Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθανάσιος Διάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθανάσιος Διάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Λαμίᾳ: Μιὰ μαρτυρία γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Διάκου (ἀποκαλυπτικὰ ἔγγραφα) ΙΣΤΟΡΙΑ



 Ἐλάχιστες καὶ συγκεχυμένες ἦταν οἱ πληροφορίες, ποὺ εἴχαμε μέχρι τώρα, σχετικὰ μὲ τὴν τύχῃ τοῦ σώματος τοῦ μάρτυρα τῆς ἐλευθερίας Ἀθανασίου Διάκου. 

Σύμφωνα μὲ μιὰ ἄποψη, ἐπειδὴ τὸ καρφωμένο στὴ σούβλα σῶμα τοῦ Διάκου καὶ τὰ κομμένα κεφάλια τῶν συμπολεμιστῶν του, τὰ ὁποῖα εἶχαν τοποθετηθεῖ πάνω στὴν κοπριὰ ὁλόγυρα ἀπ' τὸ Διάκο, εἶχαν ἀρχίσει νὰ μυρίζουν, ἀφοῦ ἦταν ἐκτεθειμένα γιὰ ἕξι μέρες, οἱ Τοῦρκοι ἀγγάρεψαν τοὺς Λαμιῶτες Κεφάλα καὶ Φαραδῆμο νὰ ρίξουν τὸ πτῶμα τοῦ Διάκου καὶ τὰ κομμένα κεφάλια στὸ διπλανὸ ρέμα (Σκατόρεμα) καὶ νὰ τὰ σκεπάσουν μὲ κοπριές1.

 Σύμφωνα μὲ μία παράδοση, τὴν ὁποία παραθέτει ὁ Λάππας (ό. π. 150 κ.ε.), τὸ πτῶμα τοῦ Διάκου τὸ ξέχωσε τὴν ἄλλη νύχτα κάποιος Ἕλληνας Λαμιώτης, τὸ ἔπλυνε, τὸ σαβάνωσε καὶ τὸ ἔθαψε ἔ­ξω απὸ κάποιο ἐρημοκκλήσι στὴ Λαμίᾳ. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Θ. Λάσκαρη, «ὅτε ἡ Ἑλλὰς ἔγινεν ἐλεύθερον βασίλειον τὸ μέρος ἠρευνήθῃ, ἀλλ' οὐ­δὲν ἴχνος ἀνευρέθῃ»2. 

Ὁ Λάππας (ό. π. 151) πιστεύει ὅτι ἡ ταφὴ ἔγινε στὸ Σκατόρεμα κι ὅτι τὰ ὀστᾶ τοῦ Διάκου χάθηκαν γιὰ πάντα.

Στὸ παραπάνω πρόβλημα ρίχνει ἀρκετὸ φῶς ἕνα ἔγγραφο τοῦ ἀγωνιστῆ Πα­ναγιώτη Σκόρδη ἀπ' τὴ Βέρβενα τῆς Ἀρκαδίας3.
 Στὸ ἔγγραφο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀπευ­θύνεται «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν θυσιῶν καὶ ἀγώνων ἐξεταστικὴν ἐπιτροπήν», μὲ ἠμε­ρομηνία 10 Αὐγούστου 1846, ἀνάμεσα στ' ἄλλα ἀναφέρεται ὅτι μετὰ τὸ μαρτυρι­κὸ θάνατο τοῦ Διάκου, ὁ Σκόρδης ἀγόρασε ἀπ' τοὺς Τούρκους τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐνταφίασε μαζὶ μὲ τὰ ἑκατὸν τριάντα κεφάλια τῶν Ἑλλήνων ποὺ θυσιάσθηκαν στὴν Ἀλαμάνα4. 

Ὁ Σκόρδης δὲν ἀναφέρει σε ποιό σημεῖο ἔγινε ἡ ταφή, σημειώνει ὅμως ὅτι ἔγινε «μ' ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειαν» κι ὅτι δαπάνησε γιὰ τὴν ἐξαγορὰ καὶ τὴν ταφή, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἐξαγορὰ εἴκοσι τεσσάρων Ἑλλήνων αἰχμαλώ­των3, πέντε χιλιάδες γρόσια.

Ἐκτὸς ἀπ' τὴ μαρτυρία γιὰ τὴν τύχη τοῦ σώματος τοῦ Διάκου, σημαντικὴ εἶ­ναι ἡ ἔμμεση πληροφορία ὅτι στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας θυσιάσθηκαν συνολικὰ ἐ­κατὸν τριάντα Ἔλληνες6, 

τὰ κεφάλια τῶν ὁποίων ἐνταφιάσθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Διά­κο. Στὸ ἴδιο ἔγγραφο ὑπάρχουν διαφωτιστικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν πολιορκία τῆς Λιβαδειὰς ἀπ' τοὺς Τούρκους, γιὰ τοὺς Σουλιῶτες, τὸν Ὀδ. Ἀνδροῦτσο, τὸν Χρ. Παλάσκα κ.ἄ.

Ὁ Σκόρδης εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἐξαγοράσει καὶ νὰ θάψει τὸ σῶμα τοῦ Διάκου καὶ τὰ κομμένα κεφάλια τῶν συμπολεμιστῶν του, γιατί ἦταν γραμματέας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη7.

 Οἱ μαρτυρίες τοῦ Σκόρδη πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ἔγκυρες γιατί ἦταν ἀξιόπιστο πρόσωπο, ὅπως φαίνεται κι ἀπ' τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ Παν. Ζαφειρόπουπου, ὁ ὁποῖος διασταύρωσε τίς πληροφορίες ποὺ εἶχε.

 Ὁ Σκόρδης ἦταν μυη­μένος στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, κι ἀργότερα, ὅταν ἦρθε στὴν Ἀρκαδία, ἡ Πελοποννη­σιακὴ Γερουσία τὸν διόρισε ὑπασπιστῆ τοῦ Παν. Ζαφειρόπουλου5. Γιὰ ἕνα μέρος τῶν δραστηριοτήτων του στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, ὁ Σκόρδης ἐπικαλεῖται τὴ μαρτυρία τῶν προκρίτων της Λιβαδειὰς Νικόλαου καὶ λάμπρος Νάκου.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Σκόρδη, ὅτι δηλαδὴ ὁ Διάκος θάφθηκε κανονικὰ μαζὶ μὲ τὰ ἑκατὸν τριάντα κεφάλια τῶν συμπολεμιστῶν του, δίνει τὴ δυνατότητα τῆς ταύτισης τῶν ὀστῶν τοῦ Διάκου σὲ μελλοντικὴ ἀνεύρεση τούς. Ὁ ὁμαδικὸς αὐτὸς τάφος θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ, πιστεύω, στὸ τότε χριστιανικὸ νεκροταφεῖο τῆς Λαμίας9.


Παραθέτω ἐδῶ τὸ ἔγγραφο σὲ μεταγραφή, διατηρῶντας τὴν ὀρθογραφία του:


«Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν θυσιῶν καὶ ἀγώνων ἐξεταστικὴν ἐπιτροπήν.


Ὁ ὑπογεγραμμένος εἶμαι ἐκ τον χωρίου Βερδαίνων τῆς ἐπαρχίας ἁγίου Πέ­τρου ἀγωνιστὴς εἰς τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας τῆς πατρίδος Ἱερὸν πόλεμον, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὅπου ὑπηρέτησα τὴν πατρίδα ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικῶς.

Πρὶν τοῦ Ἱεροῦ ἀγῶνος ἤμουν εἰς τὸν ὀμὲρ πασιὰ βερβεριόνη ἕνας τῶν Γραμματέων αὐτοῦ, ἤμουν ὁρκισμένος εἰς τὴν Ἱερὰν Ἐταιρίαν τῆς Πατρίδος, καὶ ἅμα ἐπολιορκήθῃ ὁ Ἀλὶ πασᾶς ἐδιετάχθην ἀπὸ τὴ συναδελφὴ νὰ διαμένω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ὀμερπασιὰ καὶ συνδράμω, καθὰς ὁδηγίας ἔλαβον παρὰ τοὺς ἑταιρικοὺς συναδέλφους, καὶ εἰδοποιῷ αὐτοὺς τὰ στρατηγήματα τῶν πασιάδων.


Καὶ πρῶτον εἰδοποίησα τοὺς Σουλιώτας ἀφοῦ ἐκήρυξαν τὸν πόλεμον, καὶ ἐξαπέστειλα  εἰς αὐτοὺς τρία φορτία πολεμοφόδια μέσον τοῦ  ἐπισκόπου  Ἄρτης.

Ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἕνα κελαρίτη Τασούλια χρισικὸν τοῦ Μουχτὰρ πασᾶ.

Τὸν Γεώργιον Τουρτούρην ὁμοίως ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὴν φυ­λακήν, μάρτυρας εἶναι ἡ οἰκογένεια αὐτοῦ.

Τὸν μακαρίτην Χρῆστον Μπαλάσκα ἔχων εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰσμαὴλ πασιὰς καὶ τὸν ἐλευθέρωσα καὶ χρήματα ἀρκετὰ τὸν ἐβοήθησα αὐτὸν τε καὶ τὴν φαμελείαν του μάρτυρας ἔχω τὴν ἰδίαν Σύζυγόν του κυρίαν Παλάσχα.

Ἐκστράτευσεν ὁ Ὀμὲρ πασιὰς δια τὴν Πελοπόννησον καὶ φθάσας εἰς τὸ Δερβένι Φούρκα μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ δὲν ἔλειψα νὰ εἰδοποιῶ τὰ Ἑλληνικὰ Στρατεύματα καὶ αὐτὸν τὸν μακαρίτην Διάκον ὅλα τὰ Στρατηγήματα τὸν Ὀμὲρ πασιά, καὶ ἀφοῦ ἐσυλήφθη ὁ Μακαρίτης Διάκος, καὶ ἐθανατώθῃ μὲ τὸν αἰσχρότατον θάνατον, ἀγόρασα τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐνταφίασα μ' ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειαν, ὁμοῦ μὲ ἑκατὸν τριάκοντα κεφάλας θυσιασθέντας εἰς τὸν πόλεμον τὸν Διάκου, καὶ εἰκοσιτέσσαρους χριστιανοὺς ἠλευθέρωσα ἀπὸ τὸν θάνατον ὅπου εἶχον συληφθὴ αἰχμάλωτοι, ὑπὲρ τὰς πέντε χιλιάδας γρόσια ἐδαπάνησα εἰς τὴν θανὴν τοῦ Διάκου καὶ εἰς τὰς ἑκατὸν τριάντα κεφάλας καὶ εἴκοσι τεσσάρων αἰχμαλώτων.

Αφού επροχωρήσαμεν εις τας επαρχίας Λεβαδίας, Σάλονα, Μπουτουνίτσα, Ταλάντι, θύδας, και Εύρυπον, ειδοποιούσα καθεκάστην τους αδελφούς χριστια­νούς και τα ελληνικά Στρατεύματα όλα τα σχέδια του ομερπασιά, δια τα οποία μαρτυρεί όλη αυτή η επαρχία και ο κύριος Λάμπρος Νάκος νυν Γερουσιαστής.

Ἐλευθέρωσα μίαν γυναῖκα μὲ δυὸ παιδιὰ ἀπὸ τὸ χωρίον δαβλάνη μὲ πεντακόσια γρόσια ἀγοράν.

Δεκατέσσαρας ψυχὰς ἐλευθέρωσα ἀπὸ Τουρκοχώρι καὶ βελιτζώτη μὲ δυὸ καὶ ἥμισυ χιλιάδες γρόσια ἀγοράν. Ἕνα κοράσιον ἀπὸ Ταλάντη μὲ δυὸ χιλιά­δες γρόσια, ἕνα παιδὶ ἀπὸ σούρπη μὲ τριακόσια γρόσια.

Τοὺς ἐγκλείστους εἰς τὸ φρούριον Λεβαδίας χριστιανούς, ἀφοῦ ἠθέλησαν νὰ παραδοθοῦν, εἰδοποίησα πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸν τὸν πασιὰ ὅπου ἤθελε τοὺς κάμει σφάγιον, δὲν ἐπαραδόθησαν καὶ διοργάνωσα τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ τοὺς ὀ­δήγησα νὰ φύγουν ἀπὸ δρόμον τὸν ὁποῖον προετοίμασα, καὶ ἀναχώρησαν ἀβλαβῶς ἐξῶν τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀσθενῶν, καὶ ὁ Γέρων Νικόλαος Νάκος πρὸς τὸν ὀ­ποῖον ἔδωσα τὴν μεγαλυτέραν συνδρομὴν καὶ βοήθειαν μαρτυρεῖ δὲ ὅλη ἐπαρχία Λεβαδίας περὶ αὐτῶν, καὶ ὁ κύριος Λάμπρος Νάκος, εἰς τὴν περίστασιν ταύτην καὶ εἰς τὰ χωρία Λεβαδίας, καὶ εἰς τὸν βάλτον ἐδαπάνησα ἀρκετὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα γνωρίζει ὁ κύριος Λάμπρος Νάκος, ὁ ἰατρὸς Σπειρίδων Καλογερόπουλος γνωρίζει ὅσα ἔκαμον εἰς Θήβας καὶ Εὔριπον πρὸς ὄφελος τῶν ὁμογενῶν.

Παραλείπω ὅσα ἔπραξα πρὸς βοήθειαν τῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν ὅπου ἦταν κλεισμένοι εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν τῆς Θήβας, καὶ ἐλευθέρωσα αὐτοὺς ἀπὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον.

Δια τὸν Χρῆστον Μπαλάσκα ἤμουν ἐγγυητὴς εἰς τὸν ὀμὲρ πασιὰ καὶ ἀφοῦ ἐσυνενοήθη ὁ Μπαλάσκας μὲ τὸν Ὀδισέα νὰ ἑνωθοῦν καὶ κτιπήσουν τους ἐχθροὺς μὲ εἰδοποίησαν καὶ ἀνεχώρησα ἀπὸ τὸν πασιὰ καὶ ἑνώθῃν μὲ τὰ ἑλληνικὰ Στρατεύματα, καὶ ἐκτιπήσαμεν τὰ ἐχθρικὰ Στρατεύματα  καὶ ἐδιαλύθη μετου πολὺ ἡ ἐκστρατεία τὸν ὀμερπασιά, παραλοίπω ὅσα ἐδαπάνησα εἰς ἀπελευθέρωσιν ὁμογε­νῶν εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα.

Ἀπῆλθον εἰς Πελοπόννησον καὶ ἑνώθῃν μὲ τὰ ἐπαρχιακὰ Στρατεύματα τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Πέτρου εἰς τὴν πολιορκίαν Τριπόλεως μέχρι τῆς ἁλώσεως αὐ­τής, καὶ τὰς μετὰ ταῦτα θυσίας καὶ ἐκδουλεύσεις μου μαρτυρεῖ τὸ ἐσώκλειστον ἀποδεικτικὸν τοῦ ὁπλαρχηγοῦ τῆς ἐπαρχίας.


Τὰ πρωτότυπα ἀποδεικτικὰ παρεδόθησαν εἰς τὸ ἐπαρχεῖον Κυνουρίας κατὰ τὸ 1834, τὰ δὲ ἀντίγραφα κατὰ τὸ 1836 εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Στρατιωτικὴν ἐπιτροπὴν δύναται δὲ ἡ ἐπιτροπὴ                                                                                                                                                                                                           

Παρακαλῶ ὅθεν τὴν ἐπιτροπὴν ταύτην ἶνα ἐνδώσῃ εἰς τὰς αἰτήσεις μου ταύτας καὶ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην εἰς ἄνθρωπο θυσιάσαντα τὰ πάντα καὶ τραυματισμένον περικυκλούμενον ἤδη ἀπὸ πολυαρίθμου ἀδυνάτου οἰκογενείας, καὶ δια νὰ μὴν μείνῃ μετὰ τὸν ἐγγίζοντα θάνατον του ἐκτεθειμένη εἰς τὴν ἀνάγκην καὶ ἀπορίαν.


Ἐν Ἁγίῳ Ἰωάννῃ τὴν 10 Αὐγούστου 1846


Εὐπειθέστατος Δημότης θυρέας


Παναγιώτης Σκόρδης


1.     Γ. Κρέμος, «Ἱστορικὰ Ἐπανορθώματα. Ἀθανάσιος Διάκος», περιοδ. Ἀπόλλων Δ', (Πειραιεύς, 1887)   725. Βλ. ἐπίσης,  Τάκης Λάππας,  Θανάσης Διάκος, Ἀθήνα 1949, 145.


2.       Λάππας, ό. π. 151, σημ. 1.


3.    Τὸ ἔγγραφο βρίσκεται στὸ Ἀρχεῖο Χειρογράφων καὶ Ὁμοιότυπων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης (ἀρ. 12699), στὸ φάκελο τοῦ ἀγωνιστῆ Παναγιώτη Σκόρδη, καὶ μοῦ ἔγινε γνωστὸ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἐντελῶς τυχαῖα, ὅταν, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Διευθυντῆ τοῦ Ἀρχείου Χειρόγραφων Π. Νικολόπουλου, μελετοῦσα τοὺς φακέλους τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ κατάγονταν ἀπ' τὴ Βέρβενα τῆς Ἀρκαδίας. 

Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ εἶναι γνωστὸ καὶ στὸ Θ. Βαγενὰ (Θ. Βαγενάς, «Παναγῆς Σκόρδης. Ἕνας ἀγνοημένος Βερβενιώτης Ἀγωνιστὴς ποὺ «ἐνταφίασε» τὸ ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΚΟ»,  ἐφημ.  Ἀρκαδικὸς  Κόσμος,  ἀρ.  φ.  156,  30 Ὀκτ.  1984).

4.   Στὰ ἑκατὸν τριάντα κεφάλια πρέπει νὰ συμπεριλαμβάνονταν κι ἐκεῖνα τοῦ ἐπίσκοπου Σαλώνων Ἠσαΐα καὶ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Παπαγιάννη.

 Ὁ Κρέμος (Ἀνάλεκτα, Ἀθήνησι 1876, 64 κ.ε.) κάνει λόγο γιὰ ὀγδόντα κεφάλια ἀγωνιστῶν,, τὰ ὁποῖα κουβαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι καρ­φωμένα πάνω σὲ κοντάρια, μπροστὰ ἀπ' τὸ στρατιωτικὸ σῶμα τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Λαμίᾳ. Προπορεύονταν τὰ κεφάλια τοῦ Ἠσαΐα καὶ τοῦ Παπαγιάννη. Δη­λαδή,  ἀπ' τὸν Κρέμα ἀναφέρονται συνολικὰ ὀγδόντα δυὸ κεφάλια.

5.      Οἱ εἴκοσι τέσσερις αἰχμάλωτοι εἶναι πιθανὸ νὰ ἀνῆκαν κι αὐτοὶ στὸ στρατιωτικὸ σῶμα τοῦ Διάκου καὶ νὰ μεταφέρθηκαν, ὅπως ὁ τραυματισμένος Διάκος καὶ τὰ κομμένα κεφάλια, ὡς λάφυρο στὴ Λαμίᾳ, ὅπου κι ἐξαγοράσθηκαν ἀπ' τὸ Σκόρδη.

6.      Ὁ Χριστ. Περραιβὸς (Ἀπομνημονεύματα ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Ἀθῆναι 1956, Β', 66) ἀνα­φέρει ὅτι στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας σκοτώθηκαν ὀγδόντα ἑπτὰ Ἕλληνες καὶ πληγώθηκαν εἴκοσι δυό, ἐνῶ ὁ Δ, Κόκκινος (Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, Ἀθῆναι 1956, Α', 470) γρά­φει ὅτι «οἱ νεκροὶ Ἕλληνες τῆς μάχης ἐκείνης ὑπελογίσθησαν εἰς τριακόσιους».


7.  Ἐκτὸς ἀπ' τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου, κι ὁ ὁπλαρχηγὸς τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Πέτρου συνταγ­ματάρχης Παν. Ζαφειρόπουλος βεβαιώνει σὲ πιστοποιητικό του, ποὺ βρίσκεται στὸν ἴδιο φάκελο, ὅτι ὁ Παν. Σκόρδης ἦταν γραμματέας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη. 

Ὁ β. Βαγενὰς (ό. π.) γράφει ὅτι ὁ Σκόρδης, μόλις κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, πῆρε ἐντολὴ ἀπ' τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία ν' ἀκολουθήσει τὸν τούρκικο στρατὸ κι ὅτι «ἔτσι... κατάφερε κι ἔγινε καὶ γραμματικός του Ὀμὲρ Βρυώνη». 

Ἀπὸ τὸ ἔγγραφο ὅμως εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Σκόρδης ἤ­ταν γραμματέας τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη πρὶν ἀπ' τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, κι ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τοῦ Ἀλὴ πασᾶ (φθινόπωρο 1820), ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία του σύστησε νὰ παραμείνει στὴν ὑπηρεσία τῶν Τούρκων γιὰ νὰ δίνει πληροφορίες στοὺς  Ἕλληνες.

8.   Στὶς 12 Ἰουνίου 1865 ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἀγῶνος τὸν κατέταξε στὴν κλάση τῶν ὑπαξιωματι­κῶν β' τάξεως  (ἀρ. μ. 2766).


9.     Στὴ σκέψη αὐτὴ συνηγορεῖ α) ὁ μὴ προσδιορισμὸς ἀπ' τὸ Σκόρδη κάποιου ἰδιαίτερου χώρου καὶ β) τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ταφὴ ἔγινε κανονικὰ μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ τῆς ταίρια­ζε, δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔλαβαν μέρος ἱερεῖς κλπ., ποὺ σημαίνει ὅτι ἔγινε τελετή. 

Μιὰ τέ­τοια νεκρικὴ τελετὴ ἦταν ἑπόμενο νὰ γίνει στὸ φυσικό της χῶρο, δηλαδὴ στὸ ἑλληνι­κὸ νεκροταφεῖο τῆς Λαμίας.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΦΑΚΛΑΡΗ

τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

πηγές: Φθιωτικὰ Χρονικὰ 1987, σσ. 85-88. ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ kaliterilamia.gr







Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Αθανάσιος Διάκος (1788-1821 24 Απριλίου). «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω»

Αθανάσιος Διάκος (1788-1821 24 Απριλίου). «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω»
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!».
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και μάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1782). Ο τόπος γέννησης του Αθανάσιου Διάκου, αποτελεί σημείο τριβής και διεκδικείται από δύο χωριά, την Άνω Μουσουνίτσα και την Αρτοτίνα. Και τα δυο, χωριά της Φωκίδος.
Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα.
Σημείο τριβής, αποτελεί και το πραγματικό επώνυμο του Διάκου. Αναφέρονται τα Μασαβέτας (γράφεται και Μασσαβέτας) και Γραμματικός. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια αμφισβήτηση μεταξύ αρκετών ιστορικών, με στοιχεία που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους, τόσο για το γενεαλογικό δέντρο του Διάκου, κυρίως απ’ την πλευρά του πατέρα του, όσο και για τον τόπο γέννησης και διαμονής του 
Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και το κανονικό όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραμματικός.
Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραμματικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραμματικό, έναν εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραμματικός, εμφανίζεται και με το επώνυμο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραμματικός, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά μεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο.
Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραμματικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόμησε ένα κοπάδι πρόβατα και μια στάνη για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του.
Η μοίρα όμως ήταν σκληρή με την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν.
Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.
Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον μοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθμό (Διάκος).
Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία και σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή.
Ήταν διάκονος ακόμα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ’ αυτόν τον γάμο αναγκάστηκε αμυνόμενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ηττήθηκε απ’ τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισμό σκοποβολής.
(Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιασμένος απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού, του έκανε άσεμνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.)
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «λημέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη Τσαμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην μάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε με ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισμό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη.
Παρ’ όλη την παλληκαριά του όμως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόμη κι έτσι, νομίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαμένει για έναν χρόνο (συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια). Μετά από προδοσία όμως, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου.
Επειδή ο Τσαμ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασμά του χωρίστηκε σε τρία μικρότερα αποσπάσματα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί με τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρματολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντομα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα), στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρμάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόμενο του φιρμανιού, τον συμβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που εκείνον τον καιρό είχε καλές σχέσεις με τον Αλή πασά.
Οι δυο άντρες πράγματι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το φιρμάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων), στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.
Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιμασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άμφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα Κλεφτών.
Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, με την σύμφωνη γνώμη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρματολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρματολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο.
Η σημαία του Αθανάσιου Διάκου
Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λειβαδιά με σκοπό την κατάληψη της.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση.
Στις 31 Μαρτίου, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου.
Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαμία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη η ώρα για ξεσηκωμό και απέτυχε.
Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς (ενώ την άλλη μέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτομα) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός.
Όμως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε.
Θυμήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις μυριάδες των Περσών. «Αγίασε» με το αίμα του άλλη μια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέμησε λοιπόν με πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα.
Κι αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά μόνο 20-30 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν…
Η άνιση μάχη αρχίζει κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.
Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ’ τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυματίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαμβάνουν ζωντανό, μες τα αίματα και τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.
Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν οι τραυματίες.
Οι πασάδες, έχοντας αιχμάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Λαμία (Ζητούνι). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά μπροστά πεζός. Φοβούμενοι όμως σύντομα, μην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μουλάρι που είχε ελαφρά δεμένα το πόδια του για να μην μπορεί να τρέξει.
Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον του σημείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί.
Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιμές, με αντάλλαγμα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα.
Ο Μεχμέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Ομέρ Βριώνη), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυμος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχμέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».
Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.
Ο Χαλήλ μπέης μάλιστα, απαίτησε στο σημείο του μαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να μην βασανίζεται μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.
Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε μερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να με σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να με παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είμαι» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν).
Κάποιοι απ’ τον συγκεντρωμένο κόσμο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τομάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά, «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωμιός ή Χριστιανός).
Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί με πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση «Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει. Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι».
Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Πως όμως γινόταν ο ανασκολοπισμός από τους Τούρκους;
Μια λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire:
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.
Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».
Παρ’ ότι ο ανασκολοπισμός του Διάκου είναι αδιαμφισβήτητος, εν τούτοις οι πληροφορίες που αφορούν τον τόπο και τις ώρες του μαρτυρίου του, είναι συγκεχυμένες.
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μεταφέρθηκε στην Αλαμάνα κι αφού σουβλίστηκε, τον έστησαν όρθιο και τον αποτελείωσαν οι Τούρκοι με πυροβολισμούς.
Κατά μία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».
Σύμφωνα πάντως με τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου, μετά το σούβλισμα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόματι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγμένο πανί και το έφερε με τρόπο στο στόμα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε.
Το ψήσιμο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από μερικούς αμφισβητήσιμο, αναφέρεται και στην επίσημη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέμει τιμητικά μετά θάνατον τον βαθμό του Στρατηγού.
Οι Τούρκοι, μετά από 6 ημέρες (κατ’ άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώμα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισμένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και μαζί με τα υπόλοιπα μαρτυρικά κορμιά να τα πετάξουν.
Όπως μαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώμα σκεπάστηκε με κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ’ ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισμό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.
Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραμένει εώς σήμερα ένα ερωτηματικό.
Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά μετά από μερικές μέρες και ξέθαψε το σώμα. Το μετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα μικρό ερημοκκλήσι της Λαμίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σημείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, με ψήφισμά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχμών για «…την ανακομιδή των λειψάνων του αοίδομου πρωτομάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την μεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν…».
Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «…το μέρος ηρευνήθη, αλλ’ ουδέν ίχνος ευρέθη».
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπάρχει έγγραφο με θέμα μια αίτηση (η οποία έγινε δεκτή) προς την Κρατική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, την οποία είχε υποβάλλει ο αγωνιστής του 1821 και πρώην διερμηνέας του Ομέρ Βρυώνη, Παναγιώτης Σκορδής. Ο Σκορδής ζητά την οικονομική βοήθεια της πολιτείας, καθώς ξόδεψε όλη του την περιουσία στον Αγώνα. Ανάμεσα στις πράξεις τις οποίες γράφει και πιστεύει ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν, αναφέρει και την εξαγορά έναντι 5.000 γροσίων απ’ τους Τούρκους της σορού του Αθανάσιου Διάκου, με 130 ακόμα «κεφαλάς», καθώς και την απελευθέρωση 24 αιχμαλώτων.
Το έγγραφο αυτό, αν και δεν διευκρινίζεται εδώ που ακριβώς έθαψε ο Σκορδής τις σορούς, υποστηρίζεται από ανάλογο του συνταγματάρχη Ζαφειρόπουλου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Πιθανότατα ακόμη, αν ο Δήμος Λαμιέων επανέλθει επί του ψηφίσματος της 16-8-1843, μια νέα έρευνα επί του σημείου της ταφής του Διάκου, να είναι επιτυχής. Αν σκεφτούμε μάλιστα πως στην περιοχή αυτή, εκτός του σώματος του ήρωα ερρίφθησαν και τα κεφάλια 130 αγωνιστών, τότε μάλλον πρέπει να υποθέσουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ομαδικό τάφο».
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του…
Το μνημείο του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα Στο σημείο του μαρτυρικού του θανάτου, στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Το 1886 με πρόταση του ταγματάρχου Ρούβαλη και αργότερα (1889) με ενέργειες του δημάρχου Λαμιέων, Σκληβανιώτου, κατασκευάστηκε σε ανάμνηση της τραγικής θυσίας του Αθανασίου Διάκου.
Είναι ένας Γολγοθάς, δηλαδή συσσώρευση μεγάλων λίθων πού έχει στην κορυφή του μαρμάρινο σταυρό τον οποίο περιβάλλουν φύλλα δάφνης. Στην πρόσοψη του Γολγοθά υπάρχει η επιγραφή:
«Ούτος ο τόπος ενθα τήν 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».
Σε άλλη πλάκα πού τοποθετήθηκε το 1930 με την συμπλήρωση 100 χρόνων ελεύθερης Λαμίας, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε τούς ακόλουθους στίχους:
«Και των ηρώων καύχημα στην δόξα του Κυρίου,
Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα».
Πίσω ακριβώς από το μνημείο επί υψηλού τοίχου εντός κόγχης υπάρχει η προτομή του Αθανασίου Διάκου. Επίσης η είσοδος είναι μαρμάρινη με δύο πυρσούς σε κάθε κολώνα λεπτής τέχνης.
Κενοτάφιο Αθανασίου Διάκου
Στην ομώνυμη πλατεία της Λαμίας, υπάρχει το άγαλμά του, όπου τον παρουσιάζει να μάχεται με το σπασμένο σπαθί…
Το άγαλμα του Διάκου, στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, στη Λαμία
Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες».
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου», φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε.
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα.
Τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια.
Κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις;
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;».
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω ‘γω κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Τον Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι».