Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Γεώργιος Καραϊσκάκης - Το Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827)



Γεώργιος Καραϊσκάκης - Τὸ Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827) 


Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ἢ Καραΐσκος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πίο θρυλικὲς μορφὲς τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ὑπῆρξε στὴν ἀρχὴ σπουδαῖος ἀρματολὸς καὶ στὴ συνέχεια κατέστη κορυφαῖος στρατηγὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Τὸ ἐπίθετό του εἶναι μᾶλλον ὑποκοριστικὸ τοῦ Καραΐσκος ὅπου ἀπαντᾶται ὡς οἰκογενειακὸ ἐπώνυμο στὶς ἐπαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Τὸ δὲ ἐπώνυμο Καραΐσκος εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴ τουρκικὴ λέξη "καρὰ" καὶ Ἴσκος. 


Πιὸ συγκεκριμένα τὸ κανονικὸ τοῦ ἐπίθετο ὅπως καὶ τοῦ ἀρματολοῦ πατέρα του ἦταν Ἴσκος ἀλλὰ λόγῳ τῆς περήφανης καὶ σκληρῆς προσωπικότητας ποὺ διαμόρφωσε στὰ δύσκολα καὶ δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - ἀπὸ ὅλους - σὰν ἀντάξιο προσωνύμιο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἐπίθετο του, τὸ λήμα "Καρα" ποὺ σημαίνει μεγάλος καὶ φοβερός. Τὸ τελικὸ τοῦ ἐπίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι λόγῳ τῆς Τουρκικῆς σκλαβιᾶς ἀναγκάστηκε ἀπὸ παιδὶ νὰ γίνει κλέφτης στὰ βουνά. 


Πρῶτα Χρόνια 


Ἡ πιὸ σκοτεινὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ Καραϊσκάκη θεωρεῖται ἡ παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ, μέχρι ποὺ λιποτάχτησε καὶ πῆγε στὸν Κατσαντώνη, ὅπως σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης. Γεννήθηκε στὸ Μαυρομμάτι τῆς Καρδίτσας τo 1782 καὶ ἦταν νόθος γιὸς τοῦ ἀρματολοῦ τοῦ Βάλτου Δημήτρη Ἴσκου ἢ Καραΐσκου, ἀπὸ τὴ Δούνιστα (σημερινὸς Σταθὰς Αἰτωλοακαρνανίας) καὶ τῆς Ζωῆς Διμισκὴ ἢ Ντιμισκή, ἀπὸ τὴ Σκουληκαριὰ Ἄρτας, ἀνιψιᾶς τοῦ ἀρματολοῦ των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Ἡ μητέρα του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωάννη Μαυροματιώτη, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σύζυγός της, ἔγινε καλόγρια. Ἐρωτεύτηκε ὅμως τὸν Καραΐσκο, καὶ ἀπὸ τὸν κρυφὸ αὐτὸν δεσμὸ γεννήθηκε ὁ Καραΐσκάκής. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔμεινε τὸ παρατσούκλι «γιὸς τῆς καλογριᾶς».Από τὴν παιδική του ἡλικία ἤδη, κάνει τὰ πρῶτα βήματά του σὰν Κλέφτης. Ὁ Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστὸς μετὰ τὴν ἐνηλικίωσή του. Νεαρὸς ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου καὶ φυλακίσθηκε γιὰ παράνομες πράξεις, ἐκεῖ ὅμως ἔμαθε καὶ κάποια γράμματα. Ἔτσι ἀρχικὰ ὑπηρέτησε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν ἐκστρατεία του κατὰ τοῦ περίφημου Πασβάνογλου, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα Φεραίου. Στὴ ἐκστρατεία ἐκείνη ὁ Καραϊσκάκης αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὶς δυνάμεις του Πασβάνογλου καὶ κρατήθηκε γιὰ κάποιο χρόνο. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ. Λέγεται πὼς ὅταν ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ρώτησε κάποτε τὸν Καραϊσκάκη τί θὰ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: "Ἂν μὲ γνωρίζεις ἄξιο γιὰ ἀφέντη, κάνε μὲ ἀφέντη, ἂν γιὰ δοῦλο, κάνε μὲ δοῦλο". 



Κατὰ τὴν πρώτη παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Πασᾶ παντρεύτηκε τὴ Γκόλφω ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Ψαρογιαννέων ἀπὸ τὸ χωριὸ Σίντου καὶ ἀπέκτησε τὴν πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο τοῦ Ἀνδρέα Νοταρὰ ὑπουργοῦ τοῦ Ὄθωνα. Ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1820 πολιορκήθηκε ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ἀπὸ τὰ Σουλτανικὰ στρατεύματα, ὁ Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἀργότερα ὅμως προσχώρησε στοὺς πολιορκητές, ἀλλὰ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε καὶ ἀπ' αὐτούς. Κατάφερε δὲ τότε νὰ ἀποσύρει ἀπὸ τὰ πολιορκούμενα Ἰωάννινα τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τὴ στείλει στὴ νῆσο Κάλαμο ποὺ τότε θεωροῦνταν ἀσφαλὲς μέρος γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀμάχους. Κατὰ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1821 προσπάθησε νὰ ἐξεγείρει σὲ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων τὴν περιοχή της Βόνιτσας, στὴν ἀρχὴ ἀνεπιτυχῶς διότι οἱ προύχοντες τῆς περιοχῆς θεωροῦσαν πὼς δὲν ἦταν ἀκόμη κατάλληλος ὁ καιρός. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Τζουμέρκα ὅπου ἐκεῖ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὶς ὅμορες ἐπαρχίες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μακρυνόρος ὅπου καὶ συμμετεῖχε ὁ ἴδιος στὶς γενόμενες ἐκεῖ συμπλοκές. 


Δράση 1821 - 1823


Κάτοχος πλέον τῶν Ἀγράφων, στὴν ἀρχὴ ἀπέφυγε νὰ προσβάλει τοὺς Τούρκους, ὑποκρινόμενος ὑποταγὴ στὸν Σουλτᾶνο προκειμένου νὰ ἀποφύγει ἐπιδρομὲς Τούρκων στὴ περιοχή του. Τὸ 1822 ἦλθε σὲ ἔντονες προστριβὲς μὲ τὸν Γιαννάκη Ράγκο ποὺ ἀξίωνε καὶ αὐτὸς τὴν ἀρχηγία τῶν Ἀγράφων. Μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα (Νοέμβριος 1822) ὁ Καραϊσκάκης εἰδοποίησε ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τὸν γέροντα Πανουργιὰ «ὅτι διαπραγματεύθηκε προσωρινὰ μὲ τοὺς Τούρκους νὰ ἀρχηγέψει στὰ Ἄγραφα καὶ ἔτσι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔλθουν» ἐνῷ «τὰ "δικαιώματα" θὰ τὰ ἔστελνε ὁ ἴδιος σ' ἐκείνους». Ἔτσι ἑνωμένοι ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς Στορνάρη καὶ Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σὲ συμφωνία μὲ τὸν Βαλῇ της Ρούμελης Χουρσὶτ Πασᾶ, ἐξαγοράζοντας τὸν καιρὸ καὶ περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκστρατειῶν του κατὰ τοῦ Μεσολογγίου, κατὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας καθὼς καὶ τῆς ἐκστρατείας του Δράμαλη. Καὶ "ἂν χρειάζονται στρατιωτικὴ βοήθεια νὰ τοὺς πέμψει" ἔγραφε τότε ὁ Καραϊσκάκης.Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση ὁ Γῶγος Μπακόλας καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἔκαψαν τὸν ὀχυρὸ πύργο τοῦ χωριοῦ Καλύβια του Μάλιου (ἐπαρχία Ραδοβυζίου). 


Τὰ Ἄγραφα καὶ τὸ ἀρματολίκι αὐτῶν στὰ τελευταῖα χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση, τὰ κατεῖχαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (ποὺ πέθανε τὸ 1872). Ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία φιλοδοξοῦσε νὰ γίνει κάποια μέρα καπετάνιος τῶν Ἀγράφων καὶ τὸ κατόρθωσε πράγματι τὸ 1821 βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν Γιαννάκη Ράγκο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν Βαλτινούς, ἀναγνωρισμένος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς Σουλτανικὲς ἀρχὲς τῆς Λάρισας. Μετὰ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) ὅταν μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιουταχῆ χρειάστηκε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο νὰ μετακινηθεῖ διερχόμενο ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, στρατοῦ τοῦ ὁποίου ἡγοῦνταν οἱ Ἰσμαὴλ Πασᾶς Πλιάσας, Ἰσμαὴλ Χατζῆ Μπέντου καὶ Ἄγος, ὁ Καραϊσκάκης προκατέλαβε μὲ χίλιους περίπου ἄνδρες τὴν διάβαση καὶ ἀνάγκασε τοὺς ἐχθροὺς κοντὰ στὸν Ἅγιο Βλάση, νὰ ὀπισθοχωρήσουν στὸ Ἀγρίνιο, μετὰ ἀπὸ πεισματώδη μάχη. Ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Ἄγραφα καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Ἰθάκη προκειμένου νὰ συναντήσει ἔμπειρους γιατροὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς φυματίωσης ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Οἱ γιατροὶ λίγες ἐλπίδες ζωῆς ἔδωσαν στὸν ἥρωα καὶ τοῦ συνέστησαν νὰ μείνει στὸ νησί. 


Ἐπιστροφή - Δίκη 


Ὁ Καραϊσκάκης, νοσταλγῶντας τὴ Ρούμελη καὶ τὰ Ἄγραφα, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἰθάκη στὸ Μεσολόγγι καὶ ζήτησε ἐπίμονα νὰ διορισθεῖ ἀρχηγὸς τῶν ἑλληνικῶν πλέον ὅπλων τῆς ἐπαρχίας τῶν Ἀγράφων. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος δὲν δέχθηκε, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του ἱκανὸ καὶ ἄξιο στρατηγὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀντιζηλία γιὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ Καραϊσκάκη. Οἱ Τζαβελαῖοι ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἦταν ὑπέρ του, ἐνῷ ἐναντίον του ἦταν μόνο ὁ Μαυροκορδάτος, ποὺ ἠθελημένα παραγνώριζε τὸν ἥρωα προκειμένου νὰ ὑποστηρίξει τὸν περὶ αὐτὸν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε καὶ κάποιες συμπλοκὲς μεταξὺ ὀπαδῶν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ Μεσολογγιτῶν ὅταν ἐκεῖνοι κατέλαβαν τὸ Αἰτωλικὸ καὶ αἰφνίδια τὸ Βασιλάδι, τὰ ὁποῖα καὶ ἀργότερα περιῆλθαν στὴν ὑπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση τοῦ Μεσολογγίου. 

Τότε ὁ Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τὸν Καραϊσκάκη μετὰ ἀπὸ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὰ Γιάννενα, ὅτι: "ὁ γιὸς τῆς Καλογριᾶς εἶχε στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ παραδώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό". Ἔτσι διόρισε ἐπιτροπὴ προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν "ἀποκάλυψη προδοσίας". 

Στὶς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε ἡ παραπάνω ἐπιτροπὴ καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1824 (σὲ 3 μέρες) ἐκδόθηκε προκήρυξη τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Καραϊσκάκη μὲ τὸν τίτλο «Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος». Κατὰ τὴν προκήρυξη ποὺ ἦταν πράξη διοικητικὴ καὶ ὄχι δικαστική, ἡ ἐν λόγῳ ἐπιτροπὴ ἔκρινε τὸν Καραϊσκάκη ἔνοχο «ἐσχάτης προδοσίας» ἄνευ δίκης. Παρόλα αὐτὰ εἶναι ἀμφίβολο ἂν ἡ ἀπόφαση ἐκείνη τῆς ἐπιτροπῆς δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ὁ ἥρωας στερήθηκε ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ τῶν ἀξιωμάτων του καὶ διατάχθηκε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Αἰτωλικό. Οἱ δὲ πολῖτες διατάχθηκαν νὰ ἀποφεύγουν κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν «ἐχθρὸ τῆς πατρίδας», τὸν Καραϊσκάκη, ἐφόσον αὐτὸς «δὲν μετανοήσει καὶ προσπέσει στὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων καὶ ζητήσει συγχώρησιν», θεωρῶντας ὅτι τὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων τὸ ἐκπροσωποῦσε ὁ Μαυροκορδάτος. Ἀνάλογη ἀπόφαση δὲν εἶχε προηγουμένως ἐκδοθεῖ οὔτε κατὰ τῶν Τούρκων. Ἔτσι στὶς 3 Μαΐου 1824 (ἀνήμερα τῆς ἔκδοσης τῆς προκήρυξης) ὁ Καραϊσκάκης μὲ πολλοὺς ὀπαδούς του ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ καὶ ἐπιχειρῶντας ἀνεπιτυχῶς νὰ καταλάβει τὰ Ἄγραφα μετέβη στὸ Καρπενήσι. Στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ζήτησε ἐγγράφως συγνώμη ἀπὸ τὸν Α. Μαυροκορδάτο, ποὺ ὅμως δὲν εἰσακούσθηκε. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1824 κατέφυγε στὸ Ναύπλιο ὅπου ἡ Κυβέρνηση τοῦ ἀναγνώρισε ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ τὰ ἀξιώματά του. 


Ἀρχιστρατηγία 


Ὅμως στὰ τέλη τοῦ 1824 καὶ χωρὶς σχετικὴ διαταγὴ τῆς Κυβέρνησης, ὁ Καραϊσκάκης ἔλαβε μέρος μαζὶ μὲ τὸν Κίτσο Τζαβέλλα καὶ ἄλλους Ρουμελιῶτες στὸν 2ο ἐμφύλιο πόλεμο, κατὰ τῶν λεγομένων ἀνταρτῶν, προχωρῶντας ὁ ἴδιος στὴ λεηλασία τῶν οἰκιῶν των Ζαΐμηδων στὴ Κερπινή των Καλαβρύτων. Ἀμέσως μετὰ ἔσπευσε καὶ συμμετεῖχε στὴ μάχη τοῦ Κρομμυδίου (περιοχὴ Μεθώνης). Μετὰ τὸ τέλος τοῦ 2ου ἐμφυλίου πολέμου ὁ Κωλέττης ἐνίσχυσε τὸν Καραϊσκάκη καὶ μ΄ ἄλλους πολλοὺς Στερεοελλαδίτες ἀπὸ τὸ Μωριᾶ καὶ τὴ Ρούμελη, ἐφοδιάζοντάς τον μὲ χρήματα, τρόφιμα καὶ πολεμικὸ ὑλικό.Αμέσως μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του ὁ Καραϊσκάκης διατάχθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση νὰ ἐκστρατεύσει στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἐπί κεφαλῆς 300 μισθοφόρων. Ἐπίσης, χωρίσθηκε καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων σὲ δύο τμήματα καὶ τὸ μὲν ἀνατολικὸ ἀποδόθηκε στὸν Καραϊσκάκη, τὸ δὲ δυτικὸ στὸν Γιαννάκη Ράγκο. Ἔτσι κοντὰ στὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) συγκροτήθηκε τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ στρατόπεδο, ὁ δὲ Καραϊσκάκης, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὴν γενικὴ ἐκτίμηση τῶν ὁπλαρχηγῶν, ἐκλέχθηκε ἀπὸ ἐκείνους "στρατοπεδάρχης ἀπολύτου ἐξουσίας". 

Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μαΐου τοῦ 1825 ὁ Καραϊσκάκης ἐπανέρχεται στὴ Στερεὰ καὶ κατὰ τὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ βρίσκεται σὲ πλήρη δράση διορισμένος ὡς γενικὸς ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἐκτὸς Μεσολογγίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων, κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ αὐτὸ πολιορκεῖτο ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ Πασᾶ τῆς Αἰγύπτου. Τότε ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ τὸν Τζαβέλλα καταστρώνουν ἕνα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης ἀπὸ ξηρᾶς ὅλων τῶν τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, σὲ συνεννόηση πάντα μὲ τοὺς πολιορκημένους. Τὸ περίφημο ἐκεῖνο σχέδιο ἄρχισε νὰ ἐκτελεῖται τμηματικὰ ἀπὸ τὶς 21 μέχρι 25 Ἰουλίου 1825 χωρὶς ὅμως νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπέφερε ὅμως διακοπὴ τῆς πολιορκίας ἐνῷ οἱ ἀπώλειες τῶν Τούρκων ὑπῆρξαν σοβαρότατες, τὸ δὲ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων ἀναπτερώθηκε. Στὴ συνέχεια ὁ Καραϊσκάκης μὲ 3.000 ἄνδρες ἔσπευσε στὰ Ἄγραφα ὅπου ἐκεῖ ἀποδεκάτισε πολλοὺς Τούρκους καθὼς καὶ τουρκίζοντες χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ περιοχὴ Βάλτου καὶ μέσῳ τῶν τουρκικῶν ὀχυρωμάτων, διῆλθε τὴν "Λάσπη του Καρβασαρὰ" ὅπου ἔδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) καὶ τελικὰ στρατοπέδευσε στὸ Δραγαμέστο (σημ. Ἀστακός). 


Τὴν νύκτα τῆς 10-11 Ἀπριλίου 1826 ὅταν τὸ προπύργιο τῆς ἐπανάστασης, ἡ πόλη τῶν "ἐλεύθερων πολιορκημένων", τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε, ὁ Καραϊσκάκης βρισκόταν ἀσθενὴς στὸν Πλάτανο τῆς Ναυπακτίας. Πάραυτα ἔστειλε στὴ "Γέφυρα τῆς Βαρνάκοβας" παρατηρητὲς νὰ δοῦν πόσοι καὶ ποιοί σώθηκαν ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐκείνη φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου. Παρ' ὅτι ὁ Πλάτανος ἦταν ἔρημος καὶ ὁ ἴδιος ἀσθενὴς σὲ στρῶμα, ἑτοίμασε ψωμὶ καὶ σφακτὰ ποὺ μοίρασε πλουσιοπάροχα στὰ "πειναλέα ἐκεῖνα λείψανα τοῦ Μεσολογγίου". 


Στὶς 17 Ἰουνίου ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους του μαχητὲς φθάνει στὸ Ναύπλιο. Ἡ Ἐπανάσταση ἤδη στὴ Δυτικὴ Στερεὰ εἶχε σβήσει καὶ στὴν Ἀνατολικὴ μόνο ἡ Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Κάζα καὶ τὰ Δερβενοχώρια κατέχονταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Τὸν Ἰούλιο τῆς ἴδιας χρονιᾶς, ἂν καὶ βρισκόταν σὲ προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, ὑπὸ τὴν θεραπεία τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ Baily, πρότεινε στὴν ἑδρεύουσα "Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ" νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος τὸν ἀγῶνα στὴν Στερεά. Εἶχε ὅμως προσκληθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Κριεζώτη καὶ ἀπὸ τὸν Βάσσο, ποὺ δροῦσαν ἤδη στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Ἐλευσῖνα. Ὁ Α. Ζαΐμης, πρόεδρος τῆς νεοπαγοῦς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, θεώρησε τὸν "Γιὸ τῆς Καλογριᾶς" ὡς τὸν ἀξιότερο στρατιωτικὸ γιὰ τὴν γενικὴ ἀρχιστρατηγία καὶ τὸν ἀναγνώρισε ὡς ἀρχιστράτηγο, παρ' ὅτι εἶχε παλαιότερα κατατρεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ εἶχε ὑποστεῖ λεηλασία τῆς οἰκίας του. 



Στὶς 19 Ἰουλίου 1826 ὁ Καραϊσκάκης ἐπί κεφαλῆς 680 περίπου ἀνδρῶν ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν Στερεὰ στὴν ὁποία εἶχε εἰσβάλει ὁ Ὀμὲρ Πασᾶς (τῆς Καρύστου) καὶ ὁ Κιουταχῆς (ἀπὸ Θήβα). Πολὺ σύντομα ὁ Κιουταχῆς, λόγο τῆς στρατιωτικῆς δεινότητας τοῦ Καραϊσκάκη, βρέθηκε ἀπὸ πολιορκῶν σὲ θέση πολιορκούμενου. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στὴν Ἐλευσῖνα γενικὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο. Στὶς 5-7 Αὐγούστου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐπῆλθε ἡ πρώτη ἁψιμαχία στὸ Χαϊδάρι, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν κι ἄλλες, φοβούμενος ὁ Κιουταχῆς τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἀπὸ τὰ κυκλωτικὰ πάντα σχέδια τοῦ Καραϊσκάκη. Στὶς ἁψιμαχίες ἐκεῖνες ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Φαβιέρος διαφώνησαν περὶ τῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου. Ὅταν ὅμως ὁ Κιουταχῆς κατέλαβε τὴν κάτω πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἐνίσχυσε τὴν φρουρὰ τῆς Ἀκρόπολης μὲ περιορισμένο σῶμα ὑπό τον Κριεζώτη ποὺ κατάφερε καὶ εἰσῆλθε στὶς 10 Ὀκτωβρίου 1826. Τὸν ἴδιο μῆνα καὶ 15 μέρες μετὰ (25 Ὀκτωβρίου) ὁ Καραϊσκάκης ἐκστράτευσε στὴ Βοιωτία, στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴ Φωκίδα, ἀπ' ὅπου καὶ ἀπέκοψε τὶς τουρκικὲς ἐφοδιοπομπές, ὁλοκληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ τῶν Τούρκων. 

Στὶς 18 Νοεμβρίου 1826 ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν τουρκαλβανικῶν σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στὴ Δαύλεια δίπλα σὴν Μονὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ προκειμένου νὰ διανυκτερεύσει, προτιθέμενος τὴν ἑπομένη νὰ φθάσει στὴν Ἄμφισσα μέσῳ Ἀράχοβας. Ὁ Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τὶς κινήσεις καὶ τὶς προθέσεις αὐτές, τὴν νύχτα τῆς 18ης πρὸς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει μὲ 560 ἄνδρες καὶ προκαταλαμβάνει την Ἀράχοβα, τὴν ὁποία ὀχυρώνει μὲ τὴν ἀμέριστη βοήθεια τῶν κατοίκων. Στὶς ἕξι ἡμέρες ποὺ ἀκολούθησαν (19-24) οἱ μάχες ποὺ δόθηκαν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἀράχοβας ὑπῆρξαν συντριπτικὲς γιὰ τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀπὸ 2.000 ποὺ ἦταν, μόλις ποὺ διασώθηκαν περὶ τοὺς 300. Στὶς μάχες ἐκεῖνες σκοτώθηκαν καὶ τέσσερις Τοῦρκοι ἀρχηγοὶ σωμάτων: ὁ Μουσταφάμπεης, ὁ ἀδελφός του Καριοφίλμπεης, ὁ Ἐλζάμπεης καθὼς καὶ ὁ Κεχαγιάμπεης. Δυτικὰ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου της Ἀράχοβας, στὸ τέλος τῶν μαχῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἔστησε πυραμίδα ἀπὸ 1.500 κεφάλια τουρκαλβανὼν στρατιωτῶν.Προχωρώντας στὴ συνέχεια στὴν πολιορκία τῶν πύργων της Δόμβραινας, διέταξε νὰ ἀρχίσει καὶ ἡ προσβολὴ τῶν Τούρκων ποὺ βρίσκονταν στὴν πεδιάδα τοῦ χωριοῦ (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετὰ μεταφέρει τὸ στρατόπεδό του ἀπὸ τὴν Δόμβραινα καὶ τὴν Κεκόση στὴ Μονὴ Δομποῦ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Μονὴ τοῦ Ὄσιου Λουκᾶ καὶ στὶς 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στὸ Δίστομο, ἔχοντας ὁλοκληρώσει ἐκκαθαρίσεις σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Τὶς κυκλωτικὲς αὐτὲς κινήσεις ἀντιλαμβάνεται γρήγορα ὁ Κιουταχῆς καὶ εἰδοποιεῖ νὰ σπεύσουν σὲ βοήθειά του ὁ Μουσταφάμπεης ἀπὸ τὴν Ἀταλάντη καὶ ὁ Καχαγιάμπεης ποὺ ἦταν νοτιότερα, οἱ ὁποῖοι καὶ ἑνώνοντας τὶς δυνάμεις τους ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὰ νῶτα τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ἀκρόπολη. 

Στὴ συνέχεια, διαβλέποντας πὼς ὁ Κιουταχῆς δὲν θὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν πολιορκία χωρὶς ἀνεφοδιασμό, συνεχίζει τὶς ἐκκαθαρίσεις τῶν περιοχῶν τῆς Στερεᾶς. Ἀρχὲς Δεκεμβρίου εἰσέρχεται στὸ Τουρκοχώρι τὸ ὁποῖο καὶ καταλαμβάνει ἐνῷ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια φονεύει τὸν Μεχμὲτ Πασᾶ, τὰ δὲ λείψανα τοῦ στρατοῦ ἐκείνου τὰ καταδιώκει μέχρι τὴ Βουδουνίτσα. Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου 1827 ἀνάγκασε καὶ τὸν Ὀμὲρ Πασᾶ της Εὔβοιας ποὺ εἶχε σπεύσει ἐναντίον του νὰ παραιτηθεῖ τοῦ ἀγῶνα καὶ νὰ ἐπιστρέψει νικημένος στὴν ἕδρα του. 

Στὶς 23 Φεβρουαρίου 1827 ὁ Καραϊσκάκης ἐπιστρέφει στὴν Ἐλευσῖνα ἀφοῦ εἶχε ἐλευθερώσει ὅλη τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἐκτὸς τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Βόνιτσας καὶ τῆς Ναυπάκτου. 


Το Τέλος


Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1827 προσῆλθαν καὶ οἱ διορισμένοι ἀπὸ τὴν Συνέλευση τῆς Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασῶν τῶν ναυτικῶν δυνάμεων", Κόχραν μαζὶ μὲ τὸν Τσώρτς, "διευθυντὴ χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου νὰ συνδράμουν τὸν Ἀγῶνα. Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ξένους ὁ Καραϊσκάκης βαθμιαῖα περιῆλθε σὲ ἔριδες, τόσο γιὰ τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ὀργάνωση γιὰ τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση. Οἱ διορισμοὶ τῶν ξένων ἐκείνων προσώπων ὑπῆρξαν ἀναμφίβολα τὸ μοιραῖο σφάλμα ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἔκβαση τοῦ Ἀγῶνα. Καὶ τοῦτο διότι προσπαθοῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν τακτικὲς ὀργανωμένου στρατοῦ ἀγνοῶντας τὶς τακτικὲς τῶν Ἑλλήνων, τὴν ψυχολογία τους, ἀλλὰ καὶ τὶς μορφολογικὲς δυνατότητες τῆς περιοχῆς, ἐπιζητῶντας τὴν ἔξοδο μὲ κατὰ μέτωπο ἐπίθεση σὲ πεδιάδα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, δὲν γνώριζαν τὸ εἶδος αὐτὸ τοῦ πολέμου ποὺ ἐπιχειροῦσαν μέχρι τότε οἱ Ἕλληνες. Ἔτσι ἡ ἀνάμιξη αὐτῶν στὶς πολεμικὲς ἐνέργειες μὲ ταυτόχρονες διαταγὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου παρέλυσαν τὶς διαταγὲς τοῦ Καραϊσκάκη.Όταν ὁ Ἀρχιστράτηγος Καραϊσκάκης ἐπέστρεψε μετὰ τὴν τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, ἔχοντας χίλιους περίπου ἄνδρες, στὴν Ἐλευσῖνα, μετέφερε τὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι στὰ ὑψώματα τοῦ ὁποίου ἔχτισε "ταμπούρια" (μικρὲς ὀχυρώσεις) ὅπου ἐπανειλημμένα δέχθηκε ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ἰδιαίτερα στὶς 4 Μαρτίου 1827. Τὸν ἴδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τοὺς Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ἄ. ὁπλαρχηγοὺς φθάνουν σὲ ἐπικουρία τοῦ Ἀρχιστρατήγου. 

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Ἡ ἐπιχείρηση ὁρίσθηκε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὴ νύχτα τῆς 22ας πρὸς τὴν 23η Ἀπριλίου 1827, ἔχοντας συμφωνήσει κανεὶς νὰ μὴν ξεκινήσει ἄκαιρα τοὺς πυροβολισμοὺς πρὶν δοθεῖ τὸ σύνθημα γιὰ γενικὴ ἐπίθεση. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 22ας Ἀπριλίου ἀκούστηκαν πυροβολισμοὶ ἀπὸ ἕνα Κρητικὸ ὀχύρωμα. Οἱ Κρητικοὶ προκαλοῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν οἱ ἐχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ὁ Καραϊσκάκης, παρ' ὅτι ἄρρωστος βαριά, ἔφτασε στὸν τόπο τῆς συμπλοκῆς. Ἐκεῖ μιὰ σφαῖρα τὸν τραυμάτισε θανάσιμα στὸ ὑπογάστριο. Οἱ γιατροὶ ποὺ ἀνέλαβαν τὴν περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ὅτι θὰ κατέληγε. Ὁ ἥρωας μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι καὶ ἀφοῦ μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὑπαγόρευσε τὴ διαθήκη του ποὺ ἰδιόχειρα ὑπέγραψε. Ἡ τελευταία κουβέντα ποὺ εἶπε στὸν συμπολεμιστὴ τουΣτρατηγὸ Μακρυγιάννη, ὅταν ὁ τελευταῖος πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, ἦταν "Ἐγὼ πεθαίνω. Ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα". 


Τὴν ἑπομένη στὶς 23 Ἀπριλίου 1827 ὁ Ἀρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης ὑπέκυψε στὸ θανατηφόρο τραῦμα του μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Κερατσίνι, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του. Ἡ σωρός του μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Σαλαμῖνα ὅπου ἐτάφη καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸ πανελλήνιο. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" καὶ μοιρολογοῦσε σὰν γυναῖκα. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη ἀνέλαβαν ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσὼρτς τὴν διοίκηση τῆς διεξαγωγῆς τῆς μάχης στὴ πεδιάδα τοῦ Φαλήρου ὅπου καὶ ἀκολούθησε ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τοῦ Ἀνάλατου, στὴ σημερινὴ περιοχὴ Φλοίσβου (Φαλήρου) ὅπου εἶχαν οἱ Τοῦρκοι παρασύρει τοὺς Ἕλληνες μέχρι ποὺ τοὺς περικύκλωσαν. Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοπέδου τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἡ ἀνακατάληψή της καὶ ἡ διάλυση καὶ τοῦ στρατοπέδου του Κερατσινίου. 







Αὐτὴ ἦταν η συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη! ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Ἡ ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαποῦτα».

Ὁ Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμηνε γνωστός καὶ ὡς Γέρος του Μωριᾶ.

Το 1833, ὅμως, οἱ διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεῖα τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ἱτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.

Ἡ ἀπολογία του

Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.

Ὁρκίζομαι. (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).

Πώς ὀνομάζεσαι;

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ἀπὸ πού κατάγεσαι;

Ἀπὸ το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

Πόσων ἐτῶν εἶσαι;

Ἑξῆντα τέσσερων.

Τι ἐπάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου νὰ ξεψυχᾶνε μπροστά μου. Μὰ δὲ δείλιασα. Πίστευα πῶς ὁ Θεός εἶχε βάλει την ὑπογραφή του γιὰ τὴ λευτεριά μας καὶ πῶς δὲν θὰ την ἔπαιρνε πίσω.

Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;

Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ να στεφανώσω ἐν' ἀντρόγενο. Ἀπὸ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.

Εἶχες προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

Δὲν εἶχα πρὶν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.

Καὶ τι λέγατε;

Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.

Δὲν εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλεῖας;

Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.

Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;

Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' ἀπόδειχνα με παραδείγματα.

Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

Ναὶ, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δή το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.

Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ἀνάπλι;

Τίποτα. Οὔτε εἶχα καὶ τίποτα νὰ του παραγγείλω.

Ποιοί ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;

Ὁ Νικηταράς καὶ Πλαποῦτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.

Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Ἀντιβασιλεῖας καὶ τῶν Βαυαρῶν;

Δὲν ἄκουσα τίποτα οὔτε καὶ μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.

Δὲν ἄκουσες τίποτα;

Ὄχι.

Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;

Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.

Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;

Ναὶ. Είν' ἕνα ξόανο παιδαρέλι.

Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα καὶ συγγενής μου.

Ἤξερες πῶς θὰ πήγαινε στὴ Λιβαδειά;

Ὄχι, δὲν το ἤξερα. Ἀπ' τον κόσμο το ἄκουσα πῶς πῆγε.

Δὲν τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;

Ὄχι.

(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;

Ναὶ, εἶναι.

Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;

Ἦταν ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτὸ ἔκαμα κι ἐγὼ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' ἐμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.

Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;

Τίποτις ἄλλο ἀπ' τὴ σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τὴ θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με ποῖο πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ

Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δῶ;

Δὲ θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.

Καὶ γιατί ἔφυγες;

Ἡ αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ὁ Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.

Καὶ σ' ὅσους ἐρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;

Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.

Ἔχεις ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;

Τούτω δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγὼ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορὰ στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ἦρθ' ὁ Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.

Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεία.

Ἐγὼ ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμοῦ ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγὼ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα εἶμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θα πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.

Στὶς 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

"Η προδοσία τῶν Ἁγιορειτῶν στὴν ἐπανάσταση του 1821



"Η προδοσία τῶν Ἁγιορειτῶν στὴν ἐπανάσταση του 1821

Ο διακεκριμένος Σερραῖος πατριώτης Ἐμμανουήλ Παπᾶς ἀγωνίσθηκε καὶ ἔδωσε ὅλη του την περιουσία, γιὰ τις ἀνάγκες του ἀγῶνος γιὰ την Ἑλληνική ἐλευθερία.

Ἦταν ὁ πρωτεργάτης της ἐξέγερσης στὴ Χαλκιδική. Γεννήθηκε στὴ Δοβίστα Σερρῶν (σημερινό Ἐμμανουήλ Παπᾶς) το 1772. Γιὸς κληρικοῦ, ἀνέπτυξε, παρά τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις, μεγάλη ἐμπορική δραστηριότητα στὶς Σέρρες καὶ ἀναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο καὶ τραπεζίτη, με καταστήματα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Βιέννη.

Ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, ἔγινε δανειστής τῶν Τούρκων ἀγάδων καὶ μπέηδων της περιοχῆς, ἀσκῶντας μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω τους, κυρίως στὸν πανίσχυρο τοπάρχη Ἰσμαήλ μπέη. Η ἑλληνική κοινότητα τῶν Σερρῶν πολλά ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴ θερμή ὑποστήριξη καὶ προστασία του Παπᾶ. Ὕστερα ἀπὸ το θάνατο ὅμως του Ἰσμαήλ, ὁ σπάταλος καὶ ἄσωτος γιὸς του, Γιουσοῦφ μπέης, δημιούργησε τόσο μεγάλο χρέος ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ το ξεπληρώσει. Ὅταν λοιπόν ὁ Παπᾶς ζήτησε με ἐπιμονή νὰ του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ὁ Γιουσούφ τον ἀπείλησε ὅτι θὰ τον σκοτώσει. Τότε, τον Ὀκτώβριο του 1817, ὁ Παπᾶς ἀναγκάζεται νὰ καταφύγει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια, στὶς 21 Δεκεμβρίου 1819, μυεῖται στῆ Φιλική Ἑταιρεία καὶ προσφέρει ἀμέσως 1.000 γρόσια γιὰ την ἐνίσχυση τῶν οικονομικῶν της.

Τον Ὀκτώβριο του 1820 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀνήγγειλε στὸν Ἐμμανουήλ Παπᾶ την ἔναρξη της Ἐπαναστάσεως. Το 1821 στὶς 23 Μαρτίου ὁ Ε. Παπᾶς μαζί με τον Ἰωάννη Χατζηπέτρο ἀποπλέει γιὰ την χερσόνησο του Ἄθω με ὅπλα καὶ πολεμοφόδια.

Οἱ Τοῦρκοι φοβούμενοι την ἐπεκτάσει της ἐπαναστάσεως καὶ στὴν Μακεδονία ἀπετέθησαν στὴν ἀγορὰ του Πολυγύρου γιὰ νά τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Οἱ κάτοικοι τοῦ Πολυγύρου ὅμως ὁπλίστηκαν καὶ ἐπετέθησαν κατά τῶν Τούρκων, φονεύοντας την φρουρά 18 Τούρκους καὶ τον διοικητή. Αὐτό το γεγονός ἀπετέλεσε την ἔναρξη της Ἐπαναστάσεως στὴν Μακεδονία. Οἱ Τοῦρκοι προέβησαν σε συλλήψεις, ἐκτελέσεις, διαπομπεύσεις. Με την πάροδο ὅμως του χρόνου, ἡ ἐπανάσταση δείχνει νὰ σβήνη λόγῳ ἐλλείψεως πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν. Το ἰδιαίτερον (προσωπικόν) ταμείου του Ἐμμανουήλ Παπᾶ ἐξηντλήθη.

Εἶναι ἄξιον λόγου ἐδῶ νὰ ἀναφέρω ὅτι καθ’ ὅλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας ἡ «Ἱερὰ Κοινότης του Ἁγίου Ὄρους» εἶχε ἐπιβάλει στὸ ποίμνιό της (τους ὑπόδουλους Ἕλληνες) τον φόρο της «δεκάτης» (Παλαιά Διαθήκη), δηλαδή 10% της περιουσίας κάθε Χριστιανοῦ νὰ δίδεται στὴν Ἐκκλησία, καὶ τα «δοσίματα» δωρεές. Ἐπίσης κάθε χριστιανός γαιοκτήμονας ὑποχρεωτικά μετά τον θάνατό του ἄφηνε 1/3 της γῆς του στὴν Ἐκκλησία. Ο Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει ἐπίσης το δικαίωμα ἐκτὸς τῶν προηγουμένων νὰ φορολογῆ ἐκτάκτως καὶ κατά βούλησιν το ποίμνιό του.

Ο Ἐμμανουήλ Παπᾶς στρέφεται γιὰ βοήθεια στὶς πάμπλουτες μονές του Ἁγίου Ὅρους. Μάταιος κόπος! Παρά τις ἐκκλήσεις του ἰδίου του Ὑψηλάντου οἱ μοναχοί δὲν ἐννοοῦν νὰ θίξουν τους πλουσιώτατους θησαυρούς του Ἁγίου Ὅρους, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν πηγή σοβαράς ἐνισχύσεως ὄχι μόνον του Μακεδονικοῦ ἀλλὰ καὶ του Πανελλήνιου ἀγῶνος.

Ο Κ. Παπαρηγόπουλος («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τόμος 5, σελ. 507) μας παραδίδει την ἀκόλουθη ἐπιστολή του ὀπλαρχηγοῦ Ρήγα Μάνθου πρὸς Ἐμμανουήλ Παπᾶ, με ἡμερομηνία 19 Ἰουνίου 1821 : «Κατά την παραίνεσίν της ἐξακολουθῶ φυλάττων τον στρατόν ἐντὸς τῶν ὀχυρωμάτων … Μὰ τι νὰ κάμη κανείς την μικρολογίαν τῶν Ἅγιών Πατέρων; Αὐτὴ η στυγερά ἀνελευθεριότης καὶ μικροπρέπεια αὐτῶν μας ἐμπόδισαν ἀπὸ πολλά ὠφέλημα καὶ πολλά ἀναγκαία … Ἐπάσχισα νὰ τους διαθέσω διαφορετικά με λόγον. Ὅμως αὐτοὶ ἀπὸ τον σκοπό τῶν δὲν ἐβγαίνουν. Ἔχουν τα φρονήματά των, τα ὁποία μόνα ἐγκρίνουν διὰ καλά, καὶ τα προσκυνοῦν καὶ τα λατρεύουν, καὶ φροντίζουν μόνον διὰ την συντήρησιν τῶν ἰδίων τῶν ὑποκειμένων, καὶ μόνον διὰ την ἀσφάλειά τῶν. Φοβοῦμαι μήπως ὁ λαός ἀπὸ την πεῖναν καὶ τας πολλάς θλίψεις του, ἐφορμήση ἐναντίον των (τῶν μοναχῶν του Ἁγίου Ὅρους) καὶ δὲν δυνηθῶμεν νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς την ὁρμὴν των».

Οἱ Τοῦρκοι συνέχιζον τις σφαγές στὰ γύρω χωριά του ἀμάχου πληθυσμοῦ. Πείνα καὶ ἐπιδημίες ἀκολούθησαν. Στίς 30 Ὀκτωβρίου Μεχμέτ Ἐμίν εἰσβάλει στὴν Κασσάνδρα συνοδευόμενος ἀπὸ μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Η Κασσάνδρα μετεβλήθη σε σφαγεῖο καὶ σε στάχτη. Τα χωριά ἐπυρπολήθησαν, καὶ ὅσοι κάτοικοι δὲν ἐσφάγησαν πουλήθηκαν ὥς δοῦλοι. Ἀπέμενεν ὁ Ἄθως ὁποῦ οἱ μοναχοί ζοῦσαν ἤρεμοι στὴν πανθάλασσα τῶν πλούτων τους.

Στὶς 9 Νοεμβρίου 1821 οἱ προϊστάμενοι της Ἱερᾶς Σύναξης ἀπελευθερώνουν τον φυλακισμένο ὡς τότε στὶς Καριές Τοῦρκο διοικητή του Ἁγίου Ὅρους, Χασεκή Χαλίλ μπέη καὶ αὐτὸς την ἴδια μέρα τους στέλνει «μουρασελέ», δικαστική ἀπόφαση:

«Ἐν εἴδη μουρασελέ σας γράφεται το παρόν ἐμοῦ του Χασεκή Χαλίλ μπέη, ζαπίτου του Ἁγίου Ὄρους.

Πρὸς ἐσᾶς τους ἅπαντας καλογήρους του μοναστηρίου Σφιγμένου, γνωστόν ἒστω ὑμῖν ὅτι σήμερον ἀπ' ἐδῶ τες Καρές ἔφυγεν ὅ λεγόμενος Ἄρχοντας μετά του ἐπαράτου καὶ ὀπαδοὶ του Νικηφόρου καὶ ἦλθον αὐτοῦ• τους ὁποίους νὰ τους πιάσετε καὶ νὰ μας τους στείλετε ὁμοῦ καὶ τον ἡγούμενόν σας. (...) Προσέξατε καλῶς νὰ μὴ προφασιστῆτε ἀκαίρως προτάσεις καὶ ματαιολογίας, διότι ἐγὼ κάμνω το χρέος μου (...) ὅθεν καὶ σεῖς δὲν πρέπει νὰ θελήσετε τον ἀφανισμόν σας. Οὕτω ποιήσατε ἐξ ἀποφάσεως καὶ νὰ μοι ἀποκριθῆτε με τον ἴδιον κομιστήν».

Ο πασᾶς τους ὑπεσχέθη νὰ σεβασθῆ το προαιώνιον προνόμιο τῶν Μονῶν, της ἀπαγορεύσεως εἰσόδου Τουρκικοῦ στρατοῦ στὴν γῆ τῶν Ἁγιορειτῶν, ἐφ’ ὅσον παρέδιδαν ὅπλα, κανόνια καὶ ὁμήρους σε αὐτὸν, καθώς καὶ χρηματικό ποσό δυόμισυ ἑκατομμυρίων γροσιῶν. Οἱ Ἁγιορεῖτες ἐδέχθησαν χωρίς διαπραγματεύσεις νὰ παραδώσουν τον ἀκόμη στὴν Μονή εὑρισκόμενο Ἐμμανουήλ Παπᾶ.

Η παράδοσις του Ἐμμανουήλ Παπᾶ ἀπὸ τους Ἁγιορεῖτες ἐζητήθη ἀπὸ τον πασᾶ της Θεσσαλονίκης Ἀβδούλ Αμπούδ. Οἱ Ἁγιορεῖτες ὄχι μόνον δὲν διαπραγματεύθηκαν κἄν την παράδοσή του, ἀντιθέτως τὸν κατεδίωξαν ἀμέσως οἱ ἴδιοι.

Στὶς 11 Νοεμβρίου 1821 οἱ προϊστάμενοι 19 μονῶν του Ἁγίου Ὄρους στέλλουν στῆ μονή Σφιγμένου το παρακάτω ἔγγραφο:

«Εἰς την πανοσιότητά σας, Ἅγιοι Πατέρες, του ἱεροῦ Κοινοβίου Σφιγμένου. Χθές ὁ ἐνδοξότατος ἡμῶν Χασεκή Ἀγάς μας, σας ἔγραψε μουρασελόν, διὰ νὰ πιάσετε ἐνέχειρον τον Ἄρχοντα Παπᾶ (τον Ἐμμανουήλ Παπᾶ) καὶ τους λοιπούς καθώς καὶ ὁ ἴδιος σας ἔγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν καὶ ἡμεῖς οἱ τῶν είκσο Ἱερῶν Μοναστηρίων Προϊστάμενοι, ἕν τὴ Ἱερὰ Συνάξει, νὰ κάμετε το ἴδιον, ὁμοφώνως, δηλαδή νὰ μας τους φέρετε ἐνταῦθα ἀναμφιβόλως καὶ τους ζητοῦμεν ἀπὸ ἐσᾶς ἀφεύκτως. Καὶ ἰδού ὁποῦ στέλλομεν ἐπίτηδες ἀνθρώπους, διὰ νὰ τους πάρουν. Καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τον Ἄρχοντά ἀπὸ τους ἐντοπίους Πατέρες, νὰ τον ἀφήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τα κελλιά τους. Εἶδε καὶ φανοῦν παρήκοοι, θέλουν ὑποπέσει εἰς ὀργὴν μεγάλην, καὶ θέλουν χάσει καὶ τα ὀσπίτιά των. Ὁμοίως καὶ ὅσοι ἄλλοι πιασθοῦν ἔχουν νὰ παιδεύωνται. Ταῦτα πρὸς εἴδησίν σας καὶ ἐμμένομεν. 1821-18 Νοεμβρίου. Ἅπαντες οἱ ἐν τὴ Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα ἱερῶν Μοναστηρίων του Ἁγίου Ὅρους Προϊστάμενοι».

Ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχαν στὸ Ἅγιον Ὅρος Τοῦρκοι, οἱ Ἁγιορεῖτες μποροῦσαν νὰ φυγαδεύσουν τον Ε. Παπᾶ. Προτίμησαν ὅμως νὰ τον παραδώσουν. Το μόνον ποὺ διαπραγματεύθηκαν οἱ Ἁγιορεῖτες ἦταν τα χρήματα. Ο Ἐμμανουήλ Παπᾶς καταδιωκόμενος ἀπὸ τους Τούρκους καὶ τους Ἁγιορεῖτες καλογήρους κατόρθωσε νὰ ἐπιβιβασθῆ με λίγους πιστούς συντρόφους στὸ πλοῖο του Χ. Βισβίζη γιὰ την Ὕδρα. Κατά την διαδρομή ἐξαντλημένος ἀπὸ τις κακουχίες καὶ τις συγκινήσεις της τραγικῆς του περιπέτειας πέθανε, στὸ πλοῖο, ἀπὸ καρδιακή προσβολή. Το σῶμα του κηδεύθηκε στὴν Ὕδρα με τιμές ΗΡΩΟΣ!

Το μόνο ποῦ διαπραγματεύθηκαν οἱ Ἁγιορεῖτες ἦταν το χρηματικό ποσόν των δυόμισυ ἐκατομμυρίων γροσίων, γιὰ το ὁποῖο ζήτησαν 40 ἡμέρες χρονικά διάστημα γιὰ την παράδοση τελικά στοὺς Τούρκους αὐτοῦ του ποσοῦ.











Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραῆς













    Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραῆς

Α

Φίλοι μου συμπατριῶται,

Δοῦλοι νά 'μεθᾷ ὥς πότε

Τῶν ἀχρείων Μουσουλμάνων,

Της Ἑλλάδος τῶν τυράννων;

Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα

Ἔφθασεν, ὦ φίλοι, τώρα·

H κοινή ΠΑΤΡΙΣ φωνάζει,

Με τα δάκρυα μας κράζει:

«Τέκνα μου, Γραικοί γενναῖοι,

Δράμετ' ἄνδρες τε καὶ νέοι·

K' εἴπατε μεγαλοφώνως,

Εἴπατε τ' ὅλοι συμφώνως,

Ἀσπαζόμεν' εἰς τον ἄλλον

M' ἐνθουσιασμόν μεγάλον:

Ἕῳς πότ' ἡ τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA»

Β

Με μεγάλην ἀφροσύνην

Τῶν Γραικῶν καὶ καταισχύνην,

Τοῦρκος, φεῦ! μας ἐτυράννει,

Καὶ ἀλλοῦ ποὺ δὲν ἐφάνη

Τόση βία κ' ἀδικία,

Τόση καταδυναστεῖα

Τῶν ἀχρειεστάτων Τούρκων,

Τῶν ἀγρίων Μαμαλούκων,

Ἦσαν ὅλα εἰς τας χρείας·

K' ἄν ἀπέθνησκε της πείνας,

O Γραικός ἐσιωποῦσε,

Νὰ λαλήση δὲν τολμοῦσε.

Ἕως πότε Μουσουλμάνους

Ὑποφέρομεν τυράννους;

Ἕῳς πότε ἡ δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Γ

Πού νῦν τέχνη; Πού 'πιστήμη;

Πού Γραικῶν ἡ τόση φήμη;

Κατηργήθησαν, φεῦ! ὅλα·

K' ἀντ' αὐτῶν πάσχομεν τώρα

Μουσουλμάνων τυραννίαν,

Ἀμαθίαν καὶ πτωχείαν,

Βάσανα, μόχθους καὶ πόνους,

Μάστιγας, σφαγάς καὶ φόνους,

Καὶ ξενιτευμόν ΠΑΤΡΙΔΟΣ,

Στερευμόν πάσης ἐλπίδος.

Ὄλ' αὐτὰ συλλογισθῆτε,

Τους προγόνους μιμηθῆτε,

Ω Γραικοί ἀνδρειωμένοι,

K' εἶπατ' ὅλοι ἑνωμένοι:

«Ἕως πότ' ἡ τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Δ

Τῶν Γραικῶν το μέγα γένος,

Το ἐξακουσμένον ἔθνος,

Εἷς Ἀνατολήν καὶ Δύσιν,

Ὡς νὰ μὴν ἦν' εἰς την φύσιν,

Μή' ἀκούεται καθόλου

Ἐξ ἑνὸς ὥς ἄλλου πόλου.

Ταῦτα κάμν' ἡ τυραννία,

Μουσουλμάνων ἡ ἀγρία.

Ἀλλὰ ἦλθε τέλος πάντων,

Μεταξύ τόσων συμβάντων,

Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα·

K' οἱ Γραικοί φωνάζουν τώρα,

Ἀλαλάζοντες με κρότον:

«Ἔλαμψε μετά τον σκότον,

Ἔλαμψεν ἡ σωτηρία·

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Ε

Εἷς τυράννων την θυσίαν,

Ἅπαντες με προθυμίαν,

Ἐρχοντ' ἄλλος ἀλλαχόθεν

Τῆς Ἑλλάδος πανταχόθεν·

Ὥς εἰς ἑορτήν συντρέχουν,

Ὡς πανήγυριν την ἔχουν.

Καὶ δὲν στέργεται κανένας

Ἀπ' αὐτούς, μικρός ἡ μέγας,

Ἐξοπίσω νὰ 'πομείνη,

Εἶναι, λέγει, καταισχύνη.

Τοῦς υἱούς τῶν οἱ πατέρες

Ἐγκαρδιώνουν, κ' αἵ μητέρες·

«Εὖγε! τέκνα μου» τους λέγουν,

K' εἰς τον πόλεμον τους στέλλουν·

Ἕῳς πότε ἡ δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Στ

Τα σπαθία τῶν γυμνωμένα,

Πρὸς τον οὐρανόν στρεμμένα,

Σταυρωμένα τα κλονοῦσι,

Ὅσον νὰ σπινθοβολοῦσι·

K' ἀσπαζόμεν' εἷς τον ἄλλον,

Ὅρκον κάμνουσι μεγάλον,

Τότε μόνον νὰ τ' ἀφήσουν

Ἀφ' οὗ τους ἐχθρούς νικήσουν.

Ναὶ μὰ Πίστιν! μὰ ΠΑΤΡΙΔA!

Μὰ την εἷς θεόν ἐλπίδα!

Της Ἑλλάδος ἡ πρὶν δόξα,

Με τῶν τέκνων της τα τόξα,

Θέλει πάλιν ἐπιστρέψη,

Νέους Ἥρωας νὰ στέψη.

Ἕως πότ' η τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Ζ

Τρόπαια του Μαραθῶνος

Δὲν ἠφάνισεν ὁ χρόνος,

Μήτε Σαλαμίνος ἔργα

Τῶν Ἑλλήνων (Θαῦμα μέγα!).

Οἱ Γραικοί τ' ἀνιστοροῦνται,

Καὶ καλά τα ἐνθυμοῦνται.

Πρόγονοί τῶν είν' ὁ Μίνως,

Λυκοῦργος, Σόλων ἐκεῖνος,

Μιλτιάδης, Λεωνίδης,

Μετ' αὐτῶν ὁ Ἀριστείδης,

Καὶ Θεμιστοκλῆς ὁ μέγας·

Ὡς αὐτοὶ ἄλλος κανένας.

Σιωπῶ τοσούτους ἄλλους,

Ἄνδρας θαυμαστούς, μεγάλους.

Ἑως πότε ἡ δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Η

Τούτους οἱ Γραικοί μιμοῦνται,

Τούρκους πλέον δὲν φοβοῦνται.

Την ζωήν καταφρονοῦσι,

Τους τυράννους δὲν ψηφοῦσι,

Παρά νὰ ὑποταχθῶσι,

Προτιμοῦν νὰ φονευθῶσι.

Εἷς Γραικούς κόποι καὶ πόνοι

Είν' οὐδὲν· Μόνοι καὶ μόνοι

Τους ἐχθρούς νὰ πολεμήσουν

Δύνανται, καὶ νὰ νικήσουν.

Ἀλλὰ τί δὲν θέλουν κάμει,

Ὅταν μετ' αὐτῶν οἱ Γάλλοι,

Ἐνωθώσιν εἰς ἐν σῶμα;

Δὲν φοβοῦνται πλέον πτῶμα.

Ἕως πότ' ἡ τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Θ

Θαυμαστοί Γενναῖοι Γάλλοι,

Κατ' ἐσᾶς δὲν εἶναι ἄλλοι,

Πλήν Γραικῶν, ἀνδρειωμένοι,

K' εἰς τους κόπους γυμνασμένοι.

Φίλους της ἐλευθερίας,

Τῶν Γραικῶν της σωτηρίας,

Ὅταν ἔχωμεν τους Γάλλους,

Τίς ἡ χρεία ἀπὸ ἄλλους;

Γάλλοι καὶ Γραικοί δεμένοι,

Με φιλίαν ἑνωμένοι,

Δὲν εἶναι Γραικοί ἡ Γάλλοι,

Ἀλλ' ἕν ἔθνος Γραικογάλλοι,

Κράζοντες, «Ἀφανισθήτω,

K' ἐκ της γῆς ἐξαλειφθήτω

H κατάρατος δουλεία!

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Ἄγνωστες πτυχές της ζωῆς καὶ της δράσης του Νικηταρά


Ἄγνωστες πτυχές της ζωῆς καὶ της δράσης του Νικηταρά

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος ἡ Νικηταρᾶς ἡ Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στὴ Νέδουσα Μεσσηνίας, ἕνα μικρό χωριό ποῦ βρίσκεται στοὺς πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας. Καταγόταν ἀπὸ το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης. Ἦταν ἀνιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

'"O Νικηταρᾶς συνελήφθη το 1839 καὶ καταδικάστηκε, ἄν καὶ παντελῶς ἀθῶος, σε ἑνάμιση χρόνο φυλακή, την ὁποία ἐξέτισε στὶς φυλακές της Αἴγινας. Ὅταν ἀποφυλακίστηκε, ἡ ὑγεία του ἦταν ἐξασθενημένη ἐνῶ ἔχασε σε μεγάλο βαθμό την ὅραση του. Βίωσε την ἀχαριστία καὶ την ἀγνωμοσύνη της ἑλληνικῆς πολιτείας ὅταν του ἀρνήθηκε μία ἀξιοπρεπῆ σύνταξη ὥστε νὰ ζεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένεια του εὐπρεπῶς καὶ ἀντὶ αὐτοῦ, του χορηγήθηκε "ἀδείᾳ ἐπαιτείας" στὸν ναό της Εὐαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Το 1843 του ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμός του ὑποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Πέθανε το 1849 σε ἡλικία 67 ἐτῶν. Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ταφεῖ δίπλα στὸ Κολοκοτρώνη ὅπως κι ἔγινε.

Ὁρισμένες ἄγνωστες πτυχές της ζωῆς καὶ της δράσης του :

Ὁ Νικηταρᾶς ἄνοιξε την αὐλαία της Ἐπανάστασης, ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀπὸ τους πρωταγωνιστές της. Τὴ νύκτα της 16ης πρὸς 17η Μαρτίου 1821 συνεπλάκη με μία ὁμάδα Τούρκων ἔξω ἀπὸ την Καλαμάτα. Στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1829 ἔριξε τους τελευταίους πυροβολισμούς του Ἀγῶνα στὴν Πέτρα της Βοιωτίας.

Στὴ νεκρολογία ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Αἰών», ἀναφέρθηκε ὅτι οἱ μάχες στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε ξεπερνοῦσαν σε ἀριθμὸ τα χρόνια της ἡλικίας του. Τα παραπάνω δὲν παρουσιάζονται ὣς ὑπερβολή ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τις μεγαλύτερες καὶ ἀποφασιστικότερες μάχες του Ἀγῶνα (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Ἀράχωβα, Μεσολόγγι, Φάληρο κλπ.) συμμετεῖχε καὶ δεκάδες ἄλλες. Μέσα σε τέσσερις μόνο μῆνες (ἀπὸ τα Μαΐου μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 1821) συμμετεῖχε σε περισσότερες ἀπὸ εἰκόσι μάχες καὶ συμπλοκές γύρω ἀπὸ την Τριπολιτσά.

Σύμφωνα με την παράδοση κατά τὴ διάρκεια της μάχης στὰ Δερβενάκια ἄλλαξε τέσσερα σπαθιά, καθώς τα τρία ἔσπασαν. Μετά το τέλος της σύγκρουσης χρειάστηκε ἰατρική βοήθεια γιὰ νὰ ξεκολλήσει το σπαθί ἀπὸ το χέρι του, καθώς εἶχε ὑποστεῖ βαριᾶς μορφῆς ἀγκύλωση. Κατά την ἰδία μάχη ὅταν ἔνιωθε την κούραση νὰ τον καταβάλλει ἔδινε κουράγιο στὸν ἑαυτὸ του λέγοντας «κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις».

Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστῶν του ὁ Νικηταρᾶς κατά τὴ διάρκεια της ἐπανάστασης ἐξολόθρευσε πάνω ἀπὸ 300 Τούρκους. Ο ἀριθμός δὲν εἶναι ὑπερβολικός ἄν ἀναλογιστοῦμε τον ἀριθμὸ των μαχῶν στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε, την τρομακτική ὀρμητικότητα καὶ την ἰδιαίτερη μαχητική του ἱκανότητα. Ο ἴδιος ὁ ἥρωας σε μία συνάντησή του με τον Γερμανό φιλέλληνα C. F. Bojons τοῦ εἶπε πῶς εἶχε ἐξολοθρεύσει 300 Τούρκους μέσα σε ἕνα ἑξάμηνο!

Ὅταν το γαλλικό ἐκστρατευτικό σῶμα, ὑπό τὸν στρατηγό Μαιζόν, ἀποβιβάστηκε στὸ Πεταλίδι της Μεσσηνίας με ἀποστολή την ἐπιτήρηση της ἀποχώρησης του στρατοῦ του Ἰμπραήμ, ὁ Νικηταράς ἔσπευσε νὰ προσφέρει τις ὑπηρεσίες του. Καθόταν τυλιγμένος με την κάπα του στὴ σκηνή του τρέμοντας ἀπὸ τον πυρετό. Μοναδική του τροφή ἦταν λίγες ἐλιὲς μέσα σε ἕνα πήλινο δοχεῖο. Ὅταν τον ἐπισκέπτονταν Γάλλοι ἀξιωματικοί ἔκρυβε τις ἐλιὲς κάτω ἀπὸ την κάπα του. Ο Μαιζόν, ὅταν του το ἀνέφεραν, θέλησε νὰ τον περιποιηθεῖ ὅπως του ἅρμοζε. Ο περήφανος ὁπλαρχηγός ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι δὲν του ἔλειπε τίποτα καὶ ὅτι ἡ Ἑλλάδα μποροῦσε νὰ θρέψει τους στρατιῶτες της. Ταυτόχρονα ἔκρυβε ἐπιμελέστερα το δοχεῖο με τις ἐλιὲς του.

Σε ἕναν περίπατο του Τερτσέτη καὶ του Πολυζωίδη, ἀμέσως μετά την πολύκροτη δίκη του Κολοκοτρώνη καὶ την πεισματική ἀρνήση τῶν δύο δικαστῶν νὰ τον καταδικάσουν, ὁ λαός του Ναυπλίου στάθηκε εὐλαβικά μπροστά στοὺς διερχόμενους, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τον ἀπεριόριστο θαυμασμό γιὰ τὴ στάση τους. Ξαφνικά μέσα ἀπὸ το πλῆθος ξεπρόβαλε ὁ Νικηταράς, πλησίασε τον Πολυζωίδη καὶ του εἶπε δακρυσμένος: «Πρόεδρε με την ἡρωική σου διαγωγή μου πῆρες τις δάφνες τῶν Δερβενακίων».

Ο Νικηταράς ἐτάφη δίπλα στὸν Θ. Κολοκοτρώνη στὸ Α' Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν. Ὡστόσο φαίνεται πῶς ὁ θάνατος της γυναίκας καὶ τῶν παιδιῶν του καὶ ἡ ἔλλειψη στενῶν συγγενῶν καὶ ἀμέσων ἀπογόνων στάθηκε ἀφορμὴ νὰ μὴν ἐνδιαφερθεῖ κανένας γιὰ τὴ σορό του. Τὴ στιγμή ποὺ χῶρες με σαφῶς μικρότερη στρατιωτική ἱστορία ἀπὸ αὐτή της Ἑλλάδας «κτενίζουν» τα πέρατα της οἰκουμένης γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν ὀστᾶ στρατιωτῶν τους, νὰ τα ἐπαναφέρουν στὴν πατρίδα καὶ νὰ τα ἐνταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, ἡ χώρα μας ἀγνοεῖ την τύχη των ὀστῶν των περισσοτέρων πολεμιστῶν ποῦ χάρη στὴν προσωπική τους θυσία τῆς ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει την ἱστορική της πορεία.



Τοῦρκος σήμαινε .. << γαΐδαρος .>> στήν Ὸθωμανικὴ Αὐτοκρατορία



Τοῦρκος σήμαινε .. << γαΐδαρος .>> στήν Ὸθωμανικὴ Αὐτοκρατορία


την πραγματικὰ ἐντυπωσιακὴ ἱστορικὴ ὁμολογία ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς << τοῦρκος >> σήμαινε << γάΐδαροs >> στήν ὀθωμανικὴ ἐποχὴ καί ἦταν ἕνας

ἄκρος ὑποτιμητικὸς χαρακτηρισμός,

ἔκανε καί μάλιστα σε δημόσια σύσκεψη, 1/12/2013, ο καθηγητὴς Ἱστορίασ τοῡ πανεπιστήμιου Gazi τῆς
Ἀγκύρας cemaletti tasklran .
γιὰ την ἔννοια << τοῦρκος >> ὅπως ἀναφέρεται μέχρι τὸ 1876 η λέξη τοῦρκος
δέν ἀνταπαντοῦσε πουθενὰ στὰ ἐπίσημα ἔγραφα τῆς οθωμανικῆs αὐτοκρατοριὰs.
Ο ἴδιος ὁ πορθητὴς ἀναφερόταν σὰν , << Ἡγεμόνας τῶν Ρωμιῶν >>
ὁ μεγάλος Ὀθωμανὸς ποιητής, Μπακι τῆς ἐποχῆς του Σουλειμάν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς στό ἀποκορύφωμα τῆς αὐτοκρατοριὰσ καί ἔλεγε τα ἐξῆς
χαρακτηριστικά: << κανένα στέμμα δὲν μπορεῖ νὰ στέψη τον κάτοχο ἐνδείας καὶ πενίας , Οποιοσ ἀνήκει στὴν τουρκιά, ἔχη αγυριστο κεφάλι Ο τοῦρκος στερεῖτε Ικανοτιτεσ νὰ ἡγεμονεύση >> .
ἄλλος ὀθωμανὸς ὁ Νεφ εἶχε πεῖ , << Ο Θεὸς ἔχη στερήση την πηγὴ τῆς γνώση ἀπό τούς τούρκουs
ο Κεριμεντι Μαχμουτ , << τοῦρκοι , σκυλιὰ λύκοι, κάνουν τον ἄγριο , ἀλλά ὅταν ἔλθη ἡ στιγμὴ νὰ ἀντιμετωπίσουν τον ἀντίπαλο το βάζουν στὰ πόδια
Μου αρέσει! ·















Μάχου ὑπέρ πίστεως και πατρίδος - Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης (24η Φεβρουαρίου,1821)






Ἡ προκήρυξη του Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη στὸ Ἱάσιο την 24η Φεβρουαρίου, 1821

Εἰς τὸ γενικόν στρατόπεδον του Ἱασίου .....

Ἡ ὥρᾳ ἦλθεν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες!

Oἱ ἀδελφοὶ μας καὶ φίλοι εἶναι πανταχοῦ ἕτοιμοι· oἱ Σέρβοι, oἱ Σουλιώται, καί ὅλη ἡ Ἤπειρος ὀπλοφοροῦντες μας περιμένουν· ἂς ἑνωθῶμεν λοιπόν με ἐνθουσιασμόν! Η Πατρίς μας προσκαλεῖ!

Η Εὐρώπη προσηλόνουσα τους ὀφθαλμούς της εἰς ἡμᾶς, ἀπορεῖ διά την ἀκινησίαν μας· ἄς ἀντηχήσωσι λοιπόν ὅλα τα ὄρη της Ἑλλάδος ἀπὸ τον ἦχον της πολεμικῆς μας σάλπιγγος καὶ αἱ κοιλάδες ἀπὸ την τρομεράν κλαγγήν των ἁρμάτων μας. Η Εὐρώπη θέλει θαυμάσει τας ἀνδραγαθίας μας oἱ δέ τύραννοι ἡμῶν τρέμοντες καὶ ὠχροὶ θέλουσι φύγη ἀπ' ἔμπροσθεν μας.

Oἱ φωτισμένοι λαοί της Εὐρώπης ἀσχολοῦνται εἰς την ἀπόλαυσιν της ἰδίας εὐδαιμονίας καὶ πλήρεις εὐγνωμοσύνης διά τας πρὸς αὐτούς τῶν προπατόρων μας εὐεργεσίας, ἐπιθυμοῦσι την ἐλευθερίαν της Ἑλλάδος.

Ἡμεῖς φαινόμενοι ἄξιoι της προπατορικῆς ἀρετῆς καί του παρόντος αἰῶνος εἴμεθα εὐέλπιδες, νὰ ἐπιτύχωμεν την ὑπεράσπισιν αὐτῶν καὶ εἰς βοήθειαν πολλοί ἐκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν ἔλθη, διά νὰ συναγωνισθῶσι με ἡμᾶς. Κινηθεῖτε, ὦ φίλοι, καὶ θέλετε ἰδῇ μίαν κραταιάν δύναμιν νὰ ὑπερασπισθῇ τα δίκαιά μας! Θέλετε ἰδῆ καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν μας πολλούς οἵτινες παρακινούμενοι ἀπὸ την δικαίαν μας αἰτίαν, νὰ στρέψωσι τα νῶτα πρὸς τον ἐχθρὸν καὶ νὰ ἐνωθώσι με ἡμᾶς· ἂς παρρησιασθώσι με εἰλικρινές φρόνιμα, ἡ Πατρίς θέλει τους ἐγκολπωθῆ! Ποῖος λοιπόν ἐμποδίζει τους ἀνδρικούς σας βραχίονας; Ο ἄνανδρος ἐχθρὸς μας εἶναι ἀσθενῆς καὶ ἀδύνατος.

Oἱ στρατηγοί μας ἔμπειροι, καὶ ὅλοι oἱ ομογενεῖς γέμουσιν ἐνθουσιασμοῦ! Ἑνωθῆτε λοιπόν, oἱ ἀνδρεῖοι καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες! Ἄς σχηματισθῶσι φάλαγγες ἐθνικαί, ἄς ἐμφανισθῶσι πατριωτικαί λεγεῶνες, καὶ θέλετε ἰδῆ τους παλαιούς ἐκείνους κολοσσούς του δεσποτισμοῦ νὰ πέσωσιν ἐξ ἰδίων, ἀπέναντι τῶν θριαμβευτικῶν μας σημαιῶν. Εἰς την φωνήν της σάλπιγγός μας ὅλα τα παράλια του Ἰoνίoυ καὶ Αἰγαίου πελάγους θέλουσιν ἀντηχήση· τα ἑλληνικά πλοῖα, τα ὁποῖα ἐν καιρῷ εἰρήνης ἤξευραν νὰ ἐμπορεύωνται καὶ νὰ πολεμῶσι, θέλουσι σπείρη εἰς ὅλους τους λιμένας του τυράννου με το πῦρ καὶ την μαχαίραν την φρίκην καὶ τον θάνατον.

Ποία ἑλληνική ψυχή θέλει ἀδιαφορήση εἰς την πρόσκλησιν της Πατρίδος; Εἷς την Ρώμην ἕνας του Καίσαρος φίλος σείων την αἱματωμένην χλαμύδα του τυράννου ἐγείρει τον λαόν. Tὶ θέλετε κάμη σεῖς ὦ Ἕλληνες, πρὸς τους ὁποίους ἡ Πατρίς γυμνή δεικνύει μέν τας πληγάς της καὶ με διακεκομμένην φωνήν ἐπικαλεῖται την βοήθειαν τῶν τέκνων της; Η θεία πρόνοια, ὦ φίλοι συμπατριῶται, εὐσπλαγχνισθεῖσα πλέον τας δυστυχίας μας ηὐδόκησεν οὕτω τα πράγματα, ὥστε μέ μικρόν κόπον θέλομεν ἀπολαύση με την ἐλευθερίαν πᾶσαν εὐδαιμονίαν. Ἄν λοιπόν ἀπὸ ἀξιόμεμπτον ἀβελτηρίαν ἀδιαφορήσωμεν, ὁ τύραννος γενόμενος ἀγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, καὶ θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των ἐθνῶν.

Στρέψατε τους ὀφθαλμούς σας, ὦ συμπατριῶται! καὶ ἴδετέ την ἐλεεινήν μας κατάστασιν· ἴδετε ἐδῶ τους ναούς καπατημένους· ἐκεῖ τα τέκνα μας ἁρπαζόμενα, διά χρῆσιν ἀναιδεστάτην της ἀναιδοῦς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας· τους οἴκους μας γεγυμνωμένους∙ τους ἀγρούς μας λεηλατισμένους καὶ ἡμᾶς αὐτούς ἐλεεινά ἀνδράποδα.

Εἶναι καιρός νὰ ἀποτινάξωμεν τον ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τα νέφη την ἡμισέληνον, διὰ νὰ ὑψώσωμεν το σημεῖον δι' οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τον Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν την Πατρίδα, καὶ την ὀρθόδοξον ὑμῶν Πίστιν ἀπὸ την ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καιαφρόνησιν.

Μεταξύ ἡμῶν εὐγενέστερος εἶναι, ὅς τις ἀνδρειωτέρως ὑπερασπισθῆ τα δίκαια της Πατρίδος καὶ ὠφελιμωτέρως την δουλεύσει. Το ἔθνος συναθροιζόμενον θέλει ἐκλέξη τους δημογέροντάς του, καὶ εἷς την ὕψιστον ταύτην βουλήν θέλουσιν ὑπέκει ὅλαι μας αἱ πράξεις.

Ἄς κινηθῶμεν λοιπόν μέ ἐν κοινόν φρόνιμα, oἱ πλούσιοι ἄς καταβάλωσιν μέρος της ἰδίας περιουσίας, oἱ ἱεροί ποιμένες ἄς ἐμψυχώσωσι τον λαόν με το ἴδιόν των παράδειγμα, καὶ oἱ πεπαιδευμένοι ἄς συμβουλεύσωσιν τα ὠφέλιμα. Oἱ δὲ ἐν ξέναις αὐλαῖς ὑπουργοῦντες στρατιωτικοί καὶ πολιτικοί ὁμογενεῖς, ἀποδίδοντες τας εὐχαριστίας εἰς ἦν ἕκαστος ὑπουργεῖ δύναμιν, ἂς ὁρμήσωσιν ὅλοι εἰς το ἀνοιγόμενον ἤδη μέγα καὶ λαμπρόν στάδιον, καὶ ἂς συνεισφέρωσιν εἰς την πατρίδα τον χρεωστοῦμενον φόρον, καὶ ὡς γενναῖοι ἂς ἐνοπλισθώμεν ὅλοι ἄνευ ἀναβολή καιροῦ με το ἀκαταμάχητον ὅπλον της ἀνδρείας καὶ ὑπόσχομαι ἐντὸς ὀλίγου την νίκην καὶ μετ' αὐτὴν πᾶν ἀγαθὸν. Πoῖoι μισθωτοί καὶ χαῦνοι δοῦλοι τολμοῦν νὰ ἀντιπαραταχθώσιν ἀπέναντι λαοῦ, πολεμοῦντος ὑπὲρ της ἰδίας ἀνεξαρτησίας; Μάρτυρες oἱ ἡρωικοί ἀγῶνες τῶν προπατόρων μας· Μάρτυς ἡ Ἰσπανία, ἥτις πρώτη καὶ μόνη κατετρόπωσεν τας ἀηττήτους φάλαγγας ἑνὸς τυράννου.

Με την ἑνῶσιν, ὦ συμπολῖται, με το πρὸς την ἱεράν θρησκείαν σέβας, με την πρὸς τους νόμους καὶ τους στρατηγούς ὑποταγήν, με την εὐτολμίαν καὶ σταθηρότητα, ἡ νίκη μας εἶναι βεβαία καὶ ἀναπόφευκτος· αὐτή θέλει στεφανώση μέ δάφνας ἀειθαλεῖς τους ἡρωικούς ἀγῶνας μας· αὐτή με χαρακτῆρας ἀνεξαλείπτους θέλει χαράξη τα ὀνόματα ἡμῶν εἷς τον ναόν της ἀθανασίας, διά το παράδειγμα των ἀπερχομένων γενεῶν. Η Πατρίς θέλει ἀνταμείψη τα εὐπειθής καὶ γνήσιά της τέκνα με τα βραβεῖα της δόξης καὶ τιμῆς· τα δὲ ἀπειθῆ καὶ κωφεύοντα εἰς την τωρινήν της πρόσκλησιν, θέλει ἀποκηρύξη ὥς νόθα καὶ ἀσιανά σπέρματα, καὶ θέλει παραδώση τα ὀνόματα τῶν, ὡς ἄλλων προδοτῶν, εἰς τον ἀναθεματισμόν καὶ κατάραν τῶν μεταγενεστέρων.

Ἄς καλέσωμεν λοιπόν ἐκ νέου, ὦ ἀνδρεῖοι, καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες, την ἐλευθερίαν εἰς την κλασικήν γῆν της Ἑλλάδος. Ἄς συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθῶνος καὶ τῶν Θερμοπυλῶν. Ἄς πολεμήσωμεν εἰς τους τάφους των Πατέρων μας, oἱ ὁποῖοι διὰ νὰ μας ἀφήσωσιν ἐλευθέρους ἐπολέμησαν καὶ ἐπέθανον ἐκεῖ. Το αἷμα τῶν τυράννων εἶναι δεκτόν εἰς την σκιάν του Ἐπαμινώνδου Θηβαίου, καὶ του Ἀθηναίου Θρασυβούλου, οἵτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους∙ εἰς ἐκείνας του Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος, oἱ ὁπoῖoι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν· εἰς ἐκείνην του Τιμολέοντος ὅς τις ἀπεκατέστησε την ἐλευθερίαν εἰς την Κόρινθον καὶ τας Συρακούσας, μάλιστα εἰς ἐκείνας του Μιλτιάδου καὶ Θεμιστοκλέους του Λεωνίδου καὶ των Τριακοσίων, οἵτινες κατέκοψαν τοσάκις τους ἀναριθμήτους στρατούς τῶν βαρβάρων Περσῶν, τῶν ὁποίων τους βαρβαρωτέρους καὶ ἀνανδροτέρους ἀπογόνους πρόκειται εἰς ἡμᾶς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον νὰ ἐξαφανίσωμεν ἐξ ὁλοκλήρου.

Εἰς τα ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρίς μας προσκαλεῖ!

'Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης

Την 24 του Φεβρουαρίου 1821
Εἰς το γενικόν στρατόπεδον του Ἰασίου