Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ





ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ

(Ἰούλιος 1822)

[Ό Μαχμοῦδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης διὰ την ἐκ Δράμας της Μακεδονίας καταγωγήν του, διορισθείς ὑπὸ του Σουλτάνου σερασκέρης στρατιᾶς τριακοντακισχιλίων περίπου πεζῶν και ἱππέων, κατῆλθεν ἐκ της Λαρίσης εἰς την Ἀνατολικήν Ἑλλάδα ὅπως εἰσβαλών εἰς την Πελοπόννησον καταπνίξη την ἐπανάστασιν τῶν Ἑλλήνων, ἐπικουρούντος καὶ του τουρκικοῦ στόλου ἐν τῷ Κορινθιακῶ κόλπῳ καὶ τῷ Αργολικῶ. Οὐδεμίαν συναντήσας ἀντίστασιν εἰς την Ἀνατολικήν Στερεάν Ἑλλάδα καὶ εἰς τα στενοπορίας της Μεγαρίδος, κατέλαβε τον Ακροκόρινθον, ἐγκαταλειφθέντα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, καὶ διὰ τῶν ἀφυλάκτων στενῶν τῶν Δερβενακίων προήλασεν εἰς την Ἀργολικήν πεδιάδα, ὅπου συνεκράτησε την ἑτοίμην πρὸς παράδοσιν τουρκικήν φρουράν του Ναυπλίου, ἀκυρώσας την συναφθεῖσαν συνθήκην της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες εἰς τους Μύλους της Λέρνης καὶ τας πηγάς του Ερασίνου, στρατηγοῦντος του Κολοκοτρώνη, ἀπησχόλησαν μὲν αὐτὸν ἐπὶ πολύ εἰς την πολιορκίαν της ἀκροπόλεως του Ἀργοὺς Λαρίσης, καταστρέψαντες δὲ ὅσα τρόφιμα ἠδυνήθησαν, περιήγαγον αὐτὸν εἰς πολλήν στενοχωρίαν διὰ την στέρησιν των ἐφοδίων. Προβλέπων δ' ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι θ' ἀναγκασθῆ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήση εἰς Κόρινθον, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων διὰ 2500 περίπου ἀνδρών ὑπὸ τον Νικηταράν. Καὶ ὅτε την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησεν ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ διέλθη διὰ των στενῶν ὑπέστη μεγάλην φθοράν, ἔκτοτε δ' ὁ Νικηταράς ἐπωνομάσθη Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες εἰς Κόρινθον την ἡμέραν ἐκείνην καὶ τας ἑπομένας, ἀπεδεκατίσθησαν ὑπὸ των στερήσεων καὶ των νόσων, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Δράμαλης ἀπέθανεν ἕν Κορίνθῳ].

Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ ἀέρα του πελάγου

νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.

Της ‘Ρούμελης οἱ μπέηδες, τοὺ Δράμαλη οἱ ἀγάδες

'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.

Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια

καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.

Κ’ ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.

"Πουλί, πώς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;

-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,

καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".

Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς τῶν μπέηδων τα σπίτια.

Κλαῖνε ταχούρια γι' ἄλογα καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,

κλαῖνε μαννούλαις γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄντρες.


















ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ



ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ

Ο κοῦκος φέτο δὲ λαλεῖ, οὔτε καὶ θὰ λαλήση

παρά ἡ τρυγόνα ἡ χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.

Φέτος μας ἦρθεν ἡ Ἀραπιά καὶ κόβει καὶ σκλαβώνει.

Ἐσκλάβωσαν μικρά παιδιά, γυναῖκες με τους ἄντρες,

Κ’ ἐσκότωσε λεβεντουργιά καὶ καπεταναραίους

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ



ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ

[Κατ' Ἰούνιον του 1826 ὁ Ἰμπραΐμ ἐξέπεμψε πρὸς ὑποδούλωσιν της Μάνης στρατιάν ἐπτακισχιλίων πεζῶν καὶ ἱππέων, ἥτις την 22 του μηνός εὑρίσκετο πρὸ του στενοῦ του Ἀρμυροῦ, εἰς τα ὅρια της Μεσσηνίας καὶ της Μάνης. Την προέλασιν τῶν Αἰγυπτίων ἀνέκοψαν χίλιοι περίπου Μανιάται, οἵτινες προφυλασσόμενοι ὑπὸ ἀσθενοῦς ὀχυρώματος, της λεγομένης Βέργας, ἤτοι λιθοκτίστου μάνδρας μήκους δισχιλίων μέτρων περίπου, κλειούσης την μεταξύ της ὑπώρειας του βουνοῦ της Σέλιτσας καὶ της θαλάσσης δίοδον, ἔφεραν πολύν φθοράν εἰς τον ἐχθρὸν. Ἀποκρουσθέντες ἐπανειλημμένως, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσιν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐπέστρεψαν την 25 Ἰουνίου εἰς την Καλαμάταν της Μεσσηνίας. Ἐν τω μεταξύ δ' ὅμως καὶ ἅμα τὴ ἐνάρξει της μάχης της Βέργας, ὁ Ἰμπραΐμ ἀποσπάσας 1500 ἄνδρας ἔπεμψε διὰ πλοίων εἰς τα παράλια της Μάνης διὰ νὰ ἐνεργήσουν ἀντιπερισπασμόν. Αὐθημερόν οὗτοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τον ὅρμον του Δηροῦ, καταλαβόντες δὲ τα πρὸς δεξιά χωρία Πύργον καὶ Χαριάν, ἐστράφησαν πρὸς ταριστερά, ἵνα προσβάλωσι την Τσίμοβαν (την μετονομασθεῖσαν ὕστερον Ἀρεόπολιν). Ὀλίγιστοι μόνον Μανιάται, διότι οἱ λοιποί ἐμάχοντο εἰς τον Ἀρμυρόν, εὑρισκόμενοι εἰς τους πύργους τῶν, ἀνθίσταντο κατά των ἐπιδρομέων, ἀλλὰ γνωσθείσης της ἀποβάσεως τών Ἀράβων, ἔγινε διὰ κωδωνοκρουσιών συναγερμός των ὑπολειφθέντων κατοίκων των πέριξ χωρίων, καὶ προσέτρεξαν πάντες, καὶ γέροντες καὶ ἱερείς, καὶ αἵ θερίζουσαι εἰς τους ἀγρούς γυναῖκες με τα δρέπανά των, ἑνωθέντες δὲ μετ' ὀλίγων ὁπλοφόρων, οἵτινες ἔτυχε νὰ διαβαίνωσιν ἐκείθεν ὑπὸ τον Κωνσταντῖνον Μαυρομιχάλην, ἠμύνοντο κατά τῶν Ἀράβων, εὐάριθμοι μὲν δι’ ὁπλῶν, οἱ δὲ λοιποί διὰ πετρῶν καὶ των δρεπάνων. Την ὁρμήν του ἀσυντάκτου λαοῦ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ὑπομείνουν οἱ ἐπιδρομεῖς καὶ ἔσπευσαν νὰ ἐπιβιώσει πάλιν των πλοίων κακώς έχοντες, απήλθον δε την 25 Ιουνίου, πολλούς καταλιπόντες νεκρούς].

Στὸ ρημοκλήσι του Δηροῦ

λειτούργα ὁ πρωτοσύγκελος,

καὶ τάχραντα μυστήρια

ἔφερνε ‘ς το κεφάλι του,

ψάλλοντας το χερουβικό.

Μὰ ἔξαφνα κι 'ἀνέλπιστα

Τοῦρκοι τον περιλάβανε,

Κ’ ἔλαβε μόνον τον καιρό

καὶ σήκωσε τα χέρια του,

κ' είπεκε, "Παντοδύναμε,

δυνάμωσε τους Χριστιανούς,

τύφλωσε τους Ἀγαρηνούς

τή μέρα τη σημερινή".

Μὰ οἱ ἄνδρες ὅλοι ἐλείπασι,

ἦταν ‘ς τη Βέργα τ' Ἀρμυροῦ,

ὁποῦ Τρωάδα ὁ πόλεμος

ἐπάηνε δυὸ μερόνυχτα.

Μόνα τα γυναικόπαιδα

καὶ γέροντες ἀνώφελοι,

(γιατ' ἦτο θέρος) βρέθεσαν

με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά.

Καθόλου δὲ δειλιάσασι,

καθόλου δὲν τρομάξασι,

μόν' ἔδωκαν την εἴδηση

'ς τον Κωνσταντῖνο με πεζόν.

Κ' ἐκείνος ὡς πολέμαρχος

εσύναξ' ὅλα τα χωριά,

γράφει καὶ στέλνει ς' τ’ Ἀρμυρό,

κ' ἔδραμε κατά το Δηρό.

Βλέπει γυναῖκες νὰ χεροῦν

καὶ τα δρεπάνια να κρατοῦν,

τους Αραπάδες νὰ χτυποῦν.

"Εὖγε σας, μεταεύγε σας,

γυναῖκες, ἄνδρες γίνετε,

σὰν ἀνδρειωμέναις μάχεσθε,

σὰν Ἀμαζόνες κρούετε".

Εἰπέ κ' ἐβρυχουμάνισε

σὰν το λιοντάρι 'ς τα βουνά.

Τους Τούρκους κόφτει ἀψήφιστα.

Τότε τα παλληκάρια του

πετάχτησαν σὰν τους αϊτούς,

κ' ἐπιάστηκαν με τους ἐχτροῦς,

χέρια με χέρια ἀνάκατα.

Τους ἐκαταποντίσασι

καὶ τους ἐβάλασι μπροστά,

σὰν νὰ ἦσαν γιδοπρόβατα.

Σφάζοντας καὶ σκοτώνοντας

φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά,

ποὺ μέλισσα ἧτο ἡ Τουρκιά.

Τότε 'ς ἐκείνην τὴ στιγμή,

ἀγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν

τα παλληκάρια τ' Αρμυρού,

οπού τη νίκη φέρνασι.

Πρῶτος ήτο κ' εμπροστινά

ο γιος του γέρου βασιλιά,

εἶχε 'ς τα πόδια του φτερά,

ποὺ τον ὁ πρῶτος ἄγωρος.

Ξεγυμνωμένο το σπαθί

ἐκράτει, καὶ τα μάτια του

σπίκιαις καὶ φλόγες βγάζασι.

"Ἔχετε θάρρος, είπεκε

με μιά φωνή σὰν τὴ βροντή,

μὴ τα φοβᾶστε τα σκυλιά,

ἄς ειν' πολλοί κι’ ἀμέτρητοι.

Ἦταν πολλοί καὶ 'ς τ' Ἀρμυρό,

κι' ἐμεῖς τους ἐνικήσαμεν,

κι' ὅλους τους ἐξωφλήσαμεν".

Πρόφτασε τότε κι' ὁ ἀρχηγὸς,

πρόφτασε κι' ὁ ἀρχιστράτηγος,

ὁποῦ ναὶ πενταγνώστικος

'ς τοῖς μάχαις, 'ς τα πολιτικά,

κ' εἶπε 'ς τα παλληκάρια του,

κ' εἶπε 'ς ὅλο το στράτευμα.

"Ὅσοι πιστοί ἐμπρὸς, παιδιά,

σήμερον γεννηθήκαμε,

καὶ θὰ σωθοῦμε σήμερον".

Ήνοιξ' ἡ μάχη τρομερά,

κ' ἤτανε ξεσυνέριση

'ς ὅλα τα Σπαρτιατόγονα

ποῖοι νὰ πᾶσι μπροστινοί.

Οἱ Τοῦρκοι αντισταθήκασι,

τι ἦσαν 'ς την ἄκρη του γιαλοῦ.

Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι

κ' ἐπέφτασι 'ς τὴ θάλασσα,

σὰν τα τυφλά τετράποδα,

γιατ' ἦτο θέλημα θεοῦ

νὰ σακουστή ἡ παράκληση

τ’ ἁγίου πρωτοσύγκελου.





Ο ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΟΣ ΤΣΗ ΚΡΗΤΗΣ





(1830)

[Τα πρωτόκολλα, δι ὤν συνίστατο, το ἑλληνικόν βασίλειον, εἰς το ὁποίον δὲν συμπεριελαμβάνετο ἡ Κρήτη, ἀνεκοινώθησαν κατά το 1830 εἰς τους Κρῆτας ἐν Καλύβαις τῶν Ἀποκορώνων ὑπὸ πληρεξουσίου των τριῶν ναυάρχων κυβερνήτου γαλλικοῦ πλοίου. Εἰς το γεγονός τοῦτο ἀναφέρονται τα ἑπόμενα ἄσματα.]

Α'

'Στά χίλια ὀκτακόσια εἰκοσιοκτώ, μίαν Τρίτη,

(ἀφουγκρασθῆτε νὰ σας πῶ ὀγιά τὴ μαύρη Κρήτη)

σύναξη κάνου οἱ βασιλεῖς καὶ πᾶνε 'ς το Παρίσι,

νὰ κάμουνε συνέλευση τι νὰ γενή ἡ Κρήτη.

Μ' ἀπῆς ἐσυναχτήκανε κι' ἄρχηξαν το κουσοῦλτο,

οὖλοι ἐδιχονήσανε καὶ παίρνει την ὁ Τοῦρκος.

Ἀνθρώπους τότ' ἐπέψανε κ' εἰς τσοι Καλύβαις βγαίνει,

νὰ συναχτοῦν οἱ Χρισθιανοί, νὰ δώση το χαμπέρι.

Καὶ σὰν ἐσυναχτήκασι, διαβάζει τὴ συνθήκη,

κ' ἔγραφε πῶς ἐδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.

Φωνάζουν, κλαῖν οι Χρισθιανοί· "Ἀφέντες κουμαντάτες,

εβγάστ' ἀπάνω 'ς τα βουνά, νὰ κάτσετε 'ς τσοι στράταις,

να ἰδῆτε οὖλα τα πουλιά, ὁπού ψηλά πετοῦσι,

τα κόκκαλα τῷ Χρισθιανώ 'ς τ' ἀντόδια νὰ βαστοῦσι.

Ὅσοι καταλυθήκανε 'ς τα ὄρη κ' εἰς τα δάση

ποῖος είν' ἀπού θὰ σας τσοι πη καὶ θὰ τσοι λογαριάση;

Ἀκούσετε νὰ σάσε πῶ τα πάθη τα δικά μας:

'Σ την Ἀραπιά πουλήσανε οἱ Τοῦρκοι τα παιδιά μας,

καὶ ὅσοι ἀπομείναμε εἰς τα βουνά γλακούμε,

ξυπόλυτοι κι' ὀλόγδυμνοι γιὰ νὰ λεφτερωθοῦμε.

Κ' εἴχαμε θάρρος εἰς ἐσᾶς, τσοι βασιλεῖς τσοι Φράγκους,

κ' εδά μας ἀδικήσετε κι' ἀφήκετέ μας σκλάβους.

'Όντε θὰ βγοῦν τα νέφαλα καὶ νὰ φανοῦν οἱ κρίνοι,

καὶ νὰ ρθ' ὁ φοβερός κριτής οὖλους νὰ μάσε κρίνη,

τα τάγματ' οὖλα τ' οὐρανοῦ τριγύρου ν' ἀκολουθοῦσι,

τα πάθη τῷ Χρισθιανώ τάδικα να γροικοῦσι,

νά ρθουνε με παράπονο κ' οἱ Κρῆτες νὰ σταθοῦνε

μπροστά 'ς το φοβερό κριτή τ' ἄδικα των νὰ ποῦνε,

τότες ν' ἄποκριθήτ’ ἐσεῖς, Ἀγγλία καὶ Γαλλία,

μπροστά 'ς το φοβερό κριτή, δευτέρα παρουσία!

"Τώρα ἀποφασίσανε κ' ἐκάμανε συθήκη,

πὼς νὰ ναὶ πάλι ἀραγιάς του Μισιριού η Κρήτη".

"Φύγετε! Φύγετ', ἄστε μας! μὰ μεῖς θε νὰ σκεφτοῦμε,

γῆ οὖλοι θ' ἀποθάνωμε, γῆ θὰ λεφτερωθοῦμε.

Θε μου καὶ σύ, πώς το βαστᾶς; εἰς τὴ σκλαβιά ἀκόμη,

οὖλοι λευτερώθηκανε, κ' η Κρήτη νὰ ναὶ μόνη".

Ἔρχουνται πλοῖα φράγκικα καὶ πᾶνε 'ς τη Γραμπούσα

καὶ βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς, ὁποῦ την ἐβαστούσα.

Καὶ Μισιριώταις φέρνουνε κ' εἰς τα χωριά χτυπούσι,

φοροῦνε ροῦχα κόκκινα καὶ τούμπανα βαστοῦσι.

Καθίζουν σε μερκά χωριά καὶ κάνουνε κρισάδες,

καὶ τυραννοῦν τσοί Χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τς ἀραγιάδες·

Β'

'Σ τα χίλια ὀχτακόσια 'ς τα τριάντα,

'ς τς ὀχτὼ του Σεντεμπριοῦ ἥρθ' ἡ γι ἀρμάδα.

Καὶ βγαίνει 'ς τ' Ἀκρωτήρι, σιργιανίζει,

τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει,

τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι

και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι.

«Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες».

Κ' οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις.

Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα

εγράψανε παράπονα μεγάλα.

«Όρη, βουνά, και τρύπαις και λαγκάδια,

γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια,

τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι,

για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι».

Κ' οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι,

κ' εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι.

Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω

εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ




[Οἱ τέσσαρες υἱοί του Λάζου (Λαζαῖοι, ἡ τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρῆστος, Νῖκος καὶ Κώστας, ἁμαρτωλοί του Ὀλύμπου, εἶχον μετάσχη μὲν της ἐπαναστάσεως του 1807, ἀλλὰ μετά την καταστολήν ταύτης ἀποταχθέντες, οἱ μὲν τρεῖς παρέμενον ἐν Ραψάνη, ὁ δὲ Κώστας ἐκρατεῖτο ὑπὸ του Ἀλή πασᾶ εἰς τα Ἰωάννινα ὥς ὅμηρος. Ὅτε δὲ κατά το 1812 ἀνέλαβε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ὁ λιός του Ἀλή Βελή πασᾶς, προέβη εἰς καταδίωξιν πάντων τῶν παλαιῶν ἀρματολῶν καὶ των κλεφτῶν, φόνευσε τους ἐν Ραψάνη Λαζαίους (ὁ ἐν Ἰωαννίνοις Κώστας φονεύθη μικρόν ὕστερον ὑπὸ του Ἀλή), τας δὲ οἰκογενείας τῶν ἀπήγαγεν εἰς Τίρναβον, ἥρπαοε δὲ διὰ το χαρέμι του την γυναῖκα του Κώστα.]


Τρία πουλάκια κάθουνται    στον Έλυμπο στὴ τὴ ράχη,

τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:

Τι είν’ το κακό ποὺ πάθαμε οἱ μαῦροι οἱ Λαζαῖοι;

Μας χάλασε ὁ Βελή πασᾶς, μας ἔκαψε τα σπίτια,

μας πῆρε τοῖς γυναῖκες μας, μας πῆρε τα παιδιά μας,

στον Τούρναβο τοῖς πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.

Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ ὀπίσω οἱ συννυφάδες,

κι’ ὀπίσω ὀπίσω ἡ Κώσταινα με το παιδί  στο χέρι,

σά μῆλο, σὰ τριαντάφυλλο, σὰ νερατζιά κομμένη.

Βγαίνουν κυράδες την τηροῦν ἀπὸ τα παραθύρια.

«Ποιαῖς είν’ αὐταίς ὀπόρχουνται  στην Πόρτα,   στο Σαράϊ;

-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηρᾶτε;

Ἐμεῖς εἶμεστε κλέφτισαις, γυναῖκες τῶν Λαζαῖων.»

Βελή πασᾶς ἀγνάντευε, στέκει καὶ τοῖς ρωτάει.

"Γυναῖκες, πού ειν' οἱ ἄντροι σας κ' οἱ καπιταναραῖοι;

-Εἶναι ψηλά 'ς τον Ἔλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.

-Πᾶρτε ταῖς τρεῖς φλακώστε ταις, βάλτε ταῖς 'ς το μπουντροῦμι,

την Κώσταινα την ὄμορφη φέρτε την   στο χαρέμι.

-Ἁφές μ', ἀφέντη μ', ἄφες με, δύο λόγια νὰ σου κρίνω,

νὰ γράψω μία πικρή γραφή  στον καπετάνιο Κώστα.

"Ἐσὺ, Κώστα μου   στον Ἕλυμπο, ψηλά   στα κυπαρίσσια,

κ' η Κώσταινα   στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."








ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

 



Ἀχὸς βαρύς ἀκούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μῆνα σε γάμο ρήχνονται, μῆνα σε χαροκόπι;

Οὐδὲ σε γάμο ρήχνονται οὐδέ σε χαροκόπι,

ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις καὶ μ' γγόνια.

Ἀρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλᾶ τον πύργο.

Γιώργαινα, ρῆξε τάρματα, δὲν είν' ἐδῶ το Σούλι.

Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα του πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.

-Το Σούλι κι' αν προσκύνησε, κι’ ἄν τούρκεψε νὴ Κιάφα.

Η Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει»

Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε, κόραις καὶ νύφαις κράζει.

«Σκλάβαις Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ἐλᾶτε».

Καὶ τα φυσέκια ἀνάψανε, κι' ὅλοι φωτιά γενῆκαν.

(25 Δεκεμβρίου 1803)

[Κατά την δίωξιν τῶν Σουλιωτῶν, περί ἧς ἔγινε λόγος ἕν τὴ προηγουμένη σημειώσει, μικρόν ἀπόσπασμα ἐξ 78 ψυχῶν κατέφυγεν εἰς το χωρίον 'Ρινιάσαν (μεταξύ Πρεβέζης καὶ Ἄρτης), ὁποῦ παρέμενον καὶ ἄλλαι τινές σουλιώτικαι οἰκογένειαι. Ἀλλὰ στῖφος Ἀλβανῶν,

κατάφθασαν εἰς το χωρίον την 23 Δεκεμβρίου 1803, κατέλαβεν ἐξ ἀπρόοπτου τους κατοίκους, καὶ ἄλλους μὲν κατέσφαξεν, ἄλλους δὲ ἠχμαλώτισε. Μεταξύ τῶν κατοίκων ἦτο καὶ ή οἰκογένεια του Γεωργάκη Μπότση, του ὁποίου ἀπόντος, ἡ ἡρωική σύζυγος Δέσπω ἀντέταξε σθεναράν ἀντίστασιν κατά των σφαγέων. Κλεισθεῖσα εἰς πύργον, την λεγομένην Κοΰλαν του Δημουλά, μετά δέκα ἄλλων, θυγατέρων, νυμφών, καὶ ἐγγόνων της, ἀφοῦ ἐπὶ πολύ πολέμησε πρὸς τους Ἀλβανούς, ὅτε εἶδεν ὅτι πᾶσα περαιτέρω ἀντίστασις ἦτο ματαία, ἠρώτησε τα τέκνα της ἂν δὲν προτιμοῦν ἀπὸ την σκλαβιάν τον θάνατον. Πάντες ἐζήτησαν τον θάνατον, τότε δὲ συσσωρεύσασα εἰς το μέσον ὅσην πυρίτιδα εἶχεν, ἔθεσε πῦρ εἷς αὐτὴν καὶ ἐκάησαν].









Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις

«Τα πρωτεῖα στὸν Σταυρό καὶ αἰώνια δόξα στοὺς σταυρωμένους γιὰ την πίστη καὶ γιὰ το γένος μας»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ἔκανε σύνθημα την πίστη

Μιλῶντας μετά την ἀπελευθέρωση σε μαθητές Γυμνασίου στὴν Πνύκα, ἀπὸ το ἴδιο βῆμα ποὺ μιλοῦσε στὴν ἀρχαιότητα ὁ Δημοσθένης, ὁ Περικλῆς καὶ οἱ ἄλλοι σπουδαῖοι πρόγονοι, τους εἰπέ: «Ὅταν πιάσαμε τα ἅρματα πρῶτα εἴπαμε ὑπὲρ πίστεως καὶ μετά ὑπὲρ πατρίδος». Στὴν ἰδία ὁμιλία του συνέστησε στοὺς Ἕλληνες «φρόνιμον ἐλευθερία».

Συχνά προσευχόταν γιὰ την Ἐπανάσταση: «Ὅταν την 1η Ἀπριλίου 1821 τσακίστηκε το ἑλληνικό στράτευμα ἀπὸ τους Τούρκους, ὁ Ἀναγνωσταράς καὶ οἱ ἄλλοι πήγανε στὸ Λεοντάρι, ἐγώ ἔμεινα μόνος με το ἄλογο μου στὸ Χρυσοβίτσι. Ἔκατσα μέχρι πού ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι με τα μπαϊράκια τους καὶ κατέβηκα κάτω. Ἦταν στὸ δρόμο ἡ Παναγιά, μιά ἐκκλησιά του χωριοῦ καθόμουν κι ἔκλαιγα γιὰ την Ἑλλάδα. Παναγία μου, εἶπα, βοήθησε κι αὐτὴ τὴ φορά τους Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν».

Ἐξ’ αἰτίας της ἐπανάστασης οἱ κλέφτες δὲν εἶχαν την εὐχέρεια νὰ τηροῦν πλήρως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ὅταν τὴ Μεγάλη Τετάρτη του 1821 ὁ Kολοκοτρώνης καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἔφαγαν ψητό ἀρνῆ, το ἔφεραν βαρέως ἐπὶ χρόνια, μολονότι ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός εἶχε λύσει τὴ νηστεία γιὰ τους μαχόμενους.

Σε κάθε ἐκκλησία ἡ ἐξωκλήσι ποὺ συναντοῦσε ἔκανε το σταυρό του καὶ ἄναβε κεριά. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σε κατάστιχα δαπανῶν της ἐποχῆς ἐκείνης βρέθηκαν καταγραφές: «Διά κεριά ἀρχιστρατήγου Κολοκοτρώνη…».

Δὲν Βασιζόταν στοὺς ξένους

Το εἶχε χωνέψει ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ ἀπελευθερώνονταν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις: «Η Γαλλική Ἐπανάσταση Βοήθησε τους ἀνθρώπους νὰ ἀνοίξουν τα μάτια τους καὶ νὰ ριζώσει ἡ δικαιοσύνη στὸν κόσμο, νὰ ξεχωριστοῦν τα ὅρια της ἐξουσίας καὶ της ὑποταγής, οἱ Βασιλιᾶδες νὰ μὴν εἶναι πλέον σὰν θεοί στὴ γῆ. Η δικαιοσύνη εἶναι ἡ πραγματική Βασίλισσα καὶ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὅμως εἶδα ὅτι στὰ συμβούλια της Βιέννης δὲν ἔγινε τίποτα καλό γιὰ μας, ἀπελπίστηκα ἀπὸ τους ξένους καὶ εἶπα ὅτι δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐλπίδα λύτρωσης ἐκτὸς ἀπὸ τον ἑαυτό μας καὶ τον Θεό».

Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει μία συνομιλία του με τον ἀρχηγό τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων στὴ Ζάκυνθο το 1805: «Πῆγα καὶ μίλησα μαζί του. Μου εἰπέ ὅτι ὁ βασιλιάς του τον πρόσταξε νὰ δεχτεῖ στὸ στράτευμά του ὅποιους θέλουν νὰ πολεμήσουν τον Ναπολέοντα. Του ἀποκρίθηκα, τι ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω με τον Ναπολέοντα; Ἄν θέλετε στρατιῶτες γιὰ νὰ βοηθήσετε στὴν ἀπελευθέρωση της πατρίδας μου σας ὑπόσχομαι 5 καὶ 10 χιλιάδες».

Πῶς ἔκοψε το κάπνισμα

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος ποὺ ἔκοψε το κάπνισμα ὁ Κολοκοτρώνης. Ὅταν κάποτε ξέμεινε ἀπὸ καπνό, ἔξυσε το τσιμπούκι του γτα νὰ καπνίσει ὅσα ὑπολείμματα εἶχαν μείνει, ἀλλὰ ἀηδίασε ἀπὸ την πίκρα. «Ὁρίστε ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ἐλευθερώσει τον τόπο του καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ το πάθος του. Θεέ μου συγχώρα με», εἶπε καὶ πέταξε το τσιμπούκι. Ἄν καὶ ἔκοψε το κάπνισμα, του ἄρεσε νὰ ρουφάει με τὴ μύτη τὴ μυρωδιά του καπνοῦ ἀπὸ μία ταμπακιέρα ποὺ του εἶχε χαρίσει ὁ Καποδίστριας.

Ο Κολοκοτρώνης εἶχε βαφτίσει 120 παιδάκια στὴ Ζάκυνθο καὶ εἶχε κάνει ἑκατοντάδες κουμπαριές. Μόνο στὰ Τρίκορφα ὑπῆρχαν 40 Θοδωράκηδες.

Ἀρκετὲς φορές παραπονιόταν ὅτι ἀπὸ την πολλή καβάλλα στὸ ἄλογο πρήζονταν τα ἀχαμνά του.

Ο Κολοκοτρώνης ἔλεγε το 1842 στὴν Ἀθήνα, λίγους μῆνες πρὶν τον θάνατό του: «Ο Χάρος δὲν μου δίνει ἄλλη διορία, θὰ πάω νὰ δῶ τα λημέρια μου καὶ ὅσους ἀπὸ τους παλιούς συντρόφους μου ζοῦνε. Θὰ με ρωτήσουν στὸν κάτω κόσμο τι κάνουν οἱ σύντροφοί μας στὸν πάνω κόσμο καὶ θὰ ἔχω κάτι νὰ τους λέω».

Ἔδεσε στὰ καπούλια του ἀλόγου του τον μικρό γιὸ του Πάνο τον Β’, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει με την πρώην καλόγρια Μαργαρίτα Βελισσάρη, καὶ πῆρε τον δρόμο πρὸς το Μόριά.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821