Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018
Ἕλληνα – Ἀρβανίτη ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ.
— Τελικά, το Ἄρβανο, το Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τις ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες, ἀποδείχθηκα ὅτι δὲν ἦσαν ἀρκετὲς γιὰ ἐπαναστάτες – γίγαντες, σὰν τον Ἕλληνα – Ἀρβανίτη ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ. Χρειάζεται ἡ οἰκουμένη!!!!!!
=== Διονυσίου Σολωμοῦ: Εἰς τὸν Μάρκο Μπότσαρη
καὶ ὁ Φθόνος τοῦ στέκει ζερβά,
μὲ μάτια, μὲ χείλη πικρά.
— Ἀλλ᾿ ὅποτε ἡ μοίρα τοῦ γράψει
τὸν δρόμον τοῦ κόσμου νὰ πάψει,
ἡ Δόξα καθίζει μονάχη
στὴν πλάκα τοῦ τάφου λαμπρή,
καὶ ὁ Φθόνος ἀλλοῦ περπατεῖ.
— Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει
ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη.
Κλεισμένο γιὰ πάντα τὸ μάτι,
ὁποῦχε πολέμου φωτιά. -
Ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα,
μὴ λάχῃ σᾶς βλάψω τ᾿ αὐτία.
Τρεχάτε στὰ μνήματα μέσα,
καὶ ψάλτε μὲ λόγια τρελλὰ -
ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Τὸ λείψανο, ποῦχε γλυτώσει
ὁ Πρίαμος μὲ θρήνους, μὲ δῶρα,
ἐγύριζε ὀπίσω τὴν ὥρα
ποὺ πέφτει στὴν ὄψι τῆς γῆς
τὸ φῶς τὸ γλυκὸ τῆς αὐγῆς.
ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ 2 ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ — Ἐβγῆκαν μαζὶ τῆς θλιμμένης
Τρωάδας ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη
γυναῖκες, παιδάκια καὶ γέροι,
θρηνώντας, νὰ ἰδοῦν τὸ κορμὶ
ποὺ χάνει γι᾿ αὐτοὺς τὴν ψυχή.
— Κλεισμένο δὲν ἔμεινε στόμα
ἀπάνου στοῦ Μάρκου τὸ σῶμα.
Ἀπέθαν᾿ ἀπέθαν᾿ ὁ Μάρκος.
Μία θλίψη, μία ἄκρα βοή,
καὶ θρῆνος καὶ κλάψα πολλή.
— Παρόμοια ἠχὼ θὰ λαλήσει,
τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,
παντοῦ στὸν καινούργιον ἀέρα.
Παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεῖ
νὰ κάμει καθένας νὰ ἐβγεῖ.
Ἡ Μάχη στὸ Λάλα - Ἠλείας (13 Ἰουνίου 1821)
Ἡ Μάχη στὸ Λάλα - Ἠλείας (13 Ἰουνίου 1821)
Μία ἀπὸ τις πρῶτες νικηφόρες μάχες τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων στὴν Πελοπόννησο.
Το Λάλα εἶναι χωριό της ὀρεινῆς Ἠλείας στὸ ὄρος Φολόη («Λαλαίος» ο κάτοικος του καὶ «Λαλιώτης» ὁ καταγόμενος ἀπὸ αὐτὸ). Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κατοικοῦσαν οἱ Λαλαῖοι ,οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπὸ Ἀλβανούς ποῦ ἐξισλαμίστηκαν στὰ 1715, ὅταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας ἀπὸ τους Τούρκους. Οἱ Χοττομαναίοι, ἄρχοντες της Γαστούνης, τους χρησιμοποίησαν γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν την ἐξουσία τους στὴν περιοχή της Ἠλείας. Ἔτσι οἱ Λαλαίοι ἄρχισαν νὰ ἀποκτοῦν δύναμη καὶ ὅταν παρουσιάστηκαν στὰ βουνά οἱ κλέφτες, αὐτοὶ ἔπαιξαν το ρόλο του χωροφύλακα. Το ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀποκτήσουν τρομερή δύναμη, την ὁποία μετέτρεψαν σε τυραννία καὶ καταδυνάστευαν ὅλη την Ἠλεία. Λεηλατοῦσαν με ἁρπαγὲς καὶ βιαιότητες ὅλη την γύρω περιοχή. Τις 3 Ἀπριλίου του 1821 οἱ Λάλαιοι Τουρκαλβανοί λεηλάτησαν τον Πύργο καὶ τότε αἰσθάνθηκαν τι εἶναι το λαλέικο τουφέκι. Την ἴδια τύχη εἶχε στῆς 24 Ἀπρίλη καὶ ἡ Ἀγουλινίτσα, ἐνῶ λίγο ἀργότερα σε φονική μάχη στὸ Σμίλα σκοτώθηκε ὁ ὑπερασπιστής του Πύργου, Βιλαέτης.
Στὴν ἀρχὴ της Ἐπανάστασης του '21, οἱ Λαλαίοι θεωρήθηκαν ἀπειλῆ γιὰ την πορεία του Ἀγῶνα. Γι' αὐτὸ το λόγο, οἱ ὁπλαρχηγοί της Γορτυνίας ἵδρυσαν στὴν εὐρύτερη περιοχή στρατόπεδο γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὴ φυγή τους πρὸς την Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τον κύριο στόχο τῶν ἐπαναστατῶν.
Στὸ στρατόπεδο τῶν Ἑλλήνων ἐπικρατοῦσαν δύο ἀπόψεις ὅσον ἀφορᾶ την ἀντιμετώπιση τῶν Λαλαίων. Οἱ Ἑπτανήσιοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν την πιὸ ὀργανωμένη στρατιωτική δύναμη, ἤθελαν νὰ ἐπιτεθοῦν ἀμέσως ἐναντίον τους, ἐνῶ οἵ ντόπιοι προτιμοῦσαν νὰ περιμένουν την κατάλληλη εὐκαιρία.
Ἀπὸ την πλευρά τους, οἱ Λαλαίοι προσπάθησαν νὰ κερδίσουν χρόνο καὶ νὰ διασπάσουν το ἑλληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορῶντας φῆμες ὅτι ἦταν ἕτοιμοι νὰ παραδοθοῦν. Στὶς 2 Ἰουνίου 1821 ὁ κεφαλλονίτης Παναγῆς Μεσσάρης τους μετέφερε ἐπιστολή τῶν Ἑπτανησίων ἀρχηγῶν Κωνσταντίνου καὶ Ἀνδρέα Μεταξά, Εὐαγγέλη Πανά, Παναγιώτη Στρούζα, Μιχαήλ Κουτουφά καὶ Διονυσίου Σαμπρικού, ποῦ τους καλοῦσαν νὰ καταθέσουν τα ὅπλα. Οἱ Λαλαίοι ἀρχίσαν νὰ κωλυσιεργούν, ὑποστηρίζοντας ὅτι την ὁποία ἀποφάσει θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουν οἱ ἀρχηγοί τους, οἱ ὁποῖοι ἀπουσίασαν ἀπὸ το χωριό. Τότε οἱ ἐπαναστάτες ἀποφάσισαν νὰ δράσουν καὶ νὰ τους ἐπιτεθοῦν ἀπὸ τρία σημεῖα, με ἐπικεφαλῆς τον Γεώργιο Πλαπούτα, τους ἀδελφούς Μεταξά καὶ τον Γεώργιο Σισίνη.
Ἀπὸ κακό συντονισμό, ὁ Πλαπούτας ἐπιτέθηκε μόνος του στὶς 9 Ἰουνίου καὶ φυσικά ἀναγκάστηκε νὰ ὑποχωρήσει μετά την ἀντεπίθεση τῶν Λαλαῖων. Μέσα στὴ σύγχυση καὶ τον μεγάλο καύσωνα ποῦ ἐπικρατοῦσε, ὁ Πλαπούτας ἄφησε την τελευταία του πνοή. 14 ἀκόμη Ἕλληνες ἔχασαν τὴ ζωή τους (11 Πελοποννήσιοι καὶ 3 Ἑπτανήσιοι). Ἀδιευκρίνιστες ἦταν οἱ ἀπώλειες τῶν Λαλαίων.
Οἱ Λαλαίοι ἀναθάρρησαν καὶ αὐτοί, ὅταν εἶδαν νὰ καταφθάνουν ἐνισχύσεις ἀπὸ την Πάτρα στὶς 11 Ἰουνίου. Ἐπικεφαλίς 1.000 Τουρκαλβανών ἦταν ὁ Γιουσούφ Πασᾶς. Ὁ Γιουσούφ ἤθελε νὰ ξεκαθαρίσει ἀμέσως την κατάσταση καὶ στὶς 13 Ἰουνίου ἐπιτέθηκε με τους ἄνδρες του στῆ θέση Πούσι, ὅπου ἦταν ὀχυρωμένοι οἱ Ἕλληνες. Βασικός του στόχος, νὰ ἀποσπάσει πρῶτα τα κανόνια ποῦ διέθεταν οἱ Ἑπτανήσιοι καὶ στὴ συνέχεια νὰ τους πετσοκόψει με την ἡσυχία του.
Ἡ μάχη δόθηκε σῶμα με σῶμα καὶ ἡ ἀνδρεία τῶν Ἑλλήνων ἀνάγκασε τις δυνάμεις του Γιουσούφ νὰ ὑποχωρήσουν καὶ μαζί με τους Λαλαίους την ἑπομένη να πάρουν τον δρόμο γιὰ την Πάτρα. Οἱ Ἕλληνες πολέμησαν γενναία καὶ ἔχασαν 84 ἄνδρες (60 Πελοποννήσιοι καὶ 24 Ἑπτανήσιοι). Ἀνάμεσα στοὺς πολλούς τραυματίες ἦταν καί ὁ κεφαλλονίτης Ἀνδρέας Μεταξάς, κατοπινός πρωθυπουργός της Ἑλλάδας. Την ἴδια μέρα (14 Ἰουνίου) οἱ ἐπαναστάτες εἰσῆλθαν στὸ ἔρημο χωριό καὶ το πυρπόλησαν. Συνολικά, γύρω στὰ χίλια σπίτια παραδόθηκαν στὶς φλόγες.
Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων σήμανε το τέλος της ἐπιβολῆς τῶν Λαλαῖων στὴν περιοχή καὶ ἄνοιξε τον δρόμο γιὰ την ἅλωση της Τριπολιτσάς. Ἀπὸ την Πάτρα, ὅπου κατέφυγαν, ἀγωνίσθηκαν κατά της ἐπανάστασης ὡς το τέλος καὶ μετά τὴ σύσταση του ἑλληνικοῦ κράτους ἀναγκάστηκαν νὰ μεταναστεύσουν καὶ νὰ ἐγκατασταθοῦν ὡς πρόσφυγες στὴν περιοχή του Πλαταμώνα της Μακεδονίας καὶ ἀργότερα στὴ Βάρνα της Βουλγαρίας.
Ἡ ἀγγλικὴ «προστασία» των Ἐπτανήσων
Ἡ Ἐπτάνησος, ὅταν ἐκδηλώθηκε ἡ ἐθνεγερσία του 1821, παρ’ ὅτι διέθετε Σύνταγμα, κυβέρνηση, Βουλή καὶ Γερουσία, τελοῦσε οὐσιαστικά ὑπὸ ἀγγλικὴ κατοχή• παρά την ἀπατηλή ὀνομασία της προστασίας. Η δὲ ἀγγλικὴ πολιτική ἦταν καὶ παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι το 1825 φιλοτουρκική. Ὁ ὕπατος ἁρμοστής σερ Τόμας Μαίτλαντ, ἕνας στρατιωτικός σκληρός καὶ αὐταρχικός, ἀπείλησε καὶ στὴ συνέχεια ἐπέβαλε ποινές φυλάκισης, ἐξορίας καὶ δήμευσης περιουσίας στοὺς Ἐπτανήσιους, ποῦ ἄμεσα ἡ ἔμμεσα, συνέδραμαν τον ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν.
Οἱ Κεφαλλονίτες καὶ οἱ Ζακυνθινοί, ποῦ ἔφθασαν την ἄνοιξη του 1821 στὴν Ἠλεία καὶ συμπαρατάχθηκαν με τους ντόπιους ὁπλαρχηγούς, παρουσίαζαν συνεπῶς δύο χαρακτηριστικά πού τους ξεχώριζαν ἀπὸ αὐτούς. Κατά πρῶτον, τα κίνητρά τους δὲν ἦταν ἄμεσα ἀλλὰ συναισθηματικά, καθώς οἱ ἴδιοι δὲν τελοῦσαν ὑπὸ τον τουρκικό ζυγό. Κατά δεύτερον, δὲν ἐξέθεταν σε κίνδυνο μόνο τὴ ζωή τους ἀλλὰ καὶ την εὐτυχία καὶ το μέλλον τῶν οἰκογενειῶν τους. Οἱ Κεφαλλονίτες καὶ οἱ Ζακυνθινοί της μάχης του Λάλα δὲν εἶχαν νὰ κερδίσουν ἀπολύτως τίποτα• ἀντίθετα, προθυμοποιήθηκαν νὰ χάσουν τα πάντα.
Οἱ Μωραΐτες ὁπλαρχηγοί
Ηγετική προσωπικότητα στὴν Ἠλεία ἦταν ὁ Γεώργιος Σισίνης ἀπὸ τὴ Γαστούνη, ὁ μόνος στὸν ὁποῖο ἀναφέρθηκαν οἱ Λαλαίοι στὸ γράμμα τους πρὸς τους ἀδελφούς Μεταξά, ἀποκαλῶντας τον «Ψευτογιώργη». Κοντά του ὁ Χαράλαμπος Βιλαέτης ἀπὸ τον Πύργο, ποῦ εἶχε ὑπηρετήσει στὸν ἀγγλικὸ στρατό ὡς λοχαγός με τον Κολοκοτρώνη καὶ οἱ ὁπλαρχηγοί: Γεώργιος Πλαπούτας ἀπὸ τὴ Γορτυνία, Τζανέτος Χριστόπουλος ἀπὸ την Ολυμπία καὶ Παναγιωτάκης Φωτήλας ἀπὸ τα Καλάβρυτα. Ὁ Βιλαέτης, ποῦ ἔφτασε ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο με ἕνα σῶμα 150 ἀνδρών, ἀναγνωρίστηκε ἀμέσως ὡς ἀρχηγὸς τῶν ἐπαναστατικῶν δυνάμεων της Ἠλείας, ἀλλὰ σκοτώθηκε καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 10 Μαΐου, στῆ διάρκεια μιᾶς αἰφνιδιαστικῆς ἐπίθεσης τῶν Λαλαῖων στὸ χωριό Λαντζόι.
Ἰόνιοι πατριῶτες στὴν ἐπαναστατημένη Ἠλεία
Ἤδη ἀπὸ τον Ἀπρίλιο εἶχε φθάσει στὴν Ἠλεία ἕνα σῶμα 100 Κεφαλλήνων ὑπὸ τον πλοίαρχο καὶ Φιλικό Εὐαγγέλη Πανά, με δύο σιδερένια κανόνια σε κιλλίβαντες. Το κυρίως ὅμως κεφαλλονίτικο ἐκστρατευτικό σῶμα ἀπὸ 360 ἄνδρες ἀποβιβάστηκε στὴ Γλαρέντζα στὶς 9 Μαΐου, ὑπό τους κόμητες Κωνσταντίνο καὶ Ἀνδρέα Μεταξά, με δύο ὀρειχάλκινα θαλασσινά κανόνια ποῦ μεταφέρονταν με μουλάρια. Το σῶμα αὐτὸ ἔφθασε με πλοῖο τῶν ἀδελφῶν Γεράσιμου καὶ Ἀναστασίου Φωκά, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ Γεράσιμος πῆρε μέρος καὶ στὴν ἐκστρατεία. Τα ἔξοδα ἀνέλαβε ὁ Κωνσταντίνος Μεταξάς, ἐνῶ ὁ ἀπόπλους ἐπιτεύχθηκε χάρη στὴ μεσολάβηση του δεσπότη Ἀγαθάγγελου Τυπάλδου-Κοζάκη. Ο τελευταῖος κατόρθωσε νὰ ἀποπροσανατολίσει τον Ἄγγλο διοικητή Ρόμπερτ Τρέιβερς, με συνέπεια ὅταν ἔγιναν γνωστά τα γεγονότα του Λάλα ὁ δεσπότης νὰ καθαιρεθεῖ καὶ νὰ μεταφερθεῖ δέσμιος στὴν Κέρκυρα. Με τους Κεφαλλονίτες συμπαρατάχθηκε λίγο ἀργότερα ἕνα μικρότερο σῶμα Ζακυνθινών ὑπὸ τους Διονύσιο Σεμπρικό - Κατσιλίβα καὶ Παναγιώτη Στρούζα.
Το ἑπτανησιακό ἐκστρατευτικό σῶμα στὴν Ἠλεία δὲν λειτούργησε ἁπλὰ στὴν ἐνίσχυση• λειτούργησε καὶ ὡς ἐμψυχωτικό πρότυπο. Οἱ Κεφαλλονίτες ἀρχηγοί, ἔχοντας την ἐμπειρία τῶν γαλλικῶν καὶ τῶν ἀγγλικῶν στρατευμάτων κατοχῆς, φρόντισαν νὰ ὀργανώσουν τους Ἐπτανήσιους ἐθελοντές κατά τρόπον ἀνάλογο. Δηλαδή με σκοπιές, συνθήματα, ἐπιθεώρηση σκοπιῶν, προσκλητήρια πρωί καὶ βράδυ καὶ σαλπίσματα ποῦ κατηύθυναν τις κινήσεις τόσο κατά τὴ στρατοπεδεύση ὅσο καὶ κατά τη μάχη. Ἄν στὰ χαρακτηριστικά της πειθαρχίας, του συντονισμοῦ καὶ της ἑνιαίας διοίκησης, συνυπολογίσει κανείς καὶ τὴ δύναμη πυρός των 4 κανονιῶν ἔχει την εἰκόνα του ρόλου ποῦ ἔπαιξε το ἑπτανησιακό σῶμα, οὐσιαστικά καὶ ψυχολογικά, στὰ γεγονότα του Λάλα.
Τί ἔχεις καϋμένε κόρακα ποῦ σκούζεις καὶ φωνάζεις;
Μὴ δὲ διψᾶς γιὰ αἵματα γιὰ Τούρκικα κεφάλια;
Σὰν δὲ διψᾶς γιὰ αἵματα γιὰ Τούρκικα κεφάλια,
πέρασε ἀπὸ του Μπαστηρά καὶ ἀπὸ το πέρα Λάλα,
νὰ δῆς κορμιά πῶς κείτονται, κορμιά δίχως κεφάλια,
Κι ἐκεῖ ν’ ἀκούσεις κλάματα, Τούρκικα μοιρολόγια,
Κλαῖνε μανᾶδες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄντρες
ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)
Ὁ Μαχμούδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης και καταγόμενος ἀπὸ την Δρᾶμα της Μακεδονίας, διορίστηκε ἀπὸ το Σουλτᾶνο σερασκέρης στρατιᾶς τριάντα χιλιάδων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων, κατέβηκε ἀπὸ την Λάρισα στὴν Ἀνατολική Ἑλλάδα γιὰ νὰ εἰσβάλλει στὴν Πελοπόννησο καὶ νὰ καταπνίξει την ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, με την βοήθεια του τουρκικοῦ στόλου στὸν Κορινθιακό καὶ Ἀργολικό κόλπο. Μὴ βρίσκοντας καμία ἀντίσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα καὶ στὰ Μέγαρα, κατέλαβε τον Ἀκροκόρινθο, καὶ προήλασε στὴν Αργολική πεδιάδα διὰ μέσου των ἀφύλακτων στενῶν τῶν Δερβενακίων, ὅπου ἀπέτρεψε την παράδοση της τουρκικῆς φρουράς του Ναυπλίου καὶ ἀκύρωσε την συναφθεῖσα συνθήκη της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες στοὺς Μύλους της Λέρνης καὶ στὶς πηγές του Ἐρασίνου, ὑπὸ την στρατηγεῖα του Κολοκοτρώνη, τον ἀπασχόλησαν γιὰ πολύ χρόνο με την πολιορκία της ἀκροπόλεως του Ἄργους Λαρίσης καὶ κατέστρεψαν ὅσα περισσότερα τρόφιμα μπόρεσαν. Ὁ Κολοκοτρώνης προβλέποντας δὲ ὅτι θ' ἀναγκασθεῖ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήσει στὴν Κόρινθο, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων με 2500 περίπου ἄνδρες με ἀρχηγὸ τον Νικηταρά. Καὶ ὅταν την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησε ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ περάσει ἀπὸ τα στενά ὑπέστη καταστροφή, ἔκτοτε δὲ ὁ Νικηταράς ὀνομάσθηκε Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες στὴν Κόρινθο ἀποδεκατίστηκαν ἀπὸ τις στερήσεις καὶ τις ἀσθένειες, καὶ ὁ ἴδιος Δράμαλης πέθανε στὴν Κόρινθο.
Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι' ἀέρα του πελάγου,
νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.
Της Ρούμελης οἱ μπέηδες, του Δράμαλη οἱ ἀγάδες
'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια
καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Κ' ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.
"Πουλί, πῶς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ὁ Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,
καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".
Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαῖνε ταχούρια γιὰ ἄλογα καὶ καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,
κλαῖνε μανοῦλες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄνδρες.
Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855)
Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.
— Βιογραφία
— Ἦταν δευτερότοκος γιὸς του Φώτου Τζαβέλα καὶ ἐγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα καὶ της Μόσχως. Γεννήθηκε στὸ Σούλι, μεγάλωσε στὴν Κέρκυρα καὶ το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιῶτες στὴν πατρίδα τους, ὅπου ἀνακηρύχτηκε καπετάνιος – ἀρχηγός, σε ἡλικία μόλις 19 χρονῶν. Μετά την ἡττᾶ καὶ τον θάνατο του Ἀλή Πασᾶ, πῆγε στὴν Πίζα της Ἰταλίας γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ με τους Φιλικούς γιὰ την Ἐπανάσταση. Το 1822 γύρισε καὶ πῆρε μέρος ὥς ἀρχηγὸς 35 Σουλιωτῶν, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στὴν Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 καὶ στὴ μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πῆρε μέρος καὶ στὴ Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
— Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στὴ νίκη της Ἄμπλιανης το 1824. Πολέμησε στὸ Δίστομο καὶ στὸ Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ἰούνιο του 1825 στὸ Μεσολόγγι καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Κατά την ἡρωική ἔξοδο τῶν Μεσολογγιτῶν, ὥς ἀρχηγὸς 2.500 ἀνθρώπων ἔσπασε τις γραμμές των Τούρκων καὶ κατέφυγε στὰ Σάλωνα (Ἀμφισσα) με 1.300 ἄνδρες. Πῆρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στὶς μάχες τις Ἀττικῆς καὶ, μετά το θάνατο του δεύτερου, ἀνατέθηκε σ” αὐτὸν η ἀρχιστρατηγία, προσωρινά.
— Ὁ Καποδίστριας τον ἔκανε χιλίαρχο, ἀναθέτοντάς του μάλιστα νὰ καθαρίσει την Στερεά Ἑλλάδα ἀπὸ τους Τουρκαλβανούς καὶ τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στὰ χρόνια της Ἀντιβασιλεῖας, ρίχτηκε στὴ φυλακή, διότι ὑπῆρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ὁ Ὄθωνας τον ἔκανε ὑποστράτηγο κι ἀργότερα ἀντιστράτηγο καὶ ὑπασπιστή του. Το 1844 Ἀναδείχθηκε Ὑπουργός Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) καὶ το 1849 Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν πάλι.
Το 1854, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ξέσπασε το Ἀπελευθερωτικό Κίνημα των Ἀλύτρωτων περιοχῶν, μαζί με ἄλλους Σουλιώτες ἀξιωματικούς ἀνέλαβε την ἡγεσία τῶν ἐπιχειρήσεων στὴν Ἤπειρο. Μετά την ἀποτυχία του ἐγχειρήματος, ἀποσύρθηκε.
Πέθανε στὶς 9 Μαρτίου 1855 στὴν Ἀθήνα.
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018
Βρίζοντας καὶ πολεμῶντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης
Βρίζοντας καὶ πολεμῶντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ξέρουμε ότι στὴν σημερινή ἐποχῆ ποῦ ζοῦμε, πρέπει νὰ προσέχεις τον τρόπο ποῦ μιλᾶς καὶ φυσικά νὰ δείχνεις τον ἀπαιτούμενο σεβασμό στὸν συνομιλητή σου. Αὐτὸ φυσικά δὲν ἴσχυε στὴν Ἐπανάσταση του 1821. Ἐκεῖ οἱ "τρόποι" ἔμεναν στὸ σπίτι.
'Ἐκεῖνος ἀπὸ τούς ἀρχηγούς του '21 ποῦ χαρακτηριζόταν περισσότερο ἀπ' ὅλους γιὰ την ἀνεξέλεγκτη γλῶσσα του ἦταν ὁ μεγάλος Ἕλληνας Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ὀρεσίβιος καὶ ἁδρὸς, ἄνθρωπος ποῦ ἔζησε μέχρι τέλους της ζωῆς του τὴ φτηνή εἰρωνεία ὅσων ἤθελαν νὰ θυμοῦνται πῶς ἦταν «ὁ μούλος» «γιὸς της καλογριᾶς», βρῆκε διέξοδο, γιὰ νὰ ξεπεράσει την ὀργὴ του καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ σ' ἕνα δύσκολο γι' αὐτὸν κοινωνικό περιβάλλον, στὸν παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Η βωμολοχία του ἦταν τόσο συνεχής καὶ ἔντονη, ποῦ οἱ συναγωνιστές του χρειάστηκε νὰ ἀποδεχθοῦν το ἐλάττωμα του αὐτὸ ὡς «χούι», προκειμένου νὰ μπορέσουν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συμπονοῦνε μαζί του.
Ἡ αὐτοσυγκράτηση αὐτὴ δὲν ἐπιτυγχανόταν, πάντως, ἀπ' ὅλους τούς συμπολεμιστές του καὶ σ' ὅλες τις περιστάσεις. Νά πώς ἀπαντᾶ ὁ Καραϊσκάκης στὴν πρόταση συμφιλίωσης ποὺ του στέλνει στὰ 1824 με ἐπιστολή ὁ ὁπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε ἀδελφὲ καπετάν Νικόλα, ...εἶδα ὅσα με γράφεις. Ἔχει καὶ τουμπλέκια [τουρκικά ὄργανα του ἱππικοῦ] ὁ πούτζος μου, ἔχει καὶ τρουμπέτες [ἑλληνικά ὄργανα]. Ὅποια θέλω ἀπὸ τα δύο θὰ μεταχειρισθῶ...».
Ἡ ἀνταπάντηση ἦρθε στὸ ἴδιο κλίμα: «Ἐπειδὴ ἔχεις καὶ τουμπλέκια καὶ τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ὁ πούτζος μας καὶ με τουμπλέκια καὶ με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει...».
Κάποτε στὰ χρόνια του ἐμφυλίου τον πέρασαν ἀπὸ δίκη.... καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους γιὰ νὰ δικαστεῖ τους εἰπέ: «Γιατί μωρέ με φέρατε ἐδῶ; Ποῖο παράνομο ἔκανα;»
Ἐκεῖνοι κίτρινοι ἀπὸ ντροπή σὰν εἶδαν την περηφάνια του, δειλά του εἶπαν: «Γιὰ τὴ γλῶσσα σου θὰ σε δικάσουμε Καραϊσκάκη».
Τότε ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί ἄν με δικάσετε γιὰ τὴ γλῶσσα μου, ἑφτὰ ζωές νὰ εἶχα, δὲν θὰ τὴ γλύτωνα. Το ἔχω χούϊ μωρέ. Δὲν εἶμαι ὅμως κακός Ἕλληνας ἐγώ».
Τότε ἕνας δικαστής του εἰπὲ: «Καραϊσκάκη σου εἴπαμε νὰ το κόψεις αὐτὸ το χούϊ!».
Καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἀπάντησε: «Κυρ - Πάνο εἶσαι περίπου 70 χρονῶν. Σου ἔχω πεῖ πολλές φορές νὰ κόψεις το χούϊ ποῦ ἔχεις νὰ γκαστρώνεις τις τσούπρες. Ἐσὺ ὅμως δὲν τόκοψες». Καὶ συνέχισε: «Ἐσεῖς μωρέ δὲν βλέπετε τις προστυχιές ποῦ κάνετε με τους ἀγάδες καὶ τους μπέηδες;» Ἔκανε μεταβολή καὶ ἔφυγε. Η δίκη γελοιοποιήθηκε ἀλλὰ ἀπόφαση ἔβγαλε.
Νὰ πῶς ἀναφέρεται στὰ Ἑλληνικά Χρονικά (εἶχαν βάλει την χερούκλα τους ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ὁ Γιαννης ὁ Ράγκος): «ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κρυφήν ἀνταπόκρισιν με τους ἐχθρούς της πίστεως καὶ της πατρίδος ἀπὸ τον Ὀμέρ πασᾶν ἐζήτησε μπουγιουρντί διὰ νὰ γίνει καπετάνιος τῶν Ἀγράφων. ὑπόσχετο εἰς τον ἐχθρὸν νὰ πιάσει την Τατάραιναν (το μοναστήρι της Τατάρνας) με χιλίους στρατιώτας καὶ εὐμβούλευε νὰ ἔβγη ὁ ἀποστάτης Βαρνακιώτης μαζί με χιλίους εἰς το Ξηρόμερον; «ὑπέσχετο εἰς τον ἐχθρὸν νὰ τραβήξη πρὸς ἑαυτόν στρατηγούς καὶ χιλιάρχους Ἕλληνας ἐναντίον της πατρίδος.»
γιὰ νὰ ἀπαντήσει με ἐπιστολή ὁ Καραϊσκάκης κάνοντας τους καὶ πλάκα ἀπὸ πάνω.
«ἐμένα ἡ κακή τύχη μου καὶ ἀρρώστησα ὀπίσω. Δὲν ἠξεύρω κιόλα ἀπὸ τα κρύα τα πολλά ἦταν ἡ ἀπὸ τους ἀφορισμούς ὅπου μου ἐκάμετε, καὶ σας παρακαλῶ νὰ με συγχωρέσει ἡ Διοίκησις καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοί καὶ νὰ μου σταλεῖ καὶ μία εὐχὴ συγχωρητική παρά του ἀρχιερέως..».
Την 1ην Ἰουλίου 1823 ὁ Μαχμούτ πασᾶς ἔστειλε στὸν Καραϊσκάκη ἐπιστολή:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Εἶμαι πιστός, εἶμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται ἀπὸ χριστιανούς. Ἐδιορίσθην ἀπὸ τον Σουλτάνον νὰ ἡσυχάσω τους λαούς. Δὲν θέλω νὰ χύσω αἷμα. Μὴ γένοιτο. Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι με ἐμένα, πρέπει νὰ εἶναι πλησίον μου. Ὅποιος δὲν θέλει ἄς καρτερεῖ τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ἡμέραις σας δίδω καιρόν νὰ σκεφτεῖτε».
Ὁ Καραϊσκάκης ἀπάντησε με ἄλλη ἐπιστολή:
«Μου γράφεις ἕνα μπουγιουρντί, λέγεις νὰ προσκυνήσω
κι ἐγὼ, πασᾶ μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ἴδιον
κι αὐτὸς μου ἀποκρίθηκε νὰ μὴν σε προσκυνήσω
κι ἄν ἔρθεις κατ’ ἐπάνω μου, εὐθύς νὰ πολεμήσω».
Πραγματικό, ὅμως, ρεσιτάλ ὕβρεων ἀπίστευτης σύλληψης καὶ γλαφυρότητας περίμενε τους Ὀθωμανούς συνομιλητές του, ὅταν αὐτοὶ ἔρχονταν σε ἐπαφὲς μαζί του - σε περιόδους ποῦ ὁ Καραϊσκάκης δὲν βρισκόταν στὶς συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι' αὐτὸν συνδιαλλαγές μαζί τους γιὰ να κρατήσει το ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων.
Ἔτσι, στὰ 1823 ὁ Καραϊσκάκης λέει, ἀπευθυνόμενος στὸν ἀπεσταλμένο του ἀρχηγοῦ του τουρκικοῦ στρατεύματος τῶν Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Ἔλα, σκατότουρκε... ἔλα Ἑβραῖε, ἀπεσταλμένε ἀπὸ τους γύφτους, ἔλα ν' ἀκούσεις τα κερατᾶ σας, γαμῶ την πίστιν σας καὶ τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατᾶδες... Δὲν ἐντρέπεσθε νὰ ζητεῖτε ἀπὸ ἡμᾶς συνθήκην με ἕναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -νὰ τον χέσω καὶ αὐτὸν καὶ τον Βεζίρην σας καὶ τον Ἑβραῖον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»
- Ἦταν στὰ 1823. Ὕστερα ἀπ τὴ μάχη στὸ Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ἥρωα Μάρκο Μπότσαρη στὸ Μοναστήρι. ὁ Καραϊσκάκης, ποῦ ἦταν ἄρρωστος στὸ Μοναστήρι, σηκώθηκε απ το κρεβάτι του καὶ ἀσπάστηκε το νεκρό με τοῦτα τα λόγια.: «Ἄμποτε, Μάρκο ἥρωα μου, νὰ πάω κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο».
Καὶ ὕστερα συμπλήρωσε μπρὸς στὸ νεκρό ἥρωα: «Ὁ Μᾶρκος ἤτανε τρανός. Εἶχε μυαλό ὅσο κανείς ἄλλος. Καρδιά λιονταριοῦ. Οὔτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε ἐμεῖς»
- Στὸ μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στὸ κρεβάτι ἀπ' τὴ φυματίωση κατά το 1823.
- Οἱ δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ὁ γιατρός.
- Ὁ πούτσος μου ἔπεσε, ὡρέ, ὄχι οἱ δυνάμεις μου!, του λέει!
Την ἴδια ἐποχῆ καὶ ἐνῶ ἦταν ἀκόμα ἄρωστος,ὁ Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε ἀπὸ κάποιο καλόγερο νὰ τάξει στὴν Προυσιώτισσα ἕνα δῶρο γιὰ νὰ γίνει καλά.
"Τι νὰ δώσω ὀρέ!... Δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο ἀπ' το μουλάρι μου καὶ το τάζω," εἶπε χαμογελῶντας πικραμένα. Ἀφοῦ βελτιώθηκε κάπως ἡ ὑγεία του καὶ του ἔπεσε ὁ πυρετός ἔδεσε το μουλάρι ἀπ' την πόρτα της ἐκκλησίας χάρισμα στὴν Παναγία κι ὅπως' πάντα εἶπε τ' ἀστεῖο του:
«Ποῦ νά' ξερα ἐγώ Παναγιά μ' πώς ἤθελες του μπλάρι μ' γιὰ να με γιάν'ς τόσο καιρό».
_ Εἶπε: "Ἄν ζήσω θὰ τους γαμήσω!Ἄν πεθάνω θὰ μου κλάσουν τον μπούτσο.."
- Εἶπε: "Ὅποιος γίνεται ἀφέντης χωρίς νὰ γίνει δοῦλος, εἶναι μπάσταρδος ἀφέντης κι ἀλίμονο στὸ δοῦλο".
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν μοναδικός καὶ ὁ Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια:
"'Ὅταν ζοῦσε ὁ Καραϊσκάκης ὅλοι αὐτείνοι οὔτε διὰ ψυχογυιόν δὲν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ὁ Καραϊσκάκης, σκούριασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε εἴδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ὁ καθείς."
Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραής
Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραής
Α
Φίλοι μου συμπατριῶται,
Δοῦλοι νά 'μεθα ὡς πότε
Τῶν ἀχρείων Μουσουλμάνων,
Της Ἑλλάδος των τυράννων;
Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα
Ἔφθασεν, ὦ φίλοι, τώρα·
H κοινή ΠΑΤΡΙΣ φωνάζει,
Με τα δάκρυα μας κράζει:
«Τέκνα μου, Γραικοί γενναῖοι,
Δράμετ' ἄνδρες τε καὶ νέοι·
K' εἴπατε μεγαλοφώνως,
Εἴπατε τ' ὅλοι συμφώνως,
Ἀσπαζόμεν' εἰς τον ἄλλον
M' ἐνθουσιασμόν μεγάλον:
Ἕως πότ' η τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA»
Β
Με μεγάλην ἀφροσύνην
Τῶν Γραικῶν καὶ καταισχύνην,
Τοῦρκος, φευ! μας ἐτυράννει,
Καὶ ἀλλοῦ ποῦ δὲν εφάνη
Τόση βία κ' ἀδικία,
Τόση καταδυναστεῖα
Τῶν ἀχρειάστων Τούρκων,
Τῶν ἀγρίων Μαμαλοῦκων,
Ἦσαν ὅλα εἰς τας χεῖρας·
K' ἄν ἀπέθνησκε της πείνας,
Ὁ Γραικός ἐσιωποῦσε,
Νά λαλήση δὲν τολμοῦσε.
Ἑως πότε Μουσουλμάνους
Ὑποφέρομεν τυράννους;
Ἑως πότε ἡ δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Γ
Πού νῦν τέχνη; Πού 'πιστήμη;
Πού Γραικῶν η τόση φήμη;
Κατηργήθησαν, φεῦ! ὅλα·
K' ἀντ' αὐτῶν πάσχομεν τώρα
Μουσουλμάνων τυραννίαν,
Ἀμαθίαν καὶ πτωχείαν,
Βάσανα, μόχθους καὶ πόνους,
Μάστιγας, σφαγάς καὶ φόνους,
Καὶ ξενιτευμόν ΠΑΤΡΙΔΟΣ,
Στερευμόν πάσης ἐλπίδος.
Ὅλ' αὐτὰ συλλογισθῆτε,
Τους προγόνους μιμηθῆτε,
Ω Γραικοί ανδρειωμένοι,
K' εἴπατ' ὅλοι ἑνωμένοι:
«Ἑως πότ' ἡ τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Δ
Τῶν Γραικῶν το μέγα γένος,
Το ἐξακουσμένον ἔθνος,
Εἰς Ἀνατολήν καὶ Δύσιν,
Ὡς νὰ μὴν ἤν' εἰς την φύσιν,
Μήτ' ἀκούεται καθόλου
Ἐξ ἑνός ὡς ἄλλου πόλου.
Ταυτά κάμν' ἡ τυραννία,
Μουσουλμάνων ἡ ἀγρία.
Ἀλλὰ ἦλθε τέλος πάντων,
Μεταξύ τόσων συμβάντων,
Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα·
K' οἱ Γραικοί φωνάζουν τώρα,
Ἀλαλάζοντες με κρότον:
«Ἔλαμψε μετά τον σκότον,
Ἔλαμψεν ἡ σωτηρία·
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Ε
Εἰς τυράννων την θυσίαν,
Ἅπαντες με προθυμίαν,
Ἔρχοντ' ἄλλος ἀλλαχόθεν
Της Ἑλλάδος πανταχόθεν·
Ὡς εἰς ἑορτὴν συντρέχουν,
Ὡς πανήγυριν την ἔχουν.
Καὶ δὲν στέργεται κανένας
Ἀπ' αὐτούς, μικρός ἡ μέγας,
Ἐξοπίσω νὰ 'πομείνη,
Εἶναι, λέγει, καταισχύνη.
Τους υἱούς τῶν οἱ πατέρες
Ἐγκαρδιώνουν, κ' αἱ μητέρες·
«Εὖγε! τέκνα μου» τους λέγουν,
K' εἰς τον πόλεμον τους στέλλουν·
Ἑως πότε ἡ δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Στ
Τα σπαθία των γυμνωμένα,
Πρὸς τον οὐρανόν στρεμμένα,
Σταυρωμένα τα κλονούσι,
Ὅσον νὰ σπινθοβολοῦσι·
K' ἀσπαζόμεν' εἷς τον ἄλλον,
Ὅρκον κάμνουσι μεγάλον,
Τότε μόνον νὰ τ' ἀφήσουν
Ἀφ' οὐ τους ἐχθρούς νικήσουν.
Ναὶ μὰ Πίστιν! μὰ ΠΑΤΡΙΔA!
Μὰ την εἰς θεόν ἐλπίδα!
Της Ἑλλάδος ἡ πρὶν δόξα,
Με των τέκνων της τα τόξα,
Θέλει πάλιν ἐπιστρέψη,
Νέους Ἥρωας νὰ στέψη.
Ἕως πότ' ἡ τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Ζ
Τρόπαια τοῦ Μαραθῶνος
Δὲν ἠφάνισεν ὁ χρόνος,
Μήτε Σαλαμῖνος ἔργα
Τῶν Ἑλλήνων (Θαῦμα μέγα!).
Οἱ Γραικοί τ' ἀνιστοροῦνται,
Καὶ καλά τα εὐθυμοῦνται.
Πρόγονοί τῶν είν' ὁ Μίνως,
Λυκοῦργος, Σόλων ἐκεῖνος,
Μιλτιάδης, Λεωνίδης,
Μετ' αὐτῶν ὁ Ἀριστείδης,
Καὶ Θεμιστοκλῆς ὁ μέγας·
Ὡς αὐτοί ἄλλος κανένας.
Σιωπῶ τοσούτους ἄλλους,
Ἄνδρας θαυμαστούς, μεγάλους.
Ἕως πότε ἡ δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Η
Τούτους οἱ Γραικοί μιμοῦνται,
Τούρκους πλέον δὲν φοβοῦνται.
Την ζωήν καταφρονοῦσι,
Τους τυράννους δὲν ψηφοῦσι,
Παρά νὰ ὑποταχθῶσι,
Προτιμοῦν νὰ φονευθῶσι.
Εἷς Γραικούς κόποι καὶ πόνοι
Εἶν' οὐδὲν· Μόνοι καὶ μόνοι
Τους ἐχθροὺς νὰ πολεμήσουν
Δύνανται, καὶ νὰ νικήσουν.
Ἀλλὰ τί δὲν θέλουν κάμει,
Ὅταν μετ' αὐτῶν οἱ Γάλλοι,
Ἐνωθώσιν εἰς ἐν σῶμα;
Δὲν φοβοῦνται πλέον πτῶμα.
Ἑως πότ' ἡ τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!
Θ
Θαυμαστοί Γενναῖοι Γάλλοι,
Κατ' ἐσᾶς δὲν εἶναι ἄλλοι,
Πλήν Γραικῶν, ἀνδρειωμένοι,
K' εἰς τους κόπους γυμνασμένοι.
Φίλους της ἐλευθερίας,
Τῶν Γραικῶν της σωτηρίας,
Ὅταν ἔχωμεν τους Γάλλους,
Τίς ἡ χρεία ἀπὸ ἄλλους;
Γάλλοι καὶ Γραικοί δεμένοι,
Με φιλίαν ἑνωμένοι,
Δὲν εἶναι Γραικοί ἡ Γάλλοι,
Ἀλλ' ἐν ἔθνος Γραικογᾶλλοι,
Κράζοντες, «Ἀφανισθήτω,
K' ἐκ της γῆς ἐξαλειφθήτω
H κατάρατος δουλεία!
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)