτρωμόν. 
Ἀποκρίνομαι ὅτι ἄν ἐσύ πάρεις το βουνόν θέλεις σκοτώσει τον γυιόν μου με το ἐπίλοιπον της φαμίλιας μου καί τους συμπατριώτας μου, τότε δέν θά μπορέσω νά ἐκδικήσω τον θάνατόν του ἀμή ἄν νικήσωμε θέλει ἔχω καί ἀλλά παιδιά, ἡ γυναῖκα μου εἶναι νέα.
 Ἐάν ὁ υἱός μου νέος, καθώς εἶναι, δέν μένει εὐχαριστημένος νά' ἀποθάνει διὰ την πατρίδα του, αὐτὸς δέν εἶναι ἄξιος νά ζήσει καί νά γνωρίζεται ὡς υἱός μου· προχώρησε λοιπόν ἀπῆστε, εἶμαι ἀνυπόμονος νά ἐκδικηθῶ. 
Ἐγὼ ὁ ὡμοσμένος ἐχθρός σου καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας».
 
Ὁ Ἀλή Πασᾶς προστάζει γενική ἐπίθεση με 8.000 Τουρκαλβανούς. Η δεύτερη ἐκστρατεία του Αλή Πασᾶ ἐναντίον του Σουλιού κατάληξε σε πανωλεθρία. 
Ἕνα μικρό μόνο μέρος ἀπὸ το στρατό του σώθηκε. 
Ἀναγκάστηκε νά κλείσει ταπεινωτική εἰρήνη με τους Σουλιώτες, ποῦ κράτησε ὀχτώ χρόνια. Ἀπελευθέρωσε το Φώτο Τζαβέλα καὶ τους ὁμήρους 
Στὴ μάχη πῆραν μέρος καὶ οἱ Ταξιδιώτισσες με επικεφαλής τὴ Μόσχῳ Τζαβέλα γυναίκα του Λάμπρου καὶ ἡ κόρη του Σόφω. 
Ο Λάμπρος Τζαβέλας πληγώθηκε καὶ πέθανε τρία χρόνια ἀργότερα ἀπὸ το τραῦμα του. 
Μετά το θάνατό του, την ἀρχηγία της φάρας του ἀνάλαβε ἡ Μόσχῳ καὶ την κράτησε μέχρι νά την ἀναλάβει ὁ γιὸς της Φώτος.

Το 1798 ὁ Ἀλή Πασᾶς, καταφέρνει καὶ ἐλέγχει ὅλη την περιοχή καὶ το 1800 ἀρχίζει ἕνα σχέδιο αποκλεισμού του Σουλίου. 
Ἐκμεταλλευόμενος τις ἐσωτερικές ἔριδες μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οἰκογενειῶν των Τζαβελαίων καὶ των Μποτσαραίων πείθει τον Κίτσο Μπότσαρη νὰ φύγει ἀπό το Σούβλισα καὶ ν' ἀναλάβει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. 
Οἱ Σουλιώτες χάνουν ἔτσι, 800 πολεμιστές.
 Ὁ Φώτος Τζαβέλας ἀναλαμβάνει ὡς πολέμαρχος. Τον Ἰούνιο του 1800, ὁ Ἀλή Πασᾶς ξεκινᾶ με 15.000 ἄνδρες, χωρίζοντάς τους σε τρία σώματα, τα ποία εἰσέρχονται στό Σούβλισα ἀπό τις τρεῖς δυνατές εἰσόδους ποῦ ὑπῆρχαν. 
Οἱ Σουλιώτες τους ἀποκρούουν καὶ ἡ συνέχεια γιὰ τους Τούρκους εἶναι δραματική. ὁ Ἀλής ὅμως, δὲν ἡσυχάζει καὶ ἀποφασίζει νὰ πολιορκήσει το Σούλι.

Χτίζει νέα φρούρια στὴν περιοχή, ἐνισχύει τα παλιά, ἀποκλείει κάθε ἐξόδῳ, φέρνει πολλά στρατεύματα καὶ ζήτησε τή βοήθεια των Ἀλβανῶν καὶ Τσάμηδων της περιοχῆς 
Ἔτσι οἱ Σουλιώτες κουρασμένοι δέχονται την πρόταση εἰρήνης το 1801, την ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Ἄλαλής παραβίασε σκοτώνοντας τους 24 ὁμήρους ποῦ ἔστειλαν οἱ Σουλιώτες γιὰ το κλείσιμο της συμφωνίας. 
Οἱ Σουλιώτες ἀρνοῦνται την δεύτερη πρόταση εἰρήνης του Ἀλή καὶ παραμένουν πολιορκημένοι, γιὰ δύο χρόνια. Το 1803 χαρίζουν οἱ ἐπιθέσεις του Ἀλή Πασᾶ καὶ του γιοῦ του Βελή. 
Οἱ Σουλιώτες, με ἀρχηγὸ τον Φώτο Τζαβέλα, ἀντιστάθηκαν στὶς μάχες του Σιστρουνίου, της Λίππας καὶ της Λιβίκιστας. Ἐκείνος ὅμως, συνεχίζει καὶ το Δεκέμβριο του 1803, το Σούλι δέν ἄντεξε ἄλλο

Οἱ ἐσωτερικές διαμάχες γιὰ την ἀρχηγία μεταξύ των Φ. Τζαβέλα καὶ Κ. Μπότσαρη, ἡ ἐλλείψει ἀπὸ τροφές, νερό καὶ πολεμοφόδια, ἀναγκάζει τους Σουλιώτες στὶς 12 Δεκεμβρίου του 1803, νά ὑπογράφουν συνθήκη καὶ νά ἐγκαταλείπουν την πατρίδα τους
. Ο καλόγηρος Σαμουήλ, δὲν δέχθηκε την συνθηκολογήση 
Ἔμεινε στὸ Κούγκι μαζί με ἄλλους πέντε Σουλιώτες καὶ ἐπέλεξαν νά ταφοῦν μέσα στὰ συντρίμμια ἀπὸ την ἔκρηξη της πυριτιδαποθήκης. Λίγο νοτιότερα ἀπὸ το Σούλι, στὸ σημερινό χωριό Ρίζά, ἕνα ἔτος πρίν ἀπὸ την παράδοση του Σουλίου εἶχαν ἐγκατασταθεῖ 20 Σουλιώτικες οἰκογένειες με την ἄδεια του Ἀλή Πασᾶ Οἱ Τοῦρκοι, βρίσκουν τις γυναῖκες ἀπροστάτευτες ἀπὸ τους ἄνδρες




Η Δέσπω Μπότση, ὅμως, μάζεψε γύρω της ὅλες τις γυναῖκες της φάρας βάζει φωτιά στό μπαρούτι καί τους τινάζει ὅλους στόν ἀέρα
 Οἱ ὑπόλοιποι Σουλιώτες ξεκίνησαν γιά την προσφυγιά σε τρεῖς φάλαγγες. 
Το πρῶτο τμῆμα, 1500 ἄτομα, με ἀρχηγό το Φ. Τζαβέλα πρὸς την Πᾶργα.
 Ὁ Ἀλής τους κυνήγησε με 4.000 ἄνδρες, τους πρόλαβε καί τελικά οἱ Σουλιώτες κατάφεραν νὰ μποῦν στὴν Πᾶργα, ποῦ την κατεῖχαν οἱ Ρῶσοι, με πολλές ἀπώλειες Το δεύτερο τμῆμα του Κ. Μπότσαρη φεύγει πρὸς τα Τζουμέρκα.
 Ο Κ. Μπότσαρης, με 1.200 ἄτομα, ἀποσύρεται στή Μονή Σέλτσου ποῦ βρίσκεται σε μία ὀχυρή καί ἀπόκρημνη θέση πάνω ἀπὸ τον Ἀχελώο. 
Ὁ Ἁλής τους πολιόρκησε με 7.000 ἄνδρες καί τελικά, μόνο 50 Σουλιώτες γλίτωσαν.
 
Ἡ τρίτη φάλαγγα, του Κουτσονίκα με 800 ἄτομα, βάδιζε πρός το Λούρο ποταμό. 
Ὅταν ἔφτασαν στὸ Ζάλογγο γιὰ ἀσφάλεια ἀποσύρθηκαν στὸ Μοναστήρι πάνω στὸ βουνό. Σῶμα 3.000 Ἀλβανῶν, με ἐπικεφαλῆς τον Μπεκήρ Tζογαδώρο τους καταδίωξε.
 Ἐπιχειροῦν ἔξοδο ἀλλά δέν τα κατάφεραν. 
Οἱ λίγοι ποῦ γλίτωσαν κατευθύνθηκαν πρός το Βουλγαρέλι. Πενήντα ἕξι γυναῖκες, ὅμως, δέν συμμετεῖχαν στὴν ἔξοδο Παρέμειναν στὸ Μοναστήρι.
 Ὅταν τις πλησίασαν οἱ Ἀρβανίτες, ἔστησαν χορό καὶ μία-μία ἔπεφτε στὸ βάραθρο. Πολλοί Σουλιώτες ποῦ γλίτωσαν καὶ ἀπὸ τις τρεῖς ὁμάδες πῆγαν στὴν Κέρκυρα καὶ ἐντάχθηκαν σε στρατιωτικά σώματα Γάλλων καὶ Ἄγγλων ποῦ κατεῖχαν το νησί.



Ὁ Σουλτᾶνος, το 1820, ἀποφασίζει νά ἐξοντώσει τον Ἀλή Πασᾶ στέλνοντας ἐναντίον του τον Ἱσμαήλ Πασᾶ Ὁ Ἀλή Πασᾶς καλεῖ τους Σουλιώτες νά συμμαχήσουν με ἀντάλλαγμα νά τους ἀφήσει νά ἐπιστρέψουν το Σούλι.

 Ο Μάρκο Μπότσαρης ὁρίστηκε ἀρχιστράτηγος καί διαπραγματεύτηκε με τον Ἀλή Πασᾶ Μετά την ἀποτυχία του Ἱσμαήλ τον ἀγῶνα κατά του Ἀλή Πασᾶ ἀναλαμβάνει ὁ Χουρσίτ Πασᾶς ποῦ ἀφήνει στρατιωτικά ἀκάλυπτη την Πελοπόννησο στὴν ὁποία ξεσπᾶ ἡ Ἐπανάσταση (1821). Ο Συρίττου, ἔχοντας σκοτώσει τόν Ἀλή, εἶναι ἐλεύθερος ν' ἀσχοληθεῖ μαζί τους. 
Το 1822 ξεκινᾷ με 15.000 ἄνδρες καί πολιορκεῖ το Σούλι. Στάλθηκαν τότε γιὰ νά βοηθήσουν τους Σουλιώτες ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης καί ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
 
Η ἐπιχείρηση ὅμως ἀπέτυχε Μετά την καταστροφική μάχη στὸ Πέτα (4 Ἰουλίου 1822) ἤ Σουλιώτες ἀναγκάσθηκαν μετά ἀπό συμφωνία με τον Ομέρ Βρυώνη.
 Φεύγουν ὁριστικά ἀπό την πατρίδα τους.
 Ἄλλοι πῆγαν στὰ Ἐπτάνησα καὶ ἄλλοι στὸ Μεσολόγγι, ὅπου ἔλαβαν μέρος στὴν ἐπανάσταση
 
ΟΙ ΤΖΑΒΕΛΑΙΟΙ

Οἱ Τζαβελαῖοι ἦταν παλιά καὶ μεγάλη Ἑλληνική οἰκογένεια ἀγωνιστῶν ἀπὸ το Σούλι. 
Σύμφωνα με μία παράδοση της Ηλείας κατάγονταν ἀπὸ την Οἰκογένεια Τζαβέλα της Ἠλείας, στήν πραγματικότητα ἡ οἰκογένεια κατάγεται ἀπὸ την Δραγάνη της Παραμυθιᾶς με γενάρχη τον Παπα Ζάχο.
 Κατά τις ἀρχὲς του 17ου αἰῶνα, στὸ χωριό Δραγώγι της Φιγαλίας, ἀπαντᾶται ἡ οἰκογένεια Τζαβέλα. 
Ἕνας ἐξ αἰτῶν ἦταν καὶ ὁ κλεφτοκαπετάνιος Βασίλης Τζαβέλας, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε ἄπειρες φορές γιὰ την παλικαριά αἱ σωφροσύνη του. Παιδιά του Βασίλη, ἦσαν ὁ Δημάκης, ὁ Τάσος ὁ Μήτρος καὶ ὁ Πάνος. Οἱ μεγαλύτεροι ἐξ αἰτῶν ὁ Δημάκης ὁ Μήτρος καὶ ὁ Τάσος, παρέμειναν στὸ Δραγώγι.


Κατά την ἐπανάσταση του 1821, ὁ Δημάκης ποῦ ἦταν ὁ πιὸ ἔμπειρος καὶ ἱκανότατος καπετάνιος, διορίστηκε καὶ ὁρκίστηκε ὁπλαρχηγός της περιοχῆς του. 
Ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στήν Μάχη του Ἁγίου Ἀθανασίου της Καρύταινας μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στήν μάχη του Πουσίου Λάλα, ἀρχικά με τον Γιωργάκη καὶ κατόπιν με τον Δημητράκη Πλαπούτα. 
Η παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὁ Βασίλης, παιδί του γερό Δημάκη ἦταν το μικρότερο ἀπὸ τα ἕξι ἀρσενικά παιδιά ποῦ εἶχε ὁ πατέρας του. 
Αὐτά τα Τζαβελόπουλα εἶχαν καὶ μία ἀδερφή, την ὀνομαστή Κάϊντω ἡ Κάντω. Η λυγερόκορμη ὀμορφιά της ποῦ ἔλαμπε σάν το ἄστρο της αὐγῆς, ἦταν τὸ καμάρι ὅλων τῶν ραγιάδων του καζά καὶ ὁ τρανός καημός των Τούρκων ἀφεντάδων καὶ κυρίως των σκληρῶν ἀγάδων του Φαναριοῦ


Μία ἡμέρα ὁ Ἀγάς ποῦ την εἶδε σε κάποιο γάμο, τυφλώθηκε ἀπό την ὀμορφιά της καί θέλησε ταχύτατα νά την ἐντάξει στό χαρέμι του καί νά βρεθεῖ σύντομα στόν ὀντά του. 
Παρακάλεσε, ἔταξε, ἀπήλλαξε ἀπό φόρους, πλήρωσε, ἀγρίεψε, μά ποῦ νά δεχθοῦν τα ἀδέρφια της μία τέτοια πρόταση, νά μπεῖ ἡ μονάκριβη ἀδελφή τους στό χαρέμι καί νά μολύνει το περήφανο Τζαβελαίϊκο.
 Ποτέ μὰ ποτέ δέν σκέφθηκαν ν’ ἀφήσουν το καμάρι τους νά βρεθεῖ ἔστω καί γιά μία στιγμή στά χέρια των ἄπιστων, ἔστω καί νά πλήρωναν αὐτή την ἐπιθυμία του Ἀγά τους με αἷμα 
Ποῦ ἀκούστηκε τέτοιο πρᾶγμα, τα Βασιλόπουλα νά ἀφήσουν την ἀδερφή τους. 
Ἔδωκε καί πῆρε ὁ Αγάς, ἔταξε πῶς μεγάλες τιμές, φοροαπαλλαγές, καί ἕνα σωρό ἄλλα ταξίματα σε ὅποιον την ἔπιθε νά ἔρθει ἡ Κάντω στόν ὀντά του.
Κάποια ἀποφράδα κακόημερα, ποῦ τα Τζαβελόπουλα έλλειπαν στὰ λημέρια των Μποζινακαίων στὸ χωριό Σκληροῦ Φιγαλείας, 
ἡ Κάντω ἡ μονάκριβη ἀδελφὴ τους βρισκόταν στὸ χωριό της μαζί με το στερνοπούλι ἀδελφάκι της τον Βασίλη. 
Ἐκείνη την ἡμέρα οἱ Τοῦρκοι πλιατσικολόγουσαν ἀπὸ χωριό σε χωριό καὶ ἀφοῦ την βρήκανε την ἁρπάξανε καὶ την ὁδήγησαν στὸν οντά του πολυχρονεμένου αγά τους.
 Η Κάντω ποῦ το ἔλεγε ἡ καρδιά της, την στιγμή ποῦ ἀντιλήφθηκε τις προθέσεις των Τούρκων ὅταν ἀκόμη ἤτανε στὸ σπίτι της, πρόλαβε καὶ ἅρπαξε ἕνα δίκοπο μαχαίρι καὶ το τρύπωσε στὸν κόρφο της. 
Ὅταν την παρουσίασαν στὸν Αγά, αὐτὸς ἔμεινε ἔκθαμβος ἀπὸ την ὀμορφιά της καὶ βάλθηκε νά την μολέψει.

Αὐτὴ ὑπερήφανη καθώς ἤτανε, στεκότανε μπροστά του σάν ἀγριότατα ποῦ ἤτανε ἕτοιμη νά χώσει τα νύχια της στά μάτια του δυνάστη.
 Πάριν προλάβει νά ἐπιτεθεί μπῆκε μέσα ἡ ὑπηρεσία του ἀγά καὶ την ὁδήγησαν πρῶτα στά λουτρά του σαραγιού.
 Η Κάντω κατάλαβε τα σχέδια των καὶ ὅταν μπῆκε στό στόν ὄντα γιά ν’ ἀλλάξει την φορεσιά της γιά νά φορέσει την ρόμπα του λουτροῦ, χωρίς νά χάσει την ψυχραιμία της τράβηξε το μαχαίρι της καὶ το ἔμπηξε βαθιά στά φυλλοκάρδια της. 
Καὶ τοιουτοτρόπως ἔβαλε τέλος στὴν ζωή της προτοῦ την μολέψουν οἱ ἄπιστοι Τα ἀδέλφια της σάν ἔμαθαν τα καθέκαστα, λυπήθηκαν πολύ γιὰ τον χαμό της μονάκριβης ἀδελφῆς τους ὅμως τους ἐξύψωσε το ἠθικό καί την ὑπερηφάνεια ἡ ἀνδρεία της ἀδελφῆς των.
 
Ὅμως το κακό εἶχε γίνει καί ἔπρεπε σύμφωνα με τους ἄγραφους νόμους της ἐποχῆς ἐκείνης νὰ πάρουν πίσω το αἷμα της ἀδελφῆς των. 
Καὶ του το φύλαγαν περιμένοντας πότε θὰ τους δοθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία νὰ τον ξεκάνουν. Ἀνήμερα του Ἁγίου Δημητρίου, ὁ Αγάς με την συνοδεία του, ὅπως συνήθιζε κάθε χρόνο, πήγαινε στὸ Μαυροματέϊκο πανηγύρι, γιὰ νὰ γλεντήσει. 
Αὐτοὶ στήσανε ἐνέδρα στὴν θέση Βάλτα κοντά στὸν οἰκισμό Πλατιά ἡ Κάμπο, χρησιμοποιῶντας γιὰ ταμπούρωσα δυό-τρία ἐγκαταλειμμένα πετροκάλυβα (ἀχούρια).
 Ὁ Ἀγάς ἐκτὸς ἀπὸ την συνοδεία του καί τους σωματοφύλακές του, εἶχε κοντά καί καμιά σαρανταριά τσοπανόσκυλα γιὰ νὰ τον φυλᾶνε

Μόλις πλησίασε ὁ αγάς με την συνοδεία του, οἱ Τζαβελαίοι με τα παλικάρια τους ἔκαναν γιουρούσι κατά του αγά καὶ ἀφοῦ τον σκότωσαν τον ἔκαναν κομματάκια κρέας καὶ το ἔριξαν στὰ σκυλιά του νὰ τον φᾶνε 
Η τοποθεσία ποῦ ἔγινε ἡ ἐνέδρα καὶ το ἄγριο φονικό του Ἀγά, σήμερα λέγεται «Τ’ Αγά τ’ ἀχούρια». 
Οἱ Τοῦρκοι του Φαναριοῦ μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα καὶ τον σκοτωμό του Αγά ἐξαπέλυσαν λυσσαλέες ἐπιθέσεις κατά των Ἑλλήνων καὶ ἰδίως κατά των Τζαβελαίων του χωριοῦ Δραγώγι. 
Οἱ Τζαβελαίοι μετά ἀπὸ αὐτὰ τα γεγονότα ἔνοιωσαν ὅτι ὁ τόπος δὲν τους χώραγε πιὰ καὶ ἔτσι ἀποφάσισαν νὰ διασκορπισθοῦν μακριά ἀπὸ τον τόπο τους, γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ ἡ γενιά τους.

 



Μονάχα ὁ Βασιλάκης ἀπέμεινε ἐπειδὴ ἦταν βυζανιάρικο ἀκόμη καὶ δὲν μποροῦσε ν’ ἀκολουθήσει Μία πονόψυχη χανούμισσα τον ἔκρυψε κι’ ἔμεινε γιὰ πάντα στὸ Δραγώγι. 
Ὅταν μεγάλωσε ἀντρειώθηκε καὶ ἀπὸ κείμενον σιγά-σιγά κρατήθηκε ἡ περήφανη Τζαβελαίϊκη γενιά στὸ Δραγώγι. 
Τα πέντε ἀδέρφια ποῦ φύγανε, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ἄλλος έσαξε πρὸς την Μεσσηνία, ἄλλος  ἔφθασε στήν Ἀρκαδία, ἕνας ἀκόμη πῆγε στήν Κόρινθο καὶ ἕνας κατευθύνθηκε στὸ Σούλι της Ἠπείρου κι ἀπὸ αὐτὸν θέλει ἡ ἱστορία την περιβόητη Τζαβελαίϊκη γενιά της περιοχῆς ἐκείνης
 
Γνωστά Μέλη της Οἰκογένειας

Τα πιό ὀνομαστά μέλη της ἦταν ὁ Λάμπρος Τζαβέλας, ὁ Φώτος Τζαβέλας καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλας.

Λάμπρος Τζαβέλας

Λάμπρος Τζαβέλας (1745 - 1792)

Γεννήθηκε στό Σούλι κι αναδείχτηκε αρχηγός της φάρας των Τζαβελαίων. Το 1792 τον κάλεσε ὁ διαβόητος Πασᾶς των Ἰωαννίνων γιά νά τον βοηθήσει δῆθεν στὴν ἐκστρατεία του, κατά του Αργυροκάστρου. 
“Ο Λάμπρος καὶ το παιδί του ὁ Φώτος καὶ 70 ἄλλοι Σουλιώτες, παρά τὴ γνώμη των ἄλλων Σουλιωτών, πῆγαν νά βοηθήσουν τον 'Αλή, ἀλλὰ κοντά στὴ Ζίτσα τους ἔπιασαν ὅλους καὶ τους ὁδήγησαν στά Γιάννενα.
 Ο Αλής νόμισε πῶς ἄν δέν ἦταν ἀρχηγός στό Σούλι ὁ Λάμπρος Τζαβέλας, θὰ μποροῦσε νά το καταλάβει.
 Τις ἐπιθέσεις του ὅμως τις ἀπέκρουσαν με ἡρωισμό καὶ τόλμη οἱ ἄλλοι Σουλιώτες κι ἔτσι κατέφυγε στό δόλο. Ἐλευθέρωσε ἀπὸ τα Γιάννενα τον Λάμπρο, κρατῶντας ὁμήρῳ τον Φώτο, καὶ τόν ἔστειλε νά του παραδώσει το Σούλι.

  Μὰ ὅταν ἐκεῖνος ἔφτασε στὸ Σούβλισα του ἔγραψε το παρακάτω ἱστορικό γράμμα:«Χαίρομαι ποῦ γέλασα ἕναν δόλιο σάν καί σένα. 
Εἶμαι δῶ γιὰ νά διαφεντέψω το Σούβλισα 
Ἄν ὁ γιός μου δέν εἶναι πρόθυμος νά πεθάνει γιὰ την πατρίδα, δέν εἶναι ἀξίως νά ζήσει καί νά γνωρίζεται γιὰ γιός μου». 
Ὁ Ἀλής γεμάτος θυμό καί λύσσα ρίχτηκε τόν Ἰούλιο του 1792είναιτενάντια στὸ Σούβλισα με μεγάλες δυνάμεις. Νικήθηκε όμως πάλι καί ντροπιασμένος δέχτηκε εἰρήνη κι ἄφησε ἐλεύθερους τους 70 Σουλιώτες καί τον Φώτο. Στή μάχη αὐτὴ ὅμως ὁ Λάμπρος πέθανε ἀπὸ τις πληγές του.
 
Φώτος Τζαβέλας (1770 - 1809)

Ἦταν γιὸς του Λάμπρου Τζαβέλα καὶ της Μόσχως. 
Ὕστερα ἀπὸ την ἀπελευθέρωσή του καὶ το θάνατο του πατέρα του, ἔγινε ἀρχηγὸς, των Σουλιωτών. 
Οἱ ἀγῶνες του κατά του Αλή Πασᾶ υπήρξαν περίφημοι. Αναδείχτηκε μεγάλος πολέμαρχος κι ἔδειξε τόση ἀνδρεία ποῦ οἱ Σουλιώτες ὁρκίζονταν "στὸ σπαθί του Φώτου". 
Ατυχώς το Σούλι κατά το 1803 παραδόθηκε, ὁ Φώτος με 2.000 Σουλιώτες κατόρθωσε νὰ περάσει στὴν Πᾶργα κι ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κέρκυρα, ποῦ την εἶχαν στὴν κατοχή τους οἱ Γάλλοι. 
Ο Φώτιος κατατάχτηκε στὸ γαλλικό στρατό ὡς ἑκατόνταρχος της Ελληνικής λεγεώνας. Κατά το 1809 δολοφονήθηκε στὴν Κέρκυρα ἀπὸ πράκτορες του Ἀλή Πασᾶ καὶ θάφτηκε στὸ μοναστήρι της Πλατυτέρας, ὅπου σώζεται ὁ τάφος του μέχρι σήμερα.

Μόσχω Τζαβέλα (1760 - 1803)

Ἦταν γυναῖκα του Λάμπρου Τζαβέλα. Γεννήθηκε το 1760 καὶ ἀγωνίστηκε το 1792 ἐναντίον του Ἀλή Πασᾶ, στή μάχη της Κιάφας, ὡς ἀρχηγός 400 Σουλιωτισσῶν. 
Ὅταν οἱ Τουρκαλβανοί ἀποπειράθηκαν νά αἰχμαλωτίσουν τις Σουλιώτισσες, αὐτὲς τους ἐπιτέθηκαν καὶ κατάφεραν νά τους τρέψουν σε φυγή.
 Ὁ ἡρωισμός της Μόσχως ἔχει ἀπαθανατιστεῖ στά δημοτικά τραγούδια.
 Η Μόσχῳ μετά την καταστροφή του Σουλίου ἀκολούθησε το δρόμο πρὸς την Πᾶργα καὶ ἀπὸ 'κεῖ στά Επτάνησα. Πέθανε τελικά κατά το 1803.

Ζυγούρας Τζαβέλας
 
Ο Ζυγούρας Τζαβέλας ἦταν ἀδελφός του Φώτου Τζαβέλα. 
Ὅταν γύρισε ἀπὸ την Κέρκυρα το 1820, πολέμησε μαζί με τον Αλή Πασᾶ κατά των στρατευμάτων του Χουρσίτ Πασᾶ Ύστερα ἀπὸ τὴ συντριβή του Ἀλή καὶ τὴ νέα πτώση του Σουλίου, κατέβηκε στὴ Στερεά Ἑλλάδα καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἐπανάσταση ἐπικεφαλῆς τῶν Σουλιωτών. 
Σκοτώθηκε στὴ μάχη της Καλιακούδας στὴν Εὐρυτανία το 1823, πολεμῶντας τους Τούρκους. Μετά τον θάνατο του ἡ φάρα του κατέφυγε στά βουνά της Μακεδονίας.
Απόγονοι του Ζυγούρα Τζαβέλα βρίσκονται στὸ χωρίο Γέρμας Καστοριάς, ἔχοντας διατηρήσει το επωνυμο Ζυγούρας.

Ὁ Κίτσος Τζαβέλας (1801 - 1855)

Ἦταν παιδί του Φώτου Τζαβέλα. Μεγάλωσε στὴν Κέρκυρα καὶ το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στὸ Σούβλισα, ὅπου ἀνακηρύχτηκε καπετάνιος σε ἡλικία μόλις 19 χρονῶν Πῆγε στὴν Ρίζα της Ἰταλίας γιά νά συνεννοηθεῖ με τους Φιλικούς γιά την Ἐπανάσταση Το 1822 - 1823 γύρισε καὶ πῆρε μέρος στίς μάχες του Κεφαλόβρυσου μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στὴ νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στὸ Δίστομο καὶ στὸ Κρεμμύδι. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ἰούνιο του 1825 στὸ Μεσολόγγι καὶ μπῆκε στὴν πόλη.



Στὶς 25 Μαρτίου 1826 πρωταγωνίστησε στὴ μάχη της Κλείσοβας, κατά την ὁποία ἐπικεφαλῆς 137 ἀγωνιστῶν στὸ ἐκκλησάκι της Ἁγίας Τριάδας ἀπώθησαν τα Τοῦρκο-Αἰγυπτιακά στρατεύματα ποῦ ἐπιχείρησαν νὰ καταλάβουν το νησάκι, προκαλῶντας τους τρομακτικές ἀπώλειες (περίπου 3.500  Ὀθωμανοί νεκροί καὶ τραυματίες). Κατά την ἡρωική ἔξοδο των Μεσολογγιτῶν ἀρχηγὸς 2.500 ἀνθρώπων ἔσπασε τις γραμμές των Τούρκων καὶ πῆγε στά Σόλωνα με 1.300 ἄνδρες Πῆρε μέρος μαζί με τον Καραδόκησα στίς μάχες τις Ἀττικῆς καὶ, μετά το θάνατο του συνεργάτη του, ἀνατέθηκε σ' αὐτόν ἡ ἀρχιστρατηγία προσωρινά. Ὁ Καποδίστριας τον ἔκανε χιλίαρχο.


Μαζί μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, στὰ χρόνια της Ἀντιβασιλείας, ρίχτηκε στὴ φυλακή.
 Ὁ Ὀθόνας τον ἔκανε ὑποστράτηγο κι ἀργότερα ἀντιστράτηγο καὶ ὑπασπιστή του. 
Το 1844 ἀναδείχτηκε Ὑπουργός Στρατιωτικῶν στήν κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός καί το 1849 Ὑπουργός των Στρατιωτικῶν πάλι. 
Εἶναι ἕνας ἀπὸ τους τρεῖς καλύτερους πολεμιστές του 1821 μαζί με τον Κολοκοτρώνη καί τον Ανδρούτσο.

Γιῶργος Τζαβέλας

Ο Γιῶργος Τζαβέλας ἦταν ἀδελφός του Κίτσου Τζαβέλα. 
Πῆρε μέρος σε πάρα πολλές μάχες καὶ τραυματίστηκε στὴ δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Στὴν ἔξοδό των Μεσολογγιτῶν σώθηκε μαζί με τον ἀδελφὸ του Κίτσο. 
Σκοτώθηκε ὅμως στὶς πολεμικές ἐπιχειρήσεις στήν Ἀκρόπολη, το 1827.


Νικόλαος Τζαβέλας

Ο Νικόλαος Τζαβέλας (1881 - 1921) πῆρε μέρος στὸν πόλεμο του 1897 ὡς ἀξιωματικός, ἐπίσης στὸ Μακεδονικό Ἀγῶνα, στούς Βαλκανικούς πολέμους καί στὴ Μ. Ἀσία, ὅπου καὶ σκοτώθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη στὴ μάχη του Καλέ-Γκρότο το 1921.


Κώστας Τζαβέλας


Ο Κώστας Τζαβέλας ἦταν ἵλαρχος κατά τον Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Διακρίθηκε σε 11 νικηφόρες μάχες καὶ ἔπεσε στὶς 2 Δεκέμβρη 1940, στὴ μάχη της Πρεμετής.





Ἔγγραφα


Ἕνα ἔγγραφό ὁπλαρχηγῶν, δίνει τις εἰδήσεις, ὅτι Τζαβελαίοι συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στήν πολιορκία του Λάλα καὶ στήν μάχη του Πουσίου, το ὑπογράφουν καὶ οἱ Τζαβελαίοι Δημάκης καὶ Μήτρος.




«Ὑποσχόμεθα ἐμεῖς οἱ καπεταναῖοι Φαναρίου ὅτι νὰ ἔχωμεν τους ἄνδρας μας ἕτοιμους εἰς κάθε καιρόν. Ὑποσχόμεθα ἑως της τελευταίας σταλαγματιᾶς του αἵματος μας νὰ διαφεντεύσομεν αὐτήν την συμφωνίαν καί νὰ φέρωμεν καί τους λοιπούς ὅπου φέρουν ἅρματα Ὑπόσχονται οἱ καπεταναῖοι νὰ γράψουν στὰ χωριά νὰ κρατοῦν παστρικούς λογαριασμούς καί νὰ πηγαίνουν ὅπου διορισθοῦν μέχρι της ἁλώσεως του Μορέα καί ὅτι πρᾶγμα εὑρίσκεται κινητόν καί ἀκίνητον εἶναι του Ἔθνους Καὶ ὅποιος παραβῆ αὐτήν την συμφωνίαν νὰ κριθή με το κρίμα του Ἰούδα καί πρόσωπον Βασιλέως μας νὰ μήν ἤδη».

Ἰουνίου 9 στρατόπεδον Πούσι
Α' ἔτος της ἐλευθερίας 1821.



Καπετάν Κοσμάκης Τζαβέλλας, Μήτρος Τζαβέλλας



Κατά τον Φωτάκον, κατά την ἐκστρατείαν κατά του Λάλα στὸ στρατόπεδο του Πουσίου ἐπῆλθε διχόνοια εἰς το στρατόπεδο των Ὀλυμπίων, μεταξύ στρατιωτῶν καί ἰδιοκτητῶν γιὰ τοπικά των ζητήματα, περί φόρου της δεκάτης, παρασπορίων, διανομῆς κ.λπ.
 Η δυσφορία αὐτὴ ἐκδηλώθηκε, σοβαρά γιὰ νά καταστεῖ ζωηρότερη με μεγάλο κίνδυνο νά γενικευθεῖ καί νά ἐπιφέρει την διάλυση του στρατοπέδου. 
Περί της διαφωνίας αἰτῆς ὁμιλοῦν καί οἱ λαβόντες μέρος σε ἐκείνη την ἐκστρατεία Τετυχηκώς ποῦ ἐπενέβησαν ὁ ἀρχηγὸς των Ὀλυμπίων Τζανέτος Χριστόπουλος, ὁ οποίος θέλοντας νά προλάβει την διάλυση, ἔκαμε το ἀκόλουθο ἔγγραφο καί τοιουτοτρόπως τους καθησύχασε.


Σ’ αὐτὴν την συμφωνία μεταξύ ἄλλων πληγώνονταν ὑπογράφει καί ὁ Μήτρος Τζαβέλας

.«Ὑπόσχομαι εἰς ὅλους τους καπεταναίους καὶ λοιπούς στρατιώτας της ἐπαρχίας μας κατά την καταγραφήν, ὅπου θὰ ἔχωμεν εἰς τας χεῖρας μας ὅτι το τρίτον νά μήν το ζητήσωμεν, ἤ μὴ μόνον την δεκαετίαν καὶ παρασπόρια, καὶ ὑποσχόμεθα ὅτι ἑως της τελευταίας σταλαγματιᾶς του αἵματος μας νά διαφεντεύσομεν αὐτήν την συμφωνίαν ὑπόσχονται καὶ οἱ καπεταναῖοι ὅλοι μετά των στρατιωτῶν των πρός τον Ἀρχιστράτηγον Κύριον Τζανέτον Χριστόπουλον διὰ νά τον ἀκολουθοῦν καὶ ὑπακούουν εἰς κάθε του, προσταγήν.

Ὑπόσχομαι ἀκόμη ὅτι ὄχι μόνον δέν ἔχουν την ἄδειαν νά διώξουν αὐτούς ποῦ εἶναι κατατρεγμένοι, ἀλλὰ νά φέρουν καί τους λοιπούς ὅσοι βαστοῦν ἅρματα, καί ἄν ἰδοῦν κανένα Καπετάνιον καί διαπαρτισθή ἀπὸ την συμφωνίαν μας οἱ ἄλλῃ Καπεταναῖοι νά τον παιδεύουν καί νά του παίρνουν καί το τρίτον καί ὅλο του το πρᾶγμα, ἐπίδη καί οἱ δεκατίαι καί παπαρασπόρια εἶναι ἀφεντικὰ τα ὁποία μέλλουν νά φᾶνε οἱ στρατιῶτες, ἐάν δέν εξαρκέσουν διὰ νά φάγουν. Συμφώνως οἱ καπεταναῖοι με τον Ἀρχιστράτηγον θέλει ὁμιλοῦν καί θέλει εὕρουν το μονασίπικον διὰ νά δώση ἕκαστος κατά την δύναμίν του, ὅποιος δὲ χαριζόμενος ἤθελε δώσει τρίτον νά παιδεύηται ἀπὸ τους λοιπούς καί ἀπὸ τον Ἀρχιστράτηγον


Ὅθεν δι’ ἀσφάλειαν καὶ των δύο μερῶν ἔγιναν δύο ὅμοια καὶ ἐδόθη ἀπὸ ἕνα σε κάθε μέρος. Ὑπόσχονται πρός τοῖς ἄλλοις οἱ Καπεταναῖοι διά νά γράψουν εἰς τα χωριά τους νά βαστοῦν λογαριασμόν παστρικόν τῶν δεκατιῶν καὶ παρασπορίων καὶ νά πηγαίνουν ὅπου διορισθοῦν ἀπὸ τον Ἀρχιστράτηγον καὶ ὅτι πρέζες ἤθελον κάμουν νά τας μοιράζουν ἐξίσου ὅλοι οἱ σστρατιῶται μέχρι της ἁλώσεως του Μορέως καὶ ὅτι πρᾶγμα εὑρίσκεται τουρκικόν εἰς την ἐπαρχίαν μας κινητόν καὶ ἀκίνητον νά το μοιράζουν ὅλοι οι στρατιῶται καὶ ὅποιος παραβῆ αὐτὴν την συμφωνίαν, νά κριθή μετά του προδότου Ἰούδα καὶ πρόσωπον Βασιλέως μας νά μμήν ἰδῆ, καὶ οὕτως ὑποσχόμεθα».

Ἰουνίου 9 Στρατόπεδον Πούσι
1821 πρῶτον ἔτος ἐλευθερίας
Ὑπογραφαί

Δημήτριος Πρωτόπαπας, Μήτρος Τζαβέλας, Καπ. Π. Λυμπερόπουλος, Γιάννης Αμπελιανίτης, Αγγελής, Καπ. Γιαν. Δρακόπουλος, Μιχάλης, Γεώργης Βεργής, Γιάννης Θανούλας, Δημήτρ. Καράμπελας, Ἀδάμ Δημητρακόπουλος, Χριστ. Δελδιώτης, Γιάννης Γκούτης, Αναστ. Τζάπρος, Γιαν. Μπιζιμπαρδιώτης, Λάμπρος Ληνιστιάνος, Γιωργάκη Παλαλιώτη, Γιωργάκη Σκλάβος, Δημήτριος Δεληγιαννόπουλος, ὑπόσχομαι τούτων.
 
Ἐπίσης ὁ Δῆμος Τζαβέλας συμμετεῖχε καὶ στήν μάχη των Δερβενακίων κατά του Μαχμοῦτ Πασᾶ Δράμαλη. 
Ἀκόμη ὁ Δημάκης, ἔλαβε μέρος καὶ σε μάχες κατά του Ιμπραήμ Πασᾶ Σε μία ἐπιστολή πρός τον Δημητράκη Πλαπούτα, συνυπογράφει με τους ὑπόλοιπους καπεταναίους της ἐπαρχίας Φαναρίου:
 
«Γενναιότατε Στρατηγέ, αδελφικώς ἀσπάζομαι Με τον ἀνεψιόν τον κύρ Φώτην ἐλάβομεν το ἀδελφικόν σας. 
Εἴδομεν τα ὅσα μας γράφεις καί διά στόματος μας ὡμίλησεν ὁ κύρ Φώτης καί επληροφορήθημεν την καλήν σου προαίρεσιν διά το κοινόν ὄφελος της Πατρίδος καί διά νὰ σβύση ὁ ἐμφύλιος πόλεμος των δύο κομμάτων ἀντιφερομένων.

Ἀδελφέ καί ἡμεῖς αὐτὸ αγαπώμεν καί ἐπιθυμῶμεν καί ἀμέσως ἐγράψαμεν εἰς Ἀρκαδίαν, ὁμοίως καί εἰς Ἀνδρούσαν του Καπετάν Πέτροβα, ὅπου καί αυαὐτοὶ νὰ κινηθοῦν εἰς αὐτὸ το καλόν ἔργον καί ἐλπίζομεν νὰ κινηθοῦν καί αὐτοὶ μάλιστα ὁ καπετάν Πέτροβας, μας γράφει ὅτι εἶναι ἕτοιμοι…. συμφώνως ὅλες οἱ ἐπαρχίες νὰ κάμουν νὰ κοιτάζωμεν διὰ το ὄφελος της Πατρίδας, ὁπόταν γίνετε ἕτοιμος ἡ γενναιότης σου ειδέασε μας καί ἐμᾶς νὰ κινηθῶμεν ὅθεν κάμνει χρέος καί μένομεν με το ἀδελφικόν σέβας».

Οἱ Ἀδελφοί σου:
Δημάκης Τζαβέλλας καί λοιποί καπεταναῖοι Φαναρίου.
Ανδρίτσαινα 1824

  Τῷ γενναιοτάτῳ στρατηγῷ Δημητράκη Πλαπούτα. Παλούμπα.




Ἀριστεία Τζαβελλαίων


O βασιλιάς Ὄθωνας το ἔτος 1844, τίμησε τον Δημάκη Τζαβέλα, γιὰ την προσφορά του στὸ ἔνοπλο ἀγῶνα γιὰ την ἀπελευθέρωση της Πατρίδας:

 
«Ἀριθμὸς 7164. Βασίλειον Της Ἑλλάδος
Το Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν πρὸς τον κ. Δημάκην Τζαβέλλαν.

Η Αὐτοῦ Μεγαλειότης ὁ Βασιλεύς, ηὐδόκησε νά ἐγκρίνῃ νά δδοθῆ κατά συνέπειαν των της 20 Μαΐου 1 Ἰουνίου καί 8/30 Σεπτεμβρίου 1835 διαταγμάτων εἰς τον κ. Ἐδάκην Τζαβέλλαν, το ἀργυροῦν νομισματόσημον δι’ ἀνταμοιβήν των κατά των ὑπέρ ἀνεξαρτησίας πόλεμον ἐκδουλεύσεων καί χορηγεῖ εἰς αὐτὸν την ἄδειαν νά το φέρη εἰς πᾶσαν περίπτωσιν».

Αθήναι τὴ 24 Ἀπριλίου 1844
Ο Ὑπουργός
(Τ.Σ.) Π. ΡΟΪΛΟΣ



Περί «ἀπονομῆς ἀριστείων του ἀγῶνος».

1. Τζαβέλης Δημήτριος, Δραγώγι Ολυμπίας (Αρχείο Αγωνιστών). Χαρακτηρίσθηκε Ἀξιωματικός ΣΤ' Τάξεως με ἀριθμὸν Α.Μ. 1580. Ὑπὸ τον Τζανέτο Χριστόπουλον. Εἶχε στρατιῶτες ὑπὸ την ὁδηγίαν του. Συμμετεῖχε σε μάχες καὶ πολιορκίες Λάλα, Πουσίου, Τρικόρφων, Γράνας, Τριπόλεως, Ναυπλίου, Κορίνθου καὶ Ἀθηνῶν του 1827 ὑπὸ τον Γεώργιον Καραϊσκάκην. Ἔγινε Λοχαγός της Β' Φάλαγγος

2. Τζαβέλης Δῆμος (Δημάκης), ἀπὸ το Δραγώγι Φιγαλείας, τιμήθηκε ἀπὸ την Πατρίδα με Ἀργυρὸ Ἀριστεῖον, με αρ. Φ. 281.



3. Τζαβέλης Τάσος, ἀπὸ το Δραγώγι Φιγαλείας, τιμήθηκε ἀπὸ την Πατρίδα με Σιδηροῦν Ἀριστεῖον με αρ. Φ. 239.



Ἡ ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΤΖΑΒΕΛΑ


ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ


Γενικά


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας γεννήθηκε στὸ Σούλι, το 1801. Γαλουθήθηκε µε τα νάµατα της θρυλικῆς µάνας του Δέσπως, ἀδελφῆς του ὁπλαρχηγοῦ του 1821 Ζῶη Πάνου ἀπὸ την Παραμυθιά Σουλίου. Ἀνδρώθηκε στίς δοξασμένες Σουλιώτικες κορφές, πλάϊ στὸν ἀγέρωχο πατέρα του Φώτο Βέλαζα, του ὁποίου ἦταν δευτερότοκος γιός, κι ἔγγονος του θρυλικοῦ Λάµπρου Βέλαζα Ὅταν γεννήθηκε ὁ Κίτσος Τζαβέλας, το Σούλι ἦταν παγκόσμια γνωστό σάν τόπος των θρύλων. Στὸ βράχο του Σουλίου ἦλθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν, πρὶν πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια, πολλοί ἀπὸ τους Ἕλληνες, ποῦ ἐφλέγοντο ἀπὸ τον πόθο της λευτεριᾶς Σιγά-σιγά σχηματίστηκε το Τετραχώρι, Σούλι - Σαµονίβα - Κιάφα - Αβαρίκος, καὶ ἀργότερα το Εφταχώρι, ἡ συμπολιτεία του Σουλίου.


Τὴ διοικοῦσαν οἱ ἀρχηγοί ἀπὸ τις 47 φάρες, ποῦ συναποτελοῦσαν το κοινοβούλιο. Ἀποτέλεσε πραγματική ἑστία στρατιωτικῆς ἀλκῆς, καί οἱ φάρες του ἔδωσαν ἐξαίρετους ἀγωνιστές της ἐλευθερίας 
Οἱ Σουλιώτες ἦταν λαός ἀδούλωτος καί φιλοπόλεμος Μοναδική τους δουλειά ὁ πόλεμος καί ἡ προετοιμασία γιά τή µάχη. Η φήµη των Σουλιωτῶν εἶχε διαδοθεῖ ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρο της Εὐρώπης καί ἐνθουσίαζε ποιητές καί λαογράφους. 
Η Ρωσία γιά την ἐκπλήρωση των ἐπιδιώξεων της στὴν Ἑλληνική χερσόνησο στοὺς ἀνδρείους Σουλιώτες ἠτένιζε, καί ἐδέχετο στὴν αὐλὴ της τους ἀπεσταλμένους της µὲ μεγάλες τιμές, σὰν ἐκπροσώπους ἐλεύθερου καί ἀνεξάρτητου κράτους.


Ἀλλὰ καί σ’ ὅλες σχεδόν τις Ἑλληνικές ἐπαρχίες ὑπῆρχαν µαζί µε τους Σουλιώτες πολεμικοί πυρῆνες διοργανωμένοι καί ἐκπαιδευμένοι, οἱ ἁρµατολοί καί οἱ κλέφτες. 
Εἶχαν ἀρχηγούς ποῦ συνδύαζαν πολεμική πείρα, ἡρωικές παραδόσεις, ἐκτίµηση καί ἐμπιστοσύνη ὁλοκλήρου του λαοῦ της ἐπαρχίας τους.
 Οἱ πυρῆνες αὐτοὶ ἦσαν τελείως προπονημένοι πρός τις ἀπαιτήσεις του ἀγῶνα Τελεία γνώση του ἐδάφους, ἐξαιρετική ἀσκήση στή βολή καί τις πορεῖες, λιτότητα καί σεμνότητα βίου, πειθαρχία καί ἀφοσίωση στόν ἀρχηγό Χάρις στοὺς πυρῆνες αὐτούς, κατόρθωσε το δουλωμένο ἔθνος νά ἑτοιμάσει λαμπρά στελέχη, ὁλόκληρη στρατιωτική τάξη, ποῦ κατά τὴ διάρκεια του ἀγῶνα ἔδειξαν την ὑπεροχή τους.


Οἱ σωματικές ἱκανότητες των Σουλουπώνω, ὅπως καί των ἀρµατολῶν καί των κλεφτῶν, ἔφθασαν σε ἀπίστευτη ἀκµή. Μ’ ἕνα πήδημα περνοῦσαν πάνω ἀπό τρία καί τέσσερα ἄλογα στή σειρά. Ἔφθαναν στό τρέξιμο ἄτια ποῦ κάλπαζαν. Με µία µόνο ἀστραπὴ γιαταγανιοῦ χώριζαν το σφάγιο στά δύο. 
Στὸ ντουφέκι ἔγιναν τόσο ἄξιοι ὥστε νά περνοῦν το βόλι ἀπό δακτυλίδι. Καὶ εἶχαν ἱεραρχία, βαθμούς, ἄγραφους καί ὅµως αὐστηρότατους κανονισμούς Μάχες καί θάνατοι ἦσαν οἱ καθημερινές τους ἀσκήσεις.
 Καὶ «καλό βόλι» ἤ συνηθισμένη εὐχῇ Ἀπό τα σπλάχνα τους ἔμελλε νά ἐκπηδήσουν οἱ ἀρχηγοί του ἀγῶνα του 1821.


Κάτω ἀπὸ την ἐξαίρετη πολεμική ἡγεσία πλῆθος ἐµπειροπόλεµα παλικάρια, µε το γιαταγάνι στὸ πλευρό, µε το καριοφίλι στὸ χέρι, ξεφύτρωναν πολεµόχαρα, ὀρµητικά γιὰ το γιουρούσι, καρτερικά γιὰ την ἄμυνα, µέ την εὐχῇ καλό βόλι στὸ στόμα, µέ τὸ ὄραµα τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος στά μάτια


Οἱ Ἀγῶνες των Σουλιωτῶν κατά του Ἀλή Πασᾶ - Ὁ Κίτσος Τζαβέλας στὰ Ἐπτάνησα


Ἐνῶ τα ἀρµατολίκια ἦταν διάσπαρτα στὰ βουνά της Ἑλλάδος, το Σούλι καὶ ἡ Μάνη ὑπῆρξαν ἐκείνη τὴ περίοδο πραγματικά ἡφαίστεια ἐλευθερίας, ἔτοιµα νὰ ἐκραγοῦν ἀνὰ πᾶσα στιγμή Το Σούλι ἰδιαίτερα, εὑρισκόμενο ἀνάμεσα στὰ βουνά της Ἠπείρου Μούργκα, Ζαβρούχο καὶ Τρούλια, ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του ἀπόρθητο.
 Η πολεμική δραστηριότητα των Σουλιωτῶν ἐμφανίζεται κυρίως το 1789, ὅταν οἱ ὁπλαρχηγοί τους µε γράµµα πρὸς το Λουδοβίκο Σωτήρη, συνεργάτη του Λάµπρου Κατσώνη, φανέρωναν την ἀπόφαση τους νὰ ἀγωνιστοῦν ἐναντίον του Ἀλή καὶ του Σουλτάνου. 
Ὁ Ἀλής ποῦ πληροφορήθηκε τα σχέδια τους ἐξεστράτευσε ἐναντίον τους το 1789 καὶ το 1792 χωρίς ἀποτέλεσα


ο 1799 ἄρχισε συντονισμένες ἐπιχειρήσεις γιά την κατάληψη των ἀπόρθητων βουνῶν του Σουλίου, καί το 1803 κυρίευσε τα χωριά του Σουλίου καί Αβαρίκου, ὕστερα ἀπὸ ἀσύλληπτη σε μεγαλεῖο καί πράξεις αὐτοθυσίας ἀντίσταση των κατοίκων, ἀπὸ τους ὁποίους ὅσοι ἐπέζησαν, κατέφυγαν στὴ Κέρκυρα. 
Μαζί τους ἔφυγε στήν Κέρκυρα καί ὁ Κίτσος Τζαβέλας. Μετά τὴ συνθήκη του Τίλσιτ (1807) καί τὴ Γαλλική ἐπικράτηση στὰ Ἐπτάνησα, οἱ 2000 περίπου πολεμιστές Σουλιώτες ποῦ εἶχαν καταφύγει ἐκεῖ κατανεμήθηκαν σε κάθε Γαλλικό Τάγμα ἀνά δύο Λόχοι, καί ἔδωκαν ὅρκο πίστεως στό Ναπολέοντα, ποῦ θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει την φημισμένη ἀνδρεία τους.


Στὰ χρόνια της δεύτερης κατοχῆς των Ἰονίων Νήσων µετά το 1814 ἀπὸ τα Ἀγγλικά Στρατεύματα, καταρτίσθηκαν 
6 Ἑλληνικά Τάγματα Ο Κίτσος Τζαβέλας εἶχε πλέον ἐνηλικιωθεῖ, καὶ ἀνέλαβε τὴ διοίκηση Τάγματος, ὅπως ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης, ὁ Ζώης Πάνου, ὁ Νικόλας Τζαβέλας καὶ άλἄλλοι Σουλιώτες ὁπλαρχηγοί Η Κέρκυρα ἦταν τότε ἕνα ἀπὸ τα σταυροδρόμια τῶν συμφερόντων καὶ της διπλωματίας τῶν Δυνάμεων της ἐποχῆς Στὸν ἴδιο χῶρο ἐργάζονταν μυστικά καὶ ἡ Φιλική Ἑταιρεία ποῦ προετοίμαζε την ἀνάσταση του γένους. Ἕλληνες στρατιωτικοί καὶ ὁπλαρχηγοί µυούνται στὴ Φιλική Ἑταιρεία καὶ ἑτοιμάζονται γιά τον ἀγῶνα


Μαζί τους µυούνται, κατά µια ἐκδοχὴ στὰ 1818 ἀπὸ κάποιον φιλικό Ἀριστείδη, ὁ Παραµυθιώτης ὁπλαρχηγός Ζώης Πάνου µαζί µε τον Κίτσο Τζαβέλα. Από τότε ὁ Τζαβέλας ἔχει καί ἐπίσηµα το χρίσµα της εὐθύνης γιὰ την ἀπελευθέρωση της πατρίδος.
 



Η Ἐπιστροφή στὸ Σούλι καὶ ἡ Σύμπραξη µε τον Αλή Πασᾶ



Ὕστερα ἀπό ἕνα διάλειμμα ἐξορίας 17 - 18 χρόνων στά Επτάνησα, ὅπου ὑπηρέτησαν διαδοχικά Ρώσους, Γάλους καὶ Ἄγγλους, οἱ Σουλιώτες ξαναγύρισαν την 12η Δεκεμβρίου 1820 στά ἀγαπηθῆναι τους χώματα, δετά την ἐπικήρυξη του Ἀλή Πασᾶ ἀπό τον Σουλτᾶνο Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ὑπέγραψε κι αὐτὸς τὴ συμφωνία µὲ τους.
 Ἀρβανίτες Ἀγαδοµπέηδες, φίλους του Ἀλή Πασᾶ, στὶς 11 Γενάρη του 1821, γιὰ την Ἑλληνοαλβανική σύμπραξη Κατά τὴ διάρκεια της Ἑλληνοαλβανικῆς σύμπραξης συμμετέχει στὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον των σουλτανικῶν στρατευμάτων σ’ ὅλῃ την Ἤπειρο

Οἱ Σουλιώτες, σφηνωμένοι στά βουνά τους, ὅπου τους ἐπισκέφθηκε καὶ τους ὀργάνωσε ὁ ἀπόστολος της Φιλικῆς Ἑταιρείας Χριστόφορος Περαιβός, αποτελούσαν ἕνα Ἑλληνικό προμαχῶνα στά νώνῶτα των Σουλτανικῶν στρατευμάτων ποῦ πολεµοῦσαν τον Ἀλή. Δημιουργοῦσαν τις ἐπίλεκτες μονάδες του στρατοῦ ποῦ θά πολεµοῦσαν στὸν ἀγῶνα της ἀνεξαρτησίας, καὶ ἡ φήµη τους εἶχε διαβεῖ τα σύνορα της Ἑλλάδος.
 Ὁ κόµης Pecchio ποῦ τους ἐπισκέφθηκε τους χαρακτηρίζει ὡς ἐξῆς: «Εἶδα τους περήφανους Γρεναδιέρους του Ναπολέοντα καὶ τις περήφανες Ἀγγλικές φρουρές. Μὰ µοῦ φαίνεται πῶς οἱ Σουλιώτες ξεπερνοῦν καὶ ἐκείνους καὶ αὐτούς». Η σύναξη των Σουλιωτών µε τον Ἀλή ἦταν το προανάκρουσμα των μεγάλων ἀγώνων τοῦ Ἑλληνικού ἔθνους

 Ἡ ἀνταρσία του Ἀλή συµπίπτει ἀπόλυτα µὲ τὰ συµφέροντα του Ἔθνους καὶ τις κατευθυντήριες γραµµές τοῦ ἀρχηγοῦ της Φιλικῆς Ἑταιρείας, ὅπως τις εἶχε διαγράψει στὸ γρᾶµµα του πρὸς τον Κολοκοτρώνη στὶς 29 Ἰανουαρίου 1821. 
«Νὰ εἶναι οἱ καπετάνιοι μονοιασμένοι καὶ νά χτυποῦν µαζί µε τὸν Ἀλή τα σουλτανικά στρατεύματα, καὶ νά προσποιοῦνται πώς πολεµοῦν γι’ αὐτὸν, στὴν πραγματικότητα νά ἀπελευθερώνουν τους Ἑλληνικούς τόπους». 
Οἱ Σουλιώτες εἶχαν διαισθανθεῖ πρῶτοι τις ἀνάγκες του ἔθνους, δὲν εἶχαν ἀνάγκη νά περιμένουν τις ὁδηγίες αὐτές Μετά την περιστροφή τους, ἀφοῦ ἀναπαύθηκαν δύο ἡµέρες στὸ Σούλι, ὅρμησαν στὰ γύρω χωριά, ἐκτοπίζοντας τις Τουρκικές φρουρές.

Έστειλαν αργότερα τον Κίτσο Τζαβέλα στον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο στη Πίζα της Ιταλίας για να ζητήσει πολεµοφόδια, πληροφορίες και συµβουλές, γιατί πλησίαζε η ώρα του γενικού ξεσηκωµού των Ελλήνων.
 
Ὁ ἈΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ



Οἱ Ἀγῶνες των Σουλιωτών κατά του Χουρσίτ καὶ ἡ Ἐκστρατεία στὴν Ἤπειρο

Μετά την ἐξουδετέρωση καὶ καταστροφή του Ἀλή Πασᾶ, ὁ Χουρσίτ Πασᾶς κυρίευσε ὁλόκληρη την Ἤπειρο, ἐκτὸς ἀπὸ το Σούλι. 
Ἀφοῦ ἀπέτυχαν οἱ προσπάθειες συµβιβασµού του µὲ τους Σουλιώτες, ὁ Χουρσίτ ἀποφάσισε νὰ ἀναβάλει τὴ κάθοδο του στὴ Νότια Ἑλλάδα, καὶ νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον του Σουλίου µὲ ὅλες του τις πολεμικές δυνάμεις, ποῦ ὑπερέβαιναν τους 14.000 πεζούς καὶ ἀρκετό ἱππικό .
Οἱ Σουλιώτες μόλις κατόρθωσαν νὰ ἀντιτάξουν χιλίους πολεμιστές Τους διαίρεσαν σε τρία σώματα, καὶ µὲ ἀρχηγούς τους Νότη Μπότσαρη στὸ πρῶτο Σῶµα, Διαµαντή Ζέρβα στὸ Δεύτερο καὶ τους Δράκο, Δαγκλή καὶ Γούση στὸ τρίτο, κατέλαβαν το Στενό του Ἁγίου Νικολάου, τὴ διάβαση του Ζαβρούχου καὶ τὴ διάβαση του Μαµάκου, ἀπαγορεύοντας στὸν ἐχθρὸ νὰ προσεγγίσει τον τόπο τους.


Ὁ Νότης Μπότσαρης, δεχθείς ἰσχυρή πίεση του ἐχθροῦ, ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τον Αγ. Νικόλαο καὶ νὰ πιάσει θέσεις στὰ ὑψώµατα πίσω ἀπὸ την Κιάφα. 
Ὁ Ζέρβας, πιεσθείς κινδύνευσε νὰ αἰχμαλωτιστεῖ, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ διάβαση Ζαβρούχου.
 Ὁ Δράκος πρόλαβε νὰ καταλάβει την περιτειχισµένη ἐκκλησία Ἁγίου Δονάτου στὴ θέση ράχη Κούγκι, μέχρι την ὁποία εἶχαν προχωρήσει οἱ ἐχθρικές δυνάμεις.
 Μετά ἀπὸ αἰφνιδιαστική ἐπίθεση του Δράκου, οἱ Τοῦρκοι ἐτράπησαν σε φυγή. 
Ὁ Χουρσίτ, ποῦ ἀφίχθηκε την ἐποµένη µέρα, ἔδωσε διαταγή νὰ κινηθεῖ ὅλος ὁ στρατός κατά του Ναυαρίκου καὶ της Κιάφας. Στὶς 17 Ἰουνίου 1822 ὁ Βρυώνης καὶ ὁ Μουχουδάρης µε 6.000 Τουρκαλβανούς ἐπιτίθενται στὸ Ναυαρίκο, ὁ δὲ Ἀλβανός ἀρχηγὸς Μπότας ἐπιτίθεται στὴν Κιάφα.


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας διακρίνεται στὶς ἐπιχειρήσεις γιά την ἄμυνα της Κιάφας, καὶ ὁ Σ. Τρικούπης ἐκφράζει τὸν ἡρωισµό τῶν Σουλιωτῶν µε τὴ παροιμιώδη φράση
 «Ἐάν ἡ ὑπερέχουσα ἀνδρεία των Σουλιωτῶν δὲν ἦταν πανταχόθεν γνωστή, τα περί ὤν ὁ λόγος της ἐποχῆς αὐτῆς κατορθώματα ἤρκουν νά το μαρτυρήσωσι».
 Οἱ ἐπανειλημμένες ἐπιθέσεις των Τούρκων προσκρούουν στόν ἡρωισµό τῶν Σουλιωτῶν καὶ ἀποτυγχάνουν .
Ὁ Χουρσίτ ἀφήνει τον Ὀµέρ Βρυώνη γενικό ἀρχηγὸ της Ἠπείρου καὶ ὁ ἴδιος γύρισε στὴν Λάρισα. Ο Μαυροκορδάτος ποῦ εἶχε την προεδρία του ἐκτελεστικοῦ ἀπὸ τις ἀρχὲς του 1822 διαπίστωσε ὅτι θὰ ἦταν πρὸς ὄφελος των Ἑλλήνων νά διατηρηθεῖ ἡ ἀντίσταση των Σουλιωτῶν, ποῦ ἀπασχολοῦσε μεγάλες Τουρκικές δυνάμεις

Καὶ προσπάθησε νά μεταφερθεῖ το θέατρο του πολέμου στὴν Ἤπειρο, γιά νά ἀνακουφιστοῦν οἱ περιοχές του Μοριά καὶ της Ρούµελης. Στὶς 23 του Ἀπρίλη ψηφίστηκε διάταγμα καὶ συγκροτήθηκε ἕνα Σύνταγμα Πεζικοῦ ἀπὸ πέντε Λόχους. Συγκροτήθηκε ἐπίσης µια διλοχία ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι φιλέλληνες, ὅλοι σχεδόν ἀξιωματικοί, µε διοικητή τον Ἰταλὸ Συνταγματάρχη Αντρέα Δάνια. 
Ὀργανώθηκε άκόµη καὶ µία πυροβολαρχία µε δύο κανόνια καὶ διοικητή τὸ Γάλλο Συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ. 
Ἀρχηγός δέ καὶ διοικητής ὁλόκληρου του τακτικοῦ στρατοῦ ποῦ ἐπρόκειτο νά ἐκστρατεύσει στὴν Ἤπειρο τοποθετήθηκε ὁ Γερμανός Στρατηγός Κάρολος Νόρµαν. Στὶς 22 του Μάη το Στράτευµα τοῦ Μαυροκορδάτου µπάρκαρε σε πλοῖα ποῦ θὰ τον μετέφεραν στὸ Μεσολόγγι.



Μαζί του πῆρε το Μάρκο Μπότσαρη καὶ τον Θοδωράκη Γρίβα, ὅπως ἐπίσης καὶ τον Κυριακούλη Μαυροµιχάλη. Στὶς 8 Ἰουνίου ἔφθασε ἀπὸ το Μεσολόγγι στὸ Κοµπότι Ἄρτας καὶ κατασκήνωσε στὴν κορυφή του ὑψώματος. 
Ἐλάχιστοι τοπικοί ἀρχηγοί δέχτηκαν καθ’ ὁδὸν νά τον ἐνισχύσουν, καὶ τα σώματα τους, ποῦ δέν ξεπερνοῦσαν τις 3.000 ἄνδρες, στρατοπέδευσαν στὴν πλαγιά του Κοµποτίου πρὸς την Άρτα.
 Ο τουρκικός στρατός εἶχε στή διάθεση του πάνω ἀπὸ 15.000 πεζούς καὶ ἀρκετό ἱππικό 
Οἱ Σουλιώτες ποῦ ἐμάχοντο ἡρωικά στὴν Κιάφα ἐξακολουθοῦσαν νά ζητοῦν ἐπίµονα βοήθεια, ἀλλά μόλις στὶς 21 Ἰουνίου ὁ Μάρκος Μπότσαρης ξεκίνησε γιά το Σούλι µε χιλίους ἄνδρες



Στὸ δρόμο βρέθηκε ξαφνικά ἀντιμέτωπος µὲ ἕνα Τουρκικό ἀπόσπασµα ἀπὸ 3.000 ἱππεῖς, τους ὁποίους ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικά Ἀλλ’ ἐνῶ συνέχισε το δρόμο του γιά το Σούλι, πῆρε πληροφορίες ὅτι ὁ Γρίβας καὶ ὁ Ίσκος εἶχαν κτυπηθεῖ ἀπὸ προφυλακές του Ὀµέρ Βρυώνη καὶ διαλυθεῖ, καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἀποφάσισε νά διακόψει την πορεία του πρὸς το Σούλι καὶ νά ἐπιστρέψει στὴν Πλάκα. Στὶς 30 Ἰουνίου πολυάριθμα σώματα ἀπὸ Γκέκηδες καὶ Τόσκηδες Τουρκαλβανούς ρίχτηκαν ὀρµητικά κατά τῶν Ἑλληνικῶν θέσεων στὴν Πλάκα.
 Οἱ Ἕλληνες τους ἀπόκρουσαν καρτερικά ἐπί τέσσαρες ὧρες, ἀλλά κατέφθασαν ἰσχυρές ἐνισχύσεις ἀπὸ την Άρτα µε τον Αχµέτ Βρυώνη.


Ἡ Τουρκική ἐπίθεση συνεχίζετο ἀμείωτη ἐπὶ ὧρες, ὥσπου τα ἑλληνικά σώματα χάρισαν νά ὑποχωροῦν ἄτακτα καί ἐπῆλθε πραγματική καταστροφή. 
Ὕστερα ἀπὸ την πανωλεθρία της Πλάκας μειώθηκε πλέον κάθε ἐλπίδα ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός θά µπορούσε νά ἑνωθεῖ µὲ τους λίγους ἡρωικούς Σουλιώτες, ποῦ ἐξακολουθοῦσαν την ἀπεγνωσμένη ἄµυνα τους στὴν Κιάφα.





Η Καταστροφή στο Πέτα

Μετὰ τὴν Τουρκικὴ ἐπίθεση στὸ Κοµπότι, ποὺ ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο ἀναγνωριστικὴ κρούση, ἀκολούθησε γενικότερη ἀποφασιστικὴ ἐπίθεση κατὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοπέδου.
Ὁ τακτικὸς στρατὸς καὶ οἱ φιλέλληνες εἶχαν ταχθεῖ στὶς δύο λοφοσειρές, ἀνάµεσα ἀπὸ τίς ὁποῖες βρίσκεται τὸ χωρίο Πέτα. Στὸ κέντρο τῆς πρώτης σειρᾶς τοποθετήθηκε ὁ τακτικὸς στρατὸς µε τὸν Ταρέλλα, ἐνισχυµένος µε δύο κανόνια καὶ δέκα πυροβολητές. Ἡ διλοχία τῶν φιλελλήνων µε τὸ Δάνια ἔπιασε θέσεις στὸ ἀριστερό, ποὺ ἦταν καὶ τὸ πιθανότερο σηµεῖο Τουρκικῆς ἐπίθεσης. Στὸ δεξιὸ πῆραν θέση οἱ Ἑπτανήσιοι µε τὸν Σπύρο Πανά.


Στὰ ὑψώµατα ποὺ βρίσκονταν πίσω ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔµειναν γιὰ ἐφεδρεία τὰ ἄτακτα Ἑλληνικὰ σώµατα, µε τὸ Βαρνακιώτη στὸ κέντρο, τὸν Μπότσαρη ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τὸν Γῶγο µε τὸν Βλαχόπουλο, ἐνῶ λίγο πιὸ πίσω ἔπιασαν θέσεις ὁ Ἴσκος, ὁ Γάτσος καὶ ὁ Δηµοτσέλιος.
Ὅλες αὐτὲς οἱ δυνάµεις τῶν Ἑλλήνων δὲν ξεπερνοῦσαν τίς 2.000, µε τὸ πολυαριθµότερο µέρος τὰ σώµατα τῶν ἀτάκτων, ποὺ ἦταν ἐφεδρεία.
Ὁ στρατὸς αὐτὸς ἔµεινε ἀνοχύρωτος, ἐπειδὴ οἱ φιλέλληνες καὶ οἱ τακτικοὶ ποὺ εἶχαν ταχθεῖ στὴν πρώτη σειρά, θεωροῦσαν ταπεινωτικὸ γιὰ τὸν ἠρωισµό τους νὰ χτίσουν ταµπούρια, ὅπως ἔκαναν τὰ ἄτακτα πολεµικὰ σώµατα.
Ὁ ὁπλαρχηγὸς Γῶγος εἰς µάτην ὑπέδειξε καὶ στὸν ἀρχηγὸ τῶν φιλελλήνων καὶ στὸν ἀρχηγὸ τοῦ τακτικοῦ Συνταγµατάρχη Ταρέλλα νὰ ὀχυρωθοῦν.

Πῆρε τὴν ἀπάντηση: «Ξέρουµε καὶ ἐµεὶς νὰ πολεµάµε καπετὰν Γῶγο!». Ἡ Τουρκικὴ ἐπίθεση ἄρχισε µε κρούση στὸ Κοµπότι.
Τὴ νύχτα τῆς 3ης πρὸς 4η Ἰουλίου, Τουρκικὸς στρατὸς ἀπὸ 8.000 ἄνδρες βγῆκε ἀπὸ τὴν Ἄρτα µε ἀρχηγοὺς τοὺς πασᾶδες Μεχµὲτ Ρεσὶτ καὶ Ἰσµαὴλ Πλιάσα. Μονάδες τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ τράβηξαν πρὸς τὸ Κοµπότι, ἐνῶ ἡ κύρια δύναµη κατευθύνθηκε στὸ Πέτα.
Λίγο πρὶν ξηµερώσει ὁ Τουρκικὸς στρατός, µε πρωτοπορία τὸ ἱππικό, κινεῖται κυκλωτικὰ πρὸς τίς γραµµὲς τῶν φιλελλήνων.
Ὁ ἀγῶνας γιὰ κάθε σπιθαµὴ ἐδάφους παίρνει ἄγρια µορφή. Οἱ ντελῆδες ὀρµοὺν κατὰ τῶν πυροβολητῶν, ποὺ µε κανένα τρόπο δὲν ἐγκαταλείπουν τὰ πυροβόλα τους.


Δίπλα τους οἱ τακτικοὶ στρώνονται στὸ ἔδαφος κατακρεουργηµένοι ἀπὸ τίς σπάθες τοῦ ἱππικοῦ, τοὺς ἀντικαθιστοῦν οἱ ἐπόµενοι, ποὺ πέφτουν καὶ αὐτοὶ νεκροί. Οἱ Ἑπτανήσιοι ἐπίσης, συσπειρωµένοι γύρω ἀπὸ τοὺς ἀρχηγούς τους, µπαίνουν καὶ αὐτοὶ στὸ µακάβριο χορό, προξενοῦν σηµαντικὲς ἀπώλειες στὰ µαινόµενα στίφη τῶν Τουρκαλβανῶν, ἀλλὰ τελικά, ὁ ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο στρώνονται νεκροὶ στὸ ἔδαφος. Οἱ Τοῦρκοι κατορθώνουν νὰ διασπάσουν τίς γραµµὲς τῶν τακτικῶν καὶ νὰ διασκορπίσουν τοὺς ἡρωικοὺς αὐτοὺς µαχητές. Θὰ σκοτώνονταν ὅλοι ἂν δὲν κατέφθανε ὁ ὁπλαρχηγὸς Γῶγος µε τοὺς ἄνδρες του, ποὺ κτύπησαν τοὺς Τούρκους καὶ διευκόλυναν τὴν διαφυγή τους.

Ἀνάµεσα τους σοβαρὰ τραυµατισµένος καὶ ὁ στρατηγὸς Νόρµαν.
Τραγικότερη ἡ θέση τῶν φιλελλήνων, ποὺ ἀποµονώθηκαν στὸ Πέτα.
Ὁ Συνταγµατάρχης Δάνιας, βλέποντας ὅτι ὁ ἀγῶνας ἦταν ἄνισος, ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ ὑποχώρηση πρὸς τὸ Κοµπότι, βλέποντας όµως ὅτι πέφτει πάνω σὲ µεγάλη δύναµη Τούρκων, ξαναγυρίζει πρὸς τὸ Πέτα.
Οἱ φιλέλληνες, πιεζόµενοι τώρα ἀπὸ ὅλα τὰ µέρη, δὲν σκέφτονταν πλέον παρὰ πὼς θὰ πουλήσουν ἀκριβότερα τὴ ζωή τους. Σκηνὲς ἄφθαστου ἠρωισµοῦ καὶ δραµατικοῦ µεγαλείου ἀκολουθοῦν.
Εἴκοσι Τόσκηδες ρίχνονται συγχρόνως κατὰ τοῦ Συνταγµατάρχη Δάνια, τὸν ἀνατρέπουν, τὸν κτυποῦν ὅλοι µαζί, καὶ τοῦ παίρνουν τὸ κεφάλι.

Δώδεκα Πολωνοὶ µε τὸν ἀξιωµατικὸ Μαρζέφσκι, ἔχοντας ἐξαντλήσει τὰ πυροµαχικά τους, ἀνεβαίνουν στὴ στέγη Μιᾶς ἐκκλησίας.
Οἱ Τοῦρκοι ἀνεβαίνουν στὴν ἐκκλησία, καὶ ὁ ἀγῶνας συνεχίζεται σώµα πρὸς σώµα, µε τίς γροθιὲς καὶ τὰ δόντια.
Τελικὰ καὶ οἱ δώδεκα Πολωνοὶ σκοτώθηκαν, ἀφοῦ ἔστρωσαν τὸ ἔδαφος γύρω τους µε Τουρκικὰ κορµιά.
Ὁ Γάλλος λοχαγὸς Μονιάκ, τραυµατισµένος στὴν κνήµη, στηρίζεται στὸν κορµὸ Μιᾶς ἐλιᾶς, ὅταν ὁλόκληρο µπουλούκι ρίχνεται ἐναντίον του.
Θέλουν νὰ τὸν παραδώσουν ζωντανὸ στὸν Πασᾶ, ὑπολογίζοντας ὅτι θὰ πάρουν γερὸ µπαξίσι. Όµως οἱ φοβεροὶ σπαθισµοί του Μονιὰκ ρίχνουν τοὺς τούρκους γύρῳ,γύρω του στὸ χώµα, µε κραυγὲς λύσσας καὶ πόνου.


Τότε κάποιος πηγαίνει πίσω του καὶ τὸν πυροβολεῖ ἀπὸ τὰ νῶτα. Καὶ τότε οἱ τουρκαλβανοὶ ρίχνονται πάνω του καὶ τοῦ παίρνουν τὸ κεφάλι. Τώρα οἱ περισσότεροι φιλέλληνες κείτονται ἄψυχοι στὸ πεδίο τῆς µάχης.
Μόνο δύο λοχαγοί, ὁ Γερµανὸς Χέλµαν καὶ ὁ Βέλγος Ἀνναί, µ' ὅλο ποὺ εἶναι τραυµατισµένοι, κατορθώνουν µε εἴκοσι πέντε ἄλλους, νὰ ἀνοίξουν δρόµο µε τὰ σπαθιά, καὶ νὰ προχωρήσουν πρὸς ὀρεινὴ διάβαση ποὺ ἦταν ἀφύλακτη.
Καὶ τὴν τραγικότερη τύχη εἶχαν ὅσοι πιάστηκαν αἰχµάλωτοι.
Φορτώθηκαν τὰ κεφάλια τῶν σκοτωµένων συντρόφων τους καὶ τὰ µετέφεραν στὴν Ἄρτα. Ἡ τύχη τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὸ Κοµπότι καὶ τὸ Πέτα ἦταν κάτι πολὺ σοβαρότερο ἀπὸ Μιὰ ἁπλῆ ἧττα.



Τὰ δύο τρίτα ἀπὸ τὸ σώµα τῶν φιλελλήνων καὶ ὁ ἀρχηγός τους, οἱ µισοὶ ἀπὸ τοὺς Ἑπτανησίους, καθὼς καὶ τὸ τρίτο τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ µε τὸ Συνταγµατάρχη του ἔπεσαν στὸ πεδίο τῆς µάχης, ἐνῶ τὰ ἄτακτα σώµατα διαλύθηκαν καὶ σκορπίστηκαν. Ἔτσι ἡ ἐκστρατεία τῆς Ἠπείρου κατέληξε σὲ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή.



Ἡ Ἀπόβαση στὴ Σπλάντζα


Τίς µέρες ποὺ διαδραµατιζόταν ἡ µεγάλη καταστροφή του Πέτα, δραµατικὰ περιστατικὰ ἐξελίσσονταν καὶ στὴν Σπλάντζα, σηµερινὴ Ἀµµουδιά, ἕνα µικρὸ χωριὸ στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ἀχέροντα.
Ὁ Κυριακούλης Μαυροµιχάλης εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸ Μαυροκορδάτο στὰ Ἠπειρωτικὰ παράλια µε δέκα πέντε Ὑδραίικα πλοῖα, πεντακόσιους Μανιάτες καὶ λίγους Μεσολογγίτες, γιὰ νὰ ἀνοίξει ἀπὸ ἐκεῖ τὸ δρόµο πρὸς τὴν Κιάφα, ἀνακουφίζοντας τοὺς πολιορκηµένους Σουλιῶτες, µέχρι νὰ φθάσει ἡ βοήθεια µε τον Μάρκο Μπότσαρη. Στὰ µέσα Ἰουνίου ὁ Κυριακούλης ἀποβιβάστηκε στὸ Μοῦρτο (Σήµερα Σύβοτα), καὶ ὕστερα ἀπὸ ἀντίδραση τῶν Ἀγγλικῶν ἀρχῶν, προσορµίστηκε στὴν Σπλάντζα.


Οἱ Σουλιῶτες ἔστειλαν ἐκεῖ τὸν Λάµπρο Ζάρµπα γιὰ συνεννόηση, καὶ ἀργότερα τὸ Ζώη Πάνου καί το Βασίλη Ζέρβα µε ἑκατὸ ἄνδρες. Ἐναντίον του οἱ Τοῦρκοι πασᾶδες ἔστειλαν 3.000 Τουρκαλβανούς, µε ἐπικεφαλῆς τὸν Κεχαγιάµπεη τῆς Τριπολιτσάς, ποὺ εἶχε αἰχµαλωτιστεὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες στὶς 23 του Σεπτέµβρη καὶ εἶχε πρόσφατα ἀπελευθερωθεῖ.
Οἱ Ἕλληνες ἀποφάσισαν νὰ ἀντιµετωπίσουν τους Τούρκους, καὶ τοποθέτησαν τοὺς 120 Σουλιῶτες τοῦ Πάνου καὶ τοῦ Ζέρβα σὲ πρόχειρο τοῖχο ποὺ κατασκευάστηκε ἐν τάχει κατὰ µῆκος τῆς ἀκτῆς, τὸ Ζάρµπα µε τοὺς ἄνδρες του σ' ἕνα πύργο ποὺ βρισκόταν στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταµού.



Ἔτσι ὥστε νὰ χτυπήσει ἀπὸ κεῖ τὸ ἱππικό, ποὺ ὑποχρεωτικὰ θὰ περνοῦσε τὸ σηµεῖο αὐτό, καὶ ὁ Μαυροµιχάλης µε τοὺς Μανιάτες ἔπιασε τὴ δεξιὰ πλευρά, µέχρι τὰ ἀπόκρηµνα βράχια τῆς ἀκτῆς. Στὶς 4 Ἰουλίου 1822, µία ὥρα πρὶν βγεῖ ὁ ἥλιος, ἐµφανίστηκαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἀκτὴ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ κινήθηκαν ἀθόρυβα τὴ νύχτα, καὶ ἤλπιζαν νὰ αἰφνιδιάσουν τοὺς Ἕλληνες.
Οἱ Ἑλληνικοὶ εὔστοχοι πυροβολισµοὶ κράτησαν τοὺς Τούρκους ἀπέναντι ἀπὸ τὸ µανδρότοιχο, καὶ τοὺς ἀνάγκασαν νὰ ὑποχωρήσουν πρὸς στιγµὴ πίσω ἀπὸ τὸ ὑπάρχον ἕλος.
Ἡ µάχη περιορίστηκε στοὺς Σουλιῶτες ποὺ βρίσκονταν πίσω ἀπὸ τὸν µανδρότοιχο καὶ τοὺς Τουρκαλβανοὺς ἀπέναντι, ἐνῶ οὔτε ὁ Ζάρµπας, ποὺ ἦταν ὀχυρωµένος στὸν πύργο, µποροῦσε νὰ ἐπέµβει, οὔτε οἱ Μανιάτες ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση.

 


Ὁ Κυριακούλης όµως δὲν µποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὸν ἑαυτό του. Ἅρπαξε τὸ γιαταγάνι του καὶ καλῶντας τοὺς ἄνδρες του νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἔτρεξε πρὸς τὸν µανδρότοιχο γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Σουλιῶτες.
Ὁ Κεχαγιάµπεης, βλέποντας τὴν κρισιµότητα τῆς κατάστασης, πήδησε στὸ ἄλογο τοῦ καὶ ρίχθηκε στὴ µάχη, παρακινῶντας τοὺς ἄνδρες του νὰ πηδήσουν τὸ ὀχύρωµα τῶν Μανιατῶν.
Καὶ καθὼς οἱ δύο ἀρχηγοὶ ἔτρεχαν ἀντίθετα βρέθηκαν ἀντικριστὰ καὶ ἀναγνωρίστηκαν, καθὼς πολλὲς φορὲς βρέθηκαν ἀντιµέτωποι στὸ Μοριᾶ.
Ἐκείνη τὴ στιγµὴ ἕνα βόλι χτύπησε τὸν Κυριακούλη στὴν ἀριστερὴ µασχάλη καὶ τὸν σώριασε στὸ χώµα. Οἱ σύντροφοι του τὸν τράβηξαν στὶς φίλιες γραµµές, ὅπου µετὰ ἀπὸ λίγο ξεψύχησε.


Οἱ Ἕλληνες µετὰ ἀπὸ αὐτὸ κινδύνευαν σοβαρά, ἂν δὲν συνέβαινε τὸ ἴδιο περιστατικὸ καὶ στὸν ἀρχηγὸ τῶν Τούρκων. Μιὰ σφαῖρα χτύπησε καίρια τὸν Κεχαγιάµπεη καθὼς βρισκόταν πάνω στὸ ἄλογο τοῦ καὶ τὸν σώριασε στὸ χώµα.
Ὁ θάνατος τοῦ κατατάραξε τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀπὸ τὴ στιγµὴ αὐτὴ σταµάτησαν τὸν πόλεµο καὶ ἄρχισαν νὰ µεταφέρουν ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς µάχης τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς τραυµατίες.
Οἱ Μανιάτες πάλι µπάρκαραν στὰ πλοῖα τους καὶ βγῆκαν στὸ Βασιλάδι. Ἀπὸ κεῖ µετέφεραν τὸ νεκρὸ ἀρχηγό τους στὸ Μεσολόγγι, τὸ ὁποῖο τὸν κήδεψε µε µεγάλες τιµές.
Ἡ ἀτυχία τῆς Σπλάντζας ἦλθε ὕστερα ἀπὸ τὴν ἧττα τοῦ Κοµπότι καὶ τὴν καταστροφή του Πέτα γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀποτυχία τοῦ Μαυροκορδάτου, ποὺ ἦταν ὁ δηµιουργὸς καὶ κατηύθυνε τὴν ἄστοχη ἐκστρατεία στὴν Ἤπειρο.


Οἱ διαδοχικὲς ἀποτυχίες τῶν ἐπιχειρήσεων στὴν Ἤπειρο ἔκαµψε τὸ ἠθικό των ἀµυνοµένων Σουλιωτῶν.
Τὰ πράγµατα ὁδήγησαν σὲ συνθήκη µε τοὺς Τούρκους τὴν 28 Ἰουλίου 1822 καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ Σουλίου γιὰ τὰ Ἑπτάνησα, στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1822. Οἱ Σουλιῶτες καὶ µαζί τους ὁ Κίτσος Τζαβέλας διέρρευσαν ἀπ' ἐκεῖ στὰ µέτωπα τῆς Νότιας Ἑλλάδας, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Τούρκων.

 
Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου

Οἱ Σουλιῶτες µετὰ τὴν πτώση τοῦ Σουλίου διασκορπίστηκαν σὲ µικρὰ σώµατα ὑπὸ τὴν ἀρχηγία παλιῶν ἀρχηγῶν φαρῶν, καὶ πολέµησαν σὲ παρὰ πολλὲς µάχες στὸν ἀγῶνα τῆς ἀνεξαρτησίας.

Σπάνια κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς τέθηκαν ὑπὸ τὴν ἀρχηγία ἄλλων Ἑλλήνων καπεταναίων. Κατὰ τὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου (20 Ὀκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822) ἡ παρουσία τῶν Σουλιωτῶν ὁπλαρχηγῶν καὶ στρατιωτῶν ἦταν δυναµική, καὶ ἡ συµβολή τους, ἰδίως τῶν δύο ὁπλαρχηγῶν Κίτσου Τζαβέλα καὶ Μάρκου Μπότσαρη, ὑπῆρξε καθοριστική.
Οἱ πολιορκηµένοι ἐνηµερώνονταν ἔγκαιρα γιὰ τίς προθέσεις τῶν Τούρκων, χάριν στὶς πληροφορίες ποὺ ἔδινε ὁ Ἠπειρώτης ἀγωνιστὴς Γεώργιος Ἰωάννου Ζούκας, καὶ ἀπέκρουσαν ἐπιτυχῶς τὴν τουρκικὴ ἐπίθεση.


Ἡ πόλη τοῦ Μεσολογγίου εἶχε γιὰ τοὺς Ἕλληνες πολλὰ στρατηγικὰ πλεονεκτήµατα. Χτισµένη στὸ βάθος ἑνὸς κόλπου µε ρηχὰ νερά, τοῦ ὁποίου τὰ χείλη ἑνώνονταν µε Μιὰ ἁλυσίδα µικρῶν νησιῶν, παρουσίαζε µεγάλη εὐκολία στοὺς ἀνεφοδιασµοὺς ποὺ γινόταν ἀπὸ τίς εὐκίνητες µονάδες τοῦ ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ, ἐνῶ οἱ βαριὲς καὶ δυσκολοκίνητες µονάδες τοῦ Τουρκικοῦ ναυτικοῦ δὲν µπορούσαν νὰ πλησιάσουν περισσότερο ἀπὸ τρία µίλια. Ἡ θέση τοῦ ἀνάµεσα στὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου καί το Μοριᾶ δηµιουργοῦσε τὴν εὐχέρεια νὰ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ µέρη.
Καὶ τρίτον προστατευόταν σὲ ὁλόκληρη τὴ περιφέρεια του ἀπὸ ἕνα χανδάκι δύο µέτρα πλάτος καὶ ἕνα βάθος, καθὼς καὶ ἀπὸ ἕνα προκάλυµµα ὀχυρωµένο µε 14 κανόνια.


Στὶς 26 Ὀκτωβρίου ὁ Ὀµὲρ Βρυώνης καὶ ὁ Κιουταχῆς στρατοπέδευσαν ἔξω ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι µε εἴκοσι χιλιάδες στρατὸ καὶ ἰσχυρὸ πυροβολικό.
Ταυτόχρονα ὁ Γιουσοὺφ Πασᾶς τὸ ἀπέκλεισε ἀπὸ τὴ θάλασσα µε τρία πλοῖα. Στὴ πόλη βρισκόταν ὁ Μάρκος Μπότσαρης καὶ ὁ πρόεδρος τῆς κυβέρνησης Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Στὶς 8 Νοεµβρίου ἔφθασε ὁ στόλος τῆς Ὕδρας καὶ βύθισε ἕνα Τουρκικὸ πολεµικό.
Τὰ ὑπόλοιπα ἔφυγαν τροµοκρατηµένα, καὶ ὁ Ὑδραίικος στόλος ἐφοδίασε τοὺς πολιορκηµένους µε ἄφθονα τρόφιµα. Νέα τρόφιµα καὶ πολεµοφόδια στάλθηκαν καὶ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα. Οἱ πολιορκηµένοι ἐνήργησαν ἔφοδο, καὶ στὶς 28 Νοεµβρίου ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὰ χαρακώµατα τούς.


Τὴ νύχτα τῆς παραµονὴς τῶν Χριστουγέννων ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὸν Ὀµὲρ Βρυώνη νέα γενικὴ ἐπίθεση, ἡ ὁποία όµως εἶχε γιὰ αὐτὸν οἰκτρὰ ἀποτελέσµατα.
Οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν τελικὰ νὰ ὑποχωρήσουν, ἀφήνοντας πεντακόσιους νεκροὺς καὶ δώδεκα σηµαῖες, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες εἶχαν µόνο 2 νεκροὺς καὶ τέσσερις πληγωµένους. Ἡ σηµασία τῆς νίκης ὑπῆρξε πολὺ µεγάλη γιὰ τὴν πορεία τῆς ἐθνικῆς ἐξέγερσης, τόσο στὴ Δυτικὴ ὅσο καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα.


Ἡ Ἐκστρατεία τοῦ Μουσταὴ Πασᾶ τῆς Σκόδρας καὶ οἱ Διχόνοιες καὶ Ἀντιζηλίες µεταξὺ τῶν Ἑλλήνων Ὁπλαρχηγῶν


Ἡ Τουρκία, µετὰ τὴν ἀποτυχία προσπαθειῶν δύο χρόνων νὰ καταστείλει τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, ἀποφάσισε νὰ συγκροτήσει Μιὰ ἰσχυρὴ στρατιὰ ἀπὸ ἐπίλεκτους καὶ ἐµπειροπόλεµους Τουρκαλβανούς, γιὰ νὰ δώσει τὸ ἀποφασιστικὸ κτύπηµα κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς ἀνταρσίας.
Ἀρχηγὸς τῆς στρατιᾶς αὐτῆς, τῆς ὁποίας ἡ δύναµη ἔφτανε τίς δέκα ἕξι χιλιάδες, ὁρίστηκε ὁ Μουσταὴ Πασᾶς τῆς Σκόδρας.
Ὁ Τοῦρκος αὐτὸς στρατηγὸς εἶχε τόσο µεγάλη φήµη γιὰ τὴν ἱκανότητα, τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα του ὥστε, ὅταν διαδόθηκε ὅτι θὰ ἐκστρατεύσει κατὰ τῆς Ἑλλάδος, δηµιουργήθηκε ἡ γενικὴ πεποίθηση ὅτι ἔφθασε πλέον τὸ τέλος τῆς ἐπανάστασης, ἡ ὁποία δὲν θὰ κατόρθωνε νὰ ἀντέξει τὴν ὀρµητικότητα τοῦ Τούρκου αὐτοῦ σερασκέρη.


Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ καὶ πολυάριθµη στρατιά του ὁ Μουσταὴ ὑπολόγιζε καὶ στὶς πολεµικὲς δυνάµεις του Ὀµὲρ Βρυώνη, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν βοηθοῦσε µε ἕξι χιλιάδες Τουρκαλβανοὺς ἀκόµα. Κατάστρωσαν λοιπὸν κοινὸ σχέδιο ἐπιχειρήσεων οἱ δύο Πασᾶδες, σύµφωνα µε τὸ ὁποῖο ὁ µὲν Μουσταὴ θὰ κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, ὁ δὲ Βρυώνης θὰ ἀκολουθοῦσε τίς στενωπούς του Μακρυνόρους.
Μετὰ τὴ διάβαση τοῦ Μακρυνόρους θὰ ξανάσµιγαν, θὰ προχωροῦσαν ἐνωµένοι, καὶ ἀφοῦ θὰ ἐξουδετέρωναν εὔκολα, ὅπως ὑπολόγιζαν, τίς ἀντιστάσεις τῶν Ἑλλήνων, θὰ κτυποῦσαν τὸ Αἰτωλικὸ καὶ τὸ Μεσολόγγι.
Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση, µε διάταγµα τῆς 13 Ἰουνίου 1823 εἶχε διορίσει γενικὸ ἔπαρχο τῆς περιοχῆς τὸν Κωνσταντῖνο Μεταξᾶ, ὁ ὁποῖος στὰ ἀποµνηµονεύµατα του Μᾶς περιγράφει τίς διχόνοιες καὶ ἀντιζηλίες µεταξὺ τῶν ὁπλαρχηγῶν.



Τρεὶς αἰτίες προκαλοῦσαν τίς διενέξεις καὶ δυσαρέσκειες. Λίγους µῆνες πρὶν ἡ κυβέρνηση εἶχε προβιβάσει τον Μάρκο Μπότσαρη στὸ βαθµὸ τοῦ στρατηγοῦ. Αὐτὸ δυσαρέστησε τοὺς Τζαβελαίους καὶ τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγούς, ποὺ θεώρησαν τὴν προαγωγὴ τοῦ Μάρκου σὰν ἀρχηγεῖα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ἦταν ὑποχρεωµένοι νὰ ὑπηρετήσουν οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, πράγµα ποὺ κανένας δὲν δεχόταν. Ἡ δεύτερη αἰτία ἀφοροῦσε τοὺς Σουλιῶτες γενικά. Ἡ κυβέρνηση εἶχε ἀποφασίσει νὰ τοὺς δώσει τὸ Ζαπάντι µε ὅλες τίς τουρκικὲς ἰδιοκτησίες.
Αὐτὸ δυσαρέστησε τοὺς ντόπιους ποὺ διεκδικοῦσαν τὴν περιοχή. Τέλος τὴ τρίτη αἰτία ἀποτελοῦσε ἡ ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε ἀνάµεσα στοὺς Χασαπαίους καὶ τὸ Θοδωράκη Γρίβα, ὁ ὁποῖος εἶχε σκοτώσει τρεὶς ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τούς
.


Ὁ Τσόγκας καὶ ὁ Μάρκος Μπότσαρης βοήθησαν τοὺς Χασαπαίους καὶ χτύπησαν τὸ Γρίβα, ὁ ὁποῖος ἀναγκάστηκε νὰ κλειστεῖ στοὺς πύργους τοῦ Δραγαµέστου.
Ἀπὸ ἐκεῖ πρόσπεσε στοὺς Τζαβελαίους, µε τὴν βοήθεια τῶν ὁποίων βγῆκε ἀπὸ τοὺς πύργους καὶ ἑνώθηκε µε τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγούς.
Θυµωµένοι τότε ἑνώθηκαν ὁ Τσόγκας µε τὸν Μπότσαρη, κλείστηκαν στὸ Μεσολόγγι, καὶ δήλωσαν ὅτι δὲν θὰ ἔβγαιναν νὰ πολεµήσουν τους Τούρκους, ἂν ὁ Γρίβας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα.
Ὁ Μεταξᾶς γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τοὺς Χασαπαίους καὶ τὸ Μπότσαρη ἔπεισε τὸ Γρίβα νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ νὰ φύγει γιὰ τὸ Μοριᾶ.
Ἀκόµα δήλωσε ὅτι µε κανένα τρόπο ἡ στρατηγία τοῦ Μάρκου Μπότσαρη δὲν σηµαίνει ἀρχηγία, ἀλλὰ εἶναι στρατιωτικὸς βαθµός, καὶ ἀρχηγὸς τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν εἶναι ὁ ἴδιος.


Ὅσο γιὰ τὸ Ζαπάντι, ποὺ ἦταν ἀκόµα στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἦταν ἀστεῖο, τοὺς εἶπε, νὰ φιλονικοῦν γιὰ κάτι, πρὶν ἀκόµα τὸ ἀποκτήσουν. Ὕστερα ἀπὸ τίς ἐξηγήσεις αὐτὲς κατευνάστηκαν τὰ πνεύµατα καὶ σταµάτησαν οἱ διαµάχες ἀνάµεσα στοὺς ὁπλαρχηγούς.
Καὶ τότε ἐνωµένοι ὅλοι συνεννοήθηκαν γιὰ τὸν τρόπο µε τὸν ὁποῖο θὰ ἀντιµετωπίσουν τὸν ἐχθρό. Ἔτσι ὁ Ἴσκος καὶ ὁ Ράγκος τοποθετήθηκαν στὸ Μακρυνόρος, ὁ Μακρὴς στὴ Λάσπη καὶ ὁ Τσόγκας στὴ Βόνιτσα, γιὰ νὰ ἀντιµετωπίσουν τὸν Ὀµὲρ Βρυώνη, ἐνῶ ὁ Μάρκος Μπότσαρης καὶ ὁ Τζαβέλας µε τοὺς Σουλιῶτες θὰ τραβοῦσαν πρὸς τὸ Καρπενήσι, ὅπου θὰ ἔσµιγαν µε τους Γιολδασαίους, τὸν Πεσλὴ καὶ τὸ Σαδήµα, γιὰ νὰ ἀντιµετωπίσουν ἀπὸ κοινοῦ τὸ Μουσταὴ Πασᾶ.


Γιὰ νὰ λείψουν οἱ ἀντιζηλίες ποὺ ἐκδηλώθηκαν ἀνάµεσα στοὺς συµπατριῶτες του, ὁ Μάρκος προσκάλεσε τοὺς Σουλιῶτες καί, ἀφοῦ τοὺς τόνισε ὅτι τὸ µόνο ποὺ ἔχει σηµασία στὴν περίσταση ἦταν ἡ ὀµόνοια γιὰ νὰ ἀντιµετωπίσουν ἐνωµένοι τὸν τροµερὸ κίνδυνο ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε, ἔσκισε τὸ δίπλωµα τῆς στρατηγίας σὲ µικρὰ κοµµατάκια καὶ τὰ σκόρπισε στὰ πόδια τους, µε τὰ λόγια: «Αὔριο ποὺ θὰ πολεµήσουµε τὸν Μουσταή, ὅποιος σταθεῖ παλικάρι, ἂς πάρει τὸ δίπλωµα τοῦ στὴ µάχη».


Οἱ Μάχες Κεφαλόβρυσου καὶ Καλιακούδας

Ὁ Μουσταὴ µε τὸ ἀµέτρητο ἀσκέρι του στὰ µέσα Ἰουλίου 1823 ἔφτασε στὰ Τρίκαλα. Ἀπὸ κεῖ ξεκίνησε νὰ ξεκαθαρίσει τὸν Ἀσπροπόταµο καὶ τὰ Ἄγραφα.
Ἦταν τέλος Ἰουλίου ὅταν ἔφτασε στὸ Καρπενήσι.
Ὁ ἴδιος ἔµεινε µε τὸ ἐπιτελεῖο του σὲ ἕνα πύργο ποὺ εἶχε χτίσει ἐκεῖ ὁ Ἀλὴς γιὰ νὰ παραθερίζει, ἐνῶ τὸ ἀσκέρι του ἁπλώθηκε στὸ Λειβαδάκι, στὰ Πλατάνια καὶ τὸ Κεφαλόβρυσο. Οἱ Σουλιῶτες παρακολουθοῦσαν µε µεγάλη προσοχὴ τίς κινήσεις τοῦ Μουσταὴ Πασᾶ.
Ὁ Μάρκος ἔπιασε τὸ Μικρὸ χωριὸ καὶ οἱ Τζαβελαῖοι τὸ Μεγάλο. Τὸ σχέδιο µε τὸ ὁποῖο ἀποφάσισαν νὰ κτυπήσουν τοὺς τουρκαλβανούς, ἦταν τολµηρό, καὶ τὸ µόνο ποὺ θὰ µποροῦσε νὰ πετύχει ἱκανοποιητικὸ ἀποτέλεσµα. Θὰ ἐπιχειροῦσαν νυχτερινὴ ἔφοδο µέσα στὸ ὀρδὶ τῶν Πασάδων καὶ θὰ τοὺς ξάφνιαζαν.


Τὸ ἐγχείρηµα ἦταν δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο. Καὶ γιὰ αὐτὸ χρειάζονταν νωπὲς πληροφορίες γιὰ τὴν κατάσταση στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, ποὺ ἀνέλαβαν νὰ συλλέξουν ὁ Τούσας Μπότσαρης, ὁ Θανάσης Κουτσονίκας καὶ ὁ Γιάννης Μπαϊρακτάρης.
Θαρρετὰ γύρισαν ὅλη τὴ νύχτα τῆς 7ης Ἰουλίου καὶ τὸ πρωινὸ τῆς 8ης Ἰουλίου τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, συλλέγοντας πληροφορίες. Τὴν ἄλλη µέρα ὁριστικοποιήθηκε τὸ σχέδιο µε βάση τίς πληροφορίες αὐτές, καὶ προέβλεπε οἱ ἑλληνικὲς δυνάµεις νὰ ριχτοῦν τὴν ἴδια νύχτα στὸ Τουρκικὸ ὀρδὶ καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ πιάσουν ἢ νὰ σκοτώσουν τοὺς ἀρχηγούς.
Ὁ Τζαβέλας θὰ χτυποῦσε τοὺς ἐχθροὺς στὰ Πλατάνια καὶ θὰ δυσκόλευε κάθε ἀπόπειρα βοήθειας τοῦ τουρκικοῦ στρατοπέδου.

Τὴν 9η Αὐγούστου ὁ Μάρκος µε 450 Σουλιῶτες ἐνήργησε νυκτερινὴ καταδροµικὴ ἐπίθεση στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο Κεφαλόβρυσου στὸ Καρπενήσι, ὅπου πρὶν ἀπὸ δέκα λεπτὰ εἶχαν στρατοπεδεύσει 5000 πεζοὶ καὶ ἱππεῖς ὑπὸ τὸν Τζελαλεντὶν Μπέη. Ταυτόχρονα ἄλλοι 800 Σουλιῶτες ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα προσέβαλαν τὴ θέση Πλατάνια. Ἀτρόµητος ὁ Μάρκος πηδᾷ στὴν πρώτη σκηνὴ ποὺ βρέθηκε µπροστά του.
Καθὼς τὴν ἀνοίγει βρίσκεται µπροστὰ στὸν Τουρκαλβανὸ ἀρχηγὸ Ἄγο Βασιάρη ποὺ µόλις εἶχε ξυπνήσει καὶ τὸν κοιτοῦσε σαστισµένος. Μὲ τὸν Βασιάρη εἶχε παλιὰ γνωριµία ὁ Μάρκος, ἀπὸ τότε ποὺ ὑπηρετοῦσαν µαζὶ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ.
Τὸν αἰχµαλωτίζει καὶ τὸν παραδίνει στὰ παλικάρια τοῦ.



Μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὸν πανικὸ ποὺ ἐπηκολούθησε οἱ Τοῦρκοι ἔχασαν περὶ τοὺς 800 µαχητὲς νεκρούς, ἀλλὰ δυστυχῶς ἐφονεύθῃ ἀπὸ Τούρκικο βόλι ὁ στρατηγὸς Μάρκος Μπότσαρης.
Νικητὲς γύρισαν στὴ βάση τους οἱ Σουλιῶτες, ἀλλὰ καὶ πολὺ λυπηµένοι γιὰ τὸ χαµό του ἀγαπηµένου τους ἀρχηγοῦ.
Χίλιοι πεντακόσιοι ἦταν οἱ σκοτωµένοι τοῦ ἐχθροῦ, καὶ πολλὲς ἑκατοντάδες οἱ πληγωµένοι. Ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες σκοτώθηκαν ἑξῆντα, ἐνῶ σαράντα δύο λαβωµένοι µεταφέρθηκαν στὶς πλάτες τῶν συντρόφων τους.
Ἀµέτρητα ἦταν τὰ λάφυρα. Χίλια ἑξακόσια τυφέκια, χίλιες ὀκτακόσιες πιστόλες, τέσσερα µπαϊράκια, τριακόσια σπαθιά, χίλια διακόσια ἄλογα καὶ πολλὲς ἑκατοντάδες µουλάρια


Τίποτε όµως δὲν µποροῦσε νὰ ἰσοφαρίσει τὴ µεγάλη ζηµιά, τὸ χαµὸ τοῦ ἡρωικοῦ ἀρχηγοῦ. Ὁ χαµὸς τοῦ Μάρκου ἀποτέλεσε πραγµατικὴ ἐθνικὴ συµφορά.
Τὸ ἐπόµενο πρωινό, στὶς 10 Αὐγούστου 1823, Μιὰ πένθιµη Σουλιώτικη φάλαγγα ἔφθασε στὸ Μεσολόγγι. Προηγεῖτο ὁ Τούσας Μπότσαρης,ποὺ µετέφερε στὶς πλάτες τὸ ἄτυχο σώµα τοῦ Μάρκου.
Λίγο πρὶν µπεὶ στὴν πόλη, ἔφτασε ἀπεσταλµένος τῆς ἀδελφῆς του Μάρως, γιὰ νὰ µεταφερθεὶ στὸ σπίτι της ὁ νεκρός. Ἐκεῖ, τὸν ἔπλυναν, τὸν λαµπροστόλισαν, καὶ τὸν θρήνησαν µε αὐτοσχέδια µοιρολόγια, µε τὰ ὁποῖα ἐπαινοῦσαν τὴν παλικαριὰ καὶ τὴν ἀνδρεία του.
Σὲ λίγη ὥρα ξεκινοῦσε ἡ κηδεία ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Μάρως γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς Μητρόπολης.


Ἡ διάταξη τῆς νεκρικῆς ποµπὴς θύµιζε εἰκόνες ἀπὸ τὰ ἡρωικὰ ἔπη τοῦ Ὀµήρου.
Μπροστὰ πήγαιναν οἱ αἰχµάλωτοι Τοῦρκοι µε δεµένα τὰ χέρια.
Ὕστερα τὰ ἄλογα τῶν Μπέηδων καὶ τῶν Πασάδων µε τὰ χρυσοπλουµισµένα χράµια, καὶ πίσω τους σκυµµένα πρός τη Γῆ τὰ Τούρκικα µπαϊράκια.
Ἀκολουθοῦσε ὁ κλῆρος τῆς περιοχῆς µε ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο.
Ὕστερα θλιµµένοι οἱ σύντροφοι τοῦ ἔφεραν στοὺς ώµους τὸ φέρετρο, καὶ δίπλα του ἡ ἀδελφή, οἱ συγγενεῖς, οἱ ἐπίσηµοι, καὶ χιλιάδες ὁ λαός. Καὶ ἡ θλιβερὴ κηδεία ἔκλινε µε δύο χιλιάδες ἀλογοµούλαρα φορτωµένα µε τὰ ὅπλα καὶ τὰ ἄλλα λάφυρα ποὺ εἶχαν ἀποκοµίσει ἀπὸ τὸ τουρκικὸ στρατόπεδο.
Πραγµατικὴ εἰκόνα θριάµβου. Μόνο ποὺ ὁ θριαµβευτὴς ἥρωας δὲν ἔµπαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ δοξαστεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ταφεῖ.


Τάφηκε δίπλα στὸν Κυριακούλη Μαυροµιχάλη, ἐκεῖ ποὺ σήµερα βρίσκεται «ὁ κῆπος τῶν ἡρώων». Καὶ ὅταν τὸν κατέβαζαν στὸν τάφο, τὰ κανόνια ἀπὸ τίς ντάπιες τοῦ Μεσολογγίου τὸν ἀποχαιρετοῦσαν µε τριάντα τρεῖς κανονιές, ὅσα καὶ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μάρκου Μπότσαρη ἀρχηγὸς ἀνέλαβε ὁ Ζυγούρης Λάµπρου Τζαβέλας, ποὺ παρὰ τὴν ἡλικία του ἤθελε νὰ δείξει ἀνάλογη µ' αὐτὸν εὐψυχία.
Μετὰ τὴ µάχη του Κεφαλόβρυσου, ἔπιασε θέσεις καὶ περίµενε τὸν ἐχθρὸ στὸ ὕψ Καλιακούδα, 4 ὧρες νότια τοῦ Καρπενησίου.
Οἱ Σουλιῶτες ἐνισχύθηκαν καὶ µε ἄλλους Ἕλληνες µαχητές, καὶ ἡ συνολικὴ δύναµη ἀνήρχετο στοὺς 2.500 ἄνδρες.



Ἡ ἀµυντικὴ θέση Καλιακούδα ἦταν ἰσχυρότατη καὶ ἀπόρθητη, καὶ ἄντεξε σὲ ἐπανειληµµένες ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων. Δυστυχῶς 400 τοῦρκοι διέβησαν στὸ νότιο µέρος τῆς διάταξης ἀφύλακτο µονοπάτι καὶ βρέθηκαν στὰ νῶτα τῶν Ἑλλήνων. Τὴν 28 / 8 / 1823 ἔγινε ἄγρια συµπλοκὴ σώµα µε σώµα, στὴν ὁποία ἔπεσε ἐνδόξως ὁ Ζυγούρης Λάµπρου Τζαβέλας µε 150 παλικάρια. Ὁ δρόµος γιὰ τὸ Μεσολόγγι ἦταν πλέον ἀνοικτὸς γιὰ τὸν ἐχθρό, ποὺ ἐπιχειρεῖ τὴν Β' πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου (Μέσα Σεπτεµβρίου - τέλη Νοεµβρίου 1823). Τὸ Μεσολόγγι όµως ἄντεξε καὶ πάλι τίς ἐπιθέσεις, ποὺ τώρα γινόταν µε ἐνωµένες τίς δυνάµεις του Μουσταφὰ Πασᾶ µε αὐτὲς τοῦ Ὀµὲρ Βρυώνη, ποὺ εἶχε ἐν τῷ µεταξὺ καταφθάσει ἀπὸ τὴν Ἄρτα.

Τίς σοβαρότατες δυσχέρειες ποὺ ἀντιµετώπιζαν οἱ Σουλιῶτες τοῦ Μεσολογγίου ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφῶν καὶ χρηµάτων ἦλθε νὰ µετριάσει ἡ παρέµβαση τοῦ Λόρδου Βύρωνα, ποὺ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὴν ἄνοιξη τοῦ 1824, βαθιὰ θλιµµένος ἀπὸ τίς κοµµατικὲς διαιρέσεις τῶν ἀγωνιστῶν, τίς ὑπερβολικὲς οἰκονοµικὲς ἀπαιτήσεις καὶ ἀταξίες τῶν Σουλιωτῶν καὶ τὴν ἐν γένει χαλαρότητα. Τὰ γεγονότα αὐτὰ δὲν ἐπέτρεψαν τὴν ὑποκίνηση νέας ἐπαναστατικῆς ἀναταραχῆς στὴν Ἤπειρο, ὅπως ἐπεδίωκε ὁ Ἀθαν. Ψαλίδας.

 
Τὸ Ἀνατολικὸ (Αἰτωλικό)


Στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1823 οἱ Μουσταὴς καὶ Ὀµὲρ ἄρχισαν ἀπὸ κοινοῦ νὰ βοµβαρδίζουν τὸ Ἀνατολικό, νησῖδα µέσα στη λιµνοθάλασσα Μεσολογγίου µε 2.000 κατοίκους, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ Ἕλληνες, πλήττοντες τίς ἐχθρικὲς θέσεις. Αὐτὸ συνεχιζόταν γιὰ 40 συνεχεῖς µέρες, ἐνῶ τὸ Μεσολόγγι ἔµενε ἀπείραχτο. Στὸ τέλος ὁ Κίτσος Τζαβέλας σοφίστηκε νὰ στήσει µε 300 ἄνδρες ἐνέδρα στὴ θέση Σκαλί, πάνω στὸ δρόµο ἀπὸ Ἀνατολικὸ πρὸς Μεσολόγγι. Οἱ Τοῦρκοι ἀπώλεσαν 350 ἱππεῖς καὶ πολλὰ λάφυρα περιῆλθαν στὰ χέρια τοῦ Κίτσου Τζαβέλα.

Τελικὰ οἱ δύο Πασᾶδες, βλέποντας ὅτι τὸ ἠθικὸ τῶν ἀνδρῶν τους κατέπιπτε ἀπὸ τίς ἐπιτυχίες τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὁ στόλος τους εἶχε ἀποσυρθεῖ καὶ ὁ στρατός τους ὑπέφερε ἀπὸ τὸ κλίµα τοῦ Μεσολογγίου, στὶς 17 Νοεμβρίου ἐγκατέλειψαν τὴ πολιορκία τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ στὶς 19 πέρασαν τὸν Ἀσπροπόταµο µε κατεύθυνση τὰ πασαλίκια τούς. Ἡ ἐκστρατεία Δυτ. Στερεᾶς,Στερεάς ποὺ τόσο εἶχε διαφηµιστεὶ ἀπέτυχε, καὶ ἡ Ναύπακτος καὶ τὸ Ἀντίρριο ἦταν τὰ µόνα τουρκικὰ φρούρια σ' αὐτή. Ἡ πολεµικὴ ἀρετὴ καὶ ἰδιοφυΐα τοῦ Κίτσου Τζαβέλα ἔλαµψε σ' ὅλη τὴν ἐπαναστατηµένη Ἑλλάδα.



Ἡ Μάχη τῆς Ἄµπλιανης

Ὁ Κίτσος Τζαβέλας, ὁ Χρ. Περαιβὸς καὶ ἄλλοι Σουλιῶτες πολεµιστὲς καὶ ὁπλαρχηγοί, ἔδωκαν τὰ µέσα Ἰουλίου τοῦ 1824 τὴ νικηφόρα καὶ σηµαντικότατη µάχη της Ἄµπλιανης, ἐπάνω στὸ δρόµο Σαλώνων - Γραβιάς, ὅπου κυριολεκτικὰ ὁ Κίτσος Τζαβέλας διακρίθηκε γιὰ τὴν στρατιωτική του ἰδιοφυΐα. Στὰ µέσα τοῦ Ἰουνίου 1824 ὁ Δερβὶς πασᾶς µε 10.000 ἄνδρες στρατοπέδευσε στὸ Λιανοκλάδι. Ὁ Γιουσοὺφ Πασᾶς καὶ ὁ Ἀµπὶζ Πασᾶς µε 6.000 πεζοὺς καὶ 1.000 ἱππεῖς πῆραν διαταγὴ νὰ προχωρήσουν στὴ Γραβιά, καὶ νὰ ἐπιτεθοῦν στὰ Σάλωνα. Τὴν ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ στὰ Σάλωνα ἀνέλαβαν ὁ Πανουργιάς, ὁ Δυοβουνιώτης καὶ ὁ Γ. Δράκος, τοὺς ὁποίους ἀργότερα ἐνίσχυσε ὁ Κίτσος Τζαβέλας µε τοὺς Σουλιῶτες καὶ ὁ Παν. Νοταράς.


Τὴ νύχτα τῆς 13 Ἰουλίου οἱ Τοῦρκοι, ποὺ στὸ µεταξὺ ἐνισχύθηκαν, κίνησαν 12.000 Ἀλβανοὺς µε δύο κανόνια ἀπὸ τὴ Γραβιὰ πρὸς τὰ Σάλωνα. Ξηµερώνοντας ἔφθασαν στὴν Ἄµπλιανη, ποὺ βρῆκαν ἀµυνόµενους περίπου 3.000 ἄνδρες. Οἱ τοῦρκοι ἔκαναν σφοδρὲς ἐπιθέσεις στὴν τοποθεσία µέχρι τὸ ἀπόγευµα. Μέχρι ποὺ ἔφθασαν ἐνισχύσεις τῶν Ἑλλήνων ποὺ κατόρθωσαν νὰ ἀντεπιτεθοῦν καὶ νὰ διασπάσουν τὸ ἀριστερὸ πλευρὸ τῆς διάταξης τούς. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας, ἐπωφελούµενος τότε ἀπὸ τὴ δυσχερῆ θέση τοῦ ἐχθροῦ, όρµησε κατὰ πάνω µε τοὺς ἄνδρες του καὶ τοὺς ἀνάγκασε σὲ ἄτακτο φυγή. Ἡ φυγὴ σὲ λίγο γενικεύθηκε καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀποδεκατίστηκαν στὴν κυριολεξία. Ἄφησαν στὸ πεδίο τῆς µάχης περὶ τοὺς 2.000 νεκρούς.

Οἱ Ἐµφύλιες Διαµάχες

 
Οἱ τελευταῖοι µῆνες του 1824 χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀξεῖα πολιτικὴ διαµάχη µεταξύ των Ρουµελιωτῶν, ὑποστηριζόµενων καὶ ὑπὸ τῶν Σουλιωτῶν, καὶ τῶν Πελοποννησίων. Ὁ Κωλέττης, ποὺ ἐνδιαφερόταν κυρίως γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ζαΐµη, ἐνήργησε ὥστε στὶς 3 Δεκεμβρίου νὰ ἀποβιβαστοῦν ἀπὸ τὸ Στρατόπεδο Σαλώνων στὸ Αἴγιο 3.000 ἄνδρες µε ἀρχηγοὺς τοὺς Κίτσο Τζαβέλα, Λ. Βέϊκο, Χρ. Περραιβό, Κ. Μπότσαρη, Α. Ἴσκο, Γ. Βαλτινό, Τ. Ζέρβα καὶ Γ. Δράκο. Μαζί τους αὐτόκλητος ἦλθε καὶ ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ἡ τελευταία µάχη µε τους λεγόµενους «ἀντάρτες» δόθηκε στὴν Κερπινή. Μετὰ ἀπὸ σφοδρὲς µάχες ὀκτὼ ἠµερῶν κατόρθωσαν στὶς 17 Δεκεμβρίου νὰ καταλάβουν τὴν κωµόπολη.

Οἱ Ζαΐµης, Λόντος καὶ Νικηταρὰς µε τοὺς ὀπαδοὺς τοὺς πέρασαν στὸ Μεσολόγγι καὶ ζήτησαν ἄσυλο ἀπὸ τὸ Μαυροκορδάτο. Τὰ γεγονότα εἶχαν ὡς ἑξῆς: Στὶς πρῶτες φάσεις τῆς Ἐπανάστασης ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ Πελοποννήσιοι προύχοντες συσπειρώνονται γύρω ἀπὸ τὴν Πελοποννησιακὴ Γερουσία καὶ ἀντιµάχονται τὴν ἰδέα τῆς δηµιουργίας συγκεντρωτικῶν κρατικῶν δοµῶν δυτικοῦ τύπου, τὴν ὁποία εἰσηγεῖται ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Μετὰ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους (1823), οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἰδέας τῆς δηµιουργίας συγκεντρωτικοῦ κρατικοῦ µηχανισµοῦ ἐνισχύουν τὴ θέση τους περιορίζοντας, ταυτόχρονα,τὴ δύναµη ὅσων ἐπιµένουν στὴ διατήρηση τῆς ὕπαρξης τοπικῶν κέντρων ἐξουσίας.


Όµως, µετὰ τὴν ἔνταξη τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὸ νέο κυβερνητικὸ σχηµατισµὸ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἀντιπροέδρου τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, ἡ πολιτικὴ σύγκρουση µεταξὺ κεντρικῆς διοίκησης καὶ τοπικῶν φορέων ἐξουσίας µετατρέπεται σὲ ἀντιπαράθεση µεταξὺ τῶν φορέων τῆς ἐκτελεστικῆς καὶ αὐτῶν τῆς νοµοθετικὴς ἐξουσίας. Γύρω ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας -τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη- συσπειρώνονται -πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων καὶ συγκεκριµένα των προκρίτων τοῦ Αἰγίου Ἀνδρέα Λόντου καὶ τῶν Καλαβρύτων Ἀνδρέα Ζαΐµη, ποὺ τάσσονται ἀλληλέγγυοι µε τὸν Μαυροκορδάτο-οἱ προύχοντες τῆς Πελοποννήσου καὶ οἱ τοπικοὶ στρατιωτικοὶ ἡγέτες.

Ἀντίθετα, γύρω ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς νοµοθετικὴς ἐξουσίας, τοῦ Βουλευτικοῦ δηλαδή, συσπειρώνονται οἱ «ἑτερόχθονες» πολιτικοί, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν νησιῶν, οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς (π.χ. Γκούρας, Καραϊσκάκης, Μακρυγιάννης), καθὼς καὶ οἱ Σουλιῶτες ὁπλαρχηγοὶ (Κίτσος Τζαβέλας). Ἡ ρήξη τῶν σχέσεων µεταξὺ Ἐκτελεστικοῦ καὶ Βουλευτικοῦ ὁδήγησε τελικὰ στὸν Ἐµφύλιο Πόλεµο τοῦ 1824. Τὸν Νοέµβριο τοῦ 1824 Ρουµελιῶτες καὶ Σουλιῶτες ὁπλαρχηγοὶ (µε προεξάρχοντα τὸν Γκούρα) εἰσέβαλαν στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ καταστείλουν τὴν ἐξέγερση τῶν ἐντόπιων προκρίτων καὶ ὁπλαρχηγῶν, µε τοὺς ὁποίους εἶχαν συµπαραταχθεὶ πλέον καὶ οἱ Ζαΐµης καὶ Λόντος, καὶ νὰ ἑδραιώσουν µε τὴ βία τὴν κεντρικὴ ἐξουσία ποὺ ἀµφισβητούνταν.



Ἡ στρατιωτικὴ σύγκρουση κατέληξε στὴν ἧττα τῶν Πελοποννησίων καὶ στὴ φυλάκιση τῶν ἡγετῶν τους, οἱ ὁποῖοι, ὡστόσο, στὴ συνέχεια ἀµνηστεύτηκαν σὲ Μιὰ προσπάθεια ὑπέρβασης τῶν ἀντιπαραθέσεων, ἐµπέδωσης τοῦ ἐθνικοῦ φρονήµατος καὶ συγκρότησης Μιᾶς νέας ἐθνικῆς -καὶ ὄχι τοπικῆς πλέον- συλλογικότητας, ἀφοῦ όµως προηγουµένως εἶχαν διαµορφωθεὶ νέοι συσχετισµοὶ πολιτικῆς δύναµης. Ὁ µόνος ποὺ πλήρωσε µε τὴ ζωή του τὴν ἐµφύλια διαµάχη ἦταν ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, ὁ ὁποῖος δολοφονήθηκε στὴν Ἀκρόπολη, ἂν καὶ δὲν εἶχε συµµετοχὴ στὰ γεγονότα ποὺ διαδραµατίστηκαν.



Ἡ Μάχη στὸ Κρεµµύδι

Ὁ Σουλτᾶνος Μαχµοὺτ ἔβλεπε µε δυσάρεστη ἔκπληξη τίς ἀλλεπάλληλες ἀποτυχίες τῶν στρατηγῶν του, στὴν προσπάθεια νὰ καταπνίξουν τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, τόσο στὴ Ρούµελη ὅσο καὶ στὸ Μοριᾶ. Ἀποφάσισε νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπό το πασᾶ τῆς Αἰγύπτου Μωχάµετ Ἄλυ, ποὺ ἂν καὶ ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ σουλτάνου, εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ ἰσχυρὸ τοπάρχη, µε ἠγεµονικὲς ἐξουσίες, χωριστὰ οἰκονοµικὰ καὶ δικές του ἀξιόλογες πολεµικὲς δυνάµεις. Ὁ σουλτᾶνος του πρότεινε τὴ γενικὴ ἀρχηγία τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Μωχάµετ Ἄλυ εἶδε τὴ µεγάλη εὐκαιρία καὶ ἄρχισε νὰ καταστρώνει τὰ σχέδια του γιὰ τὴν ἐκστρατεία στὴν Ἑλλάδα. Ἀρχηγὸς τῆς ἐκστρατείας θὰ ἀνελάµβανε ὁ θετὸς γιος του Ἰµπραήµ, ποὺ εἶχε γεννηθεῖ στὴ Καβάλα ἀπὸ Ἕλληνες γονεῖς.


Ὁ Αἰγυπτιακὸς στόλος, ἀφοῦ θὰ ἐξουδετέρωνε κάθε ναυτικὴ ἐπαναστατικὴ δράση στὸ Αἰγαῖο, θὰ ἀποβίβαζε στρατὸ στὸ Μοριᾶ. Σὰν ἀµοιβὴ γιὰ τίς ὑπηρεσίες του, ὁ Ἰµπραήµ θὰ ἔπαιρνε τὰ Πασαλίκια τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Μοριᾶ. Ὁ Αἰγυπτιακὸς στόλος, µε πενῆντα ἕξι πολεµικὰ σκάφη καὶ τριακόσια µεταγωγικά, ξεκίνησε ἀπό την Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου τὸν Ἰούλιο τοῦ 1824. Τὸ στρατὸ ποὺ βρισκόταν στὰ πλοῖα ἀποτελοῦσαν δέκα πέντε χιλιάδες Ἄραβες καὶ φελάχοι. Ὑπολογιζόταν πὼς ὅταν ὁλοκληρωνόταν ἡ συνεχιζόµενη στρατολογία καὶ ἐκγύµναση στὴν Αἴγυπτο, ὁ αἰγυπτιακὸς στρατὸς θὰ µποροῦσε νὰ φτάσει τίς ἐνενῆντα χιλιάδες, ἡ πιὸ πολυάριθµη καὶ πιὸ ἄρτια ὀργανωµένη δύναµη ποὺ παρέταξε ποτὲ ἡ Τουρκικὴ Αὐτοκρατορία.


Ὁ ἐπιτελάρχης τῆς Σουλεϊµὰν µπέης ἦταν συνταγµατάρχης τοῦ γαλλικοῦ στρατοῦ, ὀνοµαζόταν Σὲβ καὶ εἶχε χρηµατίσει ὑπασπιστὴς τοῦ στρατάρχη Νέυ. Ὁ Ἑλληνικὸς στόλος ξανοίχτηκε στὸ πέλαγος γιὰ νὰ ἀντιµετωπίσει τὸ τροµερὸ αὐτὸ ἀντίπαλο. Ὅλες οἱ δόξες τοῦ ναυτικοῦ, οἱ ναύαρχοι Σαχτούρης, Μιαούλης, Ἀποστόλης καὶ οἱ πυρπολητὲς Κανάρης, Παπανικολής, Πιπίνος, Ματρόζος, Βατικιώτης καὶ ἄλλοι µπήκαν στὰ καράβια καὶ τὰ µπουρλότα τους γιὰ νὰ ἀναµετρηθοὺν µε τὸν αἰγυπτιακὸ στόλο καὶ τοῦ κόψουν τὸ δρόµο γιὰ τὸ Μοριᾶ. Χτυπήθηκαν µαζί του στὶς 24 καὶ 29 Αὐγούστου ἀνάµεσα στὴ Κῶ,Κῷ καὶ τὴν Ἀλικαρνασσὸ καὶ τοῦ προξένησαν σηµαντικὲς ζηµιές. Τίναξαν στὸν ἀέρα δύο αἰγυπτιακὰ πολεµικὰ καὶ αἰχµαλώτισαν πέντε µεταγωγικά.


Ἀλλὰ καὶ τὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα ἔπαθαν ζηµιὲς καὶ χρειάζονταν ἐπισκευές, τὰ δὲ µπουρλότα εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Ἔτσι ὁ Ἑλληνικὸς στόλος ξαναγύρισε στὶς βάσεις του καὶ ὁ Ἰµπραήµ συνέχισε τὸ ταξίδι του πρὸς τὴν Κρήτη. Τοῦ χρειάστηκαν δέκα πέντε µέρες νὰ ἀποβιβάσει το στρατό του καὶ τὰ πολεµοφόδια. Στὶς ἀρχὲς τοῦ Φλεβάρη τοῦ 1825 συµπλήρωσε τίς προετοιµασίες του στὴ Κρήτη καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Μοριᾶ, ποὺ ἦταν καὶ ὁ ἀντικειµενικός του σκοπός. Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἦταν ἀπασχοληµένη µε τίς δάφνες ποὺ ἀποκόµισε ἀπὸ τὸν ἐµφύλιο πόλεµο καὶ δὲν ἔκανε τίποτε γιὰ νὰ δυσκολέψει τὴν ἀποβίβαση τῶν αἰγυπτιακῶν δυνάµεων. Ἔτσι ὁ Ἰµπραήµ κατόρθωσε νὰ µπεὶ ἀνενόχλητος στὸ λιµάνι της Μεθώνης καὶ νὰ ἀποβιβάσει τέσσερις χιλιάδες πεζοὺς καὶ ἐξακόσιους ἱππεῖς.


Ἀµέσως κατόπι τὰ Αἰγυπτιακὰ πλοῖα ἔφυγαν γιὰ τὴ Σούδα καὶ στὶς 5 τοῦ Μάρτη ξαναγύρισαν, φέρνοντας ἀκόµα ἑπτὰ χιλιάδες πεζοὺς καὶ τετρακόσιους ἱππεῖς. Ὁ πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως Γεώργιος Κουντουριώτης, ποὺ εἶχε συγκεντρώσει στὰ χέρια του τὴν ἀρχιστρατηγία µε εἰδικὸ θέσπισµα τοῦ βουλευτικοῦ καὶ τοῦ ἐκτελεστικοῦ, ἀπεφάσισε νὰ ἐκστρατεύσει κατὰ τοῦ Ἰµπραήµ. Σὰν νὰ µὴν ἔφτανε το ὅτι ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς τῆς ἐκστρατείας δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ πόλεµο τῆς στεριᾶς, διόρισε ἀρχιστράτηγο τὸν Ὑδραῖο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, τίµιο καὶ ἱκανὸ ναυτικό, ἀλλὰ ἐντελῶς ξένο πρὸς τὰ στρατιωτικά, καὶ τὸν ὁποῖο, ὅπως ἦταν φυσικό, δὲν ἀνέχονταν οἱ τόσο ἔµπειροι καὶ ἱκανοὶ στρατηγοὶ ποὺ ἔθεσε ὑπὸ τὴν ἀρχηγία του.


Τὰ κυριότερα Ἑλληνικὰ σώµατα ποὺ εἶχαν σταλεῖ γιὰ νὰ ἀντιµετωπίσουν τους Αἰγυπτίους ἦταν τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Δράκου, τοῦ Κώστα Μπότσαρη καὶ τοῦ Τζαβέλα. Μὲ διαταγὴ τοῦ Σκούρτη παρατάχθηκαν στὸ Κρεµµύδι. Μόνο ὁ Καρατάσος διαφώνησε, ἐπειδὴ ἔκρινε τὴ θέση αὐτὴ ἀκατάλληλη, καὶ τοποθετήθηκε µε τοὺς Μακεδόνες του στὸ Σχοινόλακα. Ἐξάλλου, στὴ κωµόπολη Χώρα τῆς Τριφυλίας εἶχε σχηµατιστεὶ ἐφεδρικὴ δύναµη µε ἀρκετὲς δυνάµεις ἀπὸ Ἀρκαδινούς. Διατάχθηκε νὰ τοὺς ἐνισχύσει ὁ Πλαπούτας, γιὰ νὰ προλάβει ἐνδεχόµενη προέλαση τῶν Αἰγυπτίων πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Μοριᾶ. Δόθηκε ἀκόµα ἐντολὴ στὸ Μακρυγιάννη, ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀρκαδία, νὰ ἐνισχύσει τὸ Σώµα τοῦ µε ντόπιους στρατιῶτες καὶ νὰ κατεβεῖ στὸ Νεόκαστρο.


Ὁ Ἰµπραήµ ἔστειλε πρῶτα ἕνα Τάγµα κατὰ τοῦ Καρατάσου στὸ Σχοινόλακα. Οἱ ἐµπειροπόλεµοι Μακεδόνες κατόρθωσαν νὰ ἀποκρούσουν τοὺς Αἰγυπτίους, ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ ὑποχωρήσουν, ἀφήνοντας στὸ πεδίο τῆς µάχης ἑκατὸ ὅπλα, τὰ ὁποῖα συγκέντρωσε ὁ Καρατάσος καὶ τὰ ἔστειλε στὴ Τριπολιτσά. Στὶς 6 Ἀπρίλη συγκροτήθηκε στὸ Νεόκαστρο πολεµικὸ συµβούλιο µε τὴ συµµετοχή του Μαυροκορδάτου, µε ἐντολὴ τοῦ προέδρου. Ἀποφασίστηκε νὰ σχηµατιστεὶ παράταξη σὲ σχήµα ἠµικυκλίου. Τὸ ἀριστερό της, ποὺ στηριζόταν στοὺς λόφους τοῦ Κρεµµυδιοῦ, θὰ ὑποστηριζόταν ἀπὸ τὸν Χατζηχρῆστο, καὶ τὸ δεξιὸ ἀπὸ τὸν Καραϊσκάκη καὶ τὸ Τζαβέλα.

Τὸ κέντρο, ποὺ βρισκόταν στὸ βάθος τῆς κοιλάδας, ἔπιασε ὁ Σκούρτης καὶ ὁ Παναγ. Ζαφειρόπουλος µε χίλιους Ὑδραίους, Σπετσιῶτες, Κρανιδιῶτες καὶ Ἁγιοπετρίτες. Τὴν Αὐγὴ τῆς ἐποµένης 7 Ἀπριλίου 1825 ὁ Ἰµπραήµ όρµησε µε µεγάλες δυνάµεις ἐναντίον τῶν Ἑλληνικῶν θέσεων στὸ Κρεµµύδι, ὅπου εἶχαν ταχθεῖ περι τοὺς 3.250 ἄνδρες. Οἱ Ἕλληνες εἶχαν ταχθεῖ σὲ σχήµα ἠµικυκλίου : Στὸ ἄκρο ἀριστερό, στοὺς λόφους γύρω ἀπὸ τὸ χωριό, Κ. Μπότσαρης καὶ ὁ Χατζηχρῆστος. Στὸ δεξιὸ µέρος, στὸ χωριό, ὁ Κίτσος Τζαβέλας καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Καὶ στὸ κέντρο, σὲ Μιὰ µικρὴ κοιλάδα, ὁ Σκούρτης. Ὅλοι εἶχαν ὀχυρωθεῖ σὲ ταµπούρια, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τοῦ Σκούρτη, ἐπειδὴ ὁ ἀρχηγός τους ἔλεγε ὅτι ταµπούρια ἦταν τὰ σπαθιά τους.


Ἡ ἀµυαλωσύνη αὐτὴ τοῦ ἄπειρου γιὰ χερσαῖες ἐπιχειρήσεις ναυτικοῦ ἦταν καὶ µοιραία γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς µάχης. Ὁ στρατηγικὸς Ἰµπραήµ ἔριξε ὅλο τὸ βάρος τῶν ἐπιθέσεων στὸ ἀδύναµο τῆς διάταξης, τοὺς ἄνδρες τοῦ Σκούρτη, ποὺ διασπάστηκε. Ἀποτέλεσµα ὁ Μπότσαρης νὰ ὑπερφαλαγγιστεὶ καὶ λίγο ἔλειψε νὰ πιαστεῖ αἰχµάλωτος. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἀναγκάζεται νὰ ἀνοίξει δρόµο µέσα ἀπὸ τίς γραµµὲς τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ. Οἱ Ἕλληνες ἄφησαν στὸ πεδίο τῆς µάχης 600 νεκρούς. Μετὰ τὴν πανωλεθρία στὸ Κρεµµύδι, καµία κίνηση δὲν ἐκδηλώθηκε κατὰ τοῦ Ἰµπραήµ, ποὺ συνέχισε νὰ ἁλωνίζει το Μοριᾶ ἀνενόχλητος, σκορπίζοντας στὸ πέρασµα τοῦ τὴ καταστροφὴ καὶ τὴν ἐρήµωση.



Οἱ Ἕλληνες, ἀφοῦ ἔχασαν σηµαντικὸ µέρος ἀπὸ τὴ δύναµη τούς, ἀπόµειναν µε κουρελιασµένο τὸ ἠθικό, καὶ ἀπέδιδαν τὴν ἧττα τους στὴν ἔλλειψη κατάλληλης στρατηγικῆς ἡγεσίας. Ἡ ἐσωτερικὴ διάσταση, τὰ προσωπικὰ πάθη καὶ οἱ µνησικακίες ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ ἀνάµεσα στοὺς Μοραΐτες καὶ τοὺς Ρουµελιῶτες, τοὺς ἔκαναν νὰ ὑποβλέπονται καὶ νὰ διακρίνουν σὲ κάθε ἐνέργεια ἀνύπαρκτες δολοπλοκίες καὶ προδοσίες.

Καταδροµικὲς Κρούσεις στὸ Μεσολόγγι - Προσβολὲς τῶν Μετόπισθεν


 Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825 ὁ σουλτᾶνος κάλεσε τὸν Κιουταχῆ Πασᾶ καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ στρατοῦ τῆς Ρούµελης. Μαζὶ µε τὸν διορισµό του ἀνακοίνωσε καὶ τὴ τροµερή του ἀπόφαση: «Τὸ Μεσολόγγι ἢ τὸ κεφάλι σου». Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1825, ὁ Μεχµὲτ Ρεσὶτ Πασᾶς ἢ Κιουταχῆς µε πολυάριθµο στρατὸ εἶχε εἰσβάλει στὴ Δυτ. Ἑλλάδα, καὶ στὶς 15 Ἀπριλίου ἄρχισε τὴ Γ' πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου (15 Ἀπριλίου 1825 - 10 Ἀπριλίου 1826). Ἐπανειληµµένες ἐπιθέσεις τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ εἶχαν οἰκτρὰ ἀποτυχία. Ἀπὸ τίς ἐλλείψεις σὲ τρόφιµα καὶ πυροµαχικὰ δηµιουργοῦνται στὸν Κιουταχῆ ἀρκετὲς δυσκολίες, καὶ ἀρχίζουν νὰ σηµειώνονται ἀρκετὲς λιποταξίες.

Ἀλλὰ στὶς 10 Ἰουλίου ἰσχυρὸς τουρκικὸς στόλος µε τὴν ἀρχηγία τοῦ Καπουδὰν Πασᾶ ἐφοδιάζει τὸν Κιουταχῆ µε τροφὲς καὶ πολεµοφόδια. Ὁ βοµβαρδισµὸς ξαναρχίζει µε µεγαλύτερη ἔνταση, ἀλλὰ ἡ ἔφοδος τῶν Τούρκων ἀντιµετωπίζεται καὶ πάλι ἐπιτυχῶς. Στὶς 2 Αὐγούστου ἐπιχειρεῖται νέα λυσσώδης ἐπίθεση, ἀλλὰ ἡ ἡρωικὴ ἀντίσταση τῶν πολιορκηµένων δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἐπιτυχία. Στὸ µεταξὺ ἔφθασε ὁ Ἑλληνικὸς στόλος µε ἀρχηγοὺς τοὺς ναυάρχους Μιαούλη καὶ Ἀποστόλη. Στὴν ἐµφάνιση του τὰ Τουρκικὰ πολεµικὰ βιάστηκαν νὰ φύγουν, καὶ οἱ Ἕλληνες ἀφοῦ τὰ καταδίωξαν µέχρι τὴ Κεφαλονιὰ ἐφοδίασαν τὸ Μεσολόγγι µε τροφὲς καὶ πολεµοφόδια.


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας καὶ ὁ Καραϊσκάκης µε κυβερνητικὴ διαταγὴ ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸ Στρατόπεδο τῶν Σαλώνων, καὶ µε δύναµη 3.000 ἀνδρὼν δηµιουργοὺν ἀντιπερισπασµὸ στὴ πλάτη τῶν Τούρκων. Ἡ ἄφιξη τους στὴ περιοχὴ ἀνύψωσε τὸ ἠθικό των πολιορκηµένων. Ἔδρασαν µε προσβολὲς τῶν ἐχθρικῶν γραµµῶν ἀνεφοδιασµοῦ καὶ καταδροµικὲς κρούσεις στὸ ἐσωτερικὸ τῆς διάταξης τῶν τούρκων, σὲ συντονισµὸ πάντα µε τοὺς πολιορκηµένους. Σὲ Μιὰ τέτοια µεγάλη καταδροµή, τὸ βράδυ τῆς 25 Ἰουλίου, οἱ Σουλιῶτες µε τὸ σύνθηµα «τσεκούρι» βρέθηκαν σφάζοντας καὶ καίοντας στὶς σκηνὲς τῶν Τούρκων, στὸ ἴδιο τὸ κατάλυµα τοῦ Ρεσὶτ Πασᾶ, ποὺ κινδύνευσε νὰ συλληφθεῖ. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀπώλειες 2.000 νεκρούς, καὶ οἱ Ἕλληνες µόνο 9.

Παρόλα αὐτὰ ὁ Κιουταχῆς οὔτε σκέψη µπορεὶ νὰ κάνει γιὰ ἐγκατάλειψη τῆς πολιορκίας. Εἶχε πάντα στὸ νοῦ του τὴν ἀπειλὴ τοῦ σουλτάνου γιὰ τὸ κεφάλι του. Γιὰ αὐτό, µη µπορώντας νὰ κάνει τίποτε ἄλλο, ἔσκαψε χαρακώµατα καὶ περιορίστηκε σὲ ἀµυντικὸ ἀγῶνα.


Η Μάχη της Κλείσοβας


Ὁ σουλτᾶνος, ἀφοῦ µάταια περίµενε ἀποτέλεσµα ἀπὸ τὴν πολιορκία τοῦ Κιουταχῆ, ἀναγκάστηκε νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ Αἰγυπτίου στρατάρχου. Ὁ Ἰµπραήµ πρόθυµα ἀνταποκρίθηκε στὴν ἐπιθυµία τοῦ σουλτάνου, καὶ στὶς 20 Δεκεµβρίου τοῦ 1825 ἀποβιβάστηκε στὸ Κρυονέρι µε ὀκτὼ χιλιάδες τακτικὸ στρατὸ καὶ ἕξι χιλιάδες ἀτάκτους. Ἔχει ἀκόµα σαράντα όλµους καὶ πολλὰ κανόνια µε Γάλλους πολυβολητές. Μὲ περιφρόνηση ἀντικρίζει ὁ περήφανος στρατάρχης τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸν Κιουταχῆ, καὶ τοῦ πετᾷ κατάµουτρα, πὼς µπόρεσε νὰ σταµατήσει ὀχτὼ µῆνες ἔξω ἀπὸ αὐτόν το φράχτη. Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση µε ἐράνους κατορθώνει νὰ ἐξοπλίσει τὸν Ὑδραίικο στόλο καὶ στέλλει τὸν Μιαούλη γιὰ νὰ ἐφοδιάσει τοὺς πολιορκηµένους.

Ὁ Πολίτης µε τὸ µπουρλότο του τινάζει στὸν ἀέρα Μιὰ τουρκικὴ φρεγάτα µε 24 κανόνια, καὶ µετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ Τουρκικὴ µοίρα ἀπὸ εἴκοσι πολεµικὰ φεύγει τροµοκρατηµένη. Ἔτσι ὁ Μιαούλης κατορθώνει νὰ ξεφορτώσει τὰ ἐφόδια καὶ στὶς ἀρχὲς Φλεβάρη ξαναγυρίζει στὴ βάση του. Τώρα όµως ἀντίπαλος τοῦ Μεσολογγίου εἶναι ὁ Ἰµπραήµ, ποὺ δὲν τὸν τροµάζει καµιὰ ἀποτυχία. Ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσµα οἱ ἀλλεπάλληλες προτάσεις του γιὰ παράδοση, ἄρχισε τροµερὸ καὶ ἀδιάκοπο βοµβαρδισµό. Μόνο στὶς 25 Φεβρουαρίου ἔπεσαν στὴ πόλη του Μεσολογγίου ὀκτὼ χιλιάδες βόµβες. Σὲ τρεῖς µέρες διατάζει µεγάλη ἐπίθεση. Ὕστερα ἀπὸ τροµερὴ µάχη οἱ ἀραπάδες του κατορθώνουν νὰ κυριεύσουν τὸ ἐξωτερικὸ ὀχυρό του Μπότσαρη.


Ἀλλὰ τὸ πρωὶ οἱ ὑπερασπιστὲς τοῦ Μεσολογγίου, µε θυελλώδη ἐπίθεση τοὺς ἐξαναγκάζουν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν. Ὀργισµένος Ὁ Ἰµπραήµ ἐπιχειρεῖ καινούργια ἐπίθεση. Τὸ ὀχυρὸ κυριεύεται καὶ πάλι. Οἱ Ἕλληνες όµως στὸ µεταξὺ τὸ ἔχουν ὑπονοµεύσει, καὶ τὸ τινάζουν στὸν ἀέρα, µαζὶ µε τοὺς Αἰγυπτίους. Ὁ αἰγύπτιος στρατάρχης ἀποφασίζει νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Φέρνει ἀπὸ τὴ Πάτρα σχεδίες καὶ ἄλλα ρηχὰ πλοῖα, φορτώνει σὲ αὐτὰ τρεῖς χιλιάδες ἐπίλεκτους στρατιῶτες καὶ ρίχνεται µ' αὐτοὺς στὸ µικρὸ νησὶ Βασιλάδι, ποὺ εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς λιµνοθάλασσας. Τὸ Βασιλάδι πέφτει, καὶ λίγο ἀργότερα τὸ µικρὸ νησάκι Ντολµά.


Ἀπὸ τὰ µέσα Φεβρουαρίου οἱ συνθῆκες διαβίωσης τῶν πολιορκηµένων στὸ Μεσολόγγι ἐπιδεινώθηκαν ἀκόµα περισσότερο, παρὰ τὴ γενναιότατη ἀντίσταση τους, τίς φονικὲς συγκρούσεις καὶ τὴ δυναµικότατη Σουλιώτικη δράση. Στὶς 25 Μαρτίου 1826 ὁ Κιουταχῆς ἐπεχείρησε νὰ καταλάβει τὸ µικρὸ νησὶ Κλείσοβα, ποὺ τὸ ὑπεράσπιζαν 130 µόνο ἄνδρες. Ἐνῶ ὁ βοµβαρδισµός των πολιορκηµένων συνεχίζεται σφοδρὸς καὶ στολίσκος πλοιαρίων φαίνεται ὅτι κινεῖται ἐναντίον τους, ὁ Τουρκικὸς στολίσκος ἔκανε ἀπότοµα στροφὴ καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Κλείσοβα. Ἀµέσως ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἐπιβιβάστηκε σὲ µικρὸ πλοιάριο µε 8 συντρόφους του καὶ ἀποβιβάστηκε πρῶτος στὴν Κλείσοβα.


Ἡ παρουσία του ἐνίσχυσε τὸ ἠθικό της µικρὴς φρουρᾶς, ποὺ ὡς τὸ µεσηµέρι ἀπέκρουσε 6 ἀλλεπάλληλες ἐφόδους. Τίς ἐπιχειρήσεις διηύθυνε ὁ ἴδιος ὁ Κιουταχῆς, ποὺ πληγώθηκε στὸ πόδι. Τὸ µεσηµέρι οἱ Τουρκικὲς δυνάµεις ἀπεχώρησαν ἀφήνοντας 1.000 νεκρούς, καὶ στὸν ἀγῶνα µπήκαν τρία νέα Συντάγµατα Αἰγυπτίων µε ἀρχηγὸ τὸν τροµερὸ Χουσεὶν Μπέη. Παρ' ὅλο τὸ σφοδρὸ Τουρκικὸ πῦρ, οἱ ἐπιτιθέµενοι ἔµειναν καθηλωµένοι στὴν ἀκτὴ µε µεγάλες ἀπώλειες. «Σωροὶ πτωµάτων καὶ λέµβοι εἶχαν γίνει ἕνα µίγµα», γράφει ὁ Κασοµούλης. Ἡ µάχη συνεχίστηκε µέχρι τὸ σούρουπο ποὺ σκοτώθηκε ὁ Χουσείν, ὁ δὲ θάνατος τοῦ προκάλεσε πανικό. Τότε όρµησαν στὴν Κλείσοβα µε πλοιάρια καὶ οἱ ἄλλοι ἄνδρες τοῦ Τζαβέλα.





Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς µάχης ἐχθρικὴ σφαῖρα ἔσπασε τὸ σπαθὶ τοῦ Τζαβέλα, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια τὸ ἀφιέρωσε στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος στὸ νησάκι. Πάνω ἀπὸ 1200 εἶναι τὰ πτώµατα τῶν Αἰγυπτίων µπρὸς ἀπὸ τὰ χαρακώµατα τῆς Κλείσοβας. Ἡ δόξα τοῦ Κίτσου Τζαβέλα ταξίδεψε σ΄όλη τὴν ἐπαναστατηµένη Ἑλλάδα. Ὁ Παραµυθιώτης ὁπλαρχηγὸς Ζώης Πάνου ποὺ ἔλαβε µέρος στὴ µάχη της Κλείσοβας ἔγραψε γιὰ τὴν σηµασία της τὰ ἑξῆς:


«Ἡ µάχη της Κλείσοβας πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀνωτέρα τῶν Θερµοπυλῶν, καὶ αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύοµεν τετραγωνικῶς, κάµνοντες τὴν ἑξῆς παρατήρησιν : Ἡ Μάχη τῶν Θερµοπυλῶν ἔγινε καθ' ὄν καιρὸν τὸ Ἑλληνικὸν γένος ἤκµαζε καὶ ῆτον ἀκόµη εἰς τὴν λαµπρότητα τοῦ καὶ εἰς τὴν τελειότητα τῆς µαθήσεως, τῆς ἀσκήσεως τῶν ὅπλων καὶ τῆς ἐλευθερίας του, ἐλεύθερον ἀνέκαθεν . Ὁ πόλεµος τότε ῆτον κατὰ τοῦ Ξέρξου, ὁ ὁποῖος ἦλθε µὲν εἰς τὴν Ἑλλάδα µε πολλὰς µυριάδας, ἀλλ' ἀπὸ τὴν Περσία, ποῦ Περσία καὶ ποῦ Ἑλλάς . Ὁ Ξέρξης ἐπολέµησε κατὰ τοῦ Λεωνίδου καὶ κατὰ τριακοσίων Σπαρτιατῶν.


Οἱ Σπαρτιᾶται ἠφάνισαν τοὺς Πέρσας πολεµίσαντες ἐνδόξως καὶ γενναίως, ἀλλὰ δὲν ἔµεινε κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ὅλοι ἐφονεύθησαν εἰς τὴν µάχην. Ὁ δὲ σηµερινὸς Ξέρξης εἶναι ὁ δεσπόζων Ὀθωµανὸς καὶ ὁ τυραννῶν τέσσαρας περίπου αἰῶνας τοὺς Ἕλληνας. Οἱ Ἕλληνες τῆς Κλείσοβας ἦταν µόνον ἑκατὸν ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Κίτζου Τζαβέλλα, ἐπολέµησαν ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἕως το ἑσπέρας µε εἴκοσι χιλιάδας Ὀθωµανῶν, τοὺς ὁποίους ἔτρεψαν ὀπίσω. Ἐκ τῶν ἑκατὸν ἐπέζησαν πεντήκοντα ἔξ, καὶ ἀπέθανον τεσσεράκοντα τέσσαρες. Ός τίς ἀγαπᾷ ἂς κάµει τὴν ἀναλογίαν».


Ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου


Ἀλλὰ τὰ γεγονότα ἐξελίσσονταν ραγδαῖα, καὶ ὅταν οἱ πολιορκηµένοι, ποὺ ἀντιµετώπιζαν παντελῆ ἔλλειψη τροφίµων, ξεπέρασαν κάθε ὅριο ἀντοχῆς, ἀποτόλµησαν τὸ δεύτερο Ζάλογγο, τὴν ἡρωικὴ ἔξοδό, ποὺ σφράγισε τὴ λαµπρὴ αὐτὴ σελίδα τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τὴ νύχτα τῆς 10 / 11 Ἀπριλίου 1826 ἡ ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου ἦταν γεγονός. Τὸ τίµηµα τῆς ἐξόδου ἦταν βαρύτατο καὶ στοίχισε 1700 νεκρούς. Ἀπὸ τίς γυναῖκες 13 µόνο γλίτωσαν το θάνατο, κι' αὐτὲς ἦταν Σουλιώτισσες. Ἡ ἀπόφαση τῆς ἐξόδου δὲν ἦταν Μιὰ ἀπεγνωσµένη προσπάθεια ἀπαγκίστρωσης καὶ φυγῆς. Ἦταν µελετηµένη καὶ συνδυασµένη ἐπιχείρηση αἰφνιδιασµοῦ καὶ καταστροφῆς τῶν πολιορκητῶν.


Ἀρχηγοὶ τῶν τριῶν ἐπιθετικῶν φαλάγγων: Ὁ Νότης Μπότσαρης, ὁ Κίτσος Τζαβέλας, ὁ Δ. Μακρής. Διασώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς. Δυστυχῶς τὸ σχέδιο τῆς ἐξόδου εἶχε προδοθεῖ ἀπὸ δραπετεύσαντα νεαρὸ Βούλγαρο αἰχµάλωτο, καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἄγρυπνοι, περίµεναν τὴν Ἔξοδο. Μέσα στὴ σύγχυση ποὺ ἐπακολούθησε οἱ συγκρούσεις πῆραν τὴ µορφὴ ἀνελέητης σφαγῆς ἐκ τοῦ συστάδην. Ἦταν τόσο τὸ µίσος, τὸ πάθος, ἡ λυσσαλέα ὀρµή, ὥστε ἡ συµπλοκὴ ἔπαιρνε τὴ µορφὴ συγκρούσεως τυφλῶν ἀσυγκράτητων φυσικῶν δυνάµεων καὶ ὄχι ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων. Σκοτώθηκαν ἐπὶ τόπου ὁ βουλευτὴς Ι. Παπαδιαµαντόπουλος, ὁ Μάγερ µε τὴν Ἑλληνίδα γυναῖκα του καὶ τὰ δύο παιδιά τους, ὁ Ραζηκώτσικας, ὁ Στουρνάρης καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί.
Διασώθηκαν ὁ Νότης Μπότσαρης, ὁ Κίτσος Τζαβέλας, ὁ Μακρής, ὁ Παν. Σωτηρόπουλος, ὁ Κασοµούλης. Ὁ ἥρωας τῆς Κλείσοβας Παν. Σωτηρόπουλος κατόρθωσε νὰ διακρίνει ἀνάµεσα στὸ συνωστισµό των κατασφαζοµένων γυναικόπαιδων τὴ µνηστὴ καὶ κατόπιν σύζυγο τοῦ Κίτσου Τζαβέλα. Τὴν ἀνέβασε στὸ ἄλογο τοῦ καὶ σώθηκε µαζί της, γιὰ νὰ σκοτωθεῖ ἀργότερα, τὸ σεµνὸ παλικάρι, στὴν πολιορκία τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ πρώτη ἐντύπωση ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου ἦταν ὅτι χάθηκε πλέον τὸ πάν. Ἀλλ' ὁ ἀντίκτυπος δὲν ἦταν, ὅπως πρωτοφάνηκε θανάσιµος. Ἦταν ἀναστάσιµος, σωτήριος. Τὸ παράδειγµα τοῦ Μεσολογγίου, τὸ ἀχτιδοβόλο κλέος του, ἀναζωπύρωσε τὸ πατριωτικὸ πνεύµα καὶ σθένος.


Καταλάγιασε τὴν ἐθνοφθόρο διχόνοια ποὺ εἶχε παραλύσει τὴν ἱερὴ προσπάθεια . Ἀνόρθωσε τὸ ἐθνικὸ ἠθικό. Ὅταν τὸ µήνα Μάϊο τοῦ 1826 ἔφταναν στὸ Ναύπλιο σκελετωµένα καὶ µπαρουτοκαπνισµένα τὰ λείψανα τῆς Φρουρᾶς τοῦ Μεσολογγίου, 2.000 ἄνδρες εἶχαν ἀποµείνει, ἄλλοι τόσοι εἶχαν σκοτωθεῖ, ρίγη συγκίνησης διέτρεχαν τὸν πληθυσµό. Τοὺς θαύµαζαν καὶ τοὺς ἔφλεγε ἡ ἐπιθυµία νὰ τοὺς µιµηθούν, νὰ ἀποκτήσουν κί΄ ἐκεῖνοι τὴ δόξα τους. Οἱ δυνάµεις τοῦ γένους ἀξιοποίησαν ἐκείνη τὴ κρίσιµη ὥρα τὴ θυσία τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ἡ ἐλευθερία ἄνοιξε καὶ πάλι τὰ φτερὰ τῆς πάνω ἀπὸ τὴ ρηµαγµένη χώρα.


Ἡ Μάχη τῆς Ἀράχοβας


Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου παρέλυσε κάθε ἀντίσταση στὴ Δυτ. Ἑλλάδα, καὶ ὁ Κιουταχῆς κατευθύνθηκε στὴν Ἀττική. Τὸν Ὀκτώβριο 1826 τὰ σχέδια τοῦ Καραϊσκάκη, ποὺ ἔγιναν δεκτὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς καὶ ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση, προέβλεψαν ἐκστρατεία ἀντιπερισπασµοῦ στὶς ἐπαρχίες τῆς Στερεᾶς, ὥστε νὰ ἀναγκάσει τὸν Κιουταχῆ νὰ ἐξασθενίσει τὸ Στρατόπεδό του στὴν Ἀττική, στέλλοντας δυνάµεις ἐναντίον του. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφοῦ παρέκαµψε τοὺς πολιορκηµένους Πύργους τῆς Δόµβραινας γιὰ τοὺς ὁποίους δίκαια πίστευε ὅτι δὲν εἶχαν καµία στρατηγικὴ σηµασία, κατευθύνθηκε στὰ παράλια τοῦ Κορινθιακοῦ, µε σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσει εὔκολη ἐπικοινωνία καὶ ἀνεφοδιασµὸ ἀπὸ τὴν κυβέρνηση.

Τὴ µεγάλη στρατηγικὴ σηµασία εἶχε κατ' αὐτὸν ἡ Ἀράχοβα, στὴν ὁποία καὶ δόθηκε µεγάλη µάχη καὶ πέτυχε περιφανῆ νίκη. Στὴν ἐπταήµερη µάχη πῆραν µέρος ὁ Κίτσος Τζαβέλας πολλοὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, ὅπως ὁ Σπυροµήλιος, ὁ Γιώτης Δαγκλής, ὁ Διαµάντης Ζέρβας, ὁ Χρῆστος Περραιβός, ὁ Δῆµος Τσέλιος, ὁ Λάµπρος Βέϊκος, ὁ Γ. Δράκος, ὁ Βασ. Μποῦσγος, ὁ Νικήτας Σταµατελόπουλος, ὁ Χατζηµιχάλης Νταλιάνης, ὁ Νάσος Κουτσονίκας κ.ἄ., ποὺ ὑπέγραψαν τὸ ἔγγραφο µε τὸ ὁποῖο ἀνήγγειλαν τὴ νίκη στὴν κυβέρνηση. Τὴν ἐποµένη τῆς νίκης ὁ Καραϊσκάκης, σύµφωνα µε παλαιὸ ἔθιµο τῶν Τούρκων, ἔστησε σ' ἕνα λόφο τρόπαιο σὲ σχήµα κούλουρου κώνου µε τριακόσια κεφάλια τῶν ἐχθρῶν του καὶ τὴν ἐπιγραφή:


«Τρόπαιο τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν βαρβάρων Ὀθωµανῶν, ἀνεγερθὲν κατὰ τὸ 1826 ἔτος Νοεµβρίου 24. Ἕν Ἀράχοβα». Συγχρόνως ἔστειλε στὴν κυβέρνηση στὴν Αἴγινα τὰ κεφάλια τοῦ Μουστάµπεη καὶ τοῦ Κεχαγιάµπεη, καθὼς καὶ 12 αἰχµαλώτους Τούρκους ἀξιωµατικούς.

Ἡ Μάχη τοῦ Φαλήρου


Μετὰ ἀπὸ λίγες µέρες ἀρχίζει ἡ µεγάλη πολιορκία τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου εἶχε καταφύγει ὁ Γκούρας µε τὰ στρατεύµατα τοῦ. Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης διορίστηκε Ἀρχιστράτηγος καὶ ἀφοῦ ἐντὸς τετραµήνου εἶχε ἐκκαθαρίσει τὴ Κεντρικὴ Ρούµελη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπέστρεψε στὴν Ἀττικὴ γιὰ νὰ ἀντιµετωπίσει τὸν Κιουταχῆ. Στὸ πλευρὸ τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη εἶχαν ταχθεῖ πολλοὶ Σουλιῶτες, µεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλας. Μὲ τὸν διορισµὸ όµως τῶν Ἄγγλων Κόχραν καὶ Τσὼρτς στόλαρχου καὶ ἀρχιστρατήγου ἀντίστοιχα τῶν Ἑλλήνων, ἡ κατάσταση ὁδηγεῖται στὴν καταστροφή. Στὶς 23 Ἀπριλίου 1827 σὲ ἀψιµαχία στὸ Ν. Φάληρο τραυµατίζεται θανάσιµα ὁ Καραϊσκάκης, καὶ τὴν ἐπόµενη µέρα οἱ Ἕλληνες ὑπέστησαν τροµερὴ καταστροφὴ στὴ θέση Ἀνάλατο.





Ἐνῶ ὁ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη τους εἶχε παραλύσει ὅλους, ὁ Κόχραν ἐπέµενε στὴν ἄµεση διεξαγωγὴ τῆς ἐπιθέσεως σὲ ἀνοιχτὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴν ψυχολογικὴ κατάσταση τῶν ἀνδρῶν. Τὸ πρωὶ τῆς 24ης Ἀπριλίου τὰ Σώµατα τῶν Βάσου, τῶν Νοταραίων, τοῦ Βεϊκου, τοῦ Καλλέργη, τοῦ Δράκου, τοῦ Ζέρβα, ἐξορµούν. Σὲ µάχη σώµα µε σώµα, οἱ Ἕλληνες, ἂν καὶ µάχονται ὑπεράνθρωπα, ὑπεχώρησαν, καὶ σφάγησαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἐχθροῦ. Στὸ ἔλεος τῶν Τούρκων ἀφέθηκε τὸ ἄνθος τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Στὸ πεδίο τῆς µάχης ἔπεσαν 2.000 νεκροὶ (ὁ Τρικούπης δίνει 1.000) καὶ ἀνάµεσα στοὺς ἐπιφανεῖς νεκροὺς εἶναι οἱ : Λάµπρος Βέϊκος, Ἰω. Νοταράς, Γ. Τζαβέλας, Φ. Φωτοµάρας, Ἰγγλέσης, Ἀθ. Τούσας Μπότσαρης, Ἀθηναῖος Σ. Ζαχαρίτσας κ.ἄ.


Ἡ καταστροφὴ τοῦ Φαλήρου ποὺ ἀκολούθησε τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, ὁλοκλήρωσε τὰ Τουρκικὰ σχέδια γιὰ τὴν τελικὴ ἐπικράτηση καὶ ἀποµάκρυνε κάθε πιθανότητα ἀπελευθέρωσης χωρὶς τὴ δυναµικὴ παρέµβαση τῶν Μεγάλων Δυνάµεων.


Ὁ ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΧΙΛΙΑΡΧΟΣ


Στὰ τὰ τέλη τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1828, δηλαδὴ τὸν πρῶτο ἀµέσως µήνα µετὰ τὴν ἄνοδο τοῦ Καποδίστρια στὴν ἐξουσία, καὶ γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τῆς δυσαρέσκειας τῶν Πελοποννησίων πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν, ὁ Καποδίστριας χρησιµοποίησε τέχνασµα γιὰ τὸν ἐναγκαλισµό της δύναµης, τοῦ Στρατοῦ, πρὶν νὰ ἀρχίσουν νὰ διαδίδονται καὶ στὸν λαὸ οἱ δυσαρέσκειαι. Ἐνηγκαλίσθῃ τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, ἰδίως τοὺς Σουλιῶτες, γιὰ νὰ τοὺς ἀντιπαρατάξει στοὺς Μοραΐτες. Γράφει ὁ Κασοµούλης: «Προσκάλεσε τὸν Ὑψηλάντη, τὸν Κίτσο Τζαβέλα, τὸ Νότη Βότσαρη, καὶ τὸν γέρο Νάσην Φωτοµάραν καὶ συγχρόνως κάλεσε καὶ τὸν κύριο Κωλέττη, τοὺς ὁποίους νόµιζε ὅτι εἶχαν ὅλη τὴν ἐπήρεια στὸ Στρατό».


Τοὺς ἀνακοίνωσε τὸν νέον ὀργανισµὸ τοῦ Στρατοῦ, «Διοργανισµὸ στρατιωτικὸ ἀτελέστατο καὶ ἀκατάλληλο», τονίζει ὁ Κασοµούλης, ποὺ ἀπαιτοῦσε καὶ προσωπικὲς θυσίες ἀπὸ τοὺς ἔνδοξους ὁπλαρχηγούς, διότι τοὺς ὑπεβίβαζε κατὰ ἕνα βαθµὸ καὶ τοὺς ἔθετε ὑπὸ τίς διαταγὲς τοῦ Ὑψηλάντη. Ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Τζαβέλα ἰδιαιτέρως, ζητοῦσε ὁ Καποδίστριας νὰ δεχθεῖ τὸν βαθµό του χιλίαρχου καὶ µε εὐχαρίστηση νὰ ὑπακούει στὶς διαταγὲς τοῦ Ὑψηλάντη, τὸν ὁποῖο διόριζε ὡς Στρατάρχη. Ὁ Τζαβέλας δίστασε νὰ τὸ δεχθεῖ, «Θεωρῶν ὅτι τοῦ ἀφαιροῦσε πολὺ ἀπὸ τὴν ὑπόληψη καὶ διότι δὲν ἄφηνε στάδιο γιὰ τοὺς ἰσότιµους συναγωνιστὲς τοῦ ἀξιωµατικοὺς νὰ λάβουν, ἀναλόγως, τοὺς βαθµούς τους».


Γιὰ νὰ τὸν πείσει δὲν δυσκολεύθηκε νὰ τοῦ δώσει πλούσιες ὑποσχέσεις γιὰ µελλοντικὲς παροχές, τίς ὁποῖες όµως δὲν ἐπρόκειτο νὰ τηρήσει:. «Ὁπωσδήποτε -συνεχίζει ὁ Κασοµούλης- ἁπλούστατος ὁ ἥρωας τῆς Κλείσοβας, δὲν ἐδυνήθῃ νὰ ἀντισταθεῖ περισσότερο εἰς τὴν πειθὼ τοῦ διπλωµάτου, ἄλλ΄ ἐµπιστευθεὶς στὶς ὑποσχέσεις του θυσίασε καὶ φιλοτιµία καὶ ὅλα καὶ ὑπεσχέθῃ νὰ δεχθεῖ τὸ βαθµό του χιλίαρχου οὕτῳ καὶ νὰ ὑπακούει στὰς διαταγὰς τοῦ Στρατάρχου». Ὡς την 14η Φεβρουαρίου εἶχαν συγκροτηθεῖ οἱ Α' καὶ Β' χιλιαρχίες, καὶ µέχρι τὸν Ἰούλιο ἄλλες 6 χιλιαρχίες. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἔγινε χιλίαρχος τῆς Α' χιλιαρχίας, µε πεντακοσίαρχους τους Χρῆστο Φωτοµάρα καὶ Γιαννούση Πανοµάρα.

Ἡ Ἐκστρατεία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα στὴν Κεντρικὴ Στερεά


Στὶς 27 Ἰουλίου 1828 ὁ Καποδίστριας γράφει στὸν Ὑψηλάντη ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐµποδιστεὶ ὁ ἐφοδιασµός του Ἰµπραήµ ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ µέσω Ναυπάκτου, ἀναθέτοντας τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ στὴν Α' χιλιαρχία, «τελείως ἐµπιστεύοντες», ὅπως ἔγραφε, «εἰς τὸν ζῆλο καὶ τὴ φιλοπατρία τοῦ χιλίαρχου Τζαβέλα, καὶ θέλοντες νά του τὸ εἴπετε». Ἔτσι ἔγινε ἡ ἐκστρατεία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα στὴν Κεντρικὴ Στερεά. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1828, 1.400 συνολικὰ ἄνδρες, ἡ πρώτη χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλα καὶ ἡ πεντακοσιαρχία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Νικολοῦ, ἀποβιβάστηκαν µε πλοιάρια ἀπὸ τὸ Λουτράκι στὴν ἀπέναντι ἀκτὴ καὶ κατευθύνθηκαν στὰ Τροιζόνια.
Ἔπειτα ἀπὸ ἐνίσχυση καὶ µε ἄλλες ἑλληνικὲς δυνάµεις, ὅπως ἡ Α' πεντακοσιαρχία τοῦ Χρ. Φωτοµάρα, ἄνδρες τοῦ τοπικοῦ ὁπλαρχηγοῦ Γιάννη Φαρµάκη κ.ἄ., ὁ Κ. Τζαβέλας συνῆψε σκληρὲς µάχες µε τὰ τουρκικὰ στρατεύµατα καὶ πέτυχε σηµαντικὲς νῖκες στὸ Μυρµηγκάρι στὶς 14 Σεπτεµβρίου, στὸ Καστέλι στὶς 16 Σεπτεµβρίου καὶ στὴ Γραµµένη Ὀξιὰ στὶς 23 Σεπτεµβρίου. Μὲ τὴν ἄφιξη καὶ τῆς Γ' χιλιαρχίας ὑπὸ τὸν Ι. Στράτο πετυχαίνει νέα περιφανῆ νίκη στὴ Τέρνοβα στὶς 10 Ὀκτωβρίου καὶ οἱ τοῦρκοι, κατὰ τὸν Κασοµούλη, «µη ἠµποροῦντες πλέον νὰ ἀνθέξουν εἰς τὴν φωτιὰ τῶν Ἑλλήνων, καὶ βλέποντες ὅλα τὰ βουνὰ νὰ ἀστράπτουν ἀπὸ τὰς ἐρχοµένας βοηθείας ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καὶ οἱ Ἕλληνες τους κατεδίωξαν ἕως ἐπάνω στοὺς Ἅγιους Ἀποστόλους».


Μὲ τὸ τέλος Ὀκτωβρίου εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ οἱ ἐπαρχίες Λιδορικίου, Μαλανδρίνου, Σαλώνων, Κραβάρων καὶ Ἀποκούρου, καὶ ἑδραιώθηκε ἡ ἑλληνικὴ κυριαρχία στὸ µεγαλύτερο µέρος τῆς Κεντρικῆς Στερεᾶς. Μετὰ τὴ νίκη στὴν Τέρνοβα ὁ Κ. Τζαβέλας καὶ ὁ Στράτος µαζὶ µε ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς κατευθύνθηκαν στὴν ἐπαρχία Καρπενησίου, καὶ ἀφοῦ ἑνώθηκαν µε τὸν στρατηγὸ Δέντζελον κατεδίωξαν καὶ πολιόρκησαν τοὺς Τούρκους στὸ Καρπενήσι. Τουρκικὴ δύναµη 1.700 ἀνδρὼν ὑπὸ τὸν Καρανφίλµπεη εἶχε κατορθώσει νὰ εἰσέλθει στὴ πόλη γιὰ ἐνίσχυση τῶν ἀµυνοµένων. Ἔλαβαν χώρα σφοδρότατες µάχες µεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, ποὺ ἐπεδίωκαν εἴτε νὰ φέρουν ἐνισχύσεις στὴν πόλη εἴτε νὰ διασπάσουν τὸν κλοιὸ τῶν Ἑλλήνων.


Τελικὰ τὴν 23 Νοεµβρίου οἱ Τοῦρκοι, 4.500 συνολικὰ ἄνδρες, κατόρθωσαν νὰ διαφύγουν τὴ νύχτα ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κατευθύνθηκαν στὴ Ρεντίνα Ἀγράφων, χωρὶς νὰ ἀποφύγουν τίς σοβαρότατες ἀπώλειες. Ἡ νέα αὐτὴ ἐπιτυχία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα εἶχε ἀποτέλεσµα νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἐπαρχία Καρπενησίου.


Οἱ Ἐπιχειρήσεις στὴν Δυτικὴ Στερεὰ καὶ ἡ Συνθηκολόγηση τῶν Τούρκων στὸ Μεσολόγγι


Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1828, ἐνῶ συνεχιζόταν ἡ πολιορκία τῆς Βόνιτσας καὶ οἱ Ἑλληνικὲς δυνάµεις τῆς Στερεᾶς εἶχαν σχεδὸν ὁλοκληρώσει τὴ κατοχή τους στὸν Ἀµβρακικὸ κόλπο καὶ προπαρασκεύαζαν τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν τελικὴ ἐξόρµηση τους πρὸς Καρβασαρὰ καὶ τίς ἀκτὲς τῆς Ἠπείρου, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Μεγάλων Δυνάµεων καὶ ὁ Καποδίστριας διαβουλευόταν στὸν Πόρο (Σεπτέµβριος - Δεκέµβριος 1828). Τελικὰ ἡ συνδιάσκεψη τοῦ Πόρου τάχθηκε ὑπὲρ τῆς ὀροθετικῆς γραµµὴς Βόλου - Ἄρτας, καὶ παράλληλα µε τίς ἐπιχειρήσεις ποὺ κατέληξαν στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Βόνιτσας, τοῦ Κραβασαρὰ καὶ τοῦ Μακρυνόρους, ἄρχισαν ἐπιχειρήσεις ὑπὸ τὸν Αὐγουστῖνο Καποδίστρια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ναυπάκτου καὶ τοῦ Μεσολογγίου.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1829 κατευθύνθηκε στὴ Ναύπακτο ἡ Α' χιλιαρχία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα καὶ ἡ πεντακοσιαρχία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Νικολοῦ. Ἀργότερα ἔφθασε ἡ Β' χιλιαρχία τοῦ Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, µε πεντακοσιάρχους τους Σπυροµήλιο καὶ Γ. Βάγια. Στὶς Νότιες ἀκτὲς τῆς Δυτ. Στερεᾶς,Στερεάς εἶχε καταφθάσει ὁ Μιαούλης µε τὴ φρεγάτα «Ἑλλάς». Μὲ συνδυασµένες ἐνέργειες τοῦ Κίτσου Τζαβέλα καὶ τοῦ Μιαούλη παραδίνεται στὶς 13 Μαρτίου ἡ φρουρὰ τοῦ Ἀντιρρίου, καὶ ὅλες οἱ Ἑλληνικὲς δυνάµεις κατευθύνθηκαν ἐναντίον τῆς Ναυπάκτου. Στὴ Ναύπακτο εἶχε καταφύγει ὁ ἱκανότατος Κιορ Ἰµπραήµ Πασᾶς µε 5.000 ἄνδρες, ποὺ ἀπὸ τίς 29 Μαρτίου κλείστηκαν στὰ τείχη, ἀπὸ τὴ παραλία, µέχρι τὴν ἀκρόπολη, τὸ Ἴτς Καλέ.


Ἀκολούθησε πολυήµερη πολιορκία τῶν Τούρκων στὸ φρούριο τῆς πόλης. Τελικὰ οἱ Τοῦρκοι ὑπέκυψαν καὶ ὑπέγραψαν στὶς 11 Ἀπριλίου δεκαήµερη ἀνακωχή, καὶ ἡ ἐκκένωση τῆς πόλης ἄρχισε µετὰ ἀπὸ συµφωνία στὶς 18 Ἀπριλίου, ὁπότε ὑψώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπαναστάσεως ἡ Ἑλληνικὴ σηµαία στὸ φρούριο Ἴτς Καλέ. Ἡ ἐκκένωση τῆς πόλης συµπληρώθηκε στὶς 21 καὶ 22 Ἀπριλίου. Ἀπὸ τότε ἡ Ἑλληνικὴ σηµαία κυµατίζει περήφανα στὸ φρούριο τῆς Ναυπάκτου. Μετὰ τὴν παράδοση τῆς Ναυπάκτου στρατιωτικὴ δύναµη ἀπὸ 4.000 πεζούς, ἱππικὸ καὶ στόλο κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Μεσολόγγι.






Ἡ δεινὴ θέση στὴν ὁποία βρέθηκαν οἱ Τοῦρκοι στὸ Μεσολόγγι, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάληψη τῶν στενῶν του Μακρυνόρους ποὺ καθιστοῦσε δύσκολο τὸν ἀνεφοδιασµό τους, τοὺς ἀνάγκασε νὰ ὑπογράψουν συνθηκολόγηση στὶς 3 Μαΐου. Ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τίς ἐπιτυχίες ἦταν τεράστιος. Ἡ χαρµόσυνη εἴδηση ὅτι στὸ Μεσολόγγι, σύµβολο τοῦ ἠρωισµοῦ καὶ τῆς αὐτοθυσίας, κυµάτιζε καὶ πάλι ἡ Ἑλληνικὴ σηµαία, σκόρπιζε παντοῦ ρίγη συγκινήσεως. Μὲ τὴν ἀπελευθέρωση δὲ τῆς Δυτ. Στερεάς, ὅλες οἱ περιοχὲς ποὺ παραχωροῦσε στοὺς Ἕλληνες τὸ Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου τῆς 10ης Μαρτίου 1829 βρίσκονται ἤδη στὴν κατοχὴ τῆς Ἑλλάδος.


Ἡ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ


Δυσαρέσκειες καὶ Στάσεις στὸ Στράτευµα


Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Καποδιστριακὴς διακυβέρνησης εἴχαµε νέες δυσαρέσκειες καὶ στάσεις, µε κυριότερα τὰ γεγονότα τοῦ Νοεμβρίου 1829. Ὁ Καποδίστριας, µετὰ ἀπὸ κίνηµα τῆς Β' χιλιαρχίας, ἀποφάσισε νὰ διαλύσει τίς χιλιαρχίες καὶ νὰ σχηµατίσει νέες µονάδες, τὰ «Τάγµατα», µε τοὺς ἀφοσιωµένους στὸ καθεστώς, καὶ µε ἀρχηγὸ τοῦ στρατεύµατος τὸν ἀδελφό του Αὐγουστῖνο Καποδίστρια. Τότε οἱ ἀνώτεροι στρατιωτικοί, σὲ συνεννόηση µε τὸν στρατάρχη Ὑψηλάντη, κατὰ τὸν Κασοµούλη «συνῆλθαν εἰς µυστικὴ σύσκεψη, ὥστε νὰ µη δεχθοῦν κανένα διοργανισµό, ἀλλὰ νὰ ζητήσουν τὰ δίκαια των», ποὺ ἀφοροῦσαν κυρίως τὴν καταβολὴ τῶν ἀποδοχῶν τους, ποὺ τοὺς στεροῦσαν ἐπὶ ἀρκετοὺς µῆνες. Οἱ διαφορὲς τελικὰ διευθετήθηκαν καὶ ἐπανῆλθε ἡ ἠρεµία στὸ στράτευµα

Ὁ Κίτσος Τζαβέλας Ὑπασπιστὴς τοῦ Ὄθωνα καὶ Ὑποστράτηγος


Στὴ διάρκεια της ἀντιβασιλείας τοῦ Armasperg προκλήθηκε µεγάλη δυσαρέσκεια . Στὸ πλευρὸ τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ποὺ ἀντιτάχθηκε στὴν ἐκκλησιαστικὴ πολιτική της ἀντιβασιλείας, στάθηκε καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλας, συµπέθερος τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀφοῦ ἡ ἀδελφή του Κίτσου πανδρεύθηκε τὸ γιο του Κολοκοτρώνη. Τὸ Σεπτέµβριο τοῦ 1833 συνελήφθῃ ὁ Κίτσος Τζαβέλας, µαζὶ µε τους Θεόδωρο, Γενναῖο Κολοκοτρώνη καὶ Πλαπούτα καὶ φυλακίστηκε.


Ἀργότερα, ποὺ ὁ Ὄθων ἀπέκτησε ἰσχυρὰ ἐρείσµατα στοὺς Σουλιῶτες, διόρισε ὑπασπιστές του τὸν Κίτσο Τζαβέλα καὶ τὸν Νότη Μπότσαρη. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλας, µαζὶ µε τὸν Γενναῖο Κολοκοτρώνη, τὸν Κώστα Μπότσαρη καί το Γεώργιο Κουντουριώτη, εἶχαν κουραστεῖ, ἐπειδὴ εἶχαν δοκιµάσει κινδύνους καὶ ἀπογοητεύσεις ὅσες φορὲς εἶχαν ἀντιστρατευτεῖ τὸ καθεστώς, καὶ ἀναζήτησαν τώρα τὴν ἠρεµία καὶ ἀσφάλεια στὴ βασιλικὴ προστασία. Ἀργότερα ἀναµίχθηκε στὴ πολιτικὴ ὡς ἀρχηγὸς τοῦ Γαλλόφιλου κόµµατος. Εἶχε φτάσει τότε τὸ βαθµὸ τοῦ ὑποστρατήγου, καὶ τὸ προσωπικό του γόητρο τοῦ ἐξασφάλιζε πολλοὺς ὀπαδούς.


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας Πληρεξούσιος τῶν Σουλιωτῶν στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας διετέλεσε πληρεξούσιος τῶν Σουλιωτῶν στὴ Γ' Ἐθνοσυνέλευση τὸ 1827. Σώφρων καὶ ἀµετακίνητη ἦταν τότε ἡ θέση του γιὰ τὰ ἐθνικὰ θέµατα, ὅπως φανερώνεται ἀπὸ τὴν πιὸ κάτω κοινὴ ἀναφορὰ Στερεοελλαδιτῶν (Ἀρχεῖα Λάζαρου καὶ Γεωργίου Κουντουριώτη, 1827):


«Σεβαστὴ Ἐθνικὴ Συνέλευσις Ἀπὸ διάφορα διδόµενα, πληροφορούµεθα ὅσα ἡ ἰδιοτέλεια των ἐν τοῖς πράγµασι Μᾶς µαγειρεύει ὀλέθρια δια τὴν πατρίδα καὶ διόλου ἀνοίκεια ὡς πρὸς τὸν ἐθνικὸν χαρακτῆρα, ὡς πρὸς τὰς θυσίας καὶ τὰ αἴµατα τὰ ὁποῖα ἔχυσε καὶ χύνει τὸ ἔθνος δια ὑψηλοτέρους σκοπούς, τὴν πολύτιµη ἀνεξαρτησίαν του. Ἠµεὶς οἱ Στερεοελλαδίται τὴν γνώµην Μας καὶ τελευταίαν ἀπόφασιν Μᾶς παρουσιάζοµεν ὡς ἐφεξῆς:

ἅ'. Ὅτι δὲν θέλει δεχθῶµεν ποτὲ συµβιβασµὸν ἀποβλέποντα τὴν στέρησιν τὼν δικαιωµάτων τῶν ὅσων ἐπαρχιῶν ἔλαβον τὰ ὅπλα καὶ ἐθυσιάστηκαν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Πατρίδος.

β'. Ἄν ποτὲ ἐξωτερικὴ τίς δύναµις ὑποχρεώσει τὸ Ἔθνος εἰς τοῦτο, ἠµεὶς οἱ Στερεοελλαδίται ἐννοοῦµεν κοινὰ τὰ δικαιώµατα Μᾶς στρατιωτικὰ καὶ πολιτικά, µηδενὸς ἐξαιρουµένου, ἐπάνω εἰς τὸ µέρος ἐκεῖνο, ὅπου µείνει ἐλεύθερον, ὡς θυσιάσαντες τὸ πὰν καὶ συντελέσαντες τὰ µέγιστα εἰς τὸν κοινὸν τοῦ Ἔθνους σκοπόν».

Ἕν Ἐρµιόνη τὴ 17 Φεβρ. 1827
Οἱ Πληρεξούσιοι τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ ἀδελφὸς Δηµάκης Ἰεροµνήµων.
Κίτζος Τζαβέλας Γεώργιος Κίτζος Ζώης Πάνου

Διατέλεσε ἐπίσης πληρεξούσιος καὶ στὴν Α' Ἐθνοσυνέλευση ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεµβρίου 1843 γιὰ Σύνταγµα. Γιὰ τὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ κράτος ἡ κατάκτηση τοῦ Συντάγµατος δὲν ἦταν µικρή, καὶ ἡ ὥρα της Α' Δηµοκρατικὴς Ἐθνοσυνέλευσης ἦταν πραγµατικὰ ἱστορική. Γιὰ τὴν ἐθνοσυνέλευση αὐτὴ ὁ Ἀλ. Σοῦτσος γράφει: «Ὦ σεὶς πρόµαχοι τοῦ Ἔθνους, οἵτινες λησµονηµένοι ἀπεθάνατε µε ράκη, πλὴν µε δόξα καλυµένοι, πληρεξούσιοι τοῦ Ἄστρους ἐκ τῶν τάφων σηκωθεῖτε, καὶ εὐλογεῖτε Μας, Ἑλλήνων Βουλὴ πάλιν συγκροτεῖται».


Τὸ θέαµα ποὺ παρουσίαζαν οἱ πληρεξούσιοι ἦταν συνταρακτικό. Ὅλοι οἱ ἐπιζῶντες Τουρκοµάχοι βρίσκονταν µέσα στην αἴθουσα. Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης, Κανάρης, Μακρυγιάννης, Κίτσος Τζαβέλας, Θεόδωρος Γρίβας, Γ. Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος, Μεταξᾶς, Κωλέττης, Σπ. Τρικούπης, Κριεζώτης, Δ. Καλλέργης, Α. Λόντος, Ρήγας Παλαµήδης, Πλαπούτας, Κ. Μπότσαρης, Α. Ἀνδροῦτσος, Σπυροµήλιος, Ν. Πετµεζὰς κ.ἄ. Ὅλα τὰ ὀνόµατα ποὺ ἀνῆκαν στὶς τρανὲς φαµίλιες τοῦ Ἀγῶνα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν συγκεντρώθηκε στὴν αἴθουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου τόση δόξα.



Νέες Ἀπόπειρες Στάσεων καὶ Ἀνταρσίες


Τὸ ἀντιοθωνικὸ ρεύµα ἦταν ἰσχυρότατο καθ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Βαυαρικῆς δυναστείας, καὶ τροφοδοτοῦσε συχνὲς στάσεις καὶ ἀνταρσίες, κυρίως µετὰ τὴν Σεπτεµβριανὴ ἐπανάσταση. Στὶς 30 Μαρτίου 1844 σχηµάτισε µονοκοµµατικὴ κυβέρνηση ὁ Μαυροκορδάτος, ποὺ παραπλανήθηκε ἀπὸ τίς ἀπατηλὲς ὑποσχέσεις τοῦ Κωλέττη ὅτι θὰ τὸν στήριζε, ἀπὸ τὴ φιλαρχία του καὶ ἀπὸ τὸν Ἄγγλο πρεσβευτῆ, ποὺ πίστευε ὅτι µόνο ἔτσι θὰ ἑδραιωνόταν ἡ Ἀγγλικὴ ἐπιρροή. Ἀµέσως µετὰ ἡ Ρωσόφιλη παράταξη ἐξαπέλυσε ἐναντίον τοῦ βιαιότατη ἐπίθεση. Οἱ µάζες κινητοποιήθηκαν καὶ ἄρχισε Μιὰ σειρὰ λαϊκῶν ἐξεγέρσεων µε συνθήµατα ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ ἐπίµαχο ἐκκλησιαστικὸ ζήτηµα, ὅπως γιὰ παράδειγµα: «Αὐτοὶ οἱ κουτόφραγκοι θὰ Μᾶς χαλάσουν τὴ θρησκεία».


Τὸν Μάϊο συγκεντρώθηκαν στὴν Τζίµοβα τῆς Μάνης 2.000 ἔνοπλοι, ὀπαδοὶ τῆς φάρας τοῦ Μαυροµιχάλη, τοῦ Τζανετάκη, καὶ τοῦ Πιερράκου, καὶ ἡ κυβέρνηση ἔστειλε ἐναντίον τους τὸ πολεµικὸ πλοῖο «Ὄθων» µε στρατό, ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα καὶ τὸ κίνηµα κατεστάλῃ. Ἕτερο κίνηµα ἐξεδηλώθῃ στὴν Αἰτωλοακαρνανία, ἀπὸ τὸν περιβόητο Θοδωρὴ Γρίβα, ποὺ διέθετε µεγάλη τοπικὴ δύναµη. Τάγµατα τουρκοαλβανῶν ὑπὸ τὸν Ἀχµὲτ Ντῖνο κατέφθαναν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο γιὰ νὰ ἑνωθοῦν µε τοὺς στασιαστὲς καὶ νὰ ἀνατρέψουν τὴ Κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκθρονίσουν τὸν Ὄθωνα.


Ὁ Κυβερνητικὸς Στρατὸς ποὺ ἐστάλῃ ὑπὸ τὸν Κίτσο Τζαβέλα καὶ πάλι, πολιόρκησε τὸ Ἀβαρίκο, ὅπου εἶχαν ὀχυρωθεῖ οἱ στασιαστές, καὶ ὁ Γρίβας περιῆλθε σὲ δυσχερῆ θέση. Παρενέβῃ όµως ὁ Γάλλος Πρέσβης Πισκατόρυ, ποὺ ἔστειλε στὸ Ἀβαρίκο τὸ πλοῖο «Παπὲν» γιὰ νὰ παραλάβει τὸν Γρίβα καὶ νὰ τὸν µεταφέρει στὸν Πειραιᾶ, καὶ ἐκεῖθεν µε ἄλλο πλοῖο στὴν Ἀλεξάνδρεια.


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας στὴν Κυβέρνηση τοῦ Κωλέττη


Στὶς 6 Αὐγούστου 1844 ὁ Κωλέττης σχηµατίζει κυβέρνηση, µε Ὑπουργὸ Στρατιωτικῶν τὸ Κίτσο Τζαβέλα, Ναπαῖο στρατιωτικὸ καὶ φίλο του Ὄθωνα. Ἡ εἰσδοχὴ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα στὸ στενὸ κύκλο τῶν βασιλικῶν ὑποτακτικῶν ὀφειλόταν στὴ γενικότερη προσπάθεια τοῦ Ὄθωνος νὰ σχηµατίσει γύρῳ,γύρω του τὸ κόµµα των «Ἀφοσιωµένων», ὅπως συνήθιζε νὰ τοὺς ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ὄθων, µε ἀξιωµατούχους τοῦ Στρατοῦ καὶ τῆς Διοικήσεως, ποὺ ἐκαλοῦντο νὰ πάψουν νὰ ἀνήκουν ἰδεολογικὰ στὰ ὑφιστάµενα κόµµατα, Ρωσικό, Ἀγγλικό, Γαλλικό, καὶ νὰ ἐνταχθοῦν στὸ συγκροτούµενο ἀπ' αὐτὸν βασιλικὸ κόµµα. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ὑπῆρξε ἐπὶ χρόνια ἕνας ἀκραιφνὴς Ρωσόφιλος. Τώρα εἶχε ἀπεµπολήσει τὸ παλαιὸ πολιτικό του φρόνηµα.


Ὀµοίως ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, ρωσόφιλος ἀπὸ τὴ ἐποχὴ ποὺ ὁ πατέρας του ἡγεῖτο αὐτῆς τῆς παρατάξεως, τώρα κατατάχθηκε καὶ αὐτὸς στὸ κόµµα των «Ἀφοσιωµένων». Νὰ θυµίσουµε ἐδῶ, ὅτι ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Τζαβέλας συνδεόταν µε συγγένεια, ἀφοῦ ὁ πρῶτος ἦταν παντρεµένος µε τὴν ἀδελφὴ τοῦ δεύτερου.


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας Πρωθυπουργός


Ὁ Ὄθων πολλὲς φορὲς φανέρωνε τὴν ἀδίστακτη θέληση τοῦ νὰ κυβερνᾷ µόνος του, χρησιµοποιώντας τοὺς ὑποθετικοὺς πρωθυπουργοὺς σὰν µαριονέτες τοῦ θρόνου. Στὶς 7 Σεπτεµβρίου 1847, µία ἐβδοµάδα µετά το θάνατο τοῦ Κωλέττη, ποὺ ἐπῆλθε τὴν 31 Αὐγούστου 1847, ὁ Ὄθων ἀποφάσισε νὰ διατηρήσει στὴν κυβέρνηση τὸ Κωλεττικὸ κόµµα, ἀναθέτοντας τὴν πρωθυπουργία στὸν Ὑποστράτηγο Κίτσο Τζαβέλα, Ὑπουργὸ τῶν στρατιωτικῶν ὡς τότε, καὶ µεταθέτοντας τὸ Ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν στὸν Γεώργιο Γλαράκη, µέχρι τότε Ὑπουργὸ ἐκκλησιαστικῶν καὶ Δηµόσιας ἐκπαίδευσης. Ὁ στρατηγὸς Κίτσος Τζαβέλας, ἦταν Σουλιώτης πολέµαρχος µε θαυµαστὴ δράση στὸν ἐπαναστατικὸ ἀγῶνα.

Εἶχε ἐκπροσωπήσει τοὺς Σουλιῶτες σὲ πολλὲς ἐθνικὲς συνελεύσεις καὶ εἶχε διατελέσει βουλευτὴς καὶ γερουσιαστὴς (1827,1847) ὅπως εἶχε διατελέσει ἐπὶ µακρὸν ὑπασπιστὴς τοῦ Βασιλέως, ἀλλὰ καὶ ἦταν ἀγράµµατος καθ' ὁλοκληρίαν. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ θρυλικὸς αὐτὸς ἥρωας τῆς Κλείσοβας εἶχε πλήρη καὶ µετριόφρονα ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶχε ἀρνηθεῖ ἤδη, τρία χρόνια πρωτύτερα, νὰ γίνει Ὑπουργός, ὅπως ἀναφέρει ὁ Α. Γούδας στοὺς «βίους παράλληλους». Ἀλλὰ ἦταν ἡ περίοδος ποὺ ἡ χώρα εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἔµπειρους πολιτικοὺς καὶ εὔστροφους διπλωµάτες.


Ἔπρεπε νὰ ἀντιµετωπιστεὶ ἡ ἐκκρεµότητα τοῦ ἐπεισοδίου Μουσούρου, τοῦ Πρέσβη τῆς Τουρκίας, Τούρκου καὶ Ἕλληνα µαζί, ποὺ ὁ βασιλιᾶς εἶχε προσβάλει σὲ ἐπίσηµη δεξίωση τῶν ἀνακτόρων ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο 1847, µε ἀποτέλεσµα τὴν ἀπόσυρση τοῦ καὶ τὴ διακοπὴ τῶν ἑλληνοτουρκικῶν σχέσεων. Τὸ βάρος τῶν διπλωµατικῶν χειρισµῶν ἀνέλαβε ὁ Γλαράκης, καὶ στὶς 8 Φεβρουαρίου 1848 ὁ Μουσούρης ξαναγυρίζει στὴν Ἑλλάδα. Ἡ ἐξάµηνη πρωθυπουργία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα (7 Σεπτεµβρίου 1847 - 7 Μαρτίου 1848 )πέρασε µέσα σε Μιὰ γενικότερη ἀναταραχή, ποὺ προκάλεσαν ἀνταρτικὰ κινήµατα ποὺ δροῦσαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κωλέττη.


Πρόκειται γιὰ τίς στάσεις τοῦ Φαρµάκη, τοῦ Παπακώστα, τοῦ Βελέντζα, καὶ τῶν Κοντογιανναίων,ποὺ εἶχαν αἴτηµα καὶ σύνθηµα τους τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἐλευθεριῶν ἀπὸ τίς αὐθαιρεσίες τοῦ Ὄθωνα. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας παραιτήθηκε ἀπὸ πρωθυπουργὸς στὶς 6 Μαρτίου 1848. Ὅσο κι ἂν κατὰ τὴν περίοδο τῆς πρωθυπουργίας του, κατὰ τὸν Μακρυγιάννη, «δὲν γνώριζε τὸ σκυλὶ τὸν ἀφέντη του, κλεψιὲς στὰ ταµεία καὶ στὰ σοδήµατα, ληστεῖες, ἡ ἀρετή, ἡ ἀλήθεια ὁ πατριωτισµὸς ἐχάθηκαν», ἡ πτώση τοῦ Τζαβέλα ἐπῆλθε καὶ ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τῶν προσπαθειῶν ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Ρωσικοῦ καὶ τοῦ Γαλλικοῦ κόµµατος.


Κατὰ τὴν πρωθυπουργία τοῦ Κίτσου Τζαβέλα οἱ Ἠπειρῶτες διαδραµάτισαν σηµαντικὸ ρόλο σὲ διάφορους τοµείς. Διακρίθηκαν, καθένας στὸν τοµέα τους, ὁ Εὐστάθιος Σίµος ἀπὸ τὰ Γιάννενα, ὁ Κωνσταντῖνος Καραπάνος ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος, ὁ Λέων Μελάς, ὁ Νότης Μπότσαρης, ὁ Δηµήτριος Νότης Μπότσαρης, ὁ Ἰωάννης Δούµας ἀπὸ τὸ Καπέσοβο τοῦ Ζαγορίου, ὁ Γιαννιώτης Ἀλέξιος Πάλλῃς, ὁ Ζαγοριανὸς Πέτρος Στροῦµπος καὶ πολλοὶ ἄλλοι.


Ὁ Κριµαϊκὸς Πόλεµος καὶ ἡ Ἐξέγερση στὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Ἤπειρο


Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Κριµαϊκοῦ πολέµου τὸ 1854, ἡ Ἤπειρος σείεται ἀπ' ἄκρου σὲ ἄκρο ἀπὸ ἐπαναστατικὸ κίνηµα. Ἡ καταστροφὴ τοῦ Τουρκικοῦ στόλου στὴ Σινώπη ἔδωκε τὸ σύνθηµα γιὰ τὴν ἐξέγερση τῶν ἀδούλωτων ἐδαφῶν, καθὼς ὅλα τὰ Τουρκικὰ στρατεύµατα εἶχαν ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ τὴ Θεσσαλία γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τῆς Ρωσικῆς ἀπειλῆς. Πρῶτα ξεσηκώθηκε τὸν Ἰανουάριο 1854 ἡ περιοχὴ Ραδοβιζίου Ἄρτας, καὶ ἀκολούθησαν ἡ περιοχὴ τῶν Τζουµέρκων, τῆς Λάµαρης, ἡ περιοχὴ τῆς Λάκας Πρεβέζης, ὅπως καὶ τὰ χωριὰ τοῦ Σουλίου, τῆς Παραµυθιάς, τοῦ Τσαµαντὰ καὶ τῆς Χιµάρας. Ἀκολουθεῖ ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Μακεδονία.


Οἱ ἐπιτυχίες τῶν ἐπαναστατῶν εἶναι ἀπανωτές. Στὸ πλευρὸ τῶν ἐπαναστατῶν προσέτρεξαν παλαίµαχοι Ἠπειρῶτες καὶ ρουµελιῶτες ἀγωνιστές, ὅπως ὁ Κίτσος Τζαβέλας, καὶ οἱ Ι. Ράγκος, Νικόλαος Ζέρβας, Θεόδωρος Γρίβας. Στὰ τέλη τοῦ Ἰανουαρίου 1854 ὁ Θεόδωρος Γρίβας ἀναλαµβάνει τὴν γενικὴ ἀρχηγία τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήµατος. Στὴ Βόνιτσα, στὸν Κραβασαρά, στὴ Ναύπακτο καὶ τὸ Ἀγρίνιο εἶχε ἀναληφθεῖ σοβαρότατη κινητοποίηση γιὰ συµπαράσταση. Οἱ συντονισµένες κινήσεις τῶν ἐπαναστατῶν περιέσφιξαν τὴν Ἄρτα, ποὺ καταλήφθηκε προσωρινά. Ἀλλεπάλληλες Τουρκικὲς καὶ Ἑλληνικὲς ἐνισχύσεις συσσωρεύονταν γύρω ἀπὸ τὴν Ἄρτα, καὶ στὸ στρατόπεδο τοῦ Πέτα συγκροτήθηκε τὸ Ἑπτανησιακὸ σώµα.


Μέσα σ' ἕνα µήνα ξεσηκώθηκε ὁλόκληρη ἡ Ἤπειρος καὶ ἀπειλήθηκαν ἀκόµα καὶ τὰ Ἰωάννινα. Ἡ πορεία τῶν γεγονότων ἀνέδειξε ἀδιαφιλονίκητο ἀρχηγὸ τῶν ἑλληνικῶν δυνάµεων τὸν Κίτσο Τζαβέλα. Ἀλλὰ ἡ ἀντίστροφη µέτρηση ἄρχισε ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1854. Ἀπὸ τίς πρῶτες συγκρούσεις µετὰ τὴν 12 Ἀπριλίου διαφάνηκε ἡ ἔλλειψη συντονισµοῦ τῶν ἐπιχειρήσεων τῶν ἐπαναστατῶν, ποὺ ἀντιµετώπιζαν κατὰ πολὺ ὑπέρτερες δυνάµεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία πῆραν φανερὰ τὸ µέρος τῆς Τουρκίας, καὶ ἔφθασαν µέχρι τὸν ναυτικὸ ἀποκλεισµὸ τῆς Ἑλλάδος µε τὴν κατοχὴ τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀναγκάστηκε νὰ σταµατήσει τὴν βοήθεια ποὺ χορηγοῦσε ἀνεπίσηµα καὶ νὰ διατάξει τὴν ἀποχώρηση τῶν Ἑλλήνων ἀξιωµατικών.




Ἡ µαζικὴ Τουρκικὴ ἐπίθεση στὸ στρατόπεδο Πέτα στὶς 13 Ἀπριλίου 1854 ἔκρινε καὶ τὴν τελικὴ ἔκβαση τῆς ἐπανάστασης. Οἱ Σουλιῶτες συνέχισαν νὰ µάχονται στὰ Πέντε Πηγάδια µέχρι τίς 6 Μαΐου ποὺ συµφωνήθηκε ἡ ἀµνήστευση τους, ἐνῶ παρόµοια ἀποτυχία εἶχε τὸ κίνηµα στὴ Μακεδονία καὶ στὶς 6 Ἰουνίου τὸ κίνηµα τῆς Θεσσαλίας. Ἡ γενεὰ τοῦ 1854 δὲν θύµιζε πλέον σὲ τίποτα τὴ γενεὰ τῶν Τουρκοµάχων τοῦ 1821. Ἡ µακρὰ ἐξοντωτικὴ Βαυαροκρατία, ἡ ἀποπνικτικὴ ἀπολυταρχία, ἡ παραλυτικὴ πολιτικὴ διαπάλη, καὶ οἱ ἄθλιοι κοµµατικοὶ ἀγῶνες εἶχαν ὑπονοµεύσει τὸ φρόνηµα καὶ τὴ µαχητικότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.


Ὁ Κίτσος Τζαβέλας εἶχε µεταβεὶ στὸ Μεσολόγγι γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν ἀδούλωτων ἐδαφῶν, καὶ εἶχε ἀναλάβει τὴν ἀρχηγία ὅλου τοῦ ἀγῶνος. Ἀφοῦ εἶδε τίς ἐλπίδες του νὰ χάνονται, πέθανε, ὅπως λέγεται, ἀπὸ µαρασµό.


ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Οἱ Ἀρχὲς καὶ τὸ Σθένος τῆς Φάρας τῶν Τζαβελαίων Τὸν Κίτσο Τζαβέλα εἶναι δύσκολο νὰ τὸν βιογραφήσουµε. Διότι θὰ ἦταν ἀνάγκη τότε νὰ ἀναπτύξουµε ὅλον τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ στὶς περισσότερες µάχες, µαζὶ µε ἄλλους ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, παρέστῃ καὶ ἔδρασε. Σὲ Μιὰ περίοδο ποὺ ὅλη ἡ χώρα εἶχε µετατραπεὶ σὲ ἀπέραντο πεδίο συγκρούσεων. Ἀλλὰ ποῖο ἦτο τὸ φρόνηµα, τὰ συναισθήµατα καὶ τὰ ἰδεώδη, ποὺ δονοῦσαν τὴ ψυχὴ καὶ τὴν καρδία τοῦ ἀγωνιστῆ Κίτσου Τζαβέλα; Ἡ Ἑλλὰς κοιµάται ἀκόµη, ἤδη όµως πολεµάει κατὰ τοῦ Ἀλὴ τὸ Σούλι. Ὁ Φῶτος, τοῦ καπετὰν Λάµπρου Τζαβέλα ὁ υἱός, εὑρίσκεται όµηρος στὰ χέρια τοῦ τυράννου Ἀλή, ἐπιστρέψας δὲ στὴ φωλιὰ τῶν ἡρώων τὸ Σούλι, γράφει ὁ Λάµπρος στὸν Ἀλή:


«Ἀλὴ Πασᾶ χαίροµαι ποῦ γέλασα ἕνα δόλιο. Εἶµαι ἐδῶ νὰ διαφεντεύσω τὴν πατρίδα Μοῦ ἐναντίον εἰς ἕνα κλέπτη. Ὁ υἱὸς Μοῦ θέλει ἀποθάνει, ἐγὼ όµως ἀπελπίστως θέλει τὸν ἐκδικήσω πρὶν ἀποθάνω. Ἐὰν ὁ υἱὸς Μου, νέος καθὼς εἶναι δὲν µένει εὐχαριστηµένος νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὴν πατρίδα του, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ζήσει καὶ νὰ γνωρίζεται ὡς υἱὸς Μοῦ, µῆτε νὰ γνωρίζεται ἄξιος υἱὸς τῆς Ἑλλάδος πατρίδος Μᾶς, ἐὰν µε γενναιότητα δὲν ὑποφέρει το θάνατο. Προχώρησε λοιπὸν ἄπιστε, εἶµαι ἀνυπόµονος νὰ ἐκδικηθῶ».


Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἀντικατοπτρίζει τὴν Ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ τὴν Ἑλληνικὴ συνείδηση τῶν Σουλιωτῶν, τὴ ἄπελπι πάλη καὶ τοὺς διωγµούς τους, τοὺς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες καὶ τὰ δάκρυα µε τὴν ἅλωση τῶν πατρίων βουνῶν, τὴ πικρία τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ ἡρωικοῦ Σουλίου καὶ ὅλο ἐκεῖνο τὸ σθένος, τὸ ὁποῖο ἠρύοντο κατὰ τίς ἠµέρες της µεγάλης ἐπαναστάσεως οἱ οἰκογένειες τῶν Τζαβελαίων καὶ τῶν Μποτσαραίων. Τὸ φρόνηµα καὶ τὰ ἰδεώδη ποὺ καλλιέργησε στὴ ψυχὴ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα ἡ µητέρα του, ἡ θρυλικὴ Δέσπω Τζαβέλα, ἀδελφή του ἐκ Παραµυθίας Σουλίου ὁπλαρχηγοῦ Ζώη Πάνου, ποὺ τόσο πολὺ τραγούδησε ἡ λαϊκὴ Μᾶς µούσα.


Ἡ Ἑλληνικὴ Ψυχή, οἱ Πνευµατικὲς Παρακαταθῆκες, καὶ ἡ Ἐθνικὴ Ἀρετὴ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα


Αὐτοὶ ποὺ ἐξόντωσαν τὸν Τοῦρκο κατακτητῆ στὸν ἀγῶνα τῆς ἀνεξαρτησίας δὲν ἐλέγοντο Κοραῆς καὶ Τρικούπης, ἀλλὰ Κανάρης καὶ Μιαούλης, Καραϊσκάκης καὶ Τζαβέλας. Δὲν ἦταν σοφοὶ καὶ λόγιοι, ἀλλὰ πολεµιστὲς ἀγράµµατοι. Καὶ ἡ ὑψηλὴ ἰδέα ποὺ δόνησε τὴν καρδία τῶν ἁπλοϊκῶν ἐκείνων ἀνθρώπων ἦταν ἡ αἰώνια Ἑλληνικὴ ψυχή. Ἡ Ἑλληνικὴ ψυχή, ποὺ ἀπὸ τοῦ Ὀµήρου µέχρι τῶν ἀγνώστων ποιητῶν τῶν κλέφτικων τραγουδιῶν, ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Αἰσχύλο µέχρι τον Κοραῆ καὶ τὸν Φεραῖο, ὑπῆρξε µία καὶ ἀναλλοίωτος. Δὲν ἔσβησε ποτέ. Τὰ γράµµατα τῶν σχολείων τοῦ γένους, τὰ τυπογραφεῖα τῆς Βενετίας καὶ τῆς Μοσχοπόλεως, τὰ κλέφτικα τραγούδια καὶ οἱ θούριοι τοῦ Ρήγα καί του Κοραῆ, τὴν διατήρησαν θερµὴ πάντοτε.


Ὥστε νὰ µη τὴ παγώσει τὸ ψῦχος τῆς δουλείας. Ἄν ἡ ἑλληνικὴ πολιτεία µε τὴν ἅλωση τῆς Κών/πόλεως κατελύθῃ, ἡ Ἑλληνικὴ ψυχή, βαρέως πληγεῖσα, οὐδέποτε ἀπέθανε. Ἡ ψυχὴ τοῦ γένους ἦταν πάντα ζωντανὴ καὶ ἀκµαία. Ἀνέβαζε τοὺς κλέφτες στὰ φαράγγια τῆς Γκιώνας καὶ τῆς Λιάκουρας, κατέβαζε τοὺς ἀρµατολοὺς στὴ πολεµικὴ ἀκαδηµία του Ἀλὴ πασᾶ, ἄναβε τὴ θρυαλλίδα τῆς ἐξέγερσης ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καὶ συνεχίστηκε, πότε στὴ Μάνη, πότε στὸ Σούλι, πότε στὸν Πόντο, πότε στὴν Ἤπειρο, ἀπὸ τὸν Κροκόνδιλο Κλαδὰ µέχρι τὸ Διονύσιο Τρίκκης, ἀπὸ τὸν Μπούα Γρίβα µέχρι τὸ Λάµπρο Κατσώνη.


Τὸ ἔθνος, µε τίς αἰωνόβιες παραδόσεις του, µε τὸν ὑψηλὸ πολιτισµό του, προσπαθεῖ καὶ ἀγωνίζεται µε καταπληκτικὸ σθένος καὶ µε ἀξιοθαύµαστη ἐπιµονή, ἕν µέσω ἀφάνταστων δυσχερειῶν καὶ µεγίστων κινδύνων, προσπαθεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ ἀπαλλαγεῖ τῆς καταθλιπτικῆς τυραννίας. Ἡ Ἑλλάδα, µεταµορφώνοντας σὲ σπαθὶ τὸ µέταλλο τῶν ἀλυσίδων της, πεθαίνει πολεµώντας, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ στὴ δόξα της. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη κάθε ξεσηκωµένος ραγιᾶς, ἦταν ἐνσάρκωση τῆς πιὸ µεγάλης ἰδέας τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, τῆς ἰδέας τῆς ἐλευθερίας. Καὶ ἡ ἰδέα αὐτὴ δὲν ἦταν µόνο πνεύµα, ἦταν καὶ πράξη, δὲν ἦταν µόνο λόγος ἦταν καὶ ξίφος. Ἦταν ἀπόφαση θανάτου. Χωρὶς ἀπόφαση θανάτου δὲν ὑπάρχει τὸ ἐνδοξότερο τῆς ζωῆς στεφάνωµα, ἡ ἀθανασία.
Σκότος καὶ ζόφος στυγνῆς δουλείας κάλυπτε τὴ χώρα µας. Τύραννος πανίσχυρος καὶ ἀπηνὴς σὰν βαρὺς ἐφιάλτης ἐπεκάθητο ἐπ' αὐτῆς. Καὶ ἔξωθεν ἡ ἀπροκάλυπτος ἀπειλὴ τῆς Ἱερᾶς Συµµαχίας, ἡ ὁποία, ἕν ὀνόµατι τῆς θεωρίας τῆς « νοµιµότητας », καταδίκαζε κάθε πολιτικὴ µεταρρύθµιση γινοµένη δια τῶν ὅπλων. Ἀλλ' όµως ἡ ἑλληνικὴ ψυχή, ἀδούλωτος καὶ ἀπτόητος, δὲν ὑπελόγιζε ὅλα αὐτά. Καὶ ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωµα τοῦ χρόνου, τὸ ἀσθενὲς σὲ µέσα, ἀλλὰ πανίσχυρο στὴν ψυχὴ ἔθνος, δηµιουργεὶ µέσω τῶν ἁπλοϊκῶν ἡρώων τοῦ 1821 µεγάλα, τοῦ Κανάρη καὶ τοῦ Παπαφλέσσα, τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τοῦ Τζαβέλα, ἔνδοξα, ἀθάνατα κατορθώµατα, ποὺ προκαλοῦν τὸν τρόµο καὶ τὴ λύσσα τοῦ τυράννου, τὸν θαυµασµὸ κάθε φιλελεύθερης καρδίας πανταχοῦ τοῦ πολιτισµένου κόσµου.


Ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ δόξα περιτρέχουν τὴν οἰκεία Ἑλληνικὴ γῆ. Ὁ Ἀδαµάντιος Κοραῆς προσπάθησε νὰ διαδοθεῖ στὸ γένος ἡ παιδεία. Ἡ παιδεία ὄχι µόνο τῆς κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς καρδίας, τοῦ στήθους, ὅπως ἔλεγε. Αὐτὴ ἡ παιδεία τόνωσε τὴ συνείδηση τῶν ἱερῶν ὑποχρεώσεων, καὶ χάλκευσε τὰ πνευµατικὰ ὅπλα µε τὰ ὁποῖα ἐθραύσθησαν τὰ δεσµὰ τῆς δουλείας. Εἰς αὐτὴν ὀφείλεται ἡ διάσωση τοῦ πατριωτισµοῦ, τῆς θρησκείας καὶ τῆς γλώσσας, ἡ προσήλωση στὶς πατρῶες παραδόσεις. Σ' αὐτὴν ὀφείλεται τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο συναίσθηµα ποὺ δηµιούργησε τὸ Σούλι, τὸ Δραγατσάνι, τὰ Ψαρά, καὶ γέννησε τοὺς ἥρωες τοῦ 1821, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ἐστεροῦντο µορφώσεως, ἀσυνείδητα ἀνέπνεαν τὸν πνευµατικὸ ἀέρα, καὶ καθοδηγοῦντο ἀπὸ τίς παραδόσεις τοῦ ἔθνους.


Ἄπειρα παραδείγµατα Μᾶς ἀποδεικνύουν ὅτι στὴν ἁπλοϊκὴ ψυχὴ τοῦ Κ. Τζαβέλα καὶ τῶν ἄλλων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 ὑπῆρχε µεγάλη καὶ ὑψηλὴ ἡ ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύµατος. Ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐνέπνεε στὸν ἀγῶνα τὸ αἴσθηµα τῆς ὑπεροχῆς ἔναντι τοῦ κατακτητῆ. Ἀόριστος καὶ ἀσαφής, ἀλλὰ πάντοτε µεγάλη ἦταν σ' αὐτοὺς ἐµφυτευµένη ἡ ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ φρονήµατος. «Σταθεῖτε Πέρσες νὰ πολεµήσουµε», φώναζαν οἱ ὁπλαρχηγοὶ στοὺς Τούρκους, ὅταν οἱ τελευταῖοι πανικόβλητοι ἐτρέποντο σὲ φυγή. Ἡ καταφρόνηση τοῦ θανάτου ὑπαγόρευε στὸν Καραϊσκάκη, λίγο πρὶν σφραγίσει ὁ θάνατος τὰ µάτια τοῦ, κατὰ τὴ µαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ, τὰ λόγια : «Ἡ τιµὴ καὶ τὸ καύχηµα τῶν Ἑλλήνων παλικαριῶν εἶναι νὰ τοὺς κράζουνε σφαγάδια καὶ ὄχι ψοφίµια».


Γιὰ τὸν Κίτσο Τζαβέλα ὁ Όµηρος, ὁ Δηµοσθένης, ὁ Θεµιστοκλής, τῶν ὁποίων γνώριζε τὰ ὀνόµατα καὶ ἀµυδρὼς τὴ δράση, ἀπὸ τίς διηγήσεις τῶν γραµµατισµένων, ἦταν οἱ ἠµίθεοι τῆς χώρας, καὶ αὐτὸς ὁ φυσικὸς κληρονόµος. Ὁ Παρθενῶνας ἐκπροσωποῦσε τὴν εὔκλεια τῶν ἀρχαίων χρόνων, ποὺ ἤθελε νὰ ἀναστήσει, καὶ ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἐντὸς τῆς Ἀκροπόλεως ἤθελαν νὰ ἀποσπάσουν τὸ µόλυβδο ποὺ συνέδεε τοὺς λίθους, τότε ἀπὸ τοὺς πολιορκητὲς ἐστάλῃ µόλυβδος , γιὰ νὰ περισωθοῦν τὰ ἀρχαῖα µνηµεία. Προτιµούσαν νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ βόλι τοῦ Τούρκου οἱ ἴδιοι, παρὰ τὰ µνηµεία. Ἀγράµµατοι οἱ ἴδιοι, ἔκαναν πράξη τὴ ρήση τοῦ Σωκράτη «ταῖς µὲν πόλεσι τὰ τείχη, ταῖς δὲ ψυχὲς ὁ ἐκ παιδείας νοῦς κόσµον καὶ ἀσφάλεια παρέχει».
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα, διέλαµψε, ὅσο καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Μαραθῶνα, ὅσο καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διγενὴ Ἀκρίτα, ἡ ἐθνικὴ Μας ἀρετή. Ἔντονα προβλήθηκαν τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά της. Ἀκαταγώνιστη ἀποδείχθηκε ἡ δύναµη τῆς. Καὶ τὸ µέγα θαύµα εἶναι ὅτι ἡ προαιώνια καὶ ἀστείρευτη αὐτὴ ἀρετὴ δὲν ἐξόπλισε ψυχικὰ µόνο τοὺς λίγους καὶ τοὺς διαλεχτούς. Ἀλλὰ καὶ τοὺς πολλούς, τοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς πιὸ ἀφανεῖς. Ἐξόπλισε τὴ γενεὰ ὅλη. Τὸ γένος ὁλόκληρο. Ἐπειδὴ ὁ ἀγῶνας ἦταν πανελλήνιος, δὲν ἦταν ποτὲ ἀγῶνας ταξικός.


Οἱ Συνέπειες καὶ τὰ Διδάγµατα τοῦ Ἀγῶνα


Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 ἔγραψαν ἱστορία στὴν Εὐρώπη. Προκάλεσαν τὸ ἐκπληκτικὸ κίνηµα τοῦ φιλελληνισµοῦ, καὶ ἀπασχόλησαν ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν τὴν Εὐρωπαϊκὴ διπλωµατία µε τὸ Ἑλληνικὸ ζήτηµα. Κατέφεραν ἰσχυρὸ πλήγµα στὸ καθεστὼς τῆς Ἱερᾶς Συµµαχίας. Στὴ συνείδηση τοῦ ἔθνους, οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 ἔγιναν θρῦλοι. Ἐνέπνευσαν γενεὲς Ἑλλήνων γιὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήµατα, καὶ σὲ καιροὺς δοκιµασίας, τοὺς ἐµψύχωσαν γιὰ καρτερία καὶ ἀντίσταση. Σήµερα ὁ κοσµοπολιτισµὸς παρουσιάζεται ἀποκλειστικὰ σὰν ἀντίµαχος τῆς πατριδολατρίας. Ἑλκυστικὰ θρασύστοµα δαιµόνια κερνοῦν τὸ µεθυστικὸ κρασὶ νεοπρόσφερτων ἰδεῶν. Θεῖες πατρίδες προσβάλλονται, ἱερὲς λατρεῖες γίνονται σκοποὶ στὰ χτυπήµατα θρησκευµάτων ὕποπτων, ἥρωες τοῦ 1821 παρουσιάζονται σὰν ἀλλοεθνεῖς.


Ἀλλὰ ἡ προπαγάνδα καταρρίπτεται, καὶ οἱ πατρίδες ἀντέχουν, γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ λείψουν. Εἶναι ριζωµένες στὰ ἔγκατα τῆς ἱστορίας, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ σ' αὐτὲς νὰ παραµελήσουν τους θησαυροὺς τῶν περασµένων καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἡρώων τοῦ 1821. Οἱ ἰσχυροὶ τῆς Γῆς συµβουλεύουν κάποτε ἀνήθικους συµβιβασµοὺς γιὰ ἀλύτρωτες πατρίδες µας. Εὐτυχῶς οἱ ἀδύνατοι, ὅταν αὐτοὶ εἶναι Ἕλληνες ποὺ ἐµπνέονται ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ 1821, ἀπαντοῦν ἐµπράκτως µε τὴν ἄτεγκτο ἐφαρµογὴ τοῦ ἠθικοῦ νόµου, ποὺ πρῶτο καὶ τελευταῖο ἄρθρο του ἔχει τὸ ἰδανικὸ τῆς ἐλευθερίας. Ἐξ' ἄλλου τὴν ἠθικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας χαράζει καὶ χειραγωγεῖ ὄχι τόσο ἡ ἰσχύς,ἰσχῦς τῶν µεγάλων, ὅσο ἡ θυσία τῶν µικρών.


Οἱ παγκόσµιες συνέπειες τῶν ἀγώνων τοῦ 1821 ὑπῆρξαν ἄπειροι, καὶ ἀκόµα καὶ σήµερα δὲν ἔχουν ἐξαντληθεῖ. Ἡ Ἱερὰ Συµµαχία, καταρρακωµένη ἠθικά, διαλύεται σὰν πολιτικὸς συνασπισµὸς µετὰ τὴ διάσπαση Ρωσίας καὶ Αὐστρίας. Ὁ ἀγὼν τοῦ 1821 ἐνίσχυσε στὴν Ἰταλία τὸ αἴσθηµα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας καὶ τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας. Στὴ Γαλλία, τὰ φιλελεύθερα πολιτικὰ κόµµατα, ἐνδυναµωµένα ἀπὸ τὴ διάλυση τῆς Ἱερᾶς Συµµαχίας, κατέλυσαν τὸ 1830 τὸ ἀπολυταρχικὸ σύστηµα, χωρὶς ἡ ἄλλη µοναρχικὴ Εὐρώπη νὰ τολµήσει νὰ παρέµβει. Τέλος ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση δηµιούργησε τὸ νέο δίκαιο στὶς σχέσεις µεταξὺ τῶν λαῶν, τὸ δίκαιο τῶν ἐθνοτήτων ποὺ ἔγινε ἡ σηµαία του Α' παγκοσµίου πολέµου καὶ εἶναι σήµερα ἡ βάση τοῦ διεθνοῦς δικαίου.


Πέραν ὅλων αὐτῶν ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἀνέδειξε ὁλόκληρη γενεὰ ὑπέρλαµπρων ἡρώων, τὴ γενεὰ τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Καὶ ἐπισφράγισε ἐσαεὶ τὴ δόξα τῶν Σουλιωτῶν, τῶν ὁποίων καὶ ὁ τελευταῖος ὁπλίτης ἦταν ἀνώτερος σὲ στρατιωτικὴ ἀξία πολλῶν ἀρχηγῶν τῆς ἐπαναστάσεως. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας, µαζὶ µε τοὺς ἄλλους ἰσάξιους τοῦ Σουλιῶτες ὁπλαρχηγούς, ἀναβίωσε στὴ συνείδηση Μᾶς τὸ κλέος καὶ τὴν πολεµικὴ ἀρετὴ τῶν λεοντόκαρδων Σουλιωτῶν.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

















Δεν υπάρχουν σχόλια: