Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου

Ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου

Ο Ρήγας Φεραίος (ή Φερραίος κατά μια άλλη γραφή), ο επονομαζόμενος Βελεστινλής, θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής, ο ίδιος υπέγραφε ως Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας ο Θεσσαλός και ουδέποτε Φεραίος, που πιθανόν να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων. Στην ηλικία των 30 ετών ,έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του.

Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα.

Το ποιητικό έργο του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη με τίτλ
ο:
ΘΟΥΡΙΟΣ


Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,

μονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;

Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμε κλαδιά,

να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για τη πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και να ‘σαι στη σκλαβιά;

στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.

Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής

ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,

κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής

Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,

σκοτώθηκαν κι’ αγάδες, με άδικον σπαθί.

Κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι και Τούρκοι και Ρωμιοί,

ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,

να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.

Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν

να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι ναν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,

και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.

Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,

να ζούμε σαν θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν

ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

(Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί,

και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον όρκον.)

Όρκος Κατά Τυραννίας & Αναρχίας

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,

στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.

Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,

εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,

για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.

Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,

αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,

και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Το Τέλος Του Όρκου

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,

για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά.

Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,

στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,

Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,

Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,

πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά

στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.

Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν

Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,

τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.

Ως ποτ’ οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;

έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή

ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.

Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,

αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,

εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά

ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,

κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.

Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,

και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,

με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή,

Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,

μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,

ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.

Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,

χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,

σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.

Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,

καιρός ειν’ της πατριδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι οσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,

οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.

Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,

κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,

ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.

Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;

τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,

με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.

Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,

Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν

γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.

Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,

τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς

πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.

Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,

στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,

δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.

Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,

για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,

χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.

Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,

να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,

και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.

Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,

καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,

πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.

Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;

ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,

για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.

Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια

τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,

και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.

Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,

και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,

κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Αποτέλεσμα εικόνας για θουριος ρηγα

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Στὴν Στερεά Ἑλλάδα κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἔναρξη της ἐπανάστασης στὶς 27 Μαρτίου, στὴ μονή ὁσίου Λουκᾶ κοντά στὴ Λιβαδειά, με παρόντες τους ὁπλαρχηγούς Ἀθανάσιο Διάκο καὶ Βασίλη Μπούσγο καὶ προκρίτους της περιοχῆς.



Στὴν Στερεά Ἑλλάδα κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἔναρξη της ἐπανάστασης στὶς 27 Μαρτίου, στὴ μονή ὁσίου Λουκᾶ κοντά στὴ Λιβαδειά, με παρόντες τους ὁπλαρχηγούς Ἀθανάσιο Διάκο καὶ Βασίλη Μπούσγο καὶ προκρίτους της περιοχῆς.


Στὸ συμβούλιο τῶν ὁπλαρχηγῶν στὴ Μεσσηνία ὁ Κολοκοτρώνης πρότεινε σὰν βασικό στόχο την Τρίπολη, ποῦ ἦταν το στρατιωτικό καὶ διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου καὶ μετά ἀπὸ τὴ διαφωνία του Μαυρομιχάλη, ποῦ εἶχε ὁριστεῖ ἀρχιστράτηγος, ἄρχισε πορεία στρατολόγησης στὴν Ἀρκαδία. Ἀνάλογες πορεῖες ἔκαναν ἄλλοι ὁπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στὶς 29 Μαρτίου ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε μαζέψει 6.000 ἄνδρες καὶ προσπάθησε νὰ πολιορκήσει την Καρύταινα, ὅμως στὴν πρώτη ἔξοδο τῶν Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δὲν ἀπογοητεύτηκε καὶ μεθοδικά ἐγκατέστησε φρουρές σε ἐπίκαιρα σημεῖα γύρω ἀπὸ την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐλεγχθοῦν οἱ δρόμοι ποῦ ὁδηγοῦσαν πρὸς τα ἐκεῖ.


|Ἡ ἐπανάσταση ἐπεκτάθηκε γρήγορα σε ὅλη την Πελοπόννησο καὶ Ἀνατολική Στερεά καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία ἀφοῦ πέρασαν στὸν ἔλεγχο τὼν ἐπαναστατῶν πολύ σύντομα, Ζάχολη (14 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αἴγιο (23 Μαρτίου), Καλάβρυτα (26 Μαρτίου), Ἄργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στὴν Πελοπόννησο καὶ Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Γαλαξίδι (Γκούρας, 28 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Ἀπριλίου), Ἀτάλαντη στὴ Στερεά Ἑλλάδα.


Οἱ Ὀθωμανοί περιορίστηκαν στὰ κάστρα ὅπου εἶχαν ἀρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα ἀπὸ αὐτὰ τα κάστρα ἦταν: το κάστρο του Μοριά (Ρίο) με το ἀντίστοιχο κάστρο της Ρούμελης (Ἀντίρριο), της Πάτρας, του Ἀκροκορίνθου πάνω ἀπὸ την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου (το Παλαμήδι καὶ το Μπούρτζι), της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο καὶ το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) καὶ το κάστρο της Τριπολιτσάς (Τρίπολη). Στό κάστρο του Ἄργους ποῦ ἦταν παραμελημένο δὲν κλείστηκαν Ὀθωμανοί. Ὅλα τα κάστρα ἦταν κτισμένα (Βυζαντινοί, Ἐνετοί, Ὀθωμανοί) κατά βάση παράλια σε δύσβατα σημεῖα καὶ εἶχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας ἀπὸ θάλασσα (ὀθωμανικός στόλος), πλὴν του κάστρου της Τρίπολης ποῦ ἦταν κτισμένο γύρω ἀπὸ την πόλη. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οἱ μουσουλμᾶνοι εἶχαν ἀπωθηθεί ἡ ἐγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου (ἕνα τμῆμα της Ἠλείας γύρω ἀπὸ το Λάλα ἔμενε ὑπὸ τον ἔλεγχο τῶν ντόπιων Ἀλβανῶν) καὶ εἶχαν περιοριστεῖ στὰ κάστρα, μερικά ἀπὸ τα ὁποία (ἄν ἄντεχαν στὴν πολιορκία) θεωριόταν ἱκανὰ γιὰ ἀνάκτηση ὁλόκληρης της Πελοποννήσου. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Τρίπολη.


Τα κάστρα πολιορκοῦσαν ὁμάδες ἀτάκτων ὑπὸ την "διοίκηση" ντόπιων καπεταναίων, προεστῶν ἡ ἰεραρχών ποῦ εἶχαν ξεσηκωθεῖ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν πολιορκητῶν δὲν ἦταν σταθερός ἀλλὰ αὐξομειώνονταν ἀνάλογα με τις περιστάσεις. Ἡ πιὸ ὀργανωμένη πολιορκία ἦταν της Τρίπολης (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς) ἡ ὁποία δὲν ἦταν ἀσφυκτική ἀλλὰ ἐπιτελική με κατοχή καὶ ὀχύρωση καίριων ὑψωμάτων γύρω ἀπὸ την πόλη, ποῦ ἔλεγχαν της προσβάσεις πρὸς αὐτὴ. Το ὀθωμανικό ἱππικό ὅμως εἶχε το πάνω χέρι στὸ ὀροπέδιο της πόλης, ἐπιτρέποντας τον ἀνεφοδιασμό της με τα ἀπαραίτητα.


Σε διεθνές (εὐρωπαϊκό) ἐπίπεδο ἡ εἴδηση γιὰ ἐξεγέρσει στὰ πριγκιπᾶτα ἀπὸ τον Ὑψηλάντη δὲν ἔγινε εὐνοϊκά δεκτή ἀπὸ τις ἰσχυρές δυνάμεις της ἐποχῆς καὶ μετά ἀπὸ μία σειρά διπλωματικῶν διεργασιῶν (Ἀγγλία, Αὐστρία) καὶ πιέσεων ὁ τσάρος της Ρωσίας Ἀλέξανδρος ἀποκηρύσσει τελικά την ἐξεγέρσει καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης ἀφορίζει τον Ὑψηλάντη καὶ καλεῖ τον πληθυσμό νὰ μείνει ὑπάκουος στὸ καθεστώς. Τα γεγονότα αὐτὰ ἐπηρεάζουν το κίνημα στὶς ἡγεμονίες καὶ ἀπὸ το σημεῖο αὐτὸ καὶ μετά λανθασμένες ἐπιλογές ἀπὸ το ἑλληνικό καὶ ρουμανικό στρατόπεδο φέρνουν την τελική ἀποτυχία της ἐξέγερσης στὰ πριγκιπᾶτα.


Οἱ εἰδήσεις γιὰ ἐξέγερση καὶ στὸ Μοριά ἔφτασαν στὸ τέλος Μαρτίου καὶ στὴν Ὑψηλή Πύλη. Ἡ πρώτη ἀντίδραση ἦταν ἡ προσπάθεια περιορισμοῦ της ἐξέγερσης στὸ Μοριά, ποῦ ἐκδηλώθηκε με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων καὶ προεστῶν στὴν Πόλη, ἀλλὰ καὶ σε ἄλλες πόλεις της αὐτοκρατορίας ποῦ το ἑλληνικό στοιχεῖο ἦταν σημαντικό, ὅπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), Ρόδο, Κύπρο. Δὲν εἶναι δυνατό νὰ ἐκτιμηθεῖ ἡ ἔκταση καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν θυμάτων των σφαγῶν σε αὐτὲς τις περιοχές. Ἀνήμερα το Πάσχα (10 Ἀπριλίου 1821), μετά τὴ θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε καὶ ἀπαγχονίστηκε στὴν κεντρική πύλη του πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν τότε), σε μία καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, ἀφοῦ δὲν εἶχε δοθεῖ κανενός εἴδους ἀφορμὴ γιὰ αὐτή την ἐνέργεια. Το σῶμα του, ἀφοῦ ἔμηνε κρεμασμένο γιὰ τρεῖς μέρες, περιφέρθηκε στὴν πόλη ἀπὸ τον ὄχλο, μεταφέρθηκε με ἀκάτιο καὶ ρίχτηκε στὴν μέση του Κεράτιου κόλπου.



«Καθόμουν καὶ ἔκλαιγα γιὰ την Ἑλλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αὐτὴ τὴ φορά τους Ἕλληνες» (Θόδωρος Κολοκοτρώνης)
Στὶς ἀρχὲς του 1827 ἡ Πελοπόννησος ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται λεηλασίες καὶ καταστροφές ἀπὸ τα στρατεύματα του Ἱμπραήμ.


Τα γεγονότα του 1821


Το γενικό των Φιλικῶν πρόβλεπε ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἔπρεπε νὰ ξεκινήσει τις πενήντα πρῶτες ἡμέρες του 1821, ὅταν ὁ Ὑψηλάντης θὰ ἔφτανε στὴ Μάνη γιὰ νὰ ἀναλάβει την ἀρχηγία της. Γιὰ την προετοιμασία της ἐπανάστασης ἔφτασε στὸν Μοριά ἤδη ἀπὸ το τέλος του 1820, ὁ ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος Παπαφλέσσας, ἐξουσιοδοτημένος ἀπὸ την Ἑταιρεία νὰ προετοιμάσει γενικά την ἐπανάσταση καὶ ὑπεύθυνος μαζί με τον Ἀναγνωσταρά γιὰ την Μεσσηνία.
Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1820 ἐκστρατεύει ἀπὸ την Τριπολιτσά ἐναντίον του Ἀλή πασᾶ στὰ Ἰωάννινα, ὁ Χουρσίτ Μεχμέτ Πασᾶς του Μοριά καὶ μειώνονται σημαντικά οἱ ἀξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στὴν περιοχή. Στὶς 6 Ἰανουαρίου περνᾶ στὸ Μοριά ἀπὸ την Ζάκυνθο, εἰδοποιημένος ἀπὸ τους Φιλικούς ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ὁ Παπαφλέσσας ὀργώνει τον Μοριά μιλῶντας γιὰ την ἐπανάσταση σε πόλεις καὶ χωριά. Ὁ Κολοκοτρώνης κάνει συγκεντρώσεις καπεταναίων ἀπὸ ὅλη την Πελοπόννησο καὶ τους ἐνημερώνει νὰ πάρουν τα ὅπλα μόλις δοθεῖ το σύνθημα. Ἄλλοι Φιλικοί προετοιμάζουν την ἐπανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία καὶ Μακεδονία.
Στὶς 26 Ἰανουαρίου γίνεται στὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) ἡ λεγόμενη σύναξη τῶν προεστῶν του Μοριά. Μετέχουν ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι τῶν προεστῶν της Πάτρας καὶ των Καλαβρύτων, τρεῖς ἱεράρχες (δεσπότες) μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, διάφοροι προεστοί καὶ καπεταναῖοι ἀπὸ ὅλη την Πελοπόννησο καὶ ὁ Παπαφλέσσας. Παπαφλέσσας καὶ καπεταναῖοι δηλώνουν ἕτοιμοι γιὰ ἐξέγερση, οἱ προεστοί εἶναι διστακτικοί καὶ ζητοῦν ἐγγυήσεις γιὰ την ὑποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφωνοῦν ὅλοι νὰ περιμένουν την ἄφιξη του Ὑψηλάντη γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ ἐξέγερση.
Μετά την οὐσιαστική ἀποτυχία στὸ συντονισμό μιᾶς βαλκανικῆς ἐξέγερσης, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀποφασίζει νὰ εἰσβάλει στὰ ρουμανικά πριγκιπᾶτα κηρύσσοντας την ἐπανάσταση. Πρώτη πολεμική πράξη ἦταν ἡ διάβαση του ποταμοῦ Προύθου, στὴν Μολδαβία στὶς 22 Φεβρουαρίου 1821 καὶ ἡ εἴσοδος στὸ Γιάσι (Ἰάσιο). Στις 24 Φεβρουαρίου βγάζει την ἱστορική του προκήρυξη πού καλεῖ τους Ἕλληνες νὰ πάρουν τα ὅπλα, βεβαιώνοντας ὅτι "μία κραταιά δύναμις" εἶναι ἕτοιμη νὰ βοηθήσει τον ἀγῶνα. Την 1 Μαρτίου ἀρχίζει την πορεία του πρὸς τὴ Βλαχία ἀφοῦ ἑνώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ὀλύμπου, του Φαρμάκη καὶ πολλῶν Ἑλλήνων ἐθελοντῶν. Μαζί με τον Ἱερό Λόχο ποῦ εἶχε συγκροτηθεῖ ἀπὸ 500 περίπου σπουδαστές τῶν σχολῶν τῶν πριγκιπάτων, ἡ στρατιωτική δύναμη του Ὑψηλάντη ἔφτανε τους 7.000, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Ἀρβανίτες).
Την 1 Μαρτίου ξεκινᾶ ἀπὸ την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά ἀπὸ ἐνέργειες του Φιλικοῦ Ξάνθου, ἕνα καράβι φορτωμένο με προκηρύξεις γιὰ ἐξέγερση. Με το καράβι αὐτὸ θὰ φτάσει στὴ Μάνη στὰ τέλη Μαρτίου καὶ ἡ εἴδηση της ἐξέγερσης στὰ ρουμανικά πριγκιπᾶτα. Κάποιες ἀναταραχές τῶν χριστιανῶν στὴν Πόλη σχετικές με την ἐξέγερση στὰ πριγκιπᾶτα, θὰ δώσουν ὅταν ξεσπάσει ἡ ἐπανάσταση στὸ Μοριά ἀφορμὴ γιὰ σφαγές.
Ἡ Πύλη θεωροῦσε πρωταρχικό θέμα την ἀντιμετώπιση της ἀνταρσίας του Ἀλή πασᾶ, ἀλλὰ ἀνησυχοῦσε σοβαρά ἀπὸ τις φῆμες καὶ τις καταγγελίες τῶν Ἄγγλων γιὰ ἐξέγερση στὸ Μοριά. Λίγο μετά την ἐξέγερση στὶς ρουμανικές ἡγεμονίες, ἀλλὰ ὄχι ἐξαιτίας της, οἱ Τοῦρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ἐτήσια σύσκεψη, με στόχο ὅμως νὰ τους κρατήσουν ὁμήρους. Οἱ περισσότεροι προεστοί ἦταν διστακτικοί καὶ δὲν πῆγαν καὶ σωστά, ἀφοῦ ὅσοι πῆγαν ἐκτελέστηκαν με το ξέσπασμα της ἐπανάστασης.
Στίς 11 Μαρτίου φτάνει με καράβι στὴν Χαλκιδική ὁ Φιλικός Ἐμμανουήλ Παππᾶς με ἐντολὴ νὰ ὀργανώσει την ἐπανάσταση. Πολλοί καλόγεροι ἀπὸ το Ἅγιο Ὄρος ξεσηκώνονται ἕτοιμοι νὰ τον ἀκολουθήσουν καὶ γίνονται ἐπαφὲς με Μακεδόνες ὁπλαρχηγούς σε μία προσπάθεια νὰ προετοιμαστεῖ μία συντονισμένη ἐξέγερση.


Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἔφυγε στις 4. Φερβουαρίου του 1843.


Το κοφτερό στρατηγικό μυαλό, ἥ ἐξυπνάδα, ἡ αφιλοκέρδεια, ἡ βαθιά καὶ ὀργανωμένη σκέψη, ἡ ἁγνότητα του χαρακτῆρα καὶ ἡ γνήσια ἑλληνική καρδιά ἔχουν κατατάξει τον στρατηγό της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης σε περίοπτη θέση στὶς καρδιές τῶν Ἑλλήνων. Τῶν Ἑλλήνων του, ὅπως τους ἀποκαλοῦσε, γιὰ τους ἐνῶσι καὶ νὰ τους ἐμψυχώσει, μόλις τους ἔβλεπε διστακτικούς καὶ ἀπαισιόδοξους.


Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω ἀπὸ το Σούλι.
Το ‘νὰ ναὶ του Μουχτάρ πασᾶ, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο εἶναι του Μιτσομπόνου.
Μία παπαδιά τ' ἀγνάντεψε ναπό ψηλὴ ραχούλα.
"Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοῖ Μποτσαραῖοι; 
Ἀρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει νὰ μας σκλαβώση.
- Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν 
Ἄς ἔρτουν πόλεμο νὰ ἰδοῦν καὶ Σουλιωτῶν τουφέκια, 
νὰ μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι, 
τ’ ἅρματα τῶν Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως". 
Κι’ ὁ Κουτσονίκας φώναξεν ἀπὸ το μετερίζι,
"Παιδιά, σταθῆτε στέρεα, σταθῆτε ἀντρειωμένα, 
γιατ' ἔρχεται ὁ Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες".
Ὁ πόλεμος ἀρχίνησε κι’ ἀνάψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα καὶ τον Μπότσαρη ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας.
"Παιδιά μ', ἦρθ' ὥρα του σπαθιοῦ κι’ ἄς πάψη το τουφέκι". 
Κι' ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τοῖς θήκαις τῷ σπαθιώ τους, 
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σὰν κριάρια. 
Ἄλλοι ἔφευγαν κι' ἄλλοι ἔλεγαν "Πασᾶ μου, ἀνάθεμα σε! 
Μέγα κακό μας ἔφερες τοῦτο το καλοκαίρι,
ἐχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις. 
Δὲν είν' ἐδῶ το Χόρμοβο, δὲν εἴν' ἡ Λαμποβίτσα, 
ἐδῶ εἴν' το Σούλι το κακό, ἐδῶ εἴν' το Κακοσούλι,
ποῦ πολεμοῦν μικρά παιδιά, γυναῖκες σὰν τους ἄνδρες,
ποῦ πολεμάει ἡ Τζαβέλαινα σὰν ἀξίῳ παλληκάρι". 
Κι' ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι. 
"Ἔλα, πασᾶ, τι κάκιωσες καὶ φεύγεις με μενζίλι; 
Γύρισ’ ἐδῶ 'ς τον τόπο μας 'ς την ἔρημη την Κιάφα, 
ἐδῶ νὰ στήσης το θρονί, νὰ γένης καὶ σουλτᾶνος".


Ὅσο ὁ Ἑλληνισμός «γεννᾶ» Κολοκοτρώνηδες, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτα. Καὶ «γεννᾶ» ἀκόμα καὶ σήμερα καὶ θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποῦ θὰ ἀναλάβουν.

«ὄχι κλαριά νὰ μας κόψεις, ὄχι τα δέντρα, ὄχι τα σπίτια ποῦ μας ἔκαψες, μόνο πέτρα πάνω στὴν πέτρα νὰ μὴν μείνει ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Μόνο ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει πάντα θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πώς την γῆν μας θὰ την κάμεις δική σου. Αὐτὸ βγάλτο ἀπ' το νοῦ σου!» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Αποτέλεσμα εικόνας για Στὴν Στερεά Ἑλλάδα κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἔναρξη της ἐπανάστασης στὶς 27 Μαρτίου, στὴ μονή ὁσίου Λουκᾶ κοντά στὴ Λιβαδειά, με παρόντες τους ὁπλαρχηγούς Ἀθανάσιο Διάκο καὶ Βασίλη Μπούσγο καὶ προκρίτους της περιοχῆς.`
Σχετική εικόνα

Σχετική εικόναΣχετική εικόναΣχετική εικόνα
Σχετική εικόνα

«Εἶδα Κόμματα Ἀγγλόφιλων, Γαλλόφιλων, Ρωσόφιλων. Μόνο Κόμμα ἑλληνόφιλο δὲν εἶδα!...»






«Εἶδα Κόμματα Ἀγγλόφιλων, Γαλλόφιλων, Ρωσόφιλων. Μόνο Κόμμα ἑλληνόφιλο δὲν εἶδα!...»


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ἀριστοτέλης

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Αὐτὴ ἦταν ἡ συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη!



  ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξιάρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαπούτα».
  Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμεινε γνωστός καὶ ὥς Γέρος του Μοριά.
Το 1833, ὅμως, οι διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεία τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ιτς-Καλέ στὸ Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.
  ἀπολογία του
Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.
Ὁρκίζομαι.  (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).
Πώς ὀνομάζεσαι;
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ἀπὸ
πού κατάγεσαι;
Ἀπὸ
το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
Πόσων ἐτῶν εἶσαι;
Ἑξῆντα
τέσσερων.
Τι ἐπάγγελμα κάνεις;
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;
Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ στεφανώσω εν' ἀντρόγενο. Ἀπῶ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια- Μονῆς. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.
Εἶχες
προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
Δὲν
εἶχα πρίν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.
Καὶ
τι λέγατε;
Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.
Δὲν
  εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλείας;
Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.
Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;
Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' δειχθῆναι με παραδείγματα.
Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
Ναί
, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δῆ το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.
Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Οὔτε εἶχα καί τίποτα να του παραγγείλω.
Ποιοί
ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;
Νικηταράς καὶ Πλαπούτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.
Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Αντιβασιλείας καὶ των Βαυαρών;
Δὲν
ἄκουσα τίποτα οὔτε καί μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.
Δὲν
ἄκουσες τίποτα;
Ὄχι.
Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.
Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;
Ναὶ.
Είν' ἕνα ξόανο παρέλασαι.
Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα και συγγενής μου.
Ἤξερες
πῶς θὰ πήγαινε στη Λιβαδειά;
Όχι, δεν το ήξερα. Απ' τον κόσμο το ἄκουσα πὼς πῆγε.
Δὲν
τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;
Ὄχι.
(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;
Ναὶ
, εἶναι.
Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;
Ἦταν
ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτό ἔκαμα κι ἐγώ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' εμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.
Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;
Τίποτις ἄλλο ἀπ' τη σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τη θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με πιὸ πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ
Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δω;
Δὲ
θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.
Καὶ γιατί ἔφυγες;
αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ο Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.
Καὶ
σ' ὅσους ἀρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;
Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.
Ἔχεις
ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;
Τούτῳ
δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη ἡ Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγώ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορά στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ήρθ' ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.
Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεῖα.
Ἐγώ
ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμού ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγώ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θὰ πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».
Αὐτὰ
εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.
Στὶς
25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Ἡ επιστολή του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ,στους προσκυνημένους…





“Εἷς Ἐλόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, ὅλα ἀπὸ Ζάτουνα ἑως Ἄσπρα Ὁσπήτια. Εὐθύς ὅπου λάβετε το παρόν μου νὰ ἀκούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον ὁποῖον διορίζω με πληρεξουσιότητα νὰ πάρη τα ἅρματα σας καὶ ὅλοι μαζύ νὰ ἔλθητε το ὀγληγορώτερον κατά το χρέος σας.
Του ἔδωσα ἄδεια διὰ ἐκείνους ἀπὸ ἐσᾶς ὅπου δὲν θελήσουν νὰ θύση καὶ νὰ ἀπολέση με φωτιά καὶ με τζεκούρι, οἱ δὲ λοιποί εἶσθε εἰς την ἀγάπην μου καὶ κάμνετε το χρέος σας με προυθυμίαν, καὶ ἐλπίζω ὅτι θ’ ἀκολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ἀκολουθήσατε λοιπόν καθώς σας γράφω καὶ ἀκολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη νὰ προφθάσετε το ὀγληγορώτερον.
15 Ἰουνίου 1822, Σαραβάλι ἐκ της πολιορκίας Πατρῶν.

Ο Στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

epistoli

Μακρυγιάννης