Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Ὁ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940-41



Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940-41

Τοῦ Ἀνχου (ΤΘ) Λαλούσῃ Χαράλαμπου

Ὁ ἡρωικὸς ἀγῶνας τῆς Ἑλλάδος ἐναντίον τοῦ Ἄξονα, κατὰ τοὺς ἑπτά
συνολικὰ μῆνες τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνογερμανικοῦ πολέμου
(28 Ὀκτωβρίου 1940- 31 Μαΐου 1941) ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα μία ἀπό
τίς ἐνδοξότερες σελίδες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ἔχει ὅμως καὶ ἱστορική
σημασία εὐρύτερη, γιατί ἐπηρέασε πολλαπλὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου καὶ συνέβαλε κρίσιμα στὴν ἔκβασή του.
Ὁ πόλεμος αὐτός, ὑπῆρξε ἀπὸ ἄποψη ἀσφάλειας καὶ προστασίας της
ἐδαφικῆς ἀκεραιότητας τῆς Ἑλλάδος, σταθμὸς μείζονος σημασίας στήν
ἱστορία τῶν διακρατικῶν σχέσεων τῆς χώρας. Ὁ ἑλληνο-ἰταλικὸς πόλεμος
ἦταν «παράπλευρος» πόλεμος τῆς μεγάλης εὐρωπαϊκῆς σύγκρουσης, ἡ
ὁποία ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει παγκόσμια· ἦταν ἕνα δευτερεῦον μέτωπο
αὐτῆς τῆς σύγκρουσης, στὸ ὁποῖο, ἡ μὲν Ἰταλία προσπαθοῦσε νὰ κερδίσει
μία εὔκολη ἐπιτυχία, καὶ δι' αὐτῆς νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ ρυθμιστικὴ δύναμη
τῆς Νότιας Βαλκανικῆς, ἡ δὲ Βρετανία ἐπιθυμοῦσε νὰ καθηλώσει καὶ νά
φθείρει μία δύναμη ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν θέση της στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο
καὶ ἰδίως στὴν Αἴγυπτο.
Ἀφετηρία τοῦ ἑλληνο-ἰταλικοῦ πολέμου ἀποτελεῖ ἡ ἄνοιξη τοῦ
1939, ὅταν τὰ ἰταλικὰ στρατεύματα κατέλαβαν τὴν Ἀλβανία καί
διαφάνηκαν ξεκάθαρα τὰ ἐπεκτατικὰ σχέδια τοῦ Μουσολίνι. Την
συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο, ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰσορροπία στά
Βαλκάνια διαταράχθηκε. 
Τὸ Βαλκανικὸ Σύμφωνο καὶ τὰ διάφορα
σύμφωνα ποὺ εἶχε συνομολογήσει ἡ Ἑλλάδα δὲν τέθηκαν σὲ ἐνέργεια,
οὔτε βέβαια ὑπῆρξε ἐξαρχῆς τέτοιο ζήτημα. Τόσο τὸ Βαλκανικὸ Σύμφωνο,
ὅσο καί τα Σύμφωνα μὲ τὴν Γιουγκοσλαβία καὶ τὴν Τουρκία κάλυπταν τό
ἐνδεχόμενο πολέμου μὲ τὴν Βουλγαρία.

Ἡ Ἑλλάδα βρισκόμενη στὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο ἀπέβλεπε ἡ ἐπεκτατική
πολιτικὴ τῆς Ἰταλίας καὶ σταθερὰ ἀποφασισμένη νὰ παραμείνει οὐδέτερη
ἀλλὰ καὶ ἐλεύθερη, δὲ δίστασε νὰ ἀντιταχθεῖ σ' αὐτή.
 Σ' ὁλόκληρο τό
δεκαοκτάμηνο χρονικὸ διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο διάρκεσαν οἱ ἀπειλές, οἱ
προκλήσεις καὶ οἱ πράξεις βίας τῆς Ἰταλίας ἐναντίον της, ἡ Ἑλλάδα κάτω
ἀπὸ τὸ προσωπεῖο φαινομενικῆς ἠρεμίας, κατέβαλε συνεχεῖς προσπάθειες
ν' ἀποφύγει τὸν πόλεμο, ἀλλὰ παράλληλα λάμβανε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα
στρατιωτικὰ μέτρα καὶ σφυρηλατοῦσε τὸ ἐθνικὸ φρόνημα.
 Χαρακτηριστικήεἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ Μεταξᾶ γιὰ τήρηση οὐδετερότητας ὥστε νὰ μήν
προκαλέσει τὴν Ἰταλία. Κατὰ τὸν τορπιλισμὸ τῆς Ἕλλης στὸ λιμάνι της
Τήνου καὶ ἐνῶ γνώριζε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ἔδωσε αὐστηρὲς ὁδηγίες
στὸν τύπο νὰ μὴν γίνει καμία ἀναφορά. Ἐπιπλέον ὁ Μεταξᾶς ἐπιδίωκε 2
μεσολάβηση τῆς Γερμανίας ὥστε νὰ ἀνατρέψει τὴν διαφαινόμενη ἐνέργεια
τῶν Ἰταλῶν ἔναντι τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἐπίσημη στάση τῆς οὐδετερότητας τῆς
Ἑλλάδας ἀπέναντι στὸν ἄξονα καὶ τὴ Μ. Βρετανία δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο
παρὰ μιὰ ἐπίσημη κάλυψη γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἑλλάδας ἐνόψει της
συμμετοχῆς στὸ πόλεμο στὸ πλευρὸ τῶν συμμάχων.
Ἔτσι κατόρθωσε ἡ Ἑλλάδα, παρὰ τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἀπὸ ἀπόψεως
χρόνου ἐκτόξευση τῆς ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, νὰ ἰσορροπήσει τὴν κατάσταση
κατὰ τὴν πρώτη περίοδο καὶ στὴ συνέχεια νὰ πάρει τὴν πρωτοβουλία
ἐνέργειας.
Αποτέλεσμα εικόνας για Λαλούση Χαράλαμπου
Καθοριστικὸς παράγοντας τῶν ἐπιλογῶν τοῦ Μεταξᾶ στό
διπλωματικὸ ἐπίπεδο ἦταν ἡ πρόταξη τοῦ γεωπολιτικοῦ παράγοντα.
Πίστευε ἀπόλυτα ὅτι ἡ ἱκανοποίηση τῆς πρωταρχικῆς φροντίδας γιά την
κατοχύρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητας καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς χώρας
δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διασφαλιστεῖ ἐρήμην τῆς σύμπραξης μὲ τὴν Μ.
Βρετανία. Ἐὰν καὶ δὲν κατόρθωσε μέχρι τὴν ἔναρξη τοῦ ἑλληνο-ἰταλικοῦ
πολέμου νὰ ἐξασφαλίσει μιὰ συμβατικὰ κατοχυρωμένη ἐγγύηση γιά την
ἀσφάλεια τῆς χώρας ἀπὸ τοὺς Βρετανούς, ὁ Μεταξᾶς πίστευε ὅτι ἡ ἐμμονή
του στὴν πολιτικὴ τῆς συνεργασίας μὲ τοὺς Βρετανούς, θὰ ἐξασφάλιζε γιά
τὴν Ἑλλάδα τὴν συμμετοχή της στὸ πλευρὸ τῶν ἐπίδοξων νικητῶν
αὐτῆς τῆς ἀναμέτρησης.

Οἱ ἔντονες προσπάθειες ἀπὸ τὸν Μεταξᾶ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει την
στρατιωτικὴ βοήθεια τῶν Βρετανῶν πρὶν τὴν διαφαινόμενη ἰταλική
ἐπίθεση, συνάντησαν τὴν ἀπροθυμία τους, διότι θεωροῦσαν τὴν Τουρκία
στοὺς στρατηγικούς τους ὑπολογισμοὺς πολὺ πιὸ σημαντικὴ πιθανή
σύμμαχο, γι' αὐτὸ καὶ ὑπογράφθηκε μὲ τὴν τελευταία τὸ 1939 Σύμφωνο
ἀμοιβαίας βοήθειας.

Γιὰ τὴν Βρετανία τὸ κρίσιμο θέατρο ἐπιχειρήσεων
ἦταν ἡ Βόρειος Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ἰταλικὴ ἐμπλοκὴ στὰ Βαλκάνια, ἐφόσον δέν
ἀπειλοῦσε τὴν Τουρκία καὶ τὰ στενὰ ἀποτελοῦσε ἕνα ἀντιπερασπισμὸ καί
δὲν ὑπῆρχε ἀνάγκη γιὰ μεγαλύτερη στρατιωτικὴ ἐμπλοκὴ στὴν Ἑλλάδα.
Μὲ τὸ τελεσίγραφο ποὺ ἐπέδωσε στὸν Μεταξᾶ ὁ Ἰταλὸς πρεσβευτής
ἀπαιτοῦσε ἡ ἰταλικὴ κυβέρνηση νὰ ἐπιτραπεῖ στὸν ἰταλικὸ στρατὸ νά
καταλάβει διάφορες στρατηγικὲς θέσεις, χωρὶς νὰ κατονομάζονται αὐτές.

Μὲ τὸ ¨οχι¨ ποὺ εἶπε ὁ Μεταξᾶς διερμήνευσε τὴ θέληση τῆς
συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων, ἀπόφαση ποὺ στηρίχθηκε στήν
ὀρθολογιστικὴ ἐκτίμηση τῶν μακροπρόθεσμων συμφερόντων τῆς χώρας.
Ἀποκαλυπτικὴ γιὰ τίς σκέψεις του εἶναι μυστικὴ ἐνημέρωση πού
πραγματοποίησε ὁ Μεταξᾶς πρὸς τοὺς συντάκτες τοῦ Ἀθηναϊκοῦ τύπου
τὴν 30 Ὀκτωβρίου 1940.
Χαρακτηριστικὰ ἀνέφερε τίς προσπάθειες πού
ἔκανε νὰ κρατήσει τὴν χώρα μακριὰ ἀπὸ τὴν παγκόσμια σύρραξη καί τις
συμβουλὲς τοῦ Χίτλερ νὰ ἐντάξει τὴν Ἑλλάδα στὴν «Νέα Τάξη» ἀφοῦ
πρῶτα ἱκανοποιοῦσε τίς ἐδαφικὲς βλέψεις τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Βουλγαρίας 3
σὲ βάρος τῆς χώρας.
 Μιὰ τέτοια ἐνέργεια σύμφωνα μὲ τὸν Μεταξᾶ θά
ἀνάγκαζε τοὺς Ἄγγλους νὰ καταλάβουν τὴν Κρήτη καὶ ἄλλα νησιά με
σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ συμφέροντά τους στὴν περιοχή της
Μεσογείου.
 Τέτοια ἐξέλιξη θὰ ὁδηγοῦσε τὴν χώρα σὲ ἕνα νέο διχασμό.
Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς εἶπε χαρακτηριστικά:«Δηλαδὴ θὰ ἔπρεπε δια ν'
ἀποφύγωμεν τὸν πόλεμον νὰ γίνωμεν ἐθελονταὶ δοῦλοι καὶ νά
πληρώσωμεν αὐτὴν τὴν τιμὴν μὲ τὸ ἅπλωμα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ της
Ἑλλάδος πρὸς ἀκρωτηριασμὸν ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, καὶ τοῦ ἀριστεροῦ ἀπό
τὴν Βουλγαρίαν.
 Φυσικὰ δὲν ἦτο δύσκολον νὰ προβλέψῃ κανεὶς ὅτι εἰς
μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οἱ Ἄγγλοι θὰ ἔκοβαν καὶ αὐτοὶ τὰ πόδια της
Ἑλλάδος. Καὶ μὲ τὸ δίκαιόν των.
 Κυρίαρχοι πάντοτε τῆς θαλάσσης δὲν θά
παρέλειπαν, ὑπερασπίζοντες πλέον τὸν ἑαυτόν των ἔπειτα ἀπὸ μίαν
τοιαύτην αὐτοδούλωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς ἐχθρούς των, νά
καταλάβουν τὴν Κρήτην καὶ ἄλλας νήσους μας τοὐλάχιστον...»
Ἡ ἄρνηση τῆς Ἑλλάδας νὰ ἱκανοποιήσει τίς ἀπαιτήσεις τῆς Ἰταλίας
προκάλεσε μεγάλη ἔκπληξη στὸν κόσμο καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἰταλία.

 Ἡ ἀξιοσύνη καὶ ἡ λεβεντιὰ τῶν Ἑλλήνων ἄσκησε τεράστια ἐπίδραση στή
ψυχολογία τῶν λαῶν καὶ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ γεγονότα στήν
ἱστορία τοῦ Β' Παγκοσμίου Πολέμου. 
Ἡ σημασία τοῦ ἑλληνο-ἰταλικοῦ
πολέμου συνίστατο κυρίως στὸν ἀντίκτυπο ποὺ εἶχε στὸν κόσμο γενικά.
Ἦταν τὸ παράδειγμα μιᾶς φτωχῆς χώρας ποὺ πολέμησε γιὰ τὴν τιμὴ καί
τὴν ἀξιοπρέπειά της καθὼς καὶ γιὰ βασικὲς ἀξίες τοῦ πολιτισμένου
κόσμου, γεγονὸς ποὺ ἔδινε θάρρος στοὺς χειμαζόμενους λαοὺς ποὺ εἶχαν
χάσει τὴν ἐλευθερία τους.

Οἱ ἀπόψεις τῶν Ἄγγλων στρατιωτικῶν ἀρχικὰ ἦταν ἀπαισιόδοξες
σχετικὰ μὲ τὴν δυνατότητα ἀποτελεσματικῆς ἀντίστασης ἀπὸ τὸν Ἑλληνικό
στρατό. Δόθηκαν ἔτσι ὁδηγίες στὸν τύπο νὰ μὴν καλλιεργοῦνται μεγάλες
προσδοκίες γιὰ τὴν Ἄμυνα τῆς Ἑλλάδος, πρὸς ἀποφυγὴ ἀπογοήτευσης σέ
περίπτωση κάμψης τῆς χώρας. Ἀκόμη καὶ ὁ Μεταξᾶς στὸ προσωπικό του
ἡμερολόγιο στὴν 29 Ὀκτωβρίου 1940 γράφει: «Μὲ ἀνησυχεῖ ἡ
ὑπεραισιόδοξη κοινὴ γνώμη».

Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸν πόθο ποὺ διακατεῖχε
τοὺς Ἕλληνες στὸ κάλεσμα τῆς πατρίδος νὰ προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες
τους στὸ πεδίο τῆς μάχης παρὰ τὰ πενιχρὰ μέσα ποὺ διέθετε ἡ Ἑλλάδα.
Ποτὲ πρὶν οἱ Ἕλληνες δὲν ἔσπευσαν στὸ μέτωπο μὲ τόσο ἐνθουσιασμό.
Χαρακτηριστικὲς εἶναι φωτογραφίες τῆς ἐποχῆς στὶς ὁποῖες παρατηροῦμε
τοὺς Ἕλληνες μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη καὶ μὲ ὑψηλὸ ἠθικὸ νὰ τρέχουν
νὰ στρατευθοῦν γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὰ ἰδανικὰ τῆς φυλῆς μας. Ἦταν
σὰν ἕνα πανηγύρι...

Οἱ ἀνέλπιστες ἑλληνικὲς ἐπιτυχίες τὸν Νοέμβριο τοῦ 1940 εἶχαν
σοβαρὲς ἐπιπτώσεις στὴν πολιτικὴ τῆς Ἀγγλίας ὥστε ἄρχισε νὰ 4
προσανατολίζεται στὴν ἐνίσχυση τοῦ ἑλληνικοῦ μετώπου. Οἱ Ἄγγλοι
ἀπέβλεπαν στὴν ἐνίσχυση τῆς Ἑλλάδος, μὲ σκοπὸ τὴν χρησιμοποίησή της
ὡς βάση ἀπὸ ὅπου θὰ καταφέρουν σοβαρὸ πλῆγμα κατὰ τῆς Ἰταλίας καί
μελλοντικὰ κατὰ τῶν ρουμανικῶν πετρελαιοπηγῶν, ποὺ κατεῖχε καί
ἐκμεταλλευόταν ἡ Γερμανία. Ἔτσι, τὸ μέτωπο τῆς Ἑλλάδας πρόσφερε τήν
εὐκαιρία στὴν Ἀγγλία νὰ μεταφέρει τὸ θέατρο ἐπιχειρήσεων κατά της
Ἰταλίας στὴν Ἑλλάδα μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν δημιουργία Βαλκανικοῦ
μετώπου κατὰ τὸν ἄξονα.

Στὴ φάση αὐτὴ τοῦ πολέμου ὑπῆρχε συμφωνία ἀπόψεων ἑλληνικῆς
καὶ ἀγγλικῆς κυβερνήσεως στὸ θέμα ἀντιμετώπισης τῶν Γερμανῶν μὲ τήν
διαφορὰ ὅτι οἱ Ἄγγλοι ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ Ἀλβανικοῦ
μετώπου καὶ τῆς Ἑλλάδος ὡς ἐμπόλεμου, μὲ ἀπώτερο σκοπό τη
δημιουργία βαλκανικοῦ μετώπου κατὰ τῆς Γερμανίας, ὅταν τὸ ἐπέτρεπε ἡ
στρατιωτικὴ κατάσταση στὴ Μ. Ἀνατολή, ἡ ἑλληνικὴ ἡγεσία ἐπιθυμοῦσε
τὴν ὑποστήριξη τῆς Ἀγγλίας κυρίως γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν Ἰταλῶν καί
κατὰ δεύτερο λόγο γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο γερμανικῆς ἐπίθεσης.

Οἱ ἑλληνικὲς νῖκες στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας εἶχαν σοβαρές
ἐπιπτώσεις στὸ ἰταλικὸ στρατόπεδο μὲ ἀποτέλεσμα τίς παραιτήσεις
στρατηγῶν. Ὁ Μουσολίνι προσπάθησε νὰ ἐπιρρίψει τὴν εὐθύνη της
ἀποτυχίας στὴ στρατιωτικὴ ἡγεσία. Οἱ Ἰταλοὶ πολέμησαν ἐξίσου γενναῖα με
τοὺς Ἕλληνες, διεκδικῶντας μὲ πεῖσμα κάθε σπιθαμὴ τοῦ ἑλληνικοῦ
ἐδάφους, ὑπέκυψαν ὅμως γιατί οἱ ἀντίπαλοί τους πέραν ἀπὸ τήν
γενικότητα διέθεταν καὶ πίστη στὸ δίκαιο τοῦ ἀγῶνα τους.

Ἀξίζει νὰ κάνουμε ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὶς δύσκολες καιρικές
συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὸ μέτωπο τῆς Ἠπείρου τὸ 1940. Ὁ
μεγαλύτερος ἐχθρὸς δὲν ἦταν ὁ ἀντίπαλος ἀλλὰ ὁ χειμῶνας καί το
ὑπερβολικὸ ψῦχος ποὺ δοκίμαζε τὴν θέληση καὶ τὴν ἀντοχή των
ἀντιμαχόμενων. Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ ἠθικοῦ του
ἀντιμετώπιζε αὐτὴ τὴ δοκιμασία μὲ καρτερία καὶ χωρὶς γογγυσμὸ παρά την
ἔλλειψη πολλὲς φορὲς σὲ τρόφιμα καὶ σὲ ἄλλα ἀποθέματα.


Διεξαγωγὴ Ἐπιχειρήσεων Όκτ-Νοε 1940

Οἱ Ἰταλοί, κατὰ τὴν ἐπίθεση τους ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας, ἄσκησαν
ἰσχυρὴ πίεση κατὰ τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στὴν Ἤπειρο καὶ στὴν Πίνδο
καὶ τήρησαν ἀμυντικὴ στάση στὴν περιοχὴ τῆς Βορειοδυτικῆς Μακεδονίας.
Στὸ μέτωπο τῆς Ἠπείρου, ἡ VIII Μεραρχία πέτυχε νὰ συγκρατήσει
τὸν ἀντίπαλο καὶ νὰ συντρίψει τίς ἐπανειλημμένες ἰσχυρὲς ἐπιθέσεις του.
Ἐξαίρεση ἀποτέλεσε ὁ τομέας Θεσπρωτίας, ὅπου οἱ ἐκεῖ ὀλιγάριθμες
ἑλληνικὲς δυνάμεις ἐξαναγκάστηκαν μπροστὰ στὴ μεγάλη ὑπεροχή των
Ἰταλῶν νὰ συμπτυχθοῦν νοτιότερα. Ἀφοῦ ὅμως ἐνισχύθηκαν, 5
ἀπεκατέστησαν τὴν τοποθεσία τοῦ Καλαμὰ ποταμοῦ μέχρι την
Ἠγουμενίτσα.

Στὸν Τομέα Πίνδου, ἐπίσης οἱ ἑλληνικὲς δυνάμεις ἀναγκάστηκαν
κάτω ἀπὸ τὴ συντριπτικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἀντιπάλου, νὰ συμπτυχθοῦν σε
μεγάλο βάθος, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Ἰταλοὶ νὰ διεισδύσουν ταχέως σὲ ἀρκετό
βάθος, ἀπειλῶντας νὰ ὑπερκεράσουν ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ τίς δυνάμεις στήν
Ἤπειρο. Μὲ τὴν ἐσπευσμένη ὅμως συγκέντρωση τῶν διαθέσιμων
δυνάμεων, ποὺ βρίσκονταν κοντὰ στὴν Πίνδο, φράχτηκε τὸ ρῆγμα,
ἐξασφαλίστηκε ἀπὸ τὰ βορειοανατολικὰ ἡ τοποθεσία Ἐλαίας—καλαμά καί
ἐπιπλέον κατέστῃ δυνατό, ὕστερα καὶ ἀπὸ τὸν ἐπιτυχῆ ἀμυντικὸ ἀγῶνα
στὴν Ἤπειρο, οἱ ἑλληνικὲς δυνάμεις νὰ ἀναλάβουν ἐπιθετικὴ ἐνέργεια γιά
τὴν ἐξάλειψη τοῦ ἰταλικοῦ θύλακα.

Ἡ 13η Νοεμβρίου 1940 βρῆκε τίς ἑλληνικὲς δυνάμεις στήν
Ἤπειρο καὶ στὴν Πίνδο, νὰ ἔχουν ἀνακαταλάβει τὸ μεγαλύτερο τμῆμα του
ἐθνικοῦ ἐδάφους. Στὴ βορειοδυτικὴ Μακεδονία μάλιστα, νὰ ἔχουν
καταλάβει σημαντικὰ ἐδαφικὰ σημεῖα πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα καὶ ἕτοιμες νά
ἐπιτεθοῦν γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Μόροβας καί του
κόμβου συγκοινωνιῶν τῆς Κορυτσάς.
Τὸ ἰταλικὸ σχέδιο ἐπιχειρήσεων εἶχε ἤδη ἀνατραπεῖ. Ἡ ἰταλική
διείσδυση στὴν Πίνδο, δὲν ὑποστηρίχτηκε μὲ ἐπαρκεῖς δυνάμεις τόσο
κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς εἰσβολῆς, ὅσο καὶ μετὰ τίς πρῶτες ἐπιτυχίες της, με
ἀποτέλεσμα νὰ ἀνακοπεῖ καὶ τελικὰ νὰ ματαιωθεῖ ἡ ἀπειλή της
ὑπερκεράσεως καὶ ἀποκοπῆς τῶν δυνάμεων Ἠπείρου. Παντοῦ ὁ Ἰταλικός
Στρατὸς μετέπεσε σὲ ἄμυνα.
Ἡ δράση τῆς ἐχθρικῆς ἀεροπορίας δὲν ὑπῆρξε συγκεντρωτικὴ ἀλλά
γενικὰ κατὰ κύματα καὶ ἀσυντόνιστη πρὸς τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἰταλικοῦ
Πεζικοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν μπόρεσε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τοὺς ἀεροπορικούς
βομβαρδισμούς.

Τὸ Ἰταλικὸ Πυροβολικὸ ἔβαλε μεγάλο ἀριθμὸ βλημάτων κάθε
διαμετρήματος, κατάνεμε τὰ πυρά του σὲ ὅλα τὰ ὁρατὰ ἀμυντικὰ ἔργα
καὶ διέσπειρε τὴν βολή του κατὰ πλάτος καὶ βάθος ὥστε σπάνια νά
ἐπιτυγχάνει πυκνὲς συγκεντρώσεις ἐπὶ τῶν φίλιων θέσεων καὶ δέν
κατόρθωσε νὰ προσβάλει τίς θέσεις τῶν ἑλληνικῶν Πυροβολαρχιῶν.
Ἡ δράση τῶν ἁρμάτων ἐπὶ τῶν ὁποίων ὁ ἀντίπαλος βασιζόταν
κυρίως ὅτι θὰ διασποῦσε τὴν ἑλληνικὴ τοποθεσία ἀμύνης, ὑπῆρξε χωρίς
οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα, διότι συμμετεῖχαν στὴν ἐπίθεση χωρὶς νά
προηγηθεῖ ἡ ἐπιβεβλημένη ἀναγνώριση γιὰ τὴν βατότητα τοῦ ἐδάφους
καὶ τῶν ὑπαρχόντων φυσικῶν καὶ τεχνητῶν κωλυμάτων καὶ χωρίς την
ὑποστήριξη τοῦ Πυροβολικοῦ.

Οἱ ἀγῶνες, ποὺ διεξήχθησαν κατὰ τὴν ὑπόψη περίοδο,
παρουσιάζουν τὰ παρακάτω οὐσιώδη χαρακτηριστικὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες
μαχητές :
• Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἀντιμετώπισε Στρατό
μεγάλης εὐρωπαϊκῆς δυνάμεως, ἐφοδιασμένο μὲ σύγχρονα μέσα καί
ἰδιαίτερα μὲ ἅρματα μάχης καὶ ἰσχυρὴ ἀεροπορία, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἡ
ἑλληνικὴ ἄμυνα διέθετε ἐντελῶς περιορισμένα μέσα.
• Στοὺς ἀγῶνες αὐτοὺς ἔλαβαν μέρος, ἐκτὸς ἀπὸ τίς λίγες Μονάδες του
Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ποὺ εἶχαν ἐπιστρατευτεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ
πολέμου, καὶ πολλὲς ἄλλες Μονάδες ποὺ ἐπιστρατεύτηκαν μετά την
κήρυξη τοῦ πολέμου καὶ μεταφέρθηκαν ἐπειγόντως στὸ μέτωπο, ὕστερα
ἀπὸ νυχτερινὲς πορεῖες, σὲ ἀποστάσεις 250 μέχρι 400 χιλιομέτρων.
Ἀντίθετα, οἱ ἰταλικὲς Μεραρχίες εἶχαν ἐπιστρατευτεῖ καὶ συμπληρωθεῖ σε
προσωπικὸ καὶ ὑλικὸ πρὶν ἀπὸ πολὺ χρόνο.

• Τὰ ἑλληνικὰ τμήματα ἀντιμετώπισαν κατὰ τοὺς ἀγῶνες τους στό
Τομέα Πίνδου ἐξαιρετικὲς δυσχέρειες ἀνεφοδιασμοῦ σὲ πυρομαχικά
καὶ τρόφιμα. Τὰ προωθούμενα ἐσπευσμένα, ἀμέσως μετά την
ἐπιστράτευση τους, τμήματα στεροῦνταν τῶν προβλεπόμενων κτηνῶν ἤ
ἄλλων μέσων μεταφορᾶς.,μεταφοράς.
Αὐτοκίνητα γιὰ τὸν ἀνεφοδιασμὸ τῶν τμημάτων μποροῦσαν νά
προωθηθοῦν μόνο μέχρι ὁρισμένες περιοχὲς ποὺ καὶ αὐτὲς ἦταν
μακριὰ ἀπὸ τὸ μέτωπο. Οἱ δρόμοι ἔγιναν ἄβατοι σὲ τροχὸ ἀμέσως μετά
τίς πρῶτες βροχὲς τοῦ Νοεμβρίου.
Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσχερειῶν τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ των
μαχόμενων τμημάτων, χρησιμοποιήθηκαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ὁμάδες
ἀπὸ χωρικούς, γυναῖκες καὶ παιδιά, ποὺ προσέρχονταν αὐθόρμητα καί
μετέφεραν τοὺς φόρτους στοὺς ὤμους τους κινούμενοι σὲ δύσβατα ἐδάφη
κάτω ἀπὸ πολὺ δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τῆς Πίνδου
παρουσίασαν στοὺς μαχητὲς ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα πατριωτισμοῦ καί
ὑψηλῆς ἀντιλήψεως τοῦ καθήκοντος.

Ἡ Δεύτερη- Τρίτη Περίοδος Νοε-Μὰρ 1941

Οἱ ἐπιχειρήσεις, ποὺ διεξήχθησαν ἀπὸ τίς 14 Νοεμβρίου 1940
μέχρι τίς 26 Μαρτίου 1941, ἀποτελοῦν τὴ δεύτερη καὶ τὴν τρίτη περίοδο
τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου.
Κατὰ τὴ δεύτερη περίοδο, ἀπὸ τίς 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τίς 6
Ἰανουαρίου 1941, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἀφοῦ ἀναχαίτισε τὴν προέλαση
τῶν Ἰταλῶν ἀνέλαβε γενικὴ ἀντεπίθεση γιὰ τὴν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς
ἀκεραιότητας τοῦ ἐθνικοῦ ἐδάφους. Ἀντιμετωπίζοντας ἀντίξοες συνθῆκες,
ποὺ ὀφείλονταν στὴν ὑπεροχὴ τοῦ ἀντιπάλου σὲ ὁπλισμὸ καὶ ἀεροπορία, 7
στὸ δύσβατο τοῦ ἐδάφους, στὶς μεγάλες δυσχέρειες τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ
τοῦ καὶ στὴ δριμύτητα τοῦ πρόωρου χειμῶνα, κατέβαλε ὑπεράνθρωπες
προσπάθειες, τὰ ἀποτελέσματα τῶν ὁποίων ὑπερέβησαν κάθε προσδοκία.
Στὸ Νότιο Τομέα, τὸ Α' Σῶμα Στρατοῦ, ἀφοῦ κατέλαβε στὶς 6
Δεκεμβρίου το λιμένα τῶν Ἁγίων Σαράντα καὶ στὶς 8 Δεκεμβρίου το
Ἀργυρόκαστρο, συνέχισε τίς ἐπιθετικές του ἐπιχειρήσεις καὶ μέχρι τίς 6
Ἰανουαρίου κατέλαβε τὴ γραμμὴ Χειμάρα—βράνιτσα—μπολιένα,
δημιουργῶντας ἔτσι εὐνοϊκὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν πλήρη διάνοιξη τῆς
κοιλάδας τοῦ Σιουσίτσα ποταμοῦ καὶ τὴ συνέχιση τῆς προελάσεως πρός
τὸν Αὐλώνα.

Στὸν Κεντρικὸ Τομέα, τὸ Β' Σῶμα Στρατοῦ, ἀφοῦ κατέλαβε στίς
5 Δεκεμβρίου τὴν Πρεμετὴ καὶ ἐξασφάλισε εὐρέως τὴν ἐλεύθερη
χρησιμοποίηση τῆς ἀμαξιτὴς ὁδοῦ Λεσκοβίκι—κορυτσά, πέτυχε παρά την
πείσμονα ἀντίσταση τοῦ ἐχθροῦ νὰ φτάσει μέχρι τὸ τέλος Δεκεμβρίου
δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς ὁδοῦ Κλεισούρα—χάνι
Μπαλαμπάν, ἕτοιμο νὰ καταλάβει τὸν κόμβο τῆς Κλεισούρας.
Στὸ Βόρειο Τομέα, τὸ ΤΣΔΜ (Γ' καὶ Ε' Σώματα Στρατοῦ), ἀφοῦ
κατέλαβε στὶς 21 Νοεμβρίου τὸν ὀρεινὸ ὄγκο τῆς Μόροβας—ιβάν καί την
ἑπομένη τὸν κόμβο τῆς Κορυτσάς, προωθήθηκε στὰ δυτικὰ αὐτῆς σε
βάθος 40 περίπου χιλιομέτρων στὴ γραμμὴ Οὐγιανικού—σουχαγκόρα
όρος—γκράμποβα—καμία όρος—πόγραδετς, ἐξασφαλίζοντας ἀπὸ τά
δυτικὰ καὶ βορειοδυτικὰ τὸ ὑψίπεδο τῆς Κορυτσάς.
Κατὰ τίς ἐπιχειρήσεις τῆς δεύτερης περιόδου, ἡ Ἰταλικὴ Διοίκηση
ἐνέπλεξε ὀκτὼ νέες Μεραρχίες Πεζικοῦ, καθὼς καὶ μεγάλο ἀριθμό
διάφορων ἄλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ἢ τάγματος.
Ἡ Ἑλληνικὴ Διοίκηση, στὴν ἴδια περίοδο, ἐνέπλεξε ἑπτὰ νέες
Μεραρχίες Πεζικοῦ (II, ΙΙΙ, IV, Χ, XI, XIII καὶ XVII).

Συνολικὰ οἱ ἰταλικὲς δυνάμεις στὸ Ἀλβανικὸ θέατρο Ἐπιχειρήσεων
ἀνῆλθαν σὲ 15 Μεραρχίες Πεζικοῦ καὶ μία Μεραρχία Ἁρμάτων, ἔναντι 11
Μεραρχιῶν Πεζικοῦ, μιᾶς Ταξιαρχίας Πεζικοῦ καὶ μιᾶς Μεραρχίας Ἱππικοῦ
τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων. Ἐπιπλέον πρέπει νὰ ληφθεῖ ὑπόψη ἡ
συντριπτικὴ ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῆς Ἰταλικῆς Ἀεροπορίας καὶ ἡ παντελής
ἔλλειψη ἁρμάτων στὸν Ἑλληνικὸ Στρατό.
Παρόλα αὐτά, οἱ ἐπιθετικὲς ἐπιχειρήσεις τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων
στέφθηκαν μὲ ἐπιτυχία. Δὲν κατέστῃ ὅμως δυνατὴ ἡ πραγματοποίηση
εὐρείας ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἐπιθετικῶν ἐνεργειῶν, ἂν καὶ
παρουσιάστηκαν εὐκαιρίες, οἱ ὁποῖες μποροῦσαν νὰ ἀποδώσουν
σημαντικὰ ἀποτελέσματα καὶ αὐτὸ γιατί ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς στεροῦνταν
τεθωρακισμένων καὶ ταχυκίνητων μέσων. Ἡ ἀδυναμία αὐτὴ ἀνάγκαζε
τίς ἑλληνικὲς δυνάμεις νὰ ἀποφεύγουν τίς πεδινὲς ζῶνες καὶ νὰ κινοῦνται
καὶ νὰ ἑλίσσονται κυρίως ἀπὸ ὀρεινὲς κατευθύνσεις. Αὐτὸ εἶχε ὡς 8
ἀποτέλεσμα τὴν ἐπιμήκυνση τῶν φαλαγγῶν, τὴν ἐπαύξηση τῆς κοπώσεως
τῶν ἀντρῶν καὶ κτηνῶν καθὼς καὶ τὴ δημιουργία δυσχερειῶν στούς
ἀνεφοδιασμούς.

Ἀντίθετα, ὁ ἀντίπαλος, χάρη στὰ μέσα ποὺ διέθετε, κατόρθωνε στίς
πεδινὲς ζῶνες, χρησιμοποιῶντας αὐτοκίνητα, νὰ ἀποσύρεται γρήγορα
καὶ νὰ ἐγκαθίσταται ὁπουδήποτε ἀλλοῦ μὲ σχετικὴ ἄνεση, ἐνῶ στίς
ὀρεινὲς περιοχὲς νὰ ἐπιβραδύνει τὴν ἑλληνικὴ προχώρηση, μὲ λίγες
σχετικὰ δυνάμεις. Ἐπιπλέον, οἱ νεοεμπλεκόμενες στὸν ἀγῶνα ἰταλικές
μονάδες μεταφέρονταν γρήγορα στὸ μέτωπο μὲ αὐτοκίνητα, ἐνῶ οἱ
ἀντίστοιχες ἑλληνικὲς στεροῦνταν τέτοιων μεταφορικῶν μέσων καί
ἔφταναν στὸ μέτωπο ὕστερα ἀπὸ μακρινὲς νυχτερινὲς πορεῖες, με
ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦν νὰ ἐπέμβουν γρήγορα στὸν ἀγῶνα.
Τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα μὲ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ ἐμπνεόμενα ἀπό
πνεῦμα αὐτοθυσίας, ἀψηφῶντας τίς κακουχίες καὶ τὴ μειονεκτικὴ θέση
τοὺς ἔναντι τοῦ ἀντιπάλου, κατόρθωσαν μέσα σὲ ἑνάμισι μῆνα ὄχι μόνο
νὰ ἐκδιώξουν τὸν εἰσβολέα, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπωθήσουν μέσα στό
βορειοηπειρωτικὸ ἔδαφος, σὲ βάθος κυμαινόμενο ἀπὸ 30 μέχρι 80
χιλιόμετρα.

Ἡ τρίτη περίοδος, ἀπὸ τίς 7 Ἰανουαρίου μέχρι τίς 26 Μαρτίου
1941, περιλαμβάνει τίς ἐπιθετικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Β' Σώματος Στρατοῦ
πρὸς Κλεισούρα—βεράτι, τὴν τοπικὴ ἰταλικὴ ἐπίθεση γιά την
ἀνακατάληψη τῆς Κλεισούρας καὶ τὴ μεγάλη «Ἐαρινὴ» ἐπίθεση τῶν
Ἰταλῶν.
Τὸ Β' Σῶμα Στρατοῦ, ἐπιδιώκοντας τὴν κατάληψη τοῦ
συγκοινωνιακοῦ κόμβου τῆς Κλεισούρας καὶ τὴν προώθηση του πρός την
κατεύθυνση τοῦ Βερατίου κατέλαβε, ὕστερα ἀπὸ σκληροὺς ἀγῶνες, στίς
10 Ἰανουαρίου τὴν Κλεισούρα καὶ μέχρι τίς 25 Ἰανουαρίου προωθήθηκε
στὴ γενικὴ γραμμὴ ὕψ. 1308 (Τρεμπεσίνας)—μπούμπεσι—μάλι
Σπαντάριτ, ὅπου καὶ διέκοψε τίς παραπέρα ἐπιχειρήσεις τοῦ ἐξαιτίας των
δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ τῶν δυσχερειῶν ἀνεφοδιασμοῦ των
μονάδων του.

Οἱ Ἰταλοί, ἀφοῦ σταθεροποίησαν κάπως τίς θέσεις τους, ἐπιχείρησαν
στὶς 26 Ἰανουαρίου νὰ ἀνακαταλάβουν τὸ συγκοινωνιακὸ κόμβο της
Κλεισούρας, στὸν ὁποῖο ἀπέδιδαν μεγάλη σημασία. Ἡ ἰταλικὴ ἐπίθεση
ἐκτοξεύτηκε ἀπὸ τὴ Μεραρχία «Λενιάνο», ἐνισχυμένη μὲ ἕνα τάγμα
Ἀλπινιστῶν καὶ τμήματα τῆς ἡμιτεθωρακισμένης Μεραρχίας «Κενταύρων»
καὶ ὑποστηριζόμενη ἀπὸ ἰσχυρὴ ἀεροπορικὴ δύναμη. Ἡ ἐπίθεση σημείωσε
μικρὲς μόνο τοπικὲς ἐπιτυχίες κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα.
Τὸ Β' Σῶμα Στρατοῦ ἀντιλαμβανόμενο τὸ σοβαρὸ κίνδυνο ἀπὸ τυχόν
ἀπώλεια τῆς Κλεισούρας, ἔσπευσε νὰ προωθήσει ἰσχυρὲς δυνάμεις πρός
τὴν κατεύθυνση αὐτὴ καὶ νὰ ἀπωθήσει τοὺς Ἰταλοὺς μὲ σκληροὺς ἀγῶνες, 9
ποὺ διάρκεσαν μέχρι τίς 30 Ἰανουαρίου, ὁπότε καὶ τερματίστηκε ἡ ἰταλική
προσπάθεια, ἡ ὁποία τοὺς στοίχισε σοβαρὲς ἀπώλειες τόσο σὲ ἔμψυχο,
ὅσο καὶ σὲ ἄψυχο ὑλικό.

Τὸ σημαντικότερο ὅμως γεγονὸς τῆς περιόδου αὐτῆς του
Ἑλληνοϊταλικου Πολέμου, ὑπῆρξε ἡ τρίτη φάση, ἡ μεγάλη «Ἐαρινή»
ἐπίθεση τοῦ Ἰταλικοῦ Στρατοῦ. Ἡ Ἀνώτατη Ἰταλικὴ Ἡγεσία, μετά τη
σταθεροποίηση καὶ τὴν οὐσιαστικὴ διακοπὴ τῶν ἐπιχειρήσεων ἐξαιτίας του
δριμύτατου χειμῶνα, ἐπιδίωκε νὰ καταφέρει κάποιο σοβαρὸ πλῆγμα κατά
τῶν Ἑλλήνων, γιὰ νὰ ἐξευμενιστεῖ ἀπέναντι στὸν ἴδιο τὸ λαό της καὶ στούς
συμμάχους της Γερμανούς, γιά τις μέχρι τότε ἀποτυχίες της.
Ὁ Μουσολίνι, γνωρίζοντας ὅτι οἱ Γερμανοὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἐπέμβουν
στὴν Ἑλλάδα, ἀγνοῶντας ὅμως το χρόνο ποὺ θὰ ἐκδηλωνόταν ἡ ἐνέργεια
αὐτή, διακατεχόταν ἀπὸ τὴν ἀγωνία, μήπως τὸν προλάβει ὁ σύμμαχος τοῦ
καὶ βρεθεῖ ἔτσι ἡ Ἰταλία στὴν ἰδιαίτερα ταπεινωτικὴ θέση, νὰ ὀφείλει στούς
Γερμανοὺς τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο εἶχε περιέλθει,
ἐξαιτίας τῆς οἰκτρῆς ἀποτυχίας της στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο.
Τὸ πρωὶ τῆς 9ης Μαρτίου, ἐκτοξεύτηκε ἡ ἀναμενόμενη ἰταλική
ἐπίθεση. Σὲ μέτωπο ἕξι περίπου χιλιομέτρων μόνο, διατέθηκαν συνολικά
πέντε μεραρχίες καὶ μία λεγεῶνα Μελανοχιτώνων σὲ πρῶτο κλιμάκιο καί
πέντε μεραρχίες ὡς ἐφεδρικές.

Ὁ Μουσολίνι, γεμᾶτος ἐλπίδες, ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸ πρωὶ στό
παρατηρητήριο πάνω στὸ ὕψωμα Καμάριτ (Γκλάβα), ἀπὸ ὅπου μαζὶ μὲ τόν
Ἀρχιστράτηγο καὶ τὴν Ἡγεσία τῶν ἐπιτιθέμενων δυνάμεων,
παρακολούθησε τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐπιθέσεως. Αὐτή, συνεχίστηκε μὲ ἀμείωτη
σφοδρότητα μέχρι τίς 14 Μαρτίου, χωρὶς ὅμως νὰ σημειώσει ἐπιτυχία,
χάρη στὸ ἀκατάβλητο θάρρος καὶ τὴν αὐτοθυσία τῶν Ἑλλήνων
στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν παραχώρησανοῦτε σπιθαμὴ ἐδάφους στούς
ἐπιτιθέμενους Ἰταλούς.
Ἀπὸ τίς 15 Μαρτίου, ἡ ἰταλικὴ προσπάθεια ἄρχισε νὰ ἀτονεῖ γιὰ νά
ἐκφυλιστεῖ τελείως ἀπὸ τίς 25 τοῦ ἴδιου μῆνα. Ὁ Μουσολίνι
ἀπογοητευμένος ἀναχώρησε στὶς 21 Μαρτίου ἀπὸ τὰ Τίρανα γιά την
Ἰταλία, σχεδιάζοντας νὰ ἐπαναλάβει τὴν ἐπίθεση στὸ τέλος τοῦ μῆνα. Ἡ
προσχώρηση ὅμως, στὸ μεταξύ, τῆς Γιουγκοσλαβίας στοὺς Συμμάχους δέν
ἐπέτρεψε τὴν πραγματοποίηση τῆς νέας αὐτῆς ἀπόπειρας. Ἡ γερμανική
ἐπίθεση κατὰ τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ἐπακολούθησε, ματαίωσε πιὰ ὁριστικά την
ἐλπίδα τῶν Ἰταλῶν νὰ παρουσιάσουν ὁποιαδήποτε ἐπιτυχία ἐναντίον της
Ἑλλάδας.

Ἡ Γερμανία ἀποφασισμένη νὰ εἰσβάλει στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση την
ἄνοιξη τοῦ 1941, προσπάθησε νὰ ἐξουδετερώσει τὴν πολεμικὴ ἑστία στήν
Ἑλλάδα, ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ μέτωπο ὑπὸ τὴν αἰγίδα της
Ἀγγλίας. Ἡ δημιουργία ἑνὸς Βαλκανικοῦ μετώπου ὅπως τὸ Μακεδονικὸ 10
κατὰ τὸν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ἐπηρέασε σοβαρὰ τὴν γερμανικὴ πολιτική
ἔναντι τῆς Ἑλλάδας. Ἡ ἐπέμβαση τῆς Γερμανίας στὰ Βαλκάνια θεωροῦνταν
πλεονεκτικὴ ἀπὸ τὴν Ἀγγλία γιατί θὰ ὁδηγοῦσε σὲ διασπορά των
γερμανικῶν δυνάμεων λόγῳ τῆς δημιουργίας πολεμικοῦ θεάτρου στά
Βαλκάνια μὲ ἀποτέλεσμα τὴν μείωση τῆς πίεσης τῶν Γερμανῶν στήν
μητροπολιτικὴ Ἀγγλία.
Ἡ στάση τῆς Γερμανίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα εἶχε περισσότερο σχέση με
τίς πολεμικὲς ἐπιδιώξεις της παρὰ μὲ τὴν ἐπιθυμία της νὰ βοηθήσει την
Ἰταλία νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ Ἀλβανικοῦ μετώπου. Ἡ σχεδιαζόμενη
ἐπίθεση κατὰ τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὴν Γερμανία ἀποτελοῦσε
«συμπληρωματικὴ» στρατιωτικὴ ἐνέργεια στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερης
πολεμικῆς προσπάθειας ποὺ ἀναλάμβανε ἐναντίον τῆς Ρωσίας. Ἡ
ἐξουδετέρωση τῆς πολεμικῆς ἑστίας στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας, τὴν ὁποία
ἐκμεταλλευόταν ἡ Ἀγγλία καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ μέτωπο
καὶ νὰ ἀπειλήσει τὴ προσπάθεια τῶν Γερμανῶν ἐναντίον τῶν Ρώσων,
ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὴ βοηθητικὴ ἐπιχείρηση ἐνόψει τῆς μεγαλύτερης
ἐπίθεσης ποὺ ἑτοίμαζε ὁ Χίτλερ.

Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μεσολαβητικὴ προσπάθεια τῶν Γερμανῶν
γιὰ κατάπαυση τῶν ἐχθροπραξιῶν μεταξὺ Ἑλλάδας καὶ Ἰταλίας, πού
στεροῦσε θεωρητικὰ τοὺς λόγους τῆς στρατιωτικῆς παρουσίας της
Ἀγγλίας στὴν Ἑλλάδα, κάτι ποὺ ἀπέρριψε ὁ Μεταξᾶς.

Συμπεράσματα

Ἡ ἀποτυχία τῶν Ἰταλῶν ὀφειλόταν στὴν πεποίθηση τοῦ Μουσολίνι
ὅτι ἡ ἐπιχείρηση θὰ κρινόταν στὸν πολιτικὸ παρὰ στὸν στρατιωτικὸ τομέα.
Ἄλλη βασικὴ αἰτία τῆς ἀποτυχίας τῶν Ἰταλῶν ἦταν ἡ ἐλλιπὴς πολιτική
προετοιμασία γιὰ τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὴν Ἑλλάδα, μὲ συνακόλουθη τήν
στρατιωτικὴ ἀνεπάρκεια καθὼς καὶ οἱ ἄσχημες κλιματολογικὲς συνθῆκες.
Τὸ βασικὸ λάθος τοῦ Μουσολίνι εἶναι ὅτι ὑπολόγιζε τὴν ἔκβαση τῆς
ἰταλικῆς ἐπίθεσης μὲ καθαρὰ στρατιωτικὰ κριτήρια, χωρὶς νὰ λάβει ὑπόψη
τον παράγοντα ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ πολεμοῦσαν μὲ ἀποφασιστικότητα καί
αὐτοθυσία λόγῳ τοῦ δίκαιου τοῦ ἀγῶνα τους.

Τὸ γενικὸ σχέδιο τῶν Ἰταλῶν γιὰ ἐπίθεση στὴν Ἑλλάδα ἦταν καλὸ ὡς
σύλληψη ὅμως πολὺ αἰσιόδοξο ὡς πρὸς τὴ δυνατότητα ἐπιτυχίας του. Το
βασικὸ λάθος τῶν Ἰταλῶν εἶναι ὅτι ὑποτίμησαν σὲ μεγάλο βαθμό τον
ἀντίπαλό τους. Γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση μιᾶς μάχης δὲν ἀρκεῖ μόνον νά
ἐκπονηθεῖ ἕνα ἄρτιο καὶ πλῆρες σχέδιο ἐπιχειρήσεων, ἀλλὰ πρέπει νά
ληφθοῦν ὑπόψη καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ παράγοντες, οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάζουν την
ἀποτελεσματικὴ διεξαγωγή της. 11
Συνέπειες τῆς ἐσφαλμένης ἐκτίμησης τῆς Ἰταλικῆς Ἀνώτατης
Διοίκησης γιὰ τίς δυνατότητες τῶν Ἑλλήνων ἦταν:
• Ἐκδήλωσε κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπίθεση τὴν παραμονὴ τῆς χειμερινῆς
περιόδου μὲ ἀποτέλεσμα τὴν μειωμένη ἀπόδοση τόσο τῆς ἀεροπορίας ὅσο
καὶ τῶν ἁρμάτων μάχης, μέσῳ τῶν ὁποίων στήριζε κυρίως τὴν ἐπιτυχία
τοῦ σχεδίου της.
• Δὲν προικοδότησε μὲ ἀνάλογες δυνάμεις τὴν κυρία της προσπάθεια,
διαθέτοντας ἀπὸ τίς 9 ὑπάρχουσες Μεραρχίες, 5 μόνο γιὰ τὴν ἐπίθεση
στὴν Ἤπειρο καὶ διατήρησε 4 ἀπὸ αὐτὲς στὴν περιοχὴ ἔναντι τῆς Β.
Δυτικῆς Μακεδονίας, στὴν ὁποία τὸ σχέδιο προέβλεπε τὴν τήρηση
ἀμυντικῆς στάσεως.

• Συνέβαλε στὸν αἰφνιδιασμὸ τῶν στρατευμάτων της, δεδομένου ὅτι
προετοίμαζε αὐτὰ περισσότερο γιὰ στρατιωτικὸ περίπατο, παρὰ γιὰ ἀγῶνες
σκληρούς, πεισματώδεις καὶ ἀποφασιστικούς. Αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶχε ὡς
ἀποτέλεσμα τὴν διστακτικότητα τῆς ἐκπλήρωσης τῶν ἀποστολῶν τους καί
τὴν παροχὴ χρόνου στὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ γιὰ ἐπιστράτευση καὶ ἐνίσχυση
τῆς ἄμυνας τῆς.
Ἕνα ἄλλο σοβαρὸ σφάλμα τῆς ἰταλικῆς Ἀνώτατης Ἰταλικῆς
Διοίκησης ὑπῆρξε ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου της κατὰ τρόπο ἄκαμπτο,
δηλαδὴ ἐπέμενε καὶ κατέβαλε συνεχεῖς προσπάθειες γιὰ τὴν εὐόδωση
τῆς κυρίας προσπάθειας πρὸς Καλπάκι καὶ μὲ τίς ἀρχικὲς διατεθεῖσες
δυνάμεις καὶ δὲν ἐκμεταλλεύθηκε τὴν ἐπιτυχία της στὶς δευτερεύουσες
κατευθύνσεις, τόσο ἐπὶ τοῦ παραλιακοῦ τομέα ὅσο καὶ πρὸς Μέτσοβο, μέ
συνέπεια τὴν φθορὰ καὶ πλήρη ἀποτυχία.
Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Κατσιμήτρου νὰ ἀμυνθεῖ στὴ τοποθεσία Καλπάκι -
Καλαμὰς ποταμὸς (γραμμὴ Ἰβα) καὶ παρὰ τὴν δυσμενῆ ἐξέλιξη τοῦ
ἀγῶνα στὸν τομέα τῆς Πίνδου, τὸν δικαίωσε ἀπόλυτα, δείχνοντας
διορατικότητα καὶ ἐμμονὴ στὶς ἀποφάσεις του. Ἡ τοποθεσίας Ἰβα, πλήν
τῆς ἐξασφάλισης τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων καὶ τῆς εὐρύτερης κάλυψης
τῆς ζωτικῆς περιοχῆς Μετσόβου, διέθετε καὶ ἱκανοποιητικὴ ὀργάνωση
ἐδάφους, ἀλλὰ καὶ περισσότερο γνώριμη ἦταν στὸ Στρατηγεῖο της
Μεραρχίας καὶ στὶς Μονάδες της.

Ἡ Ἑλληνικὴ ἡγεσία κατόρθωσε, παρὰ τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἀπό
ἀπόψεως χρόνου ἐκτόξευση τῆς ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, νὰ ἰσορροπήσει την
κατάσταση κατὰ τὴν πρώτη περίοδο καὶ στὴ συνέχεια νὰ πάρει την
πρωτοβουλία ἐνέργειας.
Τρεῖς κυρίως παράγοντες συνέβαλαν στὴν ἐπιτυχία τῶν ἑλληνικῶν
ὅπλων.
• Τὸ ὑψηλὸ φρόνημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ καὶ ὁλόκληρου τοῦ
Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἀμυνόμενου κατὰ μιᾶς ἄδικης καὶ τελείως ἀπρόκλητης
ἐπιθέσεως. 12
• Ἡ ἄρτια ἐπιτελικὴ προπαρασκευή, σαφήνεια καὶ ἁπλότητα ὅλων των
πολεμικῶν σχεδίων τῆς χώρας. Αὐτὸ καταφάνηκε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή
τοῦ πολέμου, ὅταν ὁλόκληρος ὁ πολεμικὸς μηχανισμὸς τέθηκε αὐτόματα
σὲ λειτουργία τὰ ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 μὲ ἕνα ἁπλὸ καί
λακωνικότατο σῆμα τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ.
• Ἡ ὑποτίμηση ἀπὸ τὴν Ἰταλικὴ Ἡγεσία τοῦ βαθμοῦ προπαρασκευῆς, της
ἑτοιμότητας γιὰ πόλεμο, τοῦ ἠθικοῦ τῶν ἔνοπλων ἑλληνικῶν δυνάμεων
καὶ τῆς ἀξίας τῶν στελεχῶν.

Παρὰ τίς ἀντιξοότητες καιροῦ καὶ ἐδάφους καὶ τὴν ἀσύγκριτη
ὑπεροχὴ τῶν ἀντιπάλων του σὲ δύναμη καὶ πολεμικὰ μέσα, ὁ Ἑλληνικός
Στρατὸς διεξήγαγε, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο περίπου νικηφόρο ἀγῶνα κατά των
Ἰταλῶν στὴ Βόρεια Ἤπειρο καὶ προέβαλε ἡρωικὴ ἀντίσταση κατά των
Γερμανῶν στὴ Μακεδονία καὶ στὴν Κρήτη, προκαλῶντας ἔτσι τον
θαυμασμὸ τόσο τῶν Συμμάχων, ὅσο καὶ τῶν ἴδιων τῶν ἀντιπάλων του.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ δὲν ἦταν τυχαία. Ἦταν
ἀποτέλεσμα τῆς ἄρτιας προπαρασκευῆς καὶ τοῦ ὑψηλοῦ ἠθικοῦ του.
Ὅλες οἱ πιθανὲς ἐχθρικὲς ἐνέργειες εἶχαν μελετηθεῖ καὶ ἀντιμετωπιστεῖ
ὑπεύθυνα, ἐνῶ τὰ σχέδια ἐπιστρατεύσεως καὶ ἐπιχειρήσεων διακρίνονταν
γιὰ τὴν ἁπλότητα καί το ρεαλισμό τους.
Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπισημάνουμε τὴν τεράστια συμβολή της
Ἑλλάδας στὸν ἀγῶνα τῶν Συμμάχων κατὰ τὸν Ἄξονα. Ἐκτὸς ἀπὸ τίς
συνέπειες ἐναντίον τοῦ Ἄξονα στὸ διπλωματικὸ πεδίο, ποὺ εἶχε ὁ πόλεμος
τῆς Ἑλλάδος ἤδη κατὰ τοὺς δύο πρώτους μῆνες, το Νοέμβριο δηλαδὴ καί
τὸ Δεκέμβριο 1940, τὸ γεγονὸς ὅτι παρατάθηκε ἄλλους πέντε μῆνες καί
μάλιστα ὅτι παρασύρθηκε σὲ ἀνάμιξη καὶ ἡ Γερμανία, μὲ ἄμεσο
ἀποτέλεσμα τὴ δέσμευση ἰσχυρότατων ἰταλικῶν καὶ γερμανικῶν
δυνάμεων, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶχαν διατεθεῖ σὲ ἄλλα
μέτωπα, ἔδωσε τὴ δυνατότητα στοὺς Βρετανοὺς νὰ σταθεροποιήσουν τη
θέση τους στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἐγγὺς Μέση Ἀνατολή, μὲ ἐπιπτώσεις
σπουδαιότατες στὴν ἐξέλιξη τοῦ ὅλου πολέμου.

Ἐπιπλέον, σπουδαιότατη ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ τοῦ πολέμου της
Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἧττα τῶν Γερμανῶν στὸ ἀνατολικὸ μέτωπο. Ἡ ἐμπλοκή
εἰδικὰ τῆς Γερμανίας στὸν πόλεμο αὐτὸ καὶ οἱ εὐρύτερες ἐπιχειρήσεις στά
Βαλκάνια, ποὺ ὑποχρεώθηκε νὰ διενεργήσει, ἦταν ἡ κυριότερη αἰτία γιά
τὴν ἀναβολὴ τῆς ἐνάρξεως τῆς ἐπιθέσεως ἐναντίον τῆς Σοβιετικῆς
Ἑνώσεως κατὰ πέντε ὡς ἕξι ἑβδομάδες. Οἱ συνέπειες τῆς ἀναβολῆς αὐτῆς
ὑπῆρξαν κρισιμότατες γιὰ τοὺς Γερμανούς, καθὼς ἐπῆλθε ὁ βαρύτατος
ρωσικὸς χειμῶνας, πρὶν προφτάσουν νὰ ἐπιτύχουν ἀποφασιστικά
ἀποτελέσματα. Ἔκτοτε ὁ χρόνος ἐργαζόταν εἰς βάρος τους ὡς τὴν τελική
ἧττα. 13
Ἀξίζει τέλος νὰ ἀναφερθεῖ ἡ ἐθελοντικὴ προσφορὰ τῶν Κυπρίων
ἀδελφῶν γιὰ τὴ συμμετοχή τους στὸν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων. Στήν
Ἑλλάδα, οἱ πρῶτοι Κύπριοι στρατιῶτες ἔφθασαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 1941.
Μέχρι τὴν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν τὸν Ἀπρίλιο 1941 στὴν Ἑλλάδα, εἶχαν
φθάσει 5000 - 6000 ἄνδρες τοῦ Κυπριακοῦ Συντάγματος. Εἰδικὴ μνεία
πρέπει νὰ γίνει γιὰ περίπου 40 φοιτητὲς ποὺ σπούδαζαν στὴν Ἑλλάδα πού
πολέμησαν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου στὸ Ἀλβανικό
μέτωπο.


















Ρώμη 22 Ὀκτωβρίου 1940 ὥρα 18.30

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Ἀφίσες ἀπὸ το γενικὸ ἐπιτελεῖο στρατοῦ

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.                                     Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Ἐπειδὴ μόνο ἐμεῖς, ἀντίθετα πρὸς τους βαρβάρους, ποτέ δὲ μετρήσαμε τον ἐχθρὸ στὴ μάχη.  Αἰσχύλος, Πατέρας της Τραγωδίας


Ἐπειδὴ μόνο ἐμεῖς, ἀντίθετα πρὸς τους βαρβάρους, ποτέ δὲ μετρήσαμε τον ἐχθρὸ στὴ μάχη.
Αἰσχύλος, Πατέρας της Τραγωδίας

Όταν οι Ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες...

Όταν οι Ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες...
"Μέχρι τώρα συνηθίζαμε να λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες..." Winston Churchill (Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας την περίοδο 1940-45)
Πολλοί σήμερα έχουν χάσει την ταυτότητά τους και η μοναδική ιστορία που μαθαίνουν είναι όσα λένε στις ειδήσεις και στο...Youtube. Eίναι λυπηρό να ρωτάς τους νέους αν γνωρίζουν για τις θυσίες που έχουν γίνει στο παρελθόν ώστε τώρα όλοι εμείς να απολαμβάνουμε τους καρπούς αυτών των αγώνων και αυτοί να μήν μπορούν να ξεχωρίσουν την 28η Οκτωβρίου από την 25η Μαρτίου.
Άθελά τους βέβαια αφού το μόνο που απασχολεί, ένα μεγάλο ποσοστό των σημερινών δασκάλων, είναι ο συνδικαλισμός και το πώς θα εντάξουμε τους φοιτητές μας στα κόμματα να τους κάνουμε αποβλακωμένα πρόβατα του κάθε φιλόδοξου πολιτικού ηγέτη. Και ποιος ξέρει..., αν εντάξουμε πολλούς μπορεί να μας κάνουν και Πρυτάνεις... Έτσι όμως, οι νέοι που θα βγαίνουν απο τα Πανεπιστήμιά σε 20 χρόνια δεν θα ξέρουν ,όχι μόνο τις θυσίες των ηρώων του παρελθόντος και την ιστορία του Ελληνικού Έθνους αλλα ούτε την ονομασία αυτού του μαρμάρινου χτίσματος με τους κίονες, που είναι πάνω σε έναν ψηλό βράχο στην μέση της Αθήνας.... Τί να είναι αυτό άραγε;;...
Στο Ελληνικό αρχείο, έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια να βγάλουμε στην επιφάνεια πολλά στοιχεία του παρελθόντος, ώστε να μην ξεχάσουμε τίποτα! Δέν θα επιτρέψουμε την συνέχιση αυτού του θαψίματος. Είτε πρόκειται για ομιλίες, είτε για διακρίσεις και βραβεία ,είτε ακόμα και για μάχες, εμείς εδώ θα συνεχίσουμε να τα φωνάζουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε. Γιατί όποιος λαός δεν γνωρίζει το παρελθόν του, δεν έχει μέλλον...
Σε αυτό το άρθρο, θα ασχοληθούμε με τα σχόλια που έγιναν για τους Έλληνες, απο τις κυριότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα, για τις μάχες και την ηρωική αντίσταση τους, στον β' παγκόσμιο πόλεμο.
Σας παρουσιάζουμε τα κυριότερα αυτών:

Tην 28η Οκτωβρίου 1940 στην Ελλάδα δόθηκε μια προθεσμία τριών ωρών για να αποφασίσει σχετικά με τον πόλεμο ή την ειρήνη, αλλά ακόμα κι αν δίνονταν τρεις ημέρες ή τρεις εβδομάδες ή τρία έτη, η απάντηση θα ήταν η ίδια. Οι Έλληνες δίδαξαν την αξιοπρέπεια στο πέρασμα των αιώνων. Όταν όλος ο κόσμος έχασε την ελπίδα του, οι Έλληνες τόλμησαν να αμφισβητήσουν το αήττητο του γερμανικού τέρατος, υψώνοντας απέναντί του το υπερήφανο πνεύμα της Ελευθερίας. Franklin Roosevelt (Πρόεδρος ΗΠΑ 1933-1945)
Χάριν της ιστορικής αλήθειας πρέπει να επιβεβαιώσω ότι μόνο οι Έλληνες, απ’ όλους τους αντιπάλους που μας αντιμετώπισαν, πολέμησαν με το μεγαλύτερο θάρρος και περισσότερο αψήφισαν το θάνατο. Adolph Hitler (από ομιλία του στο Reichstag στις 4 Μαΐου 1941)
Η λέξη ηρωισμός φοβάμαι ότι δεν αποδίδει στο ελάχιστο τις πράξεις αυτοθυσίας των Ελλήνων, οι οποίες ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τη νικηφόρα έκβαση της κοινής προσπάθειας των εθνών, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για την ανθρώπινη ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Εάν δεν ήταν η ανδρεία των Ελλήνων και το θάρρος τους, η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα ήταν ακοθόριστη. Winston Churchill (παραφρασμένο από μια από τις ομιλίες του στο βρετανικό κοινοβούλιο στις 24 Απριλίου 1941)
Λυπάμαι επειδή γερνώ και δεν θα ζήσω πολύ για να ευχαριστήσω τους Έλληνες, των οποίων η αντίσταση ήταν αποφασιστική για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Joseph Stalin (από μια ομιλία στο ραδιοσταθμό της Μόσχας στις 31 Ιανουαρίου 1943 μετά από τη νίκη στο Stalingrand)
Εάν οι Ρώσοι κατόρθωσαν να προβάλλουν αντίσταση στην είσοδο της Μόσχας για να σταματήσουν και να αποτρέψουν το γερμανικό χείμαρρο, το οφείλουν στους Έλληνες, οι οποίοι καθυστέρησαν τις γερμανικές μεραρχίες, την ώρα που θα μπορούσαν να μας κάνουν να γονατίσουμε. Georgy Constantinovich Zhoukov (Στρατηγός του Σοβιετικού Στρατού)
Ανεξάρτητα από αυτό που οι μελλοντικοί ιστορικοί θα πουν, αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα, είναι ότι η Ελλάδα έδωσε στο Mussolini ένα αξέχαστο μάθημα, ότι ήταν το κίνητρο για την επανάσταση στη Γιουγκοσλαβία, ότι κράτησε τους Γερμανούς στην ηπειρωτική χώρα και την Κρήτη για έξι εβδομάδες, ότι ανέτρεψε τη χρονολογική σειρά όλων των σχεδίων της γερμανικής Ανώτατης Διοίκησης και έφερε έτσι μια γενική αντιστροφή ολόκληρης της πορείας του πολέμου και νικήσαμε. Sir Robert Anthony Eden (Υπουργός Πολέμου και Εξωτερικού της Μεγάλης Βρετανίας 1940-1945, Πρωθυπουργός της Μεγ. Βρετανίας 1955-1957)
Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι η Ελλάδα ανέτρεψε τα σχέδια της Γερμανίας στην ολότητά τους και την ανάγκασε να αναβάλει την επίθεση στη Ρωσία για έξι εβδομάδες. Αναρωτιώμαστε ποια θα ήταν η θέση της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς την Ελλάδα. Sir Harold Leofric George Alexander (Βρετανός Στρατηγός στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – παράφραση από μια ομιλία του στο βρετανικό κοινοβούλιο στις 28 Οκτωβρίου 1941)
Είμαι ανίκανος να δώσω το κατάλληλο εύρος της ευγνωμοσύνης που αισθάνομαι για την ηρωική αντίσταση του λαού και των ηγετών της Ελλάδας. Charles de Gaul (από ομιλία του στο γαλλικό κοινοβούλιο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου)
Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της βασανισμένης, ματωμένης, αλλά ζωντανής Ευρώπης. Δεν ήταν ποτέ μια ήττα τόσο αξιότιμη για εκείνους που την υπέστησαν. Maurice Schumann, Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας 1969-1973, μέλος της γαλλικής ακαδημίας (από μήνυμα που απήυθυνε από το BBC στους υποδουλωμένους λαούς της Ευρώπης στις 28 Απριλίου 1941, ημέρα που ο Hitler κατέλαβε την Αθήνα μετά από έξι μηνών πόλεμο ενάντια στο Mussolini και έξι εβδομάδων ενάντια στο Hitler)
Πολεμήσατε άοπλοι και νικήσατε, μικροί ενάντια σε μεγάλους. Σας οφείλουμε ευγνωμοσύνη, επειδή μας δώσατε το χρόνο να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευχαριστούμε. Μόσχα, ραδιοσταθμός όταν επιτέθηκε ο Hitler στην ΕΣΣΔ.


Δείτε περισσότερες αντιδράσεις

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28η Οκτωβρίου 1940)


Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28η Οκτωβρίου 1940)


Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28η Οκτωβρίου 1940)




Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η ολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.




Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.




Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.




Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.




Στις 7 Απριλίου 1939, Ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδα παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το ναζισμό και τις οικονομικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με τη Ναζιστική Γερμανία. Ήδη από τον Μάρτη του 1939 η Ελληνική Διπλωματία συγκέντρωνα πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του 'Σιδηρού Συμφώνου' Ιταλίας - Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός : το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε σαν δώρο στην Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιόταν απ τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη. (Βλέπε βιβλίο : The British Labour Government and the Greek Civil War , συγγραφέας Θανάσης Σφήκας, Αγγλία 1994). Τα γεγονότα επαληθεύτηκαν απολύτως μετακατοχικά. Έτσι ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο το οποίο εννοούσε εξάλλου και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος παρείχε μεν στήριξη στο «καθεστώς της 4ης Αυγούστου» αλλά οι σχέσεις του με τον Μεταξά είχαν ψυχρανθεί σημαντικά όταν ο δικτάτωρ προσπαθούσε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει μια ουδετερότητα την οποία για ένα διάστημα όντως διαπραγματεύτηκε με τους Γερμανούς μέσω της πρεσβείας μας στη Μαδρίτη και τον αρχηγό της Αμπβερ Βίλχελμ φον Κανάρις, σημαντικού φίλου του φρανκικού καθεστώτος που πολυσύχναζε στην Ισπανία. Ο φον Κανάρις πάντως παρέθετε πολύ αόριστες εγγυήσεις που δεν έπεισαν τελικά τον Μεταξά , παρόλο που μερίδα των Ελλήνων διπλωματών του πρότειναν να τις αποδεχτεί. Ο ποιητής μας και τότε διπλωματικός Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι μερικοί από αυτούς τους διπλωμάτες ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ότι οι γερμανικές εκείνες 'εγγυήσεις' δεν μιλούσαν καν για ουδετερότητα της Ελλάδας (Βλέπε αναφορά στο προηγούμενο βιβλίο του Θανάση Σφήκα)




Ο Χίτλερ , με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Μάη και Ιούλιο 1939 στις οποίες δεν συμμετείχε καν η Ιταλία , εξασφάλισε την συμμαχία Ουγγαρίας , Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Ο Μουσολίνι είχε θεωρήσει αρχικά τα ρουμανικά πετρέλαια σαν δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια και εξοργίστηκε από τις εξελίξεις. Ετοιμάζοντας λοιπόν τις δικές του κινήσεις πήρε απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια ήδη απ τις 11 Αυγούστου και η απόφαση για πόλεμο είχε παρθεί: «Ο Μουσολίνι συνεχίζει να μιλά για επίθεση-αστραπή κατά της Ελλάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου». Στο μεταξύ, το αρχικό πλάνο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία μπήκε στο αρχείο, λόγω της γερμανικής αντίθεσης και της έλλειψης των αναγκαίων μεταφορικών μέσων.

Όταν ο Χίτλερ 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτίθεται στην Πολωνία , σε μια σαφής κίνηση για τις επιδιώξεις του στα ανατολικά, ο Μουσολίνι έμαθε τα γεγονότα εκ των υστέρων και όχι σαν συνεργαζόμενος σύμμαχος με την Γερμανία , κάτι τον οποίο τον εξόργισε έντονα. Στις 12 Οκτωβρίου 1940, οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πραχόβας, της Ρουμανίας. Το γεγονός αυτό, το οποίο και πάλι δεν είχε πληροφορηθεί από πριν, εξόργισε τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που η Ιταλία θεωρούσε ότι άνηκε στη δική της σφαίρα επιρροής. Τρεις μέρες αργότερα συνεκάλεσε σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί η εισβολή στην Ελλάδα. Μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε αντιρρήσεις, σημειώνοντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή. Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα (άτομο πάντως που χρωστούσε την θέση του στην υποταγή του στο κόμα ), υποστήριξε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου. Οι αξιωματικοί βεβαίωσαν τον Μουσολίνι ότι ο πόλεμος προς την Ελλάδα θα ήταν μια υπόθεση δύο εβδομάδων. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο , ο οποίος υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει ένα «casus belli» (αιτία πολέμου). Την επόμενη εβδομάδα, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις Γ' προσεκλήθη να λάβει μέρος στην επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επειδή η Γερμανία εκείνη την στιγμή δεν ευνοούσε καθόλου ένα Βαλκανικό μέτωπο.




Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση ιταλικών αεροσκαφών εντός του ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους




Το ιταλικό τελεσίγραφο και η ελληνική αντίδραση




Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c'est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο») Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.

Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Κατόπιν αυτού, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, ενώ εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα. Ακόμη και ο φυλακισμένος ηγέτης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Νίκος Ζαχαριάδης, έγραψε ανοικτή επιστολή, ζητώντας από το λαό να αντισταθεί, παρότι εξακολουθούσε να ισχύει το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ (περί μη επίθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας), παραβαίνοντας έτσι την εκ Μόσχας κομματική γραμμή




Σχέδια επίθεσης και άμυνας




Το μέτωπο είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ ολοκλήρου ορεινή περιοχή, η οποία επιπροσθέτως ήταν εξαιρετικά δύσβατη, λόγω του σχεδόν ανύπαρκτου οδικού δικτύου της. Η οροσειρά της Πίνδου χώριζε το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.

Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς»), προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις.




Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Ακολουθούσε, μετά την άφιξη των ενισχύσεων, μια επιδρομή προς τη Δυτική Μακεδονία μέχρι τη Θεσσαλονίκη, η οποία αποσκοπούσε στην κατάληψη της Βόρειας Ελλάδας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της παρέμβασης και της Βουλγαρίας, η οποία θα κατελάμβανε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.




Το ιταλικό Γενικό Επιτελείο όρισε ένα Σώμα Στρατού για κάθε θέατρο επιχειρήσεων, τα οποία Σώματα σχηματίστηκαν από τις δυνάμεις που ήδη κατείχαν την Αλβανία. Το ισχυρότερο 25ο Σώμα «Τσαμουριά» (XXV Ciamuria) στην Ήπειρο, το οποίο αποτελούνταν από την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» (Ferrara), την 51η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» (Siena) και την 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro), συνολικά περίπου 30.000 άνδρες και 163 ελαφρά άρματα, θα βάδιζε προς τα Ιωάννινα, υποστηριζόμενο στα δεξιά από το "Παραλιακό Συγκρότημα", μια δύναμη αποτελούμενη από ένα Σύνταγμα Γρεναδιέρων και δύο Συντάγματα Ιππικού και στα αριστερά από την επίλεκτη 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» (Julia), η οποία θα προέλαυνε στην Πίνδο. Στο μέτωπο της Δ.Μακεδονίας, το 26ο Σώμα «Κορυτσά» (XXVI Corizza), αποτελούμενο από την 29η Μεραρχία Πεζικού «Πιεμόντε» (Piemonte) και την 49η Μεραρχία Πεζικού «Πάρμα» (Parma) θα τηρούσε αμυντική στάση. Συνολικά, η δύναμη που θα αντιμετώπιζαν οι Έλληνες ανερχόταν σε περίπου 85.000 άνδρες, υπό τις διαταγές του στρατηγού Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα.




Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» («Ιταλία-Βουλγαρία», για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε επιβραδυντικές αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος-Μέτσοβο-Αλιάκμονας-Βέρμιο, διατηρώντας την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία. Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης. Στον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, διοικητή της 8ης Μεραρχίας, παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης.




Ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας αποφάσισε ότι δεν θα παραχωρούσε αμαχητί εθνικό έδαφος και οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία βόρεια των Ιωαννίνων στην περιοχή Ελαίας - Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου, που υπογράμμιζαν ότι κύρια αποστολή των δυνάμεων του ήταν η κάλυψη της Δυτικής Μακεδονίας και η φρούρηση της διάβασης του Μετσόβου και των οδών προς Αιτωλοακαρνανία.

Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες και ήταν: Στην Ήπειρο η 8η Μεραρχία Πεζικού,υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο. Στην περιοχή της Πίνδου, το «Απόσπασμα Πίνδου», υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, με δύναμη 2.000 ανδρών περίπου.




Οι Έλληνες είχαν μικρό πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους ( μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρεις σχηματισμούς συνταγμάτων έναντι δύο ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο πυροβολικό και τουφέκια έναντι των ιταλικών, αλλά δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης, ενώ οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στην απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα έναντι της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή, πράγμα το οποίο είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων. Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο».

Μετά τον Πόλεμο, πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί παρομοίαζαν την ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο με αυτή των Τούρκων στα Δαρδανέλια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να την αποδώσουν και στη συμμετοχή προσφύγων (περίπου 25%) από την ανταλλαγή





πληθυσμών του 1923




Φάσεις επιχειρήσεων




Αρχική ιταλική επίθεση (28 Οκτωβρίου 1940 - 13 Νοεμβρίου 1940)




Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν στα πλαίσια του επιβραδυντικού αγώνα. Οι μεραρχίες «Φερράρα» και «Κένταυρος» κινήθηκαν προς την περιοχή του Καλπακίου (στη θέση Ελαία), το «Παραλιακό Συγκρότημα» προωθήθηκε κατά μήκος της ακτής και η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στα νοτιοανατολικά του Καλπακίου προκειμένου να διαβεί τον ποταμό Καλαμά. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.




Η σύμπτυξη των τμημάτων προκάλυψης ολοκληρώθηκε τη νύκτα της 29ης προς 30η Οκτωβρίου και στις 31 Οκτωβρίου όταν το ιταλικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωνε ότι: «οι μονάδες μας συνεχίζουν να προελαύνουν στην Ήπειρο και έφτασαν στον ποταμό Καλαμά, σε πολλά σημεία. Αντίξοες καιρικές συνθήκες και ενέργειες των υποχωρούντων εχθρών δεν επιβραδύνουν την προέλαση των δυνάμεών μας», οι δυνάμεις των Μεραρχιών «Φερράρα» και «Κένταυρος» άρχισαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κύριας αμυντικής τοποθεσίας στο Καλπάκι. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στη θάλασσα δεν επέτρεψαν τη προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα.

Την 1η Νοεμβρίου, το ιταλικό Γενικό Επιτελείο έδινε προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής αλλά στο χρονικό διάστημα από 2 μέχρι 9 Νοεμβρίου οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασπαστεί η κύρια αμυντική τοποθεσία συνετρίβησαν από τις δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας, οπότε στις 9 Νοεμβρίου οι επιθέσεις διακόπηκαν και οι ιταλικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχώρησαν και έλαβαν θέσεις άμυνας, απειλούμενες από την αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Πίνδου.




Η μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις διαγράφηκε από την διείσδυση των 11.000 ανδρών της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στην Πίνδο με κατεύθυνση το Μέτσοβο και τη διάβαση της Κατάρας, η οποία απειλούσε να διαχωρίσει τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου από εκείνες της Δυτικής Μακεδονίας. Η «Τζούλια» αρχικά σημείωσε επιτυχίες, καθώς κατάφερε να απωθήσει τις λιγοστές δυνάμεις του Αποσπάσματος Πίνδου του συνταγματάρχη Δαβάκη, που είχε την ευθύνη για την άμυνα της περιοχής. Οι ολιγομελείς φρουρές στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων γρήγορα ανατράπηκαν από τους αλπινιστές και το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν υπό το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Οι αλπινιστές συνέχισαν τις επιθέσεις τους την επόμενη μέρα και η κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Το σύνολο των ανδρών του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή και ο Δαβάκης αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής για τον ανεφοδιασμό τους. Μέσα από δύσβατα, ολισθηρά και ανεμοδαρμένα μονοπάτια, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στη νύχτα, στο τσουχτερό κρύο, στο χιόνι και στη λάσπη μετέφεραν στους μαχητές που κρατούσαν τις κορυφές των υψωμάτων πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα και βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών στα μετόπισθεν. Ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της περιοχής στο «Έπος της Πίνδου».




Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθηνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν στις 3 Νοεμβρίου να καταλάβουν τη Βοβούσα, ένα χωριό 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μετσόβου, αλλά οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της προώθησης τους, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή.

Ο συνταγματάρχης Δαβάκης δεν είχε την τύχη να συμμετέχει στην ελληνική αντεπίθεση, μια και στις 2 Νοεμβρίου, εκτελώντας προσωπικά αναγνώριση στην περιοχή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Φούρκας τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Κοζάνης και στην συνέχεια στην Αθήνα.




Οι ελληνικές δυνάμεις περικύκλωσαν αυτές της «Τζούλια» που εγκατέλειψαν τη Βοβούσα, στις 4 Νοεμβρίου. Μέχρι την 7η Νοεμβρίου διεξήχθηκαν ανηλεείς μάχες στην περιοχή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και οι αλπινιστές της «Τζούλια», που είχαν αποκοπεί από τα μετόπισθεν τους, πολέμησαν σκληρά για την επιβίωση τους. Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε να υποχωρήσουν νότια του όρους Σμόλικα κατά μήκος της βόρειας όχθης του Αώου προς την Κόνιτσα, όπου είχε προωθηθεί η 47η Μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την απόβαση στην Κέρκυρα. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, με εξαίρεση την περιοχή της Κόνιτσας, που κατείχε η μεραρχία Μπάρι μέχρι την 16η Νοεμβρίου. Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου».

Στη Δυτική Μακεδονία, ενόψει της έλλειψης δραστηριότητας από ιταλικής πλευράς και προκειμένου να ανακουφιστεί το μέτωπο της Πίνδου, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στις 31 Οκτωβρίου προώθησε στην περιοχή το Γ' Σώμα Στρατού (10η και 11η Μεραρχία Πεζικού και Ταξιαρχία Ιππικού) υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με την εντολή να επιτεθεί στην Αλβανία, επίθεση η οποία λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού αναβλήθηκε για τις 14 Νοεμβρίου.




Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξαπήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο περίμενε ένα «στρατιωτικό πικ-νικ». Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ανώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα με τον Ουμπάλντο Σόντου (Ubaldo Soddu), τέως υφυπουργό Πολέμου. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει.




Ελληνική αντεπίθεση και ακινητοποίηση (14 Νοεμβρίου 1940 - 8 Μαρτίου 1941)




Οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η αδράνεια της Βουλγαρίας επέτρεψε στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο να μεταφέρει την πλειονότητα των μονάδων από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα και να τις αναπτύξει στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση.




Έντεκα μεραρχίες πεζικού, δύο Ταξιαρχίες Πεζικού και η Μεραρχία Ιππικού υπο τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά αντιμετώπιζαν δεκαπέντε ιταλικές μεραρχίες πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία.

Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Γ' Σώμα Στρατου, ενισχυμένα με μονάδες από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσαν επίθεση στις 14 Νοεμβρίου, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες τη διέσπασαν στις 17 Νοεμβρίου και μπήκαν στην Κορυτσά στις 22. Λόγω της αναποφασιστικότητας του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο να αναδιοργανωθούν και να μην καταρρεύσουν τελείως παρόλο που στο στράτευμά τους είχε ήδη ξεσπάσει κρίση με παραιτήσεις υψηλόβαθμων στρατιωτικών.

Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του Μετώπου. Το Α' και Β' Σώμα Στρατού προέλασαν στην Ήπειρο, και μετά από σκληρή μάχη κατόρθωσαν να καταλάβουν τους Αγίους Σαράντα, το Πόγραδετς και το Αργυρόκαστρο ως τις αρχές Δεκεμβρίου και τη Χειμάρρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας. Αλλά οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να προωθηθούν προς το Βεράτιο, ενώ απέτυχε και η επίθεσή τους προς την Αυλώνα. Στη μάχη για την Αυλώνα, οι Ιταλικές μεραρχίες «Λύκοι της Τοσκάνης», «Τζούλια», «Πινερόλο» και «Πουστέρια» υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά στα τέλη Ιανουαρίου η ελληνική προέλαση σταμάτησε. Οι Έλληνες σταμάτησαν λόγω αριθμητικής υπεροχής, πλέον, των Ιταλών, και λόγω της απομάκρυνσής τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού.

Στο μεταξύ, ο στρατηγός Σοντού αντικαταστάθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου από τον Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Στις 4 Μαρτίου, με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Συγκεκριμένα, έστειλαν τέσσερεις μεραρχίες, εκ των οποίων δύο τεθωρακισμένες, που αριθμούσαν 57.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές του στρατηγού Χένρι Ουίλσον (Henry Wilson).




Εαρινή ιταλική επίθεση (9 Μαρτίου 1941 - 23 Απριλίου 1941)




Η στασιμότητα συνεχίστηκε, παρά τις επιμέρους εχθροπραξίες, καθώς και οι δυο αντίπαλοι ήταν πολύ αδύναμοι για να ξεκινήσουν νέα μεγάλη έφοδο. Οι Έλληνες ήταν σε ακόμη μειονεκτικότερη θέση καθώς, έχοντας απογυμνώσει τα βόρεια σύνορά τους από όπλα και άνδρες για να κρατήσουν το αλβανικό μέτωπο, ήταν υπερβολικά ευάλωτοι σε μια πιθανή γερμανική επίθεση μέσω Βουλγαρίας.




Οι Ιταλοί, από την άλλη πλευρά, θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας. Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές, όπως τη Χειμάρρα και μικρές εκτάσεις περί το Μπεράτι. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της "εαρινής επίθεσης" ήταν η μάχη του υψώματος 731.




Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό αποτελούνταν από το ήδη παλαιό θωρηκτό «Αβέρωφ», 10 αντιτορπιλικά (εκ των οποίων 4 παλαιά), αρκετές τορπιλακάτους και 6 παλαιά υποβρύχια. Στις αρχές του πολέμου περιορίστηκε στην προστασία των θαλάσσιων μεταφορών στο Αιγαίο πέλαγος, τόσο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης της χώρας, όσο και για τον ανεφοδιασμό της. Τα ελληνικά σκάφη αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο επιθέσεων από ιταλικά αεροσκάφη και υποβρύχια, που επιχειρούσαν έχοντας ως βάση τα Δωδεκάνησα.




Ακολούθησαν περιορισμένες επιθετικές ενέργειες ενάντια σε ιταλικά σκάφη στα Στενά του Οτράντο. Τα αντιτορπιλικά προέβησαν σε τρεις θαρραλέες, αλλά άκαρπες νυχτερινές επιδρομές (14-15 Νοεμβρίου 1940, 15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941). Οι ελληνικές επιτυχίες ήρθαν από τα υποβρύχια, τα οποία κατόρθωσαν να βυθίσουν μερικά ιταλικά μεταγωγικά. Από την ιταλική πλευρά, παρότι ο ιταλικός στόλος υπέστη σημαντικές ζημιές από το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό κατά την Επιδρομή στον Τάραντα, τα ιταλικά αντιτορπιλικά και καταδρομικά συνέχισαν να επιχειρούν, καλύπτοντας τις νηοπομπές εφοδιασμού μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Τέλος, στις 28 Νοεμβρίου, μια ναυτική μοίρα βομβάρδισε την Κέρκυρα, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου και στις 4 Μαρτίου, έβαλαν κατά ελληνικών παράλιων θέσεων στην Αλβανία. Αξίζει επίσης να σημειωθεί και η επιτυχία στα τέλη του 1940 του ελληνικού υποβρυχίου «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον τότε πλωτάρχη Μιλτιάδη Ιατρίδη, το οποίο βύθισε ανοιχτά του Αυλώνα δύο έμφορτα ιταλικά μεταγωγικά. Στην ίδια περιοχή στις 29 Δεκεμβρίου 1940 βυθίστηκε αύτανδρο το υποβρύχιο Πρωτεύς με κυβερνήτη τον Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή. Σημαντική δράση, επίσης, είχαν και τα άλλα υποβρύχια του στόλου (Κατσώνης, Νηρεύς, Τρίτων).

Από τον Ιανουάριο του 1941, το κύριο μέλημα του ελληνικού ναυτικού ήταν η κάλυψη των νηοπομπών από και προς την Αλεξάνδρεια, σε συνεργασία με το βρετανικό ναυτικό. Καθώς στις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε η μεταφορά του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ο ιταλικός στόλος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του. Καλά πληροφορημένοι όμως οι Βρετανοί, κατόρθωσαν να αμυνθούν με επιτυχία ενάντια στους Ιταλούς στη Ναυμαχία του Ακρωτηρίου Ταίναρου στις 28 Μαρτίου.

Με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, στις 6 Απριλίου, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Η γερμανική υπεροπλία από αέρος προξένησε μεγάλες απώλειες σε ελληνικά και βρετανικά πλοία, ενώ η κατάληψη της κυρίως Ελλάδας και αργότερα της Κρήτης από την Βέρμαχτ σήμανε το τέλος των συμμαχικών ναυτικών επιχειρήσεων στον ελληνικό χώρο μέχρι την Εκστρατεία των Δωδεκανήσων το 1943.




Απολογισμός




Με την πτώση της Κρήτης το Μάιο του 1941, ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Για τα επόμενα τρία χρόνια υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε εκτεταμένη Αντίσταση, η οποία απελευθέρωσε τις περισσότερες ορεινές περιοχές ως το 1944.




Συγχρόνως, ελληνικές χερσαίες δυνάμεις και πλοία συνέχιζαν τον πόλεμο μαζί με τους Βρετανούς στη Βόρειο Αφρική, ακόμη και στην ίδια την Ιταλία. Με την γερμανική υποχώρηση από τα Βαλκάνια, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1944, η χώρα απελευθερώθηκε, αλλά πολύ σύντομα έπεσε στη δίνη ενός πολύνεκρου εμφύλιου πολέμου.
Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28η Οκτωβρίου 1940)


Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28η Οκτωβρίου 1940)
Σχετική εικόνα