Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Ἀθηνᾶ - Ἡ πάνσοφος Θεά









H Ἀθηνᾶ ἦταν ἡ θεὰ ποὺ συμβόλιζε τὴ σοφία. Οἱ Ἕλληνες, ὁ πρῶτος λαὸς ποὺ κατέκτησε τὴ λογικὴ σκέψη καὶ διατύπωσε καθολικοὺς νόμους γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ σύμπαντος, ἔπλασαν μιὰ θεὰ ποὺ προσωποποιοῦσε τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὴ φρόνηση. Ἄλλωστε, ἀκόμη καὶ ὁ τρόπος γέννησης τῆς θεᾶς ἦταν τέτοιος ποὺ μαρτυροῦσε τίς ἰδιότητές της. Ἡ γαλανομάτα κόρη ξεπήδησε ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ παντοδύναμου καὶ πάνσοφου Δία.

Τὸν καιρὸ ποὺ ὁ πατέρας τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀνατρεφόταν στὴν Κρήτη, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ Κρόνος, ἀπὸ τίς Νύμφες τοῦ βουνοῦ καὶ τίς Ωκεανίδες, ἐρωτεύτηκε τὴ Μήτιδα. Αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ συνετὴ ἀπὸ ὅλες τίς ἀδερφές της. Μὲ τίς συμβουλές της βοήθησε ἀποφασιστικὰ τὸν Δία νὰ πάρει τὴν τελικὴ νίκη. Αὐτὴ τοῦ ἔδωσε τὸ μαγικὸ βοτάνι μὲ τὸ ὁποῖο ὁ φοβερὸς παιδοφάγος ἀναγκάστηκε νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στομάχι του τοὺς θεοὺς ποὺ εἶχε καταπιεῖ.

Ἡ Μήτιδα ἦταν ἡ πρώτη σύζυγος του Δία ἢ σύμφωνα μὲ ἄλλους ἡ πρώτη ἐρωμένη του. Σὲ κάποιο γλέντι ποὺ ἔγινε στὸν Ὄλυμπο γιὰ νὰ ἐπισημοποιήσουν τὴ σχέση τους, ὁ Οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ ἀποκάλυψαν στὸν ἐγγονό τους πὼς θὰ τοῦ χάριζε πρῶτα μιὰ κόρη καὶ ὕστερα ἕνα γιο, ποὺ θὰ γινόταν τόσο δυνατός, ὥστε θὰ ὀνομαζόταν πρῶτος τῶν θεῶν. Ὁ χρησμὸς αὐτὸς τῶν προγόνων του τὸν ἔβαλε σὲ σκέψεις. Ἔτσι, ὅταν εἶδε τὴ γυναῖκα του ἔγκυο, δὲν μποροῦσε νὰ ἠρεμήσει. Γι' αὐτὸ ζήτησε ἕνα βοτάνι ἀπὸ τὴ γιαγιά του ποὺ ὅποιος τὸ ἔτρωγε γινόταν μικρὸς σὰν τὸ δάχτυλο. Ἡ Γαῖα του ἔκανε τὴ χάρη καὶ αὐτὸς ἔτρεξε στὴ Μήτιδα καί της τὸ ἔδωσε νὰ τὸ καταπιεῖ, λέγοντας πὼς θὰ ἔκανε γερὰ παιδιά. Ἔτσι κι ἔγινε μὰ σὲ λίγο ἡ Μήτιδα ἄρχισε νὰ μικραίνει. Τότε ὁ Δίας ἄνοιξε τὸ τεράστιο στόμα του καὶ τὴν κατάπιε. Κατέφυγε δηλαδὴ στὸ κόλπο τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἐξαφάνισε καὶ τὴ σύζυγό του μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της. Ὁ Δίας ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κατάπιε τὴ Μήτιδα κατέκτησε ὁλόκληρη τὴ σοφία τοῦ κόσμου. Ἤξερε κάθε στιγμὴ ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό τὸ κακό.

Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ἄρχισε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ κάτι στὸ κεφάλι του. Ἔνιωθε σὰν ἕνα μικρὸ σπαθὶ νὰ ἀγγίζει ἁπαλὰ τὸ μυαλό του. Καθὼς ὅμως ὁ καιρὸς περνοῦσε οἱ ἐνοχλήσεις ἔγιναν πιὸ ἔντονες καὶ ὁ πόνος στὸ κεφάλι πολὺ δυνατός. Ὁ Δίας βογκοῦσε ἀπὸ τοὺς πόνους! ὅλες οἱ θεὲς προσπαθοῦσαν νὰ τὸν καταπραΰνουν μὲ μαγικὰ βότανα, ἀλλὰ τίποτε. Οὔρλιαζε καὶ χτυπιόταν καταγῆς, ἔτσι ποὺ ὁλόκληρος ὁ Ὄλυμπος ἀντιλαλοῦσε καὶ σειόταν ἀπὸ τίς σπαρακτικές του φωνές. Μιὰ νύχτα ποὺ δὲν ἄντεχε ἄλλο, κάλεσε τὸν Ἥφαιστο νὰ ἔρθει στὸ παλάτι του μὲ τὸ τεράστιο σφυρί του. Ὁ γιος του ἔφτασε μουντζουρωμένος καὶ ἱδρωμένος.






Μόλις τὸν εἶδε ὁ Δίας του εἶπε: - Γρήγορα Ἥφαιστε, δῶσε μιὰ μὲ τὸ σφυρί σου στὸ κεφάλι μου γιὰ νὰ μὲ γλιτώσεις μιὰ καὶ καλὴ ἀπ' αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Ὁ θεϊκὸς σιδηρουργὸς κοντοστάθηκε, γούρλωσε τὰ μάτια του καὶ ἀρνήθηκε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Ὅμως ὁ Δίας δὲν ἀστειευόταν. Ὀργισμένος ἀπείλησε τὸν Ἥφαιστο πὼς θὰ τὸν πετοῦσε γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο. Τρομαγμένος ὁ νεαρὸς θεὸς σήκωσε τὸ τεράστιο σφυρὶ καὶ τὸ κατέβασε μ' ὅλη του τὴ δύναμη στὸ κεφάλι τοῦ πατέρα του. Τότε μπροστὰ στὰ κατάπληκτα μάτια τῶν Ὀλυμπίων ξεπετάχτηκε ἀπὸ τὸ κεφάλι του Δία μιὰ γαλανομάτα κόρη πάνοπλη. Κρατοῦσε ἀσπίδα, φοροῦσε περικεφαλαία καὶ κουνοῦσε ἀπειλητικὰ τὸ δόρυ της. Ἦταν ἡ Ἀθηνᾶ, πολεμικὴ θεὰ μὰ καὶ προστάτιδα τῆς σοφίας κληρονόμησε τὴν παντοδυναμία τοῦ πατέρα της καὶ τὴ σύνεση τῆς Μήτιδας.

Τὴν ὥρα τῆς γέννησής της ἔβγαλε μιὰ πολεμικὴ κραυγὴ ποὺ ἔκανε τὸν Ὄλυμπο νὰ σειστεὶ ὁλόκληρος καὶ ἔφτασε ὡς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Ἡ γῆ τραντάχτηκε καὶ ἡ θάλασσα ἀναταράχτη,. πελώρια κύματα σηκώθηκαν ἀπειλητικὰ καὶ τὴ σκέπασαν. Ὁ Ἥλιος σταμάτησε τὸ ὁλόχρυσο ἅρμα του καὶ παρακολουθοῦσε τὴ θεὰ μέχρι νὰ βγάλει τὴν πανοπλία τῆς ἀπὸ τὸ ἀδύναμο ἀκόμη κορμί της. Σὲ λίγο σταμάτησε ἡ κοσμοχαλασιὰ ποὺ προκάλεσε ἡ γέννηση τῆς θεᾶς. Ἡ φύση ὁλόκληρη γαλήνεψε. Ὁ Δίας, ποὺ ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ φοβερὸ πονοκέφαλό του, ἀνακουφισμένος ἀντίκρισε τὴ νέα του κόρη καὶ τῆς χαμογέλασε. Αὐτὴ σὲ λίγη ὥρα μεγάλωσε καὶ ἀπέκτησε σ' ὅλη του τὴν ἔκταση τὸ θεϊκό της μεγαλεῖο. Οἱ θεοὶ ἔστησαν γλέντι γιὰ νὰ καλωσορίσουν τὴ νέα τους σύντροφο. Τὸ χορὸ ἔσυρε πρώτη ἡ Ἀθηνᾶ. Σύμφωνα μ' ἕναν ἄλλο μῦθο ποὺ ἔλεγαν στὴν Κρήτη, ἡ θεὰ γεννήθηκε στὸ νησὶ ἀπὸ ἕνα σύννεφο ποὺ χτύπησε ὁ Δίας μὲ τὸν κεραυνό του. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγαν πὼς ἦταν κόρη τοῦ γίγαντα Πάλλαντα ἢ κόρη τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τῆς Τριτωνίδας. Πολλὲς φορὲς τὴν ὀνόμαζαν Παλλάδα. Γιὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ ὑπῆρχε ὁ ἀκόλουθος μῦθος.


Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της μεγάλωσε μὲ μιὰ κοπέλα ποὺ ὀνομαζόταν Παλλάδα. Εἶχαν γίνει πολὺ ἀγαπημένες φίλες. Μάθαιναν μαζὶ τὴν πολεμικὴ τέχνη καὶ ἔπαιζαν ἀρκετὰ βίαια παιχνίδια. Μιὰ μέρα ποὺ μάλωσαν, ἡ Παλλάδα ἦταν ἕτοιμη νὰ χτυπήσει τὴν Ἀθηνᾶ. Ὅμως ὁ Δίαςπου τὰ ἔβλεπε ὅλα, φοβήθηκε γιὰ τὴ μικρή του κόρη καὶ τὴν προστάτεψε μὲ τὴν αἰγίδα του. Ἡ κοπέλα τρόμαξε ὅταν εἶδε νὰ προσγειώνεται μπροστά της ἡ τρομερὴ ἀσπίδα. Ἡ μικρὴ θεὰ ἐκμεταλλεύτηκε τὴν ταραχή της καὶ τὴ χτύπησε θανάσιμα. Ὅταν κατάλαβε πὼς ἡ φιλενάδα της εἶχε πεθάνει, τότε ξέσπασε σὲ ἀπαρηγόρητο κλάμα. Γιὰ νὰ τιμήσει τὴ νεαρή της φίλη, δημιούργησε ἕνα ἄγαλμα ποὺ τῆς ἔμοιαζε καὶ τὸ τοποθέτησε δίπλα στὸν πατέρα της. Τὸ ἄγαλμα ἦταν ξύλινο καὶ ὀνομάστηκε Παλλάδιο. Κάποτε ὅμως ὁ Δίας τὸ πέταξε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο καὶ αὐτὸ ἔπεσε στὴν Τροία τὸν καιρὸ ποὺ χτιζόταν ἡ πόλη. Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ προστάτευε ἀπὸ τότε τὴν περιοχή. Ἐπειδὴ εἶχε πέσει στὸ ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς, ὀνόμασαν τὴ θεὰ Ἀθηνᾶ-Παλλάδα.

Πολλὲς πόλεις στὴν ἀρχαιότητα ὑποστήριζαν πὼς εἶχαν Παλλάδια καὶ πὼς ἀπολάμβαναν τὴν προστασία της.






Ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι τὸ πιὸ ἀγαπημένο παιδί του Δία καὶ πέρασε ὁλόκληρη τὴ ζωή της ἀφοσιωμένη στὸν πατέρα της ποὺ τὸν ὑπεραγαποῦσε. Πολύτιμη ἦταν ἡ βοήθειά της στὴ Γιγαντομαχία ὅπου σκότωσε καὶ ἔγδαρε τὸν Πάλλαντα καὶ καταπλάκωσε τὸν Ἐγκέλαδο μὲ τὴ Σικελία. Μόνο αὐτὴ ἔμεινε πλάϊ στὸν Δία, ὅταν ὁ φοβερὸς Τυφῶνας ὅρμησε στὸν Ὄλυμπο. Μονάχα μιὰ φορὰ συμμετεῖχε στὴ συνωμοσία τῆς Ἥρας, τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τοῦ Ἀπόλλωνα ἐναντίον τοῦ πατέρα της. Μὰ καὶ τότε ἦταν ἡ μόνη ποὺ δὲ γνώρισε τὴν ὀργή του Δία καὶ ἔτσι ἡ σχέση ἀγάπης καὶ στοργῆς συνεχίστηκε χωρὶς ἄλλα προβλήματα. Ἡ Ἀθηνᾶ ἀγαποῦσε τίς πολεμικὲς καὶ τίς καλὲς τέχνες καὶ ἀσχολοῦνταν διαρκῶς μὲ αὐτές. Δὲν εἶχε καθόλου ἐρωτικὲς περιπέτειες καὶ συμβόλιζε τὴν αἰώνια παρθενία. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε οἱ Ἀθηναῖοι ὀνόμασαν το ναὸ τῆς θεᾶς πάνω στὴν Ἀκρόπολη, Παρθενῶνα.

Μόνο μιὰ φορὰ λένε προσπάθησε νά την ἐνοχλήσει ἐρωτικὰ ὁ Ἥφαιστος, μὰ ἡ θεὰ ἀντιστάθηκε παλικαρίσια. Ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ θεοῦ ποὺ ἔπεσε στὴ γῆ γεννήθηκε ὁ Ἐριχθόνιος, ἕνας ὀνομαστὸς ἥρωας τῆς Ἀθήνας, ποὺ ἡ θεά του συμπεριφερόταν σὰν νὰ ἦταν γιος της. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται πὼς ὁ Ἐριχθόνιος ἦταν γιος τῆς Γαίας ποὺ τὸν ἐμπιστεύτηκε στὴν Ἀθηνᾶ νὰ τὸν ἀναθρέψει. Λένε μάλιστα πὼς ὁ ἥρωας καθιέρωσε τὰ Παναθήναια, τὴ σημαντικότερη γιορτὴ πρὸς τιμὴ τῆς Ἀθηνᾶς. Ἐπίσης πίστευαν πὼς ἡ θεά του δίδαξε νὰ ὁδηγεῖ τὸ τέθριππο, τὸ ἅρμα δηλαδὴ ποὺ ἔσερναν τέσσερα ἄλογα. Πιὸ ἀγαπημένη της πόλη ἦταν ἡ Ἀθήνα, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της. Ἔλεγαν πὼς πρῶτος ἔφτασε στὴν Ἀττικὴ ὁ Ποσειδῶνας. Αὐτὸς χτύπησε μὲ τὴν τρίαινά του ἕνα βράχο τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἀμέσως ἀνάβλυσε μιὰ πηγὴ μὲ ἁλμυρὸ νερό. Κατόπιν ἡ Ἀθηνᾶ, ποὺ διεκδικοῦσε κι αὐτὴ τὴν κυριαρχία καὶ τὴν προστασία τοῦ τόπου, φύτεψε μιὰ ἐλιά. Τότε οἱ ὑπόλοιποι Ὀλύμπιοι μπῆκαν κριτὲς στὴ διαμάχη τῶν θεῶν καὶ ἀποφάσισαν ὑπὲρ τῆς Ἀθηνᾶς.



Σύμφωνα μ' ἕναν ἄλλο μῦθο κάποτε φύτρωσε στὴν Ἀκρόπολη μιὰ ἐλιὰ καὶ παραπέρα ἀνάβλυσε μιὰ πηγή. Ὁ Κέκροπας ποὺ ἦταν ἄρχοντας τῆς περιοχῆς ζήτησε τὴ συμβουλὴ τοῦ μαντείου καὶ πληροφορήθηκε πὼς τὸ δέντρο ἀντιπροσώπευε τὴν Ἀθηνᾶ καὶ ἡ πηγὴ τὸν Ποσειδῶνα. Τότε κάλεσε λαϊκὴ συνέλευση τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν. Ὅλοι οἱ ἄνδρες ψήφισαν ὑπὲρ τοῦ Ποσειδῶνα καὶ ὅλες οἱ γυναῖκες ὑπὲρ τῆς Ἀθηνᾶς. Ὅμως αὐτὲς ἦταν περισσότερες καὶ ἔτσι ἡ πόλη δόθηκε στὴ θεά. Ὁ Ποσειδῶνας ὀργισμένος πλημμύρισε τὴν περιοχή. Οἱ ἄνδρες, τότε, γιὰ νὰ τιμωρήσουν τίς γυναῖκες, τίς ἀπαγόρευσαν νὰ συμμετέχουν στὶς συνελεύσεις καὶ νὰ ψηφίζουν.



Ἀλλὰ ἡ πιὸ κοινὴ ἐκδοχὴ τοῦ μύθου εἶναι ἡ ἀκόλουθη. Οἱ θεοὶ εἶπαν στοὺς ἀντίδικους ὅτι θὰ κέρδιζε τὴν πόλη ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔκανε τὸ πιὸ χρήσιμο δῶρο στοὺς κατοίκους. Τότε ὁ Ποσειδῶνας χτύπησε τὴν τρίαινά του στὴ γῆ καὶ ξεπετάχτηκε ἕνα κατάλευκο ἄλογο.
Οἱ ἀθάνατοι θαύμασαν τὸ δῶρο αὐτό, γιατί ἤξεραν πόσο χρήσιμο ἦταν στὴ γεωργία καὶ στὰ ἄλλα ἐπαγγέλματα. Ἀμέσως ὅμως ἡ σοφὴ Ἀθηνᾶ χτύπησε μὲ τὸ δόρυ της τὴν ἀττικὴ γῆ καὶ φύτρωσε μιὰ φουντωτὴ καὶ ἀειθαλὴς ἐλιά. Τότε οἱ Ὀλύμπιοι ἀποφάσισαν πὼς ὁ καρπὸς τοῦ εὐλογημένου δέντρου ἦταν πιὸ χρήσιμος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς καὶ ἔτσι ἔδωσαν τὴ νίκη στὴν Ἀθηνᾶ.


Ἡ Ἀθηνᾶ, ὡς παρθενικὴ θεά, δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὴν Ἀφροδίτη, τὴν προστάτιδα τοῦ ἔρωτα. Πολὺ συχνὰ μάλωναν καὶ λογοφέρνανε, ἀκόμη καὶ μπροστὰ στὸν πατέρα τους, τὸν Δία. Αὐτὸς πάντα προσπαθοῦσε νὰ τίς συμφιλιώσει. Φαίνεται ὅμως πὼς δὲν τὰ κατάφερνε, ὅταν οἱ δυὸ θεὲς βρέθηκαν ἀντίπαλες στὸν Τρωικὸ πόλεμο, ἡ Ἀθηνᾶ δὲ δίστασε, μέσῳ τοῦ Διομήδη βέβαια, νὰ χτυπήσει τὴν Ἀφροδίτη καὶ νὰ τὴν πληγώσει.


Ἡ πολεμικὴ θεὰ στάθηκε στὸ πλευρὸ πολλῶν γνωστῶν ἡρώων τῆς ἀρχαιότητας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς προστατευόμενούς της ἦταν ὁ Ἡρακλῆς. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸν ἀντίκρισε ἡ Ἀθηνᾶ, τότε ποὺ ὁ θνητὸς ἀκόμα ἥρωας ἔτρεξε στὸ πλευρό του Δία γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Γίγαντες, τὸν συμπάθησε. Μὲ τίς πολύτιμες συμβουλές της κατόρθωσε νὰ ἐξοντώσει τὸν Ἀλκυονέα. Ὅμως καὶ ἀργότερα, ὅταν ὁ Εὐρυσθέας ὑπέβαλε τὸν Ἡρακλῆ στὴ δοκιμασία τῶν δώδεκα ἄθλων, τὸν βοήθησε. Τοῦ χάρισε τὰ κύμβαλα ποὺ ἦταν ἔργο τοῦ θεϊκοῦ τεχνίτη Ήφαἱστου. Χτυπώντάς τὰ ὁ ἥρωας τρόμαξε τίς Στυμφαλίδες όρνιθες ποὺ πέταξαν ἀπὸ τίς κρυμμένες φωλιές τους καὶ ἔτσι τίς σκότωσε μὲ τὰ βέλη του. Γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσει τῆς ἀφιέρωσε τὰ χρυσᾶ μήλa τῶν Ἑσπερίδων. Μὲ τὴ βοήθεια τῆς θεᾶς ὁ Περσέας κατάφερε νὰ ἐξοντώσει τὴ Γοργόνα. Αὐτὴ ἦταν ἕνα τέρας ποὺ ἀντὶ γιὰ μαλλιὰ εἶχε φίδια καὶ τὰ τρομερά της μάτια προκαλοῦσαν φριχτὸ πανικὸ σὲ ὅποιον τὰ ἀντίκριζε ἢ τὸν ἀπολίθωναν. Ὁ ἥρωας, ὅταν πῆγε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ φριχτὸ τέρας, εἶχε μαζί του τὴ γυαλιστερὴ ἀσπίδα ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ Ἀθηνᾶ. Ἔτσι, ἐνῶ εἶχε ἀλλοῦ στραμμένο τὸ βλέμμα του, παρακολουθοῦσε τὴ Γοργόνα ποὺ καθρεφτιζόταν πάνω στὴν ἀσπίδα καὶ τὴν ἀποκεφάλισε. Πρόσφερε τὸ φοβερὸ κεφάλι της, ποὺ ἀκόμη καὶ κομμένο διατηροῦσε τίς ἰδιότητές του, στὴν Ἀθηνᾶ. Ἡ θεὰ τοποθέτησε τὸ λεγόμενο "γοργώνειο" πάνω στὴν αἰγίδα ποὺ τῆς εἶχε κάνει δῶρο ὁ πατέρας της. Μάζεψε τὸ αἷμα ποὺ πετάχτηκε ἀπὸ τίς φλέβες τοῦ τέρατος καὶ τὸ ἔδωσε στὸν Ἀσκληπιό, ὁ ὁποῖος τὸ χρησιμοποίησε σὰν γιατρικό. Ἄλλοι πάλι λένε πὼς ἔδωσε δυὸ σταγόνες αἵματος στὸν Ἐριχθόνιο. Ἡ μιὰ προκαλοῦσε το θάνατο καὶ ἡ ἄλλη εἶχε θεραπευτικὲς ἰδιότητες.


Ἀκόμη λένε πὼς ὅταν ὁ Περσέας ἀποκεφάλισε τὴ Γοργόνα, οἱ ἀδερφές της, ἡ Σθενὼ καὶ ἡ Εὐρυάλη, ποὺ ἦταν ἀθάνατες, τὴ θρήνησαν γοερά. Ὅμως αὐτὸς ὁ θρῆνος προερχόταν ἀπὸ τὰ φίδια ποὺ εἶχαν στὰ μαλλιά τους καὶ ὄχι ἀπὸ τίς ἴδιες. Ἡ Ἀθηνᾶ προσπάθησε νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο γιὰ νὰ τὸν μιμηθεῖ. Πῆρε λοιπὸν τὸ κόκαλο ἑνὸς μεγάλου ἐλαφιοῦ ποὺ τῆς εἶχαν θυσιάσει, ἄνοιξε κάποιες τρῦπες καὶ φυσοῦσε κατὰ διαστήματα μέσα στὸ καινούριο μουσικὸ ὄργανο ποὺ τὸ ὀνόμασε φλογέρα. Ἐνθουσιασμένη ἔτρεξε στὸν Ὄλυμπο καὶ ἔδειξε τὴν ἐφεύρεσή της στοὺς θεούς.






Ἡ Ἥρα καὶ ἡ Ἀφροδίτη ὅμως ξέσπασαν σὲ εἰρωνικὰ γέλια. Ἡ Ἀθηνᾶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει τὴ συμπεριφορά τους καὶ θύμωσε πάρα πολύ. Τότε τῆς ἐξήγησαν πὼς καθὼς ἔπαιζε τὴ φλογέρα φούσκωναν τὰ κόκκινα μάγουλά της, παραμορφωνόταν τὸ πρόσωπό της καὶ ἦταν πολὺ ἀστεῖα. Ἡ θεὰ ἔτρεξε πεισμωμένη σ' ἕνα ρυάκι καὶ καθρεφτίστηκε στὰ νερά του παίζοντας φλογέρα. Κατάλαβε πὼς οἱ θεὲς εἶχαν δίκιο ποὺ τὴν εἰρωνεύονταν καὶ ὀργισμένη πέταξε τὸ μουσικὸ ὄργανο.
ΑΘΗΝΑ Γιος τῆς Γοργόνας καὶ τοῦ Ποσειδῶνα ἦταν τὸ φτερωτὸ ἄλογο Πήγασος. Ἕνας ἥρωας, ὁ Βελλεροφόντης, ζήτησε κάποτε τὴ βοήθεια τῆς Ἀθηνᾶς γιὰ νὰ συλλάβει καὶ νὰ δαμάσει τὸ ἄλογο. Μιὰ νύχτα ποὺ ὁ ἥρωας κοιμήθηκε στὸ ναό της, αὐτὴ ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ χάρισε ἕνα χαλινάρι μὲ τὸ ὁποῖο τὸ δάμασε.


Ἡ Ἀθηνᾶ ἦταν πολὺ ντροπαλὴ μὲ τοὺς ἄντρες. Ἔτσι, κάποια μέρα ποὺ ὁ Τειρεσίας τὴν εἶδε γυμνὴ νὰ λούζεται στὰ νερὰ μιᾶς λίμνης μαζὶ μὲ τὴ Νύμφη Χαρικλώ, τὸν ἐκδικήθηκε χωρὶς οἶκτο. Μὲ ἕνα ἁπλὸ ἄγγιγμα τῶν ματιῶν του τὸν ἔκανε τυφλὸ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Ἡ φιλενάδα της ὅμως τὴν παρακαλοῦσε νὰ τὸν εὐσπλαχνιστεί. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ πάρει πίσω μιὰ θεϊκὴ ἀπόφαση, εὐνόησε διαφορετικὰ τὸν Τειρεσία. Καθάρισε τόσο καλὰ τὰ αὐτιά του, ὥστε μποροῦσε νὰ καταλάβει τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδὶ ποὺ τὸν βοηθοῦσε νὰ περπατάει ὅπως οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔβλεπαν. Ἀπὸ τότε ὁ Τειρεσίας ἔγινε ὁ πιὸ ξακουστὸς μάντης τῆς ἀρχαιότητας.

Ἡ πολεμικὴ θεὰ εἶχε ἐνεργὸ δράση στὸν Τρωικὸ πόλεμο, ὅπου καὶ προστάτευε τὴν παράταξη τῶν Ἑλλήνων κι αὐτὸ γιατί ἦταν ἐξοργισμένη ἀπὸ τὴν κρίση του Πάρῃ γιὰ τὴν ὀμορφότερη θεά. Ἀγαπημένοι της πολεμιστὲς ἦταν ὁ Διομήδης, ὁ Ἀχιλλέας καὶ ὁ Ὀδυσσέας. Στάθηκε στὸ πλάϊ τους σὲ ὅλες τίς δύσκολες στιγμές. Ὅταν μάλιστα ὑπῆρχε μεγάλος κίνδυνος, κατέφευγε σὲ θαύματα γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἔκανε θεϊκὴ φωτιὰ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν περικεφαλαία τοῦ Διομήδη καὶ σκέπασε μὲ πύρινο σύννεφο τὸ κεφάλι τοῦ Ἀχιλλέα. Μάλιστα, στὶς πιὸ δύσκολες στιγμὲς μεταμορφωνόταν ἡ ἴδια σὲ Τρῶα πολεμιστῆ καὶ πήγαινε στὶς συγκεντρώσεις τῶν ἀντίπαλων στρατηγῶν, δίνοντάς τους λανθασμένες συμβουλές. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὑπῆρχαν διχόνοιες καὶ διαφωνίες στὸ στρατόπεδο τῶν Ἑλλήνων, πάντοτε κατάφερνε νὰ προλάβει τὰ χειρότερα, αὐτὴ δὲν ἄφησε τὸν Ἀχιλλέα νὰ σκοτώσει τὸν Ἀγαμέμνονα ἂν καὶ τὸν εἶχε προσβάλει βαρύτατα.
Βοήθησε τὸν πολυμήχανο Ὀδυσσέα τόσο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου ὅσο καὶ κατὰ τὸ δεκάχρονο ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του. Στὴν Ὀδύσσεια, ἡ Ἀθηνᾶ παρεμβαίνει μὲ μεταμορφώσεις. Παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Μέντορα καὶ δίνει πολύτιμες συμβουλὲς καὶ ὁδηγίες στὸν Τηλέμαχο. Στέλνει ἐπίσης ὄνειρα. Ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο τῆς Ναυσικᾶς καὶ τὴ συμβουλεύει νὰ πάει νὰ πλύνει τὰ ροῦχα της στὸ ποτάμι, τὴ μέρα ποὺ ὁ Ὀδυσσέας πλησιάζει στὸ νησὶ τῶν Φαιάκων.

Προικίζει τὸν προστατευόμενό της μὲ ὑπερφυσικὴ ὀμορφιὰ γιὰ νὰ γοητεύσει τὴ βασιλοπούλα καὶ νὰ τὸν φιλοξενήσει στὸ ἀνάκτορο τοῦ πατέρα της.




Σὲ ἄλλες περιπτώσεις ξεσηκώνει τὸν Δία νὰ βοηθήσει τὸν Ὀδυσσέα. Μὲ δική της παρέμβαση ἡ Καλυψὼ παίρνει ἐντολὴ νὰ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν ἥρωα καὶ νὰ τοῦ δώσει μέσο γιὰ νὰ ξαναβγεῖ στὸ πέλαγος. Ὁ Ὀρέστης, ὁ γιος τοῦ Ἀγαμέμνονα, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ το φόνο τοῦ πατέρα του σκότωσε τὴ μητέρα τοῦ Κλυταιμνήστρα καὶ τὸν ἐραστὴ τῆς Αἴγισθο. Ὅμως οἱ Ἐρινύες, σκοτεινὲς θεότητες ποὺ τιμωροῦσαν τοὺς φονιᾶδες, καταδίωξαν τὸν Ὀρέστη, ὁ ὁποῖος ἔφτασε στὴν Ἀθήνα καὶ ζήτησε καταφύγιο στὸ ναὸ τῆς θεᾶς. Τότε ἔγινε δικαστήριο στὸν Ἄρειο Πάγο γιὰ νὰ κριθεῖ ὁ νεαρὸς μητροκτόνος, πρόεδρος ἦταν ἡ ἴδια ἡ θεά. Ἡ ψηφοφορία ἔληξε μὲ ἰσοπαλία, ἀλλὰ τελικὰ ὁ Ὀρέστης ἀθωώθηκε, γιατί ἡ ψῆφος τῆς Ἀθηνᾶς, ποὺ ἦταν ἀθωωτική, θεωρήθηκε διπλή. Ἀπὸ τότε θεσπίστηκε ὁ νόμος ὅτι ἡ ἰσοψηφία στὸ δικαστήριο μετροῦσε ὑπὲρ τοῦ κατηγορουμένου.


Προστάτευε ὅλους γενικά τους τεχνῖτες καὶ τοὺς βιοτέχνες. Ἡ ἴδια ἦταν καταπληκτικὴ ὑφάντρα. Κάποτε ἡ Ἀράχνη, μιὰ κοπέλα ἀπὸ τὴ Λυδία, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μεγάλη φήμη στὴν τέχνη τῆς ὑφαντικῆς, κάλεσε τὴ θεὰ σὲ διαγωνισμό. Ἀρχικὰ ἡ θεὰ ἐμφανίστηκε στὴν κοπέλα μεταμορφωμένη σὲ γριὰ καὶ τὴ συμβούλεψε νὰ δείξει μετριοφροσύνη. Ὅμως ἡ Ἀράχνη συνέχιζε νὰ καυχιέται καὶ ἡ Ἀθηνᾶ ἐκνευρισμένη πῆρε τὴν κανονική της μορφὴ καὶ ὁ διαγωνισμὸς ἄρχισε. Ἡ Παλλάδα παράστησε πάνω στὸ ὑφαντό της τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν θεῶν καὶ στὶς ἄκρες σκηνὲς ποὺ φανέρωναν τὴν πανωλεθρία τῶν θνητῶν, ὅταν δὲν ὑπάκουαν τοὺς ἀθάνατους. Ἡ νεαρὴ Λυδὴ ἀπεικόνισε στὸ ὕφασμά της τὴν ἐρωτικὴ ζωὴ τῶν θεῶν καὶ ἰδιαίτερα τίς ἐξωσυζυγικές τους σχέσεις. Ἡ Ἀθηνᾶ δὲ βρῆκε κανένα ψεγάδι στὸ ἔργο τῆς Ἀράχνης ὅσῃ ὥρᾳ κι ἂν τὸ ἐξέταζε. Ἀπὸ τὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλια τῆς τὴ μεταμόρφωσε στὸ ὁμώνυμο ζωύφιο ποὺ ἀδιάκοπα κλώθει καὶ ὑφαίνει μὲ τὴν ἄκρη τῆς κλωστῆς της.

Κάποτε ἡ θεὰ εἶχε μιὰ διένεξη μέ τον Ἀπόλλωνα σχετικὰ μὲ τὴ μαντικὴ τέχνη. Εἶχε διδαχτεῖ ἀπὸ τίς φτερωτὲς Νύμφες τοῦ Παρνασσοῦ, τίς Θρίες, νὰ προλέγει τὸ μέλλον ἀπὸ τίς πέτρες ποὺ παράσερναν οἱ χείμαρροι. Ὅμως ὁ Φοῖβος παραπονέθηκε στὸν Δία καὶ αὐτὸς ἀποφάσισε ὑπὲρ τοῦ γιου του. Τότε ἡ Ἀθηνᾶ πέταξε χολωμένη τίς πέτρες στὴν πεδιάδα καὶ ἀπὸ τότε ἡ περιοχὴ ὀνομάστηκε Θριάσιο πεδίο.

Ἡ Ἀθηνᾶ - Παλλάδα συμβόλιζε μερικὰ ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ ἰδεώδη τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος. Συνδύαζε τὴ δύναμη καὶ τὴ γενναιότητα μὲ τὴ σύνεση καὶ τὴν ἐξυπνάδα. Ἀγαπημένα της σύμβολα ἦταν ἡ αἰγίδα, τὸ δόρυ, ἡ κουκουβάγια καὶ ἡ ἐλιά.



Δεν υπάρχουν σχόλια: