Κυριακή 21 Μαρτίου 2021
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ 1744 - 1822 (ΜΕΡΟΣ Α')
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ 1744 - 1822 (ΜΕΡΟΣ Α')
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο 18ος αιώνας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα περιόδου κατά την οποία τα αποτελέσματα ραγδαίων εξελίξεων επέφεραν μια σειρά από δραματικά γεγονότα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην περίοδο αυτή, την οποία ο İlber Ortaylı χαρακτήρισε ως «τον πιο μακρύ αιώνα της Αυτοκρατορίας», εντάθηκε η πολιτική αστάθεια ειδικά στην περιοχή των Βαλκανίων: ενδυναμώνονταν τα κινήματα ανεξαρτησίας ενώ η κεντρική εξουσία βρέθηκε μπροστά στην πραγματικότητα της κυριαρχίας των τοπικών αρχόντων (αγιάν). Οι εκκαθαριστικές τάσεις με σκοπό την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας στην εποχή του Μαχμούτ Β', αν και χρησιμοποιήθηκαν ευρέως με σκοπό την διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας από το τοπικό στοιχείο, είχαν ενισχύσει τους δυνατούς αυτούς τοπικούς ηγεμόνες. Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα με το οποίο θα μπορούσαμε να ελέγξουμε την κρατική αυτή πολιτική κατά την προαναφερθείσα περίοδο...
Ο Αλή Πασάς που για πολλά χρόνια δρούσε ως «ο μόνος διοικητής» μιας ευρύτερης γεωγραφικής έκτασης στην περιοχή της Αλβανίας και της Ελλάδας, παρά τις πολλές γνωστές πιέσεις από την κεντρική εξουσία, πέτυχε την διατήρηση της εξουσίας του με κοινοποιήσεις της αφοσίωσης του στην Κωνσταντινούπολη, συνεχείς προσφορές δώρων και ενίοτε συμμετοχές σε στρατιωτικές εκστρατείες της Αυτοκρατορίας δεχόμενος από την πλευρά του κράτους μόνο «προειδοποιήσεις και συστάσεις». Ωστόσο, την εποχή που η δύναμη του Αλή Πασά είχε φτάσει στο ζενίθ και οι βουλές της Κωνσταντινούπολης είχαν αρχίσει να αλλάζουν, οι προσπάθειες να ενισχυθεί ξανά ο συγκεντρωτισμός στην Αυτοκρατορία γρήγορα απέδωσαν.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η αναδιαμόρφωση των κινήσεων του Αλή ήταν αναπόφευκτη. Η περιπετειώδης ζωή του Αλή Πασά στα Οθωμανικά Βαλκάνια, ακόμη και στο πλαίσιο της εμφάνισης εντεινόμενων διαμαχών μεταξύ των λαϊκών μαζών και των τοπικών αρχόντων κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας σ’ αυτήν κυρίως την περιοχή προβάλει ως ένα αξιόλογο θέμα έρευνας. Άλλωστε, ειδικά από ξένους μελετητές, η ζωή του έχει ερευνηθεί αρκετά. Ένα μέρος από αυτές τις μελέτες υπάρχει σε γραπτά περιηγητών ή αξιωματούχων που έζησαν την ίδια εποχή με τον Αλή. Ανάμεσά τους πρέπει να ξεχωρίσουμε το Travels in Greece and Albania (Λονδίνο 1830) του Άγγλου T. S. Hughes και το Voyage on More (Παρίσι 1805) του Γάλλου Fr. Pouqueville.
Επίσης, πολλές είναι οι μελέτες που παρέχουν έμμεσες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του ενώ περιορισμένα είναι τα έργα για τον Αλή στην Τουρκική γλώσσα. Δίπλα στις μελέτες των Niyazi Ahmet Banoğlu και Ahmet Müfit, σε περίοπτη θέση βρίσκονται οι μεταφράσεις του Μurat Belge από τον William Palmer και του A. Kemali Aksüt από τον Remerand. Παρόλο που σε ορισμένα από τα έργα αυτά η ζωή του Αλή Πασά εξιστορείται με τρόπο μυθιστορηματικό, σε όλα βρίσκουμε σημαντικές πληροφορίες. Εξάλλου έχει γίνει ακαδημαϊκή έρευνα αξιοποιώντας αρχειακό υλικό σχετικό με τον Αλή Πασά και την επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Η ακαδημαϊκή αυτή έρευνα παρέχει γνώσεις σχετικά με τη ζωή του Αλή Πασά , τις σχέσεις που είχε με το εξωτερικό, την αποστασία του και τέλος την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Παρά την πολύπλευρη ακαδημαϊκή ενασχόληση Τούρκων αλλά και ξένων μελετητών με τη ζωή του Αλή Πασά, δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια έρευνας για θέματα όπως είναι η περιουσία που αποτελούσε την πηγή της ισχύος του, το πώς απέκτησε αυτήν την περιουσία και με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε αυτή από το οθωμανικό κράτος μετά τον εξόντωσή του. Σε αυτό λοιπόν το άρθρο, με αντικείμενο έρευνας τη ζωή του Αλή Πασά, επιχειρείται μια προσέγγιση των συγκεκριμένων θεμάτων.
Το βασικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε αποτελείται από σχετικά με το ερευνητικό αντικείμενο σωζόμενα έγγραφα και κατάστιχα του Οθωμανικού Πρωθυπουργικού Αρχείου (Başbakanlık Osmanlı Arşivi). Παράλληλα αξιοποιήθηκαν και άλλα έργα σχετικά με τη ζωή του Αλή Πασά. O Αλή Πασάς (1740 / 1750 - 1822) έχει συγκεντρώσει από τον 19ο αιώνα το ενδιαφέρον της Ελληνικής και της ξένης ιστοριογραφίας, όσο λίγα άτομα του καιρού του. Προσωπικότητα μυστηριώδης και αντιφατική. Φωτισμένος δεσπότης και τυραννικός σατράπης, δίκαιος και αυθαίρετος, άνδρας με οξύτατη πολιτική αντίληψη αλλά και απλοϊκός, ανεξίθρησκος και ταυτόχρονα δεισιδαίμων, φιλάργυρος, άπληστος αλλά και χρηματοδότης κοινωφελών έργων.
Προστάτης της δημόσιας ηθικής και, ταυτόχρονα, φιλήδονος και σαδιστής, Μουσουλμάνος Βοναπάρτης, ένας νέος Σκεντέρμπεης, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν. H Μαρξιστική ιστοριογραφία τον συνδέει με τον Αλβανικό εθνικισμό. Στην ίδια γραμμή κινείται και η Αλβανική ιστοριογραφία που τον θεωρεί ως πρόδρομο του Αλβανικού εθνικού κινήματος. Ορισμένοι ιστορικοί υπερτόνισαν το ρόλο που διαδραμάτισε στα πράγματα του καιρού του, μιλώντας για κράτος του Αλή Πασά, ενώ άλλοι τον υποβάθμισαν, τονίζοντας μόνο τον «υπηρετικό του ρόλο» στην επανάσταση του 1821.
Mε προγόνους ληστές και μπέηδες στην υπηρεσία του Οθωμανικού κράτους (ο προπάππος του ήταν υποδιοικητής του Τεπελενιού και ο πατέρας του, ο Βελή Μπέης, διοικητής του Δελβίνου, με μία δυναμική μητέρα, τη Χάμκω - για την κακοποίηση της οποίας από ισχυρούς Μουσουλμάνους του Γαρδικιού θα πάρει το 1812 εκδίκηση σφάζοντας όλους τους κατοίκους του. Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, εκμεταλλευόμενος άριστα τις περιστάσεις, θα κερδίσει την εύνοια της Πύλης και θα ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα της διοικητικής της ιεραρχίας. Αρχικά θα βρεθεί επικεφαλής ένοπλων σωμάτων επιφορτισμένων με τη φύλαξη των δρόμων, αξίωμα πολύ σημαντικό, θα καταλάβει το 1788 τη θέση του αναπληρωτή γενικού επόπτη των δερβενιών και θα πλουτίσει.
Αξιοποιώντας προς όφελός του τις αντιπαλότητες των ξένων δυνάμεων και την ανάγκη της Πύλης να τιθασεύσει τον Κούρτ Πασά του Μπερατιού και τον αποστάτη Μαχμούτ Πασά της Σκόρδας θα αναγνωριστεί απ’ αυτήν ως Πασάς των Ιωαννίνων. H θέση αυτή θα του δώσει τη δυνατότητα να κυριαρχήσει σε όλα τα γειτονικά πασαλίκια. Χρησιμοποιώντας στη διοίκηση του κράτους του τους γιους του Μουχτάρ, Βελή (Πασά του Μοριά, 1805 - 1812, και έπειτα διοικητή της Θεσσαλίας), και Σαλήχ, διοικητή του Αργυροκάστρου, θα επεκτείνει την εξουσία του ως τη Δ. Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Στερεά (με εξαίρεση την Αττική) και βόρεια ως το πασαλίκι της Αχρίδας.
Από τη θέση αυτή θα εξουδετερώσει (με απειλές, εκβιασμούς ή με φαινομενικά νομότυπες μεθόδους) τους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους προκρίτους της πόλης, θα δημιουργήσει έναν καλά οργανωμένο κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα στρατό, αποτελούμενο από Αλβανούς και μισθοφορικά σώματα, στον οποίο υπηρέτησαν και Χριστιανοί αρματολοί. Θα επεκτείνει τη γαιοκτησία του σχηματίζοντας με εξωοικονομικές συνήθως διαδικασίες μεγάλα τσιφλίκια. Θα δημιουργήσει ένα ασφαλές οδικό δίκτυο στο πασαλίκι του και θα χρησιμοποιήσει στην υπηρεσία του ικανούς Έλληνες αρματολούς, γραμματικούς, γιατρούς και καπετάνιους.
Ακόμη και ξένους εξισλαμισμένους, προκειμένου να το διοικεί καλύτερα και να ενημερώνεται για όλες τις εξελίξεις. Εκμεταλλευόμενος τη διεθνή συγκυρία την περίοδο των Ναπολεοντείων πολέμων θα κινηθεί με διπλωματική ευστροφία μεταξύ Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων για να προωθήσει τα «γεωπολιτικά του συμφέροντα». Έτσι θα κατορθώσει να καταλάβει το 1798 την Πρέβεζα και το 1819 να αγοράσει από τους Άγγλους την Πάργα. Oι 5.000 κάτοικοί της θα αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στην Κέρκυρα. Μεγάλο εμπόδιο στην επεκτατική του δίψα στάθηκαν οι Σουλιώτες, τους οποίους κατόρθωσε να εξουδετερώσει το 1803. Tο 1808 θα καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα του παπά Θύμιου Βλαχάβα.
Στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα η δύναμη του Αλή Πασά θα φθάσει στο απόγειό της. Από τότε όμως αρχίζει και η πτώση του. H Yψηλή Πύλη τον θεωρεί πολύ επικίνδυνο για την ενότητα της Αυτοκρατορίας και τον καθαιρεί από το αξίωμά του. Σουλτανικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον μισητό εχθρό του, μεγάλο βεζύρη Xουρσίτ Πασά, θα εισβάλουν στα Γιάννενα και στις 24 Ιανουαρίου 1822 ο άλλοτε πανίσχυρος Πασάς θα βρει το θάνατο σ’ ένα κελί της μονής του Αγίου Παντελεήμονα στο νησάκι των Ιωαννίνων.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1744: Γέννηση Αλή Πασά στο Τεπελένι (μεταξύ 1740 - 1750).
1748: Γέννηση της αδερφής του Χαϊνίτσας.
1763: Επικεφαλής ληστρικού σώματος στην πειρο και Θεσσαλία. Σύλληψή του από τον Κουρτ Πασά του Βερατίου. Συγχωρείται και παραμένει στην αυλή του.
1765: Αποτυχημένο συνοικέσιο με την κόρη του Κουρτ Πασά, την Μαριέμ. Επανέρχεται στο ληστρικό επάγγελμα.
1766: Καταφεύγει στην αυλή του Καπλάν Πασά, εχθρού του Κούρτ, στο Αργυρόκαστρο. Παντρεύεται την κόρη του Εμινέ.
1768: Γέννηση του πρωτότοκου γιου του, Μουχτάρ.
1773: Γέννηση του δευτερότοκου γιου του, Βελή.
1784: Θάνατος του Κουρτ Πασά. Αναλαμβάνει γενικός επόπτης (δερβέναγας ) των οδών της Ρούμελης.
1785: Διορίζεται από την Υψηλή Πύλη τοπάρχης του σαντζακίου των Τρικάλων.
1788: Αναλαμβάνει πραξικοπηματικά την διοίκηση του σαντζακίου των Ιωαννίνων, κάνοντας λευκό γάμο με τη Γιαννιώτισσα αρχόντισσα Ζουλέιχα.
1789: Πρώτος αποτυχημένος πόλεμος κατά του Σουλίου. Οι συγκρούσεις κρατούν τέσσερις μήνες. Υποχωρεί με μεγάλες απώλειες.
1790: Επικράτησή του επί των μπέηδων και αγάδων των βόρειων περιοχών της Αλβανίας.
1791: Εκστρατεύει στον Δούναβη, μαζί με άλλα σουλτανικά στρατεύματα, συμμετέχοντας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο στις παραδουνάβιες περιοχές. Οι Σουλιώτες - την περίοδο της απουσίας του επιδίδονται σε ληστρικές επιδρομές στις πεδινές περιοχές του πασαλικιού των Ιωαννίνων.
1792: Δεύτερος αποτυχημένος πόλεμος κατά του Σουλίου. Σύγκρουση με τους Αλβανούς τοπάρχες του Βερατίου και του Δέλβινου.
1794: Εκστρατεύει με σουλτανική εντολή κατά του αποστάτη της Υψηλής Πύλης. Καρά Μαχμούτ Πασά, τοπάρχη της Σκόδρας, τον οποίο και συντρίβει.
1796: Προσαρτά στην επικράτειά του το βοϊβοδιλίκι της Άρτας.
1797: Συμμετοχή του στην Τουρκική εκστρατεία κατά του εξεγερμένου πασά του Βιδινίου της Βουλγαρίας, Πασβάνογλου. Οι Σουλιώτες βρίσκουν -πάλι- την ευκαιρία και λεηλατούν τις περιοχές γύρω από τα Γιάννενα. Αρχίζει διπλωματική φιλία με το Ναπολέοντα.
1798: Καταλαμβάνει και καταστρέφει την Πρέβεζα, που κατείχαν οι Γάλλοι. Αποτυχημένες εκστρατείες του εναντίον της Λευκάδας και της Πάργας. Διώχνει τους Γάλλους από τη Βόνιτσα και το Βουθρωτό. Επεκτείνει το πασαλίκι του με την προσάρτηση της Νάουσας και της Έδεσσας. Ισοπεδώνει τα χωριά Άγιο Νικόλαο και Νίβιτσα της Χειμάρρας.
1800: Τρίτη αποτυχημένη εκστρατεία κατά του Σουλίου. Ιδρύεται η αυτόνομη Επτάνησος Πολιτεία, που περιλαμβάνει και τις Ηπειρωτικές πόλεις Πάργα, Πρέβεζα, Βουθρωτό και Βόνιτσα. Γεννιέται ο τριτότοκος γιος του, Σαλήχ.
1801: Πνίγει στη λίμνη των Ιωαννίνων τις 17 Γιαννιώτισσες και την Κυρά Φροσύνη.
1802: Τέταρτη εκστρατεία κατά του Σουλίου, το οποίο τελικά συνθηκολογεί. Οι Σουλιώτες εκδιώκονται από τα πατρογονικά μέρη τους.
1803: Ορίζεται από το σουλτάνο ''Ρούμελη Βαλεσή'' (γενικός διοικητής) της Στερεάς Ελλάδας.
1804: Εγκαθίσταται στα Γιάννενα Αγγλική διπλωματική αντιπροσωπεία. Ο γιος του, Βελής, διορίζεται ''Μόρα Βαλεσή'' (γενικός διοικητής) της Πελοποννήσου.
1805: Προσαρτά την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα στο κράτος του. Ο περιβόητος François Pouqueville διορίζεται γενικός πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα.
1809: Κίνημα του Βλαχάβα στη Θεσσαλία. Τον συλλαμβάνει και τον θανατώνει.
1810: Νικά και αιχμαλωτίζει το συμπέθερό του Ιμπραήμ Πασά του Βερατίου.
1811: Ο Βελή Πασάς διορίζεται τοπάρχης της Θεσσαλίας.
1812: Εκδικείται τους κατοίκους του Γαρδικιού, οι οποίοι είχαν ατιμάσει τη μάνα και την αδερφή του πριν πολλά χρόνια. Καίει το χωριό τους και εξολοθρεύει 700 Γαρδικιώτες. Το κράτος του επεκτείνεται τώρα σε ολόκληρη, σχεδόν, την Ελλάδα και την Αλβανία.
1814: Νέα αποτυχημένη εκστρατεία του κατά της Πάργας.
1815: Παντρεύεται τη Βασιλική Κίτσου Κονταξή, την περιώνυμη Κυρά Βασιλική.
1819: Αγοράζει την Πάργα από τους Άγγλους και διώχνει τους κατοίκους της.
1820: Ο σουλτάνος τον καθαιρεί και τον παύει από όλα τα αξιώματά του. Ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις τον πολιορκούν στο κάστρο των Ιωαννίνων. Αποφασίζει να αμυνθεί με κάθε τρόπο.
1822: Μετά από πολιορκία 17 μηνών, σκοτώνεται -με δόλο- στις 5 Φεβρουαρίου 1822 από τους Τούρκους στη Νήσο των Ιωαννίνων. Το κομμένο κεφάλι του στέλνεται από το νικητή Χουρσίτ στο σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Το ακέφαλο πτώμα του ενταφιάζεται στα Γιάννενα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Γεννημένος Λήσταρχος
Γενάρχης της οικογένειάς του ή ο πρώτος που έγινε ονομαστός από την οικογένειά του ήταν κάποιος Τούρκος ονόματι Μουσταφά ή Μούτζο Χούσσος, προπάππους του Αλή, αρχηγός ληστρικών ομάδων που δρούσε στην Ανατολία, περί τα τέλη του 17ου αιώνα και απ’ αυτόν η οικογένειά του λεγόταν Μουτζοχουσσάτες η οποία εγκαταστάθηκε στην Αλβανία, προερχόμενη από τη Μικρά Ασία, περίπου 80 χρόνια πριν τη γέννηση του Αλή Πασά. Γιος του Μουσταφά (Μουτζοχουσσάτη) ήταν ο Μουχτάρ (Μουτζοχουσσάτης) που λέγεται, πως είχε λάβει μέρος στην πολιορκία της Κέρκυρας κατά τον πόλεμο με τους Ενετούς, το 1716. Από αυτή την ενέργεια η Υψηλή Πύλη τον αμνήστευσε για τις ληστρικές δράσεις του που όμως επανέλαβε αργότερα.
Ο γιος του Μουχτάρ εκείνου, ο λεγόμενος Βελής, ήταν ο πατέρας του Αλή Πασά. Ο Βελής, ακολουθώντας τα χνάρια του παππού του αλλά και του πατέρα του, ήταν αρχηγός συμμοριών και είχε υπό την προστασία του τα χωριά Λικλί και Χόρμοβο της Βόρειας Ηπείρου, όπου αφού σκότωσε τους αδελφούς του και τον εξάδελφό του Ισλάμπεη, είχε αναγνωρισθεί από την Πύλη πασάς δύο μικρών περιοχών, λαμβάνοντας και τη θέση του Μουτασερίφη του Δελβίνου, για μικρό όμως διάστημα, μέχρι το θάνατό του. Ο Αλής γεννήθηκε στο Τεπελένι, ένα μικρό χωριό της Αλβανίας, το 1744 (κατά νεότερες έρευνες, αντί 1740 ή 1750, ή 1752 που είχαν υποστηρίξει παλιότεροι βιογράφοι).
Η μητέρα του λεγόταν Χάμκω, ήταν δεύτερη γυναίκα του Βελή, κόρη του Μπέη της Κόνιτσας. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1753, που επηρέασε δραματικά την εφηβική του ηλικία, οι κάτοικοι των χωριών, που δυνάστευε ο πατέρας του, εξεγέρθηκαν και οι Γαρδικιώτες συνέλαβαν τη Χάμκω και κακοποιώντας την την υπέβαλαν σε εξευτελιστικά βασανιστήρια, προτού την αφήσουν ελεύθερη. Συμφώνως με συχνές εκμυστηρεύσεις του Αλή, ο πατέρας του, ο Βελής, τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που άφησε στη γυναίκα του Χάμκω και στα δύο παιδιά του, τον Αλή και την αδελφή του Χαϊνίτσα, ήταν "μια άθλια τρύπα και λίγα χωράφια".
Τα Πρώτα Χρόνια και η Γενική Κατάσταση στην Αλβανία
Εξαιτίας της μοναδικότητας του ονόματος μιας οικογένειας που μετανάστευσε από την Ανατολία στη Ρούμελη και εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι, υπάρχουν ισχυρισμοί που τον θέλουν Τούρκο. Εντούτοις οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι αφού στην πραγματικότητα είναι αποδεδειγμένο ότι καταγόταν από τη νότια Αλβανία. Όποια και να ήταν η καταγωγή του, ο Αλή είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μία περίοδο που οι Αλβανοί τοπικοί άρχοντες αμφισβητούσαν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Σουλτάνο και είχαν αρχίσει να αποκτούν μεγάλες εκτάσεις γης με αποτέλεσμα οι ντόπιοι αγρότες να χάνουν μέρα με τη μέρα τα χωράφια τους και να καταλήγουν κολίγοι στα νέα τσιφλίκια που δημιουργούνταν.
Και όντως από το τέλος του 17ου αιώνα, με την αρχή της παρακμής της Αυτοκρατορίας και την άνοδο νέων δυνάμεων στη Ευρώπη, η κυριαρχία του Οθωμανικού κράτους στα Βαλκάνια αποδυναμώθηκε και η δύναμη των τοπικών ηγεμόνων παρουσίασε σημαντική άνοδο. Το κράτος μάλιστα, είχε αρχίσει ήδη να επιτρέπει τη συγκρότηση περιορισμένων εξουσιών μέσα στην ίδια του την επικράτεια, δίνοντας φεουδαρχικούς τίτλους όπως αυτών του πασά, του μπέη και του αγά σε ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης και αρχηγούς φυλών πιστών στο Ισλάμ που συνεργάζονταν μαζί του. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε βέβαια ότι οι μικρές αυτές τοπικές μονάδες ήταν εξολοκλήρου ανεξάρτητες.
Στην πραγματικότητα αυτού του είδους η διοικητική δομή στα Βαλκάνια υποστηριζόταν και από το κράτος. Και αυτό γιατί το κράτος καλλιεργούσε σκοπίμως πνεύμα ανταγωνισμού μεταξύ των προαναφερθέντων αρχόντων και φεουδαρχών εμποδίζοντας έτσι μια πιθανή συνένωση των δυνάμεών τους εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Το Οθωμανικό κράτος, αν και χρησιμοποίησε επιτυχώς για πολλά χρόνια αυτήν την πρακτική που θύμιζε την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», δεν μπόρεσε να εξουδετερώσει την πλειονότητα των αντιπάλων του όπως ήταν και ο Αλή Πασάς και να παρεμποδίσει την εμφάνιση ενός ηγεμόνα όπως αυτού, ο οποίος επρόκειτο να αποκτήσει πολύ μεγάλη ισχύ.
Αυτή η διαδικασία που ξεκίνησε τον 18ο αιώνα και συνεχίστηκε τον 19ο άνοιξε το δρόμο για τη διάλυση του τιμαριωτικού συστήματος που ίσχυε παλαιότερα στην Αλβανία καθώς και τη γέννηση μιας φεουδαρχικής τάξης απαλλαγμένης από τη δέσμευση στρατιωτικών υποχρεώσεων. Με άλλα λόγια, οι τοπικοί άρχοντες που ξεκίνησαν τις φεουδαρχικές πρακτικές άρχισαν να μετατρέπουν τις εκτάσεις γης που είχαν υπό τον έλεγχό τους σε ατομική τους ιδιοκτησία. Έτσι, εμφανίστηκαν μέσα σε εκτάσεις γης που ανήκαν στο κράτος ιδιωτικές φεουδαρχικές γαίες με το όνομα «τσιφλίκια». Αρχικά τα τσιφλίκια ήταν περιορισμένης έκτασης.
Ωστόσο, οι φεουδάρχες αγοράζοντας τη γη των φτωχών αγροτών και των λιγότερο ισχυρών προυχόντων αποκτούσαν με τον καιρό ολοένα και πιο μεγάλη ιδιωτική περιουσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ταχύτατη διαδικασία επικράτησης του θεσμού των τσιφλικιών έβλαψε περισσότερο τους αγρότες. Διότι με τις καινούριες συνθήκες οι αγρότες υποχρεώθηκαν σε ενοικίαση της γης ή σε εργασία υπό το καθεστώς του κολίγου. Την ίδια στιγμή οι πρόσοδοι των φεουδαρχών αυξάνονταν. Έτσι, ένας κάτοχος τσιφλικιού έπαιρνε ενίοτε το ένα τρίτο από τα έσοδα όσων εργάζονταν σε αυτό, ενώ καμιά φορά καρπώνονταν ακόμη και το μισό των εσόδων.
Αυτό το κέρδος αποτελούσε πηγή ενός πολύ πιο προνομιακού εισοδήματος σε σύγκριση με αυτό που έπαιρνε ένας τιμαριούχος από το λαό. Παράλληλα με τη εξάπλωση του θεσμού των τσιφλικιών εντάθηκαν και οι προσπάθειες πολλών μεγαλογαιοκτημόνων να αυξήσουν τις περιουσίες τους: οι Αλβανοί προύχοντες ανταγωνίζονταν για να εδραιώσουν την πολιτική και οικονομική τους ανωτερότητα. Έτσι, όχι μόνο δημιουργήθηκαν έχθρες που άνοιγαν το δρόμο στην αναρχία αλλά δημιουργήθηκε και ένα περιβάλλον συγκρούσεων και αυθαιρεσίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον που διήρκησε μερικές δεκαετίες, οι φεουδάρχες με σκοπό τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους προέβησαν σε εκτεταμένες μετατροπές εκτάσεων σε τσιφλίκια καθώς και σε λεηλασίες και σφαγές σε βάρος μεγάλων χωριών· στρατολόγησαν ένοπλες ομάδες και χρησιμοποίησαν την τρομοκρατία μέσω αυτών. Παρά τις συνεχείς τους προσπάθειες εναντίον αυτών των ομάδων, αγρότες και χωρικοί δεν κατάφεραν να διασώσουν τις περιουσίες τους: οι κάτοικοι μεγάλων χωριών αναγκάστηκαν να πληρώνουν στους φεουδάρχες μεγάλο μέρος των εσόδων τους. Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, κατά το τέλος της διαμάχης των τοπικών αρχόντων για την εδραίωση της επιρροής τους, εμφανίστηκαν δύο ισχυρά «Πασαλίκια».
Το Πασαλίκι της Σκόδρας με διοικητή τον Μεχμέτ Μπουσάτι και το Πασαλίκι των Ιωαννίνων υπό τη διοίκηση του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Τα πασαλίκια δεν αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές μονάδες του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, ωστόσο μπορούν να θεωρηθούν πολιτικές οντότητες που είχαν ντε φάκτο υπό την διοίκησή τους μια γεωγραφική περιοχή του κράτους και ένα ημιανεξάρτητο χαρακτήρα στο εσωτερικό του. Οι διοικητές των πασαλικιών υπόκειντο απευθείας στο Σουλτάνο αφού οι εξουσίες των πασάδων ορίζονταν χάρη στο κράτος και το Σουλτάνο.
Άλλωστε, μπορούσαν να δρουν ως διοικητές ενός ανεξάρτητου κράτους περιορισμένου στα δικά τους γεωγραφικά όρια αναγνωρίζοντας ξεχωριστά την εξουσία του Σουλτάνου και αποστέλλοντας δώρα και φόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στο περιβάλλον αναρχίας και συγκρούσεων που περιγράφηκε παραπάνω. Ο πατέρας του πέθανε όταν αυτός ήταν εννέα χρονών και έτσι ανατράφηκε από τη μητέρα του Χάνκο (Χάμκο), μια άπληστη και μοχθηρή γυναίκα. Ο Αλή σε νεαρή ηλικία εισήλθε στην υπηρεσία των ισχυρότερων πασάδων της περιοχής. Πρώτα υπηρέτησε κοντά στον Πασά του Ευρίπου και στη συνέχεια διπλά στον Κουρτ Πασά του Μπερατίου.
Αργότερα, απομακρύνθηκε από τον Κουρτ Πασά και βρέθηκε δίπλα στον Καπλάν Πασά του Δελβίνου. Στα 1768 παντρεύτηκε την κόρη του Καπλάν Πασά. Πριν περάσει πολύς καιρός, και για να αποκτήσει τη επιρροή και θέση του πεθερού του, ο Αλή με ένα σωρό δολοπλοκίες έφτασε στο στόχο του. Αφού εξόντωσε τον πεθερό του ήλπιζε ότι θα έπαιρνε τη θέση του αλλά μόλις ο γιος του Καπλάν ο Αλή διορίστηκε διοικητής στο Δέλβινο, οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν.
Τα Χρόνια της Νιότης
H καταγωγή του Αλή Πασά χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Ο ίδιος απέφευγε να ομιλήσει για τους προγόνους του και ανέφερε μόνον την μάνα του. Γύρω στα 1600 ένα ασήμαντο θρησκευτικό ίδρυμα, στην Κιουτάχεια, της Μικράς Ασίας είχε μεταξύ των μελών του και έναν περιπλανώμενο τυχοδιώκτη δερβίση, τον Ναζίφ, ο οποίος ήταν εξισλαμισμένος Χριστιανός. Αυτός βίασε ένα κορίτσι, αδίκημα που τιμωρείται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με θάνατο. Έτσι έφυγε -κρυφά- από τoν τόπο του και κατέληξε στα Βαλκάνια, αλήτης και επαίτης, ώσπου κατέφυγε στο Τεπελένι, όπου και αποφάσισε να μείνει. Γρήγορα οργανώθηκε και δημιούργησε μια συμμορία ένοπλων που λεηλατούσε τα φτωχά χωριά της περιοχής.
Οι ντόπιοι όμως τον ήθελαν, σαν διερμηνέα, επειδή μιλούσε και τη γλώσσα τους και την Τουρκική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοικειωθούν μαζί του, να τον δεχτούν στην κοινωνία τους και τελικώς να τον παντρέψουν με μια, ευγενικής καταγωγής, κοπέλα της περιοχής τους. Ο Ναζίφ απέκτησε έναν γιο, τον Χουσεΐν, που παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου ''μπέη'', η οποία, επειδή ήταν κουτσή, δεν μπορούσε να βρει γαμπρό. Στη ζωή έφερε ένα αγόρι, που το έβγαλε Μουσταφά, και ο οποίος απέκτησε τον βαθμό του ''μπέη''. Όπως ο πατέρας του και ο παππούς του, έκανε τον διερμηνέα, στο Τεπελένι. Τα κατάφερε θαυμάσια και έγινε πρόσωπο με υπόληψη -ο πρώτος μετά τον άρχοντα της περιοχής.
Πεθαίνοντας άφησε έναν γιο και δυο εγγόνια, το πρωτότοκο από τα οποία, ο Μουχτάρ, δεν ήταν άλλος από τον παππού του μετέπειτα Βεζύρη των Ιωαννίνων. Αυτός μπήκε στην υπηρεσία του σουλτάνου και πήρε μέρος, στα 1716 -στην πολιορκία της Κέρκυρας- από τους Οθωμανούς. Πιάστηκε αιχμάλωτος και κρεμάστηκε από τους Βενετσάνους υπερασπιστές του νησιού, υπό τον ναύαρχο Johann Schulenburg. Με τον θάνατό του, στον πόλεμο εναντίον των «άπιστων», ο παππούς πήρε τον τίτλο ''μάρτυρας της πίστης''. Ο Μουχτάρ είχε τρεις γιους, ο μικρότερος από τους οποίους, Βελής -που ήταν νόθος- είναι ο πατέρας του Αλή Πασά.
Για τα παιδικά χρόνια του Αλή είναι γνωστό ότι ήταν πολύ ανήσυχος, του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες και γι’ αυτές εγκατέλειπε τους δασκάλους του και περιφερόταν στα βουνά. Έτσι τα λίγα γράμματα που έμαθε, τα όφειλε και μόνο στην επιμονή της μητέρας του. Είναι γεγονός, πως ο Αλή ανατράφηκε από τη μητέρα του με υπέρμετρη φιλοδοξία και με στόχο να γίνει σπουδαίος, περισσότερο από τον πατέρα του και μάλιστα, κατά τη συνήθη έκφραση του Αλή, αναγνώριζε, πως εκείνη τον έκανε "άντρα και Βεζίρη". Αυτός εκδιώχτηκε από τους δύο αδερφούς του και έτσι αναγκάστηκε να βγει στα βουνά και να ακολουθήσει το πατροπαράδοτο ''επάγγελμα'' του ζωοκλέφτη.
Όταν, μετά από αρκετά χρόνια, έγινε πλούσιος και ισχυρός γύρισε στο Τεπελένι και εκδικήθηκε τους δύο αδερφούς του, καίγοντάς τους ζωντανούς, μέσα σε μια καλύβα. Ο κύκλος του αίματος της φοβερής οικογένειας είχε αρχίσει. Κληρονομώντας ο Βελής την περιουσία τους, κατάφερε να ονομαστεί ''πρώτος αγάς'' του Τεπελενίου. Επειδή όμως η μητέρα των άλλων δύο νόμιμων, παιδιών του, δεν καταγόταν από μεγάλη οικογένεια, κατάφερε να παντρευτεί -σε δεύτερο γάμο- την περίφημη Χάμκω (ή Χάνκω), κόρη του ισχυρού μπέη της Κόνιτσας, του Ζεϊνέλ. Ήταν η μόνη επιτυχία στην ασήμαντη ζωή του.
Έτσι, ο Βελής, συνδέθηκε με μερικές από τις πρώτες οικογένειες της Αρβανιτιάς και με εξέχοντα πρόσωπα, όπως τον Κούρτ Πασά του Μπερατιού, ο οποίος ήταν συγγενής της νέας γυναίκας του. Όμως τελικά δεν πέτυχε στους στόχους του, γιατί ήταν ανίκανος και μαλθακός και έτσι όχι μόνο δεν μπόρεσε να κρατήσει την περιουσία που κληρονόμησε, αλλά πέθανε πάμπτωχος το έτος 1753, σε ηλικία 53 ετών. Με την Χάμκω απέκτησε δύο παιδιά, τον Αλή το 1744 -μάλλον- και τη Χαϊνίτσα, το 1748. Όταν πέθανε, ο πρώτος ήταν εννέα χρόνων, και η δεύτερη πέντε. «Όταν πέθανε ο πατέρας μου», συνήθιζε να λέει αρκετά χρόνια αργότερα ο Αλής, «δεν μου άφησε τίποτε άλλο, παρά μιάν άθλια τρύπα, λίγα χωράφια, εξήντα παράδες και ένα τουφέκι».
Στα δέκα του χρόνια ήταν πλέον ανυπότακτος. Από την παιδική του ακόμη ηλικία έδειξε όχι μόνον μεγάλη ανησυχία και ενεργετικότητα, αλλά και -επίσης- κάποιο είδος νευρικής ευαισθησίας, ασυνήθιστης για τους Αρβανίτες. Πάντοτε επιδίωκε να φεύγει από το πατρικό του σπίτι, και να περιπλανιέται στα βουνά και στα δάση. Παρόλο που ο πατέρας του είχε προσλάβει ένα δάσκαλο για να του μάθει γράμματα, αυτός έτρεχε συνεχώς έξω και έμαθε να διαβάζει παρά μόνον αφού πιέστηκε από τη μάνα του. Ο θρύλος λέει ότι φοίτησε για λίγο και στο Ελληνικό Σχολείο της Βήσσιανης του Πωγωνίου των Ιωαννίνων. Μετά τον θάνατο του Βελή, η Χάμκω ανέλαβε η ίδια την αρχηγία της φαμίλιας.
Πήρε τα άρματα και συγκρότησε συμμορία, ξαναμάζεψε τους ένοπλους του μακαρίτη άντρα της και βγήκε στα βουνά, όπου μοιραζόταν μαζί τους τους κινδύνους και τις δοκιμασίες, μαχόταν και λήστευε πρώτη και καλύτερη. Συγχρόνως, αδίστακτη όπως ήταν, προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντα των δικών της παιδιών δολοφόνησε, με δηλητήριο, τα δυο αγόρια του πρώτου γάμου του άντρα της. Ένα σύνηθες, πλέον, άγριο φαινόμενο που είχε ξεκινήσει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε πιο έντονα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και υιοθετήθηκε ακόμη, σε μεγαλύτερο βαθμό, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μαζί της είχε τον μικρό Αλή ο οποίος και έδειξε ιδιαίτερη ικανότητα, στο να κλέβει πρόβατα και γίδια, ενώ άρχισε να οργανώνει και ληστρικές επιδρομές στα γειτονικά χωριά. Στα δεκαοχτώ του χρόνια ο Αλής άρχισε την επίσημη ληστρική σταδιοδρομία του, με προτροπή της μάνας του, η οποία ήξερε ότι η ανάδειξη στη στρατιωτική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περνούσε μέσα από την παρανομία. Ανίσχυρη η Πύλη να υποτάξει τους ποικιλόνυμους αντάρτες αναγκαζόταν συχνά να συμβιβάζεται, και να παραχωρεί προνόμια και αξιώματα στους λήσταρχους, για να τους έχει στην υπηρεσία της.
Ο νεαρός Αλής -με την ένοπλη συμμορία του- έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος, σε ολόκληρη την Αρβανιτιά και, κυρίως, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ακόμη και την Εύβοια. Έπεφτε με λύσσα επάνω στα ανυπεράσπιστα χωριά, και σκότωνε οποιονδήποτε τολμούσε να του αντισταθεί, ενώ χτυπούσε αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Το όνομά του αρχίζει να περιβάλλεται με μυθική διάσταση. Οι κοτζαμπάσηδες δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Τότε αποφάσισε να επέμβει ο πανίσχυρος Κούρτ Πασάς του Μπερατιού, που ήταν ο επικεφαλής όλης της αστυνομίας της δυτικής Αλβανίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου (Κούρτ σημαίνει ''λύκος'' στα Τουρκικά και πήρε το όνομα αυτό για την τόλμη και την πολεμική του επιδεξιότητα).
Τα σχέδια του Κουρτ Πασά επέτυχαν. Άπειρος από πολεμικές επιχειρήσεις ο Αλής έπεσε εύκολα στις παγίδες που του έστησε ο πολυμήχανος αντίπαλος και γρήγορα αυτός και η συμμορία του βρέθηκαν αιχμάλωτοι στα μπουντρούμια του Μπερατιού. Όλοι οι σύντροφοι του Αλή κρεμάστηκαν. Ο ''Λύκος'' τον άφησε τελευταίο. Όταν όμως τον είδε -από κοντά- εντυπωσιάστηκε από τα πλούσια ξανθά μαλλιά του, τα γεμάτα σπιρτάδα μάτια του, το διάφανο δέρμα του και τις εύστοχες απαντήσεις του. Ο Αλής ήταν τότε μόλις 24 χρόνων. Έτσι αντί να τον εκτελέσει σκέφτηκε να τον κάνει γαμπρό του και να τον παντρέψει με την κόρη του - την πανέμορφη Μαριέμ.
Άλλωστε η μάνα του είχε και μακρινή συγγένεια με τον Κούρτ Πασά και τον προώθησε, με τον τρόπο της. Ο Αλής ενθουσιάστηκε με την πρόταση. Όμως, για κακή του τύχη, την κρίσιμη ημέρα εμφανίστηκε στο σεράι ο πάμπλουτος και γοητευτικός Ιμπραήμ Πασάς, της Αυλώνας, και εζήτησε και αυτός τη Μαριέμ. Ο Λύκος προτίμησε να τη δώσει σε έναν άντρα καλύτερης καταγωγής, όπως ήταν ο Ιμπραήμ. Ο Αλής πληγώθηκε αφάνταστα και καταλήφθηκε από ένα τόσο σκληρό μίσος προς τον Ιμπραήμ που κράτησε για όλη του τη ζωή. Φαρμακωμένος έφυγε από το Βεράτι ντυμένος με ρούχα ζητιάνου.
Συγκρότησε νέα συμμορία στα βουνά και επανέλαβε με μεγαλύτερη ορμή και απίστευτη ωμότητα τις επιδρομές και τις αρπαγές, παίρνοντας έτσι την εκδίκησή του εναντίον του Κούρτ Πασά που τον είχε απορρίψει ως γαμπρό του, για την κόρη του Μαριάμ. Όταν ξανάρχισε τις τρομερές του ληστρικές επιχειρήσεις, ο Πασάς του Μπερατιού εξαγριώθηκε και δεν τον άφησε σε χλωρό κλαρί. Είχε απηυδήσει από τη συμπεριφορά του και έστειλε ισχυρές δυνάμεις να τον εξοντώσουν. Τότε ο Αλής ζήτησε καταφύγιο στο Αργυρόκαστρο, όπου είχε την έδρα του ο Καπλάν Πασάς του Δέλβινου, ορκισμένος αντίπαλος του Κουρτ -Λύκου.
Εκείνος όχι μόνο τον δέχτηκε με ανοιχτές αγκαλες αλλά τον έκανε γαμπρό του, δίνοντάς του για γυναίκα την κόρη του Εμινέ, που ήταν γνωστή με το ''γλυκόηχο'' όνομα Ούλ Γκιουλσούμ. Ο γάμος έγινε στο Αργυρόκαστρο το 1768 με μεγάλη λαμπρότητα. Ο Αλής ήταν 25 χρόνων. Όμως το διαστροφικό μυαλό του δούλευε σατανικά. Έτσι σύντομα κατηγόρησε ψεύτικα και κρυφά τον πεθερό και ευεργέτη του, στην Υψηλή Πύλη, ότι δήθεν είχε πάρει μέρος στην επανάσταση της Χειμάρρας, που είχε συγκλονίσει εκείνη την εποχή την περιοχή αυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η καταγγελία έγινε πιστευτή, και ο Καπλάν αποκεφαλίστηκε. Ο νεαρός Αλής περίμενε την ανταμοιβή του, όμως απογοητεύτηκε.
Πασάς του Δέλβινου τοποθετήθηκε ο πρωτότοκος γιος του Καπλάν, ο Αλήμπεης, που ήταν ήδη συγχρόνως γαμπρός και κουνιάδος του, αφού είχε παντρευτεί την αδερφή του Χαϊνίτσα, μετά από συνοικέσιο που έκανε ο ίδιος. Μάλιστα με τη Χαϊνίτσα είχε ήδη αποκτήσει και δυο παιδιά, τον Ελμάζ και τη Χασμιέ, ανίψια του Αλή. Ο πανούργος γιος της Χάμκως κατάφερε να κάνει όργανό του το 16χρονο αδερφό του Αλήμπεη, Σουλεϊμάν, τον οποίο έπεισε να τον δολοφονήσει, αφού προηγουμένως δεν πέτυχε να πείσει την Χαϊνίτσα να δηλητηριάσει τον άντρα της. Και το αποκορύφωμα ήταν ότι την πάντρεψε τελικά με τον δολοφόνο του συζύγου της, που ήταν και κουνιάδος της.
Πάντως η έλλειψη γραπτών μαρτυριών για την παιδική και εφηβική ηλικία του Αλή, δεν επιτρέπει καμιά βεβαιότητα αναφορικά με τα πρώτα είκοσι περίπου χρόνια της πορείας του. Η χρησιμότητα κάθε προσπάθειας να συνδυαστούν οι ποικίλες αφηγήσεις πάνω στη νεανική του ζωή -και αυτές υπεραφθονούν- σε μια ιστορία, με συνέπεια και συνοχή, ακυρώνεται από τις σφοδρές αντιθέσεις, τις ασυμφωνίες και τις αντιφάσεις. Ο περιηγητής T.S. Hughes, που κατέβαλε ιδιαίτερο κόπο και φροντίδα να ανασυνθέσει τα γεγονότα γράφει:
«Το πρώτο μέρος αυτής της άγριας και ρομαντικής ιστορίας δεν ημπορεί ποτέ να περιγραφεί -με ακρίβεια και αυθεντία- εφ’ όσον στηρίζεται, σχεδόν εντελώς, επάνω σε προφορικές παραδόσεις και διηγήσεις, οι οποίες έχουν περισυλλεχτεί έπειτα από μεγάλη μεσολάβηση χρόνου. Αν και έχω μελετήσει -προσεκτικά- περίπου πενήντα τέτοιες αφηγήσεις, εν τούτοις ποτέ δε συνάντησα δυο που να συμφωνούν μεταξύ τους, ούτε στην σχέση των διαφόρων γεγονότων, ούτε στην ανάπτυξη των δεδομένων».
Η παντελής όμως έλλειψη στοιχείων, για την περίοδο των εφηβικών χρόνων του Αλή, δεν επιτρέπει σε κανένα να αναφερθεί στην περίοδο αυτή. Έτσι εικάζεται, πως μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά την εφηβική του ηλικία, ο Αλή είχε καταφύγει στα γύρω βουνά και έτοιμος, πλέον, μαχητής είχε οργανώσει και αναλάβει αρχηγός συμμοριών που συγκροτούνταν από Τόσκηδες και Λιάπηδες, ληστές με τις οποίες επιχειρούσε τις ληστρικές επιδρομές σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Είναι όμως φανερό ότι, παρόλο, που η γενεαλογία του Πασά υποτιμάται και απαξιώνεται -αρκετές φορές- από τους βιογράφους του, εντούτοις φαίνεται ότι αποτελούσε μέλος της ''ανώτερης'' σειράς της Μουσουλμανικής αριστοκρατίας της Αλβανίας, γιατί ο πατέρας του και ο θείος του ήταν όχι μόνο Πασάδες, αλλά χρημάτισαν και επαρχιακοί διοικητές. Σε ένα υπόμνημα, του 1783, του Γεωργίου Δημητρίου, πρώην προεστού του Αργυροκάστρου, προορισμένο για την Αυλή των Αψβούργων, ο Αλής χαρακτηρίζεται σαν «καταγόμενος από την πλέον αρχοντική γενιά των Τόσκηδων και μια από τις πρώτες οικογένειες της Ηπείρου». Άλλωστε και η μητέρα του Χάμκω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν από μεγάλο τζάκι της Κόνιτσας.
Πρώτες Δραστηριότητες
Από τα 14 χρόνια του, οργάνωνε ληστείες, άρπαζε πρόβατα και κατσίκια και λεηλατούσε ολόκληρα χωριά. Στο χέρι του κρατούσε, πάντοτε, ένα τσεκούρι (Αλής - Τσεκούρας ήταν το παρατσούκλι του, εκείνη την εποχή). Οι επιδρομές του -κατά κανόνα- ήταν πάντοτε επιτυχείς. Υπήρξε ένας από τους καλύτερους καβαλάρηδες, τους ταχύτερους δρομείς και από τους ικανότερους σκοπευτές. Μόνον για μια φορά συνάντησε σθεναρή αντίσταση και αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι του άπραγος και απελπισμένος. Τότε η μητέρα του θύμωσε και του είπε «καλύτερα θα ήταν να πάρεις μια ρόκα και να γνέθεις, παρά να ασχολείσαι με τα όπλα και η θέση σου είναι στο χαρέμι και όχι στα βουνά».
Στο ''επάγγελμά'' του επέδειξε ενεργετικότητα, επιμονή, ασυνειδησία, και σκληρότητα. Λόγω της ληστρικής του αυτής δράσης συνελήφθη από τον πασά του Μπερατίου, Κουρτ Αχμέτ, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές, υπόσχεση την οποία όμως δεν κράτησε, διότι, όπως λέγεται, ο πασάς αρνήθηκε να του δώσει για σύζυγο την κόρη του. Έπειτα λόγω της σκληρής καταδίωξης που αντιμετώπισε, κατέφυγε στον Καπλάν πασά του Δελβίνου του οποίου την κόρη (Εμινέ) παντρεύθηκε το 1768, μνηστεύοντας παράλληλα και την αδελφή του Χαϊνίτσα με το μεγαλύτερο γιο του Καπλάν. Από αυτό τον γάμο ο Αλή απέκτησε και τους δυο του γιους, το Μουχτάρ (1769) και το Βελή (1773).
Μέσω διαφόρων δολοπλοκιών κατάφερε να εξοντώσει τόσο το πεθερό του όσο και τον διάδοχο αυτού Σελήμ, χωρίς όμως να καταφέρει να διοριστεί Πασάς, ενώ εκδικήθηκε τους κατοίκους του Χορμόβου και του Λικλίου οι οποίοι είχαν, πριν από χρόνια, ατιμάσει την μητέρα του. Το 1785 διορίστηκε επόπτης των οδικών αρτηριών της Ρούμελης και ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που δρούσαν στη Θεσσαλία. Όμως το 1787, όταν διορίστηκε πασάς των Τρικάλων, καταδίωξε και εξόντωσε τους πρώην συμμάχους του, λυτρώνοντας την περιοχή από τις ληστρικές επιδρομές και αποκτώντας τη φήμη ενός ικανού διοικητή.
Η ΓΕΝΝΕΤΗΡΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλή Πασάς γεννήθηκε σε τόπο άγριο και φτωχό, την Αλβανία, την ''Χώρα των Αετών''. Το αφιλόξενο και σκληρό περιβάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Η Αλβανία την εποχή εκείνη -μέσα 18ου αιώνα- ήταν μια τυπική επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, διατήρησε μια ανεξάρτητη και αυτόνομη φυσιογνωμία κάτω από το σκήπτρο του Χριστιανού ηγεμόνα της Γεωργίου Καστριώτη - Σκεντέρμπεη (1405 - 1468), ο οποίος απέκρουσε επιτυχώς τις Τουρκικές επιθέσεις. Μετά το θάνατό του οι Τούρκοι επιβλήθηκαν και την ενσωμάτωσαν το 1478.
Μέχρι τότε οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί, λίγο-λίγο όμως άρχισαν να ασπάζονται τον Ισλαμισμό, για να αποφύγουν την υποχρεωτική στρατολόγηση και να απολαμβάνουν τα φορολογικά -τουλάχιστον- πλεονεκτήματα του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Παράλληλα άρχισαν να μετακινούνται συνεχώς προς άλλες περιοχές, ακόμη και τα ελληνικά νησιά, για μόνιμη εγκατάσταση. Το 1820 ο ιστορικός George Finlay έκανε μια έρευνα και διαπίστωσε ότι οι Αλβανοί είχαν εποικήσει μεγάλο μέρος της Ελλάδας: «Αλβανοί κατέχουν ολοσχερώς το μεγαλύτερο μέρος της Βοιωτίας, το νότιο της Άνδρου, όλη τη Σαλαμίνα, και μέρος της Αίγινας.
Στην Πελοπόννησο είναι πολυάριθμοι. Κατέχουν ολόκληρη την Κορινθία και Αργολίδα, καθώς και τμήματα της Αρκαδίας και Αχαΐας. Η αξιολογότερη μερίδα του Αλβανικού πληθυσμού στην Ελλάδα είναι οι 20.000 κάτοικοι της Ύδρας και οι εμποροπλοίαρχοι του Πόρου και του Κρανιδίου. Επιφανέστερος όλων ο Λάζαρος Κουντουριώτης». Οι Αλβανοί αυτοαποκαλούνταν Σκιπητάρηδες, ενώ οι Τούρκοι τους έλεγαν Αρναούτηδες, οι Έλληνες Αρβανίτες, οι Σλάβοι Αρμπανάς και οι Γκέγκηδες Αρμπιναίους. Μισούσαν και περιφρονούσαν -όσο τίποτε άλλο- τους Τούρκους. Με τους Έλληνες ζούσανε αρμονικά. Η θρησκεία τους ουδεμία επίδραση είχε στους περισσότερους. Θεός τους ήταν ο χρυσός και τα λάφυρα.
Η φιλαργυρία τους ατελείωτη. Για τα χρήματα και μόνο ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν οποιονδήποτε. Οι γαιοκτήμονες ήταν καπεταναίοι και αρχηγοί, ενώ οι της κατώτερης τάξης αγρότες, κτηνοτρόφοι και ληστές. Όλοι όμως θεωρούσαν δικαίωμά τους να οπλοφορούν, ενώ οι φυλές μεταξύ τους βρίσκονταν σε ατέλειωτες εχθροπραξίες, σε πείσμα της εξουσίας των τοπικών Πασάδων και της κυριαρχίας του σουλτάνου. Οι Αλβανοί είναι ο μοναδικός λαός ο οποίος έχει φυλετική συγγένεια και κοινή καταγωγή με τους Έλληνες. Οι Αλβανοί φορούσαν τη φουστανέλα -όπως και οι άλλοι λαοί των βόρειων Βαλκανίων- αιώνες πριν αυτή καθιερωθεί σαν εθνική στολή των Ελλήνων.
Ήδη σε έγγραφο του 1355, πιστοποιείται η ύπαρξή της στην Αρβανιτιά, ενώ η ονομασία της προέρχεται από το Ιταλικό fustagno. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε με την ομαδική Αρβανίτικη μετανάστευση του 16ου και 17ου αιώνα. Οι Υδραίοι - Αρβανίτες Κουντουριώτηδες την έκαναν μόδα στο Μοριά, ενώ η Ρούμελη είχε προηγηθεί. Στα Γιάννενα του Αλή όλοι οι αρματωλοί του -Έλληνες και Αρβανίτες- και οι γιοι του φορούσαν φουστανέλα, ενώ ο ίδιος όχι. Στην Ελλάδα η φουστανέλα καθιερώθηκε ως επίσημη εθνική ενδυμασία μόλις το έτος 1834 από το βασιλιά Όθωνα. Στην προεπαναστατική Ελλάδα η φουστανέλα δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το ρομαντικό λευκό ένδυμα, που η Ελληνική λαϊκή παράδοση δημιούργησε.
Ο περιηγητής W. M. Leake σημειώνει το 1810 στα Γιάννενα: «Η Αρβανίτικη αυτή φορεσιά είναι όμορφη μόνον όταν είναι καινούργια και καθαρή. Οι αξιωματικοί του Αλή ξεχωρίζουν από τους στρατιώτες από τις καθαρότερες φουστανέλες. Οι τελευταίοι την αφήνουν λερωμένη ώσπου να λειώσει επάνω τους. Είναι εντελώς βρώμικη και λιγδιασμένη με χοιρινό λίπος, για να είναι αδιάβροχη. Χρησιμοποιούν τις δίπλες της σαν προσόψι, μαντήλι και πατσαβούρα για να καθαρίζουν το σώμα, τα όπλα και τα μαχαίρια τους. Υπάρχουν φουστανέλες ακόμη και με 500 δίπλες, που για να γίνουν χρειάζονται ολόκληρο τόπι υφάσματος».
Κάτω από τη φουστανέλα οι Έλληνες τσολιάδες (τσολιάς σήμαινε αυτός που φοράει τσόλια, δηλ. κουρέλια) δεν φορούσαν εσώρουχο - σε αντίθεση με τους Αρβανίτες. Είναι γνωστό το επεισόδιο του Καραϊσκάκη με τον Αλή. Σε κάποια γιορτή στα Γιάννενα, σέρνοντας πρώτος το χορό, την στιγμή που έφερε γύρους άθελά του η φουστανέλα του ξεσκέπασε τα απόκρυφα μέρη του. Ο παριστάμενος γιος του Βεζύρη, ο Μουχτάρ, που θεώρησε προσβλητικό το κάμωμα του ''γύφτου'' -όπως έλεγαν τον Καραϊσκάσκη για τη μαυρίλα του- παραπονέθηκε στον πατέρα του. Όταν αυτός κάλεσε τον Καραϊσκάσκη να απολογηθεί, εκείνος για να αποδείξει ότι ήταν συμπτωματικό ξανάκανε το κάμωμα μπροστά στον αφέντη του.
Γελώντας ο Αλής του τη χάρισε, αφού στάθηκε και ο ίδιος μάρτυρας των αποκαλύψεων της φουστανέλας του Καραϊσκάσκη, ο οποίος όμως είχε στις μάχες μαζί του ένα ''παλιόβρακο'', γνωστό με το όνομα ''Κατερίνα'', το οποίο υποχρέωνε να φοράνε όσοι από τους άντρες του έδειχναν φόβο και δειλία στον πόλεμο.
Η ΘΗΡΙΩΔΗΣ ΜΑΝΑ ΧΑΜΚΩ
Η μητέρα του Χάμκω (Εsmihan Hanim στα Αλβανικά), ήταν η κόρη του ισχυρού τοπικού μπέη της Κόνιτσας, Ζεϊνέλ-Μπέη. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτήν. Όλοι συμφωνούν ότι επρόκειτο για ισχυρή προσωπικότητα. Στα νιάτα της λέγεται ότι ήταν πολύ όμορφη. Τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της και τα γαλάζια μάτια της -που κληρονόμησε και στον Αλή- έκαναν πολλές αντρικές καρδιές να κτυπήσουν, αυτή όμως προτίμησε για εραστή της ένα γεροδεμένο Χριστιανό Αρβανίτη, τον Τσαούς Πρίφτη, τον οποίο σπίτωσε στην οικογενειακή της στέγη, αδιαφορώντας για την παρουσία του συζύγου της, τον οποίο καθόλου δεν υπολόγιζε. Μετά από το θάνατο του τελευταίου, και αφού δηλητηρίασε τα δύο παιδιά του από τον πρώτο του γάμο, ανέλαβε τα ηνία της οικογένειας.
Από μικρή έμαθε να ιππεύει και να χειρίζεται τα όπλα. Οργάνωσε δικό της σώμα κλεφτών και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των χωριών του Τεπελενίου. Την είπαν μοχθηρή, ακόλαστη, δόλια, θηριώδη, πλεονέκτρια και πόρνη. Όταν αυτή που έπλασε τον Αλή σαν τον μελλοντικό σατράπη, όντας σκληρή και απαιτητική απέναντί του. Απείθαρχη και περήφανη πέταξε το φερετζέ και πήρε το τουφέκι. Η Χάμκω πέθανε στο σεράι της στο Τεπελένι το 1792 σε ηλικία 67 ετών, πιθανόν από καρκίνο της μήτρας. Ο Pouqueville γράφει ότι άφησε ιδιόχειρη διαθήκη στα Ελληνικά, όμως κάτι τέτοιο ουδέποτε πιστοποιήθηκε ιστορικά.
Ορισμένοι την παρομοιάζουν με την Ολυμπιάδα, την ηπειρώτισσα μητέρα του Αλέξανδρου. σε ό,τι αφορά τη σκληρότητα, την εκδικητικότητα, τη φιλοδοξία και τη δολοπλοκία. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά, που την παρουσιάζει εντελώς διαφορετική. Ο Κονιτσιώτης ιστορικός συγγραφέας Γιάννης Λυμπερόπουλος υποστηρίζει ότι «την διέκριναν η αγάπη προς τον απλό λαό, Χριστιανικό ή Μουσουλμανικό, ο σεβασμός προς την Χριστιανική θρησκεία, η μεγάλη αναγνώριση της παιδευτικής αξίας της Ελληνικής γλώσσας, η εκτίμησή της προς τις δυνατότητες που είχαν οι Έλληνες, το μίσος προς τους τοπικούς αγάδες και μπέηδες που λυμαίνονταν τα χωριά κλπ».
Και εδώ ισχύει ότι και για τα πρώτα χρόνια του Αλή. Όλα προέρχονται από αφηγήσεις, γιατί κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της, όσο αυτή ζούσε.
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΑΔΕΡΦΗ ΧΑΪΝΙΤΣΑ
Ο Αλή Πασάς είχε μόνο μια αδερφή, τη Χαϊνίτσα (ή και Σαχνισά), που την περνούσε τέσσερα χρόνια. Οι δυο τους έμοιαζαν τόσο στη σωματική εμφάνιση, όσο και στα ψυχικά χαρακτηριστικά. Η Χαϊνίτσα διέθετε σπάνια ευφυΐα, ήταν σατραπική και αιμοβόρος αλλά και πολύ περήφανη και εγωίστρια. ταν άγρια και αδίστακτη, σαν τη μάνα της. Συζητούσε με τον αδερφό της για τα προβλήματά του και του πρότεινε πάντοτε λύσεις. Αυτός κάποτε της είπε αστειευόμενος: «Εσύ Σαχνισά αν ήσουνα άντρας θα με ξεπερνούσες». Σε ηλικία 20 ετών την πάντρεψαν με τον Αλή Μπέη, από τον οποίο απέκτησε τον Ελμάζ και την Χασμιέ. Μετά τη δολοφονία του από τον αδερφό του Σουλεϊμάν παντρεύτηκε το δεύτερο και γέννησε μαζί του τον Αδέμ και δυο κόρες.
Ο πρωτότοκος Ελμάζ στα 1805 -σε ηλικία 30 Ετών- ανέλαβε κυβερνήτης των Τρικάλων, λίγο καιρό όμως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του προσβλήθηκε από ευλογιά και απεβίωσε. Η Χαϊνίτσα επειδή θεώρησε ότι ο θάνατος του γιου της οφειλόταν σε λάθη και αμέλεια του γιατρού, διέταξε τον απαγχονισμό του, εκείνος όμως πρόλαβε και διέφυγε. Ο Ελμάζ είχε μια κόρη η οποία παντρεύτηκε τον ξαδερφό της Σελήμ, τον γιο του Βελή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1809, πέθανε και ο εικοσάχρονος δεύτερος γιος της Αδέμ από φυματίωση στα Γιάννενα. Η Χαϊνίτσα τότε έφτασε στα όρια της παραφροσύνης και αφού πρώτα επιχείρησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στην λίμνη των Ιωαννίνων, αποσύρθηκε στο σεράι της στο Λιμπόχοβο.
Βυθίστηκε σε βαθύτατο πένθος, υποχρέωσε όλες τις γυναίκες της αυλής της να κάνουν το ίδιο και επέβαλε στη χήρα του γιου της να κοιμάται επάνω σε ένα σκληρό στρώμα, στο έδαφος. Κατέκαψε τα ωραία ρούχα και τις γούνες της, κατακομμάτιασε -με σφυρί- τα κοσμήματά της, έσπασε όλους τους καθρέφτες στο σεράι και έβαψε τα τζάμια των παραθύρων με μαύρο χρώμα. Απέφευγε να δει οποιονδήποτε επισκέπτη και κλείστηκε στον εαυτό της. Η Χαϊνίτσα δεν ξαναβγήκε από το σεράι του Λιμπόχοβου μετά από το θάνατο του Αδέμ. Η Σαχνισά - Χαϊνίτσα εγκαταστάθηκε μετά το θάνατο του δεύτερου άντρα της στο Λιμπόχοβο κοντά στο Αργυρόκαστρο, όπου έκτισε και ένα μικρό ''σεράι''.
Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1809 και αμέσως ο αδερφός της -πανίσχυρος και πάμπλουτος Βεζύρης των Ιωαννίνων πλέον- της έχτισε ένα νέο παλάτι - οχυρό. Όπως γράφει ο δισέγγονος της Χαϊνίτσας και βιογράφος του Αλή, Αχμέτ Μουφίτ Μπέης Λιμπόχοβα (1876 - 1927), ήταν ένας πύργος που έμοιαζε με ευρωπαϊκό φρούριο. Είχε μεγάλα περιμετρικά τείχη και διέθετε ισχυρά κανόνια. Ο Σπύρος Αραβαντινός αναφέρει ότι κατά το κτίσιμό του έγιναν πολλές αδικίες και τα θεμέλιά του είναι ποτισμένα με ανθρώπινα αίματα. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο, αφού σε όλα τα έργα που έκανε ο Αλής δούλευαν υποχρεωτικά και χωρίς αμοιβή οι κάτοικοι της περιοχής.
Έτσι, όταν κτιζόταν το φρούριο, ο κετχουδάς της Χαϊνίτσας, Ομάρ - Αγάς κατέσχεσε όλα τα υλικά που χρειαζόταν, άμμο, ασβέστη, πέτρες, ξύλα. Γι’ αυτό μετά την εξόντωση του Αλή οι κάτοικοι, έπειτα από δίκη, πήραν από το Μαλίκ Πασά (εγγονό της Χαϊνίτσας) ως αποζημίωση 100.000 γρόσια. Στον Πύργο (που δεν σώζεται σήμερα) έμεινε πολλές φορές ο Αλής, ενώ φιλοξενήθηκαν και ο Λόρδος Μπάυρον με τον John Cam Hobhouse, κατά την πορεία τους προς το Τεπελένι, όπου θα συναντούσαν τον Πασά των Ιωαννίνων. Πολλοί στην Αλβανία πίστευαν για πολλά χρόνια ότι ο Πασάς είχε κρύψει ένα μέρος των θησαυρών του, και, κυρίως, τα κοσμήματά του, στον πύργο του Λιμπόχοβου.
Αυτό -κατά το δισέγγονο της Χαϊνίτσας- δεν είναι αληθινό «γιατί δεν είχε στείλει στην αδερφή του ποτέ ούτε ένα οβολό, εκτός από τα χρήματα που ξόδεψε για να χτίσει το σεράι και το φρούριο». Μετά την πτώση του Πασά, ο νικητής Χουρσίτ δεν πείραξε τον πύργο, στον οποίο έμεναν, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οι εγγονοί της Χαϊνίτσας, Ιζέτ μπέης και Μαλίκ μπέης. Η αδερφή του Τεπελενλή πέθανε τα τέλη Μαΐου του 1821 (οκτώ μήνες πριν από την εκτέλεσή του) και κηδεύτηκε στο Λιμπόχοβο, όπου σήμερα βρίσκεται άθικτος ο τάφος της, ενώ η επιτύμβια στήλη του εκτίθεται στο Μουσείο Τιράνων.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΙΝΕ
Πρώτη γυναίκα του Αλή, ήταν η Εμινέ. Όταν παντρεύτηκαν στο Αργυρόκαστρο, το 1768, εκείνη ήταν 20 ετών και ο Αλής 28. Είχε σεμνό και καλοκάγαθο χαρακτήρα. Λέγεται ότι μετά την γέννηση του Μουχτάρ, ο Βεζύρης δεν την άφησε να τον θηλάσει, από φόβο μήπως τη μοιάσει σε πραότητα και σε καλοσύνη. Έβγαινε συχνά στην πόλη για να βοηθήσει τους φτωχούς και ανήμπορους. Είχε πολλές φορές καταφέρει να αποτρέψει τον Αλή από φριχτές πράξεις. Αλλά και αυτός τη σεβόταν, ίσως να την αγαπούσε κιόλας. Εκτός από δυο γιους γέννησε και μια κόρη. Ο Αλής, την πήρε με δόλο από την αγκαλιά της και την έπνιξε στη λίμνη. Δεν ήθελε θηλυκούς απογόνους.
Στην Εμινέ είπε ότι, δήθεν, αρρώστησε και πέθανε, όμως στον Pouqueville αποκάλυψε ο ίδιος την αλήθεια. Ο θάνατος της Εμινέ ήταν τραγικός. Όταν, στα 1803, ο Πασάς βρισκόταν στο αποκορύφωμα του πολέμου εναντίον των Σουλιωτών, αυτή φοβούμενη ότι οι άγριοι και πολεμοχαρείς ορεσίβιοι θα τον εκδικηθούν σκοτώνοντας τους δυο γιους τους, τον ικέτευσε να σταματήσει τον πόλεμο, επικαλούμενη μάλιστα και ένα όνειρο που είχε δει. Ο Αλής έγινε έξαλλος. Κραύγασε και όρμησε εναντίον της, εκτοξεύοντάς της φοβερές κατάρες και απειλές, ενώ συγχρόνως άρπαξε ένα πιστόλι και πυροβόλησε στον αέρα για να την τρομοκρατήσει. Αυτή από το φόβο της λιποθύμησε και έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα.
Αμέσως ήρθε ο Ιταλός γιατρός Tozoni (ο Αλής τον είχε ειδικά για να δηλητηριάζει τους αντιπάλους του), εξέτασε την άτυχη Εμινέ και είδε ότι δεν πέθανε, αλλά απλά ήταν λιπόθυμη. Το ίδιο βράδυ ο Πασάς πήγε ανήσυχος στον οντά της, αλλά εκείνη δεν του άνοιγε. Τότε έσπασε την πόρτα και μπήκε. Όταν εκείνη τον αντίκρισε μαρμάρωσε, τον κοίταξε με τρόμο και ξαφνικά έπαθε αποπληξία. Πριν ξημερώσει ήταν νεκρή. Το περιστατικό αφηγήθηκε ο ίδιος ο Paolo Tozoni στον πρόξενο Pouqueville. Όταν πέθανε η Εμινέ ήταν 56 χρονών. Ο Αλής την έθαψε με τιμές σε ένα μνήμα με περίτεχνο κιγκλίδωμα, στην ακρόπολη του Ιτς - Καλέ. Στον ίδιο τάφο τοποθετήθηκε και το ακέφαλο σώμα του, 20 χρόνια μετά.
Ύστερα από επιθυμία του γράφτηκε στην επιτύμβια πλάκα το επίγραμμα: «Η έχουσα καλόν όνομα κόρη του Καπλάν Πασά, Ουμ Γκιουλσούμ Χανούμ, μένει ευχαριστημένη εις τον παράδεισον. Ας έχει ζωήν η υψηλή οικογένειά της, διότι ελύπησε (αγάπησε) τον αρχηγόν Αλή Πασάν». Όπως προαναφέρθηκε ο Πασάς δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη γυναίκα του Εμινέ, αλλά πυροβόλησε απλώς στον αέρα, για να την τρομάξει, επειδή τόλμησε να του πει να συμβιβαστεί με τους Σουλιώτες. Κατά βάθος εκτιμούσε και σεβόταν την ευγενική και καλόψυχη Αρβανιτοπούλα. Για πολλά χρόνια ο σκληρός σατράπης δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τη σκέψη της.
Την έβλεπε συχνά στα όνειρά του, ξυπνούσε ιδρωμένος, τρομαγμένος και φοβισμένος, ούρλιαζε και κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι του, ενώ οι ικεσίες του να τον συγχωρέσει ακούγονταν σε όλο το παλάτι.
ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΕΝΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Η άρνηση του Κούρτ - Πασά να δώσει την κόρη του Μαριέμ σύζυγο στον Αλή, του προξένησε βαθύ ψυχικό τραύμα. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί βαριά. Ο ευγενής και πράος Ιμπραήμ της Αυλώνας δεν πήρε όμως μόνο την κόρη του Κούρτ, αλλά μετά τον θάνατο του ''Λύκου'' έγινε και Πασάς του Μπερατιού. Ο Αλής τον μίσησε θανάσιμα και ορκίστηκε εκδίκηση. Αρκετά χρόνια αργότερα συνέβη ένας τριπλός γάμος. Ο πρωτότοκος γιός του Αλή, ο Μουχτάρ, παντρεύτηκε την Πάσω, μεγαλύτερη κόρη του Ιμπραήμ, ο δευτερότοκος Βελής την μικρότερη Ζεϊμπεντέ, και ο ανεψιός του Αδέμ -γιος της αδερφής του Χαϊνίτσας- την τρίτη κόρη του Ιμπραήμ, την Μπελαΐς Χανούμ.
Έτσι πίστευε ο πανούργος Βεζύρης ότι θα εξουδετερώσει τον μισητό αντίπαλό του. Όμως όχι μόνον αυτό δεν έγινε, αλλά ο Ιμπραήμ βοήθησε σημαντικά τους Σουλιώτες στους αγώνές τους κατά σατράπη. Ο Αλής προσπάθησε πολλές φορές να νικήσει τον Πασά του Βερατίου, όμως όλες οι επιχειρήσεις εναντίον του απέτυχαν. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1810, εξαπέλυσε εναντίον του Μπερατιού τον ικανότατο στρατηγό του Ομέρ Βρυώνη, επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης. Μετά από οχτάμηνη πολιορκία ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε το κάστρο του και κατέφυγε στη γενέτειρα του Αυλώνα, με σκοπό να περάσει στη Γαλλοκρατούμενη Κέρκυρα.
Ο Ομέρ τον κυνήγησε και, τελικά, τον αιχμαλώτισε. Ο άτυχος Πασάς οδηγήθηκε αλυσοδεμένος στα Γιάννενα όπου, με το γιο του Σουλεϊμάν, ρίχτηκε στα μπουντρούμια της Λιθαρίτσας. Μαζί τους πιάστηκε και ο νεανικός έρωτάς του Αλή, η γερασμένη πια Μαριέμ, την οποία κράτησε σε περιορισμό στο χαρέμι του της Κόνιτσας. Δέκα χρόνια έμειναν φυλακισμένοι ο Ιμπραήμ και ο γιος του στα Γιάννενα. Ο Αλής είχε απαγορεύσει στις δυο κόρες του Ζεϊμπεντέ και Πάσω να τον επισκέπτονται. Αυτές του έστελναν κρυφά φαγητό που μαγείρευαν μόνες τους, γιατί φοβόνταν μήπως τον δηλητηριάσουν.
Ο σουλτάνος έστειλε διαταγή να απελευθερωθεί ο υψηλός φυλακισμένος, αλλά ο Βεζύρης την αγνόησε. Ο Ιμπραήμ πέθανε σε ηλικία 80 ετών, το 1820, στα Γιάννενα. Ο Σουλεϊμάν ελευθερώθηκε από τους Τούρκους και κατέλαβε υψηλόβαθμη κυβερνητική θέση.
Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19oυ ΑΙΩΝΑ
H γεωγραφική θέση και η μορφολογία του εδάφους, δηλαδή το ανάγλυφο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο (θετικό και αρνητικό) στην ιστορική πορεία της Hπείρου. Η θέση της απέναντι στα Βενετοκρατούμενα (ως το 1797) Επτάνησα -και μάλιστα απέναντι στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα των Επτανήσων- και τα παραθαλάσσια Βενετικά προγεφυρώματα (Πρέβεζα και Πάργα) στην περιοχή της, καθώς και η μικρή απόσταση που την χωρίζει από την Ιταλία καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική - οικονομική και πολιτιστική της ανάπτυξη. Aπό τη μια, το ορεινό του εδάφους με τον κατακόρυφο άξονα Πίνδου - Γράμμου καθιστούσε δύσκολη την επικοινωνία της μιας περιοχής με την άλλη.
Oι διαδοχικοί ορεινοί όγκοι και το δύσβατο του εδάφους δυσχέραιναν τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Από την άλλη πλευρά όμως, οι κοιλάδες και τα πολλά ποτάμια που διασχίζουν την Ηπειρωτική γη (Άραχθος, Αχέροντας, Καλαμάς, Λούρος, Δρίνος), λειτουργούσαν ως δίοδοι της ενδοηπειρωτικής επικοινωνίας. Oι χερσαίοι δρόμοι που ένωναν ο ένας τα Γιάννενα με τα Τρίκαλα και τα Γρεβενά, διαμέσου του Μετσόβου, και ο άλλος (ο βορειότερος) τα Γιάννενα με την Κορυτσά και το Μοναστήρι, γίνονταν τον χειμώνα δυσκολοδιάβατοι, δυσχεραίνοντας τη μετακίνηση ταξιδιωτών και εμπόρων. Γι’ αυτό, ως αντίβαρο, αναπτύχθηκαν οι θαλάσσιες συγκοινωνίες στα δυτικά της (λιμάνια Πρέβεζας, Σαγιάδας, Σαλαχώρας).
Ας σημειωθεί ότι οι δυσκολίες διαβίωσης, εξαιτίας του ορεινού εδάφους, δημιουργούν έναν τύπο σκληραγωγημένου, ανυπότακτου και επαναστάτη, κάτι που παρατηρείται και σ’ άλλες ορεινές κοινωνίες του Ελληνικού χώρου (Μάνη, Σφακιά), αλλά και έξω απ’ αυτόν. O πληθυσμός της Hπείρου -όπως και των άλλων ορεινών εδαφών της Βαλκανικής την ίδια περίοδο- είναι κατεξοχήν κτηνοτροφικός, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι ξένοι περιηγητές, οι πρόξενοι, οι Θεσπρωτός - Ψαλίδας, ο Π. Αραβαντινός και τα λίγα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα που έχουν εκδοθεί. Σύμφωνα με τον αξιόπιστο πρόξενο της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη Beaujour (Μπωζούρ), ο πληθυσμός της Hπείρου έφθανε στα τέλη του 18ου αιώνα στις 400.000 ψυχές.
Tο Ελληνικό στοιχείο επικρατούσε, υπήρχαν όμως και πολλοί Τούρκοι, Αλβανοί (Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, ένα ποσοστό των οποίων προερχόταν από εξισλαμισμούς) και κάμποσοι Εβραίοι (κυρίως στα Γιάννενα και στην Άρτα). Από τις πόλεις ξεχωρίζουν τα Ιωάννινα, έδρα του ομώνυμου σαντζακιού / Πασαλικιού και οικονομικό - πολιτιστικό κέντρο όλου του βορειοδυτικού Ελληνικού χώρου. O πληθυσμός τους ανερχόταν την περίοδο αυτή σε 35.000 με 40.000 περίπου άτομα από τα οποία τα 2/3 περ. ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι, Αλβανοί και Εβραίοι.
Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα ήταν η Μοσχόπολη, μία από τις πιο ανθηρές οικονομικά πόλεις της Βαλκανικής (χάρη στην πλούσια κτηνοτροφία της περιοχής), με πληθυσμό πάνω από 40.000 πριν από την καταστροφή της (1769) και η Άρτα με 10.000 περίπου κατοίκους στα τέλη του 18ου αιώνα. Αντίθετα, η Βενετοκρατούμενη ως το 1797 Πρέβεζα είχε μόλις 1.876 κατοίκους το 1784. Στις πηγές δεν μαρτυρούνται σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των διαφορετικών εθνοτήτων στις πόλεις. Μικρότερα οικονομικά κέντρα ήταν το Μέτσοβο, κτηνοτροφικό κέντρο της ανατολικής Hπείρου, η Αυλώνα, σημαντικό λιμάνι στην Αδριατική, κ.ά..
Πολλοί Ηπειρώτες ακολούθησαν τους δρόμους της μετανάστευσης. Σε μία πρώτη φάση (16ο - 18ο αιώνα) θα εγκατασταθούν κυρίως στη Βενετία. Τούτο δεν είναι άσχετο με τη γειτνίαση με Βενετοκρατούμενες περιοχές. Πολλοί θα πλουτίσουν από το εμπόριο και κάποιοι (όπως οι Γλυκύς, Σάρρος και Θεοδοσίου) ιδρύουν τα πρώτα Ελληνικά τυπογραφεία σ’ αυτή την πόλη, τροφοδοτώντας με βιβλία όλο τον Ελληνισμό. Άλλοι (όπως ο Επιφάνιος) θα δώσουν χρήματα για την ίδρυση σχολείων. Πολλοί, επίσης, Ηπειρώτες θα εγκατασταθούν στην κεντρική Ευρώπη, στη Μοδοβλαχία και στη Ρωσία. Αρκετοί θα πλουτίσουν από το εμπόριο και θα ευεργετήσουν τις γεννέτηρές τους προσφέροντας χρήματα για ίδρυση σχολείων ή για άλλα έργα ευποιΐας.
Η μορφολογία του εδάφους και οι κληματολογικές συνθήκες της Hπείρου ευνοούσαν την κτηνοτροφία και λιγότερο τη γεωργία. O Πουκεβίλ γράφει ότι στις αρχές του 19ου αιώνα εκτρέφονταν στην Ήπειρο 1.700.000 αιγοπρόβατα, στα οποία πρέπει να προστεθούν και 1.000.000 αιγοπρόβατα της οικογένειας του Αλή Πασά. Πολλά ηπειρωτικά προϊόντα εξάγονταν. H εμπορική σημασία της Hπείρου προκάλεσε νωρίς το ενδιαφέρον της Γαλλίας που υλοποιήθηκε με την ίδρυση Γαλλικού προξενείου στην Άρτα, το 1702, στο οποίο υπάγονταν τα υποπροξενεία του Μεσολογγιού, της Σαγιάδας, της Πρέβεζας και της Αυλώνας.
Aπό αυτά τα λιμάνια εξάγονταν τα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα της Ηπείρου, αλλά και της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Το 1791 ότι υπήρχαν πολλοί αμπελώνες στην στο Zαγόρι, στην Παραμυθιά, στην Κόνιτσα, στη Ζίτσα που παρήγαγαν εξαιρετικό κρασί. Oι Γάλλοι πρόξενοι και οι διάφοροι περιηγητές σημειώνουν ότι κάθε χρόνο εξάγονταν από τον Αμβρακικό κόλπο δημητριακά, βαμβάκι, καπνός, κρασί, ξυλεία κ. ά. Eνα μέρος των εξαγόμενων προϊόντων έφθανε με καραβάνια στα Ιωάννινα από τη Θεσσαλία (μετάξι), ακόμη και από τη Μολδοβλαχία (κερί, βουβαλοδέρματα) και από κει μεταφερόταν στα λιμάνια του Ιονίου.
Άλλα καραβάνια μετέφεραν εμπορεύματα από την Ήπειρο στην κεντρική Ευρώπη από στεριανούς δρόμους. Στα Ιωάννινα λειτουργούσαν την περίοδο αυτή πολλές βιοτεχνίες γουναρικών, βυρσοδεψίας, αργυροχρυσοχοΐας, ραφτάδικων, κατασκευής καπών κλπ, οργανωμένες στις συντεχνίες (εσνάφια, esnaf) της πόλης. Oι «πρωτομαϊστορες των συντεχνιών», δηλ. οι αρχηγοί των συντεχνιών, μαζί με τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τους εμπόρους συγκροτούσαν το συμβούλιο της ελληνικής κοινότητας των Ιωαννίνων που ήταν υπεύθυνο για την κατανομή και είσπραξη των φόρων και για μία σειρά εσωτερικών ζητημάτων. Πολύ ανεπτυγμένη ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση στα 47 Ζαγοροχώρια.
O γενικός προεστός της ομοσπονδίας τους έμενε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα στα Ιωάννινα όπου γίνονταν οι συνελεύσεις των προκρίτων των Ζαγοροχωρίων, εκδικάζονταν σοβαρές υποθέσεις και παίρνονταν αποφάσεις για διάφορα ζητήματα. Στο Mέτσοβο -στο οποίο είχαν παραχωρηθεί το 1430 προνόμια που ανανεώθηκαν πολλές φορές- οι κάτοικοι εξέλεγαν μία επταμελή επιτροπή που την αποτελούσαν ο δημογέροντας, ο έφορος των σχολείων, ο φροντιστής των νερών, ο εισπράκτορας των φόρων, ο αγορονόμος, ο επίτροπος των εκκλησιών και ο αρχηγός της φρουράς του τόπου.
Τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα η Ήπειρος γίνεται χώρος έντονων πνευματικών - εκπαιδευτικών και, γενικά, πολιτιστικών διεργασιών και βρίσκεται, κατά κοινή παραδοχή των ειδικών, στην πρωτοπορία των προοδευτικών ιδεών του Τουρκοκρατούμενου Ελληνικού χώρου, χάρη στο εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο φωτισμένων δασκάλων (κυρίως του Ψαλίδα και του Βηλαρά), και χώρος πολιτικών διεργασιών, λόγω της παρουσίας του Αλή Πασά. Tα Ιωάννινα δεν είναι πια την περίοδο αυτή ένα απλό επαρχιακό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά πρωτεύουσα ενός εκτεταμένου Πασαλικιού προς την οποία στρέφονται τα βλέμματα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας
Ο διάσημος Γάλλος χαρτογράφος και γεωγράφος Jean Υ Denis - Barbié du Bocage (1760 - 1825) σχεδίασε τρεις συνολικά χάρτες της πρωτεύουσας του Αλή Πασά, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του. Ο Βocage φιλοτέχνησε περίπου 180 χάρτες διάφορων περιοχών της Ελλάδας, εκτελώντας παραγγελίες των περιηγητών Marie - Gabriel - Florent - Auguste de Choiseul - Couffier (1752 - 1817), Abbé Jean - Jacques Barthélemy (1716 - 1795) και του Pouqueville, για την εικονογράφηση των έργων τους. Και όμως -όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο- ο Bocage ουδέποτε επισκέφτηκε την Ελλάδα.
Ο ΑΛΗ ''ΠΑΣΑΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ''
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλή Πασάς είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια συνεχώς αυξανόμενη ισχυρή επιρροή γύρω από δράσεις που αναλάμβανε στο πλευρό του Κουρτ και του Καπλάν Πασά. Ο Αλή συχνά συμμετείχε σε διαμάχες μεταξύ φεουδαρχών αλλά επειδή γενικά έπαιρνε το μέρος του Σουλτάνου, είχε τραβήξει την προσοχή της Κωνσταντινούπολης. Στα 1785 διορίστηκε διοικητής στο Δέλβινο και απέκτησε τον τίτλο του Πασά. Ένα χρόνο μετά έγινε διοικητής σαντζακιού. Γρήγορα εδραίωσε το καθεστώς του στην περιοχή πολεμώντας ληστές και άτακτους επιδρομείς και ο Σουλτάνος του παραχώρησε την αρχηγεία των φυλακίων της Τοσκερίας (Νότιας Αλβανίας) και της Ηπείρου.
O πιο σημαντικός στόχος του Αλή Πασά την εποχή εκείνη ήταν η πόλη των Ιωαννίνων. Σε μια σημαντική και πλούσια πόλη όπως ήταν τα Γιάννενα η οικονομική δραστηριότητα είχε αυξηθεί αρκετά. Ο αριθμός των εμπόρων και των τεχνιτών ήταν μεγάλος. Παρά τις προσπάθειες πολλών φεουδαρχών να θέσουν την πόλη υπό την κυριαρχία τους, στα 1788 ο έλεγχος της πόλης περνάει στα χέρια του Αλή Πασά. Ακολούθως, με ένα φιρμάνι της η Υψηλή Πύλη επικύρωσε την κυριαρχία του. Αφού εξασφάλισε τη διοίκηση των Ιωαννίνων και την αρχηγεία των φυλακίων της περιοχής, ο Αλή Πασάς συμμετείχε σε εκστρατείες του κράτους αναλαμβάνοντας -ως διοικητής της Ρούμελης- σημαντικό ρόλο στην καταστολή ορεινών εξεγέρσεων.
Εκμεταλλευόμενος την πείρα από προηγούμενες εκστρατείες όπως ο πόλεμος του 1789 εναντίον Ρωσίας και Αυστρίας και η καταστολή της εξέγερσης που ξέσπασε στη Σερβία ένα χρόνο αργότερα. Ο Αλή Πασάς από τη μια πλευρά ενεργούσε με σκοπό να διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με την Υψηλή Πύλη και από την άλλη κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον γειτονικών περιοχών. Όπως ακριβώς έγινε όταν μεταξύ των ετών 1789 - 1791, δράττοντας της ευκαιρίας του πολέμου της Αυτοκρατορίας με τη Ρωσία και την Αυστρία, επιτέθηκε στη νότια Αλβανία (Τοσκερία) και σε άλλες περιοχές και επέβαλε την κυριαρχία του.
Όμως, μετά το τέλος του πολέμου και για να μην προκαλέσει την αντίδραση του Σουλτάνου σταμάτησε τις επιθέσεις του. Παράλληλα, ο Αλή Πασάς δεν άφηνε να χαθεί η παραμικρή ευκαιρία συνεχών φιλόδοξων επιχειρήσεων με στόχο να εκδικηθεί τους εχθρούς του, να αυξήσει τα πλούτη του και να επεκτείνει την εξουσία του. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ταυτόχρονα με την εμφάνιση της Γαλλικής απειλής για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Αλή άρχισε ξανά τις επεκτατικές του επιχειρήσεις. Τα προηγούμενα χρόνια είχε επιδοθεί σε μια μακρά σειρά από αιματηρές συγκρούσεις με τους Ορθόδοξους Χριστιανούς του Σουλίου που του αντιστέκονταν.
Οι συγκρούσεις διήρκησαν χρόνια λόγω της πολεμικής ικανότητας των Σουλιωτών και της μορφολογίας του εδάφους της περιοχής βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν τα βουνά. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η σφαγή μεγάλου μέρους του πληθυσμού του Σουλίου και η μετακίνηση πολλών Σουλιωτών στην Πάργα και την Κέρκυρα. Στη συνέχεια ο Αλή Πασάς κατέλαβε την Πρέβεζα που είχαν υπό την κατοχή τους οι Γάλλοι (1798) αποκτώντας έτσι τον τίτλο του βεζίρη. Η επιρροή και εξουσία του Αλή μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ωστόσο, η εξολόθρευση των αντιπάλων του, που ήταν και ο πιο σημαντικός του στόχος, δεν είχε ακόμα επιτευχθεί.
Ο Μουσταφά Πασάς στο Δέλβινο και ο Ιμπραήμ Πασάς στο Μπεράτι πρόβαλαν ως τα σημαντικότερα εμπόδια για την εξάπλωση της κυριαρχίας του. Η Πύλη, με σκοπό να παρεμποδίσει τις συμμαχίες των τοπικών ηγεμόνων και οδηγώντας πάντα τον ένα σε σύγκρουση με τον άλλο, υποστήριζε τον Ιμπραήμ Πασά χρησιμοποιώντας τον ως εμπόδιο στην επεκτατική απειλή του Αλή. Ο πλούτος και η γονιμότητα της γης που κατείχε ο Ιμπραήμ Πασάς όμως, καθώς και οι δυνατότητες ανάπτυξης του εμπορίου στην περιοχή του, αποτελούσαν ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για τον Αλή.
Έτσι, ο Αλή έχοντας καταρχήν παντρέψει τους δυο γιους του με τις κόρες του Ιμπραήμ Πασά αποκτώντας συγγένεια μαζί του, έστειλε εναντίον του στρατεύματα ενώ είχε ήδη αποδυναμώσει σε μεγάλο βαθμό τον αντίπαλο στρατό χρηματίζοντας τον. Ο Ιμπραήμ Πασάς κατέφυγε στην Αυλώνα, ζήτησε βοήθεια από τους Γάλλους αλλά δεν κατάφερε να την πάρει. Ο Αλή Πασάς χρησιμοποίησε τις επαφές αυτές του Ιμπραήμ Πασά με τη Γαλλία ως δικαιολογία για τον εξουδετερώσει διαδίδοντας φήμες περί προδοσίας του. Ο Αλή επιτέθηκε στην Αυλώνα, μετέφερε τον Ιμπραήμ Πασά στα Γιάννενα και τον κράτησε φυλακισμένο μέχρι τον θάνατό του.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αναδειχτεί ως ο νέος ηγεμόνας στο Μπεράτι και την Αυλώνα, περιφέρειες που κατακτήθηκαν περισσότερο με τη δύναμη του χρήματος παρά των όπλων. Αν και οι πράξεις του Αλή Πασά εναντίον του Ιμπραήμ που είχε κάποιο γόητρο στην Πύλη εξόργισαν τον Σουλτάνο, αυτός δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το θέμα επειδή βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία εκείνη την περίοδο. Ο Αλή διόρισε διοικητή της Αυλώνας τον γιο του, Μουχτάρ. Όταν κλήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία που ξεκινούσε εναντίον των Ρώσων εκείνη την περίοδο, προβάλλοντας ως δικαιολογία την προχωρημένη του ηλικία και τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του, δεν εκτέλεσε τη διαταγή.
Αλλά επειδή ακριβώς ενεργούσε με γνώμονα τις καλές σχέσεις με την Πύλη, έστειλε τους γιους του Μουχτάρ και Βελή. Ο Αλή Πασάς έστειλε στρατεύματα και στο Δέλβινο προκειμένου να εξοντώσει και τον άλλο του εχθρό τον Μουσταφά Πασά. Στα 1811, και ενώ η πόλη παραδίδεται, ο Μουσταφά Πασάς διαφεύγει στο Γαρδίκι όπου ζούσαν παραδοσιακοί εχθροί του Αλή. Μετά κι από αυτό ο Αλή Πασάς λεηλάτησε εξολοκλήρου την περιοχή σφαγιάζοντας ανελέητα τους κατοίκους του Γαρδικίου. Στο εξής ο Αλή θα έχει τον πρώτο λόγο στην περιοχή. Η ηγεμονική του περιφέρεια περιέκλειε ολόκληρη την Νότια Αλβανία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο εκτός από την Πάργα.
Η τέτοιας έκτασης ενδυνάμωση της ισχύος του προβλημάτιζε αρκετά την Πύλη και συχνά πρόβαλε ως προειδοποίηση στο πρόσωπό του. Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσαν να παρθούν αυστηρότερα μέτρα εναντίον του Αλή Πασά αλλά φαίνεται ότι η κεντρική εξουσία που πολεμούσε να καταστείλει τη Σερβική επανάσταση είχε αφήσει το πρόβλημα αυτό για αργότερα.
ΠΑΣΑΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Το 1788, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζότ, λόγω εκστρατείας στον Δούναβη, άρπαξε το Πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντάς του, μάλιστα, δικαιοδοσία και στη Στερεά Ελλάδα. Ως Πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη, διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα και κατέλαβε την Πρέβεζα, μετά από σύντομη πολιορκία.
Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε τη Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Μάλιστα για αυτό του το επίτευγμα διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά, ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι τη Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου, το 1812, και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους, το 1819. Όντας ήδη αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλή είδε το κράτος του να εκτείνεται, στη μέγιστή του εξάπλωση, από την Πελοπόννησο μέχρι τη Μακεδονία.
Η Πραγμάτωση του Ονείρου
Μετά την εξόντωση ολόκληρης της οικογένειας του πεθερού και ευεργέτη του Καπλάν - Πασά του Δέλβινου, ο Αλής πίστευσε ότι θα έπαιρνε την θέση του. Καινούργια, όμως, απογοήτευση. Διάδοχος δεν ορίστηκε ο ίδιος -όπως περίμενε- αλλά ένας ντόπιος τοπάρχης του Αργυροκάστρου, ο Μουσταφά Κόκας, ο οποίος όμως λίγο μετά δολοφονήθηκε από άγνωστο χέρι. Όλοι κατάλαβαν ποιός τον σκότωσε. Αλλά και πάλι έχασε το παιγνίδι αφού τον δολοφονημένο διαδέχτηκε κάποιος προύχοντας από το Αργυρόκαστρο, ο Σελήμ Μπέης. Στην αρχή ο Αλής του έκανε το φίλο και κέρδισε έτσι την εμπιστοσύνη του. Όμως, τότε, το σατανικό του μυαλό συνέλαβε νέο αιματηρό σχέδιο.
Η μέθοδος γνωστή και δοκιμασμένη. Κατηγορεί το Σελήμ στην Κωνσταντινούπολη ότι δήθεν συνεργάστηκε με τους Βενετσάνους κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο της εποχής εκείνης, με αποτέλεσμα η Υψηλή Πύλη, να τον καταδικάσει σε θάνατο. Μάλιστα, το σχετικό ''φιρμάνι'', στάλθηκε στον ίδιο με την εντολή να το εκτελέσει. Ο Αλής σκότωσε λοιπόν τον Σελήμ. Για ανταμοιβή του διορίστηκε -επί τέλους- Πασάς του Δέλβινου. Όμως και πάλι ατύχησε γιατί ο γιος του δολοφονημένου έπεισε την Υψηλή Πύλη για το άδικο των κατηγοριών κατά του πατέρα του και πήρε τελικά αυτός το Πασαλίκι. Ο εκπρόσωπος του Αλή στο Δέλβινο λυντσαρίστηκε από τους ντόπιους.
Ο γιος της Χάμκως αυτή τη φορά δεν αντέδρασε. Κατάλαβε ότι ο μικρόκοσμος της Αρβανιτιάς δεν χωρούσε πια τις άμετρες φιλοδοξίες του. Και ξεκινά να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του, να γίνει Πασάς στα Γιάννενα. Ήταν τότε, το έτος 1785, πάνω από 40 ετών. Στα αυτιά του αντηχούσαν τα λόγια της μάνας του: «Πασάς στα Γιάννενα, στα Γιάννενα». Την εποχή εκείνη η άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία παρουσίαζε συμπτώματα εκφυλισμού. Το πανίσχυρο κράτος του 1500, του 1600, και του 1700, δεν υφίστατο πλέον. Η κεντρική εξουσία ήταν πια αδύνατο να επιβληθεί και είχε καταντήσει ουσιαστικά σκιώδης.
Η αχανής και πολυεθνική τουρκική επικράτεια βρισκόταν υπό τον έλεγχο των τοπικών φεουδαρχών και στο έλεος των λεγόμενων ''κλεφτών'' και ''αρματολών'', οι οποίοι ήταν ότι ακριβώς υπονοεί και η ονομασία τους, ένοπλοι ληστές, που λεηλατούσαν κυριολεκτικά την ύπαιθρο. Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση προσλαμβάνοντας στην υπηρεσία της τοπικούς πολέμαρχους. Οι οποίοι πολέμαρχοι, είχαν αποστολή να κρατήσουν, κυρίως, ανοιχτούς τους δρόμους επικοινωνίας των διαφόρων επαρχιών. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Η έννομη τάξη ήταν άγνωστη στην απέραντη χώρα. Οι περισσότεροι από τους φόρους έμπαιναν στις τσέπες των τοπαρχών και λήσταρχων, αντί να καταλήγουν στο κεντρικό Αυτοκρατορικό ταμείο της Πόλης.
Αυτή λοιπόν την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Αλής και πέτυχε δωροδοκώντας και εκβιάζοντας να διοριστεί ''γενικός δερβέναγας'' (δηλαδή αρχηγός των σωμάτων φρουρών οδικών αρτηριών και ορεινών διαβάσεων) Ηπείρου και Θεσσαλίας, ενώ συγχρόνως απέκτησε και τον τίτλο του Πασά των Τρικάλων. Με δύναμη 4.000 Αρβανιτών, αποφασίζει να επιβάλλει την τάξη. Διατρέχει όλη την ύπαιθρο, καταδιώκοντας τους αρματολούς και κλέφτες, αποκεφαλίζοντας τους αρχηγούς τους, διαλύοντας τις συμμορίες τους και αναγκάζοντάς τους να κρύβονται στα πιο απόκρημνα βουνά.
Διέλυσε κυριολεκτικά τους τοπικούς αγάδες (πολλά κεφάλια τους έστειλε πεσκέσι στο σουλτάνο) και ξανάδωσε την γη στους καταπιεσμένους χωρικούς, που έπιναν νερό στο όνομά του. Η ασφάλεια αλλά και η ελεύθερη επικοινωνία, αποκαταστάθηκαν στην ζώνη ευθύνης του, ενώ η μάστιγα της ληστείας εξέλιπε εντελώς. Και ο ίδιος απέκτησε στο Διβάνι την φήμη ικανού διοικητή, πιστού στη σουλτανική εξουσία και φίλου του νόμου και της τάξης. Εκτός όμως από την φήμη την περίοδο αυτή μάζεψε και το, πρώτο μέρος, από τους θρυλικούς θησαυρούς του. Και τότε, του παρουσιάζεται, η μεγάλη ευκαιρία να γίνει ''Πασάς των Ιωαννίνων''. Ο κυβερνήτης της Ηπείρου Αληζότ βρισκόταν στον Δούναβη, σε μια στρατιωτική αποστολή.
Τα Γιάννενα ζούσαν συνεχώς μέρες αναρχίας και σκληρών συγκρούσεων. Είχαν σχηματιστεί πολλές και ισχυρές Μουσουλμανικές φατρίες, οι οποίες ήταν συνεχώς σε σύγκρουση με στόχο τη διανομή της εξουσίας. Καθημερινά συνέβαιναν στα Ιωάννινα φόνοι και βιαιοπραγίες. Τον Αληζότ αναπληρούσε η σκληρή και φιλήδονη σύζυγός του Αϊσέ. Ο Αλής, με πράκτορές του, υποδαύλιζε τις αντιπαλότητες, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Τον Οκτώβριο του 1788 ο Τεπελενλής αφήνει τα Τρίκαλα, περνάει την Πίνδο, εμφανίζεται μπροστά από τα Γιάννενα και στρατοπεδεύει στο Πέραμα, αφού πρώτα διέσπειρε εντέχνως τη φήμη ότι προτίθεται να διαλύσει τις συμμορίες που λυμαίνονταν την Ήπειρο.
Οι Μωαμεθανοί των Ιωαννίνων θορυβήθηκαν και -αμέσως- ξέχασαν τις μεταξύ τους διαφορές, συνενώθηκαν και αντιμετώπισαν τις δυνάμεις του Αλή στο χωριό Μπισδούνι. Η μάχη δεν ανάδειξε νικητή και ο μεν Αλής επανήλθε στο Πέραμα, οι δε αντίπαλοί του στα Γιάννενα. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ο πολυμήχανος φίλος του και πανίσχυρος προεστός του Ζαγορίου, Νούτσος Καραμεσίνης, ο οποίος του πρότεινε να παντρευτεί τη χήρα Τουρκογιαννιώτισσα αρχόντισσα Ζιλχάκω, ώστε να προσεταιριστεί μεγάλο μέρος Οθωμανών αξιωματούχων. Έτσι ένα βράδυ διασχίζει τη λίμνη και μπαίνει κρυφά στο Κάστρο, όπου παντρεύεται την κόρη του δημοφιλούς Καλού - Πασά.
Ο γάμος κράτησε μόλις μερικές μέρες. Στη συνέχεια πραξικοπηματικά μπαίνει στην πόλη και την καταλαμβάνει. Το κράτος του Αλή Τεπελενλή, του Λέοντα των Ιωαννίνων, είχε πλέον γεννηθεί. Ο γιος της Χάμκως ήταν τώρα ο πανίσχυρος Πασάς των Ιωαννίνων. Το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα. Ο Αλής μπήκε στα Γιάννενα μέσα σε αποθέωση, καβάλα στο άσπρο άλογό του ακολουθούμενος από τους οπλαρχηγούς και τους τζοχανταραίους του, έχοντας δίπλα του το Νούτσο Καραμεσίνη, που τόσο τον βοήθησε να κερδίσει το πασαλίκι. Σημαίες ανέμιζαν, τύμπανα χτυπούσαν, καβαλάρηδες πίσω του και ύστερα ο στρατός του, πειθαρχικός και συντεταγμένος.
Οι γυναίκες του έριχναν λουλούδια, γοητευμένες από την αντρική του μορφή, τα κατάξανθα μαλλιά του και τα ίσα γένια του που έπεφταν στο πλατύ στήθος του. Ο Αλής ήταν τότε 48 χρόνων. Οι πράκτορές του είχαν προετοιμάσει καλά την υποδοχή, υποσχόμενοι στους ταλαιπωρημένους από την αναρχία κατοίκους, ασφάλεια, ειρήνη και ισοπολιτεία. Οι αντίθετοι είχαν υποταχθεί, πιστεύοντας ότι το ψεύτικο ''φιρμάνι'' που κρατούσε ήταν αληθινό και αποτελούσε την αναγνώρισή του από το σουλτάνο ως Πασά των Ιωαννίνων. Η φήμη του άλλωστε είχε προτρέξει της παρουσίας του. Ο λαός, βασανισμένος από τους μπέηδες, τον περίμενε σαν λυτρωτή. Τράβηξε κατ’ ευθείαν προς το κάστρο.
Κράτησε μόνον δυνατή φρουρά γύρω του, έστειλε όμως δυνάμεις να πιάσουν τις επίκαιρες θέσεις και να επιβλέπουν τους μπέηδες, στους οποίους δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη. Φρόντισε γρήγορα να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες των Γιαννιωτών. Σκόρπισε ντελάληδες στην πόλη, που διαλαλούσαν ότι ο καθένας να κοιτά την δουλειά του, να κοιμάται ήσυχος και να μην φοβάται τους ληστές γιατί αυτοί θα χτυπηθούν αλύπητα. Το κοφτερό μυαλό του δούλευε ακατάπαυστα και προετοίμαζε μεθοδικά τις επόμενες κινήσεις. Αν και δεν είχε παρά μόνο 24 ώρες παντρεμένος με την όμορφη Ζιλχάκω -ή Ζουλέιχα- εντούτοις δεν την κάλεσε να μείνει μαζί του.
Απλώς την επισκέφτηκε στο αρχοντικό της πάνω στο τείχος του κάστρου και την διαβεβαίωσε ότι θα κρατήσει πιστά την υπόσχεσή του, δηλαδή να σκοτώσει τον δολοφόνο του άντρα της, κάτι που έκανε αργότερα. Όμως, μέσα του, τον έτρωγε η αγωνία γιατί -παρά τις δωροδοκίες και τις πιέσεις προς την Υψηλή Πύλη- δεν είχε φτάσει ακόμη το ''πραγματικό'' φιρμάνι του σουλτάνου, το οποίο και θα τον αναγνώριζε επισήμως ως Βεζύρη των Ιωαννίνων. Κανένας -εκτός από τους πολύ έμπιστούς του- δεν γνώριζε τη φοβερή αγωνία του. Τότε μεσολάβησαν προς τον σουλτάνο οι πανίσχυροι Ζαγορίσιοι προστάτες του Πασά, Νούτσος Καραμεσίνης και Κώστας Μαρίνογλου.
Κι, έτσι, ο Αβδούλ Χαμήτ ο Α' υπέγραψε τον πολυπόθητο διορισμό, αναγνωρίζοντας απλώς τα ''τετελεσμένα γεγονότα''. Η Υψηλή Πύλη μετά το πρώτο ξάφνιασμα σκέφτηκε ρεαλιστικά και μη μπορώντας να τον πολεμήσει όχι μόνον αναγνώρισε το πραξικόπημα του Αλή, αλλά του δίνει και προαγωγή, ορίζοντάς τον επόπτη των δρόμων -εκτός της Ηπείρου και Θεσσαλίας- και ολόκληρης της Στερεάς Ελλάδας. Συγχρόνως του απονέμει τον τίτλο του ''Πασά δύο ιππουρήδων''. Μόλις ήρθε από τον σουλτάνο το φιρμάνι νομιμοποίησής του, στρώθηκε στην δουλειά. Πανέξυπνος όντας έπιασε τον σφυγμό του λαού και χτύπησε εκεί που πονούσε, την ασφάλεια και την τάξη. Ήθελε να μεταδώσει το αίσθημα της αλλαγής.
Πρώτο έργο του ήταν η περιστολή των άτακτων Αλβανικών συμμοριών που είχαν έρθει από το Αργυρόκαστρο και λεηλατούσαν την πόλη. Όπως γράφει ο Αραβαντινός «απογύμνωναν και μαστίγωναν τους Χριστιανούς μέρα μεσημέρι, ενώ -άλλους- δεν δίσταζαν ακόμη και να τους σκοτώσουν. Είχαν τόσο θράσος, ώστε άρπαζαν τα αγόρια και τα κορίτσια που ήταν όμορφα στην όψη». Όλους αυτούς ανάγκασε ο Αλής να εγκαταλείψουν την πόλη του, χωρίς να προβεί σε αντεκδικήσεις ή εκτελέσεις σε αυτή τη φάση, για λόγους πολιτικής -και μόνο- σκοπιμότητας. Έτσι σε λίγες μόνο μέρες η ατμόσφαιρα στα Γιάννενα άλλαξε εντελώς.
«Εν βραχεί χρόνω απεκαταστάθη η τάξις εν τη χώρα και επανήλθεν, η προ πολλού φυγαδευθείσα τάξις και η ευνομία», επισημαίνει πάλι ο Αραβαντινός. Όταν τέτοιο το αίσθημα ασφάλειας που επικράτησε στην ευρύτερη περιοχή ώστε οι χωρικοί άφηναν αφύλαχτα τα ζωντανά τους. Ο ίδιος έκανε κάθε μέρα διαδρομές για να επιβλέπει μονάχος τα όργανά του. Οι κακοποιοί λούφαζαν και ο ραγιάς ανέπνευσε με ανακούφιση. Πολλά έχουν γραφτεί για την περίοδο αυτήν. Η οργάνωση του κράτους του προχώρησε με πρωτόγνωρες μεθόδους και, δίκαια, θεωρήθηκε από τους ξένους ως ''κράτος πρότυπο''.
Πασάς της Θεσσαλίας
Το 1786 ο Αλής -με τη βοήθεια του φίλου του Ιωαννούτσου Καραμεσίνη- καταφέρνει να διοριστεί με Αυτοκρατορικό φιρμάνι Πασάς των Τρικάλων. Η αναρχούμενη περιοχή σε μηδενικό χρόνο έγινε πρότυπο ασφάλειας και τάξης. Αμέσως συγκάλεσε στην έδρα του όλους τους προύχοντες Οθωμανούς, τους διάβασε το φιρμάνι, και τους διαμήνυσε ότι υπό τη διοίκησή του δε θα επιτρέψει την ελάχιστη παρεκτροπή. Την ίδια σκληρή γλώσσα χρησιμοποίησε προς τους μπέηδες της Λάρισας, αλλά και τους Οσμανλήδες, πολλούς από τους οποίους καταδίωξε και εξόντωσε.
«Η περίοδος αυτή του βίου του» γράφει ο Σ. Αραβαντινός «Είναι ίσως η μόνη ευεργετική, κατά την οποία υπηρέτησε πραγματικά την έννομη τάξη και την ευημερία των υπηκόων του, αλλά αποτελεί μικρή όαση στη ζωή του». Ιδού τι διηγήθηκε ο ίδιος στο Γάλλο συνταγματάρχη Vaudoncourt: «Όταν έφτασα στα Τρίκαλα, εύρηκα έναν τόπον ερημωμένον. Οι Τούρκοι μπέηδες είχαν κρεμάσει, πλήθος πτωχών χωρικών - των οποίων οι κόποι θησαύρισαν αυτούς τους ανθρώπους. Οι ισχυροί Οθωμανοί της Λαρίσης, επί τη προφάσει τεκταινομένης υπό των Χριστιανιών επαναστάσεως, ήρπαζον τα ποίμνια αυτών και συνελάμβανον τα παιδιά και τας γυναίκας των, καταβροχθίζοντες τα πρώτα και πωλούντες τις άλλες.
Δια τούτο τους εκτύπησα αμέσως, και τους ηνάγκασα πραγματικώς να καταφύγουν εις τα βουνά. Έστειλα συγχρόνως μερικάς κεφαλάς εις Κωνσταντινούπολιν δια να διασκεδάσω τον Σουλτάνον και μερικά χρήματα εις τους Υπουργούς του, διότι το νερόν κοιμάται, αλλά ο φθόνος μένει πάντοτε άγρυπνος».
Οι Σχέσεις του Αλή Πασά με Χώρες του Εξωτερικού
Ο Αλή Πασάς αφού επέκτεινε την επιρροή του σε μια ευρύτερη περιοχή ενέτεινε τις προσπάθειές του για την άσκηση μιας όσο το δυνατόν ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Η εξωτερική του πολιτική δεν στηριζόταν σε μια οποιαδήποτε αρχή αλλά εδραίωνε όλες τις σχέσεις του με το εξωτερικό έχοντας ως βάση το προσωπικό του συμφέρον. Άλλαζε αιφνιδιαστικά τους στόχους του ανάλογα με τις εκάστοτε ευνοϊκές γι αυτόν συγκυρίες και γενικά επεδίωκε να βρίσκεται στο πλευρό των νικητών.
Για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που προσκαλούσε σε γεύμα τον Άγγλο στρατηγό Όσβαλντ εκφράζοντας την στήριξή του στους Άγγλους, σχεδίαζε μαζί με τον Γάλλο πρεσβευτή Πουκεβίλ την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προς τους Γάλλους που είχαν καταλάβει τη Λευκάδα. Αυτή του η συμπεριφορά σκιαγραφούσε μια γενικότερη κατάσταση. Με λίγα λόγια, βασικά του χαρακτηριστικά όπως η υποκρισία, η ωμότητα, η απειθαρχία και η απεριόριστη απληστία ήταν αρκετά ώστε να τον ωθήσουν σε σύναψη σχέσεων με το εξωτερικό και το εσωτερικό, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων. Ο Αλή Πασάς είχε οικοδομήσει τις πρώτες του στενές σχέσεις με τη Γαλλία μετά την κατάληψη της Αιγύπτου.
Η αλήθεια είναι ότι και η Γαλλία επιθυμούσε να έχει καλές σχέσεις με τον Αλή διότι με αυτόν τον τρόπο, δυσχεραίνοντας την επικυριαρχία των Τούρκων στα Βαλκάνια, επεδίωκε ταυτόχρονα την ευκολότερη επίτευξη των στόχων της στην Αίγυπτο και την παρεμπόδιση της πολιτικής των εχθρών της των Ρώσων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ναπολέων είχε πει στο στρατηγό του, Τζεντίλι: «Αυτός ο Πασάς (ο Αλή) που επικρατεί έναντι όλων των αντιπάλων του δρα προς όφελος της δημοκρατίας μας και επομένως μπορεί να γίνει ένας άξιος πρίγκιπας στην υπηρεσία της».
Την ίδια στιγμή ο Αλή υπολόγιζε στην οικειοποίηση εδαφών που είχε καταλάβει η Γαλλία και το ελάχιστο που στόχευε ήταν η προσάρτηση της Πάργας και της Κέρκυρας στην επικράτειά του. Πέρα από αυτό όμως, ο φόβος μιας ενδεχόμενης κίνησης του Σουλτάνου εναντίον του ωθούσε τον Αλή σε συνεχή αναζήτηση συμμάχων στο εξωτερικό. Όταν ξεκίνησε ο Γαλλορωσικός πόλεμος του 1806 ο Αλή επεδίωξε τη σύναψη καλών σχέσεων με τη Γαλλία. Ο Ναπολέων του είχε υποσχεθεί ότι θα του παραχωρούσε την Κέρκυρα αν κατάφερνε να την αποσπάσει από τους Ρώσους. Έτσι, κοινοποιώντας τη συμμαχία του με τους Γάλλους, ο Αλή επιτέθηκε στα Επτάνησα και συγκρούστηκε σφοδρά με τα Ρωσικά στρατεύματα.
Στα 1807 ο Αλή απαίτησε από τον Ναπολέοντα να κρατήσει το λόγο του σχετικά με την παραχώρηση της Κέρκυρας. Ο Ναπολέων όμως αρνήθηκε και κράτησε υπό τον έλεγχό του την Κέρκυρα όπως και τα υπόλοιπα νησιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη ρήξη στις σχέσεις με τη Γαλλία και ο Αλή για να μπορέσει να εκπληρώσει τις φιλοδοξίες του επιδόθηκε σε κινήσεις για την προσέγγισης της Αγγλίας. Αυτή τη φορά σκοπός του ήταν να καταλάβει την Πάργα και τα Ιόνια Νησιά με τη βοήθεια των Άγγλων. Μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες, μόλις στα 1819 και με καταβολή αποζημίωσης, στάθηκε δυνατή η παράδοση της Πάργας από τους Άγγλους στον Αλή.
Οι Σχέσεις του Αλή Πασά με την Κωνσταντινούπολη
Η λογική που κατεύθυνε τις σχέσεις του Αλή Πασά με την Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που κατεύθυνε τις σχέσεις του με το εξωτερικό. Προσπαθούσε να διατηρήσει τις σχέσεις του με την κυβέρνηση χωρίς να βλάπτει τους στόχους που ήθελε να πραγματοποιήσει. Και αυτό γιατί σκεφτόταν πως έχοντας καλές σχέσεις με την Πύλη θα πραγματοποιούσε τις φιλοδοξίες του στην περιοχή. Οι καλές σχέσεις με την Πύλη συνδέονταν πρώτα απ’ όλα με την αναγνώριση της εξουσίας του Σουλτάνου και τη συνεχή αποστολή δώρων και χρημάτων προερχόμενων από τη φορολογία.
Αφού εκπλήρωνε αυτά του τα καθήκοντα μπορούσε να κινείται με απόλυτη άνεση στην περιοχή, στρατολογούσε ή αποστράτευε, έκανε πόλεμο ή συνθηκολογούσε και όριζε τα ποσά των φόρων. Γρήγορα, χρησιμοποιούσε την εξουσία του με τρόπο απόλυτο μέσα στα γεωγραφικά όρια του Πασαλικιού του ενώ πλήρωνε το αντίτιμό της με υπερβολικά ποσά που έστελνε στην Κωνσταντινούπολη. Μπορούμε να πούμε ότι η συμπεριφορά του Αλή απέναντι στην Πύλη ήταν περισσότερο θερμή τα πρώτα χρόνια με σκοπό την εξάπλωση της κυριαρχίας του στην περιφέρειά του. Έτσι, βρισκόταν πάντα στο πλευρό της κεντρικής εξουσίας στην όποια διαμάχη της με τους τοπικούς φεουδάρχες.
Ανελίχθηκε πολύ γρήγορα αναλαμβάνοντας σημαντικό ρόλο στην οργάνωση των φυλακίων και τελικά απέκτησε και τον τίτλο του αρχηγού των φυλακίων. Κάθε φορά που το κράτος απαιτούσε τη συμμετοχή του σε εκστρατείες, ο Αλή Πασάς, αν και δεν το επιθυμούσε, ακολουθούσε τις διαταγές ή έστελνε τους γιους του. Κατά περιόδους άλλαζαν οι απαιτήσεις του κράτους απέναντί του. Για παράδειγμα, αφού διορίστηκε διοικητής των σαντζακιών Ιωαννίνων και Τρικάλων, του ζητήθηκε να αγοράσει από τις περιοχές της επικράτειάς του δημητριακά που χρειαζόταν η Κωνσταντινούπολη και εξασφαλίζοντας τα κατάλληλα πλοία για την μεταφορά τους να τα στείλει στην πρωτεύουσα.
Απ’ όλα αυτά φυσικά δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Αλή ακολουθούσε πιστά κάθε επιθυμία της Πύλης. Ο Αλή εκπλήρωνε τις επιθυμίες της κεντρικής εξουσίας αποφεύγοντας να πάρει σαφή θέση και παίρνοντας αψήφιστα τις ενέργειές του στα όρια της επικράτειάς του, πέραν τούτου, έκανε αυτό που ήθελε ακόμα και αν ήταν αντίθετο με τα αιτήματα της Πύλης. Για παράδειγμα, αν και του είχε παραχωρηθεί η Επιτήρηση των Φυλακίων «με σκοπό τη προστασία των ραγιάδων» και τη «αποτροπή της όποιας ζημίας στην περιουσία όλων», ήταν σαφές ότι ο Αλή χρησιμοποιούσε την εξουσία του αυτή για να πλουτίζει ολοένα και περισσότερο μέσω της καταπίεσης του λαού.
Με λίγα λόγια, με την ανάληψη αυτών των καθηκόντων από τον Αλή, ένας κλέφτης με την επισημότητα ενός αξιώματος διαδέχτηκε τους πολλούς ανεπίσημους, εξωυπηρεσιακούς κλέφτες. Η Πύλη ήταν οπωσδήποτε αντίθετη στην υπερβολική αύξηση της ισχύος του Αλή Πασά. Έτσι, φαίνεται ότι προσπάθησε να χρησιμοποιήσει εναντίον του Αλή έναν ισχυρό άντρα, τον διοικητή της Αυλώνας Ιμπραήμ Πασά, πράγμα που ενδείκνυτο για την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε».
Ακόμα και όσες φορές ανακοινώθηκε μέσα από επίσημα έγγραφα ότι θα στέλνονταν «μεσολαβητές από την πλευρά του Κράτους με σκοπό την επίλυση των διαφορών» μεταξύ του Ιμπραήμ και του Αλή Πασά, είναι σαφές ότι η κεντρική εξουσία δεν επιθυμούσε να βάλει τέλος στην αντιπαλότητα των δύο πασάδων. Και μάλιστα, η στάση της Πύλης φαίνεται να ευνοούσε τον Ιμπραήμ Πασά. Διότι η ολοένα αυξανόμενη επιθετική πολιτική του Αλή καθώς και η άνοδος της οικονομικής και στρατιωτικής του ισχύος προβλημάτιζε την Κωνσταντινούπολη που φοβόταν μια ενδεχόμενη στροφή του εναντίον της.
Οι Προστάτες
Η οικογένεια Μαρίνογλου ή Μαρίνου, από το Καπέσοβο του Ζαγορίου, κινήθηκε στο στενό κύκλο του Αλή, τον οποίο βοήθησε σε ολόκληρη την σταδιοδρομία του, χάρις στις ισχυρότατες διασυνδέσεις που είχε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος Μαρίνογλου (1769 - 1848) ήταν βαθύπλουτος τραπεζίτης στα Γιάννενα και την Πόλη. Στην αρχή ανέλαβε οικονομικός έφορος του Αλή, ενώ διεκπεραίωνε και τις εξωτερικές του υποθέσεις. Το 1803 ίδρυσε στα Γιάννενα με τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Τουρτούρη ''εμπορική συντροφία'', η οποία ανάμεσα στα αγαθά που διακινούσε περιλάμβανε και βιβλία.
Μετά την πτώση του Αλή, το 1822, πέρασε στην Κέρκυρα, και, ύστερα από μερικά χρόνια, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγκώνα. Ο αδερφός του Χριστόδουλος ήταν μεγαλέμπορος με υποκαταστήματα στις Σέρρες και την Πόλη. Στο Καπέσοβο έχτισαν «τριώροφον και μεγαλοπρεπήν οικίαν» κατά τον Λαμπρίδη, στην οποία φιλοξενήθηκε πολλές φορές ο Τεπελενλής και αντέγραψε την οροφή της στο σεράι που έχτισε στα Γιάννενα.
Ο Μέντορας
Η ιδέα να παντρευτεί ο Αλής την Ζουλέιχα για να μπορέσει να μπει αναίμακτα στα Γιάννενα, ήταν του προεστού του Ζαγορίου, Ιωαννούτσου (Νούτσου) Καραμεσίνη. Όταν ο Τεπελενλής στα χρόνια της παρανομίας του, καταδιωκόταν από τις δυνάμεις του Κούρτ - Πασά εισήλθε στην περιοχή του Ζαγορίου η οποία αποτελούσε ένα ιδιότυπο άσυλο, προνόμιο που είχε αποκτήσει από το 1430. Το νεαρό λήσταρχο φιλοξένησε ο Καραμεσίνης. Από τότε δημιουργήθηκε μεταξύ τους ένας άρρηκτος δεσμός. Ο Καραμεσίνης είχε δυνατές γνωριμίες στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε για πολλά χρόνια.
Όσες φορές λοιπόν ο Αλής είχε προβλήματα με την Υψηλή Πύλη επενέβαινε με πιέσεις ή δωροδοκίες προς τους αξιωματούχους της Πόλης. Είναι αυτός που μεσολάβησε στον Σουλτάνο, για να υπογράψει το φιρμάνι που τον αναγνώριζε σαν Πασά των Ιωαννίνων. Ο Καραμεσίνης χαρακτηρίζεται από τον Μακρυγιάννη «Ρωμαίος Πασάς» και από την τοπική παράδοση «Ρωμιόπασας». Ο Νούτσος εκτελέστηκε από δολοφόνους που πλήρωσε η άλλοτε Πασίνα Αϊσέ.
Η Τουρκογιαννιώτισσα Ζουλέϊχα
Η Τουρκογιαννιώτισσα Ζουλέϊχα (ή Ζιλχάκω) υπήρξε μια τραγική μορφή. Έζησε μέσα στον πόνο, την θλίψη, το αίμα και τις δολοπλοκίες. Καταγόμενη από μεγάλη και πλούσια οικογένεια παντρεύτηκε τον Αχμέτ - Μπέη, μοναχογιό του περίφημου Μεχμέτ Β', Βαλή των Ιωαννίνων, ο οποίος έμεινε γνωστός ως ''Πασά - Καλός, γιατί ήταν δίκαιος και ευγενής με όλους τους Γιαννιώτες. Ο Μεχμέτ είχε αδερφή την Αϊσέ, γυναίκα αδίστακτη και απέραντα φιλόδοξη, που έγινε σύζυγος του ασήμαντου Σουλεϊμάν Πασά του Γ', ο οποίος καρατομήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι.
Στη συνέχεια η Αϊσέ έβαλε τον πρόγονό της Καραχούσιο να δηλητηριάσει το νόμιμο διάδοχο του Πασαλικιού και ανεψιό της Αχμέτ, καθώς και το γιο του συζύγου της από άλλη γυναίκα. Έτσι κατάφερε να ανεβάσει στο θρόνο τον Αργυροκαστρίτη εραστή της Αληζότ, που ήταν ο καφετζής του Σουλεϊμάν. Όλα αυτά έγιναν το 1786. Η Ζουλέϊχα ήταν μοναδική περίπτωση για τη σκοτεινή εποχή της, όταν ήταν σύνηθες οι γυναίκες της ανώτερης τάξης να παντρεύονται τους δολοφόνους των συζύγων τους. Αυτή όχι μόνο σεβάστηκε τη μνήμη του άντρα της, αλλά έβαλε στόχο της ζωής της την εκδίκηση και μόνο. Όσοι τη γνώρισαν είπαν ότι ήταν πανώρια, όμορφη και γλυκιά γυναίκα.
Έμενε στο αρχοντικό του Πασά - Καλού, που ήταν κτισμένο στις επάλξεις του Κάστρου των Ιωαννίνων. Από την πορτοπούλα που σώζεται πάνω στο τείχος, πέρασε κρυφά ένα χειμωνιάτικο βράδυ ο Αλής, για να βγει, μετά από λίγο, σαν γαμπρός αλλά και κυρίαρχος των Ιωαννίνων. Η Ζουλέϊχα αντιστάθηκε πεισματικά στην πρόταση γάμου του Αλή, που με επιδεξιότητα ετοίμασε ο Νούτσος Καραμεσίνης (πατέρας του Αλεξίου Νούτσου). Άλλωστε τα χρόνια της χηρείας της είχε απορρίψει πολλές ανάλογες προτάσεις και μάλιστα αξιόλογες.
Τελικά την έκαμψαν οι πιέσεις του πατέρα της, του αδερφού της και των συγγενών της, οι οποίοι της υποσχέθηκαν ότι ο Αλής θα εκδικιόταν το θάνατο του συζύγου της, σκοτώνοντας τον δολοφόνο του Καραχούσιο. Έτσι η μαυροφορεμένη χήρα τελικά θυσιάστηκε στη μνήμη του άντρα της και στις υπαγορεύσεις της ανάγκης, του μίσους και της εκδίκησης. Ο Τεπελενλής κράτησε την υπόσχεσή του, χώρισε όμως την Ζουλέϊχα - αφού άρπαξε την τεράστια περιουσία της. Αυτή έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της πικραμένη και βουβή.
Το Παλιό Σεράι
Αμέσως μετά την εδραίωσή του στα Γιάννενα, το 1788, ο Αλής αρχίζει την ανέγερση του σεραγιού του στο Ιτς Καλέ (εσωτερική ακρόπολη) του Κάστρου. Ο μεγαλομανής ηγεμόνας ήθελε να διαθέτει ένα ανάκτορο αντάξιο του τίτλου του και των φιλοδοξιών του. Για τον σκοπό αυτό, κατεδαφίζει τα παλιά κτίρια της εποχής του Δεσποτάτου της Ηπείρου (μητροπολιτικός ναός, νεκροταφείο επισήμων, μέγαρο δεσπότη κ.ά.) και κάνει εκτεταμένες επιχωματώσεις, με τις οποίες το εμβαδόν της ακρόπολης αυξάνεται τουλάχιστον κατά έξι φορές.
Το ανάκτορο τελείωσε το 1795 και διατηρήθηκε ανέπαφο μέχρι το 1870, όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, που -λέγεται- την προξένησαν οι υπάλληλοι της τότε Τουρκικής διοίκησης, γιατί το κτίριο ήταν μακριά από το κέντρο της πόλης και κουράζονταν για να φτάνουν με τα πόδια από τα σπίτια τους στις υπηρεσίες τους. Το κεντρικό κτίριο του σεραγιού είχε σχήμα ''Π''. Η νότια πλευρά του στέγαζε τον γυναικωνίτη, η βόρεια τον αντρώνα (το χαρέμι με τα γιουσουφάκια), ενώ το κεντρικό τμήμα τους χώρους υποδοχής και ακροάσεων, τις διοικητικές υπηρεσίες και τα διαμερίσματα του Πασά. Το ισόγειο ήταν πάντοτε κλειστό και χρησίμευε για αποθήκες.
Το τελευταίο διάστημα της πολιορκίας (1820 - 1822) από τους Τούρκους, εδώ κατέφυγε ο αμυνόμενος Βεζίρης. Σήμερα σώζεται μόνο μικρό μέρος από τα θεμέλιά του, και ένα τμήμα της εισόδου του γυναικωνίτη. Δέκα χρόνια αργότερα, στα 1805, ο Αλής έκτισε καινούργιο ανάκτορο στο οχυρό Λιθαρίτσια, μαζί με άλλα δυο - των γιων του Μουχτάρ και Βελή. Στο παλαιό σεράι παρέμειναν οι υπηρεσίες του Πασαλικιού, ενώ σποραδικά έμενε και ο Βεζίρης. Άλλωστε εδώ βρίσκονταν -πιθανόν- και οι κρύπτες με τους θησαυρούς του.
Το Καινούργιο Σεράι
Το 1805, ο Αλής αποφάσισε να χτίσει νέο σεράι, στα Λιθαρίτσια που ήταν φυσικό οχυρό σε μικρή απόσταση από το κάστρο. Τώρα πλέον ως παντοδύναμος ηγεμόνας, ήθελε ένα καλύτερο ανάκτορο. Δημιούργησε στην κορυφή του βραχώδους λόφου ένα μεγάλο τεχνητό επίπεδο και οχύρωσε τη θέση με ισχυρότατο τείχος. Την κατασκευή του ανέθεσε στον Ευρωπαίο αρχιτέκτονα Freywald, τον οποίο έφερε από τη Βιέννη ο σύμβουλός του Σταύρος Ιωάννου - Τσαπαλάμος. Μαζί του είχε και ένα διακοσμητή εσωτερικού χώρου.
Η συνεργασία όμως διακόπηκε, όταν ο Τεπελενλής ζήτησε από τον αρχιτέκτονα να του κατασκευάσει και τα οχυρωματικά έργα, κάτι που αυτός απέρριψε -λόγω μη ειδικότητας- και εγκατέλειψε τα Γιάννενα, χωρίς ο Αλής να του δώσει την αμοιβή του. Τα χρήματα τελικά πήρε η σύζυγός του στη Βιέννη, από την τράπεζα του Ιωάννου - Τσαπαλάμου. Η επιφάνεια του χώρου σκάφτηκε και δημιουργήθηκε ένα πολύπλοκο σύστημα υπόγειων στοών, οι οποίες διασώζονται και σήμερα. Το νέο μέγαρο επισκέφτηκαν όλοι οι ξένοι, που ήρθαν στην συνέχεια στα Γιάννενα. Ορισμένοι το περιέγραψαν αναλυτικά, όπως ο Holland:
«Απέραντο συγκρότημα, παράξενο μαζί και γραφικό. Παντού πολυδάπανη πολυτέλεια, αίθουσες καταστόλιστες με βαρύτιμα Περσικά χαλιά. Γερμανικούς καθρέφτες και ολοκέντητους σοφάδες». Ο Leake δίνει την δική του περιγραφή: «Το καινούργιο σεράι του Βεζίρη με την ανάλαφρη Κινέζικη αρχιτεκτονική του έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την απλότητα του τοπίου. Στη δυτική πλευρά της Λιθαρίτσας βρίσκεται το παλάτι του Μουχτάρ -κλασικό ανάκτορο Τούρκου μεγιστάνα- και νοτιότερα του Βελή, η διακόσμηση και η επίπλωση του οποίου έχουν περισσότερο Ευρωπαϊκό χαρακτήρα».
Βίωσε Τέσσερις Σουλτάνους
Όταν ο Αλής μπήκε στα Γιάννενα, στον θρόνο της Πόλης βρισκόταν ο Αβδούλ Χαμίτ ο Α', ο οποίος ηγεμόνευσε μεταξύ 1774 - 1789. Μαζί του ο Βεζίρης δεν είχε προβλήματα. Ο Αβδούλ επί 44 χρόνια ήταν φυλακισμένος από τον αδερφό του Σουλτάνο. Υπήρξε ένας μορφωμένος και ευγενής μονάρχης. Τον σημάδεψε η υπογραφή -με τους Ρώσους- της ταπεινωτικής συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Τον διαδέχτηκε ο ανεψιός του Σελήμ ο Γ'. Στην διάρκεια της βασιλείας του Σελήμ Γ' (1789 - 1807) ο Αλής απέκτησε το βαθμό του ''Πασά των Τριών Ιππουρίδων''. Ο Σελήμ ήταν -στα νεανικά του χρόνια- ποιητής και μουσικός. Προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την παραπαίουσα Αυτοκρατορία του.
Όμως οι αντιδράσεις του κατεστημένου οδήγησαν το εγχείρημα σε αποτυχία. Το 1807 εκθρονίστηκε, από τον εξάδερφό του Μουσταφά του Δ', που τον επόμενο χρόνο τον δολοφόνησε. Ο Μουσταφά Δ' παρέμεινε σουλτάνος μόνον ένα χρόνο, (1807 - 1808) και δεν πρόλαβε ο Αλής να αναπτύξει μαζί του σχέσεις. Πάντως την εποχή εκείνη πλέον ο Βεζίρης με δωροδοκίες είχε προσεταιρισθεί τους κυριότερους αξιωματούχους του Διβανίου. Ο βίαιος Μουσταφά πήρε πίσω τις εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες του Σελήμ και βύθισε την αυτοκρατορία σε τέλμα. Ανατράπηκε το 1808 από το αδερφό του Μαχμούτ Β' και εκτελέστηκε.
Ο Μαχμούτ Β' υπήρξε ο μοιραίος σουλτάνος για τον Αλή. Επί των ημερών της βασιλείας του (1808 - 1839) ήρθε το τέλος του. Όταν, το 1820, ο σουλτάνος σιγουρεύτηκε για τις αποσχιστικές τάσεις του αποφάσισε να τον συντρίψει. Οι βιογράφοι του τον παρουσιάζουν ως άνθρωπο με ισχυρή προσωπικότητα, συνετό, επιδέξιο διπλωμάτη, μεταρρυθμιστή και προστάτη των γραμμάτων. Βρέθηκε απέναντι στην Ελληνική επανάσταση του 1821.
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα μέσα του 18ου αιώνα αρχίζει να εκδηλώνεται επιτακτική η ανάγκη για ανάληψη από μέρους της Υψηλής Πύλης μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, που έχουν σα σκοπό τη μεταβολή της πολιτικής της στην αντιμετώπιση των εσωτερικών ζητημάτων του κράτους. Όμως οι μεταρρυθμιστικές αυτές προσπάθειες έχουν αμφίβολα αποτελέσματα και παραμένουν στο στάδιο της απόπειρας. Έτσι, ή άγνοια, ο δεσποτισμός και η αυταρχικότητα, που χαρακτήριζε τη διακυβέρνηση των περισσοτέρων σουλτάνων, ή έλλειψη τάξεως και πειθαρχίας, που επικρατούσε στο σώμα των γενιτσάρων.
Καθώς και ή ανάμειξη τους στα εσωτερικά πράγματα του κράτους και στα δυναστικά ζητήματα της διαδοχής, οδηγούν στην αποδιοργάνωση, τόσο των αυτονόμων, όσο και των διοικούμενων από το κέντρο επαρχιών και γενικά αναστατώνουν τον κρατικό μηχανισμό. Αντίθετα προς τη σύγχρονη απολυταρχική Ευρώπη, όπου τελικά ή φεουδαρχική αριστοκρατία έχει πια υποταχθεί στη μοναρχική κεντρική εξουσία, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή συγκεντρωτική εξουσία, ακολουθώντας μια αντίθετη τροχιά, αρχίζει να φθείρεται και το αποτέλεσμα της φθοράς αυτής εκδηλώνεται μέσα στο απέραντο κράτος με τάσεις αποσχίσεως των εντοπίων αρχόντων ή των επαρχιακών διοικητών .
Οι επαρχίες στη Β. Αφρική που εν μέρει αυτοδιοικούνται, όπως η Αλγερία, η Τυνησία, η Τριπολίτιδα, είναι σχεδόν ανεξάρτητες και κατ' όνομα μόνο συνδέονται με την Αυτοκρατορία, ενώ η Αίγυπτος, παλαιότερα στην ίδια κατάσταση, δείχνει στην περίοδο του Mohamet Ali υποταγή αμφίβολη. Στις Ευρωπαϊκές επαρχίες του Οθωμανικού κράτους εκδηλώνονται επίσης φυγόκεντρες ροπές και ισχυροί άνδρες, όπως ο Πασβάνογλου του Βιδινίου, οι Μπουσατλήδες (Bushatli) στη Σκόδρα, ο Ισμαήλ Πασάς των Σερρών, στρέφονται ενάντια στην κεντρική εξουσία και δημιουργούν ημιανεξάρτητα «δεσποτάτα». Ακριβώς κατά την περίοδο αυτή παρουσιάζεται στο Βαλκανικό χώρο κι' ένα άλλο συναφές φαινόμενο.
Πολλοί από τους διοικητές Βαλκανικών περιοχών, Πασάδες, Μπέηδες, Αγιάνηδες (ayän), εξ αιτίας της εξασθενήσεως της κεντρικής εξουσίας και στην προσπάθεια τους να ισχυροποιηθούν, προσλαμβάνουν στην υπηρεσία τους Αλβανούς μισθοφόρους, που έτσι αρχίζουν να διεισδύουν στις πεδινές περιοχές. Οι Αλβανοί, πλουτίζοντας από τις υπηρεσίες που έχουν προσφέρει, επιστρέφουν στην πατρίδα τους έχοντας βελτιώσει οικονομικά τη θέση τους, ενώ άλλοι άπ' αυτούς σκορπίζονται στα βουνά, συγκροτούν συμμορίες και χτυπούν χωρίς διάκριση Τούρκους κυρίαρχους και ντόπιους υπηκόους.
Ανάμεσα σ' αυτούς τους Αλβανούς, αρχικά ληστής και πολεμιστής ανεξάρτητος, στην υπηρεσία του σουλτάνου αργότερα, επαναστάτης τελικά ενάντια στην εξουσία της Πύλης και με βάσιμες προοπτικές για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στην Αλβανία, ο Αλή ο Τεπελενλής αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που δημιούργησαν ή αναρχία, ή αταξία και οι φυγόκεντρες ροπές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία . Ο Αλή γεννήθηκε στο Τεπελένι το 1744. Σε μικρή ηλικία αναλαμβάνει την αρχηγία μιας ομάδας ληστών που χτυπούσε αδιάκριτα κλέφτες και πασάδες. Αργότερα υπηρετεί στο στρατό του σουλτάνου, γίνεται μπέης στη γενέτειρα του και το 1787 Πασάς στα Τρίκαλα.
Μετά ένα χρόνο γίνεται διοικητής στα Γιάννινα, παραμένει εκεί και αρχίζει τη δράση του, που θα διαρκέσει μέχρι το θάνατο του, το 1822, και θα τον φέρει στην πρώτη σειρά της πολιτικής επικαιρότητας της εποχής εκείνης. Κατορθώνει να γίνει κύριος μιας περιοχής, που περιλαμβάνει την εποχή της ακμής του τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα και Αλβανία, εκτός από την Αττική και τα νησιά, πετυχαίνει να απόκτηση πλούτη, να ζήση μια ζωή σχεδόν βασιλική στην αυλή του, περιτριγυρισμένος από «Ευρωπαίους αξιωματούχους, Έλληνες γιατρούς, ποιητές, δερβίσηδες, αστρολόγους και αρχηγούς ληστρικών ομάδων».
Άρχισε να δέχεται ξένους πρεσβευτές, να έχει αλληλογραφία με τους μεγάλους πολιτικούς της Ευρώπης, ακόμη και με βασιλείς, να ενεργή σαν ανεξάρτητος υποτελής και να αντιμετωπίζεται σαν ηγεμόνας από τις κυβερνήσεις Ευρωπαϊκών κρατών, όπως της Γαλλίας και της Αγγλίας. Για να μπόρεση ο Αλής να διατήρηση την αρχή που απέκτησε, να την επεκτείνει, να δημιουργήσει κράτος εν κράτει μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όρια και τελικά να στραφεί ενάντια στο σουλτάνο, χρειάσθηκε να συγκέντρωση όλες τις εξουσίες στα χέρια του και να οικοδόμηση στην επικράτεια που κυριαρχούσε ένα καθεστώς απολυταρχικό, οπού όλα ξεκινούσαν και όλα κατέληγαν σ' αυτόν.
Ο ίδιος αισθάνεται πάντα ότι η θέση του είναι ανασφαλής, γιατί γνωρίζει τις εσωτερικές οργανωτικές αδυναμίες του «κράτους» του, τη δολιότητα της Πύλης, το μίσος των Τούρκων επειδή είναι Αλβανός, την προσωπική έχθρα του σουλτάνου Μαχμούτ και την επιβουλή και τις φιλοδοξίες των ξένων Δυνάμεων, που κατά καιρούς είναι γείτονες του σαν κάτοχοι των νησιών του Ιονίου. Έτσι, από την πρώτη στιγμή που αναλαμβάνει την αρχή στα Γιάννινα, το 1788, συνεχίζοντας βέβαια και την τακτική των προκατόχων του, περιορίζει την δύναμη των αρματολών, προσπαθεί να εξασθένηση την ισχύ των Τούρκων, που έχουν περιουσία στα εδάφη του, με απώτερο σκοπό να ελάττωση την επιρροή του σουλτάνου.
Μοιράζει στους Αλβανούς τα πιο σημαντικά και τα πιο καίρια αξιώματα και θέσεις και βελτιώνει την κατάσταση πολλών Ελλήνων, δίνοντας τους αξιόλογες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Ζώντας όμως διαρκώς μέσα σ' ένα κλίμα ανασφάλειας δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανένα, ούτε και σ' αυτούς τους συγγενείς του. Πολεμά οποιονδήποτε διαθέτει πλούτο, κύρος, ισχύ, δημεύοντας την περιουσία του, φυλακίζοντας τον ίδιο και τα μέλη της οικογενείας του ή ακόμη φθάνοντας ανενδοίαστα και στη δολοφονία του. Αντίθετα παρουσιάζει προστατευτικές τάσεις και δείχνεται συχνά ευνοϊκός προς τα κατώτερα στρώματα των υπηκόων του, προς τους φτωχούς και τους αδύνατους, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ενδεχόμενο να κινδυνεύσει απ' αυτούς.
Έτσι λοιπόν κάτω απ' αυτές τις προσωπικές ροπές και την τακτική της πολιτικής και κοινωνικής του ενεργείας συντελείται η διαμόρφωση ενός διοικητικού συστήματος και ενός κρατικού μηχανισμού που διαπνέονται από τάσεις αντιφατικές. Από τη μια μεριά καταπίεση, σκληρότητα, τυραννία, κι από την άλλη ανεκτικότητα και ηπιότητα. Επειδή όμως στην επικράτεια του Αλή η κοινωνική και οικονομική δομή παραμένει βασικά αμετάβλητη σε σχέση με το παρελθόν ή σε σύγκριση με τις άλλες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για τούτο οι τάσεις αυτές αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά και απτά φαινόμενα του καθεστώτος του.
Απ' αυτά συνοδεύεται και μ' αυτά συντηρείται το καθεστώς, επηρεάζεται το διοικητικό σύστημα, διαποτίζεται ο κρατικός μηχανισμός και αυτά προσδιορίζουν τη γένεση ή την εφαρμογή ορισμένων κρατικών ή και παρακρατικών λειτουργιών του καθεστώτος. Ή εξέταση τους, έστω και συνοπτικά, είναι χρήσιμη, γιατί όπως είναι αυτονόητο έχουν στενή σχέση με το σύστημα διοικήσεως και κυρίως με τη διάρθρωση των αυλικών αξιωμάτων. Το σύστημα αστυνομεύσεως και επιτηρήσεως, που εγκατέστησε στην επικράτεια του ο Αλής ήταν άγνωστο στα υπόλοιπα τμήματα του Οθωμανικού κράτους.
Βέβαια είχε σαν αποστολή να διατηρεί την δημόσια ασφάλεια, αλλά είχε και το δικαίωμα να είσδύει στο ιδιωτικό άσυλο, να παρακολουθεί τις κινήσεις, τις συζητήσεις, τα σχέδια διαφόρων προσωπικοτήτων, να ελέγχει τους δεσμούς των Ελλήνων με την Κωνσταντινούπολη ή με άλλες πόλεις και γενικά να πληροφορεί τον Πασά για οτιδήποτε τον ενδιέφερε άμεσα ή έμμεσα. Δεν υπήρχε το απόρρητο της αλληλογραφίας. Ο Αλής ήταν ενήμερος για το περιεχόμενο όχι μόνον των επιστολών που στέλνονταν προς το εξωτερικό, αλλά χωρίς να σεβαστή τους ξένους ταχυδρόμους ή εκείνους του σουλτάνου, παραβιάζοντας την αλληλογραφία έπαιρνε πληροφορίες για τα συμβαίνοντα έξω από το κράτος του.
Χωρίς άδεια δεν επιτρεπόταν σε κανένα να εγκαταλείψει τη χώρα, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα. Τα σύνορα φυλάγονταν με μεγάλη προσοχή. οι χωρίς άδεια φυγάδες, αν δεν επέστρεφαν, έβλεπαν την περιουσία τους να δημεύεται και τους συγγενείς τους να ρίχνονται στις φυλακές. Για να τρομοκράτηση, να φυλάκιση ή να θανάτωση τους πιο επικίνδυνους από τους υπηκόους του ο Αλής χρησιμοποιούσε ανθρώπους χωρίς κανένα ηθικό δισταγμό, φύσεις εγκληματικές και κακοποιά στοιχεία, έτσι που ή χώρα, όπως λέγει ο Πουκεβίλ, «να επιτηρείται από μια δράκα συκοφαντών και δολοφόνων».
Εννοείται ότι αυτό αποτελούσε συνέπεια της υποστάσεως ενός κρατικού μηχανισμού, που δεν λειτουργούσε μέσα σε νομιμόφρονα πλαίσια, αλλά ήταν το δημιούργημα ενός ανθρώπου, που φοβόταν κάθε στιγμή μήπως ανατραπεί, όχι τόσο από κάποια δυναμική ενέργεια των υπηκόων του, όσο από τον κύριο του, στα μάτια του οποίου ήταν στασιαστής και αντάρτης, που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και περισσότερο επικίνδυνος. Στο κράτος του Αλή, όπως άλλωστε είναι αυτονόητο σ' ένα τέτοιου είδους απολυταρχικό καθεστώς, όλες οι δημόσιες αρχές είναι συγκεντρωμένες στην αυλή του, απ' όπου αυτός ασκεί την εξουσία με τη βοήθεια, τυπική και όχι ουσιαστική, του διβανίου.
Το οποίο κάτω από ομαλές συνθήκες συνυπάρχει με τον διοικητή σε κάθε επαρχία της 'Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατ' αντιστοιχία προς το dïvân-i hümäyün ή Αυτοκρατορικό διβάνι, κεντρικό όργανο διακυβερνήσεως στην πρωτεύουσα του κράτους. Το διβάνι, που γενικά ήταν σώμα συμβουλευτικό, είχε σαν μέλη του τους κυριότερους αξιωματούχους της αυλής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι και στις σχέσεις μεταξύ αυτών και του Αλή επικρατούσε το ίδιο κλίμα δεσποτισμού απ' το οποίο διαπνεόταν όλο το κράτος του. Ο συμβουλευτικός τους ρόλος μειωνόταν ακόμη περισσότερο από την αυταρχική προσωπικότητα του Πασά.
Οι αξιωματούχοι του διβανίου και γενικότερα όσοι ανήκαν στον αυλικό του περιβάλλον και είχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα ή θέση όφειλαν να διεκπεραιώνουν απλώς της εντολές του, δεν είχαν προσωπική γνώμη, δεν τολμούσαν να εκφράσουν σκέψη αντίθετη από εκείνη του δεσπότη τους και πολύ περισσότερο να ενεργήσουν χωρίς την άδεια του. Για οποιοδήποτε πρόβλημα που παρουσιαζόταν δέχονταν τις αποφάσεις του και προσπαθούσαν μάλιστα να υπερθεματίσουν με υπερβολικότερα μέτρα, έτσι που πολλές φορές να παρουσιάζονται τελικά σαν άδικες παρά τις αγαθές αρχικά προθέσεις του Αλή.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι αυτός δεν είχε ποτέ εμπιστοσύνη στους συμβούλους του και στα μάτια του ο κάθε ένας από αυτούς ήταν πάντοτε επικίνδυνος για την εξουσία εξ αιτίας των γνώσεων του. Ο ίδιος έδειχνε καταπληκτικές ικανότητες στη ρύθμιση των κρατικών υποθέσεων, γνώριζε και τις παραμικρότερες λεπτομέρειες των προβλημάτων τους, έβρισκε χρόνο να αντιμετωπίζει και τα πιο ασήμαντα απ' αυτά, απαιτούσε όμως την ίδια δραστηριότητα απ' τους αξιωματούχους του και δεν συγχωρούσε ούτε δεχόταν δικαιολογίες όταν κάτι δεν συμφωνούσε με τις διαταγές του. Κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες των πηγών, και κυρίως των περιηγητών, δεν γίνεται απόλυτα σαφές ποια ήταν η σύνθεση του διβανίου του Αλή και ποια τα αξιώματα που ασκούσαν τα μέλη του.
Οπωσδήποτε συμμετείχαν σ' αυτό ο κεχαγιάς (kâhya), ένας απ' τους πιο σημαντικούς αξιωματούχους του κράτους, που αναπλήρωνε τον Πασά κατά την απουσία του και ο Ντιβάν Εφέντης (dîvân effendi), ο αρχιγραμματέας, που διεκπεραίωνε την αλληλογραφία με την Πύλη. Οι δυτικές πηγές αναφέρουν ακόμη ονομαστικά τον Μεχμέτ Εφέντη, τον αστρολόγο, και του δίνουν τον τίτλο του πρωθυπουργού. Δεν γίνεται φανερό τι θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει αυτό το αξίωμα, πιθανώς εκείνο του κεχαγιά, γιατί ο Μεχμέτ για μια μεγάλη περίοδο μαρτυρείται ότι είχε τη γενική επίβλεψη για όλα τα ζητήματα, όταν ο Αλής έλειπε από τα Γιάννινα.
Αναφέρεται επίσης σαν «υπουργός» του Αλή και μέλος του διβανίου ό Χατζή Σεχρή εφέντης, που αναλάμβανε μυστικές αποστολές στην Κωνσταντινούπολη και θεωρούνταν ο πιο φανατικός και ισχυρογνώμονας σύμβουλος του, ο πρωταίτιος των εγκληματικών έργων του. Έκτος απ' αυτούς, στο διβάνι έπαιρναν επίσης θέση προσωπικότητες χωρίς ιδιαίτερα αξιώματα στην κεντρική διοίκηση, που ήσαν όμως της απεριόριστης εμπιστοσύνης του Πασά: ο Μέτσιο Μπόνο, ο πιο παλιός και αγαπητός του φίλος, ο πιο διάσημος πολεμιστής, ο Δερβίς Χασσάν, ο Άγο Μουχουρτάρης, ο Γιουσούφ Αγάς, ο Βελή-Γκέκας, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Θανάσης Βάγιας, ο πιο πετυχημένος στρατιωτικός του και άλλοι.
Ο τελευταίος υπήρξε ο ευνοούμενος του Πασά, ήταν ο άνθρωπος που ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή επάνω του, ελεύθερος να τον πλησιάζει τις ώρες της απομονώσεως του, πρόθυμο όργανο όλων των διαταγών του και ο εμπνευστής των απεγνωσμένων πράξεων του Αλή, που χαρακτηρίζουν την τελευταία περίοδο της ζωής του. Γραφική αλλά και χαρακτηριστική είναι η σκηνή που περιγράφει ο G. Remérand για τον τρόπο που λειτουργούσε το διβάνι, όπου ο Αλής, ξαπλωμένος και καπνίζοντας, άκουγε διακόπτοντας ειρωνικά και συχνά χοντροκομμένα τις συμβουλές του κεχαγιά, του ντιβάν έφέντη, του διερμηνέα του Σπύρου Κολοβού, του Μέτσιο Μπόνο, του Χατζή Σεχρή εφέντη και άλλων.
Μέσα στην αυλή και κοντά στον Αλή και το διβάνι υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα που επανδρώνουν τη γραμματεία του, δηλαδή γραμματικοί και διερμηνείς, που διεκπεραιώνουν την αλληλογραφία του. Ορισμένοι απ' αυτούς πολλές φορές ξεπερνούν το ρόλο του απλού διεκπεραιωτή και μπαίνουν μέσα στον κύκλο των συμβούλων του Πασά και συμμετέχουν στο διβάνι όπως είδαμε πιο πάνω να συμβαίνει με τον Σπύρο Κολοβό. για την αλληλογραφία με τους μπέηδες και τους αγάδες υπήρχαν, σύμφωνα με τον Hughes, τέσσερις γραμματικοί, όλοι Έλληνες, επειδή η Ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που επικρατούσε στο κράτος.
Υπήρχαν ακόμη δύο διερμηνείς, που ήσαν επίσης και γραμματικοί, καθώς και μερικοί γιατροί που υπηρετούσαν και σαν διερμηνείς ή γραμματικοί όταν ή περίσταση το απαιτούσε. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι σχετικά με τον χαρακτήρα των Ελλήνων που υπηρέτησαν σαν γραμματικοί ή διερμηνείς έχουν διατυπωθεί πολλές και ποικίλες κατηγορίες. Πρέπει όμως να τονισθεί, ότι παρά τα ελαττώματα τους βοήθησαν από τη θέση που κατείχαν να προκόψει η εθνική υπόθεση των Ελλήνων. Γραμματικοί στην αυλή του Αλή Πασά χρημάτισαν ο Μάνθος Οικονόμου, ο Κώστας Γραμματικός, ο Κώστας Βουρμπιανίτης, ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο Σπύρος Κολοβός και μερικοί άλλοι.
Ανάμεσα σ' αυτούς ο Μάνθος Οικονόμου και ο Σπύρος Κολοβός φάνηκαν χρησιμότατοι στους συμπολίτες τους. Ο πρώτος, γραμματικός του Αλή αμέσως μόλις ανέλαβε αυτός τη διοίκηση στα Γιάννινα, υπήρξε το δεξί του χέρι στις διαπραγματεύσεις της Πάργας και γενικά σύμβουλος του σ' όλες τις σπουδαίες υποθέσεις που παρουσιάζονταν. Ο Οικονόμου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αναδείχθηκε ένας από τους πρωτεργάτες της στην Ήπειρο. Ο δεύτερος, άνδρας με μεγάλη παιδεία, κάτοχος πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών, ήταν ο επίσημος διερμηνέας στην αυλή και έγινε ένας από τους πιο έμπιστους σύμβουλους του Αλή.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Μάνθο Οικονόμου. Αντίθετα απ' αυτούς τους δύο ο Κώστας Βουρμπιανίτης είχε κακό και ευτελή χαρακτήρα. Έκτος όμως απ' τους Έλληνες που κατείχαν κάποιο επίσημο αξίωμα ή είχαν κάποια θέση στην κρατική ιεραρχία και στην αυλή, σύχναζαν εκεί και άλλοι Χριστιανοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί και λόγιοι, πολλοί απ' τους οποίους διακρίθηκαν και σ' εκείνη την περίοδο αλλά και αργότερα στην Ελληνική επανάσταση. Έτσι ανάμεσα στους πολιτικούς συμπεριλαμβάνονται ο Αλέξης Νούτσος, ραδιούργος προεστός στο Ζαγόρι και πολύ αγαπητός στον Αλή, ο Κωνσταντίνος Μαρίνου ή Μαρίνογλους, ο Δημήτρης Δρόσος, ο Νικόλαος Μίχος, οι Στέφανος και Ευθύμιος Κων. Δούκα, ο Μάρκος Δαμιράλης κ.ά.
Από τους αξιωματικούς του στρατού διακρίνονται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, 0 Αθα νάσιος Διάκος, ο Βέικος, οι Μποτσαραίοι, ο Βαρνακιώτης, ο Πανουργίας, ο Γρίβας, ο Τζαβέλας κ.ά. Τέλος, από την αυλή του Αλή πέρασαν σοφοί άνδρες όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας και άλλοι, πράγμα που συνδέεται με το γεγονός ότι εκείνος υποστήριξε την Ελληνική παιδεία και τα γράμματα και επέτρεψε την ύπαρξη και τη λειτουργία Ελληνικών σχολείων. Μια άλλη κατηγορία ατόμων που είχαν επίσημη θέση στην αυλή ήσαν και οι γιατροί του Πασά που, όπως είπαμε προηγουμένως, χρησιμοποιούνταν επίσης σαν γραμματικοί και διερμηνείς.
Ο επίσημος γιατρός του Αλή ήταν στην αρχή ο γερο-Λεβαντϊνος Tozoni που, όπως σημειώνει ο Pouqueville, ήταν «δολοφόνος και πληρωμένος δηλητηριαστής». Το 1810 ο Άλής τον αντικατέστησε με τον αδελφό του Θανάση Βάγια, Λουκά, που είχε σπουδάσει με έξοδά του Ιατρική στη Βιέννη. Επίσης αναφέρονται ως γιατροί του ο Dr. Louis Franc, σοβαρός πρακτικός γιατρός, ο Μιλανέζος Βελάνι, ο Κεφαλλονίτης Μεταξάς, ο Ζακυνθινός Ταγιαπιέρας, ο Τ. Σακελλάριος, που είχε σπουδάσει κι αυτός ιατρική στη Βιέννη, όπως και ο Κωλέττης και ο Βηλαράς. Στους παραπάνω πρέπει να προστεθεί και ο Jerome de la Lance, ευγενής από τη Σαβοΐα, που ασκούσε την ιατρική στην αυλή και στα Γιάννινα μέχρι του 1806.
Όπως είναι γνωστό οι επαρχιακοί διοικητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (διοικητές των εγιαλετίων και των σαντζακίων) κατά το πρότυπο της σουλτανικής αυλής περιστοιχίζονταν όχι μόνο από συμβούλους αλλά και από πλήθος αυλικών ακολούθων. Κοντά σ' αυτούς, στην καθημερινή ζωή και κίνηση της αυλής, σύχναζαν διάφορα αλλά πρόσωπα, μόνιμοι ή περαστικοί επισκέπτες και φιλοξενούμενοι. Το ίδιο φαινόμενο απαντά και στο κράτος του Αλή, με τη διαφορά όμως ότι η αυλή του παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας ξεχωριστής και ιδιότυπης μεγαλοπρέπειας, που ήταν ίσως το αποτέλεσμα και ή έκφραση των ηγεμονικών του τάσεων και της ροπής του για ανεξαρτησία.
Γραφικές είναι πάντοτε οι περιγραφές της αυλής του, που έχομε απ' τους περιηγητές. Αυτοί μας την παρουσιάζουν σαν τόπο συγκεντρώσεως ενός ετερόκλητου πλήθους προσώπων, ντόπιων και ξένων, Τούρκων, Αλβανών, Μαυριτανών στρατιωτών, Ελλήνων και Εβραίων γραμματικών και έμπορων, Τατάρων ταχυδρόμων, ακολούθων με ποικίλες φορεσιές και απλών υπηκόων, που ζητούσαν ακρόαση, τσιγγάνων, σαλτιμπάγκων και πολυαρίθμων άλλων, ατόμων, που συζητούσαν Ελληνικά, Τουρκικά, Ιταλικά, Αραβικά, Βλάχικα και, φυσικά, Αλβανικά. Υπάρχει ή μαρτυρία ότι μέσα στο ανάκτορο του Αλή παρασκευαζόταν καθημερινά φαγητό για χίλια πεντακόσια άτομα.
Όσοι ανήκαν στην αυλική ακολουθία του Πασά, αλλά δεν αποτελούσαν τους άμεσους συμβούλους του κατέχοντας συγχρόνως και ανώτατα κρατικά αξιώματα, απήρτιζαν την δεύτερη εκείνη κατηγορία των καθαρά αυλικών προσώπων, που είχαν καθήκοντα σχετικά με την προσφορά υπηρεσιών σε ζητήματα εθιμοτυπίας και τελετών, φρόντιζαν για την άμεση προσωπική του εξυπηρέτηση και ρύθμιζαν την λειτουργία του «οίκου» του. Βέβαια οι περιηγητές, και κυρίως ο Hughes, περιγράφοντας τα διάφορα αυλικά αξιώματα, που συνάντησαν κατά την επίσκεψη τους στο κράτος του Αλή, δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες.
Άλλωστε ή διάκριση αυτή είναι πάντοτε προβληματική, γιατί ανέκαθεν υπήρξε πάγιο φαινόμενο στις αυλές των απολύτων ηγεμόνων να αναλαμβάνουν και κρατικά αξιώματα πρόσωπα που άνηκαν στο άμεσο περιβάλλον του ηγεμόνα και ασκούσαν αρχικά αυλικές μόνον υπηρεσίες, όπως και αντίστροφα. Νομίζουμε πάντως ότι στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι πιο κάτω αξιωματούχοι της αυλής του Αλή Πασά, των οποίων, οπού είναι δυνατόν παραθέτουμε και την ονομασία τους στα Τουρκικά :
Ο Σιλιχτάρ Αγάς (silahdâr aga), που κρατούσε το ξίφος του Πασά στις επίσημες τελετές και ήταν ένας από τους υψηλότερα ιστάμενους αξιωματούχους, ο Μπαϊρακτάρ Αγάς (bayraktar aga), ο σημαιοφόρος, ο Διβικτάρ Αγάς (diviktar aga), που έφερε το μελανοδοχείο, ο Μουχουρδάρης (mühürdar), ο Σφραγιδοφύλακας, ο Καπουμπουλούκμπασης, ο αρχηγός της αστυνομικής υπηρεσίας του Πασά, που είχε την κατοικία του μέσα στα ανάκτορα, ο Ιμπροχόρ Αγάς (imrahor aga), ο Σταβλάρχης, ο Καπιτζιλάρ Αγάς (kapicilar aga), που ήταν ο προϊστάμενος της αυλικής εθιμοτυπίας, ο Καφτάν Αγάς (kaftan aga), που κρατούσε τον μανδύα και τον έριχνε πάνω στους ώμους των τιμώμενων από τον Πασά προσώπων.
Ο Ραχτιβάν Αγάς, ο ιπποκόμος, που επέβλεπε για τα «ασημένια χαλινάρια» και τη «στέγαση στο ιπποστάσιο», οι Σατίρ Αγάδες (satir), τέσσερις σωματοφύλακες με διακοσμητικό ρόλο, που στις εξόδους και τις πορείες του Αλή πεζοπορούσαν δίπλα στο άλογο δύο από κάθε πλευρά κραδαίνοντας ένα είδος δόρατος με πέλεκυ, οι Τσαρκατζήδες, μια ομάδα, προφανώς, σωματοφυλακής, που την αποτελούσαν πρώην ληστές και συνόδευε έφιππη τον Αλή στις πορείες του, ο Τσοχαντάρ Αγάς (cohadär aga), αρχηγός των σωματοφυλάκων του Πασά, ο Χαζνατάρ Αγάς (hazînedar aga), ο Ταμίας, οι δύο Μπουχουρντάν Αγάδες (buhurdan), που τον αρωμάτιζαν θυμιατίζοντας, όταν πήγαινε στο τζαμί.
Ο Σαμντάν Αγάς, που προπορευόταν του Πασά βαστώντας τα καντηλέρια μέσα στα διαμερίσματα του, ο Τσεμεσίρ Αγάς, ο Ιματιοφύλακας, ο Σοφρατζήμπασης (sofraci-basi), ο Τραπεζοκόμος, ο Ιμπικτάρ Αγάς, που έριχνε νερό με μια χρυσή κανάτα για να πλύνει τα χέρια του ο Πασάς και ο Μουραματζήμπασης που κρατούσε τις σχετικές πετσέτες, ο Πεσκίρ Αγάς, που έριχνε ένα μεταξωτό σάλι στους ώμους του Πασά και των προσκαλεσμένων του, ο Καφετζήμπασης, που είχε την επίβλεψη του καφέ, ο Τουτουντζήμπασης, που φρόντιζε για το κάπνισμα, τις πίπες και τους ναργιλέδες και ο Μπερμπέρμπασης, ο αρχικομμωτής.
Δύο ακόμη ανώτεροι αξιωματούχοι ήσαν ο Μεχτέρμπασης, επί κεφαλής της ορχήστρας και ο Τατάρ Αγάς, επικεφαλής εκατό τατάρηδων δηλ. ταχυδρόμων. Αυλική υπηρεσία εκτελούσαν επίσης είκοσι Τσαούσηδες (çavus) και είκοσι Καβάσηβες (kavâs), θυρωροί και φύλακες στα ανάκτορα, που κρατούσαν ασημένια ραβδιά με ρόζους και προχωρούσαν μπροστά απ' τον Πασά, όταν βάδιζε μέσα στο σεράι. Στους αξιωματούχους της αυλής ανήκαν επίσης ό Ντουνιμενής, που είχε την φροντίδα για την προμήθεια με καυσόξυλα και κάρβουνα και ο βεκιλαρτζής (vekilharç), που είχε την ευθύνη και τη διαχείριση των γενικών εξόδων του Αλή και ήταν προϊστάμενος σχετικής υπηρεσίας με πολλούς υπαλλήλους.
Σαν τέτοιος διαχειριστής αναφέρεται ότι είχε διατελέσει ο Εβραίος Genovelli. Ως προς τις σχέσεις του με τον Πασά, όλοι αυτοί οι ακόλουθοι θεωρούνταν απολύτως έμπιστοι και αφοσιωμένοι σ' αυτόν. Ακόμη και σε περιπτώσεις που εκείνος είχε δολοφονήσει τους γονείς ή τους συγγενείς τους, αυτοί ποτέ δεν διανοήθηκαν να τον εκδικηθούν για τα εγκλήματα του. Είχαν τόσο εκτεθεί οι ίδιοι με εγκληματικές πράξεις κατά διαταγή του και είχαν τόσο υποταχθεί στη θέληση του, ώστε τον έβλεπαν σαν μια εκπληκτική ύπαρξη, που ή δύναμη της ήταν «ο χρυσός, ο σίδηρος, το ρόπαλο». Από τους περιηγητές έχουμε ακόμη μερικές πληροφορίες για την προσωπική τους αμφίεση και την καθημερινή τους διαβίωση.
Φορούσαν ρούχα πολύχρωμα με σειρήτια και γαλόνια, αλλά συνήθως χωρίς πουκαμίσες, τρέφονταν τις περισσότερες φορές με ακατάλληλες τροφές και τον χειμώνα κρύωναν στους προθαλάμους, μια και θέρμανση υπήρχε μόνο στα διαμερίσματα του κυρίου τους, ζητιανεύοντας φιλοδωρήματα από κάθε επισκέπτη. Η απαίτηση αυτή για φιλοδωρήματα, που εξ άλλου αποτελούσε γενικότερο φαινόμενο, γινόταν κάτω από την υπόδειξη ή την ανοχή του Αλή. Μάλιστα τους συνιστούσε, σαν ένα μέσο ανταμοιβής των υπηρεσιών τους, να ζητούν πράγματα, που δεν μπορούσαν να τους αρνηθούν και τους προέτρεπε να εισπράττουν εκβιαστικά, τάχα έν αγνοία του, χρήματα από πόλεις και χωριά προβάλλοντας ανυπόστατα δικαιώματα.
Θεωρητικά όφειλε στις γιορτές να τους δίνει δώρα, αλλά προφασιζόταν ταξίδια για να τα αποφεύγει. Αργότερα η συνήθεια άλλαξε κατά τρόπο συμφέροντα γι' αυτόν και δεχόταν ο ίδιος δώρα αντί να προσφέρει. Οι γραμματείς του μάλιστα ήταν υποχρεωμένοι να σημειώνουν την αξία των προσφερομένων, έτσι ώστε ο καθένας αναγκαζόταν να φανεί πιο γενναιόδωρος από τον άλλον. Θα πρέπει περιλάβουμε ακόμη ανάμεσα στα πρόσωπα που άνηκαν στο αυλικό περιβάλλον του Αλή το πλήθος εκείνο των Ευρωπαίων, στην πλειοψηφία τους Ιταλών και Γάλλων, που κατείχαν αξιώματα σαν σύμβουλοι ή εκπαιδευτές κυρίως στο στρατό.
Οι Ευρωπαίοι αυτοί ήσαν τυχοδιώκτες, λιποτάκτες και αποστάτες, που συγκεντρώθηκαν εκεί, είτε γιατί διάφορα περιστατικά τους ανάγκασαν να καταφύγουν κοντά του, είτε γιατί κατά την διάρκεια πολεμικών επεισοδίων είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι, είτε γιατί είχαν κληθεί από τον ίδιο για να διοικήσουν και να εκπαιδεύσουν το στρατό του. Σ' αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ο πρώην Καρμηλίτης μοναχός και ιεραπόστολος Guerini, αιχμάλωτος μετά την σύλληψη του σκάφους «Madonna di Montenegro», που οδηγήθηκε στα Γιάννενα το 1799, μυήθηκε στον Ισλαμισμό και με το όνομα Μεχμέτ έγινε ιμάμης της αυλής και ένας από τους ιδιαιτέρους γραμματείς του Αλή.
Ακόμη ο Γάλλος αποστάτης Michel από το Παρίσι, ξυλουργός το επάγγελμα, που πήρε γυναίκα του, παρά την θέληση του, μια Ελληνίδα και ήταν ο επικεφαλής των εργαστηρίων ξυλουργικής και άμαξοποιίας, ο πρώην πειρατής Passano, από το Bonifacio της Ιταλίας, που κατά την διάρκεια της ανταρσίας του πασά ήταν διοικητής ενός στολίσκου, επίσης ο αποστάτης Caretto από τη Νεάπολη, διοικητής του πυροβολικού. Άλλοι ήσαν ο Mollah Suleyman, πρώην αξιωματικός στην υπηρεσία του στρατού του βασιλείου της Νεαπόλεως και κάποιος Watrin, ίσως αξιωματικός από την Ιταλία, που έγιναν Μουσουλμάνοι, ο Κορσικανός καπετάνιος Marcellese, που διοικούσε τμήμα του στόλου του και ήταν πολύ σεβαστός στον Αλή.
Ο Ιταλός εκπαιδευτής του ιππικού Pesarini, ένα από τα πιο φαιδρά πρόσωπα της αυλής, ο ιερέας Don Vincenzo Micarelli, ο αυτοαποκαλούμενος χημικός του βεζίρη χωρίς να έχει ιδέα από χημεία, ο Cerfbeer de Medelsheim από το Στρασβούργο, που έγινε Μουσουλμάνος και πήρε με το όνομα Ibrahim Manjour effendi, ο Cuillaume de Vaudoncourt και άλλοι. Θα πρέπει τέλος επίσης να αναφέρουμε ότι ο Αλής χρησιμοποίησε, σε άσκημες όμως θέσεις, όλους τους Γάλλους αιχμαλώτους του πλοίου «Madonna di Montenegro». Αυτοί πήραν γυναίκες τους Ελληνίδες, φορούσαν Ελληνικά ενδύματα και πλήρωναν όπως όλοι οι υπόδουλοι τον κεφαλικό φόρο.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ''ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΤΥΠΟ''
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑΥΜΑΖΑΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ
Μετά την εγκατάστασή του στο ''θρόνο'' των Ιωαννίνων ο Αλή Πασάς αποκαλύπτει και μια ακόμη πτυχή της αλλοπρόσαλλης προσωπικότητάς του. Αφήνοντας πίσω του τις συμπεριφορές και τις νοοτροπίες ενός Ανατολίτη Οθωμανού περιφερειακού διοικητή και προσεγγίζει καινούργιο ρόλο που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα αποστεωμένα Οθωμανικά πρότυπα διακυβέρνησης. Ένα εκσυγχρονιστικό κράτος δημιουργείται αρχικά στην Ήπειρο, και στη συνέχεια, σε όλη την έκταση της επικράτειάς του. Ο ληστής μετατρέπεται σε έναν προοδευτικό ηγεμόνα και ο αμόρφωτος γιος της Χάμκως σε προστάτη των επιστημών και των γραμμάτων.
Ο αδίστακτος καταπατητής των νόμων σε υπέρμαχος της τάξης και της ασφάλειας, ο άξεστος αρβανίτης σε προικισμένο διπλωμάτη. Δημιούργησε ένα de facto κράτος μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η έκτασή του ήταν μεγαλύτερη -σχεδόν διπλάσια- από εκείνη του Ελληνικού κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821. Η εξουσία του σουλτάνου στην επικράτειά του ήταν μόνο κατ’ όνομα και περιοριζόταν στην καταβολή των προβλεπόμενων φόρων, τους οποίους αυτός κατέβαλε κανονικότατα, τους οποίους συνόδευε και με πλουσιοπάροχα δώρα (μπαξίσια) προς όλους τους αξιωματούχους της τουρκικής διοίκησης (διβάνι) της Κων/πολης.
Για 32 συνεχή χρόνια (1788 - 1820) η Πύλη τον διόριζε κάθε χρόνο με ''φιρμάνι'' διοικητή του Πασαλικιού των Ιωαννίνων, ενώ την ίδια περίοδο η οικογένειά του δεν άφηνε από τα χέρια της και το σαντζάκι των Τρικάλων, που περιλάμβανε ολόκληρη την Θεσσαλία, μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και σχεδόν ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Ο Αλή Πασάς, όπως κάθε βεζίρης, είχε το ''Ντιβάνι'' του, με τους ''υπουργούς'' και τους αυλικούς του. Τις διοικητικές του περιφέρειες διοικούσαν οι καδήδες και οι κυβερνήτες, που διορίζονταν από την Πύλη ύστερα από δική του πρόταση. Ωστόσο όλη η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια του και το Ντιβάνι δεν έπαιζε οποιονδήποτε ρόλο, αν και -τυπικά- έπαιρνε την έγκρισή του.
Τις σχέσεις με το εξωτερικό, τα δικαστήρια και τα οικονομικά χειριζόταν μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια προσωπικά. Επίσης χρησιμοποιούσε τους ανώτερους, Χριστιανούς, λειτουργούς -οι οποίοι διορίζονταν από το Πατριαρχείο μόνο με τη δική του συγκατάθεση- σε αποστολές διπλωματικής, οικονομικής και διοικητικής φύσης. Οι μητροπολίτες, ειδικώς, ήταν ''τυφλά όργανά'' του. Οι δεσποτάδες Ιωαννίνων και Άρτας έδωσαν ανάθεμα στους Σουλιώτες σαν «στασιαστές» και καλούσαν το ποίμνιο τους να μην τους βοηθήσει, αν και ήταν Ορθόδοξοι. Μαζί τους έκανε και επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, ο μητροπολίτης Ιωαννίνων ήταν επικεφαλής εταιρείας η οποία νοίκιαζε από τον Αλή τα ιχθυοτροφεία του Βουθρωτού.
Ανεξίθρησκος -ο ίδιος- αφήνει ελεύθερους τους Χριστιανούς, τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους, να εξασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα όπως αυτοί επιθυμούν. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του, χτίζονται πάμπολλες Χριστιανικές εκκλησίες, πολύ λίγα Οθωμανικά τζαμιά και μια Εβραϊκή συναγωγή. Χτυπάει αλύπητα τις τοπικές αυθαιρεσίες και οργανώνει ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης πρωτόγνωρο - για την εποχή εκείνη. Είναι τέτοια η εμπιστοσύνη που αρχίζουν να έχουν οι πληθυσμοί στην διοίκησή του, ώστε και οι Χριστιανοί ραγιάδες, να γυρεύουν από τον Αλή να λύσει τις διαφορές τους, ακόμη και με τους δεσπότες τους.
Πολλά έχουν γραφεί για το ''σύστημα δικαιοσύνης'' που καθιέρωσε και στο οποίο υπέρτατος δικαστής ήταν ο ίδιος. Η επικράτειά του γνωρίζει μια αληθινή κοσμογονία από έργα. Ανοίγει αρτηρίες (που διατηρήθηκαν μέχρι τον 21ο αιώνα), αποξηραίνει έλη, χτίζει αμέτρητα γεφύρια, χάνια, τελωνεία, διοικητήρια, αποθήκες, βάζοντας έτσι στέρεες βάσεις στο οικοδόμημά του, για να μπορέσει να το υψώσει στο μεγαλείο, που το ήθελε. Στα δημόσια έργα εφάρμοσε το σύστημα της υποχρεωτικής εργασίας - ''αγγαρείες''- παίρνοντας και τα έξοδα από τους ντόπιους πληθυσμούς. Ήταν αμείλικτος στις καταχρήσεις και στην κλοπή των υλικών - από τα εργοτάξιά του.
Η τιμωρία ήταν κρεμάλα και ακρωτηριασμός. «Μονάχα έτσι» έλεγε σε ένα περιηγητή «μπορούν να κυβερνηθούν αυτοί. Την ίδια στιγμή που κρεμάω έναν από τον πλάτανο για κλεψιά, ο αδερφός του κλέβει κάτω από το ίδιο δέντρο. Εάν προστάξω να κάψουν κάποιον, ο γιος του θα κλέψει την στάχτη της φωτιάς του, για να την πουλήσει. Μόνο με τον τρόμο τους κρατώ». Οργάνωσε το κράτος του υποδειγματικά, στελεχώνοντας τις υπηρεσίες του αποκλειστικώς με Έλληνες. Άλλωστε η επίσημη γλώσσα του Πασαλικιού ήταν η Ελληνική, και μόνο στην αλληλογραφία με την Υψηλή Πύλη γινόταν χρήση της Τουρκικής, την οποία -σημειωτέον- ο Αλής δεν γνώριζε (μιλούσε μόνο τα Ελληνικά και τα Αρβανίτικα).
Τις σχέσεις με το εξωτερικό και τα οικονομικά του κράτους του, χειριζόταν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια ο ίδιος προσωπικά. «Οι υπουργοί του», γράφει ο Καποδίστριας, «δεν είναι τίποτε άλλο από γραμματείς, που τους υπαγορεύει και εκείνοι απλώς γράφουν. Ουδέποτε υπογράφει διάταγμα ή έγγραφο χωρίς να το διαβάσει, πολλές φορές, και να το διορθώσει». Τα κρατικά του αρχεία ήταν υποδειγματικά και φυλάσσονταν σαν κόρη οφθαλμού. Η ταχυδρομική υπηρεσία του, μετέφεραν ένα γράμμα από τα Γιάννενα στην Πόλη σε 5 μέρες, ενώ η αντίστοιχη αυστριακή ήθελε 15. Το πέρασμα του Αλή από τη ληστρική δραστηριότητα -κατά την περίοδο της νεότητάς του- τον είχε εξοικειώσει, σε μεγάλο βαθμό, με τα εδάφη που αργότερα θα κυβερνούσε.
Αυτή του η γνώση μεταβιβάστηκε εύκολα στον ρόλο που ανέλαβε ως πασάς. Περιηγητές όπως ο William Martin Leaκe και ο John Cam Hobhouse αναφέρουν ότι, συνήθως, ο Αλής δεν έμενε και πολύ στα Γιάννενα, αλλά περιόδευε στις διάφορες περιοχές των εδαφών του. Λέγεται, ότι θεωρούσε απαραίτητο να επισκέπτεται όλα τα χωριά της επικράτειάς του τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Η άριστη σχέση του με τους πληθυσμούς της υπαίθρου υπήρξε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής του και επί πλέον με τις επισκέψεις του και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, συνέλεγε προσωπικώς πληροφορίες από τους έμπιστους, που διατηρούσε εκεί. Ο Πασάς ήξερε τα πάντα μέσα στο κράτος του.
Τα δημόσια έργα του -σε συνδυασμό και με την πάταξη της ληστρικής δραστηριότητας- έκαναν τις περιφέρειές του προσπελάσιμες στο ξένο, και εγχώριο, εμπόριο, με αποτέλεσμα πρωτοφανή οικονομική άνθηση. Τα τελωνεία που ίδρυσε όχι μόνον φορολογούσαν τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα είδη, αλλά φρόντιζαν, επίσης, και για την ασφαλή διακίνησή τους. Σαν πραγματικός κέρβερος ο Πασάς των Ιωαννίνων παρακολουθούσε στενώς την λειτουργία τους και ήταν άτεγκτος και στην παραμικρή ολιγορία ή στην παρανομία των υπαλλήλων τους. Στα Γιάννενα διοργάνωνε, κάθε χρόνο, ετήσιο πανηγύρι που ήταν στην ουσία μια εμπορική έκθεση, και η οποία κατακλυζόταν από επισκέπτες από όλη τη Βαλκανική.
Οι οικονομικές πράξεις, οι οποίες γίνονταν εκεί ήταν πάρα πολλές. Σύμφωνα με τους περιηγητές ο χώρος του πανηγυριού ήταν τόσο μεγάλος, ώστε έφτανε στο μέγεθος μιας ''μικρής πόλης''. Ο Πασάς, την επισκεπτόταν κάθε χρόνο, ενώ για την άψογη λειτουργία της τοποθέτησε μόνιμο διευθυντή τον αρχιτελώνη του Αναστάσιο Σαμαρινιώτη - καθώς και κυβερνητικούς επόπτες σαν βοηθούς. Ο ιδιοφυής τύραννος ήταν ένας μεγάλος διπλωμάτης. Βλέποντας, ίσως, μακρύτερα συνειδητοποίησε, ότι το μέλλον του κράτους του είναι προς την Ευρώπη και όχι προς την Ανατολή. Επέβαλε τα Γιάννενα, την πρωτεύουσα του Πασαλικιού του, ως μεγάλο διπλωματικό κέντρο, όχι μόνο της Βαλκανικής, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Οι λεγόμενες ''μεγάλες δυνάμεις'' της εποχής (Γαλλία, Βρετανία, Ρωσία), ιδρύουν προξενεία στα Γιάννενα και υποπροξενεία σε αρκετές άλλες πόλεις της επικράτειάς του. Ο ίδιος οργανώνει την διπλωματική του υπηρεσία σαν ένα πραγματικό ''υπουργείο εξωτερικών''. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για την αλληλογραφία του με τις ξένες δυνάμεις, χρησιμοποιούσε τρεις διαφορετικούς γραμματείς, ώστε κανένας τους να μη ξέρει τι υπαγορεύει στους άλλους. Είχε εγκαταστήσει διπλωματικούς αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, την Βιέννη, την Τεργέστη και το Παρίσι. Αλληλογραφούσε με τον Metternich, το Βοναπάρτη, τον Potemkin και τον Guilford, αυτός ο αμόρφωτος πρώην ληστής.
Προκειμένου να ελέγχει -και να διοικεί -το απέραντο κράτος του ο Αλής δούλευε -όλα του τα χρόνια- με εξοντωτικούς ρυθμούς και απαιτούσε από τους υπαλλήλους του, την αυτή ενεργετικότητα που επιδείκνυε ο ίδιος - σε όλους τους τομείς. Μεταχειριζόταν διάφορα μέσα για να εξασφαλίσει την αφοσίωσή τους και την ακριβή εκτέλεση των διαταγών του. Όλους όσους κατείχαν υψηλές θέσεις στην υπηρεσία του υποχρέωνε να εγκαθιστούν τις οικογένειές τους στα Γιάννενα, ως εγγύηση νομιμοφροσύνης. Οι αυστηρές τιμωρίες οι οποίες περίμεναν τους υφισταμένους του, όταν εκείνοι δεν εκτελούσαν κατά γράμμα τις εντολές του, συντελούσαν ώστε όλοι τους να δουλεύουν αφοσιωμένα, ασταμάτητα και αποδοτικά.
Σε ολόκληρο το Πασαλίκι οργάνωσε ταχύτατα ένα σκληρό αστυνομικό κράτος και ένα -μοναδικό- στην Τουρκική Αυτοκρατορία δίκτυο καταδοτών - και παρακολουθήσεων. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Guillaume de Vaudoncourt που το 1807 ανέλαβε πολιτικοστρατιωτική αποστολή στα Γιάννενα γράφει στο οδοιπορικό του: «Το σύστημα των σπιούνων του ήταν απαραίτητο για να προλαβαίνει συνωμοσίες και κινήματα εναντίον του. Τα καθήκοντα της αστυνομίας του δεν περιορίζονται μόνο στη δημόσια ασφάλεια. Παρακολουθεί τι γίνεται μέσα σε κάθε σπίτι, ελέγχει τη συμπεριφορά όλων των πολιτών, και του αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια τι κάνουν, τι συζητούν, τι σκέφτονται και τι σχεδιάζουν οι υπήκοοί του.
Η αστυνομία του Πασά γνωρίζει κάθε κίνηση ακόμη και των Ελλήνων και των Οθωμανών της Κωνσταντινούπολης. Είχε, επίσης, οργανώσει και την συστηματική λογοκρισία της αλληλογραφίας. Όλες οι επιστολές -που έβγαιναν, ή έμπαιναν στην επικράτειά του- διαβάζονταν από τους ανθρώπους του, πριν παραδοθούν στους ταχυδρόμους. Παρακολουθούσε ακόμη και την αλληλογραφία των Προξένων. Αν κάποιος διαμαρτυρόταν, τότε έκανε τον ανήξερο και διέταζε να κρεμαστεί, ως δήθεν φταίχτης, κάποιος από τους δύστυχους ανθρώπους - που είχε φυλακισμένους στα μπουντρούμια των φυλακών του». Βεβαίως η κινητήρια δύναμη της διοικητικής μηχανής δεν ήταν μόνον ο φόβος. Όπως αναφέρει πάλι ο Καποδίστριας:
«Με ακριβά δώρα, σε χρήματα ή σε γη, ή με τη διανομή διαφόρων επικερδών θέσεων, δένει -μπορεί να πει κανείς- τους ανθρώπους που τον υπηρετούν, με τον ίδιο, με την εξουσία του, με το σύστημά του και με την επιτυχία των πολυάριθμων επιχειρήσεών του». Ειδικότερα με τους ενόπλους του, φρόντιζε να κρατάει το ηθικό τους και την πολεμική τους ετοιμότητα ψηλά. Τους ήξερε σχεδόν όλους με το μικρό τους όνομα και μπορούσε να δει κανείς αυτόν τον ισχυρό κυβερνήτη να συνομιλεί με απλούς στρατιώτες για τη θητεία τους, τα προσωπικά τους προβλήματα και την οικογενειακή τους κατάσταση.
Επίσης οι μισθοί τους καταβάλλονταν κανονικά, κάτι πράγματι ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη και δεν υπολόγιζε τα δώρα προς εκείνους που έδειχναν καλή διαγωγή, υπακοή και αφοσίωση προς το πρόσωπό του, ενώ τα προνόμια που παραχωρούσε στους πολυάριθμους γραμματικούς, οπλαρχηγούς, κάθε φύσης μυστικοσυμβούλους του και αυλικούς ήταν εξαιρετικά.
ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΜΟΝΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ
Κυβέρνησε το κράτος του επί 33 χρόνια με ''σιδηρά πυγμή''. Ήταν σκληρός και αυταρχικός. Ο Κarl Mendelsson Bartholdy (1838 - 1897) στο έργο του ''Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης'', που εξέδωσε το 1870, τον δικαιολογεί γράφοντας: «Χωρίς την αυστηρότητά του δεν θα ήταν δυνατόν να τεθεί τέλος στα όργια των ληστών και να ησυχάσει η χώρα. Ο Αλή Πασάς έκανε ρήξη προς το Μεσαίωνα και το φεουδαρχισμό και χάραξε το δρόμο του πολιτισμού. Έβαλε τέρμα στην ανεξαρτησία των τοπικών αρχηγών και κατέστρεψε τα κληρονομικά γένη των κοτζαμπάσηδων ». Και συνεχίζει ο Γερμανός ιστορικός:
«Ήταν αλήθεια δυνατόν να γίνει αυτή η μετατροπή με ειρηνικά και ήπια μέσα; Μόνο με τη σκληρότητα θα μπορούσαν οι Αλβανοί να δεχτούν τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού. Για την Ελλάδα και την Αλβανία έπρεπε να μεσολαβήσει ο πεφωτισμένος δεσποτισμός του Αλή για τη μετάβαση των χωρών αυτών από το σκοτεινό Μεσαίωνα στους νέους χρόνους». Ωστόσο για τις μεθόδους του αυτές δέχτηκε σκληρή κριτική τόσο από τους συγχρόνους του, όσο και τους μεταγενέστερους ιστορικούς, προεξάρχοντος του Fr. Pouqueville.
Ο στρατός του Αλή αποτελείτο κατά βάση από στοιχεία ατάκτων. Από περιγραφές που διασώθηκαν πιο αξιόπιστη και ακριβέστερη φαίνεται ότι είναι εκείνη του εξωμότη, επαγγελματία στρατιωτικού, Ιbrahim Manzour, ο οποίος και υπηρέτησε για πολύ καιρό, ως διοικητής του πυροβολικού του Τεπελενλή. Κατ’ αυτόν ο Αλής διέθετε 7 έως 8 χιλιάδες ένοπλους άντρες παντός όπλου, οι οποίοι ήταν δυνατόν σε καιρό πολέμου, να διπλασιαστούν. O Holland όμως υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές του δυνάμεις μπορούσαν να φτάσουν τις 30.000. Όλοι οι μάχιμοι πολεμιστές ήταν έμμισθοι, και μάλιστα υψηλά αμειβόμενοι. Κατά τον Manzour πάντοτε, το στρατό αυτό αποτελούσαν:
Οι τζοχανταραίοι -οι επίλεκτοι στρατιώτες που φρουρούσαν τα ανάκτορα του Πασά- τα άπειρα αιγοπρόβατά του, τις αποθήκες του κ.λπ., χωρίς ουσιαστικά να είναι μάχιμοι. Οι τσαρκατζήδες, σωματοφύλακές του, πρώην ληστές, οι οποίοι τον συνόδευαν έφιπποι παντού, ήταν γενναίοι, αλλά θηριώδεις, και αποτελούσαν το φόβητρο των κατοίκων. Οι γκέγκηδες, το εκλεκτότερο τμήμα του άτακτου στρατού του, αποτελούσαν το ιππικό του και προέρχονταν από την ορεινή Άνω Αλβανία. Ανάμεσά τους και οι μιδρίτες, καθολικοί μισθοφόροι αρβανίτες - με ανεπτυγμένο αίσθημα τιμής και αφοσίωσης. Τέλος, το ''ασκέρι'' ο συρφετός των Αλβανών Τόσκηδων, Λιάπηδων και Τσάμηδων, οι οποίοι ήταν αποκλειστικά πεζικάριοι.
Εκτός από τα άτακτα αυτά σώματα ο Αλής είχε συγκροτήσει, με πολύ μόχθο, θυσίες και χρήματα, και τακτικά τμήματα, αντιγράφοντας τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Έτσι διέθετε τάγμα πεζικού με 700 άντρες, ίλη ιππικού (λογχοφόρων), μοίρα πυροβολικού με 100 βομβαρδιστές (τοπτσήδες), τμήμα μηχανικού αποτελούμενο μόνον από ξένους αξιωματικούς, και ένα σώμα ακροβολιστών ή ευζώνων. Βαθμοφόροι ήταν τόσο Έλληνες Ορθόδοξοι, όσο και Μουσουλμάνοι Αρβανίτες. Την αφρόκρεμά του αποτελούσαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί, οι μετέπειτα πρωταγωνιστές του 1821.
ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΔΙΟΦΥΪΑ
Εφάρμοσε στο πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό κράτος του απόλυτη ισοπολιτεία. Έλληνες, Αλβανοί, Χριστιανοί -Ορθόδοξοι ή Καθολικοί-, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, ήταν όλοι ίσοι απέναντι στους νόμους και τα δικαστήρια. Ο Διδάσκαλος του Γένους Νεόφυτος Δούκας (1760 - 1845), από τα Άνω Πεδινά Ζαγορίου, σε ομιλία του στο Βουκουρέστι στις 15 Ιανουαρίου 1820 -δυο χρόνια πριν το θάνατο του Αλή- έλεγε: « Έστειλεν ο Θεός εις ημάς ύστερα από τόσα κακά, τον υψηλότατον και εξακουσμένον εις όλον τον κόσμον Βεζίρη Αλή Πασάν, και του έδωκεν εξουσίαν να παιδεύει τους κακούς και να ευεργετεί τους καλούς.
Ο πτωχός δεν πνίγεται πλέον από τον πλούσιον, ο μικρότερος δεν καταπατείται από τον μεγαλύτερον. Ο οδοιπόρος δεν έχει χρείαν από φυλακάτορες ίνα περάσει τα αδιάβατα δάση, ας έχει ασήμι, ας έχει φλωρί φορτωμένον, το ηξεύρει ότι είναι ιδικόν του, απερνά τον δρόμο του άφοβα την ημέραν ίσα με την νύκταν και την νύκταν ίσα με την ημέραν». Ο Τεπελενλής αυτοαναγορεύτηκε σε ανώτατο δικαστή της επικράτειάς του. Αδέσμευτος από συνταγματικούς ή άλλους δικονομικούς περιορισμούς δίκαζε -κατά την κρίση του- κάθε φύσης υποθέσεις, ενώ κατά των αποφάσεών του, κανένα ένδικο μέσο δεν χωρούσε. Ο κόσμος είχε τυφλή εμπιστοσύνη στην ετυμηγορία του.
Διάδικοι ή απελπισμένοι από όλη την σατραπεία του έτρεχαν στο σεράι των Ιωαννίνων για να βρουν το δίκαιό τους. Οι αποφάσεις του άφησαν εποχή. Δεκάδες περιστατικά έχουν καταγραφεί. Η ''σολομώντειος Πρακτική'' ήταν από τις προσφιλείς του μεθόδους. Οι δίκες γίνονταν πάντοτε δημόσιες και -υπό μορφή ενόρκων- παρίσταντο και Έλληνες αξιωματούχοι της αυλής του, κατά κανόνα οι Αλέξιος Νούτσος και Σταύρος Ιωάννου - Τσαπαλάμος. Μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας εξέδιδε γραπτή απόφαση που ήταν «μπουγιουρντί του εξωχοτάτου Βεζύρ' Αλή Πασά» και η εφαρμογή του δεν επιδεχόταν καμιά αμφισβήτηση από οποιονδήποτε.
Ο Sir Henry Holland περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι υπήκοοι ζητούσαν την επέμβαση του Πασά ή στις δικαστικές τους υποθέσεις, για την τροποποίηση, ή ακύρωση άδικων αποφάσεων των Κατήδων ή Μουλάδων (μωαμεθανοί δικαστές) και γενικώς την δικαστική του προστασία: «Πολλές φορές» γράφει ο ακριβολόγος περιηγητής «παραβρέθηκα όταν ο Πασάς άκουγε τις καταγγελίες των διαδίκων. Κάθε ένας εισέρχεται μόνος, φιλά την άκρη της βεζυρικής ενδυμασίας και έπειτα εκθέτει το παράπονό του, ή διατυπώνει το αίτημά του. Ο Βεζύρης ακούει με πολύ προσοχή και επιζητά να ανακαλύψει όλη την αλήθεια.
Αποφασίζει γρήγορα και ανέκλητα, γιατί αυτός είναι ο Ανώτατος Δικαστής και κρίνει όχι κατά τους γραπτούς ή άγραφους νόμους, αλλά κατά την απόλυτη δικαιοδοσία του. Όπως άκουσα με τα ίδια μου αυτιά, βεβαιώθηκα ότι και ο τελευταίος των υπηκόων του έχει εκ των προτέρων την πεποίθηση ότι αναφερόμενος προς τo Βεζύρη θα δικαιωθεί δικαιότερα και ταχύτερα παρ’ ότι αν έπεφτε στα πόδια των Υπουργών (εννοεί τους γραμματικούς του Αλή) ή των υπαλλήλων του». Ο Ηπειρώτης λόγιος Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861 - 1937) αναφέρει ένα χαριτωμένο περιστατικό (εφημερίδα Εβδομάς. 1890) σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης εκ μέρους του Αλή.
Ένας Γιαννιώτης έμπορος (Κρομμυδάς το όνομά του) ταξίδευε συχνά στο Δέλβινο, όπου οι κάτοικοι της Χειμάρρας έφερναν φτηνές πραμάτειες από τη Βενετία. Ο Κρομμυδάς δεν κοιμόταν σε χάνι, αλλά στο σπίτι του αδερφικού του φίλου Κασίμ Αγά, στον οποίο έδινε -χωρίς απόδειξη- να του φυλάει τα βράδια το σακούλι με τα φλουριά, με τα οποία την άλλη μέρα θα ψώνιζε. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό. Όταν όμως ένα πρωί ζήτησε ο Κρομμυδάς το πουγκί του, ο οικοδεσπότης του απάντησε ότι δεν του είχε δώσει οτιδήποτε. Προσέφυγε τότε στον τοπικό δικαστή, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Γύρισε απελπισμένος στα Γιάννενα και ζήτησε την παρέμβαση του Αλή.
Ο Βεζύρης, αφού πείστηκε για την ειλικρίνειά του, έστειλε και φώναξαν από το Δέλβινο τον Κασίμ Αγά, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά την ενοχή του. Τότε ο σατράπης υποχρέωσε τον Αγά να γράψει γράμμα στη γυναίκα του, ζητώντας να του στείλει τη σακούλα του Κρομμυδά, γιατί -δήθεν- ήθελε να αγοράσει από τον Αλή κάποιο πολύτιμο αντικείμενο. Η γυναίκα, ανύποπτη και χαρούμενη, έδωσε στον απεσταλμένο το πουγκί. Έτσι ο μεν Γιαννιώτης πήρε ξανά τα χρήματά του, ο δε Κασίμ έχασε το κεφάλι του. Άλλο ένα περιστατικό: Ένας Έλληνας παπάς από τα Γιάννενα είχε δανείσει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων σε έναν έμπορο, χωρίς όμως να του ζητήσει και απόδειξη.
Όταν θέλησε να πάρει τα χρήματά του πίσω, ο έμπορος όχι μόνον δεν του τα επέστρεψε, αλλά αρνήθηκε ακόμα και ότι τα είχε δανειστεί. Έτσι η διαφορά τους έφτασε ενώπιον του Αλή. Αυτός εφάρμοσε τη «Σολομώντεια δικαιοσύνη». Αφού άκουσε τις απόψεις των διαδίκων, τους είπε ότι δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα και διέκοψε τη συζήτηση, αλλά συνάμα τους διέταξε να ζυγιστούν, πριν φύγουν. Μετά μερικές εβδομάδες τους ξανακάλεσε και τους ξαναζύγισε, οπότε και διαπίστωσε ότι ο έμπορος είχε πάρει μερικά κιλά, ενώ ο παπάς -από τη θλίψη του- είχε χάσει βάρος.
Στράφηκε τότε στον έμπορο και του είπε ότι ή θα δώσει πίσω τα χρήματα, ή θα χάσει το κεφάλι του. Αυτός έπεσε στα πόδια του, ομολόγησε το χρέος του και πρόθυμα κατέβαλε στον παπά τα οφειλόμενα εντόκως.
ΜΙΑ ΑΥΛΗ ΓΕΜΑΤΗ ΕΛΛΗΝΕΣ
Όλες τις κορυφαίες θέσεις στην ''κυβέρνηση'' του Αλή κατείχαν Έλληνες. Τους Αλβανούς, θεωρούσε κατάλληλους αποκλειστικά για να πολεμούν, τους Τούρκους -άχρηστους-, ενώ τους Εβραίους χρησιμοποιούσε μόνον για να μετρούν τα έσοδά του (σαράφηδες). Η κορυφαία προσωπικότητα στην Αυλή του, ήταν ο Μάνθος Οικονόμου από το Ζαγόρι. Συνετός και έντιμος, είχε ρόλο ''πρωθυπουργού''. Απολάμβανε τόσο μεγάλου σεβασμού από την τοπική κοινωνία, ώστε η φράση «το είπε ο κυρ-Μάνθος», σήμαινε ότι δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Αποκεφαλίστηκε το 1820 στο Μέτσοβο από τους Τούρκους, αφού εγκατέλειψε τον Αλή και αποστάτησε στους αντιπάλους του.
Ο Σπύρος Κολοβός, γόνος πλούσιας Γιαννιώτικης οικογένειας, πολυταξιδεμένος και εξαιρετικά μορφωμένος, εκτελούσε και χρέη διερμηνέα, αφού μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, Γερμανικά και Γαλλικά. Είχε άδοξο τέλος. Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους το 1820, γυρνώντας από την Κέρκυρα όπου είχε πάει να ζητήσει Αγγλική βοήθεια και πέθανε από τις κακουχίες καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη. Στην Αθήνα του έκοψαν το κεφάλι και το έστειλαν στο σουλτάνο Μαχμούτ.
Σφραγιδοφύλακες του Τεπελενλή εχρημάτισαν, κατά καιρούς, οι Αθανάσιος Λιδωρίκης από την Φωκίδα, Κώστας Βουρμπιανίτης από την Κόνιτσα, «πνεύμα μοχθηρίας και καταχθονιότητος» κατά τον Αραβαντινό και ο αγωνιστής του '21 Θανασούλας Βαλτινός. Υπεύθυνος των οικονομικών ήταν ο μεγαλέμπορος και τραπεζίτης των Ιωαννίνων και της Βιέννης, Σταύρος Τσαπαλάμος, πατέρας του εθνικού ευεργέτη και συνιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας, Γεωργίου Σταύρου. «Έμπιστος των εμπίστων» ήταν ο περιβόητος και αμφιλεγόμενος Αθανάσιος Βάγιας. Εμβληματική μορφή στον κύκλο του Πασά υπήρξε ο πολύς Αθανάσιος Ψαλίδας.
Σημαντικές θέσεις στην ''κυβέρνηση'' κατείχε και η, πάμπλουτη, οικογένεια των Μαρίνογλου από το Καπέσοβο, που διατηρούσε και Τράπεζα στην Πόλη. Επίσης ο περιώνυμος Αλέξιος Νούτσος, δεξί χέρι του σατράπη, ο φαναριώτης λόγιος και γνώστης των ανατολικών γλωσσών Μιχαλάκης Χαντζερής, ο οποίος εκτελούσε χρέη πρώτου διερμηνέα, και ο εξ απορρήτων Μάνθος Λαδιάς από το Ζαγόρι. Σύμβουλος του Αλή, επί ευρωπαϊκών θεμάτων, χρημάτισε και ο Γιαννιώτης ευπατρίδης Δημήτριος Δρόσος (ο συγγενής των Μαρουτσαίων), σπουδαγμένος στη Βενετία, μία από τις πιο ευγενικές μορφές της εποχής του.
Σημαντική θέση κατείχε ο μεγαλέμπορος και προύχοντας των Καλαρρυτών Γεώργιος Τουρτούρης, φιλικός και πολιτικός της ελεύθερης Ελλάδας, ενώ στο οικονομικό επιτελείο του συμμετείχε ο Γιαννιώτης -μέλος της Φιλικής Εταιρείας- Νικόλαος Μίχος, ο οποίος λίγο πριν από την πτώση του Πασά του δάνεισε υπέρογκο ποσό, το οποίο φυσικά έχασε. Διευθυντές Τελωνείων διατέλεσαν οι Θεόδωρος Μπαζάκας από την Βίτσα και Ιωάννης Μονοβάρδας από τα Γιάννενα. Ο Αρτινός φιλικός και μεγαλέμπορος Ασημάκης Κροκίδας έκανε χρέη εμπορικού και πολιτικού εκπροσώπου του στην Πόλη.
Γραμματικός του ήταν και ο Αναγνώστης Ροντήρης ή Κραβαρίτης, αγωνιστής του '21, ενώ ο αδερφός του Γεώργιος υπήρξε ''τζοχαντάρης'' του Πασά, που έπεσε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Επίσης, στο στενό περιβάλλον του Αλή ήταν ο Γιαννιώτης και -μετέπειτα- εθνικός αγωνιστής Ρίζος Δεσποτόπουλος, ο οποίος εκτελούσε χρέη θαλαμηπόλου της Κυρά-Βασιλικής. Ακόμη και οι Μιχαήλ Βαρζέλης από την Άρτα, μέγας διερμηνέας, Κωνσταντίνος Δούκας και οι γιοι του Στέφανος και Ευθύμιος από την Πρεμετή -μετέπειτα αξιωματούχοι του Ελληνικού κράτους- Μάρκος Δαμιράλης από τη Νάξο, Δημήτριος Λογοθέτης από το Καλέντζι (διοικητής της Κορυτσάς).
Χρήστος Κίνας, Αθανάσιος Άρτας και Κωνσταντίνος Καρυστινός (διοικητές επαρχιών του Αλή), Χριστόδουλος Οικονόμου από το Ζαγόρι και ο Μετσοβίτης Δημήτριος Μπούσμπας. Και κάτι άγνωστο: Στην Αυλή του Αλή υπηρέτησε και ο Ιωάννης Τσάτσος (ή Τζέτζιος) από την Ευρυτανία, πατριάρχης της οικογένειας του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τσάτσου (1899 - 1987), καθώς και ο γιος του Κωνσταντίνος, ενώ ο γαμπρός του Νίκος Θέος - Τσάτσος (ο δολοφόνος του αδερφού του Κατσαντώνη) υπήρξε και αυτός τζοχαντάρης του Αλή.
Ο Πρώτος Αυλικός
Ο Αλέξιος Νούτσος (1768 - 1822) ήταν προεστός του Ζαγορίου. Πατέρας του ήταν ο Νούτσος Καραμεσίνης. Είχε μεγάλη δύναμη και επηρέαζε πάρα πολύ τον Βεζύρη. Φοίτησε στην Μπαλαναία Σχολή και σπούδασε στην Βιέννη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το έτος 1818. Ήταν πάμπλουτος και έζησε μέσα στη χλιδή. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές τον χαρακτηρίζαν ως «μεγαλοπρεπή μέχρις ασωτίας, ευτράπελον, ως και επιρρεπέστατον προς τας ηδονάς και πιέζοντα τους συμπολίτας του, προς αργυρολογίαν». Ο Αλής τον όρισε σύμβουλο του γιου του Σαλήχ, όμως τον ανακάλεσε επειδή εφοβήθηκε ότι «θα τον σπρώξει εις την διαφθορά και θα τον εθίσει εις το χαρτοπαίγνιο, το ποτό και την ασέλγεια».
Ήταν ο μόνος στον οποίο ο Αλής είχε παραχωρήσει το δικαίωμα να φορά φουστανέλα με περιμετρικό χρυσό γύρο (''τιρτίρι'', δηλ. κέντημα), προνόμιο το οποίο αρνήθηκε στο Μουχτάρ. Όταν οι σουλτανικοί πολιόρκησαν τον Αλή επέτυχε τη συμμαχία Σουλιωτών και Τεπελενλή. Μετά το θάνατο του Βεζύρη κατέβηκε στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1822 στάλθηκε από τον Ι. Κωλέττη να αντικαταστήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, σαν διοικητής της Ρούμελης, αυτός όμως τον σκότωσε, αν και ο Α. Νούτσος του είχε σώσει τη ζωή, όταν κάποτε ο Πασάς θέλησε να τον κρεμάσει. Ο Οδυσσέας κράτησε και το περίφημο χρυσό σπαθί του, ενώ έκοψε το δάχτυλό του, για να του πάρει και το διαμαντένιο δαχτυλίδι του.
O Μυστικοσύμβουλος
Ο Αθανάσιος Π. Ψαλίδας (1767 - 1829) αναγνωρίζεται σαν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Λόγιος και συγγραφέας, γιατρός και κορυφαίος Διδάσκαλος, γεννήθηκε στα Γιάννενα, φοίτησε στην Μπαλαναία Σχολή και ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του στην Μόσχα, όπου ήταν εγκατεστημένος και ο μεγαλέμπορος αδερφός του. Τελειοποίησε τις σπουδές του στην Βιέννη, όπου έμεινε πολλά χρόνια (1787 - 1795) και ανέπτυξε πλούσια συγγραφική και εκδοτική δράση. Το βιβλίο του ''Έρωτος Αποτελέσματα'' τυπώθηκε πέντε φορές. Γύρισε στα Γιάννενα, και διήθυνε, για 25 χρόνια, την Καπλάνειο Σχολή. Ο Αλής του είχε μεγάλη εκτίμηση και πάντοτε ζητούσε τη γνώμη του.
Μόνον μια φορά δεν επειθάρχησε στις εντολές του όταν -αυτός- του ζήτησε να προσκαλέσει σε γεύμα το Γάλλο πρόξενο Pouqueville και να τον δηλητηριάσει. Παντρεύτηκε τρεις φορές, στη Βιέννη με μια πλούσια αυστριακή -που πέθανε στον τοκετό- στα Γιάννενα με την Κατερίνα Κοντοβασίλη και τέλος με την Κατερίνα Σπάχου. Από τις δυο τελευταίες απέκτησε 4 παιδιά. Ο πρωτότοκος Πέτρος πολέμησε στο Μεσολόγγι και διορίστηκε ως δημόσιος κηπουρός στην Αθήνα. Μετά από την πτώση του Βεζύρη, ο Ψαλίδας κατέφυγε στην Κέρκυρα, όμως η Ιόνιος Ακαδημία δεν τον έκανε καθηγητή. Κατέληξε τελικά στη Λευκάδα, ως διευθυντής δημοτικού σχολείου, όπου πέθανε πικραμένος, σε ηλικία 62 ετών.
Το Πρωτοπαλίκαρο
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (1788 - 1825) έμεινε στην Αυλή του Αλή δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια - από το 1803 έως το 1820. Γιος του αρματωλού Ανδρέα Βαρούση έχασε -μικρός- τον πατέρα του, όταν οι Τούρκοι τον εξετέλεσαν. Ο Αλής μαθαίνοντας ότι ο παλαιός του φίλος και μπράτιμος (αδελφοποιτός) καπετάν-Βαρούσης είχε αφήσει ορφανό τον γιο του, τον πήρε στα Γιάννενα. Τον έβαλε στη Μπαλαναία Σχολή, όπου έμαθε αρβανίτικα και ιταλικά. Μόλις έφτασε 16 χρόνων, τον έκανε ''τζοχαντάρη''. Τότε ασπάστηκε και το Μωαμεθανισμό. Ατίθασος όντας, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στον Αλή, ο οποίος λίγο έλειψε να τον απαγχονίσει, όταν αυτός πυροβόλησε τον αρχιαστυνόμο Ταχήρ.
Στα 1816, o Αλής του παραχώρησε το ''αρματολίκι'' της Λειβαδιάς με την εντολή να επιβάλλει στην περιοχή την ευταξία, όπως και έκανε - με πολύ σκληρές μεθόδους. Ο Βεζύρης, ικανοποιημένος, θέλησε να τον ανταμείψει δίνοντάς του ως σύζυγο την Ελένη Καρέλη, θαλαμηπόλο της Κυρά-Βασιλικής και κόρη πλούσιου έμπορου από τους Καλαρρύτες. Ο γάμος έγινε στα Γιάννενα. Ο Πασάς φρόντισε και για τα οικονομικά του ζευγαριού βγάζοντας διαταγή προς τους υπηκόους του «να βοηθήσουν, εξάπαντως, τον Οδυσσέα μου, όπως έκαστος δύναται, χρηματικώς». Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1818. Κατά την πολιορκία του Αλή από τους Τούρκους, παρέμεινε πιστός δίπλα στο Βεζύρη.
Ο Υπασπιστής
O Γεώργιος Καραϊσκάκης (1780 - 1827), ήταν η αδυναμία του Αλή. Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά της Άρτας από τη μοναχή Ζωή Ντιμισκή και από άγνωστο πατέρα. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του σαρκαστικά «μπάσταρδο και μούλο». Έμεινε στην υπηρεσία του Βεζύρη -με διαλείμματα- είκοσι σχεδόν χρόνια. Ο Αλής τον πήρε μαζί του το 1797 στην εκστρατεία του εναντίον του Πασά του Βιδινίου, όπου ο νεαρός Καραϊσκάκης αυτομόλησε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γύρισε αμέσως στον Αλή Πασά, ο οποίος τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σε κάνω;». Και εκείνος απάντησε: «Αν με κρίνεις για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα, ρίξε με στη λίμνη».
Ο Βεζύρης όχι μόνο δεν τον τιμώρησε, αλλά τον πάντρεψε με την ψυχοκόρη του Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου. Το 1821, λίγο πριν από το τέλος του Βεζύρη, έφυγε στην επαναστατημένη Ελλάδα, έχοντας όμως -πρώτα- κατάφερει να φυγαδεύσει την οικογένειά του από τα πολιορκημένα Γιάννενα. Ήταν εξαιρετικά κοντός, μαυριδερός και αδύνατος, ακραία βλάσφημος και αθυρόστομος. Σε μια συμπλοκή ανέβηκε σε έναν βράχο, σήκωσε την φουστανέλα και έδειξε στους αντιπάλους του τα γυμνά του οπίσθια, δέχτηκε όμως μια ομοβροντία και πληγώθηκε. Είχε ερωμένη την Τουρκοπούλα Μαριώ, την οποία έβαζε στο σπίτι του ντυμένη αντρικά και αποκαλούσε Ζαφείρη. Σκοτώθηκε στο Φαλήρο.
Ο Σωματοφύλακας
Ο Ευαγγέλης Ζάππας (1800 - 1865) γεννήθηκε στο Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου. Σε ηλικία μόλις 15 ετών μπήκε -οικειοθελώς- στην υπηρεσία του Τεπελενλή, ο οποίος τον περιέβαλε με μεγάλη εμπιστοσύνη. Στην αρχή τον τοποθέτησε στην προσωπική του φρουρά και στη συνέχεια τον όρισε φρούραρχο του οχυρού της Μάζιας στους πρόποδες του Μιτσικελιού. Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων από τους σουλτανικούς το 1820 - 1822, ο νεαρός Ευαγγέλης κράτησε γερά το πόστο του.
Στην συνέχεια έγινε υπασπιστής του Μπότσαρη, μετά το θάνατο του οποίου επολέμησε κοντά στον αδερφό του Κώστα, τον Πανουργιά, τον Γκούρα, τον Μακρυγιάννη, τον Λάμπρο Βέικο, τον Γ. Καραϊσκάκη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και τον Κολοκοτρώνη. Στα 1824 έγινε ταξίαρχος και διοικητής των Βλαχοχωρίων των Σαλώνων. Στο τέλος του ''Αγώνα'' απαρνήθηκε κάθε χρηματική αποζημίωση και ξενιτεύτηκε, πρώτα στην Αίγυπτο, και μετά στο Βουκουρέστι, όπου και εξελίχτηκε στο μεγαλύτερο γαιοκτήμονα της Ρουμανίας. Την περιουσία του -που ήταν αμύθητη- την κληροδότησε, ολόκληρη, στο Ελληνικό Κράτος.
Υπήρξε ο αναβιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων, έχτισε το Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα, και ίδρυσε τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία Κωνσταντινούπολης, Αδριανούπολης, Δέλβινου, των Φιλιατών, Λάμποβου, Πρεμετής κ.ά. Έμεινε ανύπαντρος και ουδέποτε ξαναγύρισε στην Ελλάδα μέχρι το θάνατό του.
Ο Τζοχαντάρης
Αθανάσιος Μασσαβέτας ήταν το πραγματικό όνομα του Αθανασίου Διάκου (1786 - 1821). Μελαχρινός με κατάμαυρα κυματιστά μαλλιά και αγγελικό πρόσωπο, σκόρπιζε γύρω του μια ακατανίκητη γοητεία. Το κορμί του αψεγάδιαστο, λυγερό και ταυτόχρονα λεβέντικο. Στα 16 χρόνια του χειροτονήθηκε διάκος, όμως σε μια φιλονικία, σκότωσε το βοεβόδα της Άμφισσας και κατέφυγε στο βουνό. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αρχηγό του Σκαλτσοδήμο, και κατέφυγε στα Γιάννενα, όπου μπήκε στην υπηρεσία του Αλή. Ήταν τότε 24 ετών.
Στην αυλή του ήρθε σε επαφή με σημαντικούς μετέπειτα αγωνιστές του '21, όπως τον Καραϊσκάκη και τον Πανουργιά, ιδιαίτερα όμως με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος και τον έκανε υπαρχηγό του, όταν ο Αλής του ανέθεσε το αρματολίκι της Λειβαδιάς. Το 1820, ο Οδυσσέας γύρισε στα Γιάννενα, για να αγωνιστεί κοντά στον Τεπελενλή εναντίον των σουλτανικών και τον όρισε αντικαταστάτη του. Αποδείχτηκε άξιος διάδοχός του και κράτησε μακριά από τα Γιάννενα τους Τούρκους. Στις 9 Απριλίου 1821, ο Χουρσίτ, εξαπέστειλε εναντίον του ισχυρότατες δυνάμεις, με αρχηγό τον παλιό γνώριμο του Διάκου από την αυλή του Τεπελενλή, τον Ομέρ Βρυώνη.
Στην μάχη της Αλαμάνας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και βρίσκει τραγικό θάνατο από το Μεχμέτ Πασά, τον συναρχηγό του Ομέρ, παρά τις προσπάθειες του τελευταίου να σώσει τον φίλο του - από την αυλή του Αλή.
Οι Οπλαρχηγοί του Αλή
Στην ''αυλή'' του Τεπελενλή δεν υπηρέτησαν μόνον οι Γ. Καραϊσκάκης, Αθανάσιος Διάκος, Ευαγγέλης Ζάππας και Οδυσσέας Ανδρούτσος, αλλά και δεκάδες άλλων οπλαρχηγών, που, στην συνέχεια, αναδείχτηκαν σε πρωταγωνιστές του '21 και -μετέπειτα- της πολιτικής και στρατιωτικής ζωής της ελεύθερης Ελλάδας. Αναφέρονται -ενδεικτικά- και οι Δήμος Σκαλτσοδήμος, Λάμπρος Βέικος, Μποτσαραίοι, Τζαβελλαίοι, Γιάννης Ρούκης, Δημήτριος Παλαιόπουλος, Γκόγκας ο Χορμοβίτης, Γιώργης Τσόγκας, Γιάννης Σταθάς, Βαγγέλης Κατσικόγιαννης, Νικόλαος Μίχος, Φιόρος Μαυρομάτης και άλλοι πολλοί.
ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλής -σε γενικές γραμμές- είχε γερή κράση. Στα γεράματά του έπασχε από ελαφρά αρθρίτιδα, και για τον λόγο αυτό πήγαινε κάθε καλοκαίρι στο Σμόκοβο της Θεσσαλίας για ιαματικά λουτρά. Μερικές φορές παραπονιόταν -στους ξένους επισκέπτες- ότι υπέφερε από ποδάγρα. Το μόνο πράγματι που είχε ήταν τα ψυχολογικά του. ταν «κατά φαντασία ασθενής». Δεν υπήρξε Ευρωπαίος ηγεμόνας του 19ου αιώνα που να είχε στην υπηρεσία του τόσους γιατρούς, όσους ο Αλή Πασάς. Ήταν όλοι τους σπουδαγμένοι σε Ιταλικά, Γαλλικά και Αυστριακά πανεπιστήμια, ορισμένοι μάλιστα με δικές του υποτροφίες.
Ο Ηγεμόνας των Ιωαννίνων, τους παραχωρούσε υψηλότατους μισθούς και εξαιρετικά προνόμια, όπως π.χ. τους έδινε το δικαίωμα να κρατούν ''αλεξιβρόχιο'' (ομπρέλα), να ντύνονται πλούσια και να επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην πόλη των Ιωαννίνων καβάλα στο άλογό τους. Τρεις είναι οι πλέον γνωστοί από τους γιατρούς τoυ Αλή Πασά: Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773 - 1848) από το Συρράκο, ο γιατρός του Μουχτάρ και μετέπειτα πολιτικός της Ελλάδας - αν και αμφιλεγόμενος. Ήταν ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός και εμπνευστής της ''Μεγάλης Ιδέας''. Ο Ιωάννης Βηλαράς (1771 - 1823) από τα Γιάννενα μια εμβληματική φυσιογνωμία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Προσωπικός γιατρός του Βελή, μιλούσε 4 γλώσσες, λόγιος και βοτανολόγος, θεωρείται ο πρωτοπόρος της δημοτικής με το έργο του ''Ρωμέηκη γλόσα''. Τέλος ο Γεώργιος Σακελλάριος (1765 - 1838) από την Κοζάνη, πολύ μεγάλη πνευματική μορφή της εποχής του. Σύντροφος του Ρήγα Φεραίου στη Βιέννη και σπουδαίος συγγραφέας, ήταν ο αρχίατρος του Αλή. Συλλέκτης αρχαίων νομισμάτων, μιλούσε Γερμανικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αρχαία Ελληνικά, Αλβανικά και Τουρκικά.
Από τους ηπειρώτες γιατρούς του Αλή ξεχώριζαν ο χειρουργός του Λουκάς Βάγιας (1765 - 1826) από την Λέκλη, ο αδερφός του Θανάση, προσωπικός γιατρός του Βεζύρη (ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα να μπαίνει στο χαρέμι), ο Ευάγγελος Μέξης (1758 - 1818), από την Β. Ήπειρο, φιλικός με έξοχη εθνική δράση, ο Κυρίτσης Καραγιάννης (1776 - 1801) γόνος αρχοντικής οικογένειας, αθεϊστής και εραστής της Κυρά-Φροσύνης, ο ξαδερφός (ή αδερφός) της Αλέξιος Γκάγκας (1756 - 1818), άθρησκος, φιλόλογος -και σπουδαγμένος στην Ιταλία- του οποίου τα έργα έκαψαν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι και τον φυλάκισαν και ο Γεώργιος Τσαπρασλής, από το Συρράκο, που έγραψε τη ''Γραμματική της Κουτσοβλάχικης Γλώσσας''.
Αρκετοί ήταν και οι Επτανήσιοι στην καταγωγή: Ο Ιωάννης Δελαπόρτας, που παντρεύτηκε στα Γιάννενα, ο Ιωάννης Δονάς - Πασχάλης (1761 - 1839), φιλόλογος, γαιολόγος και αρχαιολόγος, ο Στάμος Πετρίτσης (1759 - 1825), πρωτοπόρος στον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς, ο Ιωάννης Μεταξάς - Στραβόλαιμος, γνώστης της Ευρωπαϊκής και Ελληνικής λογοτεχνίας και ο Διονύσιος Ταγιαπέρας (1777 - 1842), που έγραψε το χαμένο έργο ''Κυρά Φροσύνη''. Επίσης από τα Επτάνησα κατάγονταν ο περίφημος λόγιος Μιχαήλ Περδικάρης (1766 - 1828), σπουδαγμένος στο Βουκουρέστι, γιατρός του Μουχτάρ, αντίπαλος του Ρήγα και συγγραφέας μιας έμμετρης βιογραφίας του Αλή με τίτλο ''Αληάδα''.
Ο Γεώργιος Θερειανός (1775 - 1818), γιατρός του Βελή και μετέπειτα καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Ακόμη ο Νικόλαος Μαυρομάτης (1771 - 1817) από την Ακαρνανία, γιατρός του Μουχτάρ και δάσκαλος των παιδιών του, καθώς και ο Κωνσταντίνος Καραϊωάννης, γόνος της ιστορικής οικογένειας των ευεργετών, απόφοιτος της Μπαλαναίας και σπουδαγμένος στη Βενετία, ο οποίος θεωρείται ιατροφιλόσοφος. Στους ευρωπαίους γιατρούς περιλαμβάνονταν ο Luigi Frank, που υπηρέτησε υπό τον Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (είχε τον μεγαλύτερο μισθό από όλους), ο Ιταλός Paolo Tozoni, για τον οποίο γράφτηκε ότι ο Αλής τον είχε για να δηλητηριάζει τους εχθρούς του.
Και ο Jérôme de la Lance, από τη Σαβοΐα, που έζησε πάνω από 100 χρόνια και έγραψε μια βιογραφία του Τεπελενλή. Ο Βεζύρης προσπάθησε να κρατήσει στην υπηρεσία του και τον γνωστό Άγγλο περιηγητή και γιατρό Sir Henry Holland (1788 - 1873), χωρίς όμως να το επιτύχει τελικά.
ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο θρύλος λέει ότι η μανία του Τεπελενλή για την κατασκευή κάθε είδους έργων, οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιος ντερβίσης του είχε πει ότι θα ζήσει τόσο, όσο θα συνεχίζει να χτίζει. Δεν είναι έτσι. Η διορατικότητά του ήταν εκείνη που τον μετέτρεψε σε ''μανιακό των έργων''. Ο Αραβαντινός γράφει: «Σε καμία άλλη προγενέστερη εποχή δεν έγιναν τόσα δημόσια έργα όσο στη δική του, και μάλιστα στα πιο απομακρυσμένα σημεία της επικράτειάς του. Έτσι κατασκεύασε -εκτός από δρόμους- και πανδοχεία και στρατιωτικούς σταθμούς και προκυμαίες και υδραυλικά έργα -προς εξυπηρέτηση της γεωργίας και της υγιεινής της χώρας- κρήνες και υδραγωγεία».
Σπουδαίο υδραυλικό έργο είναι εκείνο της Νεσσονίδας στην Θεσσαλία, που υδροδότησε μεγάλο μέρος του κάμπου. Επίσης αποξήρανε ελώδεις περιοχές στην Αμφιλοχία, τον Ξηρόβαλτο και το Δελβινάκι. Ο Holland αναφέρει ότι «λογάριαζε να αποξηράνει ακόμη και την Παμβώτιδα για να απελευθερώσει καλλιεργήσιμη γη, έργο τεράστιο για την εποχή του, που απαιτούσε μεγάλες δαπάνες και προηγμένη τεχνολογία». Ο ίδιος γράφει ότι «ο κάμπος της Δρόπολης, που άλλοτε ήταν έλη, αποστραγγίστηκε και δόθηκε στην γεωργία, ενώ στη Σελενίτσα, επισκέφτηκα ένα μεγάλο ορυχείο στο οποίο γινόταν εξόρυξη ασφάλτου στην πιο καθαρή μορφή της».
Στην ίδια περιοχή ο περιηγητής συνάντησε πυκνό δίκτυο δασικών δρόμων, για την εκμετάλλευση της ξυλείας των δασών της. Η δημιουργία του χερσαίου οδικού δικτύου, συμπληρωνόταν από ένα πυκνό πλέγμα πανδοχείων (χάνια), που ίδρυσε σε λειτουργικά σημεία των δρόμων. Στον χώρο της Ηπείρου κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής του τα ήδη υπάρχοντα χάνια πολλαπλασιάστηκαν, για να καλύψουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των ταξιδιωτών και των εμπόρων. Τα κτίσματα αυτά δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο και, τις περισσότερες φορές, οι συνθήκες τους ήταν πρωτόγονες. Ο Holland περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη διαμονή του στο χάνι των Πέντε Πηγαδιών:
«Οδηγηθήκαμε σε μια μικρή καλύβα με γυμνούς λασπότοιχους, χωρίς παράθυρα, χωρίς φωτιά και με δάπεδο σκέτο χώμα έχοντας προμηθευτεί, με δυσκολία, μερικά καυσόξυλα και μια μικρή τροφή αρνίσιου κρέατος». Επίσης ο Leake, αναφερόμενος στο χάνι του Δρίσκου το παρουσιάζει σαν «ένα σχεδόν ετοιμόρροπο κτίριο που το καλύτερο δωμάτιό του στερείται του μισού ταβανιού και ενός παραθύρου του. Σχετικά με την παρεχόμενη τροφή, αυτή περιορίζεται σε ρακί, αυγά και καινούργιο κρασί. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι ταξιδιώτες σιτίζονται με δικά τους τρόφιμα».
Τα Γιάννενα η Λαμπερή Πρωτεύουσα
Τα Γιάννενα μέχρι την περίοδο του Αλή είχαν περάσει από πολλές περιπέτειες. Από την δεσποτική και καταπιεστική διακυβέρνηση του άπληστου Σέρβου Θωμά Πρελούμποβιτς, εντάχθηκαν το 1430 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η παράδοσή τους έγινε χωρίς αντίσταση, αλλά με την παραχώρηση πρωτοφανών προνομίων. Από τότε άρχισε μια συνεχής ανοδική πορεία, η οποία διακόπηκε βίαια το 1611 από την άτυχη εξέγερση του Διονυσίου Φιλοσόφου (του επιλεγόμενου Σκυλοσόφου). Μετά τη συντριβή των επαναστατών η πόλη υπέστη ανυπολόγιστη καταστροφή. Οι Έλληνες διώχτηκαν από το κάστρο, οι εκκλησίες κατεδαφίστηκαν, οι περιουσίες αρπάχτηκαν και η πόλη ερήμωσε.
Πολλοί κάτοικοί της πήραν το δρόμο της αποδημίας. Όμως άρχισε να συνέρχεται και στα μέσα του 18ου αιώνα ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Τεπελενλής κατέλαβε τα Γιάννενα οι κάτοικοί τους ανέρχονταν -κατά τον Pouqueville- σε 23.200, από τους οποίους 17.000 ήταν Χριστιανοί, 5.000 Μουσουλμάνοι και 1.200 Εβραίοι. «Αν προστεθούν», συνεχίζει ο Γάλλος πρόξενος, «οι Αλβανοί της φρουράς, το προσωπικό των σεραγιών, οι κρατούμενοι από τις διάφορες περιοχές, οι μισθοφόροι και οι ξένοι, τότε ο πληθυσμός φτάνει τις 35.000 ψυχές».
Την περίοδο του Αλή τα Γιάννενα γνώρισαν πρωτοφανή ακμή. Πρώτα-πρώτα στην άλλοτε οχλοκρατούμενη πόλη υπήρχε απόλυτη τάξη και ασφάλεια, σε τέτοιο βαθμό που ο Μπάϋρον έγραφε στην μητέρα του: «Οι δρόμοι των Ιωαννίνων είναι ασφαλέστεροι από εκείνους του Λονδίνου», ενώ ο βιογράφος του Αλή, Χατζή Σεχρέτης τονίζει στο έμμετρο έργο του, σχετικά με την επικρατούσα τάξη στα Γιάννενα:
«Κύττα πως τώφερ’ ο καιρός /
πως τώφεραν οι χρόνοι /
να παίζη ο λύκος με τα’ αρνί /
κι’ ο γκιώνης με τα’ αηδόνι»
Κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν φυσικό να ακολουθήσει ανάπτυξη σε κάθε τομέα. Γρήγορα τα Γιάννενα έγιναν η Τρίτη πιο σημαντική πόλη της Βαλκανικής, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, και μεγάλο οικονομικό, πνευματικό και πολιτικό κέντρο. Το εμπόριο, η βιομηχανία και η βιοτεχνία βρίσκονται σε συνεχή άνοδο. Η αγορά της δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τις αντίστοιχες της Ευρώπης, και ήταν η μόνη στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία που διέθετε ακόμη και βιβλιοπωλεία. Όμως τα λαμπερά Γιάννενα του Αλή θα σβήσουν μαζί του, όταν το 1820 έγιναν στάχτη στις συγκρούσεις του με το Χουρσίτ.
Η πόλη ερήμωσε, οι κάτοικοι έφυγαν, οι σχολές έκλεισαν, οι βιβλιοθήκες κάηκαν, το εμπόριο μαράζωσε, τα μέγαρα κατέρρευσαν. Τα Γιάννενα δεν θα φτάσουν ποτέ σε ακτινοβολία την πρωτεύουσα του Τεπελενλή, αυτή που χαρακτήριζαν ως «Αθήνα της νέας Ελλάδας» και «Μητρόπολη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού». Η πόλη που ήταν «πρώτη στ’ άρματα, στα γρόσσια και στα γράμματα», ουδέποτε ξαναπέκτησε την αίγλη της περιόδου του Αλή Πασά.
Δρόμοι - Γεφύρια - Πορθμεία - Υδραγωγεία
Κατά τη διάρκεια της μακράς ηγεμονίας του Αλή, η αχανής επικράτειά του γνώρισε μια πραγματική κοσμογονία δημοσίων έργων. Ολόκληρο το Πασαλίκι του ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο. Και δεν ήταν έργα βιτρίνας, αλλά υποδομής, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην οικονομική άνθηση του κράτους. Ο John Cam Hobhouse που επισκέφτηκε, με το Λόδρο Μπάϋρον, την Ήπειρο το 1809 και γράφει στο ημερολόγιό του εντυπωσιασμένος:
«Είχε οικοδομήσει γέφυρες στα ποτάμια, υπερυψωμένους δρόμους πάνω από βαλτώδεις περιοχές, καλλώπισε την ύπαιθρο και τις πόλεις με καινούργια κτίρια, εξόπλισε τις αρτηρίες με χάνια και ταξιδιωτικούς σταθμούς, ενεργώντας για το κοινό καλό σαν μεγάλος ηγεμόνας, δίχως ίσως άλλο κίνητρο παρά μόνο την ενίσχυση του πλούτου, της φήμης και της δύναμής του».
Και ο Hobhouse δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Πρώτη του φροντίδα το οδικό δίκτυο. Είχε πάθος με τους δρόμους, τους οποίους θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε διοικητική επιβολή, αλλά και ανάπτυξη. Από την πρωτεύουσά του, τα Γιάννενα, ξεκινούσαν και τελείωναν ακτινωτά πολλές αμαξιτές αρτηρίες, τις οποίες ο ίδιος θεωρούσε στρατηγικής σημασίας. Αυτές ήταν, σύμφωνα με περιγραφή του Αθανασίου Ψαλίδα έντεκα, από, τις οποίες οι μεγαλύτερες, δηλαδή ο δρόμος Σαλαώρας - Πέντε Πηγαδιών - Ιωαννίνων, ο δρόμος που ένωνε την πρωτεύουσα της Ηπείρου με τη γενέτειρα του τοπάρχη Τεπελένι και ο δρόμος προς το Μέτσοβο με πέρας τα Γρεβενά, κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από τον Αλή.
Ενώ είχε αποκαταστήσει και τμήμα της Εγνατίας Οδού. Όπως γράφει ο Holland o δρόμος της Σαλαώρας είχε πλάτος 15 μ. και «ήταν ενισχυμένος με εγκάρσια πέτρινα δοκάρια σε κανονικά διαστήματα». Τμήμα του δρόμου, που ήταν λιθόστρωτος, διατηρείται, και σήμερα, κοντά στα Πέντε Πηγάδια. Όπως αναφέρεται στη συνέχεια, στις γέφυρες είχε ειδικότητα, όπου όμως η ζεύξη των ποταμών ήταν -τεχνικώς- αδύνατη εγκαθιστούσε «κυβερνητικά πορθμεία», όπως στον Πηνειό, και το Δρίνο της Αλβανίας, ή άνοιγε διώρυγες, όπως στο Λούρο της Φιλιππιάδας. Ιδιαίτερη σημασία έδινε στην ύδρευση, γιατί ήθελε οι υπήκοοί του να έχουν πόσιμο νερό όχι από τα ποτάμια -την καθαρότητα των οποίων δεν εμπιστευόταν- αλλά από ορεινές πηγές.
Έτσι κατασκεύασε μια σειρά από υδραγωγεία, δύο από τα οποία -στο Αργυρόκαστρο και στο Τεπελένι- είναι αφ’ ενός μεν γιγαντιαία (τμήματά τους διασώζονται σε εξαιρετική κατάσταση και σήμερα) αφ’ετέρου δε, υποδείγματα τεχνικής. Επί πλέον, και το τελευταίο χωριό είχε τις κρήνες του, πολλές από τις οποίες γίνονταν με προσωπική του χορηγία. Το υδραγωγείο του Τεπελενίου έφερνε νερό στο κάστρο της πόλης από απόσταση 20 χιλιομέτρων, μέσω ενός συνδυασμού γεφυρών, υπογείων σηράγγων και καναλέτων και άλλων τεχνικών έργων.
Οι Γέφυρες του Αλή
Το υποδειγματικό οδικό δίκτυο που δημιούργησε στο κράτος του ο Βεζύρης των Ιωαννίνων, περιλαμβάνει και πλήθος από μικρές ή μεγάλες γέφυρες. Ο βιογράφος του Σπύρος Αραβαντινός γράφει το 1895: «Οδοί φέρουσι το όνομα του Αλή Πασά είναι πολλαί, εξ ων άλλας μεν κατασκεύασεν, άλλας δ' επεσκεύασενν προ πάντων δε αποδίδεται εις αυτόν η κατασκευή πολλών γεφυρών, σωζομένων και μη. Πανταχού απαντώσι νυν γέφυραι και λιθόστρωτα, άτινα αποδίδονται εις τον Αλήν και εν Θεσσαλία».
Πόσα γεφύρια έχτισε ο Αλής και ποια είναι αυτά δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν με ακρίβεια, είναι όμως γεγονός ότι υπάρχουν, σε ολόκληρη την Ήπειρο, την νότια Αλβανία, την Θεσσαλία, την Δυτική Μακεδονία, και την Ευρυτανία. Πολλά κατασκεύασε απ’ ευθείας ο ίδιος, κάνοντας βεβαίως χρήση της περίφημης ''αγγαρείας'' του, δηλαδή της υποχρεωτικής εργασίας των ντόπιων. Όπου πάλι έβλεπε ότι υπήρχαν ιδιαίτερα πλούσιοι κάτοικοι στην περιοχή, τους επιφόρτιζε την δαπάνη, δίνοντάς τους συγχρόνως το δικαίωμα να φέρει η γέφυρα το όνομά τους. Μερικές γέφυρες χάριζε σε ευνοουμένους του, ή τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι στη συνέχεια εισέπρατταν διόδια και πλούτιζαν.
Εκτός από τα δεκάδες «Αληπασάδικα» γεφύρια που διασώθηκαν, υπάρχουν και άλλα που δεν άντεξαν στο χρόνο. Τέτοια είναι η πολύτοξη γέφυρα του Λυκόστομου των Ιωαννίνων (ανακατασκευή), η πασίγνωστη Μεσογέφυρα στον Αώο, κοντά στο Αηδονοχώρι, που καταστράφηκε το 1940, η γέφυρα του Ράικου στον Καλαμά, από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες του Ηπειρωτικού χώρου και η περιώνυμη γέφυρα του Τεπελενίου, που την έχτισε αρκετές φορές αλλά πάντοτε την παρέσερναν τα ορμητικά νερά του Αώου και σήμερα διασώζονται μόνον τμήματα των βάθρων της, ενώ η κρεμαστή ξύλινη πεζογέφυρα είναι μεταγενέστερη.
Τα γεφύρια που παρουσιάζονται στις εικόνες είναι μόνο μερικά από εκείνα που κατασκεύασε αποκλειστικά ο ίδιος ο Αλής και όχι οι ''χορηγοί'' τους οποίους επιστράτευε. Όσον αφορά τις γέφυρες που έχτισαν οι τοπικοί πλούσιοι πρόκριτοι, μετά από ''παράκληση'' του Τεπελενλή, σαν «αγαθοεργήματα» όπως τις αποκαλεί ο Λαμπρίδης, είναι πάρα πολλές.
Έτσι χτίστηκαν τα γεφύρια του Παπίγκου (Αλέξιος Νούτσος, 1817), του Δίλοφου (Σολομών Ματσίλης, 1806), των Φραγγάδων (Θεόδωρος Πετσιώνης , 1818), της Παναγιάς στο Σκαμνέλι (Ακριβή Πράσινου, 1813), της Καλουτάς ή Μύλου (Νικόλαος Χατζηιωάννου, 1812), του Μεσαίου Μαχαλά στη Βίτσα (Χριστόδουλος Μαρίνος, 1816) της Μεζάνης στον Αχέροντα (1800), το Γεφύρι του Πασά στο Κάστρο των Γρεβενών (1815) κ.ά.
Το Παλατάκι του Βεζύρη στο Τόσκεσι
Το έτος 1791, όταν ο Πασάς ξεκινούσε την αποτυχημένη τελικά εκστρατεία του για την υποταγή του Σουλίου, έχτισε στο χωριό Τόσκεσι (σημ. Αχλαδέα), 8 ώρες από τα Γιάννενα με τα πόδια, ένα σεράι - οχυρό, από το οποίο κατηύθυνε τις πολεμικές του επιχειρήσεις. Το σεράι βρίσκεται σε μια απόκρημνη πλαγιά, από όπου είχε, απ' ευθείας, θέα προς τα απόκρημνα Σουλιώτικα βουνά, στα οποία βρίσκονταν οι αιώνιοι αντίπαλοί του. Πρόκειται για ένα μεγάλο κτίριο, του οποίου το δυτικό τμήμα προϋπήρχε. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και καλύπτεται με ξυλοστέγη και μαυρόπλακα.
Παράθυρα με πέτρινα τόξα, καταχύστρα πάνω από την τοξωτή είσοδο, πολεμίστρες και λίθινα φορούσια κοσμούν τις εξωτερικές πλευρές. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια έμεναν στο κτίριο μέλη της οικογένειας Τζίμα. Το κτίσμα κηρύχτηκε ''ιστορικό διατηρητέο μνημείο'' το 1980.
Το Σεράι του Τεπελενίου
Ο Αλής είναι ταυτισμένος με τη γενέτειρά του το Τεπελένι, που στα Αλβανικά σημαίνει ''λόφος της Ελένης''. Το προσωνύμιο ''Τεπελενλής'' ήταν ουσιαστικά το επίθετό του. Ο πατέρας του διατέλεσε υποδιοικητής του - για ένα διάστημα. Ο ίδιος ερχόταν συχνά και έκτισε το κάστρο και ένα μεγάλο σεράι, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς ο Sir Henry Holland, που το επισκέφτηκε το 1813. Γράφει: «Είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ένα από τα πλέον ρομαντικά και ευχάριστα εξοχικά σπίτια». Χτίστηκε αμφιθεατρικά σε μια μεγάλη πλαγιά από διαδοχικά πεζούλια. Είχε ένα πελώριο χωλ με κολόνες και πίδακες, κατασκευασμένους με άσπρο μάρμαρο, και ντιβάνια καλυμμένα με μετάξι.
Ενώ καθώς ξεκουραζόσουν μπορούσες να ακούσεις το σούρσιμο των αλυσίδων των κρατούμενων στις υπόγειες σκοτεινές φυλακές. Σε ένα τρίπατο πύργο υπήρχαν θωρακισμένες αίθουσες όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί του Αλή, τα κλειδιά των οποίων κρατούσε ο ίδιος. Τους κήπους περιποιούνταν δύο Ιταλοί, στους οποίους φρόντισε -για να μείνουν στην υπηρεσία του- να τους βρει συζύγους και να τους παρέχει κατοικία και μισθό.Στο ανάκτορο αυτό ο Βεζύρης είχε εγκαταστήσει την ευνοούμενη γεωργιανή (τσερκέζα) παλακίδα του -μητέρα του τρίτου γιου του Σαλήχ- επικεφαλής ενός χαρεμιού 50 γυναικών. Το 1812 το σεράι κάηκε από άγνωστη αιτία - πιθανόν κεραυνό.
Ο Αλής βρισκόταν στα Γιάννενα. Έσπευσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Τεπελένι, όπου διαπίστωσε ότι τα υπόγεια που βρισκότανε φυλαγμένο ένα μέρος των θησαυρών του ήταν άθικτα. Είχαν όμως καταστραφεί, συλλογές από γούνες και ρουχισμό, ρολόγια τσέπης και τοίχου, κοσμήματα, έπιπλα, όπλα κ.λπ. Για να ξαναχτίσει το παλάτι, χωρίς όμως να προβεί σε έξοδα, έβγαλε διακήρυξη και ζήτησε από τους «αγαπητούς υπηκόους του» να συνεισφέρουν, λέγοντας ότι «η εκδίκηση του ουρανού με άφησε χωρίς σπίτι στον τόπο των προγόνων μου».
Αρχιτέκτονες και Μηχανικοί του Αλή Πασά
Κατά τα 33 χρόνια της παντοδυναμίας του ο Αλή Πασάς επιδόθηκε σε μια χωρίς προηγούμενο οχύρωση της περιοχής που διοικούσε, ειδικότερα του πασαλικιού των Ιωαννίνων. Όσα παλιά οχυρωματικά έργα υπήρχαν, τα επισκεύασε και τα επέκτεινε. Παράλληλα έχτισε καινούργια, πολλά από τα οποία αποτελούν υποδείγματα της φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής του. Δαπάνησε τεράστια ποσά για την κατασκευή τους, ενώ σημαντική ήταν και η υποχρεωτική συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών - τόσο σε εργατικά χέρια, όσο και σε υλικά. Στη σχεδίαση των έργων αυτών συμμετείχαν πολλοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί - κυρίως Ευρωπαίοι.
Πολύ γνωστός ήταν ο κυρ-Πέτρος, Έλληνας από τη Μοσχόπολη της Κορυτσάς (κατά τον Pouqueville, ήταν Αλβανός από την Πρεμετή) ο οποίος υπέγραφε ως ''αρχιτέκτων''. Ο Leake τον χαρακτηρίζει, ως «chief-architect and engineer» (αρχι - αρχιτέκτονα και μηχανικό) . Σε έγγραφο του αρχείου του Τεπελενλή αναφέρεται σαν «μάστορο Πέτρος Μεημάρης του Βεζύρη» (''Μεημάρης'' από το ''Mimar'', που σημαίνει στην Τουρκική αρχιτέκτονας). Έργα του είναι: Το παλαιό σεράι στο Ιτς Καλέ (1795), η περιτείχιση της Πρέβεζας (1807), οι πύργοι και τα φρούρια που οικοδόμησε ο Αλής στο Σούλι (1800 και μετά), το σεράι και η γέφυρα του Τεπελενίου, τα σεράγια του Μουχτάρ και Βελή στα Λιθαρίτσια (1812) κ.ά.
Ο μεγάλος αριθμός οχυρών που οικοδόμησε ο Πέτρος, έκανε τον Pouqueville να τον αποκαλέσει ''Βωμπάν του Αλή'', από το όνομα του διάσημου Γάλλου στρατιωτικού μηχανικού Sébastien de Vauban (1772 - 1845), ο οποίος αναμόρφωσε το αμυντικό οχυρωματικό Γαλλικό σύστημα. Ο πλέον σημαντικός από τους ξένους τεχνικούς που πέρασαν από τα Γιάννενα του Πασά θεωρείται ο Γάλλος συνταγματάρχης του μηχανικού Guillaume de Vaudoncourt (1772 - 1845), τον οποίο έστειλαν -μετά από αίτηση του Αλή- οι Βοναπαρτικοί για να τον βοηθήσει στην οχύρωση του Πασαλικιού του. Σε αυτόν οφείλονται, το Φρούριο της Λιθαρίτσας στα Γιάννενα, τα οχυρωματικά στα δυτικά της πόλης, το κάστρο του Παντοκράτορα στην Πρέβεζα, κ.ά.
Βοηθό του είχε τον αξιόλογο λοχαγό του μηχανικού Gaetan Palma, ο οποίος σχεδίαζε τα τοπογραφικά των έργων. Στα 1805 αναφέρεται η παρουσία στα Γιάννενα του Γερμανού αρχιτέκτονα Freywald, ο οποίος έχτισε το νέο σεράι στα Λιθαρίτσια. Στις 14 Ιουνίου του 1816 την Διεύθυνση Μηχανικού του Βεζύρη ανέλαβε ο περιβόητος Ιbrahim Manzour Εfendi, ο ευγενικής (Εβραϊκής) καταγωγής -εξισλαμισμένος Γερμανός- Gerfberr de Medelsheim (1777 - 1828) υπολοχαγός του Γαλλικού στρατού, με ασυνήθιστη περιπετειώδη ζωή, και αργότερα αξιωματικός των Τούρκων. Ο Αλής τον έστειλε στη Ναύπακτο, για να κάνει προτάσεις ενίσχυσης του κάστρου της, οι οποίες όμως απορρίφτηκαν από το Βεζύρη.
Εγκατέλειψε τρομοκρατιημένος κρυφά τα Γιάννενα στις 30 Ιουλίου 1819, γιατί έπεσε στη δυσμένεια του Αλή. Ο Μanzour κατέλιπε ένα ενδιαφέρον χρονικό. Στα 1814 εμφανίζεται στα Γιάννενα ένας άλλος αρχιμηχανικός του Αλή Πασά, ο Ιταλός - από το Παλέρμο- Don Santo di Montoleone, ο οποίος κατασκεύασε το φρούριο της Αγιάς, κοντά στην Πάργα, το οποίο όμως, λόγω κακοτεχνιών, κινδύνευσε δύο χρόνια αργότερα να καταρρεύσει. Σχεδόν συγχρόνως αναλαμβάνει σαν προϊστάμενος Τεχνικών Υπηρεσιών του Αλή, ο περιβόητος Ναπολιτάνος μηχανικός Careto, που ήταν και άριστος γνώστης της πυροβολικής. ταν καλός και αποδοτικός, δημιούργησε όμως ερωτικές σχέσεις με τη νεαρή Οθωμανίδα Γκιουλσούμ.
Η οποία Γκιουλσούμ, λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου, ο δε Careto σώθηκε με ποινή φυλάκισης στο Αργυρόκαστρο. Ο Αλής στα 1818 τον απελευθέρωσε -γιατί τον χρειαζόταν ως πυροβολητή- αυτός όμως τον πρόδωσε και το 1821, πήδησε από το κάστρο και προσχώρησε στο αντίπαλο στρατόπεδο, του Χουρσίτ-Πασά. Συνεργάτη του είχε έναν αξιωματικό, Ιταλό από το Πεδεμόντιο, τον Cobernati. Ακόμη πρέπει να αναφερθούν ο Casimir Poitevin (1777 - 1829), ταξίαρχος του μηχανικού, που αιχμαλωτίστηκε στο Βουθρωτό, στα 1798, από τον Αλή, και έμεινε στα Γιάννενα μέχρι το 1801, ο οποίος χάραξε πολλά σχέδια οχυρώσεων.
Ο συγκρατούμενός του -συνταγματάρχης μηχανικού- Joseph - Claude - Marguerite Charbonnel (1776 - 1846), που εκπόνησε το 1800 σχέδια για το στρατόπεδο της Μπουνίλας, ο Mollah Suleiman, εξισλαμισμένος καθολικός Ιταλός αξιωματικός που έχτισε στα 1806 το φρούριο της Πρεμετής και ο Έλληνας συνταγματάρχης του Γαλλικού στρατού Χατζή - Νικόλας Παπάζογλου- Τσεσμελής, που είχε σταλεί στον Αλή από τους Γάλλους. Αναφέρεται επίσης ο Βρετανός γεφυροποιός συνταγματάρχης Bailley, εξισλαμισμένος ως Σελήμ Αγάς και παντρεμένος με μια Οθωμανίδα, από τον οποίο ο Αλής ζήτησε το 1809 να ανακατασκευάσει την γέφυρα του Τεπελενίου, έργο του Πέτρου που είχε καταστραφεί.
Αυτός αποφάνθηκε για το ανέφικτο της κατασκευής, με αποτέλεσμα να χάσει σύντομα τη ζωή του. Τοπογραφικές εργασίες στην περιοχή των Ιωαννίνων έκανε το 1809 ο Κεφαλλονίτης, μετέπειτα αρχιτέκτονας και σπουδαίος γλύπτης και ζωγράφος -τότε λοχαγός μηχανικού του Ρωσικού στρατού- Γεράσιμος Πιτζαμάνος (1787 - 1825), ενώ την ίδια περίπου εποχή έρχεται στα Γιάννενα για συλλογή πληροφοριών ως προς τις οχυρώσεις του Τεπελενλή, ο λοχαγός μηχανικού του Γαλλικού στρατού Σταμάτης Βούλγαρης (1777 - 1842), o αργότερα διάσημος πολεοδόμος της ελεύθερης Ελλάδας.
Κοντά στις αρχές της δεκαετίας του 1810 εργάστηκε στην περιοχή της Άρτας ο Ιταλός μηχανικός και μετέπειτα υποπρόξενος της Αυστρίας στην Πρέβεζα Luigi Ιnchiostro, ο οποίος εξυγίανε και το έλος της Στραβίνας, ένα πολλαπλής σημασίας έργο. Τέλος όταν πλέον η σύγκρουση του Αλή με τον Σουλτάνο πλησίαζε, οι Άγγλοι, μεταξύ 1819 - 1820 έστειλαν τρεις φορές στα Γιάννενα το συνταγματάρχη, μετέπειτα διοικητή της Κεφαλλονιάς και θερμό φιλέλληνα Sir Charles James Νapier (1782 - 1852) για να βοηθήσει τον Αλή να αποκρούσει την επερχόμενη επίθεση των Τούρκων.
Αυτός του πρότεινε ένα πλήρες πρόγραμμα νέων οχυρωματικών έργων, και ενίσχυσης των ήδη υπαρχόντων, το οποίο όμως εκείνος απέρριψε λόγω του μεγάλου κόστους του. Όταν λίγο αργότερα ο Τεπελενλής ήταν πολιορκημένος στο Ιτς Καλέ, συνειδητοποιώντας σε ποια δεινή θέση είχε περιέλθει, αποδέχτηκε το σύνολο, σχεδόν, των προτάσεων του Νapier και τον κάλεσε να τις εφαρμόσει «ανεπιφυλάκτως». Του έστειλε μάλιστα αμέσως στην Κέρκυρα 600 λίρες για τον ίδιο και έθεσε στην διάθεσή του 2.000.000 λίρες για τα έργα.
Ο sir Νapier βλέποντας το ανέφικτο της υλοποίησης των σχεδίων του, αρνήθηκε κάθε συνεργασία και επέστρεψε το ποσό στον εγκλωβισμένο Βεζύρη, προδιαγράφοντας έτσι το τέλος του. Ο σύγχρονος του Αλή, Ψαλίδας αναφέρει: «Εδιόρθωσεν το κάστρο της Άρτας, έκτισεν κάστρον στη Σαγιάδα, στο Παλέρμο, Πρεμετή, διόρθωσε και δυνάμωσε Μπεράτι. Έκτισε Αργυρόκαστρο δυνατό, με σεράγια θαυμαστά και νερά φερτά από μακριά τρεις ώρες».
Οι Πύλες του Κάστρου των Ιωαννίνων
Το Κάστρο των Ιωαννίνων έχει 13, συνολικά, πόρτες. Άλλες είναι απλές, ενώ άλλες περίτεχνες και διακοσμημένες με λιθανάγλυφα ζώων και επιγραφές (από τις πιο διακοσμημένες είναι η βόρεια πυλίδα). Ορισμένες -δυο ή τρείς- ανοίχτηκαν μεταγενέστερα του Αλή Πασά. Οι περισσότερες από τις πύλες είναι ανοιχτές και σήμερα, αφού η ''καστροπολιτεία'' των Ιωαννίνων είναι από τις ελάχιστες -Ελληνικές- που κατοικούνται. Στην εποχή του Πασά υπήρχαν μόνον δυο γέφυρες πάνω από την περιμετρική τάφρο, μια στην κεντρική πύλη και μια στην πύλη της σημερινής οδού Κ. Καραμανλή.
Το Σεράι του Αλή στο Σούλι
Αμέσως μετά την κατάληψη του Σουλίου ο Αλής έκτισε μεγαλόπρεπο παλάτι στην καρδιά του Τετραχωρίου (σε σχέδια Γερμανού αρχιτέκτονα, το όνομά του οποίου δεν διασώθηκε), και το οποίο επισκεπτόταν συχνά. Ογδόντα χρόνια αργότερα, το 1882, το ιστορικό Ελληνικό εικονογραφημένο περιοδικό ''Έσπερος'' της Λειψίας (πρωτοεκδόθηκε το 1801 και έκλεισε το 1889), δημοσίευσε το παρατιθέμενο χαρακτικό το οποίο συνοδευόταν και από ένα ενδιαφέρον κείμενο: «Ογδοήκοντα σχεδόν παρήλθον έτη αφ' ότου ο μικρός μεν -αλλά ηρωικός- του Σουλίου λαός, διερεθίσας την οργήν του πανισχύρου και εκδικητικού των Ιωαννίνων σατράπου, την δεινοτάτην υπέστη των καταστροφών.
Ογδοήκοντα παρήλθον έτη, αφ’ ότου οι ανδρείοι προμάχοι των ορεινών του Σουλίου φρουρίων είδον την χώραν αυτών έρμαιον εχθρού αμειλίκτου και αιμοβόρου, την χώραν εκείνη την προσφιλή, ήν δια του αίματος αυτών επότισαν. Οι χρόνοι εκείνοι των υπερανθρώπων άθλων παρήλθον, και οι ήρωες, ών τα αθάνατα ονόματα λάμπουσιν ως αστέρες τηλαυγείς, οι Τσαβέλλαι, οι Μποτσάρεις, οι Δράκοι και άλλοι, κοιμώνται προ πολλού τον ύπνον της αιωνιότητος, κομίσαντες εις τον τάφον την γλυκείαν συναίσθησιν ότι εξετέλεσαν ευόρκως το προς την πατρίδα αυτών ιερόν καθήκον.
Εκ της εποχής εκείνης της μεγάλης και πολυκυμάντου δεν διατηρείται σήμερον ή η ανάμνησις και η προς τους προμάχους της ελευθερίας ευγνωμοσύνη των μεταγενέστερων, δεν σώζονται ή ερείπιά τινά, διεσπαρμένα ανά την χώραν τήδε κακείσεν. Εν των ερειπίων τούτων -το περιεργότερον- είναι και το μέγαρον του Αλή Πασά, ού την εικόναν σήμερον παραθέτομεν, μέγαρον, το οποίον ανήγειρεν ο μεγαλοπρεπής σατράπης της Ηπείρου εν ταις ημέραις της ακμής και της λαμπρότητός του. Σήμερον ο οδοιπόρος επισκεπτόμενος τα ερείπια εκείνα εν τω μέσω αγρίας ερημίας, έχει ενώπιόν του τοίχους γυμνούς και ημικεκαυμένους, έχει λίθους παραστάντας μάρτυρας μεγάλων συμβάντων.
Υπήρξεν εποχή, καθ' ήν το ηρειπωμένον τούτον μέγαρο έζη, και έζη βίον λαμπρόν. Αι αυλαί του, όπου σήμερον φύονται άγρια χόρτα ήσαν πλήρεις προθύμων οπαδών ως και σωματοφυλάκων του ισχυρού ηγεμόνος, αναμενόντων τα νεύματα αυτού. Αι κλίμακες, αι καταρρεύσασσαι σήμερον, εκαλύπτοντο υπό των παχέων περσικών ταπήτων, προσφορών μεγαλοδώρων πασάδων, οίτινες εκράτουν εστραμμένα τα βλέμματά των προς τον απαστράπτοντα της δόξης ήλιον. Αι αίθουσαι, αι καταπεσούσαι σήμερον, εκοσμούντο δια πολυτελών εξ Ευρώπης και Ασίας σκευών, δι’ ολοχρύσων ενετικών κατόπτρων ως και δια παντοίων πανοπλιών.
Εν ταις αιθούσαις εκείναις εκάθητο και περιεφέρετο ο βεζύρης, το φόβητρον των εχθρών του ''ο Λέων της Τεπελένης''. Αλλά η φιλοδοξία και ο ακράτητος εγωισμός, τα δυο ταύτα ελαττώματα, τα οποία πλείστους όσους ανθρώπους κατέστρεψαν, ήγαγον και αυτόν εις τον όλεθρον. Η δόξα, τα πλούτη, τα πάντα εξηφανίσθησαν. Δεν μένουσιν παρά γυμνοί τοίχοι, οίτινες μακρόθεν ανακράζουσι: ''Ματαιότης ματαιοτήτων! Τα πάντα ματαιότης!».
Το Αρχείο του Αλή
Η αλληλογραφία την οποία τόσο επιμελώς κρατούσε ο Τεπελενλής, παραδόξως, διασώθηκε -ή τουλάχιστον μέρος αυτής- από την καταστροφή της πόλης το 1822 από τους σουλτανικούς. Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι οι υπηρεσίες του κράτους στεγάζονταν στο παλαιό του σεράι, στο Ιτς Καλέ, που δεν καταστράφηκε, και όχι στα ανάκτορα των Λιθαριτσίων που πυρπολήθηκαν. Φαίνεται ότι ο Χουρσίτ θεώρησε άχρηστα τα έγγραφα του Αλή και δεν τα πείραξε. Το αρχείο, άγνωστο πως, περιήλθε αρχικά στα χέρια του Κωνσταντινοπουλίτη λόγιου Ιωάννη Χώτζη και κατόπιν στον Αιγυπτιώτη Δαμιανό Κυριαζή (1890 - 1948), ο οποίος την δεκαετία του 1930 το δώρισε στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη των Αθηνών.
Περιλαμβάνει, συνολικά, 1469 έγγραφα γραμμένα όλα στα Ελληνικά. Μέσα σε αυτά καθρεφτίζονται η καθημερινότητά του, οι επαφές του με τους αντιπροσώπους του στην Πόλη, οι σχέσεις του με τους γιους του, ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε την εξουσία κλπ. Οι γραπτές εντολές προς τους υπηκόους του και γενικώς τους εξαρτώμενους από τον ίδιο άρχιζαν με τις προσφωνήσεις «Αγαπητέ μου σε χαιρετώ. Εδικοί μου φίλοι. Παμπόθητοι και τιμημένοι υιοί μου πατρικώς και ασπαζόμενός σας φανερώνω». Οι υποτελείς του, ακόμη και τα παιδιά του, τον προσφωνούσαν με τρόπο πέρα για πέρα δουλικό:
«Υψηλώτατε, μεγαλοπρεπέστατε, την υψηλώτητά σου σκλαβικός εγό προσκυνό, τον μεγαλοδίναμον Θεόν παρακαλώ να σε χαρίση ζωήν πολλήν, φιλώ τα ίχνη των εκλάμπρων σας ποδών, ηπέρτατε και πολυχρονιμένε».
Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος και οι συνεργάτες του, μετέγραψαν, σχολίασαν και εξέδωσαν το πολύτιμο αυτό υλικό σε μια τετράτομη μνημειώδη έκδοση το 2007. Να σημειωθεί ότι έχει διασωθεί και πλήθος άλλων εγγράφων του Αλή, που ευρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, την Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων και πολλά ιδιωτικά και εκκλησιαστικά αρχεία.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
O ΧAΛΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
Με την συνθήκη του Καμπο-Φόρμιο, το 1797, όλες οι κτήσεις των Ενετών στην Ήπειρο πέρασαν στην κατοχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Αυτές ήταν το Βουθρωτό στη Βόρειο Ήπειρο, η Βόνιτσα, η Πάργα και η Πρέβεζα. Όταν τον ίδιο χρόνο ξέσπασε ο Γαλλοτουρκικός πόλεμος, την Πρέβεζα ανέλαβαν να υπερασπιστούν -με κάθε τρόπο- ο μηχανικός Richemont και ο στρατηγός La Salcette. Ο Αλής -στην αρχή- ήταν επιφυλακτικός, όμως κάποιος αποκλεισμός ενός καραβιού του στον Αμβρακικό κόλπο από τους Γάλλους του έδωσε το πρόσχημα να επιτεθεί στους πρώην συμμάχους του στην Πρέβεζα.
Ο πανούργος Αλή Πασάς είχε προετοιμάσει με μεθοδικότητα την κατάκτηση του επίζηλου λιμανιού, που τόσο ήθελε σαν βάση του στόλου που διατηρούσε στο Ιόνιο. Τα κυριότερα ''όργανά'' του, στις υπόγειες δολοπλοκίες του, ήταν ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος, ο οποίος έσπειρε τη διχόνοια στους Πρεβεζάνους, τους οποίους και έπεισε να μην αμυνθούν, αφού στόχος του Αλή ήταν μόνον οι Γάλλοι, και -αλίμονο- ο θρυλικός Σουλιώτης Γιώργης Μπότσαρης, που κράτησε μακριά τους συμπατριώτες του και υπέδειξε στα στρατεύματα του Αλή τα περάσματα που οδηγούσαν στην περίμετρο της Πρέβεζας.
Οι Γάλλοι κατάλαβαν ότι επίκειται η επίθεση, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο στρατηγός Roze, που βρισκόταν στην Παραμυθιά για διαπραγματεύσεις, συνελήφθη και φυλακίστηκε από τον Τεπελενλή. Έτσι προετοιμάστηκαν για την άμυνά τους, οργάνωσαν την Δημοτική Φρουρά της πόλης, έκαναν περιμετρικά ένα πρόχειρο οχύρωμα και έστειλαν όπλα στους Σουλιώτες, που ευρίσκονταν σε πόλεμο με τον Βεζύρη των Ιωαννίνων. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου 1798 ο Αλής και οι δυο γιοι του Μουχτάρ και Βελής, με 10.000 πεζικάριους και ιππείς, φάνηκαν στα βουνά που βρίσκονται ακριβώς επάνω από τους λόφους της Νικόπολης. Ο σατράπης της Ηπείρου ανέθεσε την αρχηγία των δυνάμεών του στο Μουχτάρ.
Ενώ ο ίδιος έστησε την σκηνή του σε ένα κοντινό λόφο, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις των στρατευμάτων του, όπως ο Οκταβιανός Αύγουστος στη ναυμαχία του Ακτίου. Οι Γάλλοι αντί να μείνουν και να αμυνθούν στις οχυρώσεις της Πρέβεζας, παρατάχθηκαν ανάμεσα στα ερείπια της Νικόπολης, μόλις 400 άντρες, ενώ ήταν μαζί τους 200 Πρεβεζάνοι υπό τον παππού του Ανδρούτσου, Παναγιώτη Τσαρλαμπά και 60 Σουλιώτες, με αρχηγό τον οπλαρχηγό της Λάμαρης Χρηστάκη Καλόγερο. Την άλλη ημέρα, τα χαράματα, οι δερβίσηδες των Αλβανών άρχισαν να εμψυχώνουν τους πολεμιστές τους, και να τους προετοιμάζουν για την τελική έφοδο.
Έτσι, όταν ο Μουχτάρ έδωσε την διαταγή «επίθεση με τα σπαθιά σας», οι καβαλάρηδες και πεζικάριοι του Αλή έπεσαν επάνω στους αντιπάλους τους -των οποίων το πυροβολικό αποδείχτηκε ανίσχυρο- με πρωτοφανή σφοδρότητα. Οι Πρεβεζιάνοι πολιτοφύλακες λιποτακτήσανε και πήγαν με το μέρος του Πασά, ενώ οι Σουλιώτες έριξαν μερικές βολές, στον αέρα, και εξαφανίστηκαν προς τα βουνά, χωρίς να πολεμήσουν. Σε ελάχιστο χρόνο οι υπερασπιστές της Πρέβεζας τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση και κινήθηκαν τρομοκρατημένοι προς την πόλη, ακολουθούμενοι από τους αφιονισμένους και έξαλλους διώκτες τους.
Οι σκηνές που ακολούθησαν προκαλούν φρίκη. Θηριωδίες, βιασμοί και φόνοι. Οι μισοί από τους Γάλλους εσφαγιάστηκαν επί τόπου, ενώ οι υπόλοιποι -μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός τους La Salcette- αιχμαλωτίστηκαν και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στα Γιάννενα, όπου και ρίχτηκαν στα μπουντρούμια του Κάστρου. Ο κάμπος της Νικόπολης ήταν πνιγμένος στο αίμα και διάσπαρτος με ακέφαλα σώματα. Όμως την ίδια τύχη είχαν και οι άτυχοι Πρεβεζάνοι. Όσοι τους δεν εκτελέστηκαν επί τόπου, κατέφυγαν έντρομοι και ρακένδυτοι στο Άκτιο και στη γειτονική Βόνιτσα, κρυβόμενοι ανάμεσα στα δέντρα.
Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος τους παγίδεψε -μάλλον άθελά του- και τους έπεισε να γυρίσουν στην πόλη τους, γιατί -δήθεν- ο Βεζύρης θα έδειχνε μεγαλοψυχία. Αυτοί πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις του και επέστρεψαν στην Πρέβεζα, όπου όμως, μαζί με άλλους διακόσιους συμπολίτες τους -που δεν είχαν προλάβει να φύγουν- την επόμενη μέρα μεταφέρθηκαν στη Σαλαώρα, όπου σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ, παρουσία του ίδιου του Αλή. Ο χαλασμός της Πρέβεζας ολοκληρώθηκε. Εκείνη την περίοδο, ο Άγγλος ναύαρχος Νέλσων, που βρισκόταν στην Μεσόγειο, έστειλε έναν αξιωματικό του να συγχαρεί τον Αλή για τη νίκη και να ζητήσει συγνώμη που δεν επισκέφτηκε ο ίδιος τον «Ήρωα της Ηπείρου», όπως τον είπε.
Στις 24 του Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτη, ο Αλής μπήκε θριαμβευτής στην Πρέβεζα. Η αλήθεια είναι ότι διέκοψε αμέσως τις λεηλασίες, όμως η καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί. Φόνοι, αρπαγές των παιδιών για πώληση, βιασμοί, κοπέλες για χαρέμια, συνέθεταν το ανατριχιαστικό σκηνικό. Η φωτιά, που κράτησε δυο ημέρες, είχε κάνει στάχτη τα περισσότερα σπίτια. Τότε κάηκαν και οι τρεις κυριότερες εκκλησίες της Πρέβεζας. Δυο χρόνια μετά, το 1800, με την Ρωσοτουρκική συμφωνία, ο Αλής αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του, όμως το έτος 1807 επανήλθε -δριμύτερος- καταλαμβάνοντας για δεύτερη φορά την πόλη, στέλνοντας το γιο του Βελή με 10.000 πεζούς και ιππείς.
Τότε εγκαταστάθηκε για τα καλά. Έχτισε κάστρα, προμαχώνες, σεράγια, χαρέμια και περνούσε πολλές εβδομάδες το χρόνο στην πολύπαθη πόλη, την οποία έκανε επίνειο των Ιωαννίνων και εξαγωγικό κέντρο του κράτους του. Αμέσως μετά την κατάληψη της Πρέβεζας ο Αλή Πασάς έστειλε ένα μήνυμα στην Υψηλή Πύλη, ότι ποτέ δεν θα πρέπει η Οθωμανική Αυτοκρατορία να παραχωρεί εδάφη της, σε αλλόθρησκες δυνάμεις για ''προστασία''. Ο σουλτάνος ευχαριστήθηκε από την δράση του τοπάρχη του και του απένειμε τον βαθμό του ''πασά των τριών ιππουρίδων'', που ήταν ανώτερη στρατιωτική διάκριση, καθώς και το πολυπόθητο αξίωμα του ''Βεζύρη των Ιωαννίνων''.
Ο βιογράφος του Αλή, Σπύρος Αραβαντινός αναφέρει ότι πριν την καταστροφή ο πληθυσμός της Πρέβεζας ήταν 16.000, ενώ κατά τον περιηγητή Henry Holland που την επισκέφτηκε το 1812 -δεκατέσσερα χρόνια μετά το χαλασμό- τότε ήταν μόλις 4.000 ψυχές. Το άκρο άωτο της αναλγησίας του Πασά είναι το ότι -με σουλτανικό φιρμάνι που ο ίδιος προκάλεσε- δήμευσε τα κτήματα πολλών εξορισθέντων Πρεβεζάνων και εγκατέστησε σε αυτά τα περισωθέντα ''λείψανα'' των θυμάτων του, από το Χόρμοβο και την Λέκλη, τα δυο χωριά που είχε κυριολεκτικά ισοπεδώσει προηγουμένως.
Ο ίδιος κράτησε ως λάφυρο ένα ''ασημένιο δισκοπότηρο'', από το Ναό του Αγίου Χαραλάμπους, στο οποίο του άρεσε να πίνει το αγαπημένο του ρακί, αν και ήταν Μωαμεθανός. Η ακόρεστη δίψα όμως του Τεπελενλή για κατακτήσεις, δεν είχε τέλος. Αμέσως μετά την κατάκτηση της Πρέβεζας στράφηκε προς την γειτονική Βόνιτσα, που ήταν και αυτή υπό Γαλλική κατοχή. Η ολιγάριθμη φρουρά που είχε ήδη μάθει για την τύχη της Πρέβεζας συνθηκολόγησε αμέσως, και διεκπεραιώθηκε με ασφάλεια στη Λευκάδα.
Έτσι ο Αλής κατέλαβε την πόλη αναίμακτα και -απερίσπαστος πλέον- στράφηκε εναντίον της άλλης Γαλλικής κτήσης στο Ιόνιο, τη Λευκάδα. Ισχυρό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον έμπιστό του Γιουσούφ Αράπη στρατοπέδευσε ακριβώς απέναντι από την πόλη και ετοιμαζόταν να εισβάλλει μέσω του στενού πορθμού στο νησί. Τις ημέρες όμως εκείνες βρισκόταν κοντά ο ενωμένος Ρωσοτουρκικός στόλος, αποτέλεσμα μιας παράξενης συμμαχίας της περιόδου αυτής. Η ''Υψηλή Πύλη'', για πολιτικούς προφανώς λόγους, ήθελε η Λευκάδα να περάσει από την Γαλλική ''προστασία'' στην αντίστοιχη Ρωσική.
Οι κάτοικοί της προκειμένου να αποφύγουν τις -αναμενόμενες- θηριωδίες του Αλή, κατέβασαν μόνοι τους τη Γαλλική σημαία και κάλεσαν τους ναυάρχους Fyodor Usakov και Καδήρ - Μπέη για να βοηθήσουν. Ο Γάλλος φρούραρχος όμως αρνιόταν την παράδοση. Τότε ο F. Usakov του έστειλε ένα τελεσίγραφο και του διεμήνυσε ότι εάν δεν απομακρυνθεί θα αφήσει ελεύθερα τα στίφη του Βεζύρη των Ιωαννίνων να καταλάβουν την πόλη. Μπροστά στον κίνδυνο αυτό οι Γάλλοι δέχτηκαν να αποχωρήσουν και βγήκαν από το φρούριο στις 4 Νοεμβρίου 1798, με όλες τις τιμές. Εννοείται βέβαια ότι η έκβαση αυτή κάθε άλλο παρά ικανοποίησε τον Πασά που ανέμενε, όπως η αλεπού του μύθου, να καταβροχθίσει τη λεία του.
Όμως αναγκάστηκε να αποσύρει τον στρατό του και να στραφεί σε άλλους στόχους στη Θεσπρωτία. Μετά από μερικά χρόνια προσπάθησε εκ νέου, και αφού κατέλαβε πάλι την Πρέβεζα -η οποία είχε αποκτήσει εν τω μεταξύ την ανεξαρτησία- επιχείρησε, επίσης, να καταλάβει τη Λευκάδα, χωρίς όμως να το επιτύχει.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
Ο Αλής ουδέποτε, παραιτήθηκε από τα σχέδιά του να προσαρτήσει την Λευκάδα, μετά την πρώτη του αποτυχία το 1798. Έτσι το 1807 δοκίμασε πάλι. Τότε η Λευκάδα ανήκε στην Ιόνιο Πολιτεία, που είχε συσταθεί με Ρωσοτουρκική συμφωνία και βρισκόταν υπό Ρωσική προστασία. Μετά όμως την έκρηξη του πολέμου μεταξύ Γαλλίας - Τουρκίας αφενός και των Συμμάχων (Ρωσία, Αγγλία, Αυστρία) αφετέρου, ο Τεπελενλής άρπαξε την ευκαιρία και πολιόρκησε πάλι τη Λευκάδα με 8.000 άντρες. Σε μηδενικό χρόνο έκτισε στην είσοδο του πορθμού το οχυρό ''Τεκές'' (σώζεται και σήμερα), ενώ συγχρόνως ο αδερφός του Ναπολέοντα, Ιωσήφ, του έστειλε από τη Νάπολη μια ολόκληρη αξιόμαχη πυροβολαρχία για ενίσχυση.
Τότε συνέβη ένα σημαντικό γεγονός. Η Ιόνιος Γερουσία και ο Ρώσος αρμοστής της Κέρκυρας έστειλαν τον Ιωάννη Καποδίστρια -γραμματέα της Ιόνιας Βουλής- να οργανώσει την άμυνα της Λευκάδας. Ο μετέπειτα εθνικός κυβερνήτης, βοηθούμενος από τον άλλοτε συνεργάτη του Αλή μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο και τον Περραιβό κινήθηκε ταχύτατα και δραστήρια. Κατασκεύασε αμέσως σημαντικά οχυρωματικά έργα, αναπτέρωσε το ηθικό των κατοίκων και -κυρίως- κάλεσε από τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά τους Έλληνες οπλαρχηγούς να συμμετάσχουν στην άμυνα της.
Και συνέρευσε η αφρόκρεμα της ''κλεφτουριάς'', οι Κίτσος Μπότσαρης, Κατσαντώνης, Τσόγκας, Τζαβέλλας, Νικηταράς, Σκυλοδήμος, Κουμπάρης, Δημήτριος Καραΐσκος (πατέρας του Γεωργίου Καραϊσκάκη), Βαρνακιώτης και ο Κολοκοτρώνης, επικεφαλής Ρωσικής ναυτικής μοίρας. Μετά από τη σύναξη αυτή ο Αλής μπήκε σε σκέψεις. Επί τέσσερις μήνες ο στρατός του δεν έπαιρνε διαταγή επίθεσης, ενώ ο ίδιος καθόταν στην Πρέβεζα διστακτικός και αναποφάσιστος. Αλλά ένα άλλο γεγονός ακύρωσε εντελώς το σχεδιασμό του. Στις 10 Ιουνίου 1807 με τη συνθήκη του Τιλσίτ, η Γαλλία και η Ρωσία έπαψαν πια να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση.
Ο Ρώσος διοικητής της Λευκάδας ανήγγειλε αμέσως περιχαρής στο Βεζύρη την ανακωχή, ο οποίος όμως του απάντησε ότι αυτός δεν έχει καμία επίσημη πληροφόρηση και δεν προτίθεται να λύσει την πολιορκία. Όταν όμως έμαθε ότι οι Γάλλοι ξαναπήραν την Κέρκυρα σε εφαρμογή της συμφωνίας, τότε κατάλαβε ότι όχι μόνο δεν έχει πλέον τη στήριξη του Ναπολέοντα -από τον οποίο περίμενε βοήθεια- αλλά φοβήθηκε και για αιφνιδιαστική επίθεση των Γάλλων εναντίον του, αφού πλέον και η Λευκάδα περνούσε στην κατοχή τους. Έτσι -για δεύτερη φορά- έλυσε απογοητευμένος την πολιορκία της Λευκάδας, που τόσο λαχταρούσε να προσαρτήσει.
Ο μεγάλος στόχος του Αλή, από την αρχή κιόλας της εγκατάστασής του στην εξουσία, ήταν να απαλλάξει την επικράτειά του από την μάστιγα των «κλεφτών». Αυτοί δεν ταυτίζονται με τον όρο «κλέφτες και αρματολοί», που παραπέμπει στους αγωνιστές του '21. Ήταν όπως το λέει η λέξη, δηλαδή λήσταρχοι, οι οποίοι λεηλατούσαν την ύπαιθρο, μη κάνοντας διάκριση Χριστιανικών και Μουσουλμανικών πληθυσμών. Όταν η θέση τους δυσκόλευε από τη συνεχή καταδίωξή τους, από τις δυνάμεις του Τεπελενλή, κατέφευγαν στην ξενοκρατούμενη Λευκάδα, όπου εύρισκαν ασφαλές καταφύγιο. Αυτός ήταν ο λόγος -μεταξύ των άλλων- που ο Βεζύρης των Ιωαννίνων ήθελε να καταλάβει το νησί αυτό του Ιονίου.
Στην αρχή προσπάθησε να το επιτύχει με ήπιο και διπλωματικό τρόπο, στέλνοντας στις 27 Απριλίου 1800, από το Μιχαλίτσι (χωριό της Πρέβεζας), μια ευγενική επιστολή, προς τους προκρίτους της Λευκάδας, τους οποίους προσφωνεί «Ευγενέστατοι άρχοντες Αγιομαύρας μετά τον μετά πόθου χαιρετισμόν σας φανερώνω». Η επιστολή είναι γραμμένη σε ωραιότατα Ελληνικά (οξείες, δασείες, περισπωμένες κλπ), από κάποιον από τους πολυάριθμους λόγιους γραμματικούς του. Ο ίδιος έβαλε την υπογραφή του στην κορυφή της πρώτης σελίδας της δισέλιδης επιστολής.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΠΤΑΝΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Η επιστολή του Βεζύρη των Ιωαννίνων προς τους «νοικοκυραίους» της Λευκάδας με την οποία τους ζητούσε να σταματήσουν να παρέχουν άσυλο στις ληστρικές συμμορίες της Ηπείρου και Στερεάς δεν είχε αποτέλεσμα. Έτσι μερικά χρόνια αργότερα, το 1803, απευθύνθηκε -επισήμως αυτή τη φορά- στην Ιόνια Πολιτεία, που βρισκόταν τότε υπό Ρωσική προστασία.
Μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις, που έκανε ο Ψαλίδας, υπογράφτηκε στις 9 Νοεμβρίου 1803, στην Κέρκυρα η περίφημη συνθήκη μεταξύ του πληρεξούσιου και αντιπροσώπου του Αλή, μητροπολίτη Άρτας και Ναυπάκτου, Ιγνάτιου και του κόμη Antonio Maria Capo d' Istria (Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας, 1741 - 1819), πατέρα του μετέπειτα εθνικού κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια. Η συμφωνία γράφτηκε τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Ιταλικά. Ο Αλή Πασάς ζήτησε -δια του Ιγνάτιου- «οι κάμνοντες λεηλασίας, φόνους και άλλα πολλά κακά να μην ήθελεν ειμπορούν να έχουν τας φαμιλίας των εις κανένα από τα νησία της Γαληνοτάτης πολιτείας, αλλά ούτε αυτοί οι ίδιοι να καταφεύγουν και να φυλάττωνται, ωσάν οπού τούτο είναι εναντίον του δικαίου».
Τα ανταλλάγματα, που προσέφερε ο Τεπελενλής στους Επτανήσιους, ήταν πρωτοφανή: «να μην πληρώνει (τέλη λιμενισμού) η παντιέρα (σημαία) της Γαληνοτάτης Επτανήσου πολιτείας εις κανένα σκάλωμα (λιμάνι). Οι αγωγιάται να πληρώνουν κουμέρκι (φόρο) μόνον προς τέσσαρας παράδες το φόρτωμα, αντί οκτώ παράδες οπού επλήρωναν, οι δε νησιώται να μένουν ελεύθεροι. Το δόσιμον (φόρος) να πληρώνεται μεν πλην όχι από τους νησιώτας αλλ’ από τους Τουρκομερίτας, αγοραστάς ή πωλητάς. Το δόσιμον οπού επλήρωναν οι βάρκες εις την δουγάναν (τελωνείο) όταν εφόρτωναν δια τα νησιά εις το εξής να μην το πληρώνουν.
Οι υπήκοοι της Επτανήσου πολιτείας, οπού θελήσουν να καθίσουν εις τα μέρη της διοικήσεως της υψηλότητός του (του Αλή Πασά) δια πραγματείαν τους ή άλλα τους επιχειρήματα, και όσοι ακόμη έρχονται δια υποθέσεις τους και στέκουν προς καιρόν, όλοι αυτοί θέλουν έχει από μέρους της υψηλότητός του και των ανθρώπων του κάθε λογής φύλαξιν και υπεράσπισιν και βοήθειαν και δεν θέλει είναι υποκείμενοι εις αγγαρείες τοπικαίς και εις καμμίαν άλλην ενόχλησιν. Οι υπήκοοι της Επτανήσου πολιτείας δεν θέλει ενοχλούνται δια χαράτζι παντελώς.
Ο κόνσολας (πρόξενος) της Άρτας θέλει απολαμβάνει όλην την αγάπην και προστασίαν της υψηλότητός του (του Αλή Πασά) δια να ενεργή ακωλύτως τα του επαγγέλματός του και θέλει έχει την συνδρομήν του βογβόδα (βοεβόδα) της Άρτης δια να πιάνη κάθε κακοποιόν και άτακτον υπήκοον της Επτανήσου πολιτείας και να τον παιδεύει κατά τους νόμους της ιδίας του διοικήσεως καθώς διαλαμβάνει το περάτι (θέληση) του. 1803 Νοεμβρίου 9 Κορφούς Τ.Σ.+ Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Ιγνάτιος, πληρεξούσιος του υψηλοτάτου Βεζήρη Αλή Πασσά βεβαιοί».
Γυρνώντας στα Γιάννενα ο Ιγνάτιος έφερε τη συνθήκη, την οποία ο Αλής επικύρωσε -περιέργως- στα Τουρκικά. Συγχρόνως απέστειλε «προς τους υπεραγαπητούς ημίν προέδρους των Κορυφών» επιστολή στην οποία γράφει ότι «τα τέσσερα νησιά Ζάκυνθο, Κεφαλληνία, Ιθάκη και Αγία Μαύρα έγιναν φωλιά και μεντένι (ορμητήριο) των κλεπτών» και ζητά να εκδώσει ο Καποδίστριας διαταγές υλοποίησης της συνθήκης, όπως και έγινε:
«Η κοινότης κάθε χωρίου των άνωθεν νήσων, εις κάθε παραμικράν είδησιν ότι οι ειρημένοι κλέπται ή η φαμελίαις τους ησέβησαν εις τινά μέρος της περιοχής του (του Αλή) θέλει συντρέξει (η κοινότητα) ευθύς δια να τους πιάση ζωντανούς ή αποθαμένους, και ομοίως τας φαμελίας τους, η αν δεν επιτύχει ο πιασμός τους να ταις καταδιώξει από την επικράτειάν μας. Αντονιο Μαρία κόμης Καποδίστρια, γαληνότατος πρίγκηψ και πρόεδρος της εξοχωτάτης γερουσίας της Επτανήσου ρεπούμπλικας».
Αλλά και ο Βεζύρης των Ιωαννίνων έκανε το ίδιο στέλνοντας στους διοικητές του Βεληγκέκα, Ισούφ αγά, Χαμζέ Λιατίφη, Ντεβιντάρη, Κοντομπεκίρη κ.ά., μπουγιουρντιά (διαταγές) με τα οποία τους έδινε την εντολή «να ακολουθήσουν, και να μην πειράξουν τελείως από αυταίς ταις συμφωνίαις». Όμως ο Αλής είχε παραλείψει να περιλάβει στη συνθήκη ρητή δέσμευση για την μη παροχή ασύλου στους αιώνιους εχθρούς του, τους Σουλιώτες, (σε ένα περίπου μήνα από την υπογραφή της συμφωνίας το Σούλι θα παραδοθεί). Όμως οι Επτανήσιοι έκαναν το εντελώς αντίθετο. Μετά την πτώση του Σουλίου οι Σουλιώτες βρήκαν άσυλο -κυρίως- στην Κέρκυρα.
Το κείμενο της συνθήκης είναι διατυπωμένο στα Οθωμανικά, με Αραβικούς χαρακτήρες, γραμμένο από κάποιον γραμματικό του. Στην αρχή γίνεται επίκληση στο Θεό - τυπικό εισαγωγικό στερεότυπο τέτοιων χειρογράφων. Ο Θεός αναφέρεται στη συνέχεια ως κριτής, τιμωρός και ευεργέτης. Το κείμενο γράφτηκε με απλά λόγια ώστε να είναι προσιτό σε οποιονδήποτε. Αναφέρει ότι οι κλέφτες παρανόμησαν και αφού κατέστρεψαν τις περιουσίες των υπηκόων του, βρήκαν καταφύγιο στα όρια της Επτανήσου.
Αφού απονέμει εύσημα στο μητροπολίτη Ιγνάτιο, κλείνει στο τέλος με την ημερομηνία που το υπέγραψε. Στην αρχή του υπάρχουν υπογραφή και σφραγίδα, που είναι η επίσημη του Τουρκικού κράτους και όχι η προσωπική του Αλή.
H ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ
Δεκαπέντε Χρόνια Πόλεμοι
Μετά από την εδραίωσή του στο Πασαλίκι των Ιωαννίνων ο Αλής στρέφει το ενδιαφέρον του στην κατάληψη του Σουλίου και την υποταγή των Σουλιωτών. Οι ανυπότακτοι αυτοί πληθυσμοί, ήταν Χριστιανοί Τσάμηδες και αποτελούσαν απειλή κατά της κυριαρχίας του στην Ήπειρο. Οι Σουλιώτες ζούσαν -στην απρόσιτη περιοχή τους- ανεξάρτητοι, κάτω από ένα καθεστώς ιδιότυπης και πρωτόγονης ''δημοκρατίας''. Το άγονο έδαφος τους έστρεψε προς τις ένοπλες επιδρομές, που πλησίαζαν σε απόσταση αναπνοής ακόμη και από αυτά τα Γιάννενα και αποτελούσαν άμεση τροχοπέδη στην εμπέδωση μιας ενιαίας τάξης πραγμάτων, την οποία επεδίωκε ο Αλής.
Σε 11 αριθμούνταν τα Σουλιώτικα χωριά, που τα κατοικούσαν συνολικά 47 οικογένειες (φάρες). Πρώτο στην τάξη ήταν το λεγόμενο ''Τετραχώρι'', δηλαδή η Κιάφα, ο Αβαρίκος, το Σούλι και η Σαμονίβα. Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν ένα ''κράτος εν κράτει'' και είχε σαν ανώτατο άρχοντά της τον ''πολέμαρχο'', που πάντοτε ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλλας. Κορυφαίο όργανο η Γερουσία (το Κριτήριο), με έναν εκπρόσωπο από κάθε φάρα. Στα 1790, ο Αλής έλαβε ενεργό μέρος στον πόλεμο της Τουρκίας εναντίον της Ρωσίας και εκστράτευσε στο Δούναβη, όπου και διακρίθηκε σε πολλές μάχες.
Κατά το διάστημα αυτό, οι Σουλιώτες βρήκαν την ευκαιρία -παρακινούμενοι και από τους Ρώσους- να εξεγερθούν και να απειλήσουν τα Γιάννενα, αφού προηγουμένως λεηλάτησαν την περιοχή της Τσαμουριάς. Ο Αλής το 1791 παίρνει την άδεια από την Υψηλή Πύλη να επιστρέψει επειγόντως στην Ήπειρο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Πηγαίνει αμέσως με 3.000 στρατιώτες να καταλάβει το Σούλι. Η αιφνιδιαστική επίθεση αποκρούεται και ο Αλής γυρίζει στα Γιάννενα, με βαριές όμως απώλειες, σε νεκρούς και τραυματίες. Τον επόμενο χρόνο επιχειρεί να επιτύχει τον στόχο του. Τη φορά αυτή διέδωσε ότι όλες οι προετοιμασίες είχαν σαν σκοπό να πολεμήσει τους εχθρούς του στο Αργυρόκαστρο.
Για να θολώσει τα νερά έστειλε επιστολή στους αρχηγούς των Σουλιωτών Μπότσαρη και Τζαβέλλα με την οποία ζητούσε τη βοήθειά τους. (το γράμμα ήταν στα Ελληνικά): «Φίλοι μου καπετάν Βότσιαρη και καπετάν Τζιαβέλλα, εγώ ο Αλή Βεζύρης σας χαιρετώ και σας φιλώ τα μάτια. Τούτη είναι η ώρα και ο καιρός, όπου έχω χρείαν από λόγου σας και μένω να ιδώ την φιλίαν σας και την αγάπη που έχετε δια ελόγου μου. Λοιπόν, εγώ δεν πηγαίνω να πολεμήσω πριν να έρθετε και σας καρτερώ ογλήγορα να έλθετε. Ταύτα και σας χαιρετώ». Οι Σουλιώτες κατάλαβαν ότι επρόκειτο για παγίδα, έστειλαν όμως -για να δείξουν καλή θέληση- στα Γιάννενα 70 πολεμιστές με επικεφαλή τους τον οπλαρχηγό Λάμπρο Τζαβέλλα.
Ο Αλής τους συνέλαβε όλους, τους φυλάκισε και ξεκίνησε αμέσως για να επιτεθεί στο Σούλι. Όμως ο αιφνιδιασμός του και πάλι απέτυχε, γιατί ένας Σουλιώτης δραπέτευσε και ειδοποίησε τους συμπατριώτες του, οι οποίοι απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση. Τότε, ο Πασάς ζήτησε να του φέρουν τον Τζαβέλλα, τον ελευθέρωσε και τον έστειλε στο Σούλι, για να πείσει τους υπερασπιστές του, να παραδοθούν, γιατί, διαφορετικά, ο γιος του ο Φώτος, τον οποίο είχε ήδη συλλάβει, και οι υπόλοιποι όμηροι, θα εκτελούνταν. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός πήγε στα μέρη του, αλλά όχι μόνο δε ζήτησε την παράδοση του Σουλίου, αλλά τους παρότρυνε όλους για άμυνα.
Ο σατράπης εξαγριώθηκε, αλλά όμως δεν σκότωσε τον Φώτο και τους αιχμαλώτους, εντυπωσιασμένος από την περήφανη στάση του μικρού Σουλιώτη, τον οποίο, απλώς, φυλάκισε. Τότε διέταξε γενική επίθεση τάζοντας 500 πουγκιά σε εκείνον που θα πατούσε πρώτος το Σούλι. Στην αρχική φάση της μάχης ο στρατός του Αλή κατατρόπωσε τους Σουλιώτες και ήταν βέβαιο ότι θα τους νικούσε, εάν δεν επενέβαινε η Μόσχω Τζαβέλλα, που συγκέντρωσε τις γυναίκες, συγκράτησε τους άντρες και κατέλαβε τα στενά από όπου θα περνούσαν τα τμήματα του Πασά. Πράγματι όταν μπήκαν στη χαράδρα οι υπερασπιστές του Σουλίου κυριολεκτικά εξόντωσαν τους εισβολείς, που ήταν περισσότεροι από 10.000.
Ο ίδιος ο Αλής κατηύθυνε τη μάχη παρακολουθώντας την με κιάλια. Στις 20 Ιουλίου 1792, ο Αλής υποχωρεί αφήνοντας όμως στο πεδίο των συγκρούσεων πολλούς νεκρούς. Οι Σουλιώτες πήραν λάφυρα 200 άλογα και ημιόνους, 50 πιστόλια, επάνω από 500 σπάθες, 60 σημαίες, ακόμη και αυτή την σκηνή του Βεζύρη. Τους επιζήσαντες, οι οποίοι βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση, τους μετέφερε στα Γιάννενα, και τους έβαλε στο Κάστρο νύχτα, ώστε να μην γίνει γνωστή στους κατοίκους η έκταση της καταστροφής. Μετά την ήττα ο Αλής αποδέχτηκε να συνθηκολογήσει - αφήνοντας ελεύθερους το Φώτο και τους άλλους αιχμαλώτους.
Οι Σουλιώτες θα διατηρούσαν την αυτονομία τους, αλλά δεσμεύτηκαν εγγράφως ότι δεν θα έκαναν πλέον ληστρικές επιδρομές στις περιοχές του. Όμως ο Βεζύρης δεν παραιτήθηκε μετά και την δεύτερη αποτυχία του από την επιδίωξή του να υποτάξει τους υπερήφανους Σουλιώτες. Αντίθετα μάλιστα, συνεχώς επαναλάμβανε προς τον έμπιστό του Θανάση Βάγια τα λόγια: «Το Σούλι θέλω ορέ». Τούτη τη φορά ακολούθησε άλλη μέθοδο. Έζωσε τα Σουλιώτικα χωριά με στρατιωτικά φυλάκια και πολλά μικρά κάστρα, έτσι ώστε να κόψει κάθε επικοινωνία και να αναγκάσει τους υπερασπιστές να υποταχθούν, στερούμενοι τροφίμων και πολεμοφοδίων.
Όμως αυτοί, καθώς ήταν έμπειροι στον ανορθόδοξο πόλεμο, με συνεχείς νυχτερινές επιδρομές κατέστρεψαν τους σταθμούς του Αλή Πασά και κράτησαν τις διόδους ανοιχτές. Όταν, τον Απρίλιο του 1802, το Γαλλικό πολεμικό ''Urb'' έφτασε στην Πάργα, φέρνοντας -στους Σουλιώτες- εφόδια και πυρομαχικά, ο Αλής αποφάσισε να κινηθεί, αφού προηγουμένως οι Σουλιώτες απέρριψαν την πρότασή του για παράδοση, που τους μετέφερε ο Χρύσανθος, ένας παπάς του ναού της Αγίας Αικατερίνης των Ιωαννίνων, τον οποίο λίγο έλειψε να λιντσάρουν. Έτσι ο τρίτος πόλεμος του Αλή εναντίον του Σουλίου αρχίζει τον Ιούνιο του 1802.
Αφού επιθεώρησε ο ίδιος τους 10.000 άντρες του, στο στρατόπεδο της Μπονίλας (σημερινή Ανατολή), τους έστειλε στα αφιλόξενα Σουλιώτικα βουνά, με επικεφαλής τον γιο του Βελή. Αυτή τη φορά ο αποκλεισμός πέτυχε και σε 4 μήνες οι Σουλιώτες τρέφονταν μόνο με χόρτα, ενώ οι αρρώστιες τους θέριζαν. Παρόλα αυτά άντεξαν έναν ακόμη χρόνο, όμως τον Δεκέμβριο του 1803, αναγκάστηκαν να δεχτούν, να παραδώσουν τα όπλα. Έτσι υπέγραψαν την συνθήκη ειρήνης με το Βελή, σύμφωνα με την οποία οι Σουλιώτες ήταν μεν υποχρεωμένοι να αφήσουν τις εστίες τους, αλλά εντελώς ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου ήθελαν, μαζί και με την κινητή περιουσία τους.
Ο Βελής θα τους διέθετε και τα απαραίτητα άλογα για την μεταφορά. Η συμφωνία όμως τηρήθηκε, μόνον για 2.000 Σουλιώτες που έφτασαν σώοι στην Πάργα. Το γεγονός ότι είχαν μαζί τους σαν εγγύηση το δεκατετράχρονο ανεψιό του Αλή (γιο της αδερφής του Χαϊνίτσας) ίσως ήταν η αιτία. Όμως, 1.000 άλλοι Σουλιώτες, που κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο περικυκλώθηκαν από τους στρατιώτες του Αλή και δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση. Εξήντα -περίπου- γυναίκες όταν είδαν την εξόντωση των αντρών τους, αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο γκρεμό κρατώντας τα μικρά παιδιά τους στην αγκαλιά.
Από την καταστροφή ξέφυγαν 78 Σουλιώτες, που, μαζί με άλλες 28 οικογένειες, οχυρώθηκαν στον Πύργο του Δημουλά, στο χωριό Ρηνιάσα, με επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση - Σέχου, η οποία -για να μην παραδοθούν- έβαλε φωτιά στο μπαρούτι, και τινάχτηκαν στον αέρα. Παράλληλα, ο τελευταίος που έμεινε στο Σούλι, ο καλόγερος Σαμουήλ, ανατινάζεται, και αυτός, στην Αγία Παρασκευή στο Κούγκι. Ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης, με 1.148 άτομα, καταφέρνει να φτάσει στα Άγραφα και να οχυρωθούν στο μοναστήρι του Σέλτσου. Όμως -μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών- οι Αρβανίτες εκπόρθησαν την μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι διέφυγαν στα βουνά και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα Γιάννενα, όπου φυλακίστηκαν, ή εξορίστηκαν στα διάφορα φρούρια, ή αναγκάστηκαν να εργαστούν στα κτήματα του Αλή. Οι γυναίκες στάλθηκαν στην Μονή των Φιλανθρωπινών, στη Νήσο των Ιωαννίνων, ώστε να γίνουν καλόγριες. Τους Σουλιώτες που είχαν καταφύγει στην Πάργα ο Τεπελενλής τους ανάγκασε να την εγκαταλείψουν, και να εγκατασταθούν στην Κέρκυρα και στους Παξούς, γιατί φοβόταν ότι θα ξαναγύριζαν στο Σούλι. Έτσι έληξε ένας πόλεμος που κράτησε, σχεδόν, 15 ολόκληρα χρόνια. Ο Αλής επέτυχε τον αντικειμενικό του σκοπό. Το Σούλι δεν υπήρχε πλέον.
Στα έρημα χωριά του εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες έποικοι. Και έπρεπε να περάσουν άλλα 17 χρόνια, όταν το 1820, πάλι ο Αλής τους επέτρεψε να γυρίσουν στις εστίες τους στο Σούλι, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική τους στήριξη στον αγώνα του εναντίον των Τούρκων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, το 1820 - 1822. Δεν υπάρχει ένας Σουλιώτης οπλαρχηγός που να μην βρέθηκε -έστω κάποια στιγμή- στην φρουρά του, ως αιχμάλωτος, ή ως όμηρος. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι κανέναν τους δεν πείραξε, ακόμη και τους δεδηλωμένους εχθρούς του. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα την περίεργη και ιδιότυπη σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στον Αλή και τους Σουλιώτες.
Μετά την κατάληψη του Σουλίου το 1803 ο Αλής έκτισε στην Κιάφα ένα φρούριο, ερείπια του οποίου σώζονται και σήμερα. Πιθανολογείται ότι στη θέση του υπήρχε ένα παλιότερο Ενετικό. Αρχιτέκτονας του έργου ήταν ο κυρ-Πέτρος από την Κορυτσά. Στο κέντρο του έκτισε ένα ανάκτορο, το Σεράι, το οποίο και εξόπλισε σαν αυτόνομο φρούριο, έτσι ώστε να μπορέσει να αμυνθεί και μετά ενδεχόμενη κατάληψη των υπολοίπων οχυρώσεών του. Στο τμήμα αυτό ενσωματώνεται και ένας μεγάλος πολυγωνικός προμαχώνας. Εντύπωση προκαλεί το δυτικό τείχος, το οποίο είναι διπλό παρά την απότομη κλίση του εδάφους, που καθιστά την πλευρά αυτή απόρθητη.
Το κάστρο αποδόθηκε από τον Αλή στους Σουλιώτες το 1820, μετά την συμμαχία τους εναντίον των Τούρκων.
Ο Χαλασμός στη Μονή Σέλτσου
Μετά τις τραγωδίες του Ζαλόγγου και του Πύργου του Δημουλά, οι διασωθέντες Σουλιώτες κατέληξαν στο Βουλγαρέλι της Άρτας, που είχε παραχωρηθεί από τον Αλή στο Γιώργη Μπότσαρη, σαν ανταμοιβή του ''προσκυνήματός'' του. Οι έμπειροι πολεμιστές οχυρώθηκαν στο μοναστήρι του Σέλτσου, στα Άγραφα. Συγχρόνως έστειλαν στα Γιάννενα τον οπλαρχηγό Τριαντάφυλλο Παλάσκα για να ζητήσει ειρήνη από τον Αλή, υποσχόμενοι «αιώνιον υποταγήν και παντοτεινοί υπηρέται της Υψηλότητάς του».
Ο Παλάσκας -που ήταν όργανο του Τεπελενλή- ξαναγύρισε στη Μονή με την πρόταση να «συνοδεύσει προς την Υψηλότητά του όλους τους Σουλιώτες αρχηγούς, στους οποίους υπόσχεται βαθμούς, τόπους καρποφόρους και κατοικίες ορεινές προς ανταμοιβή των εκδουλεύσεών τους». Τελικά ο Παλάσκας αποκεφαλίστηκε από τον Αλή. Τότε οι Σουλιώτες κατάλαβαν την προδοσία του Παλάσκα και απoφάσισαν να αμυνθούν μέχρι θανάτου. Ο Αλής έστειλε εναντίον τους, στις αρχές του Ιανουαρίου του 1804, επτά χιλιάδες Τουρκαλβανούς και δυο εμπειροπόλεμους και ικανότατους στρατηγούς του, τον Άγο Μουχουρδάρη και τον Μπεκίρ Τζογαδόρο.
Όμως -επί τρεις μήνες- η αντίσταση των Σουλιωτών δεν επέτρεψε ούτε καν να πλησιάσουν το μοναστήρι, το οποίο υπερασπίζονταν 450 άντρες και 150 γυναίκες, όλοι ένοπλοι. Επίσης εκεί βρίσκονταν άλλα 800 άτομα, άοπλα γυναικόπαιδα. Έξαλλος ο Αλής για τη στασιμότητα απέστειλε στις 15 Απριλίου 1804, τελεσίγραφο στους στρατηγούς του, σύμφωνα με το οποίο αν μέσα σε δέκα μέρες δεν κατάφερναν να καταστρέψουν τους Σουλιώτες θα τους αντικαθιστούσε. Οι δυο στρατηγοί, ήξεραν ότι όταν ο Αλής λέει «αντικατάσταση» εννοεί «αποκεφαλισμό». Έτσι η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν φοβερή.
Οι Σουλιώτες τελικά υπέκυψαν στους υπέρτερους αριθμητικά αντιπάλους τους. Εκατόν εξήντα Σουλιώτισσες βλέποντας ότι θα έπεφταν στα χέρια του εχθρού, κατάφεραν να φτάσουν στα απόκρημνα βράχια του παρακείμενου ποταμού και να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στα αφρίζοντα νερά του, μαζί με τα παιδιά τους, αφού πρώτα προσπάθησαν να αμυνθούν με μαχαίρια, ξύλα και πέτρες. Από τους υπερασπιστές διασώθηκαν μόλις 48 άντρες και μια γυναίκα, η Μαρία Πανταζή. Με την καθοδήγηση του Κίτσου Μπότσαρη μετά από επταήμερη πολύπαθη και επικίνδυνη νυχτοπορεία κατάφεραν να φτάσουν στην Πάργα και από κει να περάσουν απέναντι στην Κέρκυρα, την οποία κατείχαν οι Ρώσοι.
Μαζί τους και ο νεαρός γιος του Κίτσου, ο μετέπειτα εθνικός ήρωας, ο περίφημος Μάρκος Μπότσαρης. Όμως δεν είχε την ίδια τύχη η 19χρονη ετεροθαλής αδερφή του, η Λένω Μπότσαρη (1785 - 1804), η οποία αφού πολέμησε γενναία, προσπάθησε να διαφύγει. Όταν περικυκλώθηκε από τους Τουρκαλβανούς ρίχτηκε και πνίγηκε στα νερά του Αχελώου. Το σημείο από το οποίο έπεσε έμεινε γνωστό ως '' το πήδημα της καπετάνισσας''. Η μάχη του Σέλτσου αφάνισε κυριολεκτικά τη φάρα των Μποτσαραίων.
Εκεί σκοτώθηκαν -εκτός από τη Λένω- και οι Γιώργος Μπότσαρης (πρωτότοκος γιος του Κίτσου), Ιωάννης Μπότσαρης (αδερφός του προηγούμενου), Ιωάννης Μπότσαρης (δευτερότοκος γιος του Νότη) και Αθανάσιος - Κίτσος Μπότσαρης (αδερφός του προηγούμενου).
Η Συνθηκολόγηση
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 στάλθηκε από τον Βελή και τους επισημότερους από τους Αλβανούς στρατηγούς του, έγγραφο προς τους αρχηγούς των Σουλιωτών που περιείχε τους συμφωνηθέντες, ήδη, όρους της αποχώρησης των δεύτερων από την πατρίδα τους. Το ιστορικό αυτό ντοκουμέντο ήταν γραμμένο στα Ελληνικά και αρχίζει ως εξής: «Εγώ Πασάς Δελβίνου ο Βελής, Μουχτάρ, Σαλήχ, εις το όνομα του Αλή Πασά του Τεπελενλή, Γαζή, Ιωάννινα Βαλεσή, τοπάρχου Θεσσαλίας, Δερβεντζή Πασά, δίδω προς τους Χριστιανούς του Σουλίου τη παρούσαν συνθήκην αιωνίας ειρήνης».
Στη συνέχεια αναγράφει ότι οι Σουλιώτες είναι ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου θέλουν «είτε μέσα, είτε έξω της Αλβανίας» και ο Βελής υπόσχεται να τους προμηθεύσει «ανεξόδως» τα αναγκαία ζώα για τη μεταφορά. Επίσης «θα αφεθούν αμέσως ελεύθεροι όσοι Σουλιώτες κρατούνται ως όμηροι, ενώ όσοι θα μείνουν στο πασαλίκι των Ιωαννίνων θα λάβουν χάρισμα υποστατικά και χωρία». Πιο κάτω ο Βελής ορκίζεται τρεις φορές για την ιερότητα της συνθήκης και γράφει «αν εγώ ή άλλος δικός μου καταπατήσει τα συμφωνηθέντα, οι γυναίκες μας να μας χωρίσουν και ο Θεός να με κάψει με την φωτιά των αστραπών του, εάν δεν την φυλάξω».
Και καταλήγει: «Συμφωνηθέν, κυρωθέν και υπογραφέν από εμένα και τους συμπολεμήσαντες συναδέλφους μου Μουσουλμάνους Σουνίτες. Σούλι 12 Δεκεμβρίου 1812, Βελή Πασάς Αλή Ζαδές». Την άλλη μέρα το Σούλι παραδίνεται. Η τελική συμφωνία είναι ταυτόσημη με την ανωτέρω επιστολή. Στον Αλή Πασά κόστισε τρεις μεγάλες εκστρατείες, πολλά θύματα και άφθονο χρήμα, επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Την επιστολή υπογράφουν όλοι οι στρατηγοί του Βελή.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΛΗ
Έχουν διασωθεί πάμπολλα περιστατικά από την ταραχώδη δημόσια και ιδιωτική ζωή του Αλή, προερχόμενα από γραπτές μαρτυρίες και από την προφορική παράδοση. Άλλα από αυτά προκαλούν μειδίαμα και άλλα ρίγη φρίκης. Σε κάθε όμως περίπτωση βοηθούν στη βαθύτερη γνώση του χαρακτήρα και του ψυχισμού του. Για να παρατεθούν όλα όσα σώθηκαν θα χρειάζονταν εκατοντάδες σελίδες. Έτσι στην συνέχεια παρουσιάζονται ορισμένα, μόνον, από αυτά, τα οποία κρίνονται ενδιαφέροντα.
Ήθελε τα παιδιά και τα εγγόνια του να μορφωθούν και κάλεσε, για τον εγγονό του Ισμαήλ και τον γιο του Σαλήχ, δύο επιφανείς δασκάλους από το Μεσολόγγι, τους Δημήτριο Καψάλη και Ευστάθιο Καλογερά -ήταν και προσωπικός γιατρός του Σαλήχ- οι οποίοι έμειναν δέκα χρόνια (1810 - 1820). Ο γιος του Βελής ήξερε να γράφει και να διαβάζει ενώ ο πρωτότοκος Μουχτάρ ελάχιστα. Τον πιο αγαπημένο εγγονό του Μεχμέτ σκεφτόταν να τον στείλει για ανώτερες σπουδές στην Ιταλία ή στη Γαλλία. Διέθετε και ένα γελωτοποιό, τον «σαλτιμπάγκο» όπως τον έλεγε. Τον είδαν ο Μπάυρον και ο Hobhouse στο Τεπελένι.
Ξεχώριζε από έναν πανύψηλο γούνινο σκούφο: «Αντίθετα όμως με τους γελωτοποιούς των παλαιών πολιτισμένων μοναρχών, ήταν υποχρεωμένος να περιορίζει τα αστεία του, στα χοροπηδήματα και στις τούμπες του μπροστά στο άλογο του βεζύρη την ώρα της ιππασίας της Αυτού Υψηλότητος», όπως γράφει ο Hobhouse στο γνωστό του έργο ''Travels in Northern Greece''. Είχε ένα Γιαννιώτη φίλο που τον έλεγαν Αναστάσιο. Η μέρα της γιορτής του Αγίου Αναστασίου, όπως είναι γνωστό, δεν είναι αργία, αλλά όμως ο ευνοούμενόςτου ήθελε να απονέμονται και στο δικό του άγιο οι ίδιες τιμές που απονέμονταν και στους λοιπούς αγίους. Παρακάλεσε λοιπόν το σατράπη να επιβάλλει -μέσω του μητροπολίτη- αργία.
Ο δεσπότης υπάκουσε πρόθυμα και διέταξε να μην λειτουργούν τα εργαστήρια των Ιωαννίνων κατά την ημέρα του Αγίου Αναστασίου. Η αργία διατηρήθηκε για τρία χρόνια, όσο κράτησε και η εύνοια του Αλή προς το Γιαννιώτη φίλο του. Του άρεσε πολύ να τον συγκρίνουν με τον αρχαίο Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρο Β' (Μπούρους τον έλεγε) και τον Αλέξανδρο, που ήταν και οι μοναδικές μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες που μάλλον γνώριζε. Ειδικότερα για τον Πύρρο θεωρούσε ότι ήταν απόγονός του, όπως αναφέρει ο Leake. Ο λόγιος Αθανάσιος Σταγειρίτης (1780 - 1840) ήξερε την αδυναμία του αυτή και θέλησε να τον κολακεύσει αφιερώνοντας το έργο του ''Ηπειρωτικά, Βιέννη 1810'' «εις τον Νέον Πύρρον», όπως τον αποκαλεί.
Η πρώτη παράσταση του ''καραγκιόζη'' στην Ελλάδα παίχτηκε στα Γιάννενα την περίοδο του Αλή, από τον Εβραίο Ιάκωβο. Ο Hobhouse παρακολούθησε μία παράσταση: «Ο χώρος της ένα ρυπαρό καφενείο και ο καραγκιοζοπαίχτης ένας Εβραίος. Οι θεατές -κυρίως παιδιά- πλήρωναν δύο παράδες για τον καφέ και έριχναν άλλους τρεις στο δίσκο που περιφερόταν μετά την παράσταση. Ο διάλογος γινόταν Τούρκικα». Ο Αλής ήταν φιλότεχνος και ήθελε να ιδρύσει στα Γιάννενα θεατρική σκηνή, αλλά οικογενειακή. «Αν είχα ένα θέατρο», έλεγε, «θα επέτρεπα την είσοδο μόνον στα παιδιά μου. Αυτά τα ζωντόβολα οι βασιλιάδες των Φράγκων δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται και αφήνουν όλο τον κόσμο να δει το έργο».
Ο Άγγλος περιηγητής Thomas Smart Hughes γράφει στο χρονικό του ότι με την ευκαιρία των γάμων του Μεχμέτ, γιου του Βελή, στήθηκε στα Γιάννενα ένα πρόχειρο θέατρο, «υπό την αιγίδα του Βεζύρη», όπου έδωσε παραστάσεις και ένα μπαλέτο από την Κέρκυρα. Αλλά και ο Βελή Πασάς φιλοδοξούσε να ιδρύσει θέατρο. Κάποτε σκέφτηκε να διαρρυθμίσει ένα Γιαννιώτικο τέμενος σε σκηνή «σαν τις Ιταλικές», όπως γράφει ο Guillaume de Vaudoncourt. Όταν ο Γερμανός διοικητής του πυροβολικού του Αλή, ο Ibrahim Manzour, εξέφρασε την επιθυμία να φύγει από τα Γιάννενα και να επιστρέψει στην πατρίδα του, αυτός του απάντησε: «Καλά, αφού θέλεις να φύγεις, φύγε. Αλλά το κεφάλι σου θα μείνει εδώ».
Ο F. Pouqueville αναφέρει ότι ένας Έλληνας από την Άρτα ξάπλωσε στο βαθούλωμα ενός δρόμου για να καλυφτεί το κενό και να ευθυγραμμιστεί το έδαφος, ώστε να περάσει άνετα η άμαξα του Αλή «αλλά χωρίς να ενοχληθεί ο Υψηλότατος». Ο ταλαίπωρος υπήκοος σακατεύτηκε, αλλά αμείφτηκε με ισόβια χορηγία μια οκάς ψωμιού την μέρα. Είχε βάλει φόρο -ένα γρόσι- στην κάθε οκά στα ψάρια και τα χέλια που αλίευαν οι ψαράδες στη λίμνη των Ιωαννίνων. Εκείνος που δεν θα επλήρωνε θα έχανε την λεία του, την οποία θα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Βεζύρη.
Πονηροί όπως ήταν οι Γιαννιώτες προσπαθούσαν, με κάθε τρόπο, να αποφύγουν το φόρο, όμως οι πράκτορες του σατράπη τους παρακολουθούσαν στενά και τους έπαιρναν το πρωί, ό,τι ψάρευαν τη νύχτα, εάν δεν κατέβαλλαν το χαράτσι. Ένας θυμόσοφος γέρο-ψαράς βλέποντας να χάνει το βιός του, και τα ψάρια του να φορτώνονται από τους υποτακτικούς του Πασά, είπε το πασίγνωστο «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», που από τότε έμεινε παροιμιώδες. Λέγεται ακόμη και σήμερα όταν κάποιος θέλει να καταδείξει είτε την ακόρεστη πείνα του, τον ανεκπλήρωτο πόθο του, ή το απλησίαστο.
Ο Γάλλος αξιωματικός και περιηγητής Barthélemy Bacheville, γράφει ότι κάποτε ο Αλής συνάντησε έναν Έλληνα γέροντα, που του έμοιαζε πολύ. Έβαλε να του κόψουν το κεφάλι και να το στείλουν, σαν δικό του, στους εχθρούς του. Και ενώ εκείνοι πανηγύριζαν για το χαμό του, αυτός επιτέθηκε ξαφνικά εναντίον τους και τους εξόντωσε όλους. Τους μεν επιφανείς θανάτωνε με σφυροκόπημα, ανασκολοπισμό, βγάλσιμο ματιών, χύσιμο χυτού μολυβιού κ.λπ., ενώ τους ασήμαντους τους απαγχόνιζε ή απλώς αποκεφάλιζε. Όταν -κάποτε- βασάνιζε ένα νεαρό για να ομολογήσει κάποιο αδίκημα, παρενέβη ο πατέρας του και δήλωσε ότι ο ίδιος είναι ο ένοχος και ότι αυτός πρέπει να θανατωθεί.
Λέγεται ότι τότε ο Πασάς συγκινήθηκε και αθώωσε αμέσως και τους δύο. Ένας τιτουλάριος επίσκοπος Βόνιτσας που υπηρετούσε στην Μητρόπολη Ιωαννίνων, είχε συνεννοηθεί με την Βασιλική να φυγαδεύσουν μια Ελληνίδα κοπέλα από το χαρέμι. Όταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα άκουσε να χτυπούν την θύρα της Μητρόπολης νόμισε ότι τα όργανα του Αλή είχαν έρθει να τον συλλάβουν, γιατί το σχέδιο είχε προδοθεί. Τότε τον κυρίευσε πανικός, ξαγρυπνάει, και την επόμενη το πρωί, προς κατάπληξη όλων, τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα. ταν μόλις 34 ετών. Οι Τουρκόγυφτοι οργανοπαίχτες και οι Τουρκογύφτισσες χορεύτριες, ήταν η προσφιλής διασκέδασή του, γράφει ο σφραγιδοφύλακάς του, ο Αθανάσιος Λιδωρίκης:
«Ηγάπα τα μουσικά όργανα. Εις Ιωάννινα ήσαν πολλοί γύφτοι, επιτήδειοι μουσικοί, παίζοντες ντέφια, βιολιά κλπ. ρχοντο και εκ της Ρούμελης διάφοροι οργανοπαίχται και νέαι τουρκόγυφται αίτινες και περιήρχοντο το σεράγιον ψάλλουσαι ή χορεύουσαι. Εκ δε της Κωνσταντινουπόλεως έφερεν -κατά καιρούς- διαφόρους μουσικούς οίτινες και του έψαλλον Τουρκικά άσματα. Όμως παρεχώρει οίκημα και, μετά τινά καιρόν, τους εφιλοδώρει και τους έδιδεν άδεια να αναχωρήσωσι» Κατεχόταν μονίμως από τον φόβο της δολοφονίας. Κάθε βραδιά άλλαζε κρεβατοκάμαρα, ακόμη και σεράι. Φοβότανε τόσο πολύ μήπως τον δηλητηριάσουν, ώστε έπαιρνε εξωφρενικά μέτρα προστασίας.
Τα φαγητά τοποθετημένα σε δίσκους τα έκλειναν μέσα σε δοχεία που είχαν δύο κλειδαριές και τα κλειδιά τα κρατούσαν δύο μικρά ''γιουσουφάκια'' και ήταν σκεπασμένα με πορφυρό ύφασμα που έδενε με δύο λουριά. Αλλά οι προφυλάξεις αυτές δεν ήταν αρκετές. Προτού να αρχίσει ο Βεζύρης, να τρώει δοκίμαζε το φαγητό του ένας έμπιστος υπηρέτης. Δεν άνοιγε ποτέ ο ίδιος τα γράμματα, μην τυχόν και τον δηλητηριάσουν με κάποια σκόνη. Το έτος 1815 εξέδωσε μια ''βεζυρικήν διαταγήν προς πάντες τους αρχιερείς'' της επικράτειάς του, «να διατάξουν το λαό σε αργία κάθε 24η Αυγούστου, επέτειο του απαγχονισμού του Πατροκοσμά και να κλείνει την ημέρα αυτή η αγορά προς τιμή του».
Όταν ορισμένοι Μουσουλμάνοι ιερείς χλεύασαν ειρωνικά, τους είπε: «Φέρτε μου έναν Οθωμανό σαν αυτόν τον Άγιο άνθρωπο, και εγώ αμέσως θα του φιλήσω τα πόδια». Είχε ένα αδιάπτωτο ενδιαφέρον για τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, της επιστήμης και τους διοικητικούς θεσμούς της Ευρώπης. Ως «άνθρωπο των φώτων, μια ιδιότητα καθόλου συνηθισμένη για έναν Μουσουλμάνο», τον χαρακτήρισε ο Talleyrand (Ταλλεϋράνδος), που θα προσθέσει, «ωστόσο πρόκειται για ένα πνεύμα πονηρό και χαρακτήρα φιλόδοξο». Προγραμμάτιζε να ιδρύσει Ακαδημία, κατά τα πρότυπα της Academie Francaise. Πήγαινε, συχνά, με τους γιους του στη Σχολή του Ψαλίδα για να παρακολουθήσουν πειράματα στατικού ηλεκτρισμού.
Απέδιδε τον ακόλαστο βίο του στις Γιαννιώτισσες. Έλεγε, στον Αθανάσιο Λιδωρίκη: «όταν ήρθα στα Γιάννενα με παρέσυραν αυτές οι Γιαννιώτισσες, αι οποίαι, κάθε ώραν, μου έφερνον τας ωραιοτέρας προς απόλαυσίν μου». Τον Ιούλιο του 1819, διοργάνωσε ''επιστημονική εκδρομή'' στη μικρή λίμνη Δρακόλιμνη του Ζαγορίου, για να μετρήσει το βάθος της και να πραγματοποιήσει γεωλογικές έρευνες, γιατί του είχαν πει ότι η λίμνη ήταν άλλοτε κρατήρας ηφαιστείου και θα μπορούσε να εξάγει ορυκτά. Πήρε μαζί του δύο βάρκες -με τους λεμβούχους τους- από το Νησί των Ιωαννίνων, όμως στο δρόμο ξέσπασε ξαφνική καταιγίδα με κεραυνούς, δυνατή βροχή, χαλάζι και αστραπές.
Όντας ακραία προληπτικός φοβήθηκε τόσο πολύ, που εγκατέλειψε την αποστολή και γύρισε στα Γιάννενα. Όταν αρρώσταινε τον έπιανε πανικός. Καλούσε τους καλύτερους ξένους και Έλληνες γιατρούς του να τον θεραπεύσουν, αποφεύγοντας τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους. Έταζε πλούτη, ελευθέρωνε φυλακισμένους, πρόσταζε τους δερβίσηδες να κάνουν δεήσεις στον Αλλάχ για τη σωτηρία του, αλλά και τους χριστιανούς παππάδες. Μερικές φορές στο τελευταίο τέταρτο της σελήνης κατά την εποχή που άρχιζαν οι βροχές, τον καταλάμβαναν κρίσεις και παροξυσμοί. Τότε, κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει.
Φώναζε αμέσως τους αστρολόγους του να τον ηρεμήσουν και έτσι μόνον ησύχαζε. Όταν, κάποια στιγμή, διατάχτηκε από την ''Υψηλή Πύλη'', να βαδίσει εναντίον της Ρωσίας, αρνήθηκε προβάλλοντας ως αιτιολογικό την μεγάλη ηλικία του και την αδυναμία του από κάποια ασθένεια. Στην πραγματικότητα όμως προσποιήθηκε τον άρρωστο με περισσή ηθοποιία. Τον μετέφεραν με φορείο, εμφανιζόταν δημοσίως μόνο με τη συνοδεία όλων των γιατρών που μπορούσε να μαζέψει, φορώντας ένα μεγάλο ζευγάρι πράσινα γυαλιά - προφασιζόμενος ότι είχε αδυνατίσει η όρασή του. Έτσι απέφυγε την εκστρατεία.
Όταν ο Pouqueville έδωσε συγχαρητήρια στο Βεζύρη που φαινόταν τόσο υγιής, λέγοντάς του ότι μάλλον θα ζούσε περισσότερο από τα παιδιά του, απάντησε: «Μακάρι ο Θεός να σε ακούσει, γιατί εάν αυτοί θα ζήσουν περισσότερο από εμένα θα χάσουν την περιουσία τους και θα τους κρεμάσουν σαν ηλίθιους που είναι. Κακόμοιρε Αλή, ανάθρεψες κότες και τίποτε περισσότερο».
ΔΥΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΟΣ
Ο Τεπελενλής πολλές δεκαετίες πριν γίνει διάσημος και υπέρβαρος ήταν -στα νιάτα του- εξαιρετικός καβαλάρης, ικανότατος σκοπευτής και όργωνε τα Αλβανικά βουνά σαν ο καλύτερος δρομέας. Στα άλογα έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία, και όπως ο Μέγας Αλέξανδρος είχε το Βουκεφάλα, αυτός ξεχώριζε το Δερβίση (Ντερβίς), ένα από τα πολλά καθαρόαιμα που διέθετε, δέκα από τα οποία του είχε κάνει δώρο o Μεχμέτ Άλυ της Αιγύπτου. Εκτός από εξαιρετικός ιππέας ο Αλής ήταν -όχι μόνο στα νεανικά του χρόνια- ικανότατος χειριστής των σπαθιών και των άλλων όπλων του. Ο απόγονος του Βεζύρη των Ιωαννίνων και βιογράφος του Αχμέτ Μουφίτ, Μπέης Λιμπόχοβα (1876 - 1927), απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, τον σκιαγραφεί ως εξής:
«Ο αείμνηστος Πασάς ήταν κοντός στο ανάστημα, με μικρά πόδια. Το χρώμα του προσώπου του ασπρορόδινο, τα μάτια του γαλανά, χωμένα στα φρύδια και τα μαλλιά του πολύ μακριά. Τα μουστάκια του ήταν ξανθά. Τα γένια του μακριά, το μέτωπο κατά την προχωρημένη ηλικία του ρυτιδωμένο. Η μύτη τραβηγμένη, το στόμα και τα αυτιά μέτρια, οι ώμοι του πλατείς και η φωνή του χοντρή». Η ωραιοποίηση του Αλή από τον απόγονό του συνεχίζεται: «Δεν είχε αρρωστήσει ποτέ, παρά μόνο για λίγο διάστημα από τα μάτια και ήταν βέβαιος ότι θα ζήσει εκατό χρόνια. ταν σοβαρός, έξυπνος και το παρουσιαστικό του ενέπνεε φόβο.
Η εμπειρία του στα πολεμικά θέματα και την πολιτική ήταν μοναδική. Ευλαβής αλλά και ανεξίθρησκος, ήταν τελείως απαλλαγμένος από θρησκευτικό φανατισμό. Έτρεφε μεγάλη στοργή προς τα παιδιά του και τους συγγενείς και συμπεριφερόταν προς τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του με φιλοφροσύνη και συμπάθεια. Προς τους εχθρούς και τους αντιπάλους του ήταν σκληρός και άσπλαχνος. Τους τιμωρούσε αυστηρά και όταν επρόκειτο να πετύχει το σκοπό του, δεν υπολόγιζε θυσίες».
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΠΕΡΡΑΙΒΟ
Για την ιδιαίτερη προσωπικότητα του Αλή Πασά βρίσκουμε στο έργο του υποστράτηγου Χριστόφορου Περραιβού «Η Ιστορία του Σουλλίου», που εκδόθηκε το 1889.
Περί Φυσιογνωμίας
«Ο Αλή Πασάς ην μικρός μεν κατά το ανάστημα του σώματος, αλλά παχύς και ωραίος, κεφαλήν έχων μεγάλην και στρογγυλήν. Πλατυπρόσωπος, ξανθόθριξ, πλατυμέτωπος, γλαυκόφθαλμος, μεγαλόμματος, δασόφρυς, είχε ρίνα μετρίαν και παχείαν, στόμα μεγάλον, ώτα πλατέα και μεγάλα».
Περί Φυσικών Χαρισμάτων
«Ην ανδρείος εν τοις πολέμοις και δραστήριος, δια τούτο και επετύγχανεν∙ οξύνους, ακούραστος, ολιγόϋπνος, ευπροσήγορος, φιλήκοος και επιχειρηματίας, διότι εις όσα σχέδιά του και μάλιστα στρατιωτικά απετύγχανεν, ωργίζετο μεν αλλά δεν απηύδα, ούτε παρητείτο δια την αποτυχίαν∙ ηκολούθει μάλιστα τον σκοπόν του με την αυτήν δραστηριότητα και ζωηρότητα του πνεύματος∙ το παρά τοις Οθωμανοίς φυσικόν ελάττωμα η αισχροβαρβαρολογία, εις αυτόν υπήρχε σχεδόν σπάνιον, αδιάφορος εις τας θρησκείας, υπερασπιστής μάλιστα της χριστιανικής και των σχολείων.
Μονοδίαιτος σχεδόν, επειδή το κυριώτερον φαγητόν του ήτον οπτόν αρνήσιον κρέαςεκ του οποίου έτρωγεν εις την τράπεζαν κατά κόρον, των δ’ άλλων φαγητών, πνευμάτων και γλυκισμάτων ολίγιστη ην αυτώ η χρήσις∙ το μνημονικόν του υπήρξε σπανιώτατον, διότι πολλών μετά ικανών ετών παρέλευσιν ενεθυμείτο και τα κύρια ονόματα και τα υποθέσεις τας οποίας τότε μετ’ αυτών επραγματεύθη, τους πλειοτέρους στρατιώτας εφώναζε κατ’ όνομα, πολλάκις ηστειεύετο μετ’ αυτών, διο εφιλοτιμούντο δια τας κλήσεις των ονομάτων, και αστεϊσμούς να υποφέρωσι γενναίως πάσαν κακοπάθειαν και κίνδυνον υπέρ αυτού.
Ήτο προς τούτοις ευγνώμων προς τους ευεργέτας του, διότι όσοι εκ των Οθωμανών και Ελλήνων τον συνέδραμον, και υπεράσπισαν για να γίνη Πασάς, όλους γενόμενος αντευεργέτησε, και ευτύχησεν, ομοίως και τους απογόνους αυτών∙ τας σημαντικωτέρς και μυστικωτέρας υποθέσεις του τοις Έλλησι μάλλον ή Οθωμανοίς ενεπιστεύετο.
Περί των Ελαττωμάτων
Δοξομανής, άρπαξ ακόρεστος, φιλέκδικος, ύποπτος, άπιστος, αλλοπρόσαλλος, μνησίκακος, αιμοχαρής, φιλοπόλεμος, υποκριτής εις τους αλλοεθνείς, κρυψίνους πολλάκις και εις τους ευνοϊκούς του, φιλάργυρος, αλλά δια να κερδίση τον σκοπόν του, εσκόρπιζεν αφειδώς τα χρήματα∙ όταν εφόνευε τινά εχθρόν του εφαίνετο περιχαρής, και γαυριών δια την εκδίκησιν. Με τοιαύτα, και τοσαύτα, φυσικά χαρίσματα, και ελαττώματα εκυβέρνησε τας υπό την Σατραπίαν του Επαρχίας της Ελλάδος επί έτη εξ και τριάκοντα.
Ας μας συγχωρηθή ήδη να εκθέσωμεν συντόμους τινάς παρατηρήσεις παραβάλλοντες την τυραννίαν αυτού προς την των προκατόχων του, και ούτω να ίδωμεν και οποία αποτελέσματα και μεταβολάς επέφερεν η τυραννία του, τας δε παρατηρήσεις μας ταύτας αφίνομεν εις την διάκρισιν των εχόντων ικανάς του αντικειμένου τούτου γνώσεις. Ερωτώμεν πρώτον τους φιλοπάτριδας Ιωαννίτας να μας είπωσι πόσα δεινά έπασχον καθημερινώς προ του Αλή Πασά υπό των Τουρκαλβανών Αργυροκαστριτών, των εντοπίων Αγάδων, και κατ’ εξαίρεσιν, υπό των λεγομένων Σπαχίδων, και μάλιστα παρά τινών εξ αυτών περιβοήτων εις την κακίαν.
Χαλήλη, Μάστακα, Μολά, Μπαλή, Μπαρτζούμα, Καραβία, και άλλων οπαδών αυτών σπαχίδων των Ιωαννίνων, και γειτόνων Τουρκαλβανών; αυτοί ήρπαζον αυθαιρέτως τους παίδας από τας αγκάλας των γονέων, πολλάκις και τα γυναίκας∙ ύβριζον, επροπηλάκιζον, εξυλοκόπουν αυτούς εις την αγοράν ως ανδράποδα∙ εσφετέριζον τους ιδρώτας των απανθρώπως, δια να σπαταλώσιν αυτοί ασώτως∙ σπανίως επλήρωνον όσα ηγόραζον παρ’ αυτών χειροτεχνήματα, και είδη διαφόρων πραγματειών των οποίων ουδ’ ετόλμουν σχεδόν να ζητήσωσι την αξίαν∙ ταύτα πάντα ήσαν των αρνησιθρήσκων μάλλον αποτελέσματα.
Τοιαύτα και έτι χείρονα έπασχον οι Έλληνες εις την Λάρισσαν, Τύρναβον, Τρίκκαλα, Φέρσαλα, Θήβας, και άλλας πόλεις της Μακεδονίας, της Θράκης, εις τας οποίας ου μόνον εκκλησίας να ανεγείρωσιν ή επισκευάσωσι δεν ηδύναντο αλλ’ ούτε λιτανείαν, ή επιτάφιον, ή ανάστασιν του Χριστού ετόλμουν να ψάλλωσιν εκτός της Εκκλησίας∙ υπήρξε προ του Αλή Πασά και ο Κουρ Πασάς εις το Μπεράτι, και άλλος εις τα Τρίκκαλα της Θεσσαλίας, αλλά παρά την ιδικήν των τυραννίαν, η πολυαρχία, και αναρχία είχε περιοσσοτέραν ισχύν, διότι ο έσχατος Τούρκος εξήσκει ασυστόλως απόλυτον δεσποτισμόν, ηγεμονεύσας όμως ο Αλή Πασάς κατήργησεν εκ διαλειμμάτων την πολυαρχίαν και αναρχίαν.
Καταστρέψας πολλούς τυραννίσκους Οθωμανούς, και Έλληνας Μπέϊδας, δηλ. Αγάδας, και Δημάρχους, οι οποίοι ετρέφοντο, και εθησαύριζον εκ των ιδρώτων των υπηκόων∙ εκαθάρισε τας οδούς από των κακούργων διατάξας τους κατά επαρχίας γνωρισμένους Καπετάνους να τους καταδιώκωσι, και καταστρέφωσι∙ τουναντίον, πάσαν παρ’ εκείνων γενόμενην αρπαγήν, απεφάσισε να την αποζημιώσιν οι ίδιοι∙ εφ’ όλας τα επαρχίας της ηγεμονίας του έμποροι, και παντός επαγγέλματος άνθρωποι περιεφέροντο άφοβοι και ανεπηρέαστοι.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΘΗΡΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλής και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα
Όταν ο Ιταλός αρχιτέκτων Giovanni Battista Lusieri (1755 - 1821), ετοιμαζόταν να μεταφέρει [κατ’ εντολή του Elgin- ένα μέρος από τα γλυπτά της Ακρόπολης στην Αγγλία, την ώρα που τακτοποιούσε τα κιβώτια, παρουσιάστηκαν στο σπίτι του στην Αθήνα, ο πρόξενος της Βρετανίας Αλέξανδρος Λογοθέτης, ο κεχαγιάς του βοεβόδα και κάποιος Γιαννιώτης, λέγοντας ότι, κατά διαταγή του Αλή, οι αρχαιότητες ήταν υπό κατάσχεση και έπρεπε να αποσταλούν στα Γιάννενα μαζί με τα αγγεία των ανασκαφών. Ο εκπρόσωπος του Αλή τον ειδοποίησε πως τα γλυπτά λόγω του βάρους τους, ήταν αδύνατο να μετακινηθούν στα Γιάννενα.
Έτσι o Τεπελενλής παρέλαβε μόνον 120 αγγεία, τα οποία έστειλε ως δώρο στο Ναπολέοντα τον Ιούλιο του 1807, με ένα Γάλλο εξομώτη που είχε στην αυλή του: «Ο Βεζύρης έστειλε στο Παρίσι τα βάζα που πήρε από τον Lusieri και έδωσε διαταγή όλα τα άλλα αρχαία αντικείμενα να κρατηθούν. Θα τα στείλει και αυτά στον Αυτοκράτορά μας. Αν οι Άγγλοι διαμαρτυρηθούν, να τους πείτε πως ο Πασάς των Ιωαννίνων θα τους κάνει να κλειστούν στο καβούκι τους» γράφει ο Pouqueville, προς το Γάλλο υπουργό των εξωτερικών.
Ενώ τα γλυπτά παρέμειναν σφραγισμένα στην Αθήνα, ο Αλής στα τέλη Νοεμβρίου 1808 έστειλε ένα πολύ κολακευτικό γράμμα στο λόρδο Elgin, με το οποίο του υποσχόταν πως, σε κατάλληλη περίσταση, θα φροντίσει να τον εξυπηρετήσει. Συγχρόνως, τον παρακαλούσε «να παραγγείλει σε άριστο τεχνίτη δυο αδαμαντοκόλλητες πιστόλες, αξίας όχι μεγαλύτερης από 60.000 γρόσια», ποσό που θα του το έστελνε. Αλλά «οι πιστόλες πρέπει να είναι άριστης κατασκευής και να σταλούν το ταχύτερο». Ο Lusieri πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να πετύχει φιλική συνεννόηση με τον Βεζύρη, αποφάσισε να πάει ο ίδιος στα Γιάννενα.
Ο Αλή Πασάς τον καλοδέχτηκε και του υποσχέθηκε ένα δικό του φιρμάνι, αν δεν ερχόταν αυτό που περίμεναν από την Κωνσταντινούπολη. Όμως συνεχώς τον ρωτούσε «πότε θα έρθουν οι δυο πιστόλες;». Ο Ιταλός αρχιτέκτονας, μετά από τρεις μήνες άκαρπης παραμονής του στα Γιάννενα, έφυγε απελπισμένος και επέστρεψε στην Αθήνα άπρακτος. Τελικά το φορτίο, έπειτα από πολλές πιέσεις και δωροδοκίες του Τούρκου διοικητή της Αθήνας, φορτώθηκε στο Ελληνικό καράβι ''Ύδρα'' με τελικό προορισμό το Λονδίνο.
Οι Ανασκαφικές Ανησυχίες του Αλή
Όμως οι αρχαιοθηρικές επιδόσεις του Πασά των Ιωαννίνων δεν περιορίζονται μόνον στην εμπλοκή του στην υπόθεση των μαρμάρων του Παρθενώνα. Είχε πάθος με τις ανασκαφές και στα σεράγια του μάζευε ό,τι αρχαίο αντικείμενο έβρισκε ή του έφερναν. Ο Ψαλίδας χαρακτηριστικά γράφει ότι «στην αρχαία Απολλωνία (στην Αλβανία) έβαλε και έσκαψαν και ευρήκαν δύο μεγάλα αγάλματα τα οποία μετακόμισαν αμέσως εις την Βελεγράδα (Βεράτι)». Σε επιστολή του προς το Γάλλο υπουργό των εξωτερικών, το 1807, ο Pouqueville αναφέρει ότι υπήρχαν στο σεράι 22 αρχαιοελληνικά ανάγλυφα και αγάλματα, ενώ κάνει λόγο για αρκετές Ετρουτσκικές αρχαιότητες που βρίσκονταν στην κατοχή του Αλή.
Στην ίδια αναφορά του γράφει ότι εξασφάλισε άδεια για ανασκαφές στη Νικόπολη, τη Φοινίκη της Βορείου Ηπείρου (την αρχαία πόλη του Πύρρου, όπως την αποκαλεί), τη Λάρισα, τα Φάρσαλα και την Ιερά Οδό των Αθηνών. Σε κάποιο σημείο των έργων του ο Γάλλος πρόξενος αναφέρει ότι ο Αλής έκανε και ο ίδιος ανασκαφές. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι, όπως του είπε, στη Βελά βρήκε ένα κεφάλι κολοσσιαίου αγάλματος, που ήταν «χοντρό σαν το κεφάλι βουβαλιού». Αλλά και ο γιος του Βελής δεν υστερούσε στον τομέα αυτό. Έκανε ανασκαφές στις Μυκήνες και το Άργος το 1809, πουλώντας τα ευρήματα στους πολυάριθμους Άγγλους που βρίσκονταν στην Ελλάδα εκείνο τον καιρό.
Στον Howe Peter Browne 2nd Marquess of Sligo (1788 - 1845) πούλησε τους κίονες του θησαυρού του Ατρέα, οι οποίοι έμειναν λησμονημένοι για εκατό περίπου χρόνια στο μέγαρό του στην Ιρλανδία, ώσπου το 1904 αναστηλώθηκαν και τοποθετήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Το 1813 έδωσε άδεια σε μια ολόκληρη ομάδα διάσημων αρχαιοκαπήλων (Charles Robert CocNerell, Otto Magnus von Stackelberg, Peter Oluf Βröndsted, John Foster κ.ά.) να κάνουν ανασκαφές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Αρκαδίας, προσδοκώντας πλούσιο μερίδιο από την πώληση των θησαυρών.
Αλλά όταν διαπίστωσε ότι τα ευρήματα δεν ήταν από χρυσάφι ή ασήμι, απογοητεύτηκε και δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του. Βλέποντας τους αρχαίους πολεμιστές με τις ασπίδες νόμισε πως ήταν... χελώνες. Αλλά επειδή είχε πληροφορηθεί ότι θα τον αντικαθιστούσαν από Πασά του Μοριά δέχτηκε το μερίδιό του σε χρήματα, 400 λίρες, και έδωσε άδεια για την εξαγωγή των γλυπτών. Ανάμεσά τους και το μοναδικό Κορινθιακό κιονόκρανο του ναού του Απόλλωνα.
Πάλι ο Pouqueville γράφει ότι όταν ο Βελής ήταν διοικητής του Μοριά «ο γιατρός του Luigi Frank, (μετέπειτα γιατρός της αρχιδούκισσας Μαρίας - Λουίζας της Πάρμας, χήρας του Ναπολέοντα) που είχε μείνει οκτώ χρόνια στα Γιάννενα κοντά του, έλαβε από αυτόν ως δώρο έναν Απόλλωνα ίδιον με εκείνον του Μπελβεντέρε, μια κεφαλή γοργόνας και πολλά ακόμη έργα, που τα είχε βρει ο Βελής στις ανασκαφές του στο Άργος. Τις είχα δει ο ίδιος όλες αυτές τις αρχαιότητες».
Τα Γλυπτά της Παραμυθιάς
Όταν τον Ιούνιο του 1795 επισκέφτηκε τα Γιάννενα ο Άγγλος φυσιολόγος, ερασιτέχνης αρχαιολόγος και φανατικός συλλέκτης John Hawkins (1761 - 1841), ο Αλής του δώρισε ένα χάλκινο αγαλματίδιο του Ερμή, και το 1798 -στη δεύτερη επίσκεψή του- του πούλησε ένα μικρό χάλκινο ανάγλυφο, που παριστάνει την Αφροδίτη. Ακόμη, τον άφησε να πάρει μαζί του και άλλα τέσσερα μαρμάρινα ανάγλυφα και μια επιγραφή, τα οποία σήμερα βρίσκονται τοποθετημένα σε ένα τοίχο της οικογενειακής έπαυλης των Hawkins στο Bignor Park, στο Sussex. Ο Ερμής έχει ύψος μόλις 30 εκ., κάθεται σε ένα βράχο και στα πόδια του απεικονίζεται ένας πετεινός.
Το χάλκινο ανάγλυφο της Αφροδίτης είναι μικροσκοπικό -διαστάσεις 15 x 17 εκ.- και αποτελούσε το κάλυμμα ενός φορητού καθρέφτη. Η γυμνόστηθη Θεά περιβάλλεται από δύο φτερωτούς ''έρωτες'' και στρέφει το κεφάλι της προς το μυθολογικό εραστή της Αγχίση (γνωστός ως πατέρας του Τρωικού ήρωα Αινεία), ο οποίος έχει φέρει μαζί του και τον σκύλο του. Η σκηνή διαδραματίζεται στο βουνό δη της Τροίας, πάντοτε κατά τη μυθολογία. Τα δύο ανωτέρω γλυπτά ανακαλύφτηκαν το 1792 - 1793 -σε ένα «αρχαίο χωνευτήριον (χυτήριο) μετάλλων»- από ένα διερμηνέα του Αλή στη Λιμπόνι της Παραμυθιάς -κοντά στην αρχαία Φωτική- και εικάζεται ότι βρίσκονταν σε κάποια Ρωμαϊκή έπαυλη της περιοχής.
Εκτιμάται ότι είναι έργα του 2ου μ.Χ. αιώνα και αποτελούνε αντίγραφα των Ελληνικών πρωτοτύπων, που χρονολογούνται στον 3ο π.Χ. αιώνα και αποδίδονται σε γλύπτες της σχολής του Λυσίππου. Συνολικά τα ευρήματα ήταν 21, όλα χάλκινα (Αφροδίτη, Δίας, Απόλλων, Κάστωρ κ.ά.). Όπως γράφει ο ίδιος ο John Hawkins «τα κατείχε ο έμπορος των Ιωαννίνων Demetrius Vassili (μήπως πρόκειται για το σύζυγο της Κυρά - Φροσύνης, Δημητρό Βασιλείου, που ήταν επίσης έμπορος), ο οποίος στη συνέχεια τα έστειλε στην Πετρούπολη, για να τα αγοράσει η Μεγάλη Αικατερίνη».
Η Τσαρίνα όμως πέθανε και έτσι τα αγόρασε ο Άγγλος αρχαιόφιλος και κλασσικός μελετητής Richard-Payne Knight (1750 - 1824), ο οποίος, με την διαθήκη του, δώρισε, τα περισσότερα, στο British Museum του Λονδίνου, όπου και βρίσκονται σήμερα, μαζί με τα εικονιζόμενα δύο γλυπτά του John Hawins.
ΤΟ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΛΗ
Δεν είχαν περάσει περισσότερα από 10 χρόνια από τότε που οι δύο αδερφοί Joseph - Michele και Jacques - Etiénne Montgolfier είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη ανύψωση αερόστατου στο Παρίσι, όταν, στα 1803, στους γάμους του γιου του Σαλήχ, ο Αλής «επεθύμησεν να ίδη και ενώπιόν του υψουμένην την αεροστατικήν σφαίραν, ως ήκουσεν να γίνεται εις την Ευρώπην». Η ανύψωση του αερόστατου επιχειρήθηκε σε ένα πλάτωμα κοντά στην παραλίμνια περιοχή μεταξύ του Αγίου Νικολάου Κοπάνων και του σημερινού αεροδρομίου Ιωαννίνων. Το εγχείρημα ανέλαβε κάποιος Παπαχάμος, αργυροχόος από τους Καλαρρύτες, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του παντογνώστη.
Συνεργάτες του είχε μια συντροφιά από βλάχους. Ανάμεσά τους οι Κοντογιάννης και Γκιούρτης, που δούλευαν ως χρυσοχόοι στην αυλή του Βεζύρη, ο Δήμος Κωλέττης από το Συρράκο -συγγενής του Ιωάννη Κωλέττη- και ο περιβόητος σπιούνος του Αλή, Νικόλαος Γιάγκος, γνωστός από την ιστορία της κυρά Φροσύνης. Πρώτοι και καλύτεροι ο Πασάς, οι γιοί του, τα εγγόνια του, τα χαρέμια του και όλοι οι αξιωματούχοι της αυλής του. Η περιοχή κατακλύστηκε από χιλιάδες Γιαννιώτες, οι οποίοι περίμεναν με αγωνία να δουν το πρωτόγνωρο θέαμα. Δυστυχώς όμως το εγχείρημα απέτυχε, και πριν καν προλάβει να επιβιβαστεί στο αερόστατο ο Παπαχάμος, αυτό πήρε φωτιά και έγινε στάχτη.
Παρών ήταν και ο κορυφαίος Γιαννιώτης ποιητής Ιωάννης Βηλαράς, ο οποίος εξιστόρησε το γεγονός μέσα από τους στίχους ενός χαριτωμένου σατυρικού ποιήματός του, με τίτλο ''Η Αεροστατική Σφαίρα''.
Η ΠΑΣΑΡΕΛΑ ΤΟΥ ΑΛΗ
Το 1818 ο Αλής πήγαινε για λουτρά στο Σμόκοβο, όταν έφτασε στα αυτιά του η πληροφορία για την ομορφιά του σωματότυπου των γυναικών του χωριού Μεζντάνη (σημ. Αγναντερό Καρδίτσας). Διέταξε λοιπόν όλες τις γυναίκες να παραταχτούν όρθιες και γυμνές στην όχθη του ποταμού Μπαμπαλίνα (παραπόταμος του Πηνειού), προκειμένου να τις δει. Στο άκουσμα αυτής της παράλογης απαίτησης «αντέστησαν γενναίως άπαντες οι κάτοικοι του ως άνω ειρημένου χωρίου, αποτρέποντάς τον έτσι, άπαξ δια παντός, από τα σχέδιά του», όπως λέει ένα τοπικό δημώδες δίστιχο:
Πώς τόπαθες Αλή πασιά ο νους μου δεν το βάνει!
Απ’ το σεβντά σου γiνηκες ρεζiλι στη Μεζντάνη.
Εκτός από τις προφορικές παραδόσεις το γεγονός επιβεβαιώνεται ιστορικά μέσα από ένα δημοσίευμα του ιστοριοδίφη Χρήστου Καλοκαιρινού στην εφημερίδα ''Θεσσαλική Φωνή'' της Καρδίτσας, στις 6 / 5 / 1926, το οποίο αναφέρει ότι «η επιθεώρηση έγινε στη θέση της Βασίλως το Κούτσουρο». Πάντως θεωρείται μάλλον υπερβολή να υποχώρησε ο Αλής μετά από την «αντρειωμένη στάση» -όπως γράφει- των αρσενικών του χωριού.
ΜΑΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ
Ο Αλής είχε πάθος με τα ρολόγια. Έχει γραφτεί ότι η συλλογή του απαριθμούσε, περίπου, 300. Ο Vaudoncourt αναφέρει ότι είδε ένα διαμαντοποίκιλτο ρολόι, που του το έκανε δώρο ο Ρώσος στρατηγός Potemkin. Επί μονίμου βάσεως, είχε στην υπηρεσία του Δαλματούς ωρολογοποιούς. Τα δύο ανωτέρω ρολόγια βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη. Το πρώτο είναι επιχρυσωμένο, επιτραπέζιο Γαλλικής προέλευσης και φέρει την εγχάρακτη επιγραφή: «Αλί Πασσά Τεπελένα», και το δεύτερο, χρυσό χειρός, του περίφημου Γαλλικού οίκου ''Le Roy'', το οποίο δώρισε ο Αλής στο γιατρό του Νικόλαο Δελαπόρτα. Το 1750 οι ευεργέτες Λάμπρος και Σίμων Μαρούτσης δώρισαν στην Παραμυθιά ένα μοναδικό ρολόι.
Δεν είχε ωροδείκτες και η καμπάνα του εχτυπούσε κάθε ώρα. Για να το εγκαταστήσουν έχτισαν ένα Πύργο. Όταν ο Πασάς επισκέφτηκε την κωμόπολη το πήρε και το μετέφερε στα Γιάννενα, για να το τοποθετήσει στην είσοδο του κάστρου. Οι Παραμυθιώτες όμως αφαίρεσαν ένα εξάρτημά του και του είπαν ότι το ρολόι είναι ταμένο στον Άγιο Δονάτο, πολιούχο της Παραμυθιάς, και γι’ αυτό δεν χτυπά μακριά από τον τόπο τους. Ο Αλής, που ήταν προληπτικός, το επέστρεψε αμέσως πίσω. Όταν ο Αλής, το έτος 1798, κατέλαβε την Πρέβεζα πληροφορήθηκε ότι υπάρχει μια καμπάνα που ήταν δώρο του Δόγη της Βενετίας, από τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν η Ενετική Δημοκρατία κυριαρχούσε σε μερικές παράκτιες Ηπειρωτικές πόλεις.
Ο Βεζύρης την πήρε αμέσως και την τοποθέτησε στο ρολόγι του πύργου που έχτισε πάνω από την κεντρική πύλη του κάστρου των Ιωαννίνων. Πήγαινε εκεί συχνά και καθόταν δίπλα της για να απολαμβάνει τη μελωδική φωνή της, όταν σήμαινε τις ώρες. Σήμερα η ιστορική καμπάνα βρίσκεται στον ''Πύργο του Ωρολογιού'', απέναντι από το Δημαρχείο Ιωαννίνων.
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΩΝ ΔΕΡΒΙΣΗΔΩΝ
Ο Βεζύρης έλεγε ότι ήταν ''μπεκτασής''. Οι μπεκτασήδες ήταν Μωαμεθανοί μοναχοί, με πολλές διαφορές από τους λοιπούς Μουσουλμάνους. Δεν ενήστευαν στο Ραμαζάνι, φιλοξενούσαν στα μοναστήρια τους (τεκέδες) Οθωμανούς και Χριστιανούς, χωρίς εξαίρεση, έπιναν κρασί, ενώ υποστήριζαν την ισότητα αντρών - γυναικών και την μονογαμία. Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη, ανάλογη με αυτή των Ιησουϊτών. Επήραν την ονομασία τους από τον ιδρυτή τους Σεγίτ Μουχαμέτ Μπεκτάς (13ος αιώνας). Ο ίδιος ο Αλής -όπως γράφει ο Leake- μυήθηκε μόλις το 1807. Ο Αλής ένιωθε αδύναμος και εξουθενωμένος μπροστά και στον πιο κουρελή δερβίση των μπεκτασήδων.
Όσο οι πάντες τον έτρεμαν, τόσο αυτός υπολόγιζε τους δερβίσηδες και κρατούσε όχι απλά στάση ανοχής απέναντί τους, αλλά γινόταν πειθήνιο και υπάκουο όργανό τους - υποκύπτοντας σε όλες τις ιδιοτροπίες τους και τις απαιτήσεις τους. Οι δερβίσηδες μπορούσαν να κυκλοφορούν παντού και μέσα στο σεράι ακόμη, εντελώς ελεύθερα, να προκαλούν, να βρίζουν και να τον προσβάλλουν. Ποτέ δεν μπορούσε να τους αντιμιλήσει και τους άφηνε ασύδοτους.
Ο Η. Holland γράφει: «Κάποια μέρα βγαίνοντας από το σεράι του περικυκλωμένος από τους σωματοφύλακές του, τον σταμάτησε ένας δερβίσης και του φώναξε πως θέλει να του μιλήσει. ''Δεν έχω καιρό'' του απάντησε. ''έλα το βράδυ''. Ο δερβίσης επέμενε. Τότε ο Αλής έβγαλε από το πουγκί του μερικά νομίσματα και ετοιμάστηκε να του τα χαρίσει. Ο δερβίσης κράτησε το άλογό του, και του φώναξε δυνατά ότι δεν δέχεται χρήματα από κιαφίρ (άπιστο) και θα του μιλήσει έξω από τα δόντια. Μπροστά στο πλήθος είπε ''Είσαι θεομπαίχτης και κακούργος. Δεν θέλω χρήματα από σένα. Κάθε πέτρα από τα σεράγια σου είναι βαμμένη με δάκρυα και αίμα''».
ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΤΟΥ
Όταν ο Τεπελενλής ήταν εντελώς άσημος έτυχε να πηγαίνει από τη Λειβαδιά στα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα), πεζός χειμώνα καιρό. Στο δρόμο τον έπιασε κακοκαιρία και έπεσε αναίσθητος. Για καλή του τύχη περνούσε ένας παπάς από τη Δεσφίνα, ο παπα-Στάθης, ο οποίος τον έβαλε στο μουλάρι του και τον πήγε στο χωριό του. Εκεί τον περιποιήθηκε και ο Αλής γλύτωσε το θάνατο. Φεύγοντας, φίλησε το χέρι του «καλό παππά» και του είπε ότι δεν θα τον ξεχάσει ποτέ και θα του ανταποδώσει τη βοήθεια. Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια και ο μεν παπα-Στάθης «εξεδίμησε προς Κύριον» ο δε άσημος Αλή -Τσαούσης έγινε ο παντοδύναμος Βεζύρης των Ιωαννίνων. Το περιστατικό ξεχάστηκε.
Όμως κάποια μέρα έφτασαν στα Γιάννενα αντιπρόσωποι της Δεσφίνας κουβαλώντας τα ''δοσίματα'' στον κραταιό τοπάρχη. Στο άκουσμα του χωριού τους ξύπνησε στη θύμηση του Αλή η μακρινή εκείνη περιπέτεια. Ζήτησε λοιπόν να φέρουν μπροστά του τους απεσταλμένους και τους ρώτησε για τον παπά-Στάθη, «το καλό παππά». Όταν του είπαν ότι πέθανε τους ζήτησε να έρθουν στα Γιάννενα τα παιδιά του ώστε να τα γνωρίσει. Όμως κανένα δεν τολμούσε να έρθει. Ύστερα από πολλούς δισταγμούς αποφάσισε να πάει ο μικρότερος, ο δόκιμος μοναχός Ηλίας. Ο Αλής τον καλοδέχτηκε και τον ρώτησε τι ήθελε να κάνει γι’ αυτόν.
Εκείνος του είπε πως η επιθυμία του ήταν να τον μάθει γράμματα και μετά να ακολουθήσει το μοναχικό στάδιο. Ο Αλής για τρία χρόνια τον έβαλε να σπουδάσει δίπλα στον Αθανάσιο Ψαλίδα και στη συνέχεια τον έστειλε με προσωπική συστατική επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε', με τον οποίο είχαν ιδιαίτερες σχέσεις. Το 1818 -ως Ησαΐας πλέον- χειροτονήθηκε Δεσπότης Σαλώνων -μετά απο απαίτηση του Αλή- από τον εθνομάρτυρα Γρηγόριο Ε', μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ο Τεπελενλής τον διόρισε και πολιτικό διοικητή της περιοχής.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να τον καλέσει σε απολογία όταν αυτός -ως δεσπότης Σαλώνων-κατηγορήθηκε γιατί από το ποίμνιό του πήρε 200 γρόσια ''διαβαστικά'', πολύ περισσότερα από τα καθιερωμένα. Το 1821 ο Ησαΐας πήρε μέρος -σαν απλός μαχητής- στην μάχη της Αλαμάνας, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο, μαζί με τον αδερφό του. Είναι ο πρώτος ιεράρχης που έπεσε στον Αγώνα.
Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΝΑΟΔΟΜΟΣ
Ο Αλή Πασάς έχτισε πλήθος από Χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια, είτε με δαπάνη του, είτε με εντολή του. Αντίθετα η συνεισφορά του στην ανέγερση Μουσουλμανικών ναών είναι, σχεδόν, μηδενική. Τις περισσότερες εκκλησίες αφιέρωσε στην Παναγία, την οποία θεωρούσε προστάτιδά του, εκτός από τις πέντε της Καλαμπάκας (Γελάνθη, Λαζαρίνα, Φήκη, Μαγουλίτσα και Βοεβόδας), που οικοδόμησε για το χατίρι της Βασιλικής, που είναι όλες αφιερωμένες στον Άγιο Νικόλαο, άγνωστο γιατί. Πρέπει να αναφερθούν και ορισμένες ακόμη: Η Μητρόπολη των Ιωαννίνων την οποία ανακαίνισε εκ βάθρων το 1804, που όμως κάηκε το 1820.
Η Αγία Τριάδα Αγρινίου (έχει κατεδαφιστεί) για την οποία το 1810 εξέδωσε φιρμάνι «να χτιστεί μελετημένη εκκλησία». Στο Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας αναγέρθηκε με δαπάνη του η Αγία Παρασκευή. Η τοπική παράδοση λέει ότι ο παπάς του χωριού -ο Παπά Νικόλας- πήγε στα Γιάννενα και πήρε τα χρήματα από τον Βεζύρη ξεγελώντας τον, λέγοντας πως θέλει να κατασκευάσει -δήθεν- μεγάλο στάβλο για τα ζώα και ένα γεφύρι. Στο Δροσοχώρι των Ιωαννίνων, το 1803, επανέχτισε το ναό του Αγίου Παντελεήμονα -μετά από επιθυμία της Βασιλικής- θέλοντας να εξιλεωθεί γιατί ένας τζοχαντάρης του έκαψε τον παλιό ναό και έσφαξε τους πιστούς που ήταν μέσα.
Το 1815 έδωσε χοτζέτι (διαταγή) στο μητροπολίτη Βενιαμίν Καρίπογλου να αναγείρει τον προσκυνηματικό ναό των Αγίων Αναργύρων Κοζάνης. Επίσης αφιέρωσε στην Παναγία και την Αγία Παρασκευή, εκκλησίες στο Γκορνίτσοβο (Κέλλη) της Φλώρινας, στα Πλαίσια, Πάτερο και Δολιανά των Ιωαννίνων, στη Δέσιανη (Αετόλοφος) και στην Αγιά Λάρισας, όπου παραθέριζε ο Βελής, ο οποίος εκτός από το εξοχικό του σεράι είχε κατασκευάσει εκεί και μια πισίνα, για να ψυχαγωγείται ο ίδιος και το χαρέμι του. Μεταξύ 1815 - 1819 ο Μουχτάρ ανακατασκεύασε, όλους τους ναούς των Γραμμενοχωρίων Ιωαννίνων.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου