Εἴπατε τῷ βασιλῆϊ , χαμαί πέσε δαίδαλος ἄϋλά, Οὐκέτι Φοῖβος έχει καλύβην οὐ μαντίδα δάφνην, οὐ παγάν λαλέουσαν, ἀπέσβεστο καὶ λάλον ὕδωρ.»
Δηλαδή: «Πεῖτε στὸν βασιλιά, ὅτι στὸ χῶμα κείτεται ὁ ἔντεχνος αὐλὸς, ὁ Φοῖβος δὲν ἔχει πιὰ κατοικία, οὔτε δάφνη μαντική, οὔτε πηγή ὁμιλοῦσα. Χάθηκε καὶ το νερό ποὺ μιλοῦσε»
Αὐτὸς ὁ χρησμός παρουσιάζεται πολλές φορές σὰν ὁ τελευταῖος χρησμός του μαντείου τῶν Δελφῶν. Ὑποστηρίζεται ὅτι δόθηκε στὸν Ὀρειβασίο, ἀπεσταλμένος του αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ στοὺς Δελφούς, το 362 κ.ε. Χρησιμοποιεῖται κατά κόρον γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ ἐθνικὴ λατρεία, ἡ λατρεία δηλαδή τῶν Ἑλλήνων, εἶχε ἀρχίσει νὰ καταρρέει καὶ ὅτι ἀπὸ τότε ὁ ἑλληνισμός ἄρχισε νὰ ὑπηρετεῖ το λόγο του χριστιανικοῦ θεοῦ.
Ἂς δοῦμε πρῶτα κατά πόσο αὐτὸς ἤτανε καὶ ὁ τελευταῖος χρησμός του μαντείου. Οἱ ἴδιες οἱ χριστιανικές πηγές ἀναφέρουνε ὅτι το μαντεῖο χρησμοδότησε καὶ μετά τον τελευταῖο χρησμό. Ὁ Θεοδώρητος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ Ἰουλιανός ἀποφάσισε νὰ ἐκστρατεύσει κατά τῶν Περσῶν «πέμψας δὲ εἰς Δελφοὺς καὶ Δῆλον καὶ Δωδώνην καὶ τὰ ἄλλα χρηστήρια, εἰ χρὴ στρατεύειν ἐπηρώτα τοὺς μάντεις», ἔστειλε δηλαδή ἀνθρώπους νὰ ρωτήσουνε στὴ Δῆλο, στὴ Δωδώνη καὶ στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν ἄν ἔπρεπε νὰ ἐκστρατεύσει.
Γιατί νὰ στείλει ἀνθρώπους στοὺς Δελφούς ἄν το μαντεῖο εἶχε ἤδη σταματήσει νὰ χρησμοδοτεῖ; (Σημείωση: ὁ Ὀρειβάσιος εἶχε σταλεῖ στὸ μαντεῖο το 362 κ.ε. ἐνῶ ὁ Ἰουλιανός βάδισε πρὸς την Ἀντιόχεια στὶς 5 Μαρτίου του 363 κ.ε.)
Παρακάτω ξανά ἐπιβεβαιώνει ὁ Θεοδώρητος τὴ λειτουργία του Δελφικοῦ μαντείου λέγοντας «θεὸν καὶ τῶν Μουσῶν ἀρχηγέτην τὸν Πύθιον ὀνομάζοντες». Ὅπως σημειώνει καὶ ὁ E.A. Thompson οἱ λέξεις «τον Πύθιον» δὲ θὰ εἴχανε νόημα ἄν ἐπρόκειτο γιὰ το μαντεῖο της Δωδώνης ἡ της Δήλου, ἀλλὰ δηλώνει ξεκαθάρως ὅτι πρόκειται γιὰ το μαντεῖο τῶν Δελφῶν.
Ὑπάρχουνε λοιπόν διαρρήδην μαρτυρίες ὅτι το μαντεῖο συνέχισε νὰ χρησμοδοτεῖ καὶ μετά τον τελευταῖο χρησμό. Εἶναι πολύ πιθανόν δὲ το Δελφικό μαντεῖο νὰ συνέχισε τὴ λειτουργία του μέχρι καὶ το 391, ὅταν καὶ ὁ Θεοδόσιος με τα ἔδικτά του διέταξε το κλείσιμο ὅλων τῶν μαντείων καὶ ἀπαγόρευσε τὴ μαντική.
Ἀφοῦ ἐκαταρρίφθη λοιπόν το ψεῦδος περί του τελευταίου χρησμοῦ ἄς δοῦμε κατά πόσο ἡ ἀπάντηση της Πυθίας εἶναι ἀληθινή. Κατ’ ἀρχὰς νὰ ποῦμε ὅτι αὐτή ἡ ἀπάντηση δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ κανέναν ἄλλο συγγραφέα ἐκτὸς του Κεδρηνού (ὁ ὁποῖος γράφει 800 ἔτη ἀργότερα ἀπὸ την ἐποχῆ ποῦ ὑποτίθεται ὅτι δίδεται ὁ χρησμός) καὶ στὸ ἔργο «Μαρτύριον Ἀρτεμίου» (S. Artemii Passio) το ὁποῖο ἀποδίδεται στὸν ἐκκλησιαστικό συγγραφέα Φιλοστόγιο ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι οὔτε αὐτόπτης ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτήκοος μάρτυρας του χρησμοῦ ἀφοῦ γεννήθηκε μετά τὴ χρησμοδότηση του μαντείου καὶ γράφει ἀρκετά ἔτη ἀργότερα.
Μία ἄλλη πηγή ποῦ ἀναφέρει κάτι παρόμοιο εἶναι καὶ ὁ Εὐσέβιος Καισάρειας λέγοντας «σεσίγηται γοῦν ἡ Κασταλίας πηγὴ.." Ἀλλὰ ὁ Εὐσέβιος γράφει σαράντα ἔτη πρὶν τον χρησμό ποῦ μελετᾶμε ἐδῶ πέρα. Το «Εὐαγγελικη Προπαρασκευή» (Praeparatio Evangelica) γράφτηκε μεταξύ 313 καὶ 324, ἐνῶ ὁ χρησμός δώθηκε το 362. Ἐδῶ δηλαδή ὑπάρχει μία σύγχυση. Συμφώνως με τον Εὐσέβιο, το μαντεῖο ἐσίγασε (εἶχε σταματήσει δηλαδή νὰ δίδει χρησμούς) πρίν ἡ ἀκριβῶς το 324. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Φιλοστόργιος καὶ μας λέει ὅτι δὲ σταμάτησε το μαντεῖο νὰ χρησμοδοτεῖ πρὶν το 324 ἀλλὰ το 362, ὅταν ὁ Ὀρειβᾶσιος το ἐπισκέφθηκε. Καὶ στὸ τέλος ἔρχεται καὶ ὁ Θεοδώρητος νὰ τους διαψεύσει καὶ τους δύο λέγοντας ὅτι μέχρι καὶ το 363 συνέχισε νὰ χρησμοδοτεῖ. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τρεῖς ἐκκλησιαστικές πηγές. Οὔτε οἱ ἴδιοι δὲν ξέρουνε τι γράφουνε. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ μας βάζουνε σε σκέψεις γιὰ τὴ φερεγγυότητα των λόγων τους.
Γιὰ νὰ δοῦμε την περίπτωση του Κεδρηνοῦ. Δὲν εἶναι γνωστό ἀπὸ ποῖες πηγές ἀντλεῖ τις πληροφορίες του ὁ Κεδρηνός. Ὑπάρχουνε ὅμως νύξεις γιὰ τον ἱστορικό Ἀγαθία. Σε ἕνα σημεῖο ποῦ μιλάει γιὰ το μαντεῖο καὶ το χρησμό του Ἰουλιανοῦ γιὰ την περσική ἐκστρατεία, λέει «Ἰουλιανὸς δὲ μαντείαις καὶ θυσίαις καὶ ἐπῳδαῖς δαιμόνων καὶ ἀπάταις φραξάμενος, ὡς φησὶν Ἀγαθίας, κατὰ Περσῶν ἐστράτευσεν, ὅτε καὶ χρησμὸν ἔλαβεν». Ὑπάρχουνε δηλαδή ὑπόνοιες ὅτι ὁ Κεδρηνός ἀρύεται τις πληροφορίες του ἀπὸ τον Ἀγαθία (ὁ ὁποῖος παρεμπιπτόντως γράφει δύο αἰῶνες μετά τον ἀποτιθέμενο χρησμό). Ἀλλὰ ὁ Cameron στὸ ἔργο του «Agathias and Cedrenus on Julian» ἀπέδειξε ὅτι ὄχι μόνο δὲν ἀντλεῖ τις πληροφορίες του ὁ Κεδρηνός ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τον Ἀγαθία, ἀλλὰ τις παίρνει ἀπὸ το ἀνώνυμο χρονικό του «Cod. Par. gr. 1712»σε αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ὁ Kaegi). Ὁ Cameron με ἐνάργεια καὶ σαφήνεια προτείνει ἐπίσης ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ χρησμοί δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά χριστιανικά χαλκεύματα ποῦ ἀποσκοποῦνε στὸ νὰ καταδείξουνε το ψεῦδος των μαντείων τα ὁποία ὁ Ἰουλιανός ἐμπιστευότανε. το ὁποῖο γράφτηκε τον 10ο αἰῶνα καὶ ἔχει σχεδόν μηδενική ἀξία γιὰ τα γεγονότα ποῦ διαδραματίζονται στὸν 4ο αιώνα
Γίνεται σαφές ἀπὸ τα παραπάνω ὅτι ὁ Κεδρηνός οὔτε εἶναι, ἀλλὰ οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐχέγγυα καὶ ἀξιόπιστη πηγή γιὰ τον ὑποτιθέμενο χρησμό.
Γιὰ νὰ δοῦμε τώρα τι λέει ὁ Φιλοστόργιος. Τα λόγια ποῦ παραθέτει λένε ὅτι ὁ Ἀπόλλωνας δὲν ἔχει πλέον κατοικία καὶ ὅτι ἡ μαντική ἱκανότητά του ἔχει πιὰ σβήσει ἀπὸ τους Δελφούς. Ὅπως πολύ ὀρθῶς ἐπισημαίνει ο Bowra αὐτὰ τα λόγια γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινά προϋποθέτουνε την ἐρήμωση τῶν Δελφῶν. Το «δαίδαλος ἄϋλά» εἶναι ὁ ναός του Ἀπόλλωνος καὶ ἡ «καλύβα» το ἱερὸ ἄδυτό του ναοῦ. Ἀφοῦ ὁ ναός ἔχει πέσει στὸ ἔδαφος καὶ το ἱερὸ ἄδυτο δὲν ὑπάρχει τότε θὰ πρέπει νὰ ἔχουνε ἰσοπεδωθεῖ καὶ οἱ Δελφοί, πρᾶγμα το ὁποῖο ὅμως δὲν ἰσχύει.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε ρημάξει τους Δελφούς κατακλέβοντας πολλούς ἀπὸ τους θησαυρούς του , παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ Δελφοί διατηρούσανε ἀκόμα την αἴγλη τους καὶ δὲν εἴχανε ἐρειπωθεῖ. Ὑπήρχανε ἀκόμα ἀνδριάντες του Κωνσταντίνου, του Κωνστάντιου καὶ του Ἰουλιανοῦ, το ὁποῖο μαρτυρεῖ ὅτι οἱ Δελφοί ἐπιζούσανε καὶ ὅτι το μέρος ἔχαιρε σεβασμοῦ. Ὁ Ἡμέριος ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι γινότανε ἀκόμη ἱεροπραξίες στὸ ναό την ὁποία ἀναφορά του Ἡμερίου ὁ Bowra τὴ χρονολογεῖ στὶς ἀρχὲς της βασιλείας του Ἰουλιανοῦ. Στὴν πραγματικότητα οἱ Δελφοί ἤτανε ἀκόμα ἀκμαῖοι καὶ χρησμοδοτούσανε τουλάχιστον μέχρι το 384, ὅταν ὁ Κλαυδιανός ἀπευθυνόμενος στὸν αὐτοκράτορα Ὀνώριο καὶ ἀναφερόμενος στὴ γέννησή του (του Ὀνωρίου), λέει ὅτι ἔσπασαν τὴ σιωπή τους οἱ Δελφοί καὶ ὁ Κερασφόρος Ἄμμωνας. Ἡ δήωση τῶν Δελφῶν πρέπει νὰ ἄρχισε ἐκείνη την περίοδο με τους ἀλάστορες Θεοδόσιο καὶ Κυνήγιο καὶ νὰ ἀποτελειώθηκε με τον Ἀρκάδιο.
Ἴσως κάποιοι νὰ ἀναλογιστοῦνε ὅτι το μαντεῖο εἶχε ἤδη σιωπήσει ὡς ἀποτέλεσμα του εἰδεχθές Θεοδοσιανού Κώδικα 9.16.4 (Κωνστάντιος: «sileat omnibus perpetuo divinandi curiositas»). Ἀλλὰ αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἀναιρεῖ την παράθεση του Φιλοστόργιου· ἄν το μαντεῖο εἶχε ὄντως σωπάσει τότε πώς ἔδωσε το χρησμό ποῦ ἀναφέρει ὁ Φιλοστόργιος;
Ο Bowra εἶναι σαφής: «εἶναι ἀδύνατον νὰ πιστέψουμε ὅτι αὐτὸ το κείμενο εἶναι χρησμός. Δὲν ταιριάζει οὔτε στοὺς Δελφούς οὔτε στὴν προσπάθεια του Ἰουλιανοῦ νὰ ἀναζωογονήσει την ἐθνικὴ λατρεία. Παρά την ἀδιαμφισβήτη δύναμή του, εἶναι μία πλαστογραφία, ἕνα ποίημα ποῦ μεταμφιέζεται σὰν χρησμός, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐξυπηρετεῖ ἄλλες ἀνάγκες» καὶ στὶς λέξεις «λαλέουσαν» καὶ «λάλον» ὑπάρχει περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἴχνος γιὰ προσβολή καὶ ἡ ἐπανάληψη του λαλ- ἰσχυροποιεῖ την ὑπόνοια ὅτι ὁ χρησμός του μαντείου δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ φληναφήματα καὶ ἀσυναρτησίες. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τον τρόπο ποῦ ὁ Ἀρτέμιος ξεστομίζει τις φράσεις [σσ. ὁ Ἀρτέμιος ἐκστομίζει τις προτάσεις του χρησμοῦ ἐνῶ εἶναι σε ἀπελπιστική θέση καὶ δικάζεται γιὰ τὴ ζωή του] γιὰ νὰ ἀποδείξει την ἀχρηστία του Ἀπόλλωνος στὸν Ἰουλιανό. Ὁ Φιλοστόργιος εἶδε το ἀρνητικό πνεῦμα του χρησμοῦ καὶ ἄν σκεφτοῦμε χωρίς προκαταλήψεις θὰ δοῦμε ὅτι ὁ χρησμός ἀκούγεται σὰν νὰ λοιδορεῖ τον αὐτοκράτορα ποῦ ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τους ἴδιους του τους θεούς. Σε αὐτὴ την περίπτωση θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπὸ χριστιανό γιὰ νὰ δείξει τὴ ματαιότητα της πίστεως του Ἰουλιανοῦ στὸ μαντεῖο.
Κανένας χριστιανός δὲ θὰ εἶχε πρόβλημα νὰ παρουσιάσει σὰν ἄχρηστο το μαντεῖο· τον Ἀπόλλωνα τον θεωρούσανε δαίμονα, δὲ θὰ ἀρνούτανε την ὑπάρξη του, καὶ νὰ τον κάνουνε [τον Ἀπόλλωνα] νὰ παραδεχτεῖ την ἴδια του την ἧττα θὰ ἤτανε πολύ ἑλκυστικό γιὰ τους χριστιανούς. Φαίνεται ὅτι ὁ χρησμός εἶναι χριστιανική ἀπάτη ποῦ ἔχει ὥς σκοπό νὰ δραματοποιήσει καὶ νὰ πείσει τους χριστιανούς νὰ δεχτοῦνε την κατάσταση [την παρακμή δηλαδή του ἑλληνισμοῦ] σὰν ἀληθινή. Αὐτὸ ποῦ κάνει το κείμενο του χρησμοῦ μοναδικό δέν εἶναι ἡ μελαγχολία γιὰ το ἀνέκκλητο παρελθόν ἀλλὰ ἡ παρόρμηση νὰ καταδείξει την ἀχρηστία τῶν δελφικῶν ἀξιώσεων, ἔτσι ὅπως ὁ Ἰουλιανός μέσα στὴν εὐπιστία του εἶχε ἐνισχύσει καὶ πιστέψει.
Καὶ καταλήγει ὁ Bowra «Αὐτὴ ἡ πλαστογράφηση του δελφικοῦ χρησμοῦ, ὥστε νὰ συνάδει με τὴ χριστιανική πολεμική, δὲν εἶναι μοναδική. Ὁ Εὐσέβιος, ποῦ πέθανε γύρω στὸ 340, ἐπίσης μας παραδίδει ἕναν ὑποτιθέμενο (σ.σ. alleged στὸ πρωτότυπο) χρησμό ποῦ ἔδωσε ἡ Πυθία στὸν Αὔγουστο, στὸν ὁποῖο ὁ θεός λέει ὅτι με τὴ διαταγή ἑνός «Ἑβραίου παιδιοῦ» (σ.σ. παῖς Ἑβραῖος στὸ πρωτότυπο) θὰ πρέπει νὰ πάει πίσω στὸν Ἄδη. (ap. Cedr. 1, p. 320 BEKKER)»
Ψεῦδος λοιπόν ὁ ἀποτιθέμενος χρησμός
.