Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Οἱ Ἐρινύες της Ἑλληνικῆς μυθολογίας



Οἱ Ἐρινύες της Ἑλληνικῆς μυθολογίας

Οἱ Ἐρινύες στὴν Ἑλληνική μυθολογία ἦταν μυθικές χθόνιες θεότητες ποῦ κυνηγοῦσαν ὅσους εἶχαν διαπράξει ἐγκλήματα κατά της φυσική καὶ ἠθικῆς τάξης των πραγμάτων. Ἐπίσης εἶναι γνωστές καὶ ὡς Εὐμενίδες, δίνοντάς ἔτσι το ὄνομα τους στὴν τρίτη τραγωδία της τριλογίας Ὀρέστειας του Αἰσχύλου. Στή συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ὀρέστη, γιὸ του Ἀγαμέμνονα καὶ της Κλυταιμνήστρας, γιὰ το φόνο της μητέρας του.

(Διαβάστε στὸ Ἑλληνικό Ἀρχεῖο το ἔργο του Αἰσχύλου "Εὐμενίδες" στὸ πρωτότυπο ἀρχαῖο κείμενο)

Λέγεται κατά μὲν τον Ἡσίοδο ὅτι οἱ Ἐρινύες γεννήθηκαν ἀπὸ το αἷμα του Οὐρανοῦ, προκειμένου νὰ ἐκδικηθεῖ ὁ ἴδιος τον εὐνουχισμό του ἀπὸ τον ἴδιο του το γιὸ τον Κρόνο, κατά δὲ τον Αἰσχύλο ὅτι αὐτὲς ἦταν κόρες της Νύκτας καὶ κατά τον Σοφοκλῆ κόρες της Γῆς καὶ του Σκότους, ἐνῶ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες γνῶμες. Ὁ ἀριθμός τους δὲν εἶναι ἀκριβὴς, ὁ Ὅμηρος δὲν γνωρίζει ἀριθμὸ αὐτῶν, ὁ Αἰσχύλος εἰσάγει ὁλόκληρο χορό Ἐρινύων, ἀντίθετα ὁ Εὐριπίδης σ΄ ἕνα δρᾶμα του ἀναφέρει τρεῖς, με ὀνόματα ποῦ ἔδωσαν μεταγενέστεροι ὅπως ὁ Βιργίλιος ποὺ ἐπίσης ἀναγνωρίζει τρεῖς:

την Ἀληκτώ (ἀνθρωπομορφισμός της ὀργῆς καὶ μανίας),

την Μέγαιρα (ἀνθρωπομορφισμός του μίσους καὶ του φθόνου) καὶ

την Τισιφόνη (ἀνθρωπομορφισμός της ἐκδίκησης φόνου).

Ἀληκτώ

Ἡ Ἀληκτώ (Ἀρχαία Ἑλληνικά: Ἀληκτώ) εἶναι μία ἀπὸ τις Ἐρινύες στὴν ἑλληνική μυθολογία. Σύμφωνα με τον Ἡσίοδο, ἦταν ἡ κόρη της Γαίας ποῦ φύτρωσε ἀπὸ το αἷμα ποὺ χύθηκε ἀπὸ τον Οὐρανό ὅταν ὁ Κρόνος τον εὐνούχισε. Εἶναι ἀδελφὴ της Τισιφόνης καὶ της Μέγαιρας. Ἡ Ἀληκτώ εἶναι ἡ Ἐρινύα με την ὑποστολή της τιμωρίας τῶν ἠθικῶν ἐγκλημάτων (ὅπως ὁ θυμός), εἰδικά ἄν στρέφονται ἐναντίον ἄλλων ἀνθρώπων. Ἡ ἐξουσία της εἶναι παρόμοια με της Νέμεσης, με τὴ διαφορά ὅτι ἡ ἐξουσία της τελευταίας εἶναι νὰ τιμωρεῖ ἐγκλήματα ἐναντίον τῶν θεῶν. Η Ἀληκτώ ἀναφέρεται στὴν Αἰνειάδα του Βιργιλίου, καὶ ἐπίσης στὴ Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση) ὡς μία ἀπὸ τις τρεῖς Ἐρινύες.

Ὁ ἀστεροειδής 465 Ἀληκτώ (Alekto), ποῦ ἀνακαλύφθηκε το 1901, πῆρε το ὄνομα του ἀπὸ την ἐρινύα αὐτή.

Μέγαιρα

Στὴν ἑλληνική μυθολογία με το ὄνομα Μέγαιρα (δὲν πρέπει νὰ συγχέεται με τὴ Μεγάρα) εἶναι γνωστή ἡ μία ἀπὸ τις Ἐρινύες, τις θεότητες ποὺ προσωποποιοῦσαν τις τύψεις, στὴν παράδοση κατά την ὁποία αὐτὲς εἶναι τρεῖς, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Εὐριπίδη. Ἡ Μέγαιρα ἀναφέρεται δηλαδή μαζί με την Ἀληκτώ καὶ την Τισιφόνη. Εἰδικότερα ἡ Μέγαιρα συνδέεται με τὴ ζήλεια-φθόνο (ἀπὸ την ἐτυμολογία της λέξεως) καὶ τιμωροῦσε ἰδιαίτερα τὴ συζυγική ἀπιστία.

Στὴ νεότερη ἐποχῆ ἡ λέξη «μέγαιρα» κατέληξε νὰ σημαίνει κάθε ἀπαίσια καὶ ἀδυσώπητη γυναῖκα, τόσο στὴ νεοελληνική, ὅσο καὶ σε ἄλλες γλῶσσες: Στή σύγχρονη γαλλική (mégère) καὶ πορτογαλική (megera) γλῶσσα ὑποδηλώνει μία ἀντιπαθητική, φθονερή ἥ ἀξιοπεριφρόνητη γυναῖκα, ἐνῶ ἡ ἰταλική λέξη megera σημαίνει μία κακιά καὶ/ή ἄσχημη γυναῖκα.

Τισιφόνη

Στὴν ἑλληνική μυθολογία με το ὄνομα Τισιφόνη εἶναι γνωστά τα παρακάτω δύο διαφορετικά πρόσωπα:

1. Μία ἀπὸ τις Ἐρινύες, ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ το αἷμα του Οὐρανοῦ ποῦ χύθηκε στοὺς κόλπους της Γῆς κατά τον ἀκρωτηριασμό του ἀπὸ τον Κρόνο. Ἡ Τισιφόνη, ὅπως ὑπονοεί καὶ το ὄνομα της, πιστευόταν ὅτι δροῦσε ὡς τιμωρός τῶν δολοφόνων. Σύμφωνα με ἕνα μῦθο, ἡ Τισιφόνη ἐρωτεύθηκε τον Κιθαιρώνα, ἀλλὰ προκάλεσε τον θάνατό του ἀπὸ δάγκωμα ἑνὸς ἀπὸ τα φίδια ποῦ εἶχε ἀντὶ μαλλιῶν στὸ κεφάλι της. Στὴν Αἰνειάδα του Βιργιλίου ἡ Τισιφόνη εἶναι ἡ θηριώδης καὶ σκληρή φρουρός τῶν πυλών των Ταρτάρων.

2. Θυγατέρα του Ἀλκμαίωνα καὶ της Μαντοῦς. Ὁ Ἀλκμαίων ἄφησε κατά λάθος τὴ μικρή Τισιφόνη καὶ τον ἀδελφὸ της Ἀμφίλοχο στὸν Κρέοντα. Ἡ σύζυγος του Κρέοντα Εὐρυδίκη πούλησε τότε την Τισιφόνη ὡς δούλη, ζηλεύοντας την ὀμορφιά της. Δὲν ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ ἀγοραστής της Τισιφόνης ἦταν ἄνθρωπος του Ἀλκμαίωνα. Μόλις ὁ Ἀλκμαίων ἐπέστρεψε, ἔσωσε την κόρη του καὶ πῆρε μαζί του τον γιὸ του.

Ὁ στεροειδής 466 Τισιφόνη (466 Tisiphone), ποῦ ἀνακαλύφθηκε το 1901, πῆρε το ὄνομα του ἀπὸ τὴ μυθική Ἐρινύα. Ἐπίσης, ἕνα γένος ἀπὸ πεταλοῦδες καὶ τα γένη κροταλία Agkistrodon καὶ Calloselasma (ως συνώνυμο παλαιότερο όνομά τους).

Περιγραφή

(φωτό: Μία ἀπὸ τις Ἐρινύες με τον Σίσυφο στὸν κάτω κόσμο)
Τα κεφάλια τῶν Ἐρινύων ἦταν τυλιγμένα με φίδια, εἰκόνα ποῦ θυμίζει τὴ Μέδουσα Γοργῷ, καὶ γενικότερα ὅλη ἡ ἐμφάνισή τους ἦταν φρικιαστική καὶ ἀπωθητική. Συνήθως ἀπεικονίζονται με ἀστραφτερό βλέμμα μαῦρες στὴν ὄψη, ἀποπνέουσες καταστρεπτικό πῦρ ἀλλὰ καὶ με φτερά φέρουσες μαῦρες ἐσθῆτες. Κατοικία τους εἶχαν τον κάτω κόσμο του Ἄδη ἀπ΄ ὁπού καὶ ἀναλάμβαναν την ἐκτελέση τῶν ποινῶν ποῦ ἔθεταν οἱ κριτές του Ἄδη καὶ της Δίκης στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ πέραν του τάφου τους γι αὐτὸ ἐπὶ των φονέων ἀποκαλούνταν ὡς θεότητες "Ἐπίκουροι της Δίκης".

Στὰ χέρια τους ἔφεραν συνήθως ἀναμμένες δᾶδες γιὰ νὰ διαλύουν τα σκότη ποῦ εὐνοοῦσαν ἡ κάλυπταν τα διαπραχθέντα ἐγκλήματα καθώς καὶ μαστίγιο φιδοφόρο ὥς ὅπλο κατά τῶν δραστῶν.

Στὴ μέση τους ἔφεραν ζώνη δίνοντας την ὄψη Μαινάδων καὶ γι αὐτὸ ἐπίσης ὀνομάζονταν καὶ "Βάκχες του Ἄδη".

Δράση

Οἱ Ἐρινύες πλήττουν τον Ὀρέστη

(φωτό: Ὁ Ὀρέστης περικυκλωμένος ἀπὸ τις Ἐρινύες - 360 π.Χ.)

Ἀπὸ τις ποιό γνωστές καταδιώξεις τῶν Ἐρινύων ἀναφέρεται ἐκείνη κατά του μητροκτόνου Ὀρέστη ποῦ ἐρχόμενος στὴν Ἀθήνα δικάστηκε ἀπὸ τον Ἄρειο Πάγο ὡς φονεύς ἔχοντας συνήγορό του τον θεό Ἀπόλλωνα, ἐνῶ ἡ θεά Ἀθηνᾶ προεδρεύει τῶν δικαστῶν. Στὴν ἰσοψηφία ποῦ ἀκολούθησε ἡ Ἀθηνᾶ ἔδωσε την ψῆφο της ὑπέρ της ἀθώωσης του ἥρωα.

Τότε ἀναφέρεται πώς οἱ Ἐρινύες ὀργίστηκαν καὶ κατά της Ἀθηνᾶς καὶ κατά της πόλεως καὶ ποῦ γιὰ νὰ τις ἐξευμενίσουν οἱ Ἀθηναῖοι ἵδρυσαν "Ἱερό Εὐμενίδων" πλησίον του Ἀρείου Πάγου, τις δὲ δίκες περί φόνου νὰ τις ἐκδικάζει ὁ Βασιλεύς.

Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρχε καὶ ἄλλο ἱερὸ γιὰ τις Ἐρινύες ποῦ βρισκόταν στὸ "Ἱππιο Κολωνό", ἐκεῖ ἐρχόμενος ὁ τυφλός Οἰδίπους εὗρε τον ποθούμενο θάνατο. Ἐπίσης στὸ δῆμο «Φλύα» ὑπῆρχε μεταξύ των ἄλλων βωμῶν καί ἐκεῖνος πρὸς τιμή τῶν "Σεμνῶν θεῶν".

Σημειώσεις

Ἡ παραπάνω δίκη του Ὀρέστη ἀποτέλεσε καὶ την ὑπόθεση του δράματος «Εὐμενίδες» ποῦ με τον «Ἀγαμέμνονα» καὶ τις «Χοηφόρες» συγκροτοῦσαν τὴ περίφημη τριλογία του Αἰσχύλου με το ὄνομα "Ὀρέστεια". Βέβαια με ἀφορμὴ την ὑπόθεση αὐτὴ ὁ μεγάλος τραγικός ἐξαίρει το τότε δικαστήριο του Ἀρείου Πάγου χαρακτηρίζοντας με τις φράσεις του ὡς: "ἄθικτό κερδῶν", "ἐγρήγορο" (ἄγρυπνο), "φούρημα της χώρας", "σεμνότατο", κ.ά. κάτι ποῦ συνηθίζεται μέχρι καὶ σήμερα προκειμένου οἱ ἀποφάσεις κατά κατηγορουμένων νὰ τύχουν εὐμενεῖς (Εὐμενίδες).

Δεν υπάρχουν σχόλια: