Τρίτη 12 Απριλίου 2022
Ἡ Ψυχὴ στὴν σωκρατικὴ φιλοσοφία
Τετάρτη 6 Απριλίου 2022
Ἱερὸ νησὶ Δήλου - Γιατί ἀπαγορεύθηκε νὰ γεννιέται καὶ νὰ πεθαίνει κάποιος ἐπάνω σε αὐτό
Κυριακή 27 Μαρτίου 2022
Ἡ ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022
Λαμίᾳ: Μιὰ μαρτυρία γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Διάκου (ἀποκαλυπτικὰ ἔγγραφα) ΙΣΤΟΡΙΑ
Ἐλάχιστες καὶ συγκεχυμένες ἦταν οἱ πληροφορίες, ποὺ εἴχαμε μέχρι τώρα, σχετικὰ μὲ τὴν τύχῃ τοῦ σώματος τοῦ μάρτυρα τῆς ἐλευθερίας Ἀθανασίου Διάκου.
Σύμφωνα μὲ μιὰ ἄποψη, ἐπειδὴ τὸ καρφωμένο στὴ σούβλα σῶμα τοῦ Διάκου καὶ τὰ κομμένα κεφάλια τῶν συμπολεμιστῶν του, τὰ ὁποῖα εἶχαν τοποθετηθεῖ πάνω στὴν κοπριὰ ὁλόγυρα ἀπ' τὸ Διάκο, εἶχαν ἀρχίσει νὰ μυρίζουν, ἀφοῦ ἦταν ἐκτεθειμένα γιὰ ἕξι μέρες, οἱ Τοῦρκοι ἀγγάρεψαν τοὺς Λαμιῶτες Κεφάλα καὶ Φαραδῆμο νὰ ρίξουν τὸ πτῶμα τοῦ Διάκου καὶ τὰ κομμένα κεφάλια στὸ διπλανὸ ρέμα (Σκατόρεμα) καὶ νὰ τὰ σκεπάσουν μὲ κοπριές1.
Σύμφωνα μὲ μία παράδοση, τὴν ὁποία παραθέτει ὁ Λάππας (ό. π. 150 κ.ε.), τὸ πτῶμα τοῦ Διάκου τὸ ξέχωσε τὴν ἄλλη νύχτα κάποιος Ἕλληνας Λαμιώτης, τὸ ἔπλυνε, τὸ σαβάνωσε καὶ τὸ ἔθαψε ἔξω απὸ κάποιο ἐρημοκκλήσι στὴ Λαμίᾳ. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Θ. Λάσκαρη, «ὅτε ἡ Ἑλλὰς ἔγινεν ἐλεύθερον βασίλειον τὸ μέρος ἠρευνήθῃ, ἀλλ' οὐδὲν ἴχνος ἀνευρέθῃ»2.
Ὁ Λάππας (ό. π. 151) πιστεύει ὅτι ἡ ταφὴ ἔγινε στὸ Σκατόρεμα κι ὅτι τὰ ὀστᾶ τοῦ Διάκου χάθηκαν γιὰ πάντα.
Ἐκτὸς ἀπ' τὴ μαρτυρία γιὰ τὴν τύχη τοῦ σώματος τοῦ Διάκου, σημαντικὴ εἶναι ἡ ἔμμεση πληροφορία ὅτι στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας θυσιάσθηκαν συνολικὰ ἐκατὸν τριάντα Ἔλληνες6,
τὰ κεφάλια τῶν ὁποίων ἐνταφιάσθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Διάκο. Στὸ ἴδιο ἔγγραφο ὑπάρχουν διαφωτιστικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν πολιορκία τῆς Λιβαδειὰς ἀπ' τοὺς Τούρκους, γιὰ τοὺς Σουλιῶτες, τὸν Ὀδ. Ἀνδροῦτσο, τὸν Χρ. Παλάσκα κ.ἄ.
Ὁ Σκόρδης εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἐξαγοράσει καὶ νὰ θάψει τὸ σῶμα τοῦ Διάκου καὶ τὰ κομμένα κεφάλια τῶν συμπολεμιστῶν του, γιατί ἦταν γραμματέας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη7.
Οἱ μαρτυρίες τοῦ Σκόρδη πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ἔγκυρες γιατί ἦταν ἀξιόπιστο πρόσωπο, ὅπως φαίνεται κι ἀπ' τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ Παν. Ζαφειρόπουπου, ὁ ὁποῖος διασταύρωσε τίς πληροφορίες ποὺ εἶχε.
Ὁ Σκόρδης ἦταν μυημένος στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, κι ἀργότερα, ὅταν ἦρθε στὴν Ἀρκαδία, ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία τὸν διόρισε ὑπασπιστῆ τοῦ Παν. Ζαφειρόπουλου5. Γιὰ ἕνα μέρος τῶν δραστηριοτήτων του στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, ὁ Σκόρδης ἐπικαλεῖται τὴ μαρτυρία τῶν προκρίτων της Λιβαδειὰς Νικόλαου καὶ λάμπρος Νάκου.
Ἡ μαρτυρία τοῦ Σκόρδη, ὅτι δηλαδὴ ὁ Διάκος θάφθηκε κανονικὰ μαζὶ μὲ τὰ ἑκατὸν τριάντα κεφάλια τῶν συμπολεμιστῶν του, δίνει τὴ δυνατότητα τῆς ταύτισης τῶν ὀστῶν τοῦ Διάκου σὲ μελλοντικὴ ἀνεύρεση τούς. Ὁ ὁμαδικὸς αὐτὸς τάφος θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ, πιστεύω, στὸ τότε χριστιανικὸ νεκροταφεῖο τῆς Λαμίας9.
Παραθέτω ἐδῶ τὸ ἔγγραφο σὲ μεταγραφή, διατηρῶντας τὴν ὀρθογραφία του:
«Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν θυσιῶν καὶ ἀγώνων ἐξεταστικὴν ἐπιτροπήν.
Ὁ ὑπογεγραμμένος εἶμαι ἐκ τον χωρίου Βερδαίνων τῆς ἐπαρχίας ἁγίου Πέτρου ἀγωνιστὴς εἰς τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας τῆς πατρίδος Ἱερὸν πόλεμον, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὅπου ὑπηρέτησα τὴν πατρίδα ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικῶς.
Πρὶν τοῦ Ἱεροῦ ἀγῶνος ἤμουν εἰς τὸν ὀμὲρ πασιὰ βερβεριόνη ἕνας τῶν Γραμματέων αὐτοῦ, ἤμουν ὁρκισμένος εἰς τὴν Ἱερὰν Ἐταιρίαν τῆς Πατρίδος, καὶ ἅμα ἐπολιορκήθῃ ὁ Ἀλὶ πασᾶς ἐδιετάχθην ἀπὸ τὴ συναδελφὴ νὰ διαμένω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ὀμερπασιὰ καὶ συνδράμω, καθὰς ὁδηγίας ἔλαβον παρὰ τοὺς ἑταιρικοὺς συναδέλφους, καὶ εἰδοποιῷ αὐτοὺς τὰ στρατηγήματα τῶν πασιάδων.
Καὶ πρῶτον εἰδοποίησα τοὺς Σουλιώτας ἀφοῦ ἐκήρυξαν τὸν πόλεμον, καὶ ἐξαπέστειλα εἰς αὐτοὺς τρία φορτία πολεμοφόδια μέσον τοῦ ἐπισκόπου Ἄρτης.
Ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἕνα κελαρίτη Τασούλια χρισικὸν τοῦ Μουχτὰρ πασᾶ.
Τὸν Γεώργιον Τουρτούρην ὁμοίως ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὴν φυλακήν, μάρτυρας εἶναι ἡ οἰκογένεια αὐτοῦ.
Τὸν μακαρίτην Χρῆστον Μπαλάσκα ἔχων εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰσμαὴλ πασιὰς καὶ τὸν ἐλευθέρωσα καὶ χρήματα ἀρκετὰ τὸν ἐβοήθησα αὐτὸν τε καὶ τὴν φαμελείαν του μάρτυρας ἔχω τὴν ἰδίαν Σύζυγόν του κυρίαν Παλάσχα.
Ἐκστράτευσεν ὁ Ὀμὲρ πασιὰς δια τὴν Πελοπόννησον καὶ φθάσας εἰς τὸ Δερβένι Φούρκα μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ δὲν ἔλειψα νὰ εἰδοποιῶ τὰ Ἑλληνικὰ Στρατεύματα καὶ αὐτὸν τὸν μακαρίτην Διάκον ὅλα τὰ Στρατηγήματα τὸν Ὀμὲρ πασιά, καὶ ἀφοῦ ἐσυλήφθη ὁ Μακαρίτης Διάκος, καὶ ἐθανατώθῃ μὲ τὸν αἰσχρότατον θάνατον, ἀγόρασα τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐνταφίασα μ' ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειαν, ὁμοῦ μὲ ἑκατὸν τριάκοντα κεφάλας θυσιασθέντας εἰς τὸν πόλεμον τὸν Διάκου, καὶ εἰκοσιτέσσαρους χριστιανοὺς ἠλευθέρωσα ἀπὸ τὸν θάνατον ὅπου εἶχον συληφθὴ αἰχμάλωτοι, ὑπὲρ τὰς πέντε χιλιάδας γρόσια ἐδαπάνησα εἰς τὴν θανὴν τοῦ Διάκου καὶ εἰς τὰς ἑκατὸν τριάντα κεφάλας καὶ εἴκοσι τεσσάρων αἰχμαλώτων.
Ἐλευθέρωσα μίαν γυναῖκα μὲ δυὸ παιδιὰ ἀπὸ τὸ χωρίον δαβλάνη μὲ πεντακόσια γρόσια ἀγοράν.
Δεκατέσσαρας ψυχὰς ἐλευθέρωσα ἀπὸ Τουρκοχώρι καὶ βελιτζώτη μὲ δυὸ καὶ ἥμισυ χιλιάδες γρόσια ἀγοράν. Ἕνα κοράσιον ἀπὸ Ταλάντη μὲ δυὸ χιλιάδες γρόσια, ἕνα παιδὶ ἀπὸ σούρπη μὲ τριακόσια γρόσια.
Τοὺς ἐγκλείστους εἰς τὸ φρούριον Λεβαδίας χριστιανούς, ἀφοῦ ἠθέλησαν νὰ παραδοθοῦν, εἰδοποίησα πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸν τὸν πασιὰ ὅπου ἤθελε τοὺς κάμει σφάγιον, δὲν ἐπαραδόθησαν καὶ διοργάνωσα τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ τοὺς ὀδήγησα νὰ φύγουν ἀπὸ δρόμον τὸν ὁποῖον προετοίμασα, καὶ ἀναχώρησαν ἀβλαβῶς ἐξῶν τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀσθενῶν, καὶ ὁ Γέρων Νικόλαος Νάκος πρὸς τὸν ὀποῖον ἔδωσα τὴν μεγαλυτέραν συνδρομὴν καὶ βοήθειαν μαρτυρεῖ δὲ ὅλη ἐπαρχία Λεβαδίας περὶ αὐτῶν, καὶ ὁ κύριος Λάμπρος Νάκος, εἰς τὴν περίστασιν ταύτην καὶ εἰς τὰ χωρία Λεβαδίας, καὶ εἰς τὸν βάλτον ἐδαπάνησα ἀρκετὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα γνωρίζει ὁ κύριος Λάμπρος Νάκος, ὁ ἰατρὸς Σπειρίδων Καλογερόπουλος γνωρίζει ὅσα ἔκαμον εἰς Θήβας καὶ Εὔριπον πρὸς ὄφελος τῶν ὁμογενῶν.
Παραλείπω ὅσα ἔπραξα πρὸς βοήθειαν τῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν ὅπου ἦταν κλεισμένοι εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν τῆς Θήβας, καὶ ἐλευθέρωσα αὐτοὺς ἀπὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον.
Δια τὸν Χρῆστον Μπαλάσκα ἤμουν ἐγγυητὴς εἰς τὸν ὀμὲρ πασιὰ καὶ ἀφοῦ ἐσυνενοήθη ὁ Μπαλάσκας μὲ τὸν Ὀδισέα νὰ ἑνωθοῦν καὶ κτιπήσουν τους ἐχθροὺς μὲ εἰδοποίησαν καὶ ἀνεχώρησα ἀπὸ τὸν πασιὰ καὶ ἑνώθῃν μὲ τὰ ἑλληνικὰ Στρατεύματα, καὶ ἐκτιπήσαμεν τὰ ἐχθρικὰ Στρατεύματα καὶ ἐδιαλύθη μετου πολὺ ἡ ἐκστρατεία τὸν ὀμερπασιά, παραλοίπω ὅσα ἐδαπάνησα εἰς ἀπελευθέρωσιν ὁμογενῶν εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα.
Ἀπῆλθον εἰς Πελοπόννησον καὶ ἑνώθῃν μὲ τὰ ἐπαρχιακὰ Στρατεύματα τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Πέτρου εἰς τὴν πολιορκίαν Τριπόλεως μέχρι τῆς ἁλώσεως αὐτής, καὶ τὰς μετὰ ταῦτα θυσίας καὶ ἐκδουλεύσεις μου μαρτυρεῖ τὸ ἐσώκλειστον ἀποδεικτικὸν τοῦ ὁπλαρχηγοῦ τῆς ἐπαρχίας.
Τὰ πρωτότυπα ἀποδεικτικὰ παρεδόθησαν εἰς τὸ ἐπαρχεῖον Κυνουρίας κατὰ τὸ 1834, τὰ δὲ ἀντίγραφα κατὰ τὸ 1836 εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Στρατιωτικὴν ἐπιτροπὴν δύναται δὲ ἡ ἐπιτροπὴ
Ἐν Ἁγίῳ Ἰωάννῃ τὴν 10 Αὐγούστου 1846
Εὐπειθέστατος Δημότης θυρέας
Παναγιώτης Σκόρδης
1. Γ. Κρέμος, «Ἱστορικὰ Ἐπανορθώματα. Ἀθανάσιος Διάκος», περιοδ. Ἀπόλλων Δ', (Πειραιεύς, 1887) 725. Βλ. ἐπίσης, Τάκης Λάππας, Θανάσης Διάκος, Ἀθήνα 1949, 145.
2. Λάππας, ό. π. 151, σημ. 1.
3. Τὸ ἔγγραφο βρίσκεται στὸ Ἀρχεῖο Χειρογράφων καὶ Ὁμοιότυπων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης (ἀρ. 12699), στὸ φάκελο τοῦ ἀγωνιστῆ Παναγιώτη Σκόρδη, καὶ μοῦ ἔγινε γνωστὸ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἐντελῶς τυχαῖα, ὅταν, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Διευθυντῆ τοῦ Ἀρχείου Χειρόγραφων Π. Νικολόπουλου, μελετοῦσα τοὺς φακέλους τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ κατάγονταν ἀπ' τὴ Βέρβενα τῆς Ἀρκαδίας.
Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ εἶναι γνωστὸ καὶ στὸ Θ. Βαγενὰ (Θ. Βαγενάς, «Παναγῆς Σκόρδης. Ἕνας ἀγνοημένος Βερβενιώτης Ἀγωνιστὴς ποὺ «ἐνταφίασε» τὸ ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΚΟ», ἐφημ. Ἀρκαδικὸς Κόσμος, ἀρ. φ. 156, 30 Ὀκτ. 1984).
4. Στὰ ἑκατὸν τριάντα κεφάλια πρέπει νὰ συμπεριλαμβάνονταν κι ἐκεῖνα τοῦ ἐπίσκοπου Σαλώνων Ἠσαΐα καὶ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Παπαγιάννη.
Ὁ Κρέμος (Ἀνάλεκτα, Ἀθήνησι 1876, 64 κ.ε.) κάνει λόγο γιὰ ὀγδόντα κεφάλια ἀγωνιστῶν,, τὰ ὁποῖα κουβαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι καρφωμένα πάνω σὲ κοντάρια, μπροστὰ ἀπ' τὸ στρατιωτικὸ σῶμα τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Λαμίᾳ. Προπορεύονταν τὰ κεφάλια τοῦ Ἠσαΐα καὶ τοῦ Παπαγιάννη. Δηλαδή, ἀπ' τὸν Κρέμα ἀναφέρονται συνολικὰ ὀγδόντα δυὸ κεφάλια.
5. Οἱ εἴκοσι τέσσερις αἰχμάλωτοι εἶναι πιθανὸ νὰ ἀνῆκαν κι αὐτοὶ στὸ στρατιωτικὸ σῶμα τοῦ Διάκου καὶ νὰ μεταφέρθηκαν, ὅπως ὁ τραυματισμένος Διάκος καὶ τὰ κομμένα κεφάλια, ὡς λάφυρο στὴ Λαμίᾳ, ὅπου κι ἐξαγοράσθηκαν ἀπ' τὸ Σκόρδη.
6. Ὁ Χριστ. Περραιβὸς (Ἀπομνημονεύματα ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Ἀθῆναι 1956, Β', 66) ἀναφέρει ὅτι στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας σκοτώθηκαν ὀγδόντα ἑπτὰ Ἕλληνες καὶ πληγώθηκαν εἴκοσι δυό, ἐνῶ ὁ Δ, Κόκκινος (Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, Ἀθῆναι 1956, Α', 470) γράφει ὅτι «οἱ νεκροὶ Ἕλληνες τῆς μάχης ἐκείνης ὑπελογίσθησαν εἰς τριακόσιους».
7. Ἐκτὸς ἀπ' τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου, κι ὁ ὁπλαρχηγὸς τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Πέτρου συνταγματάρχης Παν. Ζαφειρόπουλος βεβαιώνει σὲ πιστοποιητικό του, ποὺ βρίσκεται στὸν ἴδιο φάκελο, ὅτι ὁ Παν. Σκόρδης ἦταν γραμματέας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη.
Ὁ β. Βαγενὰς (ό. π.) γράφει ὅτι ὁ Σκόρδης, μόλις κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, πῆρε ἐντολὴ ἀπ' τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία ν' ἀκολουθήσει τὸν τούρκικο στρατὸ κι ὅτι «ἔτσι... κατάφερε κι ἔγινε καὶ γραμματικός του Ὀμὲρ Βρυώνη».
Ἀπὸ τὸ ἔγγραφο ὅμως εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Σκόρδης ἤταν γραμματέας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη πρὶν ἀπ' τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, κι ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τοῦ Ἀλὴ πασᾶ (φθινόπωρο 1820), ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία του σύστησε νὰ παραμείνει στὴν ὑπηρεσία τῶν Τούρκων γιὰ νὰ δίνει πληροφορίες στοὺς Ἕλληνες.
8. Στὶς 12 Ἰουνίου 1865 ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἀγῶνος τὸν κατέταξε στὴν κλάση τῶν ὑπαξιωματικῶν β' τάξεως (ἀρ. μ. 2766).
9. Στὴ σκέψη αὐτὴ συνηγορεῖ α) ὁ μὴ προσδιορισμὸς ἀπ' τὸ Σκόρδη κάποιου ἰδιαίτερου χώρου καὶ β) τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ταφὴ ἔγινε κανονικὰ μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ τῆς ταίριαζε, δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔλαβαν μέρος ἱερεῖς κλπ., ποὺ σημαίνει ὅτι ἔγινε τελετή.
Μιὰ τέτοια νεκρικὴ τελετὴ ἦταν ἑπόμενο νὰ γίνει στὸ φυσικό της χῶρο, δηλαδὴ στὸ ἑλληνικὸ νεκροταφεῖο τῆς Λαμίας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΦΑΚΛΑΡΗ
τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
πηγές: Φθιωτικὰ Χρονικὰ 1987, σσ. 85-88. ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ kaliterilamia.gr
Τρίτη 8 Μαρτίου 2022
Ὁ Πούτιν εἶναι ἀδύνατον νὰ χάσει", ἀπέτυχε ὅμως ὅπως ὁ Στάλιν στὴ Φινλανδία
"Ὁ Πούτιν εἶναι ἀδύνατον νὰ χάσει", ἀπέτυχε ὅμως ὅπως ὁ Στάλιν στὴ Φινλανδία
Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022
Τί ἀπέγινε ὁ Ὀδυσσέας;
.
Μπορεῖ ἐπίσης νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὀδυνάω» ποὺ σημαίνει «προκαλῶ πόνο» μὲ τὴν ἔννοια «αὐτὸς ποὺ προκαλεῖ καὶ αἰσθάνεται πόνο».
Ὁ Ὀδυσσέας ἐξάλλου αἰσθάνεται ἕναν διαρκῆ πόνο πνευματικὸ ἤ/καὶ σωματικό - προκαλεῖ δηλαδὴ πόνο σὲ κάποιον ἄλλο καὶ παράλληλα κάποιος ἄλλος σ΄αυτόν.
Στὸν Ὀδυσσέα ἀποδίδεται μερικὲς φορὲς καὶ τὸ πατρωνυμικὸ οὐσιαστικὸ Λαερτιάδης, δηλαδὴ «γιος τοῦ Λαέρτη».
Οἱ περισσότεροι θεωροῦν ὅτι ἀφοῦ σκότωσε τοὺς μνηστῆρες καὶ ἀνακατέλαβε τὸ βασίλειο τοῦ, "ζήσανε (μὲ τὴν Πηνελόπη καὶ τὸν Τηλέμαχο), αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερα".
Εἶναι ὅμως ἔτσι; .
Προσπάθησε νὰ ξαναφτιάξει τὴ ζωή του ὅμως ἡ σχέση του μὲ τὴν Πηνελόπη δὲν ἐξελίχθηκε καλά. Ἄρχισαν οἱ τσακωμοὶ καθὼς ἡ Πηνελόπη, ἀκούγοντας τὸν Ὀδυσσέα νὰ τίς ἱστορεῖ τὰ κατορθώματα καὶ τίς περιπέτειες τῆς, ζήλεψε τὴν Καλυψώ, στὸ νησὶ τῆς ὁποίας ὁ Ὀδυσσέας εἶχε περάσει ἑπτὰ χρόνια.
Τί ἀπέγινε λοιπὸν ὁ Ὀδυσσέας; Ἄς δοῦμε παρακάτω,,
Οἱ ἑκατὸ μνηστῆρες τῆς βασίλισσας Πηνελόπης εἶχαν σκοτωθεῖ καὶ τὰ πτώματά τους, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, τὰ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ σάλα τῆς γιορτῆς τυλιγμένα μὲ χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, τὸ σπίτι ἦταν ἀκόμη στὸ πόδι μετὰ τὰ φοβερὰ συμβάντα, τὰ παράθυρα ἅπλωναν φῶς μέσα στὴ νύχτα κι οἱ ὑπηρέτες ἔτρεχαν πέρα - δῶθε.
Στὸ λαμπροφώτιστο ὑπνοδωμάτιο ὁ Ὀδυσσέας ἄρχισε νὰ μιλάει στὴ γυναῖκα του τὴν Πηνελόπη γιὰ τίς εἰκοσάχρονες τοῦ περιπέτειες,γιὰ τὴν Τροία, γιὰ τὴ διαμάχη τῶν βασιλιάδων στὸ στρατόπεδο, γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὰ παράξενα τῆς μακρινῆς θάλασσας.
Συγκεκριμένα στὸ τέλος τῆς Ι Ραψωδίας ἀναφέρεται :
Εἶπα, κ' ἐκεῖνος εὔχονταν στὸν μέγαν Ποσειδῶνα, στὸν ἀστροφόρον οὐρανὸν ἁπλώνοντας τὰ χέρια «ὦ Ποσειδῶνα, εἰσάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη ἂν εἴμ' υἱός σου ἀληθινά, πατέρα, μὴν ἀφήσῃς ὁ Ὀδυσσηὰς ὁ πορθητής 'ς σπίτι του νὰ φθάσῃ
Λαερτιάδης, κάτοικος τῆς πετρωτὴς Ἰθάκης ἀλλ' ἂν τὸ θέλ' ἡ μοῖρα του νὰ ἰδῇ τοὺς ποθητούς του, τὸ σπίτι τὸ καλόκτιστο, καὶ τὴν γλυκειὰ πατρίδα, ἂς κακοφθάση ἀργὰ πολὺ καὶ ἀπὸ συντρόφους ἔρμος, μὲ ξένην πλώρη, καὶ κακά 'ς τὸ σπίτι μέσα ναύρη
Ὅμως ὅταν ἔφτασε στὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη, παρατήρησε πὼς ἡ Πηνελόπη δίπλα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ. Καὶ σκέφτηκε: "τράβηξε πολλὰ σήμερα ἡ καημένη θὰ συνεχίσω αὔριο."
Κι ἀκούμπησε τὸ κεφάλι τοῦ πλάϊ στὸ δικό της, πάνω στὸ πορφυρένιο προσκεφάλι.
Στὸ μακρινὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπ' ὅλα πιὸ πολλὴ χαρὰ ἔδινε στὸν Ὀδυσσέα το πὼς θὰ διηγιόταν στὴ γυναῖκα του ὅλες αὐτὲς τίς περιπέτειες καὶ πὼς ἐκείνη θὰ κρεμόταν ἀχόρταγα ἀπ' τὰ χείλη του καὶ θὰ τὸν διέκοπτε μὲ ἐρωτήσεις.
Ὅμως γρήγορα κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν τόσο προσεκτικὸς ἀκροατὴς σὰν τοὺς Φαίακες, ποὺ δύο μέρες ὁλάκερες ἄκουγαν μὲ προσήλωση τὴ μελωδική του ἀφήγηση.
Ὅταν ἄρχισε τὴ διήγηση στὴν Πηνελόπη, ἐκείνη δούλευε ἀμίλητη τὸ χρυσὸ σχέδιο ἑνὸς κεντήματος καὶ κοίταζε ἀφῃρημένη ἀπ' τὸ παράθυρο.
Ὅταν κάποτε τῆς ἔκανε μιὰ ἐρώτηση, κατάλαβε πὼς μπέρδευε τοὺς Λαιστρυγόνες μὲ τοὺς Λωτοφάγους, κι αὐτὸ τὸν πόναγε, γιατί θυμόταν μὲ ἀκρίβεια τίς ἐμπειρίες του, ποὺ ὅσο γίνονταν πιὸ μακρινές, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τίς ἀγαποῦσε.
Μόνον ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴ νύμφη Καλυψὼ φαινόταν ν' ἀκούει προσεκτικότερα. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον της αὐτὸ τὸν ἐρέθιζε κι ἐξιστοροῦσε τοῦτο τὸ κομμάτι τῆς περιπλάνησής του πιὸ διεξοδικά: τὸ μοναχικὸ νησί, τὸ θαυμαστὸ ἱερὸ ἄλσος, ποὺ στὰ δέντρα του φώλιαζαν τὰ θαλασσοπούλια, καὶ τὴν εὐωδιαστὴ σπηλιὰ τῆς θεᾶς.
-Πόσο καιρὸ ἔμεινες σ' αὐτὴ τὴν Καλυψώ; ρώτησε μιὰ φορά.
-Ἑπτὰ χρόνια, ἀπάντησε αὐτός.
Ἔσκυψε στὸ ἐργόχειρό της καὶ τὰ μάτια της σκοτείνιασαν.
-Περισσότερο θὰ ἤθελα νὰ μάθω γιὰ σένα, τί ἔκανες αὐτὰ τὰ δέκα χρόνια στὴν Καλυψώ.
-Ἑπτὰ χρόνια, ἀπάντησε.
-Χθὲς ἔλεγες δέκα ἔχεις, φαίνεται, πεῖ τόσα ψέματα στὰ ταξίδια σου, καημένε μοῦ φίλε, ποὺ δὲν ξέρεις πιὰ νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Ὅμως εἴτε δέκα χρόνια ἦταν εἴτε ἑπτά, ἦταν σίγουρα πολὺς καιρὸς καὶ φαίνεται πὼς καλοπέρασες ἐκεῖ. Ἀπάντησε λοιπὸν στὴν ἐρώτησή μου: τί ἔκανες τόσο καιρό;
"-Γυναῖκα, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νοσταλγοῦσα ἐσένα, αὐτὰ τὰ χρόνια καθόμουν στὴν ἀμμουδιὰ τοῦ μακρινοῦ νησιοῦ, κοίταζα πέρα ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς θεούς, νὰ μπορέσω νὰ δῶ μιὰ φορὰ μονάχα ἀκόμα τὸν καπνὸ τοῦ σπιτιοῦ σου. "
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει....
Βλέποντας ὅμως πὼς τὰ μάτια της τὸν κοίταζαν παγερὰ καὶ σκληρά, τὰ κράτησε μέσα του αὐτά.
Καὶ ποτέ της δὲν ἔμαθε γιὰ τὴ μεγάλη του νοσταλγία γιὰ τὴν πατρίδα.
-Ἔπινα κρασὶ ἐκεῖ, ἀπάντησε ἤρεμα, τὸ κρασὶ εἶναι καλὸ σ' αὐτὰ τὰ νησιά, μολονότι λίγο ξινό...
Ἀπὸ τὴ θάλασσα ἢ μακριὰ ἀπ' τὴ θάλασσα; Καὶ ποιός θὰ μὲ χτυπήσει;
Παρακάτω στὴν Ψ Ραψωδία, κατὰ τὴ συνομιλία μὲ τὴν Πηνελόπη, λέει:
Ἐκείνης ὁ πολύγνωμος ἀπάντησε Ὀδυσσέας· «Ὦ τρομερή, πόσο σφοδρὰ μὲ βιάζεις νὰ τὸν εἴπω· κ' ἰδοὺ τὸν φανερόνω ἐγώ, χωρὶς τὸ οὐδὲν νὰ κρύψω,
ἀλλὰ ποσῶς δὲν θὰ χαρῇς, καθὼς κ' ἐγὼ δὲν χαίρω· ότ' εἰς πολλαῖς χώραις θνητῶν παράγγειλε μοῦ ἐκεῖνος νὰ πάρω δρόμο, φέρνοντας ἴσιο κουπὶ μαζή μου, ὅσο νὰ φθάσω 'ς τοὺς θνητούς 'ποὺ θάλασσα δὲν ξεύρουν, καὶ ὁπού,ὁποῦ δὲν τρώγουν φαγητὸ μὲ ἄλατ' ἀρτυμένο.
οὔτε τὰ κοκκινόπλωρα καράβι' αὐτοὶ γνωρίζουν, οὔτε τὰ ἴσια κουπιά, 'πού 'ναι πτερὰ τῶν πλοίων, κ' ἕνα σημάδι φανερό μου εἶπε, ὁπού,ὁποῦ δὲν κρύβω· 'ς τὸν δρόμον ἄμ' ἀπαντηθῇ μ' ἐμέν' ἄλλος ὀδίτης καὶ εἰπῇ, 'ς τὸν λαμπρὸν ὦμον μου πὼς ἔχω λιχνιστήρι,
'ς την γῆ νὰ στήσω τὸ κουπί, μοῦ εἶπε, καί, ἀφοῦ κάμω τοῦ Ποσειδῶνα βασιληὰ καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταῦρον σφάζοντας, καὶ χοῖρον ἀναβάτην, νὰ γύρῳ 'ς τὴν πατρίδα μου καὶ νὰ δώσ' ἑκατόμβαις τῶν ἀθανάτων, 'πώχουσι τῶν οὐρανῶν τοὺς θόλους,
μὲ τὴν σειρὰ τοῦ καθενός· καὶ θάνατος θὰ μ' εὕρη ἔξω ἀπ' τὰ πέλαγα ἐλαφρός, καὶ θὰ μὲ σβύση ἀγάλι μὲς τὰ λαμπρὰ γεράματα· καὶ ωστόσ' ὁλόγυρά μου θά 'ναι μακάριος ὁ λαός· τούτ' όλ', εἶπε, θὰ γείνουν.
Ὑποψιάζεται τὸν Τηλέμαχο, τὸν ὁποῖο καὶ ἀποφασίζει νὰ ἐξορίσει στὴν Κεφαλληνία. Ἀργότερα, ὅμως, τὸ μετανιώνει, πείθεται καὶ ἠρεμεῖ. O Τηλέμαχος ἀνησυχεῖ, καθὼς εἶναι βέβαιος ὅτι αὐτός, σύμφωνα μὲ τὸν χρησμό,
Ὁ Τειρεσίας, τὸν εἶχε ἐπίσης συμβουλεύσει ὅτι γιὰ νὰ ἐξευμενίσει τὸν Ποσειδῶνα ἔπρεπε, ὅταν θὰ γύριζε στὴν Ἰθάκη, νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο το νὰ πάρει ἕνα κουπὶ στὸν ὦμο καὶ νὰ ταξιδέψει στὴ στεριὰ μέχρι νὰ βρεῖ κάποιον ποὺ νὰ μὴν γνωρίζει τὴ θάλασσα καὶ τί εἶναι τὸ κουπί. Ἐκεῖ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς.
Σ' αὐτὴ τὴ νέα περιπλάνησή του θὰ συναντήσει κάποιον ποὺ θὰ νομίσει πὼς τὸ κουπὶ στὸν ὦμο του εἶναι λιχνιστήρι (ξύλινο, ἀγροτικὸ ἐργαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ξεχωρίζεται ὁ καρπὸς τῶν σιτηρῶν ἀπὸ τὸ ἄχυρο). Ἐκεῖ νὰ σταματήσει, θυσιάζοντας στὸν Ποσειδῶνα ἕνα κριάρι, ἕναν κάπρο κι ἕναν ταῦρο.
Μόνο ἔτσι θὰ ἐξασφαλίσει τὸν ὁριστικὸ τοῦ πιὰ νόστο στὴν Ἰθάκη· ὅπου τὸν περιμένουν ἥσυχα χρόνια καὶ βαθιὰ γεράματα· καὶ γύρῳ του ὅλοι οἱ λαοί του θὰ ζοῦν εὐτυχισμένοι ἐκεῖ θὰ τὸν βρεῖ ἀνώδυνος θάνατος, κάπου μακριὰ ὡστόσο ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς θάλασσας. (ἐξ ἁλὸς).
Πράγματι κατὰ τὴ μυθολογία ἔτσι κι ἔγινε.
Ὁ Ὀδυσσέας μετὰ τὸν φόνο τῶν μνηστήρων ἔφυγε πάλι γρήγορα μ' ἕνα κουπὶ στὸν ὦμο, γιὰ τὴ Θεσπρωτία τῆς Ἠπείρου. Προχωρῶντας στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας, συνάντησε κάποιους ἀνθρώπους ποὺ τὸν ρώτησαν γιατί κουβαλοῦσε μαζί του τὸ λιχνιστήρι. Τότε κατάλαβε πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ τόπος ποὺ ἔπρεπε νὰ μπήξει τὸ κουπὶ καὶ νὰ θυσιάσει στὸν Ποσειδῶνα.
Στὴ Θεσπρωτία ὁ Ὀδυσσέας παντρεύτηκε τὴ βασίλισσα Καλλιδίκη. Ἀπέκτησε μαζί της ἕνα παιδὶ τὸν Πολυποίτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς Καλλιδίκης ὕστερα ἀπὸ ἕναν πόλεμο τῶν Θεσπρωτῶν μὲ τοὺς Βρύγους, ὁ Ὀδυσσέας παρέδωσε τὴ βασιλεία τῶν Θεσπρωτῶν στὸν Πολυποίτη καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη, πιστεύοντας πὼς θὰ περάσει ἤρεμα γεράματα.
Στὴν Χρηστομάθεια τοῦ Πρόκλου διαβάζουμε τὰ ἑξῆς:
"Μετὰ τὴν ταφὴ τῶν μνηστήρων, ὁ Ὀδυσσέας, ἀφοῦ θυσίασε στὶς Νύμφες, ταξίδεψε στὴν Ἤλιδα, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει τὰ βουκόλιά του. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν Πολύξενο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἔλαβε ὡς δῶρο ἕναν κρατῆρα.
Στὸ μεταξὺ ὁ Τηλέγονος, γιος ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ὀδυσσέας μὲ τὴν Κίρκη, ἀναζητῶντας τὸν πατέρα του ἀποβιβάστηκε στὴν Ἰθάκη καὶ οἱ σύντροφοί του κατέστρεψαν τὸ νησί.
Ὅταν ὁ Ὀδυσσέας ἔμαθε πὼς κάποιο καράβι εἶχε ἀράξει στὴν Ἰθάκη, καὶ πὼς οἱ ναῦτες εἶχαν βγεῖ ἔξω γιὰ λεηλασίες, ἔτρεξε μὲ τὸν στρατό του, νὰ τοὺς διώξει. Χτυπήθηκε ὅμως ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῶν ἐπιδρομέων μ' ἕνα κοντάρι, ποὺ ἀντὶ γιὰ σιδερένια λόγχη εἶχε τὸ ἀγκάθι ἑνὸς σαλαχιοῦ. Ἑτοιμοθάνατος μεταφέρθηκε στὸ παλάτι, ὅπου παραπονέθηκε γιὰ τὸ μαντεῖο ποὺ τὸν εἶχε γελάσει, λέγοντάς του νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὸν γιο του, ἐνῶ τελικὰ χτυπήθηκε ἀπὸ κάποιον ξένο.
Σύντομα ὅμως φανερώθηκε πὼς ὁ φονιᾶς ἦταν ὁ γιος του Τηλέγονος, ποὺ τοῦ εἶχε γεννήσει ἡ Κίρκη, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν γνώριζε. Ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Τηλέγονος τραυμάτισε θανάσιμα τὸν Ὀδυσσέα, ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ τὸ κέντρον τρυγόνος (τὸ σημερινὸ ὄνομα εἶναι «σελάχι» ἢ «σαλάχι»). Πρόκειται γιὰ ψάρι μὲ πιεσμένο στὴ ράχη καὶ τὴν κοιλιὰ σῶμα, πλακοειδῆ λέπια, μεγάλη οὐρὰ σὰν μαστίγιο ποὺ ἔχει μερικὲς φορὲς δηλητηριῶδες ἀγκάθι, τὸ ὁποῖο κολυμπᾷ γρήγορα καὶ συνήθως κινεῖται σὲ ἀμμώδεις καὶ λασπώδεις βυθούς.
Ὁ Ι. Κακριδὴς (Ἑλληνικὴ Μυθολογία. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, ) ἀναφερόμενος στὴν νεκρομαντεία του Τειρεσία, παρατηρεῖ ὅτι «...οἱ προφητεῖες εἶναι πάντα διφορούμενες...» καὶ ὅτι «πραγματικά, ὁ θάνατος βρίσκει τὸν Ὀδυσσέα ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ὁ φονιᾶς εἶχε φθάσει στὴν Ἰθάκη μὲ καράβι, ἀλλὰ καὶ γιατί τὸ φονικὸ ὅπλο ἦταν θαλασσινό». Ὅταν ὁ Τηλέγονος κατάλαβε πὼς εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του, ἦταν πιὰ ἀργά.
Ἐκεῖ ἡ Κίρκη τους ἔκανε ὅλους ἀθάνατους. Ὁ Μῦθος λέει ὅτι ἡ Κίρκη παντρεύτηκε τὸν Τηλέμαχο καὶ ἡ Πηνελόπη τὸν Τηλέγονο...