Πάψετε τὸ Χερουβικό, κι ἂς χαμηλώσουν τ' Ἅγια γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἡ Πόλη νὰ τουρκέψη».
«Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες». «Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, μὴν κλαῖς καὶ μὴ δακρύζῃς, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί».
29 Μαΐου 1453: Ἡ ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! Ἡ χιλιόχρονη αὐτοκρατορία ἔπεσε. Ὁ θρῦλος λέει ὅτι «ἤτανε θέλημα Θεοῦ». Ἀπὸ τότε τὸ φρόνημα τῶν Ἑλλήνων τὸ κρατᾶνε ζωντανὸ ἀκριβῶς αὐτοὶ οἱ θρῦλοι γιὰ τὴν ἐπανάκτησή της.
«Κάποτε ἡ Ἀγιὰ Σοφιὰ θὰ λειτουργηθεῖ ξανὰ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς» λέει ἡ παράδοση καὶ ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς θὰ ξυπνήσει... «Πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς...»
Μῦθοι καὶ θρῦλοι ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης
Παραδοσιακοὶ καὶ θαυμαστοὶ θρῦλοι, ἀναπτύχθηκαν γύρω ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, γιὰ νὰ θρέψουν τίς ἐλπίδες καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἔθνους ἐπὶ αἰῶνες. «Πάλι μὲ Χρόνους καὶ καιρούς».
Ὅταν ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη στοὺς Τούρκους, ἕνα πουλὶ ἀνέλαβε νὰ πάει ἕνα γραπτὸ μήνυμα στὴν Τραπεζοῦντα στὴν Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Πόντου γιὰ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης.
Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ πῆγε κατευθεῖαν στὴ Μητρόπολη ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης καὶ ἄφησε τὸ χαρτὶ μὲ τὸ μήνυμα πάνω στὴν Ἅγια Τράπεζα. Κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ πάει νὰ διαβάσει τὸ μήνυμα. Τότε πῆγε ἕνα παλληκάρι, γιὸς μιᾶς χήρας, καὶ διάβασε τὸ ἄσχημο μαντᾶτο «Πάρθεν ἡ Πόλη, Πάρθεν ἡ Ρωμανία».
Τὸ ἐκκλησίασμα καὶ ὁ Πατριάρχης ἄρχισαν τὸν θρῆνο, ἀλλὰ ὁ νέος τους ἀπάντησε.
«Κι ἂν ἡ Πόλη ἔπεσε, κι ἂν πάρθεν ἡ Ρωμανία, πάλι μὲ χρόνους καὶ καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί».
Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς
Ὁ λαοφιλέστερος θρῦλος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ τελευταῖο αὐτοκράτορα ποὺ μαρμάρωσε μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ παράδοση πέρασε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀμέσως μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὅταν ἡ Πόλη πέρασε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ὁ λαὸς δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι ἕνα τέτοιο κτίσμα ἔχει περιέλθει σὲ μουσουλμανικὰ χέρια.
Διέδωσαν λοιπὸν ὅτι ὁ βασιλιᾶς κρύφτηκε πίσω ἀπὸ μία κολόνα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στοὺς διαδρόμους καὶ παρέμεινε κρυμμένος ἐκεῖ.
Οἱ ὧρες ἀναμονῆς τὸν "μαρμάρωσαν". Εἶναι γεγονὸς ὅτι κανεὶς δὲν βρῆκε τὸ πτῶμα τοῦ τελευταίου ὑπερασπιστῆ, τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου. Χάθηκε καὶ πίστεψαν ὅτι Ἄγγελος Κυρίου τὸ ἔκρυψε καὶ τὸ μαρμάρωσε.
Κάποτε θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ πνοὴ Θεοῦ θὰ τοῦ δώσει δύναμη καὶ ζωὴ ξανὰ καὶ ὅλα θὰ ξαναγίνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ Πόλη θὰ εἶναι καὶ πάλι ἐλεύθερη.
Ὁ παπᾶς τῆς Ἁγίας Σοφίας
Ἕνας ἄλλος θρῦλος ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς εἶναι ὁ θρῦλος τοῦ παπᾶ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ παράδοση λέει ὅτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία, ὁ παπᾶς διέκοψε τὴ λειτουργία καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὸ ἱερό.
Σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ποὺ κρύφτηκε ἐνῶ ὑπῆρχε μία πόρτα, "ὡς δια μαγείας" ἡ πόρτα ἔγινε τοῖχος τὸν ὁποῖο κανεὶς καὶ ποτὲ δὲν κατάφερε νὰ σπάσει ἀπὸ τότε.
Οὔτε οἱ Τοῦρκοι, οὔτε οἱ Ἕλληνες μάστορες τοὺς ὁποίους ἔφερναν γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπὸ δὲν μπόρεσαν νὰ γκρεμίσουν τὸν τοῖχο.
Ὁ θρῦλος καταλήγει ὅτι ὅταν ἡ Ἁγία Σοφία ξαναγίνει ἑλληνικὴ ἐκκλησία, τότε ὁ παπᾶς θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ θὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἡμιτελῆ λειτουργία του.
Ἡ κρύπτη τῆς Ἁγίας Σοφίας
Ἕνα «μυστικὸ» δωμάτιο στὴν Aγία Σοφία τῆς Kωνσταντινούπολης ἀποκαλύπτεται τώρα ὡς «θυρανοίξια» τοῦ κρυφοῦ ἱεροῦ ὅπου εἶχε καταφύγει στὶς 29 Mαΐου 1453 ὁ βυζαντινὸς ἱερέας γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ θεία λειτουργία ποὺ εἶχε διακοπεῖ στὸν κύριο Nαὸ τῆς Aγίας Σοφίας.
H ἀνακάλυψη ὀφείλεται στὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Bιέννης Πολυχρόνης Eνεπεκίδης.
Tο ξεχασμένο δωμάτιο ἐντοπίστηκε ὅταν ἡ νέα διευθύντρια τοῦ Mουσείου τῆς Aγίας Σοφίας Zαλὲ Nτεντέογλου ρώτησε ἂν ὑπάρχει χῶρος ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀνοιχτεῖ καὶ διέταξε νὰ παραβιάσουν τὴν κλειδαριὰ τοῦ συγκεκριμένου χώρου, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κλειδὶ τῆς πόρτας.
Ἀποκαλύφθηκε τότε πὼς τὸ δωμάτιο ποὺ δὲν εἶχε ἀνοιχτεῖ ἀπὸ τὸ 1968, ὑπῆρξε ἐργαστήρι τοῦ Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 - 1883), ὁ ὁποῖος ἀκολουθῶντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Σουλτάνου, ἀναστήλωσε πλήρως τὸ μνημεῖο στὴ διάρκεια τῆς περιόδου 1847 - 1849.
H ἔρευνα τοῦ καθηγητῆ Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ὅτι ὁ Φοσάτι εἶχε ἁπλῶς μετατρέψει ἐπιδέξια σὲ γραφεῖο του τὴν κρύπτῃ ποὺ τοῦ εἶχαν ὑποδείξει οἱ Ἕλληνες φίλοι του στὴν Πόλη.
H κρύπτη, μία ἀπὸ τίς πολλὲς τοῦ μεγάλου ναοῦ, ἦταν τὸ κρυφὸ ἐκεῖνο ἱερὸ ὅπου συνεχίστηκε ἀπὸ τὸν ἱερέα ἡ διακοπεῖσα ἱεροτελεστία, καὶ ὅταν τελείωσε ἔκλεισε ἡ πόρτα τῆς κρύπτης καὶ θὰ ἄνοιγε, κατὰ τὴν παράδοση, ὅταν καὶ πάλι Ἕλληνες θὰ ἦταν οἱ ἱερεῖς καὶ τὸ ἐκκλησίασμα.
Ἡ Ἁγία Τράπεζα
Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ χρυσό. Ἀπὸ πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα τῶν αὐτοκρατόρων, ἀνάμεσα τοὺς καὶ αὐτὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Καὶ λέγεται ὅτι αὐτὸ γινόταν γιὰ νὰ θυμίζουν στοὺς χριστιανοὺς τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση πρὶν ὁ Μωάμεθ ὁ Β΄ καταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας Κών/νὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν ἁγία τράπεζα καὶ ὅλα τὰ κειμήλια τῆς Ἁγίας Σοφίας μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.
Τρία καράβια Ἑνετικὰ λοιπὸν ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν πόλη γεμᾶτα μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κειμήλια, ὅπως λέει καὶ ὁ θρῦλος, ἀλλὰ τὸ τρίτο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μετέφερε τὴν ἁγία τράπεζα βυθίστηκε στὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου στὴν περιοχὴ τοῦ Μαρμαρᾶ.
Ἡ περιοχὴ τοῦ Μαρμαρᾶ
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ εἶναι βυθισμένη ἡ ἁγία τράπεζα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας εἶναι πάντοτε ἤρεμα καὶ γαλήνια, ἀσχέτως μὲ τίς καιρικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦν στὴν γύρῳ,γύρω περιοχή.
Τὸ φαινόμενο μαρτυροῦν καὶ σύγχρονοι Τοῦρκοι ἐπιστήμονες, ποὺ ἔχουν κάνει κατὰ καιροὺς ἀπόπειρες νὰ ἀνακαλύψουν ποὺ ὀφείλεται αὐτὸ τὸ περίεργο φαινόμενο, ἀλλὰ λόγῳ τῆς λασπώδους σύστασης τοῦ βυθοῦ, ἐπέστησαν ἄκαρπες.
Στὸ βιβλίο τοῦ Δωροθέου Μονεμβασίας μὲ τίτλο «Βίβλος Χρονική» (1781) διαβάζουμε:
«Οἱ Ἑνετοὶ τὴν ὑπερθαύμαστον καὶ ἐξάκουστον Ἁγίαν Τράπεζαν τῆς Ἁγίας Σοφίας, τὴν πολύτιμον καὶ ωραιότατην, ἔβγαλαν ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ καράβι, καὶ καθὼς ἔκαναν ἄρμενα καὶ ἐπήγαιναν πρὸς Βενετία, ὦ, τοῦ θαύματος!
Πλησίον τῆς νήσου τοῦ Μαρμαρᾶ ἄνοιξε τὸ καράβι καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν ἡ Ἁγία Τράπεζα κξαὶ ἐβούλησε καὶ εἶναι ἐκεῖ ὡς σήμερον, καὶ τοῦτο εἶναι φανερὸν καὶ τὸ μαρτυροῦν οἱ πάντες, διότι ὅλον τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅταν κάμνει φουρτούνα, ἡ θάλασσα ὅλη κάμνει κύματα φοβερά, εἰς δὲ τὸν τόπο ὅπου εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι γαλήνη καὶ δὲν ταράσσεται ἡ θάλασσα.
Καὶ ὑπαγαίνουν τινὲς ἐκεῖ μὲ περάματα, καὶ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἐκείνην, ὅπου εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα, καὶ μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, ἀπὸ τὸ ἅγιον μύρον ὅπου ἔχει καὶ τῶν ἄλλων ἀρωμάτων».
Ὁ πατέρας τῆς Ἑλληνικῆς λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει γιὰ τὸ περιστατικό:
«Τὴν ἡμέρα ποὺ πάρθηκεν ἡ Πόλη ἔβαλαν σ' ἕνα καράβι τὴν Ἁγία Τράπεζα, νὰ τὴν πᾶνε στὴν Φραγκιά, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ἐκεῖ ὅμως στὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, ἄνοιξε τὸ καράβι καὶ ἡ Ἁγία Τράπεζα ἐβούλιαξε στὸν πάτο.
Στὸ μέρος ἐκεῖνο ἡ θάλασσα εἶναι λάδι, ὅση θαλασσοταραχὴ καὶ ἂν εἶναι γύρῳ.,γύρω. Καὶ τὸ γνωρίζουν τὸ μέρος αὐτὸ ἀπὸ τὴ γ΄λήνη ποὺ εἶναι πάντα ἐκεῖ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ποὺ βγαίνει. Πολλοὶ μάλιστα ἀξιώθηκαν νὰ τὴν ἰδοῦν στὰ βάθη τῆς θάλασσας».
«Τρία καρά - κρουσταλλένια μου, τρία καρά - τρία καράβια φεύγουνι,
ποὺ μέσα ποὺ τὴν Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι ἀναστενάζει.
τό' νὰ φορτώνει του Σταυρό, κι τ' ἄλλο τοῦ Βαγγέλιου
τοῦ τρίτου του καλύτερου, τὴν Ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τα σκυλιά, κι μᾶς τὴ μαγαρίσουν
Ἡ Παναγιὰ ἀναστέναξι, κι δάκρυσαν οἱ 'κόνις...»
Ἡ Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀναπαύεται στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, πάνω στὴν ἄμμο καὶ στὰ κοχύλια. Τὸ σημεῖο ὅπου βούλιαξε τὸ καράβι τὸ ξέρουν καλὰ οἱ ναυτικοὶ καὶ εὔκολα τὸ βρίσκουν. Πραγματικά, ἀκόμα κι ὅταν ἡ πιὸ ἄγρια τρικυμία, φουσκώνει ὁλόγυρα τὰ κύματα καὶ κάνει τὴ θάλασσα νὰ μουγκρίζει, ἐκεῖ εἶναι γαλήνη καὶ ἡσυχία.
Ἀπὸ τὴ λεία καὶ λαμπρὴ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἀνεβαίνουν γλυκὲς εὐωδιὲς καὶ ἀντίλαλος ἀπὸ ἀγγελικὲς ψαλμωδίες. Πολλοὶ ἄξιοι δύτες ποὺ μαζεύουν κοράλλια ἢ ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν νὰ κατέβουν καὶ νὰ δοῦν τὸ ναυαγισμένο καράβι.
Κανεὶς δὲν τὰ κατάφερε. Ἡ θάλασσα, πολὺ βαθιὰ σ αὐτὸ τὸ μέρος, φυλάει τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἀπὸ κάθε βέβηλο μάτι.
Ὅταν ὅμως θὰ ξαναπάρουμε τὴν Πόλη, ἡ Ἁγία Τράπεζα, ποὺ μένει στὴν ἄμμο τοῦ βυθοῦ, θ ἀνέβει στὴν ἐπιφάνεια ὅπως ἀνεβαίνει ὁ δύτης. Θ ἀρμενίσει μόνη τῆς κατὰ τὸ Βυζάντιο καὶ θὰ τὴν πάρουμε ἀπὸ κεῖ ποὺ θ ἀράξει. Θὰ τὴν ξαναφέρουμε στὴν Ἁγία Σοφία καὶ μὲ χαρούμενους ὕμνους, θὰ τὴν ἀφιερώσουμε πάλι στὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Τότε, μέσα στὴ Βασιλικὴ ποὺ ἔχτισε ὁ μεγάλος Ἰουστινιανός, θὰ λάμψουν πάλι τὰ μωσαϊκά, οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σταυρὸς θὰ ξαναφανεὶ πάνω ἀπὸ τὸ μαρμάρινο τραπέζι ποὺ ξέπλυναν τὰ κύματα.
«Τὸ ποτάμι ποὺ σταμάτησε νὰ κυλάει»
Οἱ περισσότεροι τοπικοὶ θρῦλοι γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σὲ ἕνα σημεῖο: ὅλοι δείχνουν ὅτι ὁ χρόνος σταμάτησε μὲ τὴν κατάληψη τῆς ἱερῆς πόλης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ἄπιστους Τούρκους καὶ ὅτι ἡ τάξη στὸν κόσμο θὰ ἐπανέλθει μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.
Ἔτσι, καὶ στὴν Ἤπειρο ὑπάρχει μιὰ ἀντίστοιχη λαϊκὴ δοξασία. Συγκεκριμένα, ἕνα πουλὶ φέρνει τὴν ἀναγγελία τῆς πτώσης τῆς Πόλης σὲ μιὰ ὁμάδα βοσκῶν ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποτίζουν τὰ κοπάδια τους σὲ ἕνα ποτάμι.
Ὁ θρῦλος λέει ὅτι στὸ ἄκουσμα τῆς φοβερῆς εἴδησης τὰ νερὰ τοῦ ποταμίου σταμάτησαν νὰ κυλᾶνε, ἀφοῦ καὶ τὸ φυσικὸ στοιχεῖο θεώρησε ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν κάτι τὸ ἀνήκουστο. Τὸ ποτάμι θὰ συνεχίσει καὶ πάλι νὰ κυλάει, μόλις ἀπελευθερωθεῖ ἡ Πόλη, συνεχίζει ὁ λαϊκὸς θρῦλος...
«Τὰ ψάρια τοῦ καλόγερου»
Κάποιος καλόγερος εἶχε ψαρέψει σὲ ἕνα ποτάμι ψάρια καὶ τὰ τηγάνιζε κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκούστηκε ἀπὸ ἕνα πουλὶ τὸ μήνυμα τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινούπολης στοὺς Τούρκους.
Ὁ καλόγερος σάστισε καὶ ἀμέσως τὰ μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν ἀπὸ τὸ τηγάνι καὶ ξαναβρέθηκαν στὸ ποτάμι. Ἐκεῖ ζοῦν αἰώνια μέχρι τὴ στιγμὴ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁπότε καὶ θὰ ξαναβγοῦν γιὰ νὰ συνεχιστεῖ τὸ τηγάνισμα τούς.
«Ὁ Πύργος τῆς Βασιλοπούλας»
Στὰ κάστρα τοῦ Διδυμότειχου ἕνας κυκλικὸς πύργος, ὁ ψηλότερος ὀνομάζεται "πύργος τῆς βασιλοπούλας". Ἡ παράδοση λέει πὼς κάποτε ὁ βασιλιᾶς διασκέδαζε κυνηγῶντας καὶ στὴ θέση του ἄφησε τὴν κόρη του.
Ὅταν τὸν εἰδοποίησαν ὅτι ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι εἶχε τόση ἐμπιστοσύνη στὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου ὥστε εἶπε: "ἂν σηκωθεῖ ἀπὸ τὴ χύτρα ὁ κόκορας καὶ λαλήσει, θὰ πιστέψω ὅτι κυριεύτηκε ἡ πόλη".
Οἱ Τοῦρκοι ὅμως χρησιμοποίησαν δόλο καὶ ἔδειξαν τὸ χρυσοκέντητο μαντήλι τοῦ βασιλιᾶ στὴν κόρη του. Αὐτὴ μόλις τὸ εἶδε, τοὺς παρέδωσε τὸ κλειδὶ τοῦ κάστρου κι ἔγινε αἰτία τῆς ἅλωσης. Ὅταν κατάλαβε πὼς τὴν ξεγέλασαν, δὲν ἄντεξε τὴν ντροπὴ καὶ αὐτοκτόνησε πέφτοντας ἀπὸ τὸν πύργο. Ἀπὸ τότε ὁ πύργος λέγεται τῆς βασιλοπούλας.
«Οἱ Κρητικοὶ Πολεμιστές»
Ἕναν ἀπὸ τοὺς πύργους τῶν τειχῶν τῆς Πόλης τὸν ὑπεράσπιζαν τρία ἀδέρφια, ἄρχοντες Κρητικοὶ ποὺ πολεμοῦσαν μὲ τὸ μέρος τῶν Βενετῶν (ἡ Κρήτη τότε ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Βενετῶν).
Μετὰ τὴν πτώση τῆς πόλης τὰ τρία ἀδέρφια καὶ οἱ ἄντρες τους ἐξακολουθοῦσαν νὰ πολεμοῦν καὶ παρὰ τίς λυσσώδεις προσπάθειες τοὺς οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ καταλάβουν τὸν πύργο. Γιὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἐνημερώθηκε ὁ Σουλτᾶνος καὶ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν παλικαριά τους.
Ἀποφάσισε, λοιπόν, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ φύγουν μὲ ἀσφάλεια ἀπὸ τὸν πύργο καὶ νὰ πάρουν ἕνα καράβι μὲ τοὺς ἄντρες τους καὶ νὰ γυρίσουν στὴν Κρήτη. Πραγματικὰ ἡ πρόταση τοῦ ἔγινε δεκτὴ μὲ τὴ σκέψη ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουν ζωντανοὶ γιὰ νὰ πολεμήσουν νὰ ξαναπάρουν τὴ Βασιλεύουσα πίσω ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Ἔτσι οἱ Κρητικοὶ ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοῖο τους καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ νησί τους. Τὸ πλοῖο δὲν ἔφτασε ποτὲ στὴν Κρήτη καὶ ὁ θρῦλος λέει ὅτι περιπλανιοῦνται αἰώνια στὸ πέλαγος μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ξεκινήσει ἡ μάχη γιὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.
Τότε τὸ πλοῖο τῶν Κρητικῶν θὰ τοὺς ξαναφέρει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ πάρουν καὶ αὐτοὶ μέρος στὴ μάχη καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἀποστολή τους καὶ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος νὰ ξανακερδίσει τὴν Πόλη.
«Στὴν πόρτα τῆς Ἀγια-Σοφιάς, ποὺ σφράγισε / ἑνὸς ἀγγέλου χέρι, / διπλοσφαγμένος ἔπεσ' ὁ Δικέφαλος / ἀπ' τ' ἄπιστο μαχαίρι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου