Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Τί ἀπέγινε ὁ Ὀδυσσέας;

Τί ἀπέγινε ὁ Ὀδυσσέας;
Τὸ ὄνομα «Ὀδυσσέας» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὀδύσσομαι» (ὀργίζομαι, μισῶ κάποιον) καὶ σημαίνει ἐξοργισμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ μισούμενος ἀπὸ τοὺς θεούς, αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ἀφορμές. δυσαρέσκειας, τὸ ἔδωσε ὁ παπποῦς του (ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του), ὁ Αὐτόλυκος.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρο τὸ ὄνομα σημαίνει «γιος τῆς πέτρας», ἀλλὰ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ συγγενεύει ἐτυμολογικὰ μὲ τὴν λέξη «ὁδηγὸς»..
.




Μπορεῖ ἐπίσης νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὀδυνάω» ποὺ σημαίνει «προκαλῶ πόνο» μὲ τὴν ἔννοια «αὐτὸς ποὺ προκαλεῖ καὶ αἰσθάνεται πόνο».
Ὁ Ὀδυσσέας ἐξάλλου αἰσθάνεται ἕναν διαρκῆ πόνο πνευματικὸ ἤ/καὶ σωματικό - προκαλεῖ δηλαδὴ πόνο σὲ κάποιον ἄλλο καὶ παράλληλα κάποιος ἄλλος σ΄αυτόν.
Στὸν Ὀδυσσέα ἀποδίδεται μερικὲς φορὲς καὶ τὸ πατρωνυμικὸ οὐσιαστικὸ Λαερτιάδης, δηλαδὴ «γιος τοῦ Λαέρτη».

Οἱ περισσότεροι θεωροῦν ὅτι ἀφοῦ σκότωσε τοὺς μνηστῆρες καὶ ἀνακατέλαβε τὸ βασίλειο τοῦ, "ζήσανε (μὲ τὴν Πηνελόπη καὶ τὸν Τηλέμαχο), αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερα".
Εἶναι ὅμως ἔτσι; .


Προσπάθησε νὰ ξαναφτιάξει τὴ ζωή του ὅμως ἡ σχέση του μὲ τὴν Πηνελόπη δὲν ἐξελίχθηκε καλά. Ἄρχισαν οἱ τσακωμοὶ καθὼς ἡ Πηνελόπη, ἀκούγοντας τὸν Ὀδυσσέα νὰ τίς ἱστορεῖ τὰ κατορθώματα καὶ τίς περιπέτειες τῆς, ζήλεψε τὴν Καλυψώ, στὸ νησὶ τῆς ὁποίας ὁ Ὀδυσσέας εἶχε περάσει ἑπτὰ χρόνια.

Ἡ ἴδια τὸν περίμενε ὑπομονετικὰ καὶ δὲν ὑπέκυπτε στοὺς μνηστῆρες, ἐνῶ αὐτὸς ἔπεφτε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Κίρκης καὶ τῆς Καλυψούς.

Τί ἀπέγινε λοιπὸν ὁ Ὀδυσσέας; Ἄς δοῦμε παρακάτω,,

Οἱ ἑκατὸ μνηστῆρες τῆς βασίλισσας Πηνελόπης εἶχαν σκοτωθεῖ καὶ τὰ πτώματά τους, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, τὰ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ σάλα τῆς γιορτῆς τυλιγμένα μὲ χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, τὸ σπίτι ἦταν ἀκόμη στὸ πόδι μετὰ τὰ φοβερὰ συμβάντα, τὰ παράθυρα ἅπλωναν φῶς μέσα στὴ νύχτα κι οἱ ὑπηρέτες ἔτρεχαν πέρα - δῶθε.
Στὸ λαμπροφώτιστο ὑπνοδωμάτιο ὁ Ὀδυσσέας ἄρχισε νὰ μιλάει στὴ γυναῖκα του τὴν Πηνελόπη γιὰ τίς εἰκοσάχρονες τοῦ περιπέτειες,γιὰ τὴν Τροία, γιὰ τὴ διαμάχη τῶν βασιλιάδων στὸ στρατόπεδο, γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὰ παράξενα τῆς μακρινῆς θάλασσας.


Συγκεκριμένα στὸ τέλος τῆς Ι Ραψωδίας ἀναφέρεται :
Εἶπα, κ' ἐκεῖνος εὔχονταν στὸν μέγαν Ποσειδῶνα, στὸν ἀστροφόρον οὐρανὸν ἁπλώνοντας τὰ χέρια «ὦ Ποσειδῶνα, εἰσάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη ἂν εἴμ' υἱός σου ἀληθινά, πατέρα, μὴν ἀφήσῃς ὁ Ὀδυσσηὰς ὁ πορθητής 'ς σπίτι του νὰ φθάσῃ


Λαερτιάδης, κάτοικος τῆς πετρωτὴς Ἰθάκης ἀλλ' ἂν τὸ θέλ' ἡ μοῖρα του νὰ ἰδῇ τοὺς ποθητούς του, τὸ σπίτι τὸ καλόκτιστο, καὶ τὴν γλυκειὰ πατρίδα, ἂς κακοφθάση ἀργὰ πολὺ καὶ ἀπὸ συντρόφους ἔρμος, μὲ ξένην πλώρη, καὶ κακά 'ς τὸ σπίτι μέσα ναύρη

Ὅμως ὅταν ἔφτασε στὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη, παρατήρησε πὼς ἡ Πηνελόπη δίπλα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ. Καὶ σκέφτηκε: "τράβηξε πολλὰ σήμερα ἡ καημένη θὰ συνεχίσω αὔριο."
Κι ἀκούμπησε τὸ κεφάλι τοῦ πλάϊ στὸ δικό της, πάνω στὸ πορφυρένιο προσκεφάλι.


Στὸ μακρινὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπ' ὅλα πιὸ πολλὴ χαρὰ ἔδινε στὸν Ὀδυσσέα το πὼς θὰ διηγιόταν στὴ γυναῖκα του ὅλες αὐτὲς τίς περιπέτειες καὶ πὼς ἐκείνη θὰ κρεμόταν ἀχόρταγα ἀπ' τὰ χείλη του καὶ θὰ τὸν διέκοπτε μὲ ἐρωτήσεις.
Ὅμως γρήγορα κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν τόσο προσεκτικὸς ἀκροατὴς σὰν τοὺς Φαίακες, ποὺ δύο μέρες ὁλάκερες ἄκουγαν μὲ προσήλωση τὴ μελωδική του ἀφήγηση.
Ὅταν ἄρχισε τὴ διήγηση στὴν Πηνελόπη, ἐκείνη δούλευε ἀμίλητη τὸ χρυσὸ σχέδιο ἑνὸς κεντήματος καὶ κοίταζε ἀφῃρημένη ἀπ' τὸ παράθυρο.

Ὅταν κάποτε τῆς ἔκανε μιὰ ἐρώτηση, κατάλαβε πὼς μπέρδευε τοὺς Λαιστρυγόνες μὲ τοὺς Λωτοφάγους, κι αὐτὸ τὸν πόναγε, γιατί θυμόταν μὲ ἀκρίβεια τίς ἐμπειρίες του, ποὺ ὅσο γίνονταν πιὸ μακρινές, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τίς ἀγαποῦσε.


Μόνον ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴ νύμφη Καλυψὼ φαινόταν ν' ἀκούει προσεκτικότερα. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον της αὐτὸ τὸν ἐρέθιζε κι ἐξιστοροῦσε τοῦτο τὸ κομμάτι τῆς περιπλάνησής του πιὸ διεξοδικά: τὸ μοναχικὸ νησί, τὸ θαυμαστὸ ἱερὸ ἄλσος, ποὺ στὰ δέντρα του φώλιαζαν τὰ θαλασσοπούλια, καὶ τὴν εὐωδιαστὴ σπηλιὰ τῆς θεᾶς.


-Πόσο καιρὸ ἔμεινες σ' αὐτὴ τὴν Καλυψώ; ρώτησε μιὰ φορά.
-Ἑπτὰ χρόνια, ἀπάντησε αὐτός.
Ἔσκυψε στὸ ἐργόχειρό της καὶ τὰ μάτια της σκοτείνιασαν.
-Περισσότερο θὰ ἤθελα νὰ μάθω γιὰ σένα, τί ἔκανες αὐτὰ τὰ δέκα χρόνια στὴν Καλυψώ.
-Ἑπτὰ χρόνια, ἀπάντησε.
-Χθὲς ἔλεγες δέκα ἔχεις, φαίνεται, πεῖ τόσα ψέματα στὰ ταξίδια σου, καημένε μοῦ φίλε, ποὺ δὲν ξέρεις πιὰ νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Ὅμως εἴτε δέκα χρόνια ἦταν εἴτε ἑπτά, ἦταν σίγουρα πολὺς καιρὸς καὶ φαίνεται πὼς καλοπέρασες ἐκεῖ. Ἀπάντησε λοιπὸν στὴν ἐρώτησή μου: τί ἔκανες τόσο καιρό;

Τώρα ἔπρεπε νὰ τῆς ἀπαντήσει:

"-Γυναῖκα, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νοσταλγοῦσα ἐσένα, αὐτὰ τὰ χρόνια καθόμουν στὴν ἀμμουδιὰ τοῦ μακρινοῦ νησιοῦ, κοίταζα πέρα ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς θεούς, νὰ μπορέσω νὰ δῶ μιὰ φορὰ μονάχα ἀκόμα τὸν καπνὸ τοῦ σπιτιοῦ σου. "
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει....
Βλέποντας ὅμως πὼς τὰ μάτια της τὸν κοίταζαν παγερὰ καὶ σκληρά, τὰ κράτησε μέσα του αὐτά.
Καὶ ποτέ της δὲν ἔμαθε γιὰ τὴ μεγάλη του νοσταλγία γιὰ τὴν πατρίδα.
-Ἔπινα κρασὶ ἐκεῖ, ἀπάντησε ἤρεμα, τὸ κρασὶ εἶναι καλὸ σ' αὐτὰ τὰ νησιά, μολονότι λίγο ξινό...


Ἡ Πηνελόπη μάταια προσπαθεῖ νὰ τὸν καθησυχάσει. Ὁ Ὀδυσσέας ἐξακολουθεῖ νὰ ἀνησυχεῖ, νὰ ἀναρωτιέται:
Ἀπὸ ποῦ θά 'ρθεὶ θάνατος;
Ἀπὸ τὴ θάλασσα ἢ μακριὰ ἀπ' τὴ θάλασσα; Καὶ ποιός θὰ μὲ χτυπήσει;
Παρακάτω στὴν Ψ Ραψωδία, κατὰ τὴ συνομιλία μὲ τὴν Πηνελόπη, λέει:


Ἐκείνης ὁ πολύγνωμος ἀπάντησε Ὀδυσσέας· «Ὦ τρομερή, πόσο σφοδρὰ μὲ βιάζεις νὰ τὸν εἴπω· κ' ἰδοὺ τὸν φανερόνω ἐγώ, χωρὶς τὸ οὐδὲν νὰ κρύψω,


ἀλλὰ ποσῶς δὲν θὰ χαρῇς, καθὼς κ' ἐγὼ δὲν χαίρω· ότ' εἰς πολλαῖς χώραις θνητῶν παράγγειλε μοῦ ἐκεῖνος νὰ πάρω δρόμο, φέρνοντας ἴσιο κουπὶ μαζή μου, ὅσο νὰ φθάσω 'ς τοὺς θνητούς 'ποὺ θάλασσα δὲν ξεύρουν, καὶ ὁπού,ὁποῦ δὲν τρώγουν φαγητὸ μὲ ἄλατ' ἀρτυμένο.


οὔτε τὰ κοκκινόπλωρα καράβι' αὐτοὶ γνωρίζουν, οὔτε τὰ ἴσια κουπιά, 'πού 'ναι πτερὰ τῶν πλοίων, κ' ἕνα σημάδι φανερό μου εἶπε, ὁπού,ὁποῦ δὲν κρύβω· 'ς τὸν δρόμον ἄμ' ἀπαντηθῇ μ' ἐμέν' ἄλλος ὀδίτης καὶ εἰπῇ, 'ς τὸν λαμπρὸν ὦμον μου πὼς ἔχω λιχνιστήρι,


'ς την γῆ νὰ στήσω τὸ κουπί, μοῦ εἶπε, καί, ἀφοῦ κάμω τοῦ Ποσειδῶνα βασιληὰ καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταῦρον σφάζοντας, καὶ χοῖρον ἀναβάτην, νὰ γύρῳ 'ς τὴν πατρίδα μου καὶ νὰ δώσ' ἑκατόμβαις τῶν ἀθανάτων, 'πώχουσι τῶν οὐρανῶν τοὺς θόλους,

μὲ τὴν σειρὰ τοῦ καθενός· καὶ θάνατος θὰ μ' εὕρη ἔξω ἀπ' τὰ πέλαγα ἐλαφρός, καὶ θὰ μὲ σβύση ἀγάλι μὲς τὰ λαμπρὰ γεράματα· καὶ ωστόσ' ὁλόγυρά μου θά 'ναι μακάριος ὁ λαός· τούτ' όλ', εἶπε, θὰ γείνουν.


Ὑποψιάζεται τὸν Τηλέμαχο, τὸν ὁποῖο καὶ ἀποφασίζει νὰ ἐξορίσει στὴν Κεφαλληνία. Ἀργότερα, ὅμως, τὸ μετανιώνει, πείθεται καὶ ἠρεμεῖ. O Τηλέμαχος ἀνησυχεῖ, καθὼς εἶναι βέβαιος ὅτι αὐτός, σύμφωνα μὲ τὸν χρησμό, 
θὰ σκοτώσει τὸν πατέρα του. Ἀργότερα ἀποχαιρετᾷ τοὺς γονεῖς του καὶ φεύγει. Ὁ Ὀδυσσέας ἐκφράζει στὴν Πηνελόπη τὴν λύπη ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνακούφισή του γιὰ τὴν φυγὴ τοῦ Τηλεμάχου, τὸ κέφι του νὰ κατέβει στὴ θάλασσα μέ τα σκυλιά, καὶ τὴν ἐπιθυμία του νὰ βρεθοῦν ἐπιτέλους μόνοι τὸ βράδυ.
Ὁ Τειρεσίας, τὸν εἶχε ἐπίσης συμβουλεύσει ὅτι γιὰ νὰ ἐξευμενίσει τὸν Ποσειδῶνα ἔπρεπε, ὅταν θὰ γύριζε στὴν Ἰθάκη, νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο το νὰ πάρει ἕνα κουπὶ στὸν ὦμο καὶ νὰ ταξιδέψει στὴ στεριὰ μέχρι νὰ βρεῖ κάποιον ποὺ νὰ μὴν γνωρίζει τὴ θάλασσα καὶ τί εἶναι τὸ κουπί. Ἐκεῖ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς.


Σ' αὐτὴ τὴ νέα περιπλάνησή του θὰ συναντήσει κάποιον ποὺ θὰ νομίσει πὼς τὸ κουπὶ στὸν ὦμο του εἶναι λιχνιστήρι (ξύλινο, ἀγροτικὸ ἐργαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ξεχωρίζεται ὁ καρπὸς τῶν σιτηρῶν ἀπὸ τὸ ἄχυρο). Ἐκεῖ νὰ σταματήσει, θυσιάζοντας στὸν Ποσειδῶνα ἕνα κριάρι, ἕναν κάπρο κι ἕναν ταῦρο.


Μόνο ἔτσι θὰ ἐξασφαλίσει τὸν ὁριστικὸ τοῦ πιὰ νόστο στὴν Ἰθάκη· ὅπου τὸν περιμένουν ἥσυχα χρόνια καὶ βαθιὰ γεράματα· καὶ γύρῳ του ὅλοι οἱ λαοί του θὰ ζοῦν εὐτυχισμένοι ἐκεῖ θὰ τὸν βρεῖ ἀνώδυνος θάνατος, κάπου μακριὰ ὡστόσο ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς θάλασσας. (ἐξ ἁλὸς).


Πράγματι κατὰ τὴ μυθολογία ἔτσι κι ἔγινε.
Ὁ Ὀδυσσέας μετὰ τὸν φόνο τῶν μνηστήρων ἔφυγε πάλι γρήγορα μ' ἕνα κουπὶ στὸν ὦμο, γιὰ τὴ Θεσπρωτία τῆς Ἠπείρου. Προχωρῶντας στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας, συνάντησε κάποιους ἀνθρώπους ποὺ τὸν ρώτησαν γιατί κουβαλοῦσε μαζί του τὸ λιχνιστήρι. Τότε κατάλαβε πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ τόπος ποὺ ἔπρεπε νὰ μπήξει τὸ κουπὶ καὶ νὰ θυσιάσει στὸν Ποσειδῶνα.


Στὴ Θεσπρωτία ὁ Ὀδυσσέας παντρεύτηκε τὴ βασίλισσα Καλλιδίκη. Ἀπέκτησε μαζί της ἕνα παιδὶ τὸν Πολυποίτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς Καλλιδίκης ὕστερα ἀπὸ ἕναν πόλεμο τῶν Θεσπρωτῶν μὲ τοὺς Βρύγους, ὁ Ὀδυσσέας παρέδωσε τὴ βασιλεία τῶν Θεσπρωτῶν στὸν Πολυποίτη καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη, πιστεύοντας πὼς θὰ περάσει ἤρεμα γεράματα.
Στὴν Χρηστομάθεια τοῦ Πρόκλου διαβάζουμε τὰ ἑξῆς:


"Μετὰ τὴν ταφὴ τῶν μνηστήρων, ὁ Ὀδυσσέας, ἀφοῦ θυσίασε στὶς Νύμφες, ταξίδεψε στὴν Ἤλιδα, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει τὰ βουκόλιά του. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν Πολύξενο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἔλαβε ὡς δῶρο ἕναν κρατῆρα. 
Ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη καὶ τέλεσε τὰς ὑπὸ Τειρεσίου ῥηθεῖσας θυσίας. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Θεσπρωτία, παντρεύτηκε τὴν βασίλισσα Καλλιδίκη, ἡγήθηκε δὲ τῶν Θεσπρωτῶν στὸν πόλεμο ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς καὶ τοὺς Βρύγους. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς Καλλιδίκης, τὴν ἐξουσία ἀνέλαβε ὀπολυποίτης, γιος του Ὀδυσσέα ἀπὸ τὴν Καλλιδίκη, ὁ δὲ Ὀδυσσέας ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη.
Στὸ μεταξὺ ὁ Τηλέγονος, γιος ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ὀδυσσέας μὲ τὴν Κίρκη, ἀναζητῶντας τὸν πατέρα του ἀποβιβάστηκε στὴν Ἰθάκη καὶ οἱ σύντροφοί του κατέστρεψαν τὸ νησί.
Ὅταν ὁ Ὀδυσσέας ἔμαθε πὼς κάποιο καράβι εἶχε ἀράξει στὴν Ἰθάκη, καὶ πὼς οἱ ναῦτες εἶχαν βγεῖ ἔξω γιὰ λεηλασίες, ἔτρεξε μὲ τὸν στρατό του, νὰ τοὺς διώξει. Χτυπήθηκε ὅμως ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῶν ἐπιδρομέων μ' ἕνα κοντάρι, ποὺ ἀντὶ γιὰ σιδερένια λόγχη εἶχε τὸ ἀγκάθι ἑνὸς σαλαχιοῦ. Ἑτοιμοθάνατος μεταφέρθηκε στὸ παλάτι, ὅπου παραπονέθηκε γιὰ τὸ μαντεῖο ποὺ τὸν εἶχε γελάσει, λέγοντάς του νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὸν γιο του, ἐνῶ τελικὰ χτυπήθηκε ἀπὸ κάποιον ξένο.


Σύντομα ὅμως φανερώθηκε πὼς ὁ φονιᾶς ἦταν ὁ γιος του Τηλέγονος, ποὺ τοῦ εἶχε γεννήσει ἡ Κίρκη, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν γνώριζε. Ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Τηλέγονος τραυμάτισε θανάσιμα τὸν Ὀδυσσέα, ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ τὸ κέντρον τρυγόνος (τὸ σημερινὸ ὄνομα εἶναι «σελάχι» ἢ «σαλάχι»). Πρόκειται γιὰ ψάρι μὲ πιεσμένο στὴ ράχη καὶ τὴν κοιλιὰ σῶμα, πλακοειδῆ λέπια, μεγάλη οὐρὰ σὰν μαστίγιο ποὺ ἔχει μερικὲς φορὲς δηλητηριῶδες ἀγκάθι, τὸ ὁποῖο κολυμπᾷ γρήγορα καὶ συνήθως κινεῖται σὲ ἀμμώδεις καὶ λασπώδεις βυθούς.


Ὁ Ι. Κακριδὴς (Ἑλληνικὴ Μυθολογία. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, ) ἀναφερόμενος στὴν νεκρομαντεία του Τειρεσία, παρατηρεῖ ὅτι «...οἱ προφητεῖες εἶναι πάντα διφορούμενες...» καὶ ὅτι «πραγματικά, ὁ θάνατος βρίσκει τὸν Ὀδυσσέα ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ὁ φονιᾶς εἶχε φθάσει στὴν Ἰθάκη μὲ καράβι, ἀλλὰ καὶ γιατί τὸ φονικὸ ὅπλο ἦταν θαλασσινό». Ὅταν ὁ Τηλέγονος κατάλαβε πὼς εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του, ἦταν πιὰ ἀργά.

Πῆρε τὸ ἄψυχο κορμί του, τὸ γιο του, τὸν Τηλέμαχο, καὶ τὴν Πηνελόπη καὶ κατευθύνθηκε στὴν Αἴα.


Ἐκεῖ ἡ Κίρκη τους ἔκανε ὅλους ἀθάνατους. Ὁ Μῦθος λέει ὅτι ἡ Κίρκη παντρεύτηκε τὸν Τηλέμαχο καὶ ἡ Πηνελόπη τὸν Τηλέγονο...






Δεν υπάρχουν σχόλια: