Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Ιωάννης Βατάτζης - Ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το μεγάλο μυστήριο.



Ιωάννης Βατάτζης - Ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το μεγάλο μυστήριο.


Ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης, στο Διδυμότειχο. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.

Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα στους Ιερούς Ναούς και τις Εκκλησίες, διότι “μακάριοι οι αγαπώντες την ευπρέπειαν του οίκου Σου”…


Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νύμφαιο της Βιθυνίας, όπου και ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!


Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη. Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο.

Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη. Για να τη λάβει όμως γυναίκα του, χρειάστηκε να μονομαχήσει με το Λατίνο Κόραδο, που καυχιόταν για τη δύναμή του! Όμως ο Ιωάννης Βατάτζης τον νίκησε, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι”, σαν δεύτερος Νέστορας!


ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΝΙΚΑΙΑΣ


Όταν ο βασιλιάς-υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα κοιμήθηκε, ανέλαβε την Αυτοκρατορία ο ίδιος στα 1222 μ.Χ., ως Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Και από τότε έδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο σοφή ήταν η εκλογή του Θεόδωρου. Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης, τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο Ελεήμων!!!


Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία βασιλεύς και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!


Επίσης, προσπάθησε τα μέγιστα, να γίνει η επανΕνωση των Εκκλησιών, δηλαδή να αναγνωρίσει η Δύση το ορθό Δόγμα. Κατάφερε μάλιστα να αποσταλούν πρέσβεις από τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ και να αρχίσει διάλογος, προεξάρχοντος από τη δική μας πλευρά του τότε Πατριάρχου Γερμανού του νέου. Ο Ιωάννης θα κατάφερνε τότε το ευχόμενο, αλλά δυστυχώς οι Δυτικοί δεν θέλησαν στο τέλος να αφαιρέσουν την αντιορθόδοξη προσθήκη από το Σύμβολο της Ορθής Πίστεως, δηλαδή το “και εκ του Υιού εκπορευόμενον”…


Ο Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα!!!


Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους! Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου, ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια μας.


Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσούφαντα που φορούσε ο γιος του ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων, στο λαό ανήκει!!!


Η πίστη του στο Θεό ήταν πολύ μεγάλη και τον βοήθησε αποφασιστικά σε κάθε του βήμα, όπως και τότε που χρειάστηκε να μονομαχήσει με τον σκληρό Αζατίνη, Σουλτάνο του Ικονίου, που συχνά πυκνά λεηλατούσε τις πόλεις μας που ήταν κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Άκουσε τότε νοερά θεία φωνή, που του έλεγε:

“Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται” και πήρε ευθύς τέτοια δύναμη, ώστε όρμησε και κατανίκησε τον τρομερό Σουλτάνο!!!


Η ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ


Ποτέ ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό εργάστηκε και προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών.


Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον πιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και η Εκκλησία προσευχόταν με χαρά για αυτόν! Και εκείνος, ακόμη πιο πολύ προχωρούσε προς τον ιερό σκοπό της πατρίδας.


Νίκησε τους Λατίνους που κρατούσαν όμως ακόμα σκλαβωμένη την Πόλη και τους επέβαλε τη συνθήκη του 1225, με την οποία κατελάμβανε όλα τα Μικρασιατικά εδάφη, εκτός από αυτά που ήταν κοντά στη Νικομήδεια και απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.


Κατασκεύασε κατόπι ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη. Έπιασε λοιπόν και τα Στενά της Έλλης (Ελλήσποντος) και επιχείρησε τις πρώτες επιθέσεις στα περίχωρα της Βασιλίδας, πετυχαίνοντας στα 1225 να απελευθερώσει τη στρατηγικά σημαντική Αδριανούπολη! Ο δρόμος πια για την Πόλη του Κωνσταντίνου ήταν ανοιχτός!


Στα ανατολικά προελαύνουν εκείνο τον καιρό οι Μογγόλοι, που νικούν το Σουλτάνο του Ικονίου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει συνθήκη με τη Νίκαια, παύοντας προς το παρόν να αποτελεί κίνδυνο, λύνοντας τα χέρια του Βατάτζη, που κατατροπώνει τώρα και τους Βουλγάρους στα 1246 και ελευθερώνει το κομμάτι Αξιός – Έβρος ποταμός, ενώ οι καμπάνες κοντεύουν να σπάσουν από τη χαρά τους όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο Άγιος Βασιλιάς, μπαίνει με συγκίνηση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, στην Πόλη του Αγίου Δημητρίου, στη Συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο της ίδιας ευλογημένης χρονιάς!

Όμως, η καλή του σύντροφος, η Ειρήνη Λάσκαρι, κλείνει για πάντα τα μάτια της και κείνος θα κρατήσει για πάντα μέσα του ανεξίτηλη τη γλυκιά μνήμη της. Όμως ξέρει πως ο εαυτός του δεν του ανήκει, αλλά αξίζει να το κάνει κάθε μέρα θυσία για το λαό του και την πατρίδα! Έτσι ο Ιωάννης, έχοντας αναπτύξει μια φιλία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’, δέχεται να γίνει ο γάμος του με την κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ως επισφράγηση μιας πανίσχυρης συμμαχίας, που θα τρομάξει την Ευρώπη και ιδίως τους Λατίνους, που πιέζονται τώρα πανταχόθεν.


Αλλά, ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του Βυζαντίου και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στις 4 Νοεμβρίου του 1254 αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για το όνειρο, επάνω στο δρόμο για το καθήκον, την Πίστη του Θεού, το Χρέος για την Πατρίδα, την Αγάπη για το λαό…


Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς


Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου, δίκαιου, γενναίου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας). Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, αντί να βγει η γνωστή δυσωδία, μια γλυκιά ευδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός! Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό.


Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!!! ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου! Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!


Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάρητι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ


Αναφέρεται -όπως σημειώνεται σε ημερολόγιο που εξέδωσε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου- ότι μέχρι το 1992 “η μνήμη του αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνοστην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έκτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του, καθώς και στο Νυμφαίον, την αγαπημένη του κατοικία” (Οστρογκόρσκυ).


Όμως τι απέγινε ο Ναός εκείνος; Τι απέγινε το άφθαρτο λείψανο του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά”; Τι σχέση έχει με το “θρύλο” και ποια με τις προφητείες για ανάκτηση της Πόλης, που τόσο και ο ίδιος είχε πασχίσει;

Ἡ καταγωγή τοῦ θρύλου τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιά

\


Ἕνας ἀπὸ τους δημοφιλέστερους ἐθνικούς μας θρύλους εἶναι αὐτὸς του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ ὁποῖος μέλλει κάποτε νὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀναβιώσει τὴ βυζαντινή αὐτοκρατορία. Ἀναζητῶντας ὡστόσο την προέλευσή του, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι σχετίζεται με μεσσιανικές καὶ ἐσχατολογικές παραδόσεις πού διαπερνοῦν τὴ χιλιόχρονη ἱστορική διάρκεια του Βυζαντίου καὶ φτάνουν μέχρι τις πηγές του πρώιμου Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες, ὡς γνωστόν, εἶναι ἰουδαϊκές.

«Ὅταν μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ βασιλιάς ἀντιστάθηκε ἡρωικά. Καθώς ὅμως οἱ ἐχθροὶ τον περικύκλωσαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τον σκοτώσουν, ἄγγελος Κυρίου τον ἅρπαξε καὶ τον πῆγε σε μία μυστική σπηλιά. Ἐκεῖ βρίσκεται μαρμαρωμένος καὶ περιμένει τον ἄγγελο νὰ τον σηκώσει καὶ νὰ του ξαναδώσει το σπαθί του. Ὅταν γίνει αὐτὸ, ὁ βασιλιάς θὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Πόλη καὶ θὰ τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά».

Αὐτὸς εἶναι με δύο λόγια ὁ θρῦλος πού ἀπηχοῦσε τους πόθους τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων γιὰ την ἀποτίναξη του τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ την ἐπανασύσταση της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Πρωταγωνιστής ἦταν ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ἡρωισμός του ὁποίου ἔκανε τὴ λαϊκή μοῦσα νὰ άρνηθεῖ το γεγονός πῶς εἶχε πεθάνει.

Ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση

Το βασικό ὅμως θέμα αὐτῆς της παράδοσης – ὁ βασιλιάς-λυτρωτής ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε την τάξη – δὲν γεννήθηκε οὔτε ἐξαιτίας τῶν φρικτῶν συνθηκῶν της Τουρκοκρατίας, οὔτε ἐξαιτίας της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἀνάγεται πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση του 1453, σε ἐποχὲς κατά τις ὁποῖες οἱ συνθῆκες ἦταν διαφορετικές. Προφητικά καὶ χρησμολογικά κείμενα, ὅπως οἱ «Ὁράσεις του Δανιήλ» καὶ οἱ «Χρησμοί του Λέοντος του Σοφοῦ», προέλεγαν ὅτι ὁ βασιλιάς-λυτρωτής θὰ ἐμφανιζόταν τὴ στιγμή του ἐσχάτου κινδύνου ἡ μετά ἀπὸ μία μεγάλη, ἀλλὰ πρόσκαιρη, καταστροφή. Ο βυζαντινός ἱστορικός Δούκας (εκδ. Βόννης, σ. 289-290) ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι κατά την ἡμέρᾳ της Ἁλώσης ὁ λαός συνέρρεε στὴν Ἁγία Σοφία ἀναμένοντας τὴ θεία λύση του δράματος: ὅταν οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔμπαιναν στὴν Πόλη σφάζοντας τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς), ἄγγελος Κυρίου θὰ κατέβαινε ἀπὸ τον οὐρανὸ, θὰ ἔστεφε βασιλιά κάποιον ἄγνωστο καὶ φτωχοντυμένο ἄνδρα καὶ θὰ του ἔδινε τὴ ρομφαία με την ὁποία θὰ νικοῦσε τους ἄπιστους καὶ θὰ τους ἔδιωχνε ὡς τα σύνορα της Περσίας, στὸν τόπο ποῦ λέγεται Μονοδένδρι.

Ἡ εἰκόνα του ταπεινοῦ καὶ φτωχοῦ (πένητα) ἄνδρα ποῦ θὰ γινόταν ὁ λυτρωτής βασιλιάς εἶχε ἰδιαίτερη ἀπήχηση πρὶν την Ἅλωση. Ἄλλη ἐκδοχὴ μιλοῦσε γιὰ κάποιο μυστηριῶδες πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ κοιμόταν (προδρομική φιγούρα του μαρμαρωμένου βασιλιά) καὶ θὰ ξυπνοῦσε τον κατάλληλο καιρό. Σε ὁρισμένες παραλλαγές εἶχε το ὄνομα Ἰωάννης, γεγονός ποὺ κάνει κάποιους σημερινούς θιασῶτες τῶν προφητειῶν νὰ τον ταυτίζουν με τον Ἰωάννη Γ’ Βατάτζη, ἕναν ἀπὸ τους ἱκανότερους βυζαντινούς αὐτοκράτορες, ὁ ὁποῖος ἔδρασε κατά την ἐποχῆ της λατινικῆς κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1204-1261). Οἱ περισσότερες ὅμως συμφωνοῦσαν σε ἕνα σημεῖο: μετά την ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσμαηλιτῶν (Τούρκων) θὰ ἀκολουθοῦσε μία περίοδος γενικῆς εὐημερίας. Κατόπιν ὁ βασιλιάς θὰ παρέδιδε το στέμμα του στὸ Θεό καὶ τότε ἀκριβῶς θὰ ἐμφανιζόταν ὁ Ἀντίχριστος. Πώς συνδέεται ὅμως ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά με τη χριστιανική παράδοση γιὰ τον Ἀντίχριστο καὶ το Τέλος του Κόσμου;

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας των Ρωμαίων

Μετά την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη, το προφητικό βιβλίο ποὺ ἄσκησε τὴ μεγαλύτερη ἐπιρροή τόσο στὴ βυζαντινή, ὅσο καὶ στὴ δυτική ἐσχατολογική παράδοση, ἦταν ἡ Ἀποκάλυψη του Μεθόδιου Πατάρων. Ἄν καὶ ἀποδόθηκε ψευδεπίγραφα στὸν ὁμώνυμο ὁσιομάρτυρα του 4ου αἱ., ἡ προφητεία γράφτηκε στὰ τέλη του 7ου αἱ., ὅταν οἱ Ἄραβες εἶχαν κατακτήσει τις βυζαντινές ἐπαρχίες της Παλαιστίνης, της Συρίας καὶ της Αἰγύπτου καὶ εἶχαν ὑποδουλώσει τους ντόπιους χριστιανούς. Ὁ ψεύδω-Μεθόδιος λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἄνηκε σε μία χριστιανική κοινότητα της περιοχῆς της Μεσοποταμίας, προσδοκοῦσε την ἐλεήση ἑνὸς λυτρωτή ποὺ θὰ ἀναχαιτοῦσε την ἀραβική λαίλαπα. Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἄλλος ἀπὸ τον Ρωμαῖο (Βυζαντινό) αὐτοκράτορα.

Σε μεταγενέστερες εποχές, η προφητεία κυκλοφόρησε σε πολλές παραλλαγές καὶ δέχθηκε ἀλλοιώσεις, ἡ ἀρχικὴ της ὅμως ἐκδοχὴ ἔλεγε τα ἐξῆς: «Οἱ Ἰσμαηλίτες γεμᾶτοι ἔπαρση θὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας σωτῆρας γιὰ τους χριστιανούς. Τότε ξαφνικά θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τους με μεγάλο θυμό ἕνας βασιλιάς των Ρωμαίων, ὁ ὁποῖος θὰ ξυπνήσει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξεμεθύσει ἀπὸ το κρασί καὶ θεωροῦνταν ‘ὤσει νεκρός’ καὶ χωρίς ἀξία».

Ἄς σταθοῦμε λίγο στὴν περιγραφή της ἐμφάνισης του αὐτοκράτορα. Πρόκειται γιὰ ἀντιγραφή των στίχων ἀπὸ τους Ψαλμούς του Δαυίδ («Καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατός κεκραιπαληκώς ἐξ οἴνου καὶ ἐπάταξε τους ἐχθρούς αὐτοῦ», 77, 65-66) με την προσθήκη ὅτι θεωροῦνταν «σὰν νὰ ἦταν νεκρός», δηλαδή ὑπερβολικά ἀδύναμος. Ἡ αἰνιγματική αὐτή ἀναπαράσταση της μεταμόρφωσης ἑνὸς ἀνίσχυρου ἀρχικά Ρωμαίου αὐτοκράτορα σε πολέμαρχο-ἐκδικητή, ἔδωσε την ἀπαραίτητη τροφή ὥστε νὰ διαμορφωθοῦν οἱ παραλλαγές γιὰ τον ἀνωνύμῳ καὶ «πένητα» ἄνδρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ ἐκλεκτὸς του Θεοῦ, καθώς καὶ γιὰ το βασιλιά ποῦ βρισκόταν ἕν ὑπνώσει σε ἕνα μυστικό τόπο καὶ θὰ σηκωνόταν κάποτε γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει την τιμή του λαοῦ του. Η τελευταία μάλιστα πέρασε καὶ στη Δύση, με πρωταγωνιστές ὁρισμένους ἀπὸ τους σημαντικότερους ἡγεμόνες της Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τον Καρλομάγνο, το Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα καὶ ἄλλους.

Η συνέχεια της Ἀποκάλυψης εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ἀφοῦ κατατροπώσει τους Ἱσμαηλίτες- Ἄραβες (τὴ θέση τῶν ὁποίων θὰ πάρουν στὶς μεταγενέστερες καὶ ἀναθεωρημένες προφητεῖες οἱ Τοῦρκοι, ὁ νέος θανάσιμος ἰσλαμικός κίνδυνος), ὁ αὐτοκράτορας θὰ ἐγκαινιάσει μία ἐποχῆ παγκόσμιας εἰρήνης καὶ εὐημερίας. Λίγο πρὶν το τέλος αἰτῆς της περιόδου, τα «ρυπαρά ἔθνη» του Γωγ καὶ του Μαγῶγ θὰ βγοῦν ἀπὸ τις «Πύλες του Βορρᾶ», ὁπού τα εἶχε κλείσει σύμφωνα με την παράδοση ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, γιὰ νὰ ἐξουδετερωθοῦν τελικά ἀπὸ τον ἄγγελο του Θεοῦ. Στή συνέχεια ὁ αὐτοκράτορας θὰ μεταβεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ θὰ ἐναποθέσει το στέμμα του πάνω στὸν Τίμιο Σταυρό ποὺ βρίσκεται στὸ Γολγοθᾶ, σὰν ἀπόδειξη πῶς κάθε ἐπίγεια βασιλεία θὰ λάβει τέλος. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν «ἔσχατων χρόνων» ποὺ θὰ περιλαμβάνουν την κυριαρχία του Ἀντίχριστου, τὴ συντριβή του καὶ τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστοῦ.

Ἕνας «μαρμαρωμένος» βασιλιάς ἀπέναντι στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες!

Ἕνα ἄλλο προφητικό κείμενο πού σχετίζεται ἄμεσα με τον θρῦλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ χρησμός της Τιμπουρτίνας Σίβυλλας, ἀπηχεῖ ἀκόμα παλαιότερες καταστάσεις, ἀφοῦ σε αὐτὸ οἱ ἐχθροὶ ποὺ θὰ κατατροπώνονταν ἀπὸ τον τελευταῖο Ρωμαῖο αὐτοκράτορα δὲν εἶναι οἱ Ἰσμαηλῖτες, ἀλλὰ οἱ «παγανιστές». Ὁ ἀναμενόμενος αὐτοκράτορας, το ὄνομα του ὁποίου θὰ ἦταν Κώνστας, θὰ κατέστρεφε τις πόλεις καὶ τους ναούς τῶν Ἐθνικῶν, θὰ τους βάφτιζε στὸ ὄνομα του Χριστοῦ καὶ σε κάθε ναό θὰ τοποθετοῦσε τον Σταυρό. Ὅποιος ἀρνοῦνταν νὰ ἀποδώσει τιμές στὸ Σταυρό του Κυρίου θὰ τιμωροῦνταν με θάνατο. Η βασιλεία του θὰ ἀποτελοῦσε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ την ἀνθρωπότητα καὶ θὰ διαρκοῦσε 112 χρόνια. Κατά τις ἔσχατες μέρες ὁ αὐτοκράτορας θὰ νικοῦσε τους λαούς του Γωγ καὶ του Μαγώγ, θὰ πήγαινε στὴν Ἱερουσαλήμ ὅπου θὰ παρέδιδε τὴ βασιλεία του στὸ Θεό καὶ τότε θὰ ξεκινοῦσε ἡ ἐποχῆ του Ἀντίχριστου.

ὁ Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων

Οἱ βυζαντινές λοιπόν Ἀποκαλύψεις δὲν ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ την Οὐράνια Βασιλεία. Ἀνησυχοῦσαν παράλληλα γιὰ την τύχη της αὐτοκρατορίας καὶ ἀνέμεναν ἕναν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος θὰ νικοῦσε ὁριστικά τους ἐχθροὺς ποὺ την ἀπειλοῦσαν καὶ θὰ ἔφερνε μία χρυσή ἐποχῆ ἐπὶ γῆς, λίγο πρὶν το Τέλος του Κόσμου. Με λίγα λόγια ἀνέμεναν ἕναν κοσμικό Μεσσία πρὶν τὴ Δευτέρα Παρουσία του πνευματικοῦ Μεσσία-Χριστοῦ.

Η προέλευση αὐτῆς της δοξασίας ἐντοπίζεται στὶς ἰουδαϊκές ρίζες του χριστιανισμοῦ. Συγκεκριμένα, στὴν ὕστερη ἰουδαϊκή φιλολογία παρατηροῦνταν ἔντονοι διαξιφισμοί σχετικά με τὴ μορφή του Μεσσία, καθώς ἄλλες πηγές τον παρουσίαζαν σὰν κοσμικό ἡγέτη καὶ λυτρωτή του ἑβραϊκοῦ ἔθνους καὶ ἄλλες σὰν ὑπερβατικό λυτρωτή ὅλης της ἀνθρωπότητας. Ὁρισμένοι συγγραφεῖς ἀπόκρυφων κειμένων (Εσδρας Δ’, Βαρούχ Β’), συνδυάζοντας τις δύο ἐκδοχὲς, προφήτευαν ἀρχικὰ την ἔλευση ἑνὸς ἐθνικοῦ Μεσσία ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἐγκαινίαζε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ το Ἰσραήλ. Η τελική μάχη θὰ δινόταν με τους Γωγ καὶ Μαγώγ καὶ θὰ ἐπακολουθοῦσε η παγκόσμια βασιλεία του Γιαχβέ.

Ο Χριστιανισμός υἱοθέτησε ἐξ ἀρχῆς την ἐκδοχὴ του Μεσσία ὡς ὑπερβατικοῦ σωτῆρα ὅλης της ἀνθρωπότητας, δημιουργῶντας παράλληλα καὶ ἕναν τελικό ἐχθρὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ νικήσει ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσει την ἐποχὴ της οὐράνιας βασιλείας: τον Ἀντίχριστο. Κάποιοι χριστιανικοί κύκλοι ὡστόσο δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ την παράδοση γιὰ την ἐπίγεια βασιλεία ἑνὸς κοσμικοῦ Μεσσία. Ἔτσι, σύμφωνα με την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη (Κ’, 1-15), μετά τὴ συντριβή του Ἀντίχριστου θὰ ὑπάρξει μία χιλιετής βασιλεία του Χριστοῦ καὶ τῶν Δικαίων στὴ γῆ. Στὸ τέλος αὐτῆς της περιόδου θὰ γίνει ἡ σύγκρουση με τον Γωγ και τον Μαγώγ καὶ θὰ ἀκολουθήσει ἡ Τελική Κρίση.

Μπορεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία νὰ θεώρησε το συγκεκριμένο ἀπόσπασμα σὰν δικηγορικό (ποὺ ὑποτίθεται ὅτι συμβόλιζε την πνευματική βασιλεία του Χριστοῦ στὶς καρδιές τῶν πιστῶν, στὸ διάστημα μεταξύ της πρώτης καὶ της δεύτερης ἔλευσής του) καὶ νὰ ἀποκήρυξε σὰν πλάνη την πίστη σε ἕνα γήινο «Παράδεισο» ποὺ θὰ προηγηθεῖ του ἐπουράνιου, ἡ ἰδέα αὐτή ὅμως δὲν ἔσβησε. Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ καθιέρωση του χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας, συνετέλεσαν ὥστε ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία νὰ θεωρηθεῖ σὰν προστάτης τῶν Χριστιανῶν, σὰν το 4Ο καὶ τελευταῖο βασίλειο του ὁράματος του προφήτη Δανιήλ ποὺ ἔμελλε νὰ διαρκέσει μέχρι τις ἔσχατες μέρες. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ μορφή του μελλοντικοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων, με τον ὁποῖο θὰ τερμάτιζε κάθε ἐπίγεια βασιλεία, μυθοποιήθηκε καὶ ἔλαβε τα χαρακτηριστικά του κοσμικοῦ Μεσσία της ἰουδαϊκῆς καὶ πρωτοχριστιανικής παράδοσης.

Mε το πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ συνεχῶς μετασχηματιζόμενος ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς συνθῆκες της ἑκάστοτε ἐποχῆς, ὁ μῦθος αὐτὸς διατήρησε τὴ θρησκευτική του ἀπόχρωση (ποὺ ἀντανακλᾶται στὴν προσδοκία γιὰ την «ἀναλαμπὴ της Ὀρθοδοξίας»), ἀποκτῶντας παράλληλα ἐκ νέου ἐθνικὴ σημασία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ νεοελληνική παράδοση γιὰ το μαρμαρωμένο βασιλιά.



Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Ὁ τελευταίος λόγος του Κων/νου Παλαιολόγου πρὶν την Ἄλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)





Ὁ λόγος τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του,
τὴν παραμονὴ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. (7 Απριλίου 1453).

«Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιώται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρός της πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς.

 [Βιάζεται] διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. 

Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμὲν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν,πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων.

 Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλώ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

 Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἢν Χριστὸς ἐν τω οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος;                 Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. 

Σρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. 
Σέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα.


Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. 
Σὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τεῖχος μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αὐτό. 

Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἴπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἢν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. 

Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπῃρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Σὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. 

Καὶ ὥρᾳ ὀλίγῃ τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι· δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι, ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε.
Σαῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. 

Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαίαν ἔχουσα μακρὰ ἔστω πάντοτε.           Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται. 

Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. 
Διό, ὦ συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θεοῦ.

 Μιμηθῆτε τοὺς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν· καὶ ἐὰν ζωον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν, ὡς ζωα ἄλογα, καὶ χείρονες εἰσιν. 
Αἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖαι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ὑμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθέντων αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
 Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἡμῶν πίστεως, χωρὶς εὐλόγου αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἢν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος, καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενόν του Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. 
Σοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους ἤδη πυριαλώτους ἐποίησε· τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανούς, ὅσους εὖρεν, ἐθανάτωσε καὶ ᾐχμαλώτευσε· τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσε.
Σοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζωα καὶ τὰ ἑξῆς.

 Ἐλθὼν οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καὶ τῇ πανάγνῳτε καὶ ὑπεράγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. 
Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν.      
                     Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσφοριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καὶ Ἰουδαίαν, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτίαν, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικόν, Λυχνίτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν Σουσκίνους, Κελτοὺς καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας Σκούδην,Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι, καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγώ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ, καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ αὑτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. 

Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.»

Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἑνετοὺς ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη:                      «Ἑνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστώ τώ θεώ, ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ στρατιῶται δυνατοὶ καὶ ἐν πολέμοις δοκιμώτατοι, οἳ διὰ τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ῥομφαίων καὶ χάριτος πολλάκις πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καὶ τὸ αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τὴν πόλιν ταύτην τὴν εὐρισκομένην ἐπὶ τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καὶ ἐκ μέσου ψυχῆς γένητε ὑπερασπισταί.
 Οἴδατε γὰρ καλῶς, καὶ δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα αὐτὴν ἀενάως εἴχετε· διὸ καὶ ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καὶ παρακαλῶ ἵνα ἐν αὐτῇ ὥρᾳ ὡς φιλοπιστοί τε καὶ ὁμόπιστοι καὶ ἀδελφοὶ ποιήσητε.» 

Εἶτα στραφεὶς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις: «Ὦ Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταὶ καὶ μεγαλοκάρδιοι καὶ φημιστοί, καλῶς οἴδατε καὶ γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχὴς αὕτη πόλις πάντοτε οὐκ ἐμοὶ μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλὰ καὶ ὑμῖν διὰ πολλά τινα αἴτια. 

Ὑμεῖς μὲν πολλάκις μετὰ προθυμίας αὐτῇ ἐβοηθήσατε, καὶ συνδρομῇ ὑμετέρᾳ ἐλυτρώσατε ἀπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτῆς ἐναντίων. 
Σὰ νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τὴν Χριστώ ἀγάπην καὶ ἀνδρίαν καὶ γενναιότητα ὑμῶν.»       
Καὶ πληθυντικῶς στραφεὶς πρὸς πάντας εἶπεν: «Οὐκ ἔχω καιρὸν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα.                      Μόνον τὸ τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτὸ μετ᾿ εὐνοίας φυλάξητε.
Παρακαλῶ δὲ καὶ τοῦτο καὶ δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ ὑποταγὴν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καὶ δημάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατὰ τὴν τάξιν αὑτοῦ καὶ τάγμα καὶ ὑπηρεσίαν.

 Γνωρίσατε δὴ τοῦτο. Καὶ ἐὰν ἐκ καρδίας φυλάξητε τὰ ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν, ἐλπίζω εἰς θεὸν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς.

 Δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν, καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἄξιος ἐν τώ κόσμῳ ἔσεται.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ τὴν δημηγορίαν τελέσας καὶ μετὰ δακρύων καὶ στεναγμῶν τὸν θεὸν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἀπεκρίναντο μετὰ κλαυθμοῦ λέγοντες «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν.»                          Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ πλεῖστα εὐχαριστήσας καὶ πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο. 

Εἶτα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τώ πρωΐ, Χάριτι καὶ ἀρετῇ τῇ παρὰ τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καὶ συνεργούσης τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τὴν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τοὺς ἐναντίους μετὰ αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν.»
Ἀκούσαντες δὲ οἱ δυστυχεῖς Ῥωμαῖοι καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καὶ ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ᾔτουν εἷς τῷ ἑτέρῳ καταλλαγῆναι, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες οὔτε γυναικὼν ἢ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μὴ μόνον τοῦ ἀποθανεῖν ἵνα τὴν πατρίδα φυλάξωσι. 
Καὶ ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ ἐπανέστρεψε, καὶ ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τὴν φυλακήν. 
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα μυστήρια μετέλαβεν. 
Ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν. 
Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;         Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.
Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]

Γεωργίου Σφραντζῆ, Χρονικὸν











Μεγάλη Ἑλλάδα: Σελινοῦς (Σελινοῦντας)



Ὁ Σελινούντας, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἦταν μία σημαντική ἀρχαία ἑλληνική πόλη της νοτιοδυτικής Σικελίας. Ἦταν ἀποικία τῶν Ὑβλαῖων Μεγάρων. Ἱδρύθηκε το 628 π.Χ. καὶ γνώρισε μεγάλη ἀκμὴ στοὺς 6ο καὶ 5ο αἵ. π.Χ. Καταστράφηκε το 409 π.Χ. ἀπὸ τους Καρχηδόνιους, ἀλλὰ ξαναχτίστηκε το 408 π.Χ. ἀπὸ τον Ἐρμοκράτη καὶ καταστράφηκε τελειωτικά το 250 π.Χ. ἀπὸ τον Ἀννίβα.

Στά ἐρείπια της πόλης, ὅπως γράφει ἡ ἐγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης- παιδεία», βρέθηκαν ὀκτὼ σπουδαῖοι ἀρχαῖοι ναοί. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι γνωστό ποιά θεότητα λατρευόταν στοὺς περισσότερους, χαρακτηρίζονται, γιὰ διάκριση, με γράμματα του λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Η ὁμάδα τῶν ναῶν Α, Β, C, D, εἶναι του 6ου αἵ. π.Χ., ἑνῶ ὁ ναός Ε καὶ ἡ ὁμάδα τῶν τριῶν ναῶν ἀνατολικά της πόλης (F, G, H) εἶναι μεταγενέστεροι. Σε ὅλους σχεδόν διατηρεῖται ὁ τύπος του μεγάρου, με κλειστό πρόδομο καὶ προσθήκη δεύτερης κιονοστοιχίας στὴν ἀνατολική πλευρά.

Ὁ ἐπιβλητικός περίπτερος ναός C στὴν ἀκρόπολη του Σελινοῦντα οἰκοδομήθηκε το 550-540 π.Χ. Ἔχει 108 κίονες ἀραιά τοποθετημένους σε ἕξι σειρές καὶ σχῆμα μακρόστενο. Οἱ ἀρχαϊκές μετόπες του ἀπεικονίζουν τον Ἡρακλῆ με τους Κέκροπες, τον Περσέα νὰ σκοτώνει τὴ Μέδουσα κ.ά. Ὁ γιγαντιαῖος δίπτερος δωρικός ναός G του Ἀπόλλωνα εἶναι ὁ μεγαλύτερος σε διαστάσεις ναός της Μεγάλης Ἑλλάδας, μετά το ναό του Ἀκράγαντα. Οἱ διαστάσεις του εἶναι 50,07x110,12 μ., ἐνῶ το ὕψος των κιόνων του 14,7 μ. Χτίστηκε το 520-470 π.Χ. Διαθέτει ὀπισθόδομο καὶ πρόναο, ὁ ὁποῖος στολίζεται με πρόστυλο ἀπὸ τέσσερις κίονες στὴν πρόσοψη καὶ ἀπὸ ἕνα δεξιά καὶ ἀριστερά ἀνάμεσα σε αὐτούς καὶ τις παραστάδες. Κοντά στὴ νεκρόπολη του Σελινοῦντα βρέθηκαν τάφοι, ἐπιγραφές καὶ τα ἐρείπια του ἀρχαιότατου ναοῦ της Μαλοφόρας Δήμητρας.

Γιὰ νὰ δοῦμε μία ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ποὺ μας δίνει το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ μέσα στὴν «Ἱστορία της Ἀρχαίας Ἑλλάδας»:

«Σε κάθε περίπτωση, ἡ οἰκοδόμηση τῶν ναῶν ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀντιπροσώπευε τὴ μεγα­λύτερη πρόκληση καὶ ἐπίσπευσε τὴ μεγαλύ­τερη ἀλλαγῆ, κι ἄς μὴν ὑποτιμοῦμε το γεγονός ὅτι τα χρηματικά ποσά ἦταν πολύ ὑψηλὰ. Η μοναδική περίπτωση πού γνωρίζουμε το κό­στος ἀνέγερσης ἑνὸς ναοῦ στὸ τέλος της ἀρχαϊκῆς περιόδου εἶναι τα 300 τάλαντα τα ὁποία οἱ κάτοικοι τῶν Δελφῶν συγκέντρωσαν με κό­πο ἀπὸ τον ἑλληνικό κόσμο γιὰ νὰ κατασκευάσουν τους ναούς τῶν Ἀλκμεωνιδῶν (Ηρόδ. Β', 180.1 και Ε', 62). Το ποσό αὐτὸ μας δίνει μία τάξη μεγέθους ποὺ μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ καὶ το Ὀλύμπιο (ἡ Ὀλυμπιεῖο) στὴν Ἀθήνα ἡ το Ἀπολλώνιο στὸν Σελινοῦντα.»

Ἄς δοῦμε, λοιπόν, ὁρισμένους ἀρχαίους Ἕλληνες ποὺ διέπρεψαν στὴν πόλη αὐτὴ:

Τελεστής ἀπὸ τον Σελινοῦντα (Σελινούντιος)

Ποιητής γύρω στὸ 400 π.Χ. Καλλιέργησε τὴ χο­ρική λυρική ποίηση καὶ νίκησε με ἕναν διθύ­ραμβο το 402 στὴν Ἀθήνα. Μας σώθηκαν ἀποσπάσματα ἀπὸ τους διθυράμβους του ποὺ εἶχαν τους τίτλους 'Ἀργῶ, 'Ἀσκληπιός, Ὑμέναιος'. Tὰ ποιήματά του ἦταν ἀπὸ τα ἀναγνώσματα του Μ. Ἀλεξάνδρου· στὸ ὕφος καὶ τὴ δομή θύμιζαν τα ποιήματα του Τιμόθεου του Μιλήσιου. Ὁ Ἀριστόξενος ὁ Ταραντίνος ἔγραψε βιογραφία του Τελεστή.

Θυμίζουμε εδώ ότι:

Ἀπὸ τους Βίους του Ἀριστόξενου του Ταραντίνου μας σώθηκαν ἀποσπάσματα γιὰ τον Πυθαγόρα, τον Ἀρχύτα τον Ταραντίνο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα (με κακόβουλους σαρκαστικούς ὑπαινιγμούς σε βάρος του Ἀριστοτέλη) καὶ τον Τελεστή τον Σελινούντιο.





Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ἦταν γιός του Οἰνέα, βασιλιά της Καλυδώνας, καὶ της Ἀλθαίας. ἡ Ἀλθαία δέχτηκε τις Μοῖρες ποὺ προφήτεψαν ὅτι ὁ νεογέννητος γιὸς της θὰ γινόταν μεγάλος ἥρωας. Ἡ τελευταία μοῖρα ὅμως εἶπε ὅτι θὰ κοβόταν το νῆμα της ζωῆς του τὴ στιγμή πού θὰ καιγόταν ἕνα κούτσουρο ποὺ βρισκόταν ἐκείνη τὴ στιγμή στὸ τζάκι. Ἡ Ἀλθαία ἔτρεξε νὰ σβήσει τὴ φωτιά καὶ φύλαξε κρυμμένο ἐκεῖνο το κούτσουρο.

Ὁ Μελέαγρος μεγάλωσε καὶ παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα, κόρη του Ἴδα. Εἶχε πάρει μέρος στὸ κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου καὶ τον σκότωσε σε συνεργασία με την Ἀταλάντη. Οἱ Κουρῆτες ὅμως φιλονίκησαν με τους Αἰτωλούς ποῖος θὰ πάρει το δέρμα καὶ το κεφάλι του κάπρου. Με ὅποιον θὰ πήγαινε ὁ Μελέαγρος, αὐτοί θὰ νικοῦσαν. Αὐτὸς προτίμησε τους Αἰτωλούς, καὶ πρὸς στιγμήν ἡ νίκη πῆγε με το μέρος τους. Ἀλλὰ κατά τὴ μάχη σκότωσε καὶ τα ἀδέλφια της μητέρας του, ποὺ πολεμοῦσαν με το μέρος των Κουρητῶν. Ἐκείνη τότε τον καταράστηκε, γι' αὐτὸ ὁ Μελέαγρος ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴ μάχη καὶ ἄρχισαν νὰ νικοῦν οἱ Κουρῆτες. Τέλος ὑπέκυψε στὰ παρακάλια της γυναίκας του καὶ πῆρε πάλι μέρος στὸν ἀγῶνα. Νίκησε τους Κουρῆτες, ἀλλὰ ἡ κατάρα της μητέρας του ἔπιασε. Ἡ Ἀλθαία βρῆκε το κομμάτι ξύλου ποὺ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὴ φωτιά ὅταν γεννήθηκε ὁ γιὸς της καὶ μέσα στὴν πίκρα της το ἔριξε καὶ πάλι στὸ τζάκι, με ἀποτέλεσμα ὁ Μελέαγρος τελικά νὰ σκοτωθεῖ.

Ἀδελφὴ του Μελέαγρου ἦταν ἡ Δηιάνειρα. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς κατέβηκε στὸν Ἄδη νὰ πάρει μαζί του τον Κέρβερο, ὁ Μελέαγρος του ζήτησε νὰ παντρευτεῖ την ἀδελφὴ του, ὅπως κι ἔγινε.

ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ: Ο Μελέαγρος ὑποκύπτει στὶς παρακλήσεις της γυναίκας του νὰ λάβει το μέρος τῶν Αἰτωλῶν ποὺ προκάλεσε την ὀργὴ της μητέρας του. Ὁ Ξενοφῶν στὸν Κυνηγετικό τον περιλαμβάνει μεταξύ των κορυφαίων κυνηγῶν, μαθητῶν του κενταύρου Χείρωνα.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο



Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας





Η μεγάλη μεσαιωνική αὐτοκρατορία τῶν Ἑλλήνων εὐτύχησε, τουλάχιστον στὴν ἔσχατη στιγμή της, νὰ ἔχει ὡς ἡγέτη ἕναν ἄνθρωπο ποῦ ἄν μὴ τι ἄλλο ἄφησε παρακαταθήκη στοὺς αἰῶνες ἕνα ἄφθαστο ὑπόδειγμα θάρρους καὶ ἀνδρείας. 
Ἕναν ἄξιο ἐπίγονο του Λεωνίδα, τῶν Μαραθωνομάχων, του Ἀλέξανδρου. Ἄλλωστε δέν ὑπῆρχε κάτι ἄλλο πέραν του θάρρους καὶ της αὐταπάρνησής του νὰ ἀφήσει. 
Ἦταν ἡγέτης μίας ἰστορικής αὐτοκρατορίας ποῦ ὅμως εἶχε πλέον περιοριστεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, μία στενή λωρίδα γῆς στὴ Θράκη καὶ τον Μωριᾶ. 
Τα ὑπόλοιπα ἐδάφη της ὑπερήφανης, κάποτε, αὐτοκρατορίας ἦταν πλέον λεία των Τούρκων, ποὺ διαφέντευαν ἀπὸ τα βάθη της Μικράς Ἀσίας ἑως τις ἐσχατιές τῶν Βαλκανίων.

Σε αὐτήν τὴ συγκυρία λίγα μποροῦσε νὰ κάνει ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή Δραγάτσης (ἀπὸ το ἐπίθετο της μητέρας του, Ἑλενας Δραγάτση) ο ΙΑ΄, πού γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τις 9 Φεβρουαρίου του 1404, ὡς το ὄγδοο ἀπὸ τα δέκα παιδιά του αὐτοκράτορα Ἐμμανουήλ Β'.

Δύο φορές παντρεύτηκε ὁ Κωνσταντίνος. Πρώτη σύζυγός του ἦταν ἤ Μανταλένα Τόκο, ἡ ὁποία πέθανε το 1429, ἐνῶ την ἴδια τύχη εἶχε καὶ ἡ δεύτερη σύζυγός του, ἐπίσης Ἰταλίδα (Γενουάτισα), Κατερίνα Γκατιλούσιο.

ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε αὐτοκράτορας σε μεγάλη ἡλικία 45 ἐτῶν, το 1449. Πρίν ντυθεῖ την αὐτοκρατορική πορφύρα εἶχε χρηματίσει δεσπότης του Μωριᾶ. 
Ἐκεῖ ἐπέδειξε ἀξιοσημείωτα ἡγετικά προσόντα, ἀφοῦ ἀμέσως μετά την ἀναλήψη της ἐξουσίας του Μωριᾶ, φρόντισε νὰ ἀνακαταλάβει ἐδάφη πού εἶχαν χαθεῖ στήν Πελοπόννησο καὶ στὴ συνέχεια πραγματοποίησε μία δυναμική ἐκστρατεία στὸ (λατινοκρατούμενο) Δουκάτο τῶν Ἀθηνῶν καί κατέκτησε με κεραυνοβόλες κινήσεις την Ἀθηνα καὶ τὴ Θήβα. 
Ὡστόσο, οἱ καιροί δέν ἐπέτρεπαν σε ἕναν δυναμικό Ἕλληνα νὰ "κάνει τὴ διαφορά", καὶ σύντομα παρενέβη ἡ μεγάλη δύναμη πλέον των Βαλκανίων, οἱ Ὀθωμανοί, ποῦ ἐξεδίωξαν τους Βυζαντινούς ἀπὸ τα ἐδάφη του Δουκάτου.

 Οἱ Ὀθωμανοί δέν θὰ ἐπέτρεπαν σε κανέναν νὰ ἀφυπνίσει τους Ἕλληνες.

Το 1449 ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἀδελφὸς του Ἰωάννης Παλαιολόγος πέθανε καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἔριζε γιὰ τὴ διαδοχή με τον ἀδελφὸ του Δημήτριο. 
Το ρόλο του ἐπιδιαιτητή ἀνέλαβε ὁ Μουράντ, ποὺ ἀποφάνθηκε ὑπὲρ του Κωνσταντίνου. 
Τόση ἦταν πλέον ἡ ἀδυναμία τών Βυζαντινῶν, ποὺ ἦταν οὐσιαστικά ὑποτελεῖς του σουλτάνου καὶ ζητοῦσαν τὴ διαιτησία του γιὰ ζητήματα διαδοχῆς.
Ὁ Κωνσταντῖνος κατάλαβε γρήγορα ὅτι οἱ φιλικές διαθέσεις τῶν Ὀθωμανῶν ἐξαντλούντων καὶ ὅτι σύντομα θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπερασπιστεῖ το τελευταῖο προπύργιο του Ἑλληνισμοῦ ἐνάντια στὶς διαθέσεις τῶν Ὀθωμανῶν.
Καθώς δὲν ὑπῆρχαν δυνάμεις ἱκανὲς νὰ ἀντιπαλέψουν τον πανίσχυρο ὀθωμανικό ἐπεκτατισμό στὰ Βαλκάνια, ὁ αὐτοκράτορας ἀκολούθησε το δρόμο των προκατόχων του καὶ μετέβη στῆ Δύση, ὅπου του τέθηκε το ἴδιό δίλημμα με αὐτὸ πού εἶχε τεθεῖ καὶ σε ἐκείνους: 

"Γιὰ νὰ λάβετε βοήθεια, πρέπει νὰ δεχτεῖτε την ἐνῶσι των δύο ἐκκλησιῶν, κάτω ἀπὸ την πρωτοκαθεδρία του Πάπα της Ρώμης".
Ὁ Κωνσταντῖνος, του ὁποίου πρώτιστο μέλημα ἦταν νὰ σώσει την αὐτοκρατορία, συμφώνησε. 
Ἀλλὰ ἦταν πλέον ἀργὰ καὶ ὁ λαός της Κωνσταντινούπολης, ὑπὸ την ὑποκίνηση καὶ λόγιων ὅπως ὁ Γ. Γεννάδιος, δὲν ἤθελε την Ἐνῶσι με τους Λατίνους. 
Ἄλλωστε, ὅση καλή διάθεση κι ἄν ὑπῆρχε, ὅση κι ἄν ἦταν ἡ ἀπόγνωση, οἱ πληγές ποὺ εἶχε ἀνοίξει το 1204 ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτές. 
Κι ἀκόμη κι ἄν ὅλα εἶχαν πάει κατ’ εὐχὴν γιὰ τον Κωνσταντῖνο, ἡ Ἐσπερία λίγη διάθεση εἶχε γιὰ νὰ βοηθήσει τους ἀποκαμωμένους Ἕλληνες.
Ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε την πρόταση του Μωάμεθ νὰ του παραδώσει την Κωνσταντινούπολη, ἀντιμετώπισε τὴ μεγάλη πρόκληση

ἀλλὰ ὁ θρῦλος τον θέλει νὰ περιμένει την ὥρα ποὺ θὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ ὁδηγήσει τους Ἕλληνες ξανά στὴ δόξα
: "Ἦρθε ἄγγελος Κυρίου καὶ τον ἅρπαξε καὶ τον πῆγε σε μία σπηλιά βαθιά στὴ γῆ κάτω, κοντά στὴν Χρυσόπορτα. 
Ἐκεῖ μένει μαρμαρωμένος ὁ βασιλιάς καὶ καρτερεῖ την ὥρα νὰ ’ρθει πάλι ὁ ἄγγελος νὰ τον σηκώσει...

 Ὅταν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ κατέβει ὁ ἄγγελος στὴ σπηλιά καὶ θὰ τον ξεμαρμαρώσει καὶ θὰ του δώσει στὸ χέρι πάλι το σπαθί πού εἶχε στὴ μάχη. 
Καὶ θὰ σηκωθεῖ πάλε ὁ Βασιλιάς καὶ θὰ μπεῖ στὴν Πόλη ἀπὸ τὴ Χρυσόπορτα καὶ κυνηγῶντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, θὰ τους διώξει ὡς την Κόκκινη Μηλιά καὶ θὰ γίνει μεγάλος σκοτωμός, ποὺ θὰ κολυμπήσει το μουσκάρι στὸ αἷμα."
Η, ὅπως λέει ὁ Γεώργιος Βιζυηνός στὸ ποίημά του "ὁ Τελευταῖος Παλαιολόγος"…
(…) "Τότε θε νάρθει ὁ ἄγγελος κι ἀγγελικαί δυνάμεις, νὰ μβούνε νὰ ξυπνήσουμε, νὰ ποῦν στὸ Βασιλέα
πῶς ἦλθεν πιὰ ἡ ὥρα!
Κι ὁ Βασιλεύς θὰ σηκωθεῖ τὴ σπάθα του νὰ δράξει καὶ, στρατηγός σας, θε νὰ μβει στὸ πρῶτο του Βασίλειο,
τον Τοῦρκο χτυπήσει.
Καὶ χτύπα χτύπα θὰ τον πα μακρά νὰ τον πετάξει
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά καὶ πίσ' ἀπὸ τον ἥλιο, ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσει!"



Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΝΑΥΣΙΚΑ - ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ζ



ΝΑΥΣΙΚΑ - ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ζ

Homerus Epic., Odyssea

Book 6, line 6.1 – 6.35

6.1

Ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς

ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος· αὐτὰρ Ἀθήνη

βῆ ῥ' ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε·

οἳ πρὶν μέν ποτ' ἔναιον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ,

6.5

ἀγχοῦ Κυκλώπων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων,

οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.

ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος θεοειδής,

εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων,

ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει καὶ ἐδείματο οἴκους

6.10

καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας.

ἀλλ' ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,

Ἀλκίνοος δὲ τότ' ἦρχε, θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς.

τοῦ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,

νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα.

6.15

βῆ δ' ἴμεν ἐς θάλαμον πολυδαίδαλον, ᾧ ἔνι κούρη

κοιμᾶτ' ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη,

Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,

πὰρ δὲ δύ' ἀμφίπολοι, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι,

σταθμοῖϊν ἑκάτερθε· θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί.

6.20

ἡ δ' ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης,

στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν,

6.22

εἰδομένη κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος,

ἥ οἱ ὁμηλικίη μὲν ἔην, κεχάριστο δὲ θυμῷ.

τῇ μιν ἐεισαμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·

6.25

“Ναυσικάα, τί νύ σ' ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;

εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,

σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵνα χρὴ καλὰ μὲν αὐτὴν

ἕννυσθαι, τὰ δὲ τοῖσι παρασχεῖν, οἵ κέ σ' ἄγωνται·

ἐκ γάρ τοι τούτων φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει

6.30

ἐσθλή, χαίρουσιν δὲ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.

ἀλλ' ἴομεν πλυνέουσαι ἅμ' ἠόϊ φαινομένηφι·

καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ' ἕψομαι, ὄφρα τάχιστα

ἐντύνεαι, ἐπεὶ οὔ τοι ἔτι δὴν παρθένος ἔσσεαι·

ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον

35 πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ.




ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΝΑΥΣΙΚΑ

6.1

Κι ἔτσι ἐδῶ ἀναπαύεται κατάκοπος, ὁ θεϊκός Ὀδυσσέας,

παραδομένος στὸν ὕπνο καὶ την κούραση. Τότε σὰν ἄνεμος ἡ θεά

ἡ Ἀθηνᾶ πῆγε στὴν πόλη πού ἤτανε, το κάστρο Φαιάκων,

ποὺ παλαιά κατοίκησαν σε ἀνοικτά πεδία,

6.5

Κοντά ἦταν με τους Κύκλωπες, τους γίγαντες ἀνθρώπους,

ποῦ κάποτε τους ρήμαζαν, βίαιοι καὶ ἀγροῖκοι.

Ἐδῶ παλιά τους ἔφερε ὁ Ναυσίθοος, ποὺ με θεό ὅμοιος ἦταν,

κι ἀπὸ την Συρία ἤρθανε, ποὺ τυχοδιῶκτες ἄνδρες ζοῦσαν,

καὶ ἀφοῦ την πόλη ὀχύρωσε με τεῖχος, ποὺ νὰ φιλᾶ τα σπίτια,

6.10

ἔχτισε καὶ ναούς θεῶν, κι ὄργωσε τα χωράφια,

μὰ τον ἅρπαξαν ἄρπυες (Κῆρες) καὶ τον πῆγαν στὸν Ἄδη.

Ὁ Ἀλκίνοος ἦταν τότε βασιλιάς, των μυστηρίων γνώστης,

Καὶ στὸ ἀνάκτορο του ἔφθασε, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Γλαυκωμάτα,

την ἄφιξη του ἥρωα, Ὀδυσσέα νὰ συλλογιέται.

6.15

Μπῆκε μέσα σε δώματα, περίπλοκα ὅπου κόρη

κοιμόταν σὰν παρόμοια με τους θεούς νὰ μοιάζει,

ἡ Ναυσικᾶ του μεγαλόψυχου, του Ἀλκίνοου ἡ θυγατέρα,

με δύο συμπαραστάτισσες, πανέμορφες καὶ οἱ ἴδιες,

νὰ στέκονται ἀπὸ δύο μεριές, στὶς φωτεινές τις πόρτες.

6.20

Σὰν του ἀνέμου την πνοή, δροσίζοντας της κόρης το κρεβάτι,

ἐπάνω ἀπὸ το κεφάλι της, ψιθύρισε τέτοια λόγια,

ἡ φωνή της συνομήλικης, του καπετάνιου Δύμαντα,

ποὺ ἦταν θυγατέρα, καὶ μίλαγε χαρούμενα καὶ με μεγάλο πάθος.

Αὐτὴν ἡ θεά ἐνέπνεε νὰ μιλᾶ, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Γλαυκωμάττα.

6.25

«Ναυσικᾶ, τι σου ἔμαθε νὰ κάνεις ἡ μητέρα σου;

τα φορέματά σου ἄχρηστα, τα ἔχεις κρεμασμένα,

κι ὅμως γιὰ γάμο σε ἔχει ἕτοιμη, καὶ πρέπει νὰ

ξυπνήσεις, καὶ ὅσα γιὰ σένα ἑτοίμασε, νὰ χρησιμοποιήσεις.

Γιατί ἄν με ὅλα φανεῖς, μπροστά στὸν κόσμο ὅλο

6.30

λαμπρή, θὰ χαίρωνται ὁ πατέρας σου κι ἡ σεβαστή μητέρα.

Ξύπνα νωρίς γιὰ νὰ πλυθείς, νὰ λάμψεις σὰν νυφοῦλα.

Καὶ θάρθω καὶ ἀπὸ μόνη μου, ἐγὼ γιὰ νὰ σε τρίψω, καὶ βιάσου

ἀμέσως νὰ ντυθεῖς, γιατί παρθένος δὲν μπορεῖ, ἀκόμη πλέον νάσαι.

Ἤδη ἀπὸ τώρα σε ζητοῦν, οἱ ἄριστοι στὸν δῆμο,

οἱ πρῶτοι ἀπὸ τους Φαιάκες, ποὺ εἶναι της γενιᾶς σου".

ΕΙΚΟΝΑ

Ναυσικᾶ , Frederic Leighton ca. 1878