Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Ο σκοπός του Εθνικού Ύμνου των Ελλήνων - Τι έγινε σαν σήμερα

Ο σκοπός του Εθνικού Ύμνου των Ελλήνων - Τι έγινε σαν σήμερα

    Παρασκευή, 04 Αύγουστος 2017 15:09
    Ο σκοπός του Εθνικού Ύμνου των Ελλήνων - Τι έγινε σαν σήμερα

    Ήταν 4 Αυγούστου του 1865,

    όταν ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού, καθιερώθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.
    Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» είναι ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), και οι δύο πρώτες στροφές του, σε μουσική του Νικολάου Μάντζαρου (1795-1872), αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (1865) και της Κύπρου (1966).
    Ο Ύμνος εις την Ελευθερία γράφτηκε από τον 25χρονο Σολωμό στη Ζάκυνθο, σε μία περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης.
    Αφορά κάτι που θα γίνει στο μέλλον από εκείνον που θα γνωρίσουμε από «από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», και «από την όψη που με βία μετράει την γη».
    Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
    κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
    'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
    γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
    Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
    περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
    Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
    το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
    Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
    Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
    Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
    και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
    Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
    να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
    Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
    δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
    'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
    άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
    ΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
    «σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
    Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
    ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
    Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
    σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
    Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
    πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
    εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,
    εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
    και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.
    ΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
    και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.
    Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
    κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
    μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
    και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
    Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
    και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
    Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
    και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.
    Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
    κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
    Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
    και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.
    Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
    που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·
    και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
    έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.
    ΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
    δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
    σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
    εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·
    οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
    να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.
    Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
    στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.
    Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
    περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
    τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
    κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
    Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
    ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
    Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
    τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.
    Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
    κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.
    Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν' πολλά·
    δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά;
    Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά.
    για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά 'βρει η συμφορά!
    Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή·
    το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί.
    Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί;
    Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί.
    Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
    τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
    Εκεί μέσα ακαρτερείτε την αφεύγατη φθορά·
    να, σας φθάνει· αποκριθείτε στης νυκτός τη σκοτεινιά!
    Αποκρίνονται και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριά
    από ράχη εκεί σε ράχη αντιβούιζε φοβερά.
    Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών,
    ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών.
    Α, τι νύκτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός!
    ΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός.
    Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
    ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί,
    και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
    επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά·
    Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
    κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί.
    'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη η εντάφια συντροφιά,
    σαν το ρούχο οπού σκεπάζει τα κρεβάτια τα στερνά.
    Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
    όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.
    Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
    σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
    Θαμποφέγγει κανέν' άστρο και αναδεύοντο μαζί,
    ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.
    'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα μες στο δάσος το πυκνό,
    όταν στέλνει μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό,
    Eάν οι άνεμοι μες στ' άδεια τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
    σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
    Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν' αίματα πηχτά,
    και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά·
    και χορεύοντας μανίζουν εις τους ΄Ελληνες κοντά,
    και τα στήθια τους εγγίζουν με τα χέρια τα ψυχρά.
    Εκειό το έγγισμα πηγαίνει βαθειά μες στα σωθικά,
    όθεν όλη η λύπη βγαίνει και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
    Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,
    σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά.
    Κτυπούν όλοι απάνου κάτου· κάθε κτύπημα που εβγεί
    είναι κτύπημα θανάτου χώρις να δευτερωθεί.
    Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχή
    απ' το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί.
    Της καρδίας κτυπίες βροντάνε μες στα στήθια τους αργά,
    και τα χέρια όπου χουμάνε περισσότερο ειν' γοργά.
    Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι, ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
    γι' αυτούς όλους το παν είναι μαζωμένο αντάμα εκεί.
    Τόση η μάνητα κι η ζάλη, που στοχάζεσαι μη πως
    από μία μεριά και απ' άλλη δεν είν΄ ένας ζωντανός.
    Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
    Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,
    και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
    και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά.
    Προσοχή καμία δεν κάνει κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
    πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;
    Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
    Δεν αισθάνονται τον κόπο και λες κι είναι εις την αρχή.
    Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
    και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
    Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
    και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».
    Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
    παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.
    Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
    'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι εις την τέταρτην αυγή.
    Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
    και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.
    Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
    στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι· δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
    εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
    Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί
    τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί.
    Τρέχουν άρματα χιλιάδες σαν το κύμα εις το γιαλό,
    αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό.
    Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·
    τα παιδιά σας θελ' ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας.
    'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται και με πάτημα τυφλό
    εις την Κόρινθο αποκλειούνται κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
    Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,
    που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·
    και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού
    τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.
    Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.
    εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.
    Στη σκια χεροπιασμένες, στη σκια βλέπω κι εγώ
    κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό.
    Στο χορό γλυκογυρίζουν ωραία μάτια ερωτικά,
    και εις την αύρα κυματίζουν μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
    Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος καθεμιάς
    γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
    Μες στα χόρτα, τα λουλούδια, το ποτήρι δεν βαστώ·
    φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
    μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
    Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
    και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,
    «σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
    Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά.
    Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
    γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό.
    Αγρικάει την ψαλμωδία οπού εδίδαξεν αυτή·
    βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
    Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
    κι άρματ', άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ!
    Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,
    και μακρίθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.
    Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
    φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
    Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
    σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς.
    Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς:
    «Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
    Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: "Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
    πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;
    Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
    κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
    Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς,
    χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δέντρα και θνητούς.
    Και το παν το κατακαίει, και δεν σώζεται πνοή,
    πάρεξ του άνεμου που πνέει μες στη στάχτη τη λεπτή"».
    Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού Του εισ' αδελφή;
    Ποιος είν' άξιος να νικήσει ή με σε να μετρηθεί;
    Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
    που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.
    Την αισθάνονται και αφρίζουν τα νερά, και τ' αγρικώ
    δυνατά να μουρμουρίζουν σαν ρυάζετο θηριό.
    Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες στη ροή
    και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή
    να αποφύγετε; Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό·
    εκεί ευρήκατε το μνήμα πριν να ευρείτε αφανισμό.
    Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας εχθρού,
    και το ρεύμα γαργαρίζει τες βλασφήμιες του θυμού.
    Σφαλερά τετραποδίζουν πλήθος άλογα, και ορθά
    τρομασμένα χλιμιντρίζουν και πατούν εις τα κορμιά.
    Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
    ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί.
    Κεφαλές απελπισμένες, με τα μάτια πεταχτά,
    κατά τ' άστρα σηκωμένες για την ύστερη φορά.
    Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη του Αχελώου νεροσυρμή-
    το χλιμίντρισμα και οι κρότοι και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
    Έτσι ν' άκουα να βουίξει τον βαθύν Ωκεανό,
    και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα αγαρηνό!
    Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία μες στους λόφους τους επτά,
    όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,
    σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του Θεού,
    κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.
    Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει, κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
    μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά.
    Ένα λείψανο ανεβαίνει τεντωτό, πιστομητό,
    κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει και δεν φαίνεται, και πλιο
    και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός·
    πάντα, πάντα περισσεύει· πολύ φλοίσβισμα και αφρός.
    Α, γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;
    Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί,
    το Θεόν ευχαριστούσε στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
    και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός.
    Ακλουθάει την αρμονία η αδελφή του Ααρών,
    η προφήτισσα Μαρία, μ' ένα τύμπανο τερπνόν
    και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές,
    τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές.
    Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
    Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
    όμως, όχι, δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σε.
    Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει κύματ' άπειρα εις τη γη,
    με τα οποία την περιζώνει, κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
    Με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή·
    κάθε ξύλο κινδυνεύει και λιμνιώνα αναζητεί.
    Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη και το λάμψιμο του ηλιού,
    και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού.
    Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο, στην ξηράν εσύ ποτέ·
    όμως όχι δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σέ.
    Περνούν άπειρα τα ξάρτια, και σαν λόγγος στριμωχτά
    τα τρεχούμενα κατάρτια, τα ολοφούσκωτα πανιά.
    Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις, και αγκαλά δεν είν' πολλές,
    πολεμώντας, άλλα διώχνεις, άλλα παίρνεις, άλλα καις.
    Μ' επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ,
    και θανάσιμον τινάζεις εναντίον τους κεραυνό.
    Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει, και σηκώνει μια βροντή,
    και το πέλαο χρωματίζει με αιματόχροη βαφή.
    Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι και δεν μνέσκει ένα κορμί·
    χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.
    Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
    και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.
    Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε τώρα πλέον δεν τες πατεί,
    και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
    'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
    κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος ωσάν να 'τανε φονιάς!
    'Εχει ολάνοικτο το στόμα π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
    τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί
    η κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν να αδικηθεί,
    εις οποίον δεν πολεμήσει κι ημπορει να πολεμει
    Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις τη γη,
    και μουγκρίζοντας ανάβει την αιώνιαν αστραπή.
    Η καρδιά συχνοσπαράζει. Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
    να σωπάσω με προστάζει με το δάκτυλο η θεά.
    Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ' ανησυχιά·
    προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά:
    «Παλληκάρια μου, οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
    και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.
    Απ' εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική,
    αλλά ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί.
    Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
    κουρασμένοι από τη νίκη, αχ, το νου σάς τυραννεί.
    Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
    καθενός χαμογελάει, "πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
    Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·
    μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
    Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
    πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
    Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
    "Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".
    Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθεί
    για θρησκεία και για πατρίδα όμοιαν έχει την τιμή.
    Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
    σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά.
    Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·
    πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
    Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε ένα Σταυρό
    και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»
    Το σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο, και γι' αυτό
    ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό.
    Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούν
    και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν.
    Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό,
    που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ.
    Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;
    Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.
    Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά·
    δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
    Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε να αποκτήσομεν εμείς
    λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;
    Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
    Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"».


    Σχετική Ενημέρωση

    Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

    ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

                                                         ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
                                                    ΑΤΤΙΚΗ    --                  ΣΠΑΡΤΗ
                                              ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ   --         ΚΑΡΝΕΙΟΣ

    Μεταγειτνιών: δεύτερος μὴν παρὰ Άθηναίοις · ἐν δὲ τούτο Άππόλων , μεταγειτνίω θύουσιν ,<< ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΙΔΑ >>
    Μεταγειτνιών:    μην Άθήνασι δεύτερος ώνομάσθαι δὲ φασιν ἀπὸ τῆσ μεταβάσεως της εἰσ τὸ ἄστυ ταύτης τῶ μηνὶ τούτω γενομένης ὑπὸ θησέως
     
    Μεταγειτνιών ὀνομάζεται ὁ δεύτερος μῆνας τῶν Ἀθηναίων διότι κατ αὐτὸν θυσιάζουν στὸν Μεταγείτνιον Ἀπόλλωνα ,                 { Λέγεται ὅτι ὁνομάσθηκε ἔτσι  ἀπὸ τὴν μετάβαση τοῦ θησέως εἰς τὸ ἄστυ ( στὴν πόλη ) ἡ ὁποία ἔγινε κατὰ τον μῆνα αὐτόν



    Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

    Δεν ξεχνώ... Κύπρος 1974 Ά Μοίρα Καταδρομών, επιχείρηση ΝΙΚΗ

    Δεν ξεχνώ... Κύπρος 1974 Ά Μοίρα Καταδρομών, επιχείρηση ΝΙΚΗ
    Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
    ΑΥΤΟΙ είναι οι ΝΕΚΡΟΙ του Ηρωϊκού 336 Τάγματος στην ΛΕΥΚΩΣΙΑ                               Η κυπριακή τραγωδία με το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Μακάριου και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι και όσο κι σν προσπαθήσουν δεν πρέπει και δεν μπορεί να ξεχαστεί. Μέσα στο κλίμα προδοσίας και διάλυσης αναδείχτηκαν ηρωϊκές μορφές που πολέμησαν και υπερασπίστηκαν μόνοι και αβοήθητοι ότι μπορούσαν. Και κατάφεραν πολλά.                                                              Η ιστορία του 336 Τάγματος είναι συγκλονιστική. Πρόκειται για το τάγμα που υπερασπίστηκε την Λευκωσία υπό τις διαταγές του Δημήτρη Αλευρομάγειρου.                  Ο στρατηγός Δημήτρης Αλευρομάγειρος, σύμφωνα με το onAlert.gr, είχε μιλήσει στο Onalert για τους υπερασπιστές της Λευκωσίας . Τους άνδρες του 336 Τάγματος που είχε την τιμή να διοικήσει και τους οδηγήσει στην μάχη έναντι των τουρκικών στρατευμάτων που με λύσσα προσπαθούσαν να σπάσουν τις γραμμές άμυνας και να πάρουν όλη τη Λευκωσία.                                                                                                                              Η σκηνή που περιέγραψε με τους διοικητές των τμημάτων που μάχονταν να δίνουν όρκο πάνω στα Φυλακισμένα Μνήματα, είναι συγκλονιστική . Όρκο ότι οι Τούρκοι δεν θα πατήσουν στον ιερό χώρο. Όρκο που τήρησαν χάνοντας πολλά παλλικάρια στρατιώτες που δεν σκέφτηκαν ουτε λεπτό να φύγουν.                                                                                                                                                                                                                     Κάτω από το βίντεο, οι φωτογραφίες και τα ονόματα των ηρώων ,αλλά και η τελευταία 
    ημερήσια διαταγή του Δημήτρη Αλευρομάγειρου.                                                                 Δείτε πως ο στρατηγός Αλευρομάγειρος περιγράφει τη σκηνή και με πόσο σεβασμό και δέος αναφέρεται -το έκανε πολλές φορές στην συνέντευξη- στους νεκρούς στρατιώτες του                                                                                                                                                                                                                                                                                                    

    Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

    Η στάση τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων ἔναντι τῶν προδοτῶν


    Η ΑΝΙΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


    Παίρνοντας γιὰ βάση το ἔντονο πολιτειακό αἴσθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τις ἱεροπραξίες τους, καταλαβαίνουμε, γιατί ἡ προδοσία χαρακτηριζόταν σὰν το πιὸ βαρύ ἔγκλημα. Κι ἄν ἐμβαθύνουμε στὸ γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ προδότες, μετά την ἀτιμωτική ἐκτελέση τους, δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ταφοῦν, θὰ καταλάβουμε πόσο μεγάλη, πόσο συντριπτική ἦταν ἡ ποινή πού τους ἐπιβαλλόταν.

    Με την προδοσία στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα προσβαλλόταν, ἀνίερα κι ἀνεπανόρθωτα, ἡ βαθύτατη ἠθική ἀντίληψη γιὰ την πολιτειακή εὐδαιμονία καὶ σταθερότητα. Ἀκόμα κι ἄν δὲν εἶχε ἔμπρακτα ἀποτελέσματα ἡ προδοσία. Ἔφτανε ἡ πρόθεση, ἡ ἁπλῆ διάθεση. Ἔτσι, ὁ προδότης δὲν εἶχε θέση οὔτε στὴ ζωή οὔτε στὸ θάνατο. Δὲν τον

    θεωροῦσαν οὔτε καὶ τυπικά οὔτε «κατ” ἀνοχὴν» ἄνθρωπο, παρά κάτι σὰν ἀπαίσια τερατικό γιὰ την ἱερὴ παράδοση κι ἀφάνταστα ἐπικίνδυνο γιὰ τις ὁμαλές σχέσεις της πολιτείας. Κι ἔπρεπε, φυσικά, ὄχι μόνο νὰ χαθεῖ, ἀλλὰ κι ἡ ἐφιαλτική μνήμη του νὰ γίνεται πάντα ἀντικείμενο «μαύρης κατάρας». Ἔπρεπε, με το «κατακουρέλιασμα της «βρωμερῆς» ὑπόστασης του», νὰ θεωρηθεῖ χτυπητό «παράδειγμα πρὸς ἀποφυγήν».

    Το ἡρωικό ἑλληνικό ἔπος δέχεται γιὰ τον προδότη την ταφή, κι ὁ ἀθηναϊκός νόμος, κατά την ἱστορική περίοδο, πρόβλεπε πέταμα των ἐκτελεσμένων προδοτῶν μακριά ἀπὸ την πολιτεία. Η καλλιεργημένη φαντασία τῶν Ἀθηναίων διαμόρφωνε πολύ παραστατικούς τους μύθους γιὰ την περιφρόνηση πού ἔδειχναν οἱ πρόγονοι στοὺς προδότες. Ο Δημοσθένης (18, 204) ἀναφέρει πώς οἱ Ἀθηναῖοι κάποιον Κυρσίλο, πού δέχτηκε νὰ ὑποκύψει στὶς ἐπιταγές του Ξέρξη, τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, κι οἱ γυναῖκες ἔκαμαν το ἴδιο στὴ σύζυγο του. Οἱ Ἀρκάδες, κατά τον Παυσανία (4, 22, 4), σκότωσαν, ἐπίσης με πέτρες, τον Ἀριστοκράτη καὶ τον ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τα σύνορα ἀφήνοντας τον ἄταφο, ἐπειδή πρόδωσε τα μυστικά τους στοὺς Σπαρτιᾶτες. Ἔχουμε, ἀκόμα, καὶ τὴ διήγηση του Λυκούργου (112, 115), ὅπου κι αὐτοί, πού ὑπερασπίστηκαν τον προδότη καὶ φίλο τῶν Σπαρτιατῶν ὀλιγαρχικό Φρύνιχο, κηρύχτηκαν ἔνοχοι, θανατώθηκαν, καὶ τα ὀστᾶ τους, ὅπως καὶ του Φρύνιχου, πετάχτηκαν ἕξω ἀπὸ την Ἀττική, ἐνῶ ἐκεῖνοι, πού σκότωσαν τον προδότη, ἀθωώθηκαν, καὶ κρίθηκε πώς ἄδικα φυλακίστηκαν.

    Με ἀφορμή τὴ σκληρότατη τιμωρία του Φρύνιχου, ἔγινε ψήφισμα (Λυκοῦργος, 112, 115), ὅπου καταδικάζονταν, προκαταβολικά, οἱ ὑπερασπιστές τῶν προδοτῶν, κι ἄν, ἀκόμα, οἱ προδότες ἐκτελέστηκαν, κι ἄν τα πτώματα τους πετάχτηκαν μακριά ἀπὸ την πολιτεία, κι ἄν, τέλος, πέρασε καιρός πολύς ἀπὸ την προδοσία τους. Ἔτσι, οἱ ὑπερασπιστές τῶν προδοτῶν ἐξισώθηκαν με τους προδότες, ἀφοῦ δὲν δίστασαν νὰ δικαιολογήσουν, βρίσκοντας ἐλαφρυντικά ἡ προσπαθῶντας ν” ἀμφισβητήσουν την πράξη τους (τῶν προδοτῶν), ἀσεβῶντας στὰ ἱερὰ κι ὅσια της πολιτείας. Τους θεωροῦσαν κι” ἐπικίνδυνους καὶ βλαβερούς γιὰ το κοινό συμφέρον, ἀφοῦ θέλησαν νὰ μειώσουν την «καταστρεπτική σημασία της προδοσίας». Τέτοιες περιπτώσεις προδοτῶν ἔχουμε πάμπολλες, πού, ἀφοῦ θάφτηκαν, ξεθάφτηκαν κατόπι καὶ τα ὀστᾶ τους πετάχτηκαν, γιατί ἦταν ἔνοχοι στὸ «Κυλώνιον ἄγος» (Θουκυδίδης, 1, 126, 127).



    ΚΑΙΑΔΑΣ

    Στοὺς Ἀθηναίους ἴσχυε ὁ νόμος, πού συχνά τον ἀνέφεραν, γιὰ τους Προδότες, πού ἀπαγόρευε ρητά, μετά την καταδίκη τους, νὰ ταφοῦν στὴν Ἀττική. Το ἴδιο, σύμφωνα μ” αὐτόν τον νόμο, ἴσχυε γιὰ τους κλέφτες καὶ τους ἱερόσυλος., (Ξενοφ.», Ἑλληνικά» 1, 7, 22), Ὑπερείδης «’Υπέρ Λυκ.», 16 κλπ.). Ο νόμος ἐφαρμόστηκε καὶ στὴν περίοδο του Θεμιστοκλῆ (Θουκυδ. 1, 138, 6) καὶ κατά το ψήφισμα στὴν περίοδο του Ἀρχιπτόλεμου κι Ἀντιφῶντα, πού μνημονεύονται κατά τον βίο των δέκα ρητόρων, μετά την κατάλυση των τετρακοσίων (Πλούταρχ. «Ηθικά», 834α). Οἱ γειτονικές πόλεις φρόντιζαν, ἀπὸ ὑποχρέωση ἠθικὴ βασικά, μὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι συνεπεῖς με την παράδοση, νὰ θάβουν τα πεταμένα ἐκεῖ κοντά πτώματα τῶν προδοτῶν. Στό « Ἀνθολόγιο» του Στοβαῖου (40, 8) ἱστορεῖται ἀπὸ τον Πυθαγόρειο Τέλητα ἡ περίπτωση Ἀττικῶν φυγάδων προδοτῶν, πού κι ὅταν, ὑστέρα ἀπὸ χρόνια, πέθαναν σε ξένο ἔδαφος ὅπου εἶχαν καταφύγει, θάφτηκαν δίχως τυπικές τιμές. Μαζί μ” αὐτούς εἶναι ὁ Νικόφημος κι ὁ Ἀριστοφάνης (ὄχι ὁ κωμωδιογράφος, βέβαια). Ο Θεόπομπος διηγεῖται πώς οἱ Ἀθηναῖοι στὴ Σάμο, ἀφοῦ ἔραψαν σε σακκί τον προδότη Λεύκιπο, τόν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Το βάραθρο ἀπ” ὅπου ἔριχναν τους προδότες καὶ πού βρισκόταν κοντά στὸν Δῆμο τῶν Κειριαδῶν, ἦταν κι ὁ τάφος τους. Γνωρίζουμε πώς ὁ τόπος ἀτιμωτικός ἐκτέλεσης στὴ Σπάρτη ὀνομαζόταν Καιάδας. Καὶ στὸν Καιάδα πέταξαν οἱ Σπαρτιᾶτες το πτῶμα του προδότη βασιλιά τους Παυσανία, πού τον «ἔκτισαν» στὸ ναό της Χαλκιοίκου Ἀθηνᾶς, ὅπου κατέφυγε, γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ πείνα καὶ δίψα. Την πρώτη πέτρα — ὅπως ἐπίσης γνωρίζουμε — γιὰ το κτίσιμο την ἔβαλε ἡ μητέρα του προδότη. Μὰ το μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἐπιδιώκοντας την ἡμέρωση τῶν ἠθῶν, ὑπέδειξε ἀργότερα, την ταφή του ἐκεῖ πού πέθανε. Καὶ τον ἔθαψαν κοντά στὸ ναό (Θουκυδ. 1, 134, 4). Ο Ἰσχυρισμός του Ἑπιτιμίδη, πού στηρίζεται πάνω σε σχετική παρατήρηση του Αἰλιανοῦ, πῶς το πτῶμα του Παυσανία πετάχτηκε κι αὐτὸ ἕξω ἀπὸ τα σύνορα, δὲ φαίνεται βάσιμος, ἀφοῦ ἔχουμε την αὐθεντικότερη πληροφορία του Θουκυδίδη. Ἄλλος σοβαρός λόγος γιὰ τὴ σκληρότατη τιμωρία τῶν προδοτῶν ἦταν καὶ τ” ὅτι, με την πράξη τους, ἀσεβοῦσαν πρὸς τα ἱερὰ της πολιτείας. Εἶναι χαρακτηριστικά τα ὅσα λέγει σχετικά ὁ Λυκοῦργος (1, 17, 26, 150).

    Οἱ πρῶτες τάσεις, στὴν ἀττικὴ περίοδο, γι” ἀλλαγῆ του τρόπου «ἠθικῆς ἐκτέλεσης», δηλαδή ν” ἀφήνουν ἄταφους νεκρούς, πού καθιερώθηκε στὰ ἡρωικά χρόνια, διαμορφώθηκαν ὅταν ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ ἡ προοδευτική ἀντίληψη γιὰ την «ὑγιεινή καθαριότητα». Το βλέπουμε αὐτό καὶ στὴν «Ἀντιγόνη» του Σοφοκλῆ. Η ἀντίληψη τούτη εἶναι ὅτι, με τους ἄταφους, «βρωμίζει το ἔδαφος ὁπού βρίσκονται, καί με την ἀποφορά πού βγάζουν, μποροῦσε νὰ βεβηλωθεῖ ἡ ἱεροπραξία της θυσίας». Ἀπὸ δῶ πηγάζει ἡ «βιασύνη νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ χώρα ἀπὸ τους κινδύνους πού ἀπειλοῦν οἱ ἄταφοι νεκροί». Κι ἡ τέτοια βιασύνη δημιούργησε το ἔθιμο νὰ πετοῦν μακριά, ἔξω ἀπὸ τα σύνορα, τα πτώματα τῶν προδοτῶν. Ἔπειτα, ἡ ἰδέα γιὰ την ἀπαραβίαστη Ἱερότητα της «πατρικῆς γῆς» ἐνισχυόταν περισσότερο με τὴ βεβαιότητα, ὅτι οἱ νεκροί θὰ ταφοῦν ἀπὸ τους ξένους. Πολύ ἀπασχόλησε, ἀκόμα, τους σύγχρονους με τον Εὐριπίδη καὶ τον Σοφοκλῆ το ζήτημα, ἄν ὁ θάνατος ἐξαγνίζει το ἔγκλημα καὶ κατοχυρώνει το δίκιο τῶν ἔνοχων νεκρῶν. Ο μεγάλος σεβασμός στοὺς νεκρούς ἔγινε ἀφορμὴ νὰ παθαίνοντας ὀδυνηρά οἱ Ἀθηναῖοι της ἀττικῆς περιόδου ἀπὸ τις σκληρότητες γιὰ τα πτώματα, εἰδικά τῶν προδοτῶν πατριωτῶν τους. Μά ἔχουμε κι ἀπόψεις νεότερες ἀπὸ την ἀκμὴ της τραγωδίας, ὅπως τις ἀδέκαστες ὑποδείξεις του Πλάτωνα γιὰ το πέταμα τῶν ἔνοχων νεκρῶν («Νόμοι», 9, 885α, 87οε, 873(1, 874(1, ΙΟ,” 909 α-ο,-12, 960ά).

    Οἱ ρήτορες δὲν ἔπαυαν νὰ θυμίζουν, ἐκείνη την ἐποχῆ, στοὺς δικαστές τον ὅρκο τους καὶ νὰ τους διδάσκουν, πώς ἀπὸ την αὐστηρή ἐκπλήρωση του καθήκοντος ἐξαρτᾶται κι ἡ δική τους ἐσωτερική εὐδαιμονία. Ο Δημοσθένης, στὸ προοίμιο του λόγου του «Περί στεφάνου» (1.8), τονίζει ὅτι ἡ τέλεια ἀμεροληψία συντελεῖ στὴν ἐξύψωση του «φρονήματος της δικαιοσύνης» κι ἐξασφαλίζει την αὐστηρότητα ἐφαρμογῆς τῶν πολιτειακῶν ἄρχων. Ό Αἰσχίνης ὑποστηρίζει, πώς ὁ ἐπίορκος δικαστής αὐτοαναιρεῖ τη δικαιοσύνη πού ὑπηρετεῖ καὶ δίνει την ψῆφο του σ” ἄλλον (3, 233). Η ἄδικη ἀθώωση ἡ ἡ δικαστική ἐπιείκεια χαρακτηρίζονται ἀπὸ τον Δείναρχο περιφρόνηση των θείων νόμων. Ο Λυκοῦργος πιστεύει, ὅτι ὁ αὐτοαναιρεῖ δικαστής, ἄν καὶ ψηφίζει μυστικά, ὡστόσο ἐνεργεῖ ὁλοφάνερα μπροστά στοὺς θεούς (Λυκ. «κατά Νεαίρας», 146, 126). Γι” αὐτὸ ἡ δίκαιη ψῆφος ὀνομάστηκε «εὐσεβής», ὄχι μόνο ἀπὸ το Δείναρχο (12, 20) καί τον Δημοσθένη (18, 126, 19, 312), μὰ κι ἀπὸ τον Εὐριπίδη (Ὀρέστεια » 1651, «Ἠλέκτρα» 1262). Με πολλή εὐγλωττία τέτοιε αὐτοαναιρεί ς νουθεσίες ἀπευθύνονται πρὸς τὴ συνείδηση τῶν δικαστῶν στοὺς λόγους του Ἀντιφῶντα, ὅταν μπαίνει ζήτημα ζωῆς ἡ θανάτου γιὰ τον δικαζόμενο (2. δ, 11 3β, 11 κλπ.) Σχετικά μ” αὐτὰ ὁ Αἰσχίνης ὑποδείχνει πώς γιὰ νὰ μειωθοῦν οἱ βαριές εὐθύνες τῶν δικαστῶν ὄφειλε ἐκεῖνος πού νικοῦσε στὴν ψηφοφορία νὰ ἐξορκίζεται (2, 87, 88).



    ΗΛΙΑΙΑ


    Η ἀττική δημοκρατία εἶχε λάβει αὐστηρά μέτρα ἐνάντια στοὺς δικαστές πού δωροδοκοῦνταν. Ἀνάθεσε τὴ δικαστική ἐξουσία στὴν Ἡλιαία, ἀπόφευγε, με κάθε τρόπο, νὰ ὁρίζει δικαστές γιὰ κάθε δίκη καὶ φρόντιζε νὰ τους ἐκλεγεῖ με κλῆρο.

    Ἕκτος ἀπὸ τους ψευδομάρτυρες, πού δροῦσαν ὀργανωμένα τότε κι ἐκβίαζαν συχνά την ἀπόφαση του δικαστηρίου («Πρός Ἄφοβον» του Δημοσθένη, 59), ὑπάρχουν κι ἀρκετές περιπτώσεις ἀξιόπιστων μαρτύρων πού τους πρότειναν οἱ ἴδιοι οἱ κατηγορούμενοι ἀπὸ αὐτοσεβασμό. Εἶναι ὀνομαστές οἱ φράσεις «ἀττικὸς μάρτυς» κι «ἀττικὴ πίστις» («Παροιμιογράφος, Ι, 209, 215). Τέτοια τεκμήρια βρίσκουμε στὸν «Γοργία» (471e) καὶ στὸν «Εὐρυξία» (389d) του Πλάτωνα, στὸ λόγο «Περί χορευτοῦ» (23) του Ἀντιφῶντα κ.ά.

    Την ἰδία σκληρή τύχη εἶχαν κι οἱ ἐγκληματίες, οἱ Ἱερόσυλοι, οἱ αὐτόχειρες κι ὅσοι πάθαιναν ἠλεκτροπληξία. Τους τελευταίους δὲν τους ἔθαβαν, γιατί θεωροῦνταν τιμωρημένοι ἀπὸ τους θεούς.

    Καμιά περίπτωση καταδίκης γι” αὐτοδικία σε βάρος προδοτῶν δὲν ἀναφέρουν τ” ἀρχαία κείμενα. Καὶ τέτοιες αὐτοδικίες, «ἀνεπίσημες» οἱ περισσότερες, δὲν ἔχουμε λίγες. Μ” αὐτὲς δείχνετε, βέβαια, το ἀσυγκράτητο μῖσος ἐναντία στοὺς προδότες κι ἡ ἔλλειψη ψύχραιμης ἀναμονῆς γιὰ τὴ δίκη τους ἀπὸ τα δικαστήρια. Μὰ κι ἡ ἀπαλλαγή ὅσων αὐτοδίκησαν ἀποτελεῖ χαρακτηριστική ἐνδείξη σιωπηρῆς ἐπιβράβευσης της πράξης τους.




    Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

    Εὐχαριστῶ τούς Θεούς διότι ἐγεννήθην ΄Ἕλλην»



    Εὐχαριστῶ τούς Θεούς διότι ἐγεννήθην ΄Ἕλλην»



    Θαλῆς ὁ Μιλήσιος

    Ἡ ΓΗ͂ ΤΗ͂Σ ἙΛΛΆΔΟΣ



    Ἡ ΓΗ͂ ΤΗ͂Σ ἙΛΛΆΔΟΣ

    Ξεύρεις τὴν γῆ ποὐ ἀνθεῖ
    φαιδρὰ πορτοκαλέα
    καὶ κοκκινίζει ἡ σταφυλὴ
    καὶ θάλλει ἡ ἐλαία;
    Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
    εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.


    Ξεύρεις τὴν γῆ, ἥτις παντοῦ
    μὲ αἵματα ἐβάφη,
    ὁποῦ κοιλάδες καὶ βουνὰ
    εἶναι τυράννων τάφοι;
    Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
    εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

    Γῆ μήτηρ παλαιῶν θεῶν
    καὶ νέων ἡμιθέων
    γῆ ἀναμνήσεων κλεινῶν
    καὶ γῆ ἐλπίδων νέων
    Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
    εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

    Δὲν ὑπάρχει λαὸς εἰς τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος νὰ ἔχῃ προσφέρη τόσα εἰς τὴν ἀνθρωπότητα

    «Δὲν ὑπάρχει λαὸς εἰς τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος νὰ ἔχῃ προσφέρη τόσα εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, ὅσα ὁ ἑλληνικὸς καὶ ἔχει καταπολεμηθεῖ τόσο πολύ, ἀπὸ τόσο πολλοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι δὲν προσέφεραν τίποτα εἰς αὐτήν.»