Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ὁ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΑΝΤΕΔΡΑΣΕ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ







ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Ὅταν στὴν Γαλλία, ποὺ ἦταν τὸ καλλιτεχνικὸ κέντρο τῆς Εὐρώπης μεσουρανοῦσαν ὁ Πικάσο καὶ ἄλλοι, στὴν Ἑλλάδα ἔζησε ταπεινὰ στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς καὶ ζωγράφισε, ὁ λαϊκὸς δικός μας Θεόφιλος.


Ὁ Θεόφιλος γεννήθηκε στὰ 1867 στὴ Βαρεῖα τῆς Μυτιλήνης. Ἦταν τὸ πρῶτο παιδὶ ἀπὸ τὰ 8 συνολικὰ τῆς οἰκογένειας τοῦ (4 ἀγόρια καὶ 4 κορίτσια). Οἱ γονεῖς του ἦταν ὁ Γαβριὴλ Χατζημιχάλης καὶ ἡ Πηνελόπη Ζωγράφου.
Ὁ Θεόφιλος σὰν παιδὶ εἶχε ἰδιαίτερα ἀδύναμη κράση καὶ ἕνα "μέγα κουσούρι", ὅπως τὸ θεωροῦσαν τότε: Ἦταν ἀριστερόχειρας. Ὅλοι τὸν ἔλεγαν «ζερβοκουτάλα» καὶ μισακάτη. Γονεῖς καὶ δάσκαλοι προσπαθοῦσαν κάθε μέρα καὶ βίαια νὰ τὸν κάνουν δεξιόχειρα. Τὸν τυραννοῦσαν, νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὴ φύση του δηλαδή. Ἔτσι ὁ Θεόφιλος κλείστηκε στὸν ἑαυτό του. Δὲν ἔπαιζε μὲ τὰ ἄλλα παιδιά. Βρῆκε παρηγοριὰ στὴ ζωγραφική. Κατέβαινε στὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἀποθήκη καὶ ζωγράφιζε συνεχῶς, ἀτελείωτες ὧρες. Ἐκεῖ κλειδωμένος τραγουδοῦσε τὰ κλέφτικα τραγούδια. Τραγουδοῦσε μόνο ἐκεῖ γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκοῦνε γιατί ὅταν ἦταν νήπιο πέρασε μιὰν ἀρρώστια ποὺ τὸν ἔκανε νὰ τραυλίζει. Αὐτὸ ἀγωνιζόταν συνεχῶς νὰ τὸ κατανικήσει ἀλλὰ ἡ προφορά του δὲν ἦταν ποτὲ καθαρή. Δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀκούσει ὁ κόσμος νὰ τραγουδάει γιατί θὰ τὸν γιουχάριζε γιὰ τὴ δυσκολία τῆς φωνῆς του. Τὸ καθημερινό του κατέβασμα στὸ ὑπόγειο γιὰ μένα ἔχει καὶ συμβολικὸ χαρακτῆρα ποὺ μὲ μαγεύει: Ἦταν σὰν νὰ κατεβαίνει στὰ ἐνδότερα, στὰ πιὸ βαθειὰ μέρη τῆς ψυχῆς του. Εἶναι ἐκπληκτικό!


ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ


Ὁ Θεόφιλος ἦταν μικρός, καχεκτικός, βιασμένος ἀπὸ ὅλους καὶ ἀποτραβηγμένος ἀπὸ ὅλους. Ὅμως, αὐτὸς ἀγάπησε τὴν λεβεντιά! Καὶ σύμβολο της ἡ φουστανέλα ποὺ σὲ ὅλη τὴν ζωή του δὲν τὴν ἀποχωρίστηκε ἀπὸ πάνω του γιὰ νὰ ἐκδυτικιστεῖ μὲ τὰ κουστούμια τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔτρεξαν νὰ φορέσουν ὅλοι στὴν Ἑλλάδα, ἴσως γιὰ νὰ κρύψουν τὸν ἕλληνα μὲ τὰ τσαρούχια καὶ τὴν κακομοιριὰ ποὺ ἔνοιωθαν σὲ αὐτὸν μέσα ἀπὸ τόσα χρόνια σκλαβιᾶς, ποὺ τοὺς ἔκανε μᾶλλον νὰ ντρέπονται.





ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ


Στὸ σχολεῖο γέμιζε τὰ τετράδια του μὲ ζωγραφιές: Καΐκια καὶ γοργόνες. Στὴν Τρίτη δημοτικοῦ σταματᾷ τὸ σχολεῖο. Ὁ πατέρας του τὸν στέλνει στὸ παπουτσάδικο τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ γίνει τσαγκάρης ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος τὸ ἔσκαγε συνέχεια καὶ πήγαινε τρεχάτος στὸν παπποῦ του τὸν Κωνσταντῆ ποὺ ἦταν ἁγιογράφος. Ὁ παπποῦς του ἔκανε ἀληθινὰ θαύματα μπροστὰ στὰ μάτια του!! Ἔπαιρνε ἁπλᾶ ξύλα καὶ σανίδια καὶ τὰ μετέτρεπε σὲ ἁγίους!! Ὁ παπποῦς του τὸν λάτρευε. Τὸν κάθιζε στὰ πόδια του, τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ ἔδειχνε τὴ ζωγραφική του, τοῦ ἔλεγε ἱστορίες: γιὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, τοὺς ἥρωες τοῦ 1821, τὸν Μ. Ἀλέξανδρο. Αὐτοὶ οἱ ἥρωες θὰ ἀποτυπωθοῦν στὸ ἔργο τοῦ Θεόφιλου.


ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ






ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Στὸ σπίτι ἡ μάνα του τὸν παρακαλά, ἀφοῦ τσαγκάρης δὲν γινόταν, νὰ δουλέψει σὰν βοηθὸς κτίστη δίπλα στὸν θεῖο του. Πῆγε. Μιὰ μέρα ὅμως, ὁ Θεόφιλος ζωγραφίζει πάνω σὲ ἕναν φρεσκοβαμμένο τοῖχο μιὰ γοργόνα ποὺ ὅταν τὴν εἶδε ὁ θεῖος του ἔγινε ἔξαλλος καὶ τὴν ἔσβησε ἀμέσως.


Στὴν Μυτιλήνη, ὁ κόσμος τὸν κορόϊδευε γιὰ τὴν φουστανέλα, τὸν χλεύαζαν καὶ ἔφθασαν ἀκόμα καὶ νὰ τὸν χτυποῦν. Ὁ Θεόφιλος φεύγει. Τὸ σκάει ἀπὸ τὸ σπίτι του μὲ πονεμένη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ τῶν συγχωριανῶν του. Ἦταν 16 χρονῶν. Πηγαίνει στὴ Σμύρνη. Ἐκεῖ ἔκανε θελήματα στὸ ἑλληνικὸ προξενεῖο ὅπου δούλευε σὰν θυρωρός. Παράλληλα ζωγράφιζε καὶ κέρδιζε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κάποια χρήματα. Πάντα μὲ θέματα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Ἐκεῖ, στὴ Σμύρνη, κάποιοι τὸν κατηγόρησαν στοὺς τούρκους γιὰ αὐτά, ὅταν ζωγράφιζε στὸ σπίτι τοῦ Δρουσάκη. Ὁ Δρουσάκης γιὰ νὰ σώσει τὴν κατάσταση, λέει πὼς ὁ Θεόφιλος εἶναι ἕνας τρελὸς καὶ δὲν ἀξίζει σημασίας. Ὁ τοῦρκος ἀξιωματοῦχος τότε εἶπε: «Ἄν τοῦτος εἶναι τρελός, ντροπή σε ἐμᾶς τοὺς γνωστικούς».






ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Μετὰ τὴ Σμύρνη, ὁ Θεόφιλος πηγαίνει στὴ Μακρινίτσα στὸ Πήλιο καὶ στὸ Βόλο. Στὴ ζώνη τῆς φουστανέλας του, ἐκεῖ ποὺ ἔμπαιναν τὰ ντουφέκια, αὐτὸς ζώνεται μὲ πινέλα καὶ χρώματα ποὺ τὰ ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος ἀπὸ τρίχες ἀλόγου καὶ γιὰ τὰ χρώματα κοπανοῦσε λουλούδια καὶ χορτάρια ποὺ ἔβρισκε ἄφθονα στὴν φύση μαζὶ μὲ κρεμμύδια καὶ φλοῦδες ροδιοῦ. Μετὰ τὰ ἀνακάτευε μὲ τίς μπογιὲς τῶν μπογιατζήδων. Γιὰ νὰ δέσουν ὅλα, κάποιες φορὲς πρόσθετε γάλα συκιᾶς ἢ αὐγό.



ΘΕΟΦΙΛΟΣ





ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Σὲ αὐτὰ τὰ μέρη ζωγραφίζει τοίχους σὲ μικρὰ μαγαζιά, σὲ βαρέλια, στὶς ταβέρνες καὶ ὅπου βρεῖ. Στὰ θέματα τοῦ προστίθενται πουλιά, δέντρα καὶ λουλούδια. Θέματα καθημερινῆς ζωῆς, θρησκευτικά, ἱστορικὰ καὶ τῆς παράδοσης μᾶς. Ὁ Θεόφιλος ἔτσι κατάφερνε νὰ ἐπιβιώνει. Λίγα χρήματα ἴσως, ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ κρεμμύδια ποὺ ἦταν ἡ ἀδυναμία του. Συχνὰ ἔλεγε πὼς δὲν πουλάει τὰ ἔργα του ἀλλὰ τὰ χαρίζει. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Μά, μὲ τὴ ζωγραφική του δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει. Ἔτσι ἔκανε τὸν χαμάλη, ἀσβέστωνε τοίχους, ξεχορτάριαζε, κουβαλοῦσε νερό, καὶ ὅτι ἄλλη δουλειὰ τοῦ ποδαριοῦ ἔβρισκε.




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Σὰν ἄνθρωπος ὁ Θεόφιλος χαρακτηριζόταν ἀπὸ πραότητα, ἁπλότητα, μοναχικότητα, πόθο νὰ ἐκφραστεῖ μέσα ἀπὸ τὴ ζωγραφική, καὶ κάπου - κάπου, παίζει τὴ φυσαρμόνικα τοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε κακὸ σὲ κανέναν, τὸ ταπεινὸ ὕφος τῆς ζωῆς του, αὐτὸς ποὺ ἤδη ἀνέφερα, προκαλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν στὸν ἀντίποδα καὶ ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ τὸν κοροϊδεύουν. Ἡ καζούρα ἐναντίον του ἀπὸ μεγάλους καὶ μικροὺς ἀποτελοῦσε τὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς του. Οἱ μικροὶ ὅμως κάπως δικαιολογοῦνται κατὰ τὸν Θεόφιλο ποὺ ἀγαποῦσε τὰ παιδιά. Ὁ Θεόφιλος ἔγραφε δικά του ἔργα μὲ κυρίαρχο ἥρωα τὸν Μ. Ἀλέξανδρο καὶ ὀργάνωνε τὰ πιτσιρίκια νὰ παίξουν θεατρικὲς παραστάσεις. Ὁ ἴδιος ἔφτιαχνε τὰ σκηνικὰ (ὑποτυπώδη βέβαια) καὶ τὰ κουστούμια (γιὰ πανοπλίες διαμόρφωνε χαρτόκουτα).







ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ καλοὶ καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή. Τὸ 1912 γνωρίζει σὲ ἕνα πανηγύρι τὸν Γιάννη Κοντὸ μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀσπασία ὅπου τὸν φιλοξένησαν σπίτι τους. Ὁ Κοντὸς ἦταν μυλωνᾶς καὶ γαιοκτήμονας. Τοῦ φέρθηκαν τόσο ἀνθρωπινὰ καὶ αὐτὸς τοὺς ζωγράφισε τὰ ὡραιότερα τοῦ ἔργα στοὺς τοίχους τοῦ ἀρχοντικοῦ τους. Ἔλεγε ὁ Κοντὸς γιὰ τὸν Θεόφιλο: «Αὐτὸς παιδί μου ἦταν τρελὸς στὸ μυαλὸ καὶ σοφὸς στὰ χέρια».
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεόφιλου ἀργὰ καὶ σταθερὰ γινόταν γνωστὸ καὶ τὸν καλοῦσαν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο γιὰ νὰ ζωγραφίσει τοίχους σπιτιῶν καὶ μαγαζιῶν. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα περιστατικὰ εἶναι μὲ ἕναν μαγαζάτορα ποὺ ἤθελε νὰ τοῦ ζωγραφίσει 2 λιοντάρια. Ὁ Θεόφιλος τὸν ρωτᾷ «Καὶ πῶς τὰ θές; Δεμένα ἢ λυτά;» Ὁ μαγαζάτορας κοντοστέκεται καὶ τοῦ λέει «Καὶ ποιά εἶναι ἡ διαφορά;» Ὁ Θεόφιλος ἀποκρίνεται «Τὰ δεμένα κοστίζουν 10 φασολάδες καὶ τὰ λυτὰ μιὰ φασολάδα». Ὁ Θεόφιλος μὲ αὐτὴ τὴ διαφορὰ ἐννοοῦσε ἂν ἤθελε νὰ τὰ φτιάξει μὲ καλὰ χρώματα ἢ μὲ μπογιὲς ποὺ μὲ τὴν πρώτη βροχὴ χαλᾶνε. Ὁ μαγαζάτορας βέβαια ἀπάντησε λυτά. Καὶ ἐπειδὴ ξεκινοῦσαν καὶ οἱ βροχές, στὴ πρώτη βροχὴ τὰ λιοντάρια ἐξαφανίστηκαν. Ὁ μαγαζάτορας γίνεται ἔξαλλος! Ὁ Θεόφιλος ἤρεμος τοῦ ἀπαντᾷ «Ἄνθρωπε μου, τί φωνάζεις; Λυτὰ δὲν τὰ ἤθελες τὰ λιοντάρια; Ε! Τί περίμενες; Νὰ μείνουν πάντα ἐδῶ; Ἀφοῦ ἦταν λυτά, ἔφυγαν»!!


ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Ἡ ὡραία περίοδος τοῦ Θεόφιλου ἦταν μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ποὺ ἦρθαν οἱ πρόσφυγες ἕλληνες ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μὲ τὸν πόνο καὶ τὸν θρῆνο στὶς καρδιές τους ἀλλὰ καὶ τὸ μεράκι τους ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ζήσουν καὶ νὰ δημιουργήσουν. Στὴ τέχνη τους προτιμοῦσαν τὴν διακόσμηση καὶ τὰ καθαρὰ χρώματα. Ὁ Θεόφιλος εἶχε αὐτὴ τὴ ζωγραφικὴ ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐπίσης καὶ τὴν ἐμπειρία νὰ ζεῖ στὴν Σμύρνη καὶ νὰ γνωρίζει τὸν πολιτισμό τους. Πληρώνεται καλύτερα καὶ τρώει καὶ καλύτερα ἀπὸ τίς ἐξαιρετικὲς συνταγὲς τῶν προσφύγων. Ὅταν τὸ 1930 οἱ παράγκες τῶν προσφύγων πιάνουν φωτιά, χάνεται καὶ ἡ ὀμορφιὰ στὰ ἔργα τοῦ Θεόφιλου, παρόλο ποὺ τότε αὐτὸς δὲν ζοῦσε μαζί τους.




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Τὸ 1927, ἀνεβασμένος σὲ μιὰ ξύλινη σκάλα, ὁ Θεόφιλος ζωγράφιζε τὴν πρόσοψη ἑνὸς μαγαζιοῦ. Κάποιος Βολιώτης γιὰ νὰ διασκεδάσει μὲ τοὺς παραβρισκόμενους, τραβάει τὴ σκάλα καὶ ὁ Θεόφιλος σωριάζεται στὸ χῶμα. Ματώνει τὸ κεφάλι του καὶ τὸ χέρι του. Σπαράζει στοὺς πόνους ἐνῶ οἱ ἄλλοι χαχάνιζαν ἀπὸ τὸ θέαμα. Σηκώνεται καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀργά - ἀργά. Ἔτσι, ἔφυγε. Μαζεύει τὰ πράγματα τοῦ, ὅλα καὶ ὅλα μέσα σὲ 3 μπαουλάκια καὶ φεύγει τὸ 1927 γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Μυτιλήνη. Μετὰ ἀπὸ 30 χρόνια.





ΜΠΑΟΥΛΑΚΙ ΘΕΟΦΙΛΟΥ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ





ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Στὸ χωριό του οἱ συγγενεῖς του δὲν τὸν ἐκτιμοῦν γιατί εἶχε τὴν ἁμαρτία νὰ γυρίσει ὅπως ἔφυγε. Δὲν εἶχε γίνει σπουδαῖος παρὰ ἕνας φτωχὸς μπογιατζής, ὅπως ὅλοι τὸν ἀποκαλοῦσαν. Ὅμως ὑπῆρχε ἡ μάνα του. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ νοιαζόταν γιὰ τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀδέλφια του. Τὰ ἀδέλφια του εἶχαν βολευτεῖ μὲ τὰ πρακτικὰ ἐπαγγέλματα. Ὁ Σωτήρης καὶ ὁ Παναγιώτης ἦταν ἐπιπλοποιοί. Ὁ Μιχάλης ἐργολάβος. Οἱ ἀδελφές του Σοφία καὶ Ἀθανασία εἶχαν παντρευτεῖ καὶ ἡ Ἐλπίδα εἶχε πεθάνει νέα. Ἀρχικὰ τὸν μαζεύει ὁ Σωτήρης. Ἔπειτα θὰ μείνει μὲ τὴν οἰκογένεια τῆς Σοφίας καὶ τὴ μάνα τους. Ἀργότερα σὲ ἕνα μικρὸ σπίτι κοντὰ στὸ νεκροταφεῖο μέχρι τὸ 1932 ποὺ αὐτὴ πέθανε. Στὴν Μυτιλήνη ζωγράφιζε καθημερινὰ σπίτια καὶ μαγαζιὰ γιὰ ἕνα πιάτο φαγητό. Ὅλο τὸ νησὶ γέμισε μὲ τίς ζωγραφιές του. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔμενε σὲ ἕνα μικρὸ σπιτάκι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα. Ἕνα στρῶμα κατάχαμα, ἕνα ντουλάπι, δυὸ κασέλες, μιὰ μικρὴ αὐλὴ ποὺ φύτευε τὰ μπαξεβανικά του καὶ δυὸ ἀμυγδαλιές. Παρέα του εἶχε τὴν Μαρουλιώ, τὴν γάτα του ποὺ ὑπερλάτρευε.






ΘΕΟΦΙΛΟΣ




Ὁ Θεόφιλος πεθαίνει στὶς 24 Μαρτίου τοῦ 1934. Πιθανότατα ἀπὸ τροφικὴ δηλητηρίαση. Ἡ ἀδελφή του στὶς ἀναμνήσεις της περιγράφει «Ὁ μακαρίτης ἦταν ἔξυπνος καὶ γνωστικὸς καὶ ἂς τὸν ἔλεγαν «παλαβὸ» καὶ «ἀχμάκη». Οἱ κοιλαράδες ποὺ δὲν τὸν ξέρανε καὶ στερνὰ τὸν ἐμπορευτήκανε κιόλας».
Ὅμως ἡ ἱστορία δὲν τελειώνει ἐδῶ. Ἕνα χρόνο μετά, ἔργα του ἐκτέθηκαν στὸ Μουσεῖο τοῦ Λούβρου(!) ὡς δεῖγμα τῆς δουλειᾶς ἑνὸς γνήσιου λαϊκοῦ ζωγράφου τῆς Ἑλλάδας!! Πῶς ἔγινε αὐτό;


Τὸ 1928, ὁ ζωγράφος Γιῶργος Γουναρόπουλος βρισκόταν στὸν Βόλο. Εἶδε τοιχογραφίες τοῦ Θεόφιλου σὲ ἕνα μανάβικο. Τίς φωτογράφισε καὶ στὸ Παρίσι πιὰ ὅπου ἔμενε, τίς ἔδειξε στὸν (ἐκ καταγωγῆς Μυτιληνιὸ) Στρατὴ Ἐλευθεριάδη (Τεριέν) - ἄνθρωπο ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ μέγα κριτικὸ τέχνης. Ὁ Ἐλευθεριάδης ἕνα χρόνο μετὰ πηγαίνει στὴν Μυτιλήνη καὶ ἀγοράζει μερικὰ ἔργα τοῦ Θεόφιλου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὁ Τεριὲν ἀναλαμβάνει τὴν προώθηση τοῦ Θεόφιλου ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος δὲν πρόλαβε νὰ ζήσει γιὰ νὰ δεῖ τὴν ἐξέλιξη. Ὁ Κώστας Οὐράνης (ποιητής, δημοσιογράφος, πεζογράφος) γράφει «Ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος δὲν εἶναι πιὰ σήμερα στὴ ζωὴ γιὰ νὰ χαρεῖ τὴν ἄξαφνη αὐτὴ δόξα ἢ γιὰ νὰ ἐκπλαγεῖ ἀπὸ αὐτήν».


ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Ὁ Τεριὲν ὀργανώνει ἔκθεση στὸ Παρίσι μὲ ἔργα τοῦ Θεόφιλου.
3 Ἰουνίου τοῦ 1961, τὸ Λοῦβρο διοργανώνει μεγάλη ἀναδρομικὴ ἔκθεση γιὰ τὸν Θεόφιλο. Καὶ σήμερα, τὰ ἔργα του ὑπάρχουν σὲ πολλὰ Μουσεῖα καὶ ἰδιωτικὲς συλλογές.




«Ὁ Θεόφιλος, γέννημα θρέμμα τῆς ἑλληνικῆς φύσεως, καὶ ἀπόγονος τῆς ἐπαναστάσεως, ὅταν ζωγραφίζει ἥρωες τοῦ 1821, οἱ φουστανέλες γίνονται λουλούδια στοὺς ἀγρούς». Τεριέν




ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ


Ἡ ζωγραφική του Θεόφιλου χωρίζεται σὲ 4 περιόδους. Ἡ πρώτη ὅταν ἦταν στὴ Σμύρνη ἀπὸ ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἔργα του. Ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ Πήλιο καὶ Βόλο, ἡ Τρίτη ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Μυτιλήνη ὡς τὴ γνωριμία του μὲ τὸν Ἐλευθεριάδη καὶ ἡ τέταρτη (1929-1934) ὅταν ἦταν στὴ δούλεψη τοῦ Τεριὲν (Teriant) μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Τότε εἶχε μόνιμο ἐργοδότη καὶ ζωγράφιζε σὲ πανὶ ἀρκετοὺς πίνακες ποὺ σήμερα φυλάσσονται στὸ Μουσεῖο τῆς Μυτιλήνης.




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Ἡ ζωγραφική του δὲν ἔχει τὴν κλασικὴ προοπτική, δὲν ἔχει βάθος. Οὔτε διαβάθμιση χρωματικῶν τόνων. Ὅτι στὸ ἔργο του φαίνεται μακρινὸ εἶναι χρωματισμένο ὅπως καὶ ὅτι βρίσκεται κοντά. Τὸ βάθος ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὸ νὰ ζωγραφίζει τὰ ἀντικείμενα μικρότερα. Τὸ ἔργο του εἶναι ἐπίπεδο ὅπως πχ τοῦ Ματὶς ἢ τῆς βυζαντινῆς τέχνη. Στὶς πολυπρόσωπες συνθέσεις ξεχωρίζει τὸ κεντρικὸ πρόσωπο μὲ 2 τρόπους: Τὸν τοποθετεῖ στὴ μέση τοῦ ἔργου καὶ τὸν μεγεθύνει. Ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι αἰγύπτιοι στὴ τέχνη τους. Ἀκολουθεῖ μάλιστα (τυχαία καὶ ὄχι ἐπίτηδες) καὶ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων αἰγυπτίων (ὡς ἕνα σημεῖο) ποὺ πίστευαν ὅτι ὅλα ἔπρεπε νὰ φαίνονται γιὰ νὰ ὑπάρχουν. Γι αὐτὸ τὰ τοποθετοῦσε στὴ σειρὰ ὅλα. Παρατηρῶντας τίς μορφὲς τῶν ἀνθρώπων του, βλέπουμε πὼς ἔχουν δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι ποὺ ὅσο προχωρεῖ πρὸς τὸ σῶμα, τὰ χέρια μικραίνουν καὶ καταλήγει στὰ πόδια ποὺ μικραίνουν ἀκόμα περισσότερο. Τὰ γυναικεῖα πρόσωπα σχεδὸν ἴδια. Ἀντιγράφουν τὰ βυζαντινὰ πρότυπα. Τὰ παιδικὰ πρόσωπα ἔχουν ὅλα τὴ μορφὴ ἡλικιωμένων. Τὸ φόντο ἔντονα χρωματισμένο καὶ διακοσμημένο μὲ δέντρα, λουλούδια κτλ. Ἐπίσης, γιὰ νὰ ξεχωρίσουν ὅλα μεταξύ τους, χρησιμοποιοῦσε περιγράμματα: Μιὰ μαύρη γραμμή.
Ἄλλο χαρακτηριστικό του: Σὲ κάθε ἔργο τοῦ σχεδόν, ἔγραφε κάτι πάνω του. Ἦταν ἀνορθόγραφο καὶ ἀσύντακτο μὰ τὸν ἐξυπηρετοῦσε γιὰ νὰ σχολιάσει ἢ νὰ ἐπεξηγήσει τὸ θέμα του.






ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΕΛΑΙΟΜΑΖΩΜΑ


«Δὲν ξέρω τὴν ἱστορία ὅπως οἱ δάσκαλοι ἀπὸ τὰ βιβλία. Τὴν ξέρω ὅπως τὴν λέει ὁ τόπος καί τα τραγούδια του. Ἡ ἱστορία εἶναι ἄνεμος ποὺ τὴν καταλαβαίνεις ὅταν τὴν ἀνασαίνεις» ἔλεγε ὁ Θεόφιλος.
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔγραφε γιὰ αὐτὸν «Ἀληθινοὶ ἐλαιῶνες ἐπιτέλους, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἀληθινὰ πράγματα. Γι αὐτόν, ἰσότιμα μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν τὰ λιβάδια μὲ τίς ἀνεμῶνες καὶ τὰ λιόδεντρα ποὺ ἀφήνουν ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα τοὺς νὰ περάσει ἡ θάλασσα».


ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ






ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Ὁ Τσαρούχης γράφει σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν Θεόφιλο στὸ βιβλίο του «Ἀγαθὸν τὸ εξὁμολογεῖσθαι» σὲλ 165: «Γίνεται ζωγράφος ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ θέμα. Δὲν ζωγραφίζει τὰ πράγματα μὰ τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ τοῦ ἔδωσαν. Τὰ σέβεται καὶ τὰ λατρεύει γιατί αὐτὰ τοῦ δίνουν τοὺς ἐνθουσιασμούς του. Ὅτι κάνει δὲν μοιάζει πάντα μὲ τὸ πρᾶγμα - τί παράλογη ἀπαίτηση νὰ μοιάζει τὸ παράφορο ἀγκάλιασμα μας μὲ αὐτὸ ποὺ ἀγκαλιάζουμε»
(Γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναδικοῦ Τσαρούχη ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ).
Κλείνοντας, θὰ τελειώσω μὲ μιὰ ρήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεόφιλου ποὺ τὸν χαρακτηρίζει «Στὴ ζωγραφική, πρέπει ὅλα νὰ φαίνονται».
Πρόκειται γιὰ ἕναν γνήσιο ἄνθρωπο μὲ καλλιτεχνικὴ ψυχή, ποὺ στόλισε καὶ ὀμόρφυνε τὴν ζωὴ στὸ πέρασμα του ἀπὸ αὐτήν. Μιὰ ψυχὴ ποὺ τὴν σμίλευσε ὁ πόνος καὶ ἐκφράστηκε μὲ τραγούδι καὶ ζωγραφική.


Δεν υπάρχουν σχόλια: