Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Ἡ ἱστορία τοῦ Οἰδίποδα

Ἡ ἱστορία τοῦ Οἰδίποδα
Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 3.48 - 56
[Μτφρ. Ἀπόστολου Παπανδρέου : Ἀπολλοδώρου Βιβλιοθήκη, τόμος Β', ἐκδ. Ἁφῶν Τολίδη Ο.Ε., Ἀθήνα 1984]
 Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀμφίονος παρέλαβε τὴ βασιλεία (ἐννοεῖται στὴ Θήβα) ὁ Λάϊος. Παντρεύτηκε τὴν Ἰοκάστη ἤ, ὅπως λένε μερικοί, Ἐπικάστη, θυγατέρα τοῦ Μενοικέως, καί, ἐνῶ οἱ χρησμοὶ τοῦ μηνούσαν νὰ μὴν κάμει παιδιά, γιατί τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθεῖ θὰ τὸν σκοτώσει, αὐτὸς τύφλα στὸ μεθύσι πλάγιασε μὲ τὴ γυναῖκα του. Κι ὅταν γεννήθηκε τὸ παιδὶ τό 'δωσε στὸ βοσκὸ νὰ τὸ παραπετάξει, ἀφοῦ πρῶτα του τρύπησε τοὺς ἀστραγάλους μὲ καρφιά.

 Ὁ βοσκὸς λοιπὸν ἀπόθεσε τὸ βράφος στὸν Κιθαιρώνα, τὸ βρίσκουν ὅμως οἱ βουκόλοι του Πολύβου, τοῦ βασιλιᾶ τῶν Κορινθίων καὶ τὸ πηγαίνουν στὴ γυναῖκα τοῦ βασιλιᾶ, τὴν Περίβοια (ἡ βασίλισσα παραδίδεται ἀλλοῦ καὶ ὡς Μερόπη. Μιὰ ἄλλη, πάντως, παράδοση θέλει τὸν βοσκὸ νὰ λυπᾷται τὸ βρέφος καὶ νὰ τὸ παραδίδει ὁ ἴδιος). Ἐκείνη υἱοθέτησε τὸ παιδὶ (τὸ βασιλικὸ ζεῦγος τῆς Κορίνθου δὲν εἶχε παιδιά), του θεράπευσε τὰ πόδια καὶ τὸ ὀνόμασε Οἰδίποδα γιατί εἶχε πρήξιμο στὰ πόδια ἀπ' τίς πληγὲς (Οἰδίπους : ἀπὸ τὸ οἰδέω = πρήζομαι καὶ ποὺς = πόδι).


 Ὅταν μεγάλωσε τὸ παιδὶ οἱ συνομήλικοί του τὸν ἔβριζαν νόθο ἀπὸ φθόνο, γιατί ξεχώριζε ἀπ' ὅλους στὴ δύναμη καὶ τὸ θάρρος. Κι αὐτὸς ρωτοῦσε καὶ ξαναρωτοῦσε τὴν Περίβοια γιὰ νὰ μάθει τὴν αἰτία, ἀλλὰ τίποτε. Πηγαίνει λοιπὸν κι αὐτὸς στοὺς Δελφοὺς καὶ ζητᾷ νὰ μάθει γιὰ τοὺς γονεῖς του. Κι ὁ θεός του ἀπάντησε νὰ μὴ γυρίσει στὴν πατρίδα, γιατί θὰ σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ θὰ ζευγαρωθεὶ μὲ τὴ μάνα του.

 Μόλις τ' ἄκουσε, νομίζοντας πραγματικούς τους θετοὺς γονεῖς του, ἀφήνει τὴν Κόρινθο καὶ περνῶντας μὲ τὸ ἅρμα τοῦ μέσ' ἀπ΄τη Φωκίδα συναντᾷ σ' ἕνα δρόμο στενὸ τὸ Λάϊο ποὺ περνοῦσε πάνω στὸ ἅρμα. Κι ὅπως ὁ Πολυφόντης, ὁ κήρυκας τοῦ Λάϊου, τὸν διέταξε νὰ παραμερίσει καὶ τοῦ σκότωσε μάλιστα τὸ ἕνα ἀπ' τ' ἄλογά του, ἐπειδὴ δὲν ὑπάκουσε κι ἀργοποροῦσε, ὁ Οἰδίπους πάνω στὸ θυμό του σκοτώνει τὸν Πολυφόντη καὶ τὸ Λάϊο μαζὶ καὶ τραβάει γιὰ τὴ Θήβα.


 Τὸ Λάϊο τὸν ἔθαψε ὁ Δαμασίστρατος, ὁ βασιλιᾶς τῶν Πλαταιέων καὶ τὴ βασιλεία τὴν παίρνει ὁ Κρέων, ὁ γιος του Μενοικέως. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρέοντος μεγάλη συμφορὰ πλάκωσε στὴ Θήβα. Ἡ Ἥρα δηλαδὴ ἔστειλε ἐκεῖ τὴ Σφίγγα, ἕνα τέρας γεννημένο ἀπ' τὸν Τυφῶνα καὶ τὴν Ἔχιδνα, ποὺ εἶχε πρόσωπο γυναίκας, στῆθος, πόδια καὶ οὐρὰ λιονταριοῦ καὶ φτεροῦγες πουλιοῦ. Ἔμαθε λοιπὸν ἀπ' τίς μοῦσες ἕνα αἴνιγμα καὶ θρονιασμένη στὸ Φίκιο ὄρος τὸ πρότεινε στοὺς Θηβαίους.


 Νὰ ποιό ἦταν τὸ αἴνιγμα : Τί εἴν' αὐτὸ πού, ἐνῶ ἔχει μιὰ φωνή, γίνεται τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν; Ὑπῆρχε χρησμὸς στοὺς Θηβαίους ποὺ ἔλεγε, ὅτι τότε θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ' τὴ Σφίγγα, ὅταν λύσουν τὸ αἴνιγμα. Γι' αὐτὸ συγκεντρώνονταν συχνὰ κι ἔσπαζαν τὰ κεφάλια τους νὰ βροῦν τί ἐννοεῖ τὸ αἴνιγμα. Κι ὅσο δὲν τό 'βρισκαν ἡ Σφίγγα ἅρπαζε κι ἕναν καὶ τὸν καταβρόχθιζε.


 Κι ἀφοῦ χάθηκε κόσμος πολὺς καὶ τελευταῖος κι ὁ γιος του Κρέοντος, ὁ Αἵμων, βάζει κήρυκα ὁ Κρέων νὰ φωνάξει, ὅτι δίνει καὶ τὴ βασιλεία καὶ τὴ γυναῖκα τοῦ Λάϊου σ' ὅποιον λύσει τὸ αἴνιγμα. Μόλις τ' ἄκουσε ὁ Οἰδίπους ἔλυσε τὸ αἴνιγμα ἀπαντῶντας, ὅτι εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Γιατί, λέει εἶναι τετράποδος στὴ βρεφική του ἡλικία, καθὼς μπουσουλάει μὲ τὰ τέσσερα, ὅταν μεγαλώνει γίνεται δίποδος καὶ στὰ γηρατειά του παίρνει τρίτο πόδι, τὸ ραβδί.


 Κι ἡ Σφίγγα γκρεμίστηκε ἀπ' τὴν Ἀκρόπολη, ἐνῶ ὁ Οἰδίπους παρέλαβε τὴ βασιλεία, παντρεύτηκε χωρὶς νὰ ξέρει τὴ μητέρα του καὶ γέννησε παιδιὰ μαζί της, ἀγόρια τὸν Πολυνείκη καὶ τὸν Ἐτεοκλή, καὶ θυγατέρες τὴν Ἰσμήνη καὶ τὴν Ἀντιγόνη. Μερικοὶ λένε ὅτι τὰ παιδιὰ τά 'κανε μὲ τὴ Εὐρυγάνεια, θυγατέρα τοῦ Ὑπέρφαντος.


 Κι ὅταν αὐτὰ τὰ φοβερὰ μυστικὰ ἦρθαν στὸ φῶς ἡ Ἰοκάστη κρεμάστηκε μὲ τὸ σκοινὶ κι ὁ Οἰδίπους ἔβγαλε τὰ μάτια του κι ἀπομακρύνθηκε ἀπ' τὴ Θήβα, ἀφοῦ καταράστηκε τοὺς γιους τους, ποὺ ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν νὰ διώχνεται ἀπ' τὴν πόλη, δὲν ἔτρεξαν νὰ τὸν βοηθήσουν (καταράστηκε τοὺς δυὸ γιούς του νὰ κατέβουν στὸν Ἅδη σκοτώνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως καὶ ἔγινε. Αἰτία τῆς κατάρας, σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, ἦταν το ὅτι παρέβησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ νὰ μὴν κάνουν ποτὲ χρήση τῶν ἀρχαίων βασιλικῶν σκευῶν καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι κάποτε, μετὰ ἀπὸ θυσία, δὲν τοῦ ἔδωσαν τὴν ωμοπλάτη, ὅπως ἅρμοζε σὲ βασιλιᾶ). Καὶ φτάνοντας μὲ τὴν Ἀντιγόνη στὸν Κολωνὸ τῆς Ἀττικῆς ὅπου βρίσκεται τὸ τέμενος τῶν Εὐμενίδων κάθησε ὡς ἱκέτης κι ἔγινε δεκτὸς ἀπ' τὸν Θησέα μὲ φιλικὰ αἰσθήματα. Σὲ λίγον καιρὸ πέθανε.




Δεν υπάρχουν σχόλια: