Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ,


ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ   


Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ

Στό πολύστιχο αὐτὸ ποίημα, ὁ ἥρωας περιπλανιέται σὰν ἕνας ἄλλος Ὀδυσσέας σε χῶρες καὶ τόπους καὶ καταγράφει τις ἐντυπώσεις του. Το ἀπόσπασμα ποῦ ἐξακολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ το δεύτερο Ἆσμα καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐπισκέψη του στὴν Ἑλλάδα. Η σύγκριση ἀνάμεσα στὴν ἔνδοξη ἀρχαιότητα καὶ στὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμό προκαλεῖ στὸν ποιητή συναισθήματα νοσταλγίας, λύπης καὶ ὀργῆς. Το ἔργο αὐτὸ ἐπηρέασε τους Εὐρωπαίους καὶ τους Ἀμερικανούς καὶ συνέβαλε στὴν ἐνίσχυση του φιλελληνισμοῦ, ποῦ τόσο βοήθησε την ἑλληνική ἐπανάσταση. Ὁ Μπάυρον διέθεσε την περιουσία ἀλλὰ καὶ τὴ ζωή του στὸν ἀγῶνα γιὰ την ἐθνικὴ μας ἀπελευθέρωση καὶ πέθανε στὸ Μεσολόγγι το 1824. Στὶς στροφές ποῦ ἐξακολουθοῦν ὁ ἥρωας ἀνάμεσα στοὺς στύλους του Ὀλυμπίου Διός ἀτενίζει την Ἀκρόπολη καὶ κάνει πικρές σκέψεις γιὰ τὴ φθορά του χρόνου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ λεηλασία των μνημείων ἀπὸ το λόρδο Γέλωσιν.
(Ἐλγίνεια) Μάρμαρα [πηγή: Βικιπαίδεια]

Ἐδῶ, στὴν πέτρα τὴ βαριά, τώρα ἄς καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι ἄσειστον ἀκόμα στυλοβάτη,
ἐδῶ ποῦ ὁ παντοδύναμος καί διαλεχτός σου θρόνος
ἦταν, του Κρόνου ὦ Ὀλύμπιε γιέ, ψάχνοντας δῶθε κάτι
πάντα κανείς ἀπ' το κρυφό το μεγαλεῖο θὰ βρεῖ.
Ὦ ἀπίστευτο· μήδε κι αὐτὸ της φαντασίας το μάτι
δὲν πλάθει ὁ,τι με κάματο* λές σβῆσαν οἱ καιροί.
Μὰ οἱ στῦλοι οἱ περήφανοι δὲ θὲν ἀπ' το διαβάτη
κἂν νὰ στενάξει· πάνω τους ὁ Τοῦρκος ξαποσταίνει*
με δίχως ἔννοια, κι ὁ Ρωμιός σφυρίζει καὶ διαβαίνει.

Μ' ἀπ' ὅλους ὅσους το Ναό κουρσέψαν κεῖ ψηλά,
ὅπου ἡ Παλλάδα ἴσαμε* χτὲς λημέρευε μονάχη,
πονῶντας καὶ μὴ θέλοντας ν' ἀφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σὰν ποῖα πατρίδα νά 'χεῖ
γραφτό ἦταν ὁ ὑστερότερος στὴ φαύλην ἁρπαγῆ;
Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί εἶχε μάνα ἐσένα.
Ἀγγλία, δόξα σου, πού ἐσὺ δὲν εἶχες τέτοια γέννα,
τι δὲν ἀγγίζει ἐλεύθερο παρά ὅποιος σκλαβοβγεῖ.
Καὶ ὅμως ἐβιάσαν καὶ ἔφεραν κάθε ἱερὸ θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν ἀποτροπιασμένο.

Oι Πίκτοι* νὰ καὶ σήμερα τι θε ν' ἀφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς καὶ Παρθενῶνες,
ποῦ σεβάστηκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αἰῶνες.
Ὦ της Ἀθήνας τα στερνά παντέρμα ἀπομεινάρια!
Ὅσοι ν' ἁρπάξουν σκέφτηκαν ἀπ' τὴ γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στοὺς βράχους της πατρίδας τους ποῦ κόβουν τ' ἀκρογιάλι.
Καὶ, ωιμέ, προστάτες ἀχαμνοί* μπρὸς στούς βωμούς της τώρα,
νὰ, τα παιδιά της, ποῦ ὁ καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιὸ πικρό μαράζι.

Τώρα, το κρένει Βρετανός, ποῖος το 'λπιζε, στοχάσου,
πῶς ἡ Ἀλβιόνα* ἔχει χαρές στῶν Ἀθηνῶν το κλάμα.
Μὰ οἱ σκλάβοι κι ἄν τους σπάραξαν, ὡιμέ! με τ' ὄνομα σου,
μὴ στὴν Εὐρώπη, εἶναι ντροπή, μὴν πεῖς το ἀνόσιο δρᾶμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
ἀπὸ τὴ ματωμένη τους πατρίδα νὰ ξεσπᾶ
τ' ἀπομεινάρια τα στερνά ποῦ ἄνθιζαν στὰ μνημεῖα.
Ναὶ, διαφεντεύτρα εὐγενική ποῦ ὁ κόσμος ἀγαπᾶ,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, ποῦ καὶ χρόνια
καὶ τύραννοι σεβάστηκαν, μ' ἀγάπη ἡ ζηλοφθόνια.

Ἡ αἰγίδα* σου ἡ θαυματουργή ποῦ ξάφνιασε στὴ στράτα
τον θεριωμένο Ἀλάριχο*, Παλλάδα*, τι ἔχει γίνει;
Τι του Πηλέα γίνηκεν ὁ γιὸς*, ποῦ τον ἐκράτα
του κάκου ὁ Ἄδης σκλάβο του, καὶ ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη
πετάχτη ἡ σκιά του πάνοπλη στὸ φῶς· μὴ δὲν μποροῦσε
ξανά ν' ἀφήσει ὁ Πλούτωνας* τον ἥρωα νὰ βγεῖ,
νὰ σκιάζει* κι ἄλλον ἅρπαγα μπροστά στὴν ἁρπαγῆ!
Ὦ! μπρος στῇς Στύγας* τις ὄχθες ἀνέμελα γυρνοῦσε
κι ἀφήκεν ἀπροστάτευτες, τὴ μαύρη ἐκείνην ὥρα,
μετόπες ποῦ διαφέντευεν εἰκόσι αἰῶνες τώρα.
Θεόδωρος Βρυζάκης, «Ἡ ὑποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στὸ Μεσολόγγι»

Ὦ! εἶναι ἀπὸ πέτρα ὅποιος γιὰ σε δὲ νιώθει, ὡραία Ἑλλάδα,
ὁ,τι ἐραστὴς ὅπου θεωρεῖ μπρὸς του νεκρή ἐρωμένη,
κι ἀναίσθητη ἔχει την καρδιά ποῦ ἀβούρκωτη* ἀπομένει,
μετόπες, τείχη καὶ βωμούς βλέποντας σκόνη, ἀράδα
νὰ σου τα γδύνουν Βρετανοί, ποῦ θὰ 'πρέπε ταμένοι
νὰ στέκουν φυλακάτορες στὰ λείψανα τεμένη*.
Ἀνάθεμα τὴ τὴ στιγμή κουρσάροι ποῦ ἀρμενίζαν
ἀπ' το νησί τους, κι ἔσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, ἁρπάζοντας νὰ πᾶν στὰ βορινά
καὶ μισητά τους κλίματα, θεούς ποῦ ἀνατριχιάζαν.

Λ. Μπάυρον,

Ἡ ἄνιση μάχη στὸ Χάνι της Γραβιᾶς καὶ ἡ ἐξόντωση τῶν μουσουλμάνων (6 Μαΐου 1821)



Μάχη 117 γενναίων Ἑλλήνων ἐναντίον 9.000 μουσουλμάνων.


Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση του 1821, ὁ Χουρσίτ πασᾶς, ποῦ πολιορκοῦσε τον Ἀλὴ πασᾶ στὰ Γιάννενα, ἔστειλε στὴν Ἀνατολική Στερεά, ἰσχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις με ἐπικεφαλίς τον Τουρκαλβανό Ὁμέρπασα ( Ὀμερ) Βρυώνη καὶ τον Κιοσέ Μεχμέτ. Ὁ Ομέρ Βρυώνης, μόλις εἶχε διοριστεῖ ἀπὸ τον σουλτᾶνο πασᾶς του Βερατίου, καθώς τον θεωροῦσε ἕνα ἀπὸ τους πλέον ἱκανούς στρατηγούς του. Ἔτσι, ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ κατέπνιγε εὔκολα την ἐπανάσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά.

Στὰ μέσα Ἀπριλίου, οἱ δύο στρατηγοί του σουλτάνου, πέρασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία στὴ Στερεά καὶ συγκρούστηκαν με τον Ἀθανάσιο Διάκο καὶ τους ἄντρες του στὴν Ἀλαμάνα, τους ὁποίους ὅπως εἶναι γνωστό ἐξουδετέρωσαν παρά την ἡρωική τους ἀντίσταση. Εἶναι ἐπίσης γνωστό καὶ το τραγικό τέλος του Ἀθανάσιου Διάκου.

Ἀμέσως μετά ἔγινε προσπάθεια νὰ ἀνασυνταχθοῦν οἱ ἑλληνικές δυνάμεις της περιοχῆς της Λειβαδιάς. Νέος ὁπλαρχηγός ἀνέλαβε ὁ Βασίλης Μπούσγος ποὺ εἶχε στὴ διάθεσή του 1.000 ἄνδρες καὶ ὅσους ἀπὸ τους ἄνδρες του Ἀθ. Διάκου σώθηκαν μετά την μάχη της Ἀλαμάνας. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἀπὸ τὴ Λαμία ποὺ εἶχε στρατοπεδεύσει, πῆγε στὸ Ἐλευθεροχώρι ὁπού εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ τους διέλυσε. Το ἠθικὸ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων εἶχε ἀρχίσει νὰ κλονίζεται καὶ ἡ Ἐπανάσταση σε Στερεά Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησο, κινδύνευε σοβαρά.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης πίστευε ὅτι θὰ μπορέσει νὰ προσεταιριστεῖ τον Ἀνδροῦτσο. Γι' αὐτὸ, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι βρίσκεται στὴ Στερεά Ἑλλάδα, του ἔστειλε περιστολή με την ὁποία ζητοῦσε νὰ συμπράξει μαζί του καὶ ὥς ἀντάλλαγμα, του πρόσφερε την ὀπλαρχηγία ὅλης της Ἀνατολίτικής Στερεάς.

Ὡς τόπος συνάντησης, ὁρίστηκε το χάνι της Γραβιᾶς.

Αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἀνδροῦτσος βρέθηκε ἐκεῖ, ὅπως γράψαμε παραπάνω.

Μόνο ποῦ τον Ομέρ Βρυώνη, τον περίμεναν στὴ Γραβιᾶ ἰδιαίτερα δυσάρεστες ἐκπλήξεις…

Στὸ χάνι της Γραβιᾶς, πραγματοποιήθηκε συμβούλιο τῶν ὀπλαρχηγῶν. Ἀπὸ την ἐπιστολή του Ομέρ Βρυώνη στὸν Ἀνδροῦτσο, διαφαινόταν ὅτι ὁ Τουρκαλβανός στρατηγός θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴ Λαμία καὶ θὰ κατευθυνόταν πρὸς το Γαλαξίδι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, με πλοῖα, θὰ μετέβαινε στὴν Πελοπόννησο, καθώς θεωροῦσε ὅτι ἄν πήγαινε στὸν Μωριᾶ μέσω Ἰσθμοῦ, στῆ διαδρομή θὰ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, στὶς στενές καὶ δύσβατες διαβάσεις ποῦ θὰ ἀκολουθοῦσε.







 

Στὸ συμβούλιο, ὁ Ἀνδροῦτσος ἀπέμεινε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ Χάνι, ἐνῶ ὁ Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιᾶ διαφωνοῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ ἀμυνθοῦν δεξιά καὶ ἀριστερά ἀπ' αὐτὸ. Οἱ Ἕλληνες ἦταν 1.300, ἐνῶ ὁ Ομέρ Βρυώνης εἶχε στὴ διάθεσή του περισσότερους ἀπὸ 9.000 ἄνδρες.

Ὁ Ανδροῦτσος ἤθελε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ χάνι, γιατί οἱ ἀντίπαλοι θὰ ἦταν ἀκάλυπτοι καὶ θὰ δεχόταν πυρά κατά μέτωπο. Βέβαια, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἐπειδὴ το χάνι ἦταν πλινθόκτιστο νὰ το γκρεμίσουν με εὐκολία οἱ Τοῦρκοι.

Τελικά, ἀκολουθήθηκε μία μέση λύση. Ὁ Πανουργιᾶς κι ὁ Δυοβουνιώτης, πῆραν θέση ἀριστερά ἀπ' το χάνι στὸν δρόμο πρὸς το βουνό Χλωμό, ἐνῶ στὰ δεξιά, στὴ λεγόμενη ''κρήνη του Σίντσικα'', ὁ ἔμπιστος του Ἀνδρούτσου Χρῆστος Κοσμᾶς Σουλιώτης.

Ὁ Ἀνδροῦτσος ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ πολεμήσει ἀπὸ το χάνι. Τότε ἔκανε κάτι ἐξαιρετικά ἀσυνήθιστο.

Μὴν θέλοντας νὰ ἐπιβληθεῖ σε κανέναν, ἀλλὰ ζητῶντας οὐσιαστικά ἐθελοντές – συμπολεμιστές, φώναξε : ''Παιδιά ὅποιος θέλει νὰ με ἀκολουθήσει, ἄς πιαστεῖ στὸ χορό'' καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδάει το γνωστό κλέφτικο ''Κάτω στοῦ Βάλτου τα Χωριά''.

Πρῶτος πιάστηκε δίπλα του ὁ Γκούρας, ἀκολούθησε ὁ πιστός του σύντροφος Τουρκαλβανός Γκίκας Μουσταφάς, ἀκολούθησαν οἱ ἀξιωματικοί Παπαντρέας, Τράκας, Μάρος, Βουντούνης, Γοβγίνας, Καπλάνης κ.ά. Συνολικά 117 πιάστηκαν σ' αὐτὸ τον ἀλλόκοτο χορό…

Ὅλοι αὐτοί μπῆκαν στὸ χάνι, ἔκλεισαν πρόχειρα τις πόρτες καὶ ἄνοιξαν πολεμίστρες. Ὁ ἔφορος Σαλώνων Ἀναγνώστης Κεχαγιάς, μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τους μεταφέρει πολεμοφόδια, καθώς ἤδη οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φτάσει.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης, ἀσχολήθηκε ἀρχικά με ὅσους βρίσκονταν ἐξῶ ἀπ' το χάνι. Στέλνοντας ἰσχυρές δυνάμεις ἐναντίον τους, ἀνάγκασε τους Ἕλληνες νὰ φύγουν πρὸς τα ὀρεινά μέρη. Ἡ ἀντίσταση ποὺ προέβαλλον, κάμφθηκε ἀπὸ τους πολύ περισσότερους ἀριθμητικά Τούρκους.

Ἔτσι, ἔφτασε ἡ ὥρα της ἀλήθειας… Ὀδυσσέας Ἀνδρούτσος ἐναντίον Ὀμέρ Βρυώνη στὸ Χάνι της Γραβιάς!





 

Ἡ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ – ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΒΑΤΕΡΛΟ

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔστειλε ἕναν ἔφιππο δερβίση (Τοῦρκο ἱερωμένο), νὰ ἐπαναλάβει τις προτάσεις γιὰ σύμπραξη στὸν Ἀνδροῦτσο. Ὁ Ἀνδροῦτσος τον ρώτησε: ''Πού πᾶς ὦρε Τοῦρκο'' ; ''Νὰ ἀποτάξω ἡ νὰ σφάξω ἀπίστους'', ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἕνας πυροβολισμός του Ἀνδρούτσου (ἡ του Γκίκα Μουσταφά σύμφωνα με ἄλλες πῆγες) ἔριξε τον δερβίση νεκρό.

Οἱ Ἀλβανοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴ σκηνή, ὅρμησαν μαινόμενοι στὸ χάνι. Τελικά, τα συντονισμένα πυρά των ὑπερασπιστών του,τους ἀποδεκάτισαν.

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ἐκνευρισμένος, διέταξε νέα ἐπιθέση, πιὸ ὀργανωμένη αὐτὴ τὴ φορά, Κάποιοι ἀπὸ τους ἄντρες του, κρατοῦσαν καὶ τσεκούρια γιὰ νὰ γκρεμίσουν τους τοίχους του πανδοχείου. Νέα σκληρή μάχη, ἀμυνόμενοι ἡρωικά οἱ Ἕλληνες κατάφεραν νὰ την ἀναχαιτίσουν. Ἔξαλλος ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔταξε μεγάλη ἀμοιβή σε ὅποιους ἔμπαιναν πρῶτοι στὸ χάνι. Ἦταν νωρίς το ἀπόγευμα ὅταν ξεκίνησαν νέες, ἑρμητικές ἐπιθέσεις, ποὺ ὅμως ἀποκρούστηκαν. Κατά τὴ δύση του ἥλιου, ὁ Ὀμέρ Βρυώνης βλέποντας ὅτι ἔχει χάσει πολλούς ἄντρες, διέταξε νὰ φέρουν πυροβόλα ἀπὸ την Λαμίᾳ γιὰ νὰ ἰσοπεδώσουν το χάνι.

Ἔβαλε φρουρούς γύρω ἀπ' αὐτὸ καὶ περίμενε…

Ὁ εὐφυής Ἀνδροῦτσος, κατάλαβε τις προθέσεις του Ἀλβανοῦ καὶ γνώριζε ὅτι ἄν ἐρχόταν τα κανόνια ἀπ' τὴ Λαμίᾳ αὐτὸς καὶ οἱ συμπολεμιστές του, δὲν εἶχαν καμία τύχη. Μάλιστα τα πυρομαχικά τους, εἶχαν τελειώσει. Τὴ νύχτα, ἀφαιρέθηκε ἕνα μέρος ἀπὸ τους πλίνθους της ἀνατολίτικής πλευράς. Οἱ ἕξι Ἕλληνες νεκροί της πολύωρης μάχης, θάφτηκαν πρόχειρα σε μία γωνιά του κτιρίου. Στὶς 2.00 π.μ., ἔδωσε ἐντολὴ ἀναχώρησης.

Οἱ ἡρωικοί μαχητές, περνῶντας ἀπὸ ἕνα σπαρμένο χωράφι ὅπου ὑπῆρχε κάλυψη καὶ μέσα σχεδόν ἀπ' τους Τούρκους φρουρούς ποὺ αἰφνιδιάστηκαν καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν ἦταν ἀργὰ, ἔφτασαν τρέχοντας στὸ Χλωμό ὅπου συναντήθηκαν με τον Ἀπόστολο Γουβέλη, τον Παπακώστα καὶ τους ἄντρες τους.

Ἡ μάχη στὸ χάνι της Γραβιᾶς εἶχε τελειώσει.

Ἀπολογισμός: 6 Ἕλληνες νεκροί, ὅπως ἀναφέραμε, 300 Τοῦρκοι νεκροί καὶ 600 τραυματίες.

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ.



Μάχη της Γραβιάς. Το Χάνι
Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος)

(6 Μαΐου 1821)

ΩΔΗ
«Μεγάλων δ' ἀέθλων
Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ.»
Πίνδαρος


Α΄.


Απὸ κρότον ὀργάνων βοΐζει
Τῆς Γραβιᾶς τὸ βουνὸν ἀντἰκρύ·
Λάμπουν ὅπλα χρυσᾶ, καὶ λερὴ
Φουστανέλλα μαυρίζει.


Πρὸς τὸ χάνι χορὸς κατεβαίνει
Ἀπ' ὁδόν ἐλικώδη, λοξὴν,
Καὶ φλογέρα μὲ ἦχον ὀξὺν
Χοροῦ ᾆσμα σημαίνει.


Ὀδυσσεὺς ὁ ταχύπους ἡγεῖται
Τοῦ μαχίμου ἐκείνου χοροῦ,
Καὶ ἐγκύμων σκοποῦ τολμηροῦ
Πρὸς το χάνι κινεῖται


Ἐκεῖ δὲ τὸν χορὸν διαλύει,
Κλεῖ τὴν μάνδραν καὶ οὕτω λαλεῖ·
Ἡ πατρίς μας ἐδὼ μᾶς καλεῖ,
Στρατιῶται ἀνδρεῖοι.


Μετ' ὀλίγον ἐδὼ καταφθάνει
Στρατιὰ μυριάνδων ἐχθρῶν·
Εἶναι στάδιον δόξης λαμπρὸν,
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Εἰς τὸ μέγα στενὸν θὰ 'ξυπνήσουν
Οἱ ἀρχαῖοι τῆς Σπάρτης νεκροὶ,
Καὶ τὸν τόπον αὐτὸν φοβεροὶ
Τουρκομάχοι θα σείσουν.


Κ' ἡ σκιὰ τοῦ Διάκου παρέκει
Τοῦ εἰς σούβλαν ψηθέντος σκληρὰν,
Μὲ μεγάλην θ' ἀκούσῃ χαρὰν.
Νὰ βροντᾷ τὸ τουφέκι.


Ἐκεῖ κάτω κυττάξετε. Φθάνει
Ὁ πομπώδης στρατὸς τῶν ἐχθρῶν·
Ἰδοὺ στάδιον δόξης λαμπρὸν
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Στρέφουν ὅλοι καὶ βλέπουν. Διέβη
Τὸ ποτάμι ἀπίστων πληθὺς,
Καὶ ἀκούεται δοῦπος βαθὺς,
Καὶ ὁ τόπος σαλεύει.


Πιστολίων ἀκούονται κτύποι
Καὶ βαρβάρων φωναὶ συνεχεῖς,
Καὶ τινάσσουν τὴν χαίτην ταχεῖς
Καὶ ἀφρόεντες ἵπποι.


Πρὸ τῶν ἄλλων ξιφήρης προβαίνει
Εἷς δερβίσης τὸν ἵππον κεντῶν·
Ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνδρίτσου αὐτὸν
Ἐρωτᾷ ποῦ πηγαίνει.


Ἀποκρίνετ' ἐκεῖνος· Νὰ σφάξω
Ὅπου 'βρῶ τοῦ προφήτου ἐχθροὺς·
Καὶ πατῶν τοὺς ἀπίστους νεκροὺς
Τὸ ἀλλὰχ νὰ ἀνακράξω.


Ἀλλ' ἐδὼ, ὦ υἱὲ τοῦ προφήτου,
Μιναρὲν δὲν θὰ 'βρῇς ὑψηλὸν,
Ἀλλὰ μόνον τουφέκι καλὸν,
Καὶ ἰδοὺ ἡ φωνὴ του.


Καὶ ἡνίας καὶ σπάθην ἀφίνει
Ὁ δερβίσης τὰ στέρνα πληγεὶς,
Καὶ μὲ κρότον πεσών κατὰ γῆς,
Ῥεῖθρον αἵματος χύνει.


Τοῦ θανάτου ἱδρὼς περιβρέχει
Τὸ χλωμὸν μέτωπόν του εὐθὺς,
Καὶ ὁ ἵππος αὐτοῦ πτοηθεὶς
Κοῦφος κ' εὔκαιρος τρέχει.


Β΄.


Καθὼς ὅταν βοῤῥᾶς ῥιγοβόλος
Μὲ ἀκάθεκτον πνέῃ ὁρμὴν,
Κι' ὁ βαθύς τοῦ πελάγους πυθμὴν
Κατασείεται ὅλος,


Τῶν ἐχθρῶν οὕτω σείει τὰ στήθη
Κραταιὰ, ψυχοβόρος ὀργὴ,
Καὶ ἀκούεται λύσσης κραυγὴ
Ἀπὸ τ' ἄμμετρα πλήθη.


Σῶμα μέγα, πυκνὸν, ταραχῶδες,
Ἀλαλάζον ὁρμᾷ μὲ κραυγὴν,
Καὶ βαρύδουπον σκάπτουν τὴν γῆν
Σιδηροῖ ἵππων πόδες.


Ἀλλ' ἀκοίμητον πῦρ ἐκ τῆς μάνδρας
Τοὺς ὁρμῶντας προσβάλλει ἐχθροὺς,
Κ' ἐξαπλόνει τριγύρω νεκροὺς,
Νεκροὺς ἵππους καὶ ἄνδρας.


Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην καπνίζει,
Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην βροντᾷ·
Κάθε βόλι συρίζον πετᾷ
Καὶ τὰ κρέατα σχίζει.


Περιΐπτατ' ἐκεῖ πολυαίμων
Ἐν νεφέλαις καπνοῦ καὶ πυρὸς,
Μὲ τὸ βλέμμα δριμὺ, φοβερός
Τοῦ ὀλέθρου ὁ δαίμων.


Ταχυθάνατον πέλεκυν σείει,
Καὶ ἀκόρεστον βλέμμα κολλᾷ
Ὅπου αἵματα ῥέουν πολλὰ,
Ὅπου θνήσκουν ἀνδρεῖοι.


Ἡ κλαγγὴ ὡς γλυκύφθογγον μέλος
Τοῦ θηρίου τὰ ὦτα χτυπᾷ,
Καὶ τὰ μέλανα χείλη του σπᾷ
Καταχθόνιος γέλως.


Τὸ πᾶν βλέπει μὲ ὄψιν ἀγρίαν
Τὴν φριξότριχα κόμην κινῶν,
Ὡς ὁ λέων ὁπόταν πεινῶν
Ἐνεδρεύῃ τὴν λείαν.


Καταφλέγει ἐν ταύτῃ τῇ μάχῃ
Τὰς ψυχὰς τῶν ἀνδρῶν ἡ ὀργὴ,
Καὶ ἠχεῖ κ' ἡ πείβουνος γῆ
Καὶ οἱ λόγγοι κ' οἱ βράχοι.


Γ΄.


Μάχης πλὴν δὲν ἠχοῦν πλέον φθόγγοι,
Οὔτε μέταλλα λάμπουν στιλπνά·
Σιωποῦν τὰ κρημνώδη βουνὰ
Καὶ οἱ βράχοι κ' οἱ λόγγοι.


Ὅπου πρώην κραυγαὶ καὶ μανία,
Βασιλεύει θανάτου σιγὴ·
Ἔνθα κ' ἔνθα θνησκόντων κραυγὴ
Ἀντηχεῖ ἀπαισία.


Πεντακόσια πτώματ' ἀφίνων
Ὁ εἰς μάτην παλαίσας ἐχθρὸς,
Ἀπεσύρθη μακρὰν τοῦ πυρὸς
Μιᾶς φούκτας Ἑλλήνων.


Τοὺς ἀνδρείους στενὰ τριγυρίζει
Ὁ πασᾶς δι' ἀμέτρου στρατοῦ,
Καὶ τὴν λείαν εἰς χεῖρας αὑτοῦ
Ὡς βεβαίαν ἐλπίζει.


Ἀλλὰ σὺ, ὦ θεὰ ἐγερσίνους,
Ποῦ υἱοὺς Θρασυβούλων γεννᾷς,
Καὶ ἁλύσεις συντρίβεις δεινὰς,
Δὲν τρομάζεις κινδύνους.


Διὰ σοῦ τοὺς πολλοὺς οἱ ὀλίγοι
Ταπεινοῦν μὲ σπαθὶ κοπτερὸν·
Τὸ σπαθί σου ἐν μέσω ἐχθρῶν
Εὐρὺν δρόμον ἀνοίγει.


Δ΄.


Μελανόπτερος νὺξ, παραστάτις
Πολυτρόμου σωρείας νεκρῶν,
Ἐπέκτειν' εἰς τὴν γῆν σκιερὸν
Τὸ πλατὺ κάλλυμά της,


Καὶ ἰδοὺ οἱ σαπφείρινοι κάμποι
Ἀπὸ ἄστρα γεμίζουν λαμπρὰ,
Κ' ἐν τῷ μέσω αὐτῶν ἀργυρᾶ
Ἡ πανσέληνος λάμπει.


Τὴν βαθεῖαν σιγὴν καὶ τὰ σκότη
Διακόπτουν βαρβάρων κραυγαὶ,
Προσευχαὶ ἀσεβεῖς καὶ ἀργαὶ
Ὅπλων λάμψεις καὶ κρότοι.


Ἀδελφὸς πλὴν ὁ ὕπνος θανάτου
Εἰς τὰς τάξεις τῶν τούρκων πετᾷ,
Καὶ τὰ μέλη των ζώνει σφιγκτὰ
Μὲ τά κοῦφα δεσμά του.


Μόνος ἄγρυπνος εἷς ἐπροπάτει,
Ὁ πασᾶς, ἀνασπῶν τὰς ὀφρῦς,
Ἀλλ' ἐῤῥίφθη κ' ἐκεῖνος βαρὺς
Στὸ παχύ του κρεββάτι.


Μόλις δ' εἶχε τὰ ὄμματα κλείσει,
Αἱμωπὸν, μὲ θανάτου χροιὰν,
Ὀνειρόφαντον εἶδε σκιὰν,
Τὴν σκιὰν τοῦ δερβίση.


Ὁ θανὼν λειτουργὸς τοῦ προφήτου
Εἶχεν αἷμα πολὺ καὶ πηκτὸν,
Ὅπου ἔχαινε χάσμα φρικτὸν
Ἡ μεγάλη πληγή του.


Ἡ μορφή του πλὴν ἦτο γλυκεῖα
Καὶ ἡ ὄψις του λίαν φαιδρά.
Ἐκτυποῦσεν ἐν τούτοις σφόδρα
Τοῦ πασᾶ ἡ καρδία.


Ἡ σκιὰ, Μὴ τὸν εἶπε, φοβῆσαι,
Εἶμαι λόγου καλοῦ μηνυτής·
Χαῖρε, φίλε πασᾶ! Νικητὴς
Τῶν Ἑλλήνων θὰ ἦσαι.


Οἱ ἐν μάνδρᾳ κλεισμένοι ὀλίγοι
Εἶναι θύματα πείνης σκληρά.
Τὰ φρικώδη τῆς σούβλας πυρὰ
Οὔτε εἷς θ' ἀποφύγῃ.


Ὁ νεκρὸς ταῦτα λέγων δερβίσης,
Ἀνελήφθη τὸν φίλον πλανῶν.
- Μειδιᾷς ὦ πασᾶ; Ἐξυπνῶν
Μαῦρα δάκρυ θὰ χύσῃς.


Ε΄.


Σὺ, ὦ Μοῦσα, ὁδήγει μ' ἐν τάχει
Να ἰδῶ τοὺς ἀνδρείους φρουροὺς,
Νὰ μετρήσω κ' ἐκεῖ τοὺς νεκροὺς
Τοὺς πεσόντας ἐν μάχῃ.


Θαῦμα μέγα μεγάλου ἀγῶνος
Παριστᾷ ἡ ἐμπρός μου σκηνή·
Ἕνα μόνον ἡ νίκη θρηνεῖ,
Εἷς ἀπέθανε μόνος.


Οἱ ἀνδρεῖοι μεσάνυκτα σκάπτουν
Τὰ κατάψυχρα σπλάγχνα τῆς γῆς,
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ πενθίμου σιγῆς
Ἕνα σύντροφο θάπτουν.


Εἰς τὸ μνῆμα δὲν καίει λιβάνι,
Δὲν σὲ κλαίει ψαλμὸς ἱερὸς,
Οὔτε θρήνους ἀκούω μητρὸς,
Ὦ ἀνδρεῖε Καπλάνη.


Ἡ μονότεκνος μήτηρ του, οἴμοι!
Νικητὴν τὸν υἱὸν καρτερεῖ.
Δυστυχὴς ὅταν φθάσῃ ἡ πικρὴ
Τῆς ἀνδρίας του φήμη!


ΣΤ΄.


Ἀλλ' εἰς τ' ὄρος κρυμμένη ἐν μέρει
Ἡ σελήνη γυρνᾷ, κ' ἡ πλειὰς
Σημαδεύει τὸν ῥοῦν τῆς Θεᾶς
Ποῦ τὸν ἥλιον φέρει.


Τῶν βουνῶν ἡ πολύοσμος αὖρα
Ἐκχυλίζουσα τ' ἄνθη φυσᾷ,
Κ' ἡ αὐγὴ χρωματίζει χρυσᾶ
Ὅσα ἦσαν πρὶν μαῦρα.


Οἱ μοχλοὶ τότε πίπτουν τῆς θύρας,
Κ' ἡ ἀνδρεία τῆς μάνδρας φρουρὰ,
Ὁρμᾷ ἔξω πυκνὴ, τολμηρὰ,
Μὲ τὰ ξίφη εἰς τὰς χεῖρας.


Σιγαλὴ, τακτικὴ κ' ἑνωμένη
Εἰς σωρείας πτωμάτων πατεῖ.
Καὶ εἷς ἄπιστος τὸ ὅπλον κροτεῖ,
Καὶ βοᾷ παντὶ σθένει.


Μουσουλμάνοι, βοᾷ τρομασμένος,
Ὁ Γκιαοὺρ, ὁ Γκιαοὺρ μᾶς ἐπῆ...
Δὲν ἐπρόφθασε -ρὲ- νὰ εἰπῇ,
Πίπτει κάτω σφαγμένος.


Θανατόνουν τὰ τέκνα τῆς νίκης
Τρεῖς προφύλακας ἄλλους, κ' εὐθὺς
Φθάνουν ὅπου ἐχθροὶ παμπλἠθεῖς
Ἐξυπνοῦν μετὰ φρίκης.


Ἐξυπνοῦν, δὲν ἐγείρονται ὅμως,
Ἐξυπνοῦν, ἀλλὰ τρέμουν πρηνεῖς
Οἱ δειλοὶ θεαταὶ τῆς σκηνῆς
'Ποῦ ἀνοίγει ὁ τρόμος.


Οὕτω πίπτουν πρηνεῖς οἱ κλεισμένοι
Στρατιῶται φρουρίου ἐντὸς,
Ὅταν βόμβα ἐν μέσῳ νυκτὸς
Φλογερὰ καταβαίνῃ.


Ὡς δὲ, ὅταν βαρύκροτος σπάσῃ,
Ῥίπτει κύκλω θανάτου πυρὰ,
Οὕτως ἕκαστος Ἕλλην περᾷ,
Σφάζων ὅπου περάσῃ.


Διαβαίνων καὶ σφάζων λαμβάνει
Ὁ Σεφέρης βαρεῖαν πληγὴν,
Καὶ ὁπλόδουπος πίπτ' εἰς τὴν γῆν,
Ἀλλὰ πρὶν ἀποθάνῃ,


Εἰς τὸ στῆθος μὲ σφαῖραν εὑρίσκει
Τὸν φονέα. Θεὲ τῶν πιστῶν,
Εἰς τοὺς κόλποὺς σου δέξου αὐτὸν,
Ὑπὲρ σοῦ ἀποθνήσκει.


Ζ΄.


Τί σημαίνει ὁ κρότος 'ποῦ βράζει,
Καὶ βαρὺς καὶ τυφλὸς ἀντηχεῖ;
Κονισάλου δὲ νέφος παχὺ
Διατί πλησιάζει;


Πολυκρόταλον ἦχον κυμβάλων
Καὶ σπαθίων ἀκούω κλαγγήν·
Κατασείουν ῥιζόθεν τὴν γῆν
Βαρεῖς δοῦποι πετάλων.


Ἀνατέλλων ὁ ἤλιος λάμπει
Εἰς ἱππέων σπαθία γυμνά,
Ἀπὸ μέταλλ' ἀστράπτουν στιλπὰ
Οἱ ἱππόκροτοι κάμποι.


Φθάν' ἰδοὺ μεθ' ὁρμῆς ἀκρατή του
Στρατιὰ ἡ μεγάλη αὐτή.
Ὁ πασᾶς ὠργισμένος ζητεῖ
Τοὺς ἐχθροὺς τοῦ προφήτου.


Τῷ δεικνύουν τοῦ ὄρους τὸ πλάγι,
Τῷ δεικνύουν σφαγὴν τὴν οἰκτρὰν,
Κ' εἶτα λέγουν· ἀπῆλθον μακρὰν
Οἱ ἐχθροὶ τουρκοφάγοι.


Ὡς ποιμὴν ποῦ 'ξυπνᾷ τρομασμένα,
Καὶ τοὺς λύκους ἀντὶ νὰ εὑρῇ,
Ἴχνοι αἵματος μαύρου θωρεῖ,
Καὶ ἀρνία σχισμένα,


Ὁ πασᾶς θεωρεῖ ἐμπροσθά του,
Τὴν σκληρὰν τῶν οἰκείων σφαγὴν,
Καὶ τραβᾷ μὲ ἀγρίαν ὀργήν
Τὰ πυκνὰ γένειά του.


Η΄.


Εἰς τὰ ὕψη τοῦ ὄρους ἐπάνου,
Τῆς Γραβιᾶς σταματοῦν ἀντικρὺ,
Τῶν Ἑλλήνων οἱ παίδες, λαμπροί
Νικηταὶ τοῦ τυράννου.


Ὁ ἱδρὼς εἰς τὸ πρόσφατον αἵμα
Μὲ κονίσαλον ῥέει πηκτόν·
Μαῦρα εἶναι τὰ μέτωπ' αὐτῶν
Καὶ ἀστράπτον τὸ βλέμμα.


- Εἰς γραμμὴν, παλλικάρια, σταθῆτε.
Ὁ υἱος τοῦ Ἀνδρίτσου μετρᾷ·
Εἰς τὰ μάτια του λάμπει χαρά,
Παλλικάρια, χαρῆτε!


Ἑκατὸν δεκοκτὼ ἦσθε ὅλοι,
Καὶ ἐδαμάσατε τόσους ἐχθροὺς,
Δύο μόνον δ' ἀφῆκε νεκροὺς
Τῶν ἀπίστων τὸ βόλι.



Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης







Λόρδος Βύρων



Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδας! ὦ νησιὰ βλογημένα,

Ποῦ μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα μιὰ Σαπφὼ τραγουδοῦσε,

Ποῦ πολέμων κ' εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα,

Ποῦ τὸ φέγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ' τὴ Δῆλο σκορποῦσε!

Ἄχ, ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰ τώρα,

Μὰ βασίλεψαν ὅλα, ὅλα τἄλλα σας δῶρα!




Καὶ τῆς Χίος τὴ Μοῦσα, καὶ τῆς Τέως τὴ λύρα,

Ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,

Σὲ ἄλλους τόπους γιὰ φήμη τὰ μετάφερε ἡ Μοῖρα,

Γιατί ἡ μαύρη τους μάννα μήτε ἄ ζοῦνε δὲ ρώτα!

Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴ Δύση

Ἀπ' ἐκεῖ ποῦ ἀνθίζαν τῶ «Μακάρων αἱ νῆσοι».







Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν



Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν.

Ξένος καὶ βάρβαρος…..ξένος Ἕλλην ἀπό ἄλλην γῆν.

Ὅπως τὸ ἀντιλαμβανώμεθα εἰς τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, ὁ Ἕλλην ταξειδιώτης προσφωνεῖται ὡς ξένος εἰς τὰ Ἑλληνικὰ ἐδάφη ὅπου εὑρίσκεται , προστατεύεται ἀπὸ τὸν ξένιον Δία, καὶ φιλοξενεῖται μὲ ὅλας τὰς τιμάς.Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν


Πρῶτον τοῦ κάνουν τὸ τραπέζι, ξεκινῶντας βεβαίως μαζύ του μὲ τὰς καθιερωμένας εὐχὰς καὶ σπονδὰς εἰς τοὺς θεούς, καὶ μετὰ ἀφοῦ «τάρπησαν ἐδωδῇς» χόρτασαν φαγητό, τὸν ἐρωτοῦν ποῖος εἶναι, ποὶα ἡ προέλευσις καὶ ὁ προορισμὸς του.

Ὅλοι ὁμιλοῦν τὴν ἴδιαν γλῶσσαν, τὴν Ἑλληνικήν, ἔχουν τὰ ἴδια ἤθη καὶ τιμοῦν τοὺς ἴδιους θεοὺς.

Εἶναι Ἕλληνες, συνδέονται ἐτυμολογικῶς αἱ λέξεις ξένος/ξεῖνος, σὺν/ξὺν καὶ κοινός.


Ὅπως καὶ ἡ προσφώνησις εἰς τὸν τύμβον τῶν πεσὸντων εἰς τὰς Θερμοπὺλας:

«ξεῖν᾿ ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῆδε κείμεθα τοῖς κείνων ῤήμασι πειθόμενοι»

Εἶναι γραμμένη εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν ,μὲ Ἑλληνικὰ γράμματα, καὶ ἀπευθύνεται εἰς τὸν διαβάτην ποὺ ὄχι μόνο γνωρίζει νὰ διαβάζῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ Ἑλληνικά, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἔχοντας τὴν ἰδίαν ψυχήν, θὰ αἰσθανθῇ βαθειὰ μέσα του τὸ νὸημα τῆς ἐντολῆς.


Ἀκὸμα καὶ σὴμερα ὅταν λὲγομεν «ἔχω ξένους εἰς τὸ σπίτι», ὅπως οἱ ξένοι «πατρῷοι» ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὰ ἀρχαῖα κείμενα, δὲν ἐννοοῦμε ἀλλοδαπούς, ἀλλὰ φιλικὰ πρόσωπα ποὺ ἦλθαν ἀπὸ μακριά.

Διότι Ἕλληνες ὑπάρχουν εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.


Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΟΡΦΙΚΑ (ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ) ...... ΣΥΝΕΧΕΙΑ:

ΟΡΦΙΚΑ (ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ) ...... ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
. ὃν ῥα Φάνητα ὁπλότεροι καλέουσι βροτοί. πρῶτος γὰρ ἐφάνθη.
Βριμοῦς τ' εὐδυνάτοιο γονὰς, ἠδ' ἔργ' ἀΐδηλα Γηγενέων, οἳ λυγρὸν ἀπ' οὐρανοῦ ἐστάξαντο σπέρμα γονῆς, τὸ πρόσθεν ὅθεν γένος ἐξεγένοντο θνητῶν, οἳ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀιὲν ἔασι. θητείαν τε Ζηνὸς, ὀρεσσιδρόμου τε λατρείαν μητρὸς ἅτ' ἐν Κυβέλοις ὄρεσιν μητίσατο κούρην Φερσεφόνην περὶ πατρὸς ἀμαιμακέτου Κρονίωνος. εὐμήλου θ' ῾Ηρακλῆος περίφημον ἄμυξιν. ὅρκιά τ' ᾿Ιδαίων, Κορυβάντων τ' ἄπλετον ἰσχύν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ:
Αὐτὸν λοιπόν τον εἶπαν Φάνητα ἀργότερα οἱ θνητοί. Διότι πρῶτος τους φανερώθηκε.
Ὅμως της παντοδύναμης Βριμοῦς ἦταν γεννήματα, καὶ γνώριζαν τα ἔργα των τέκνων της Γῆς, ποῦ συνέλαβε ἀπὸ το σπέρμα του Οὐρανοῦ, ἐνῶ δὲν ἀντιλαμβάνονταν το προηγούμενο γένος, ποῦ ἦταν ἄσχετό με την Γαῖα. Καὶ ἀντιλήφθηκαν τον Δία ποῦ κατοικεῖ στὰ ὄρη, λάτρεψαν την μητέρας θεά Κυβέλη και την κόρη Περσεφόνη, σὰν ἀπογόνους του. Καὶ τα πλαισίωσαν αὐτὰ με τον ἡρῶα Ἡρακλῆ, καὶ με τα Ἰδαία μυστήρια, των παντοδύναμων Κορυβάντων.

ΣΧΟΛΙΟ: Το κρίσιμο σημεῖο της Ὀρφικῆς θεολογίας:

Ἡ Βρωμῶ εἶναι νοητή θεότητα καὶ ἀφορᾶ την ὀντολογία σε ἀντίθεση με τους κοσμικούς θεούς ποῦ ἀφοροῦν την κοσμολογία. Ἐδῶ ὁ Ὀρφέας μετατρέπει την μυθολογία σε θεολογία. Δὲν ἱδρύει θρησκεία ὅπως διατείνονται πολλοί, ἀλλὰ ἐξηγεῖ με ἐπιστημονικό τρόπο (θεολογεῖ) τις λατρευτικές παραδόσεις ποῦ παρέλαβαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τους γειτονικούς λαούς, δίνοντάς τους Ἑλληνικό χαρακτῆρα ποῦ τον χαρακτηρίζει ὁ ὀρθολογισμός καὶ ἡ ἐλευθερία της σκέψεως.
Σε αὐτὸ συνετέλεσε καὶ το δημοκρατικό (φιλελεύθερο) ἦθος τῶν Ἑλληνικῶν φυλῶν, ποῦ μετέτρεπαν τα ἀπόρρητα των βαρβαρικῶν ἱερατείων σε ἄρρητα, δηλαδή κοινοποιήσιμα στοὺς πολλούς ποῦ θὰ παρέμεναν ἀνεξήγητα (ἄρρητα) σε ὅσους δὲν εἶχαν την ὡριμότητα νὰ τα κατανοήσουν.
Με ἁπλά λόγια ἡ ἐπιλογή τῶν ἀρίστων νὰ εἶναι φυσική μέσα ἀπὸ το πλῆθος τῶν πολλῶν παρά μέσα ἀπὸ την ὀλιγαρχία με την ἀπόρριψη τῶν πολλῶν πρὸς χάριν των ἔστω καὶ χωρίς ἀρετὲς ὀλίγων.
Ἡ Ὀντολογία διαφέρει ἀπὸ την Κοσμολογία διότι ἡ πρώτη ἐπιδιώκει την ἐξήγηση τῶν φαινομένων ἐνῶ ἡ Κοσμολογία περιγράφει τα φαινόμενα



ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟ.



Apollonius Rhodius Epic., Argonautica

Book 1, line 853


1.853 ἔνθ' ὁ μὲν Ὑψιπύλης βασιλήιον ἐς δόμον ὦρτο Αἰσονίδης· οἱ δ' ἄλλοι ὅπῃ καὶ ἔκυρσαν ἕκαστος, Ἡρακλῆος ἄνευθεν, ὁ γὰρ παρὰ νηὶ λέλειπτο αὐτὸς ἑκὼν παῦροί τε διακρινθέντες ἑταῖροι. αὐτίκα δ' ἄστυ χοροῖσι καὶ εἰλαπίνῃσι γεγήθει καπνῷ κνισήεντι περίπλεον· ἔξοχα δ' ἄλλων ἀθανάτων Ἥρης υἷα κλυτὸν ἠδὲ καὶ αὐτήν Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε μειλίσσοντο. Ἀμβολίη δ' εἰς ἦμαρ ἀεὶ ἐξ ἤματος ἦεν ναυτιλίης. δηρὸν δ' ἂν ἐλίνυον αὖθι μένοντες, εἰ μὴ ἀολλίσσας ἑτάρους ἀπάνευθε γυναικῶν Ἡρακλέης τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπεν·


1.865 “Δαιμόνιοι, πάτρης ἐμφύλιον αἷμ' ἀποέργει ἡμέας, ἦε γάμων ἐπιδευέες ἐνθάδ' ἔβημεν κεῖθεν, ὀνοσσάμενοι πολιήτιδας, αὖθι δ' ἕαδεν ναίοντας λιπαρὴν ἄροσιν Λήμνοιο ταμέσθαι; οὐ μάλ' ἐυκλειεῖς γε σὺν ὀθνείῃσι γυναιξίν ἐσσόμεθ' ὧδ' ἐπὶ δηρὸν ἐελμένοι, οὐδὲ τὸ κῶας αὐτόματον δώσει τις ἑλεῖν θεὸς εὐξαμένοισιν.

ἴομεν αὖτις ἕκαστοι ἐπὶ σφεά· τὸν δ' ἐνὶ λέκτροις Ὑψιπύλης εἰᾶτε πανήμερον, εἰσόκε Λῆμνον παισὶν ἐπανδρώσῃ, μεγάλη τέ ἑ βάξις ἔχῃσιν.”


ΕΡΜΗΝΕΙΑ


1.853 Καὶ ἐδῶ στὴν Λῆμνο ὁ μὲν Ἰάσων (γιὸς του Αἴσονα) ἐξαφανίστηκε στὰ βασιλικά δώματα της Ὑψιπύλης, οἱ δὲ ἄλλοι με ὁποία βρῆκε ὁ καθ’ ἕνας, ἐκτὸς ἀπὸ τον Ἡρακλῆ, ὁ ὁποῖος οἰκειοθελῶς παρέμεινε νὰ φυλάει την Ἀργῶ, φερόμενοι με ἀνάξιο τρόπο. Ἀμέσως ἀρχίσαν στὴν πόλη οἱ χοροί καὶ τα φαγοπότια ποῦ γέμισε ἀπὸ τους καπνούς της τσίκνας . Ἐκτὸς ἀπὸ τον Ἡρακλῆ τίμησαν (οἱ ἄλλοι) ἰδιαίτερα με θυσίες καὶ τραγούδια την Ἀφροδίτη, ἡδονιζόμενοι. Ἔτσι ἀναβαλλόταν ἀπὸ μέρα σε μέρα ὁ ἀπόπλους. Φαινόταν ὅτι δὲν εἶχαν σκοπό νὰ ἀποπλεύσουν, ἐὰν δὲν τους μάζευε ὁ Ἡρακλῆς ἀπὸ τις ἀγκαλιές τῶν γυναικών καὶ δὲν τους ἔβαζε τις φωνές με αὐτὰ τα λόγια.

1.865 "Ρὲ δαιμονισμένοι, ἤρθαμε ἐδῶ ἀπὸ την πατρίδα μας γιὰ νὰ χαρίσουμε το αἷμα της φυλῆς μας ἀνενδοίαστα στὶς γυναῖκες αὐτῆς της πόλης ποὺ ὀργανώνουν τέτοιους γάμους, κι ἀμέσως ξεπέσατε σε αὐτὴν την ντροπιαστική ἐκμετάλλευση της Λήμνου; Δὲν θὰ κερδίσουμε καμιά δόξα ἄν χρονοτριβοῦμε με γυναῖκες ποῦ μας παρασύρουν σε μπασταρδέματα, οὔτε το μαλακό στρωσίδι εἶναι ἱκανὸ νὰ σας δώσει κάτι ποῦ μπορεῖ νὰ ζητήσετε ἀπὸ την θεά. Νὰ ξαναγυρίσουμε ἀμέσως ὅλοι στὰ καθήκοντά μας. Κι αὐτὸν ποῦ στὰ κρεβάτια της Ὑψιπύλης βάλθηκε νὰ γεμίσει την Λῆμνο πιτσιρίκια, ἐνημερῶστε τον ὅτι ἀρκετά .. [βάξις - βλ.λ. βατεύω]".

ΠΙΝΑΚΑΣ: ΗΡΑΚΛΗΣ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΚΑΚΙΑ του Carracci.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.



Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΖΕΥΣ ἡ ΔΙΑΣ; (Ἀνάλυση Ὀνομασίας)


ΖΕΥΣ ἡ ΔΙΑΣ ;

Το ὄνομα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι “Ζεύς” – “Δίας” ἀλλὰ “Ζεύς” – “Ζῆν”

ΖΕΥΣ ἡ ΔΙΑΣ; (Ἀνάλυση Ὀνομασίας)

Ζεύς: Ὁ θεός. Κορνοῦτος ἐν τῷ περὶ Ἑλληνικῆς θεολογίας φησὶν, ὅτι ψυχή ἐστι τοῦ παντὸς κόσμου, παρὰ τὸ ζωὴ καὶ αἰτία εἶναι τοῖς ζῶσι τοῦ ζῆν• καὶ διὰ τοῦτο βασιλεὺς λέγεται τῶν ὅλων, ὡς καὶ ἐν ἡμῖν ἡ ψυχή. ῍Η ὅτι ἔζησε μόνος τῶν τοῦ Κρόνου παίδων, καὶ οὐ κατεπόθη. ῍Η ἀπὸ τοῦ ζῆν καὶ τοῦ ἄω• τὸ γὰρ ζωοποιόν ἐστι πνεῦμα. ῍Η παρὰ τὸ ΖΑ καὶ τὸ αὔω, τὸ βοῶ, ὁ μεγάλως αὔων. ῍Η παρὰ τὸ δέος• φοβερὸς γάρ. ῍Η παρὰ τὸ δεύω, τὸ βρέχω, δεύσω, Δεὺς καὶ Ζεύς• ὑέτιος γὰρ ὁ θεός. ῍Η παρὰ τὴν ζέσιν• θερμότατος γὰρ ὁ ἀήρ. ῍Η παρὰ τὸ ζέω, Ζεὺς, ὡς τρέω Τρεὺς, καὶ Ἀτρεύς. Σημαίνει δὲ τέσσαρα• τὸν θεὸν, ἢ τὸν οὐρανὸν, ὡς τὸ, Ζεὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν Τρῶας• σημαίνει καὶ τὸν Ποσειδῶνα, ὡς τὸ, Ζεὺς δὲ κατὰ πόντον ἐτάραξεν σημαίνει καὶ τὸν καταχθόνιον θεὸν, ὡς τὸ, Ζεύς τε καταχθόνιος. Ὁ Πλούτων, Ἰλιάδος ι. σημαίνει καὶ τὸν ἥλιον, ἵκετ᾽ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς. Διός• ὁ κανών• δύο κανόνες εἰσὶν οἱ μαχόμενοι• ὁ μὲν εἷς λέγει, ὅτι πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον ὀξύτονον μακροκατάληκτον εἰς λῆγον διὰ καθαροῦ τοῦ ΟΣ κλινόμενον τὸν χρόνον τῆς εὐθείας φυλάττει καὶ ἐν τῇ γενικῇ• οἷον, δμὼς, δμωός• θὼς, θωός• καὶ ὤφειλεν εἶναι Ζεὺς, Ζευός• ὁ δὲ ἕτερος λέγει, ὅτι τὰ εἰς «εὺς» διὰ τοῦ «έοσ» κλίνονται• καὶ ὤφειλεν εἶναι Ζεὺς, Ζέος. Τῶν οὖν δύο κανόνων μαχομένων, εἰσῆλθεν ἡ τῶν Βοιωτῶν διάλεκτος, καὶ ἐγένετο Ζεὺς Διός.




(Βλ., Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό στὸ λῆμμα «Ζεὺς»)

Δίας: Παρὰ τὴν Διὸς γενικὴν, Δίας. ῍Η εἷς τῶν Πελοπιδῶν. Γίνεται παρὰ τὸ Δέος, Δεΐας• καὶ ἐν συναλοιφῇ, Δείας, διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου• ὁ δέος ἐμποιῶν. (Βλ., Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό στὸ λῆμμα «Δίας»)




[...] το όνομα του Διός: Ζεύς, Διός, Διί, Δία. Ζῆν, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα. – Τον ὀνομάζουν Δία, δι’ οὐ τα πάντα ἐγένετο, καὶ Ζήνα διότι ἐχάρισε το ζῆν. Ὀνομάζεται ἀκόμη Ζᾶν, Ζῆς, Ζάς, Δίς, Δάν, Δήν, Τήν, Τάν, Σάν, Σδεύς, Δεύς (ἐξ οὐ δεύω=βρέχω). Μία ἐπιγραφή της Κρήτης τον ἀναγράφει καὶ ὡς Ττήνα καὶ μία ἄλλη ὡς Ζήνα Βιδάταν (=Ζήνα Ἰδαίον) ἐκ του ὄρους Ἴδῃ της Κρήτης, ὁπού ἐγεννήθη: Ἴδη, Fίδη, Βίδη.

(Βλ., Ἄννα Τζιροπούλου- Εὐσταθίου «Ὁ ἕν τηι Λέξει Λόγος» σελ. 623, εκδ. Γεωργιάδη)




Ἐπίσης ὁ Σωκράτης στὸν Κρατύλο λέει: ” ἀτεχνῶς γάρ ἐστίν οἷον λόγος τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα, διελόντες δὲ αὐτὸ διχῇ οἱ μὲν τῷ ἑτέρῳ μέρει, οἱ δὲ τῷ ἑτέρῳ χρώμεθα— οἱ μὲν γὰρ “Ζῆνα,” οἱ δὲ “Δία” καλοῦσιν—συντιθέμενα δ᾽ εἰς ἓν δηλοῖ τὴν φύσιν τοῦ θεοῦ, ὃ δὴ προσήκειν φαμὲν ὀνόματι οἵῳ τε εἶναι ἀπεργάζεσθαι. οὐ γὰρ ἔστιν ἡμῖν καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ὅστις ἐστὶν αἴτιος μᾶλλον τοῦ ζῆν ἢ ὁ ἄρχων τε καὶ βασιλεὺς τῶν πάντων. συμβαίνει οὖν ὀρθῶς ὀνομάζεσθαι οὗτος ὁ θεὸς εἶναι, δι ὃν ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχει• διείληπται δὲ δίχα, ὥσπερ λέγω, ἓν ὂν τὸ ὄνομα, τῷ “Διὶ” καὶ τῷ “Ζηνί.“. (Βλ., Πλάτων “Κρατύλος” 396.a.2 – 396.b.3)

Δηλαδή:

“Διότι, πράγματι, το ὄνομα του θεοῦ (Διός) εἶναι λόγος ἀκέραιος, τον ὁποῖο ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι καὶ τον διχοτομοῦν καὶ, ἀφοῦ τον διχοτομήσουν, ἄλλοι μὲν χρησιμοποιοῦν το ἕνα μέρος, ἄλλοι δὲ το ἄλλο – γι’ αὐτὸ ἄλλοι μὲν τον ἀποκαλοῦν “Ζήνα“, ἄλλοι δὲ “Δία” – μέρη πάντως, ποὺ, ἄν ἐνωθοῦν, δηλώνουν ἄμεσος τὴ φύση του θεοῦ, φανερώνοντας δηλαδή ὅ,τι ἀκριβὸς προσήκει στὸ ὄνομα νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖ καὶ νὰ ἀπεργάζεται με μία λέξη: νὰ κάνει. Διότι αἴτιος του ζῆν του δικοῦ μας καὶ του ζῆν ὅλων τῶν ἄλλων ὄντων δὲν εἶναι δυνατόν νὰ’ ναί ἄλλος κανείς, πλὴν ὁ ἄρχων καὶ ὁ βασιλιάς των πάντων, ὁ ἄρχων καὶ ὁ βασιλιάς του σύμπαντος κόσμου. Ὀρθότατα, λοιπόν, ὀνομάζεται ὅπως ὀνομάζεται ὁ θεός αὐτὸς, στὸν ὁποῖο ὀφείλουν αἰωνίως το ζῆν τους ὅλα τα ζωντανά ὄντα. Το δὲ ὄνομα του, ἐνῶ είταν ἕνα, ἐνιαίο καὶ ἀκέραιο, ἔχει διχοτομηθεῖ, ἔχει διαιρεθεῖ, ὅπως εἶπα, σε δύο ὀνόματα: στὸ “Δία” καὶ στὸ “Ζήνα”.




Απόδοση από τις εκδόσεις Πόλις.




“Τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ἔθος ἦν τοῖς Πυθαγορείοις τῷ τοῦ Διὸς καὶ Ζηνὸς ὀνόματι σεμνύνειν. δι’ ὃν γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῇν τοῖς πᾶσιν ὑπάρχει, τοῦτον δίκαιον ἀπὸ τῆς ἐνεργείας ὀνομάζεσθαι“. (Βλ., Ἱεροκλῆς “Ὑπόμνημα εἰς τα Χρυσά Ἔπη τῶν Πυθαγορειών, 25″) .

Δηλαδή:

“Ἦταν συνήθεια των Πυθαγορείων νὰ ἐξυμνοῦν τον δημιουργό καὶ πατέρα τούτου του σύμπαντος με το ὄνομα του Διός καὶ Ζηνός. Διότι αὐτὸς λόγῳ του ὁποίου τα πάντα ἀποκτοῦν “εἶναι”=ὕπαρξη καὶ ζωή, εἶναι δίκαιο νὰ ὀνομάζεται ἀπὸ αὐτὴ την ἐνέργειά του”.

"Εἷς δὲ ὢν πολυώνυμός ἐστι, κατονομαζόμενος τοῖς πά θεσι πᾶσιν ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ. Καλοῦμεν γὰρ αὐτὸν καὶ Ζῆνα καὶ Δία, παραλλήλως χρώμενοι τοῖς ὀνόμασιν, ὡς κἂν εἰ λέγοιμεν δι᾽ ὃν ζῶμεν."


(Βλ., Αριστοτέλης «Περί Κόσμου» 401a.12-15)


Δηλαδή:




Ἕνας εἶναι (ὁ θεός) ἀλλὰ ἔχει πολλά ὀνόματα, καὶ κατονομάζεται ἀπὸ τις καταστάσεις ποῦ ὁ ἴδιος δημιουργεῖ. Τον καλοῦμε καὶ Ζήνα καὶ Δία, χρησιμοποιῶντας παράλληλα τα ὀνόματα, σὰν νὰ λέμε “δι’ ὄν ζῶμεν” (αὐτὸς διὰ του ὁποίου ζοῦμε).

Ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι Ζεὺς (Ζαν), Διός, Διί, Δία, Ζεῦ καὶ Ζῆν, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα.

Ἄν κάποιος δεῖ, ὅσα κείμενα φυσικά μπορέσει, θὰ διαπιστώσει ὅτι η λέξη “Δίας” δὲν βρίσκεται σε ὀνομαστική κλίση. Ὅταν εἶναι ὀνομαστική, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγω το Ζεὺς ἡ το Ζῆν.

Το σημαντικό ὅμως δὲν εἶναι ἕν τέλει πῶς γράφεται, ἀλλὰ αὐτὸ πού λέει ὁ Πλάτων, ὅτι το ὄνομα δὲν εἶναι διαφορετικό, ἀλλὰ «ἓν ὂν τὸ ὄνομα», του Διός – Ζηνός!