Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Οἱ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΔΙΟΤΙ ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ Ἡ ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ


ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΔΙΟΤΙ ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ Η ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ




Εἶναι γνωστόν, πὼς κατὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ ρασοφόροι λειτούργησαν ὡς πέμπτη φάλαγγα, καλλιεργῶντας εἴτε κλίμα ἡττοπάθειας -ἀντιτιθέμενοι στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν- λέγοντας πὼς «εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει», εἴτε ἐρχόμενοι καὶ σὲ ἀπευθείας συνομιλίες μὲ τοὺς Ὀθωμανούς.


Τίς προδοσίες τῶν ρασοφόρων, προσπαθεῖ μέχρι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία νὰ καλύψει μὲ τὸ παραμυθάκι τῆς ξεχασμένης Κερκόπορτας (λὲς καὶ ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἁπλῆ πόρτα ποὺ ἔκλεινε μὲ ἕνα ἁπλὸ πόμολο ποὺ δὲν ἀσφάλισε καλά).



Βεβαίως, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβοδίκαιοι, ἀκόμη κι ἂν παρακάμψουμε τὸ γεγονός, πὼς τοὐλάχιστον 30.000 ρασοφόροι «πέρδονταν κι ἔθρεφαν πρωκτό» (κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Δημήτρη Λιαντίνη) στὰ πάμπολλα μοναστήρια καὶ τίς ἐκκλησιὲς τῆς περιοχῆς τῆς Κωνσταντινούπολης (μόνο ἐντὸς τῆς πόλεως ὑπῆρχαν, ὅπως λέγεται, 300 μοναστήρια μὲ 10.000 καλόγερους, ἐνῶ διάφορες ἀναφορὲς καὶ ἐκτιμήσεις ἀνεβάζουν τὸν συνολικὸ ἀριθμὸ ἕως καὶ 300.000), ὅταν τὴν ἴδια στιγμή, τὴν ἄμυνα τῆς πόλης προσπαθοῦσαν νὰ κρατήσουν μετὰ βίας 10.000 ἄνδρες, ἀπέναντι στοὺς 150.000 περίπου

Ὀθωμανοὺς πολιορκητές, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε καὶ νὰ παραγνωρίσουμε τὸ γεγονὸς πὼς στὸ πλάϊ των ρασοφόρων αὐτῶν συντάχθηκαν καὶ πολλοὶ κοσμικοί, ποὺ βλέποντας τὸ τέλος νὰ πλησιάζει προσπάθησαν νὰ περισώσουν ὅτι μποροῦσαν.



Ἡ Κερκόπορτα -ποὺ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι χρησιμοποιοῦνταν κυρίως ἀπὸ μοναχούς-, ὅτι κι ἂν συνέβῃ, δὲν ἀπέφερε τὸ ἀποφασιστικὸ πλῆγμα στὴν ἤδη παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη.

Στὴν πραγματικότητα ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχε πάψει ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ὑφίσταται, ἀρκετὰ χρόνια πρίν, καὶ εἶχε περιοριστεῖ στὴν περιοχὴ τῆς Κωνσταντινούπολης.

 Οἱ Ὀθωμανοὶ εἶχαν ἤδη κατακυριεύσει τὴν ἄλλοτε κραταιὰ αὐτοκρατορία καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔμενε ἦταν ἡ χαριστικὴ βολή· τὸ κερασάκι στὴν τούρτα: Ἡ τυπικὴ κατάληψη τῆς πρωτεύουσας.

 Καὶ λέμε τυπική, γιατί οὐσιαστικὰ ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε ὑποταχθεῖ, ὅταν πλήρωνε φόρο ὑποτέλειας στὸν Σουλτᾶνο. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἔπαψε νὰ ἔχει τὸν ἔλεγχο τῶν Στενῶν, ἀπ' τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ Τοῦρκοι εὐθαρσῶς ἔχτισαν δίπλα στὴν Πόλη, στὸν Βόσπορο, τὸ κάστρο «Ρούμελη Χισὰρ» καὶ φορολογοῦσαν τὰ διερχόμενα πλοῖα.



Ἡ Κερκόπορτα (ποὺ παρεμπιπτόντως, δὲν μνημονεύεται οὔτε στὸ χρονικό του Φραντζή, οὔτε τοῦ Μπαρμπάρο), εἴτε «ξεχάστηκε» ἀνοικτή, εἴτε -τὸ πιθανότερον- τὴν ἄνοιξαν κάποιοι ἀπὸ μέσα, δὲν συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν κατάληψη τῆς πόλης.

 Ἄλλωστε οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἤδη σκαρφαλώσει στὰ μισογκρεμισμένα τείχη καὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη.
Ἐπέφερε ὅμως ἕνα ἄλλο πλῆγμα:      Συνέβαλε στὸν ἐγκλωβισμὸ καὶ στὴν παρεμπόδιση διαφυγῆς τῶν ἀλλοφρονούντων κατοίκων.

Ὄχι ὅλων βέβαια, γιατί πολλοί -καὶ κυρίως οἱ ἀνθενωτικοί- κλειστήκαν στὶς ἐκκλησιὲς καὶ τὸ ἄβουλο καὶ φανατισμένο θρησκευτικὰ πλῆθος ἔψελνε μοιρολατρικὰ «Κύριε ἐλέησον» καὶ περίμενε βοήθεια ἀπ' τον ...;οὐρανό. Τὸ ἄνοιγμα τῆς Κερκόπορτας ὅμως, ἐξυπηρετοῦσε ἕναν πολὺ πιὸ οὐσιαστικὸ σκοπό.

Τὸ Κοράνι προβλέπει τὴν προστασία τῶν «ἀπίστων» κατοίκων μιᾶς πόλης ποὺ παραδίδονται οἰκειοθελῶς. Ἐκεῖ λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν τὰ βασικὰ κίνητρα αὐτῶν ποὺ ἄνοιξαν τὴν Κερκόπορτα, εἴτε ρασοφόρων, εἴτε κοσμικῶν, εἴτε καὶ τῶν δυὸ μαζί.

Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο πὼς ἡ περιοχὴ ὅπου βρίσκονταν ἡ Κερκόπορτα -ὅπως καὶ ἀρκετὲς ἀκόμη- δὲν πειράχτηκε ἀπ' τοὺς Τούρκους.



Τὰ παραπάνω ἐνισχύει κι ἕνα ἔγγραφο ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Ἡ πτῶσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως» καὶ τὸ ὁποῖο συνέταξε ἡ Θεοδώρα Φραντζή, κόρη τοῦ πρωτοβεστιάριου τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Γεωργίου Φραντζή.

 Ἡ Θεοδώρα Φραντζὴ ἦταν σύζυγος τοῦ στρατιωτικοῦ σύμβολου τοῦ αὐτοκράτορα, Ἐδουάρδου Ντὲ Ριστόν. Τὸ ἔγγραφο ἐκδόθηκε στὴν Ἀγγλία τὸ 1454, ὅπου εἶχαν καταφύγει καὶ οἱ δύο μετὰ τὴν Ἅλωση.

 Στὸ ἔγγραφο αὐτό, περιγράφεται, μεταξὺ ἄλλων καὶ μιὰ περίπτωση συνδιαλλαγῆς ρασοφόρων καὶ κοσμικῶν μὲ τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Μωάμεθ Β' τοῦ Πορθητῆ, Ρεσὶτ Πασᾶ τῆς Ἀνδριανούπολης, λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν κατάληψη τῆς πόλης.

Οἱ συναντήσεις γινόταν -κρυφὰ καὶ νύχτα φυσικά- στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Εὐθυμίας καὶ κατὰ τύχην ὑπέπεσαν στὴν ἀντίληψη τοῦ Ἐδουάρδου Ντὲ Ριστόν. Ἀπὸ πλευρὰς τῶν ρασοφόρων, στὶς διαπραγματεύσεις αὐτὲς ἔλαβε μέρος ὁ ἱεροκήρυκας τῆς Ἁγίας Σοφίας, Ἰωάσαφ, κι ἀπὸ πλευρᾶς τῶν κοσμικῶν ὁ Μέγας Δούκας Λεόντιος καὶ ὁ ἀρχιναύαρχος Νεόφυτος.



Παρατίθεται ὁ διάλογος μεταξὺ τῶν δωσίλογων καὶ τοῦ Ρεσὶτ Πασᾶ, ἔτσι ὅπως διασώθηκε καὶ δημοσιεύθηκε («Δαυλός», Μάρτιος 1993):


Μέγας Δούκας Λεόντιος: Πρέπει νὰ εἴμαστε ἐξασφαλισμένοι ἀπ' ὅλες τίς πλευρὲς πασᾶ μου.
Ἐσεῖς ζητᾶτε ὅρκους, ἐνέχυρα κι ὁμήρους, χωρὶς νὰ προσφέρετε τίποτε.



Ρεσὶτ Πασᾶς: Ὁ ἀρχηγὸς τῶν πιστῶν, ὁ Μωάμεθ, ὅσο ἐξαρτᾷται ἀπ' αὐτόν, ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν χυθεῖ τὸ αἷμα τῶν ὑπηκόων του, καθὼς καὶ τῶν Ναζωραίων, γιατί ἔτσι μᾶς προστάζουν τὰ ἱερά μας βιβλία ποὺ γράφουν: «Αἰχμαλωσία στοὺς ἄπιστους καὶ θάνατος στοὺς ἀποστάτες». Μὲ ἔστειλε λοιπὸν νὰ συνθηκολογήσουμε μαζί σας, ὄχι γιατί ἀμφιβάλλει πὼς ὁ Ἀλλὰχ θὰ τοῦ παραδώσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ γιατί θέλει νὰ χαθοῦν ὅσο γίνεται λιγότεροι ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἀπόκτησή της.


Ἰωάσαφ: Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει! Νὰ πεῖς ὅμως στὸν σουλτᾶνο σου, ὅτι ἂν θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν πόλη πολεμῶντας, κάνει λάθος.
Θὰ πρέπει νὰ ρίξει στὴν μάχη ὅλον τὸν στρατό του κι ὁλάκερο τὸ πυροβολικό. Καὶ τότε πάλι, μὰ τοὺς Ἅγιους Ἀναργύρους, δὲν εἶναι σίγουρο πὼς θὰ νικήσει.



Ρεσὶτ Πασᾶς: Σας ἀκούω λοιπόν. Πέστε μας τίς προτάσεις σας.


Ιωάσαφ: Δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο νὰ θυμηθεῖτε ὅσα θ' ἀκούσετε καὶ νὰ τὰ πεῖτε στὸν ἀφέντη σας. Πρῶτον, οἱ δέκα κυριότερες ἐκκλησίες καὶ ἡ Ἁγία Σοφία νὰ μείνουν στοὺς χριστιανούς, καθὼς καὶ ὅλα τὰ μοναστήρια μὲ τίς περιουσίες καὶ τὰ εἰσοδήματά τους.

 Δεύτερον, ζητοῦμε ἐγγυήσεις ζωῆς, προσώπων, ἰδιοκτησίας, οἰκιῶν, γαιῶν, ὑπηρεσιῶν καὶ ὅλων ἐκείνων, τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων ἀναφέρονται μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἔγγραφο ποὺ σᾶς παραδίδω.
Καὶ τρίτον, οἱ χριστιανοὶ ποὺ θὰ σωθοῦν, νὰ μὴν ὑποχρεωθοῦν ν' ἀλλάξουν τρόπο ντυσίματος καὶ νὰ ἔχουν δικαίωμα νὰ καβαλάνε σὲ ἄλογο. Ἐπίσης νὰ μὴν καταπιέζονται θρησκευτικά.


Οἱ συναντήσεις αὐτὲς γνωστοποιήθηκαν στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ μὴν τοὺς συλλάβει, μέχρι νὰ μάθει τὴν ἀπάντηση τοῦ Μωάμεθ Β'. Στὴν ἑπόμενη συνάντηση, τὸν λόγο πῆρε πρῶτος ὁ Ρεσὶτ Πασᾶς:


Ρεσὶτ Πασᾶς: Σας ἀναγγέλλουμε, ὅτι σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε στὴν τελευταία μας συνάντηση, οἱ σύντροφοί μου κι ἐγὼ ἤρθαμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν σεβαστό μας σουλτᾶνο στὴν Ἀνδριανούπολη ...;

Ἰωάσαφ: Ἐλπίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ σουλτάνου θὰ εἶναι εὐχάριστη γιὰ ὅλους. Ὁ κίνδυνος αὐτῶν τῶν συναντήσεων, εἶναι πολὺ μεγάλος γιὰ ἐμᾶς. Ἐσεῖς δὲν ἔχετε νὰ φοβηθεῖτε τίποτε.
Κι ἂν ἡ διαπραγμάτευση ἀποτύχει, ἐμεῖς θὰ ἔχουμε πάντα τὸν φόβο, μήπως καὶ μαθευτοῦν αὐτὰ ποὺ συζητᾶμε, ἐνῶ ἐσεῖς θὰ πάρετε ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸν κύριό σας, γι' αὐτήν σας τὴν ἀποστολή.

Ρεσὶτ Πασᾶς: Οἱ ὅροι τοῦ σουλτάνου εἶναι εὐνοϊκοὶ γιὰ ὅλους, ἐκτὸς κι ἄν, παρὰ τὴν ἀπελπιστική σας θέση, φανεῖτε ἄνθρωποι παράλογοι.


Ἰωάσαφ: Ἡ θέση μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ ν' ἀκούσουμε ἀπειλές. Προχώρα σὲ παρακαλῶ στὴν ἀπάντηση.
Ἔχε ὅμως ὑπόψιν σου, ὅτι ὅποιες κι ἂν εἶναι οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν νυχτερινῶν μας συναντήσεων, εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ μαζευόμαστε ἐδῶ.

Ρεσὶτ Πασᾶς: Γιὰ τὴν πρώτη πρόταση, δηλαδὴ γιὰ τίς δέκα ἐκκλησιὲς καὶ τὰ μοναστήρια, καθὼς καὶ γιὰ τίς ἐκκλησιαστικὲς περιουσίες, ὁ σουλτᾶνος λέει «ναί», σας τὰ παραχωρεῖ. Γιὰ τὴν δεύτερη, λέει «ναί»· σὰν ἐγγύηση ὁρκίζεται στὸν ἅγιο μᾶς νόμο. Γιὰ τὴν τρίτη, λέει «μερικῶς ναί», γιατί οἱ μουφτῆδες δὲν συμφωνοῦν νὰ ἱππεύουν οἱ χριστιανοὶ σὲ ἄλογα. Διέταξε νὰ ἐξαιρεθοῦν αὐτοὶ ποὺ θὰ τοῦ παραδώσουν τὴν πόλη.


Μὲ τὸ τέλος τῆς συνάντησης, συνελήφθησαν ὅλοι οἱ συνωμότες καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς συνωμοσίας, Ἰωάσαφ, ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἐνοχή του, ἀλλὰ καυχήθηκε γιὰ τὴν προδοσία του, αἰτιολογῶντας τὴν πὼς προτίμησε νὰ σώσει τὴν Ἐκκλησία «ἀπ' τοὺς Ἄζυμους (Καθολικοὺς) καὶ τὴν βδελυρὰ ἕνωση», ἀκόμη κι ἂν γι' αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ βάλει «τέλος στὴν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας».


Θεωρῶντας ὅτι ἡ πτώση καὶ κατάκτηση τῆς Πόλης εἶναι μοιραία κι ἀναπόφευκτη, λέει καταλήγοντας: «Τί χρειάζονται λοιπὸν οἱ ὑπεκφυγές; Ὅτι εἶναι νὰ γίνει, ἂς γίνει».



Ὁ Παλαιολόγος του ἀπάντησε, ἐπικαλούμενος τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα: «Ἀφοῦ ἦταν θέλημα Θεοῦ, νὰ σταυρωθεῖ ἡ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τότε καλὰ ἔκανε ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὸν πρόδωσε. Ἄρα σὲ ἐρωτῶ: Ὁ Ἰούδας εἶναι συγχωρητέος;».


Ὁ Ἰωάσαφ, μπροστὰ σ' αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα, προτίμησε νὰ ἀπαντήσει μὲ τὴν γνωστὴ ξύλινη καὶ ὑπεκφεύγουσα ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα, λέγοντας: «Πεθαίνω, μαχόμενος κατὰ τῆς ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν. Σήμερα μὲ κρίνεις ἐσύ. Αὔριο ὁ Θεὸς θὰ δικάσει ἐσένα».


Φτάνουμε λοιπὸν στὶς μέρες, ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐντελῶς ὑποκριτικὰ καὶ μὲ θράσος χιλίων καρδιναλίων κι ἄλλων τόσων πιθήκων, «θρηνεῖ» τὸν «μαρμαρωμένο βασιλιᾶ» ποὺ κάποτε θ' ἀναστηθεῖ καὶ θὰ ξαναπάρει τὴν Πόλη ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ρασοφόροι ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν Τούρκων (ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὴν ἀλησμόνητη ρήση τοῦ πατριάρχη Γεννάδιου, ποὺ ἔβγαινε στοὺς δρόμους καὶ καταριόταν τὸν Παλαιολόγο, μόλις ἔπεσε ἡ Πόλη:       «Δὲν βλέπετε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἐθριάμβευσεν; Ἀπὸ τοῦ νῦν, οὐδὲν πλέον φοβεῖται»), ὅπως κι ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν φύγει ἀπ' τὰ χέρια τους (βλέπε ἀφορισμοὺς καὶ προδοσίες).

Εἶναι ἀληθινὰ θαυμαστό, τί σχιζοφρενικὲς καταστάσεις μπορεῖ πράγματι νὰ δημιουργήσει ἡ περίφημη ἑλληνορθόδοξη «παράδοση».
Ἄς μὴν ξεχνᾶμε, πὼς τὴν ἔλευση τοῦ ἴδιου ἄγγελου Κυρίου, ποὺ σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη «παράδοση», παρέλαβε τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο καὶ τὸν μαρμάρωσε, μέχρι τὴν μεγάλη ὥρα ποὺ θὰ ἐπέστρεφε καὶ πάλι γιὰ νὰ ξαναπάρει τὴν Πόλη (τί ἀνοησίες ποὺ ἦταν καὶ εἶναι διατεθειμένος νὰ πιστέψει ὁ κόσμος ...wink, «προφήτευαν» οἱ ἀνθενωτικοὶ ρασοφόροι καὶ πρὶν τὴν Ἅλωση.
Μόνο ποὺ θὰ ἐρχόταν γιὰ διαφορετικὸ σκοπό: Νὰ καθαιρέσει τὸν Παλαιολόγο καὶ νὰ ὁρίσει ἄλλον αὐτοκράτορα -προφανῶς ἀνθενωτικό.
Ὡς τέτοιο «θεῖο» σημάδι μάλιστα, ἑρμήνευσαν μιὰ ἔκλειψη σελήνης ποὺ συνέβῃ την 23η Μαΐου 1453, σπέρνοντας τὸν πανικὸ καὶ ἐνισχύοντας τίς ὑπονομευτικὲς ἐνέργειες.


Ἀλλὰ μιᾶς καὶ ἔγινε -ἀναπόφευκτα- ἡ ἀναφορὰ στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, θὰ ἦταν σκόπιμο νὰ ληφθοῦν ὑπόψιν καὶ κάποιες παράμετροι -λιγότερο γνωστές- ποὺ ἀφοροῦν τὸν θάνατό του.
Γνωρίζουμε σήμερα -ἀπὸ τὸ χρονικὸ τοῦ Γεωργίου Φραντζή-, πὼς ὁ Παλαιολόγος ἔπεσε ἡρωικῶς μαχόμενος κι ὅταν ἀναγνωρίσθηκε ἀπ' τοὺς Τούρκους τὸ πτῶμα του ἀπὸ τοὺς χρυσοῦς δικέφαλους ἀετοὺς ποὺ κοσμοῦσαν τὰ πέδιλά του, ἀποκεφαλίστηκε καὶ τὸ μὲν κεφάλι ἐστάλῃ ὡς τρόπαιο σὲ περιφορὰ στὶς ὀθωμανικὲς κτήσεις, ἐνῶ τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ ταφεῖ μὲ βασιλικὲς τιμές.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀμέσως προκύπτει, εἶναι: Πού 'ν 'το; Ποὺ εἶναι ὁ τάφος του; Γιατί ἀπ' τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Ὀθωμανοὶ παρέδωσαν ὅπως λέγεται τὸ σῶμα του, δὲν ὑπῆρχε κανέναν λόγος νὰ τὸν θάψουν κάπου κρυφά.

Ἐκτὸς κι ἂν τὸ ἐξαφάνισαν οἱ ἀνθενωτικοί. Ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση, δὲν θὰ εἶχε διασωθεῖ ἀπὸ μαρτυρίες αὐτὸς ὁ τόπος; Ἀντ' αὐτοῦ γίνεται βομβαρδισμὸς ἀνοησιῶν περὶ «μαρμαρωμένου βασιλιᾶ» (κάποιοι αἰθεροβάμονες παραμυθατζῆδες μάλιστα, ἐπικαλοῦνται σήμερα μέχρι καὶ μαρτυρίες Τούρκων, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι γνωρίζουν ποὺ βρίσκεται ὁ «μαρμαρωμένος βασιλιᾶς» [ὑπονοεῖται κάπου στὰ ὑπόγεια τῆς Ἀγιὰς Σοφιάς]). Ὁ Ἑνετὸς γιατρός, Νικολὸ Μπαρμπάρο, γράφει πὼς «Γιὰ τὸν αὐτοκράτορα κανένας δὲν μπόρεσε νὰ μάθει ποτὲ εἴδηση γιὰ τίς πράξεις του. Οὔτε ζωντανὸς βρέθηκε κι οὔτε νεκρός, ἀλλὰ μερικοὶ λένε ὅτι τὸν εἶδαν ἀνάμεσα στὰ πτώματα τῶν σκοτωμένων».

ερα καὶ οἱ ἐκδοχὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ τοὐλάχιστον τρία χρονογραφήματα (τοῦ ἐπίσκοπου Σαμουήλ, τοῦ Ἀρμένιου Ἀβραὰμ ἀπ' τὴν Ἄγκυρα καὶ τοῦ Νικολὰ τῆς Τούκια) ποὺ σύμφωνα μ' αὐτές, ὁ Παλαιολόγος δὲν σκοτώθηκε στὴν μάχη, ἀλλὰ τίς κρίσιμες στιγμές, κατέφυγε σὲ πλοῖο καὶ διέφυγε;          Ἄλλωστε, ἡ εἰκόνα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ περισσότερα χρονικά, εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀντιστάθηκαν περισσότερο ἦταν οἱ Γενουάτες μισθοφόροι (ἂν καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοὺς Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι, ἐγκατέλειψε κι αὐτὸς τὴν μάχη δύο ἡμέρες πρὶν τὴν Ἅλωση), παρὰ οἱ ἴδιοι οἱ Βυζαντινοί. Ὅλα αὐτὰ στὴν κρίση τοῦ καθενός...


Δεν υπάρχουν σχόλια: