Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Γιατί νηστεύουμε;




Η καθιέρωση της Μ. Τεσσαρακοστῆς ὡς περιόδου αὐστηρῆς νηστείας καὶ πνευματικῆς προπαρασκευῆς τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ το σταυραναστάσιμο Πάσχα ὀφείλεται ἀναμφίβολα στὴν ἀνάγκη τῶν πρώτων χριστιανῶν νὰ ἀκολουθήσουν το παράδειγμα του ἴδιου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πρίν ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του προετοιμάσθηκε στὴν ἔρημο καὶ νήστευσε γιὰ σαράντα ἡμέρες γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τους πειρασμούς του διαβόλου (Ματθ. δ´ 11).

Γι' αὐτόν τον λόγο οἱ Πατέρες της Ἐκκλησίας παρομοιάζουν την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστῆς ὥς πνευματική ἔρημο, κατά τὴ διάρκεια της ὁποίας ὁ πιστός, ἀκολουθῶντας το παράδειγμα του Κυρίου μας, ὀφείλει νὰ τηρήσει αὐστηρή νηστεία, λατρεύοντας ταυτόχρονα ἀδιάλειπτα τον Τριαδικό Θεό σε πνεῦμα πλήρους ταπείνωσης.

Ὡς περίοδος νηστείας θὰ πρέπει νὰ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, με διαφορές στὶς κατά τόπους ἐκκλησίες, ἀναλόγως τῶν τοπικῶν ἐθίμων. Γιὰ πρώτη φορά ἀναφέρεται στὴν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (325), ἐνῶ σε κανόνες μεταγενέστερων τοπικῶν συνόδων κακοφαίνεται καὶ ἡ αὐστηρότητα της νηστείας.

Κατά τὴ διάρκειά της οἱ πιστοί ἀπέχουν ἀπὸ τροφές ἐξ αἵματος (κρέας-ψάρι), ζωικῆς προέλευσης (γαλακτοκομικά προϊόντα-αὐγά) καὶ ἀπὸ την πόση οἴνου. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν ἡ ἡμέρα του Εὐαγγελισμοῦ στὶς 25 Μαρτίου καὶ ἡ Κυριακή των Βαΐων κατά τις ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ βρώση ψαριῶν. Κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή ἀπέχουμε καὶ ἀπὸ το λάδι.

Ὅλες οἱ Κυριακές των Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες σε μεγάλες ἑορτὲς της Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ἡ Α΄ Κυριακή των νηστειῶν, εἶναι ἡ Κυριακή της Ὀρθοδοξίας κατά την ὁποία ἑορτάζεται ἡ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων (843).

Η Β΄ Κυριακή των νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη στὴν μνήμη του Ἁγίου Γρηγορίου του Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

Η Γ΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν ὀνομάζεται Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Η προσκύνηση του Τίμιου Σταυροῦ προβάλλεται ὡς μέσο γιὰ την ἐνδυνάμωση τῶν πιστῶν.

Η Δ΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στὴ μνήμη του Ἁγίου Ἰωάννη της «Κλίμακος», του περίφημου ἔργου ποῦ οἱ πιστοί ὀφείλουν νὰ ἔχουν γιὰ βοήθημα στὴν ἀνοδική τους πορεία πρὸς τον Οὐρανό, με πνευματική ἀσκήση.

Η Ε΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν, εἶναι ἀφιερωμένη στὴν μνήμη της Ὁσίας Μαρίας της Αἰγύπτιας, ἡ ὁποία μετά ἀπὸ 30 χρόνια ἔκλυτου βίου, βαπτίσθηκε χριστιανή καὶ ἀσκήτεψε.

Το Σάββατο πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι του Λαζάρου σε ἀνάμνηση του θαύματος της Ἀνάστασης του Λαζάρου ἀπὸ τον Χριστό. Τελευταία Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστῆς, εἶναι ἡ Κυριακή των Βαΐων, ἀφιερωμένη στὴν θριαμβευτική εἴσοδο του Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ της θριαμβευτικῆς ὑποδοχῆς ποὺ του ἐπεφύλαξε ο λαός ραίνοντας τον με βάγια.






Μεγάλη Πέμπτη: Ο Μυστικός Δείπνος, τα Πάθη και η Σταύρωση του Θεανθρώπου








Tὴν Μεγάλη Πέμπτη ἀναβιώνονται στὴν Ἐκκλησία μας, τα γεγονότα της τελευταίας ἡμέρας της ζωῆς του Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Γῆ.

Σύμφωνα με τους Εὐαγγελιστές, ὁ Χριστός θέλησε πρὶν θυσιαστεῖ γιὰ την σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, νὰ δειπνήσει γιὰ τελευταία φορά με τους μαθητές του.

Ὁ Μυστικός Δείπνος

Ὁ δείπνος αὐτὸς εἶναι ο γνωστός μας Μυστικός Δείπνος. Ἔλαβε χώρα σε ἕνα πατάρι κάποιου σπιτιοῦ της Ἱερουσαλήμ, στὸ ὁποῖο κρυφά συνέφαγαν οἱ μαθητές καὶ ὁ Ἰησοῦς.

Πρίν ξεκινήσει ὁ Δείπνος, ὁ Χριστός πῆρε μία λεκάνη με νερό καὶ ἔπλυνε τα πόδια τῶν μαθητῶν του. Αὐτό ἦταν μία ἐνέργεια ποῦ ἔκαναν οἱ δοῦλοι της ἐποχῆς. Δηλαδή πρὶν ἀπὸ το φαγητό, ἔπλεναν τα πόδια των κυρίων τους. Με την πράξη του αὐτή ὁ Ἰησοῦς θέλησε νὰ διδάξει τους μαθητές του καί, μέσω αἰτῶν, ὅλους τους ἀνθρώπους νὰ εἶναι ταπεινοί καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τους συνανθρώπους τους.

Το γεγονός αὐτὸ ἔχει λάβει στὶς μέρες μας το ὄνομα Ἱερὸς Νιπτῆρας. Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, γίνεται ἀναπαράσταση του Ἱεροῦ Νιπτῆρα το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης.

Η ἀρχὴ του Μυστηρίου της Θείας Εὐχαριστίας

Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς κατά την διάρκεια του Μυστικοῦ Δείπνου, καὶ ἀφοῦ εἶχε ἀποχωρήσει ὁ Ἰούδας, παρέδωσε στοὺς μαθητές του, το Μυστήριο της Θείας Εὐχαριστίας.

Πρόσφερε ἄρτο λέγοντας: «λάβετε φάγετε τοῦτο ἐστί το σῶμα μου» καὶ κρασί «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο γὰρ ἐστί το αἷμα μου το της καινῆς διαθήκης το περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Η σύλληψη, τα Πάθη καὶ ἡ Σταύρωση του Θεανθρώπου

Μετά το τέλος του Μυστικοῦ Δείπνου, ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητές του, μετέβησαν στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιών. Ἐκεῖ ὁ Χριστός προσεύχεται στὸν Πατέρα του, καὶ τελικά συλλαμβάνεται ἀπὸ τους Ρωμαίους, μετά την προδοσία του Ἰούδα.

Στὸν Ἑσπερινό της ἡμέρας ἔχουμε την Σταύρωση του Θεανθρώπου. Διαβάζονται τα 12 Εὐαγγέλια ποῦ περιγράφουν τα Ἅγια Πάθη. Μετά το 5ο Εὐαγγέλιο, βγαίνει ὁ Σταυρωμένος.

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἕν ὕδασι την γῆν κρεμάσας», ψάλλει ὁ ἱερέας την ὥρα ποῦ περιφέρει τον σταυρωμένο Ἰησοῦ στὸ ναό γιὰ την ἀναπαράσταση της σταύρωσης.

Εἶναι ἡ στιγμή, περίπου στὶς 9 το βράδυ, ὅπου σε ὅλες τις ἐκκλησίες της χώρας θὰ σβήσουν τα φῶτα. Η πομπή της σταύρωσης ὑπὸ το ἀμυδρὸ φῶς τῶν κεριῶν θὰ κινηθεῖ με ἀργὸ καὶ σταθερό ρυθμό πρὸς το κέντρο των ναῶν, διαπερνῶντας το πλῆθος τῶν πιστῶν. Το Θεῖο πάθος σχεδόν κορυφώνεται.

Μέσα ἀπὸ τα λόγια τῶν εὐαγγελίων ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τις ἰδιαίτερα πένθιμες νότες των τροπαρίων περιγράφονται με τον τραγικότερο τρόπο οἱ ἐμπαιγμοί, τα χτυπήματα, οἱ ὕβρεις καὶ οἱ χλευασμοί τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέβασαν τον Κύριο στὸ σταυρό. Η Μεγάλη Πέμπτη εἶναι ἀπὸ τις θλιβερότερες ἡμέρες της χριστιανοσύνης.

Στὶς ἐκκλησίες, ὅλο το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης μέχρι το πρωί της Μεγάλης Παρασκευῆς, παραμένουν κυρίως γυναῖκες οἱ ὁποῖες «μοιρολογοῦν», ψάλλοντας ὕμνους, τον Χριστό.

Οἱ παραδόσεις

Στὰ σπίτια των Χριστιανῶν, την Μεγάλη Πέμπτη, βάφονται τα κόκκινα αὐγά. Γιὰ τον λόγο αὐτὸ, ἡ ἡμέρᾳ λέγεται καὶ Κόκκινη Πέμπτη ἡ Κοκκινοπέφτη.

Ἐκτὸς ἀπὸ τα αὐγά, την μέρα αὐτή, φτιάχνονται τα πασχαλινά κουλούρια καὶ τα τσουρέκια. Σε πολλές περιοχές της Ἑλλάδας, οἱ Χριστιανοί κρεμοῦν κόκκινα πανιά στὰ παράθυρα των σπιτιῶν τους.















Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Η Σοφία Μάνου καὶ ἡ Κατερίνα Λέχου τιμοῦν τα πάθη του Κυρίου,


ὁ ὁποῖος ἦρθε νὰ σώσει καὶ ὄχι νὰ κρίνει ψυχές!
Κύριε, ἡ ἕν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
την σήν αἰσθομένη Θεότητα μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ του ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως της ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι πρὸς τους στεναγμούς της καρδίας,
ὁ κλίνας τους οὐρανούς τὴ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμἠξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς της κεφαλῆς μου βοστρύχοις,
ὤν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα το δειλινόν κρότον τοῖς ὠσίν ἡχηθείσα,
τῷ φόβω κρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τα πλήθη
καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τις ἐξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μὴ με την σήν δούλην παρίδης,
Ο ἀμέτρητον ἔχων το ἔλεος.


Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Aκάθιστος ύμνος: Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε



Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ξεχωριστός ὁ σεβασμός, με τον ὁποῖο το σύνολο τῶν πιστῶν περιβάλλει την Ἀκολουθία του Ἀκάθιστου Ὕμνου. Ἀγάπη καὶ σεβασμός ποὺ πηγάζουν καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ το πρόσωπο πρὸς το ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ Ἀκολουθία, ἀπὸ την ἐκφραστικότητα καὶ τον πλοῦτο τῶν κειμένων, ἀπὸ το μελωδικό ἔνδυμα τῶν λόγων. Ἀγάπη καὶ σεβασμός ποὺ ἐκδηλώνονται με την εὐλαβῆ παρουσία καὶ ἐνεργὸ συμμετοχή στὴν Ἀκολουθία τῶν «πιστῶς προσκυνούντων καὶ δοξαζόντων» Χριστιανῶν, τα ἀπογεύματα της Παρασκευῆς καθ' ὅλη τὴ διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνα ἀριστούργημα της βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, γραμμένο πάνω στοὺς κανόνες της ὀμοτονίας, Ἱσοσυλλαβίας καὶ μερικῶς της ὁμοιοκαταληξίας. Η γλῶσσα του ὕμνου εἶναι σοβαρή καὶ ρέουσα, γεμάτη ἀπὸ κοσμητικά ἐπίθετα καὶ πολλά σχήματα. Ἔτσι ἡ νεωτερική του μορφή παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καὶ ὡραιότητα, πού συναγωνίζεται το βαθύ του περιεχόμενο.

Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τον πλοῦτο του λόγου, την ὑπάρξη σχημάτων, την ποιητικότητα ὁρισμένων στίχων καὶ προπαντός το ὑψηλὸ περιεχόμενο του ὕμνου, ποὺ ἐξυμνεῖ την ἐνανθρώπησι του Θεοῦ διὰ της Παναγίας Θεοτόκου. Εἶναι ἀλλεπάλληλες οἱ ἐκφράσεις χαράς, ἀγαλλιάσεως καὶ λυτρώσεως ποὺ δίνουν ἐνθουσιαστικό τόνο στὸν ὕμνο.

Το γεγονός δὲ ὅτι ἀπ' ὅλα τα κοντάκια μόνο αὐτό εἶναι σήμερα σε χρήση στὴν λατρεία της Ἐκκλησίας μας δείχνει την δύναμη καὶ την ἐντύπωση ποῦ ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει στοὺς πιστούς.

Ἀκάθιστος Ὕμνος – δομή

Ἡ Ἀκολουθία του Ἀκάθιστου Ὕμνου ἀποτελεῖται, κατά βάση, ἀπὸ τον Ἀκάθιστο Ὕμνο καί τον Κανόνα του Ἀκάθιστου Ὕμνου, πλαισιωμένα με ψαλμούς, ἀπολυτίκια καὶ εὐχές.

Ἀκάθιστος Ὕμνος ἐπεκράτησε νὰ ὀνομάζεται το Κοντάκιο, το ὅποιο ψάλλουμε πρὸς τιμήν της Θεοτόκου, τμηματικά κάθε Παρασκευή στὶς τέσσερις πρῶτες βδομάδες της Μ. Σαρακοστῆς (6 οἴκοι με ἀπόδειπνο – Χαιρετισμοί), καὶ ὁλόκληρο την πέμπτη ἑβδομάδα (24 οἴκοι). Το προοίμιο του εἶναι το «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ», ἔχει ἀλφαβητική ἀκροστιχίδα (Α – Ω) καὶ διπλό ἐφύμνιο (Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε καὶ Ἀλληλούια).

«Κοντάκια» παλαιότερα λέγονταν ὁλόκληροι ὕμνοι, ἀνάλογοι πρὸς τους «Κανόνες». Η ὀνομασία ὀφείλεται μᾶλλον στὸ κοντό ξύλο ἐπὶ του ὁποίου τύλιγαν τὴ μεμβράνη ποῦ περιεῖχε τον ὕμνο.

Το πρῶτο τροπάριο λεγόταν «προοίμιο» ἡ «κουκούλιο» καὶ ὅσα ἀκολουθοῦσαν λέγονταν «οἴκοι», ἴσως διότι ὁλόκληρος ὁ ὕμνος θεωρεῖτο ὥς σύνολο οἰκοδομημάτων ἀφιερωμένων στὴ μνήμη κάποιου ἁγίου.

Κοντάκιο λέγεται συνήθως σήμερα το πρῶτο τροπάριο ἑνός τέτοιου ὕμνου.

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος περιέχει προοίμιο καὶ 24 «οἴκους». Ὡς προοίμιο του Ὕμνου ψάλλεται σήμερα το «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ», το ὁποῖο ὅμως, καθώς φαίνεται, δέν εἶναι το ἀρχικό. Ἀντίθετα, ὥς γνήσιο προοίμιο φέρεται το, σήμερα, αὐτόμελο ἀπολυτίκιο «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶν ἐν γνώσει», ποὺ ἔχει ἀμεσότερη σχέση με το περιεχόμενο του Ὕμνου, ἀναφερόμενο κι αὐτὸ στὸ γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Το «Τῇ ὑπερμάχῳ» συνετέθη ἐπ' εὐκαιρία της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης ἀπὸ κάποιο κίνδυνο καὶ συνδέθηκε μᾶλλον ἀργότερα με τον Ὕμνο. Σ' αὐτό θὰ συνέβαλε καὶ το γεγονός ὅτι ὁ Ὕμνος ψαλλόταν συχνά στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς εὐχαριστήριες ἀκολουθίες πρὸς τιμήν της Παναγίας, πολιούχου της Βασιλεύουσας.

Οἱ 24 «οἴκοι» σχηματίζουν ἀλφαβητική ἀκροστιχίδα καὶ ἔχουν ἐφύμνιο οἱ μὲν περιττοί «Χαῖρε, Νύμφη, ἀνύμφευτε», οἱ δὲ ἄρτιοι «Ἀλληλούια». Ἀπὸ αὐτούς οἱ 12 ἀναφέρονται στὸν Κύριο καὶ τελειώνουν με το «Ἀλληλούια» = Αινείται το Θεό. Οἱ ἄλλοι 12 οἴκοι ἀναφέρονται στὴ Θεοτόκο καὶ τελειώνουν με το «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε». «Ἐφύμνιο» λέγεται ἡ τελευταία φράση του ὕμνου ποῦ ἐπαναλαμβάνει ο λαός.

Μέσα στοὺς 72 στίχους συναντοῦμε 144 χαιρετισμούς στὴ Θεοτόκο: «Χαῖρε, της ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος Πύργος, Χαῖρε, της βασιλείας το ἀπόρθητον τεῖχος, Χαῖρε δι ᾖς ἐγείρονται τρόπαια, Χαῖρε, δι ἧς ἐχθροί καταπίπτουσι...». Ἀπὸ τὴ λέξη ΧΑΙΡΕ ὀνομάστηκαν καὶ Χαιρετισμοί.

Περιεχόμενο του Ὕμνου

Ὁ Ὕμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες:

ἅ. Α-Μ, ποὺ ἀποτελεῖ το ἱστορικό τμῆμα (Εὐαγγελισμός της Θεοτόκου, σύλληψη Χριστοῦ ἀπὸ την Παναγία, ἐπισκέψη της Θεοτόκου στὴν Ἐλισάβετ, ἀνησυχία Ἰωσήφ, ἐπισκέψη ποιμένων καὶ μάγων στὸ νεογέννητο Χριστό, ἐπιστροφή Μάγων, φυγή στὴν Αἴγυπτο, Ὑπαπαντή), καὶ

β. Ν-Ω, ποὺ ἀποτελεῖ το δογματικό – θεολογικό τμῆμα (ἄσπορος σύλληψη, θεότης καὶ ἀνθρωπότης του Χρήστου, σωτηρία του ἀνθρώπινου γένους με τὴ θυσία του Ἰησοῦ, θέωση τῶν ἀνθρώπων, θεομητορικῆς ἀξίας της Θεοτόκου κ.ά) χωρίς ὅμως νὰ λείπουν ἀπὸ κάθε ἑνότητα καὶ στοιχεῖα της ἄλλης.

Πηγές του ὕμνου εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καὶ οἱ Πατέρες της Ἐκκλησίας.

Ὀνομασία του Ὕμνου

Ἡ ὀνομασία Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποδόθηκε στὸν Ὕμνο ὀφείλεται στὸ ὅτι «ὄρθοστάδην τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρὶ ἔμελψαν καὶ ὅτι πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἴκοις καθῆσθαι ἐξ ἔθους ἔχοντες, ἐν τοῖς παροῦσι τῆς θεομήτορος ὀρθοὶ πάντες ἀκροώμεθα». Αὐτὰ γράφει το Συναξάριο, καὶ ἐντοπίζει «την νύκτα ἐκείνη» το καλοκαίρι του 626.

Πείσης, ἀπὸ την πρώτη στιγμή ποῦ ἐμφανίστηκε ὁ ὕμνος οἱ πιστοί σε κάθε εὐκαιρία καὶ ἀφορμή, τον ἔψαλαν ὄρθιοι καὶ ἀπ' την ἀρχὴ συνδέθηκε με την ἑορτὴ του Εὐαγγελισμοῦ του ὁποίου την ἀκολουθία το ἐκκλησίασμα παρακολουθοῦσε ὄρθιο.

Χρόνος καί αἰτία σύνθεσης

Σύμφωνα με το Συναξαριστή, ὁ Ὕμνος δημιουργήθηκε το 626, μετά τὴ σωτηρία της Κωνσταντινούπολης ἀπὸ την πολιορκία των Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν, ὁπότε καὶ ψάλει γιὰ πρώτη φορά.

Κατά το ἔτος 626 ἡ Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε ἀπὸ τους Πέρσες καὶ Ἀβάρους. Ο βασιλέας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε στὴ Μικρά Ἀσία σε πόλεμο κατά τῶν Περσῶν. Τότε ὁ φρούραρχος Βώνος μαζί με τον Πατριάρχη Σέργιο ἀνέλαβαν την ὑπεράσπιση της αὐτοκρατορίας. Ο Πατριάρχης περιέτρεχε τη πόλη με την εἰκόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας καὶ ἐνεθάρρυνε τα πλήθη καὶ τους μαχητές.

Ξαφνικά ξέσπασε φοβερός ἀνεμοστρόβιλος ποὺ δημιούργησε τρικυμία καταστρέφοντας τον ἐχθρικὸ στόλο καὶ τὴ νύκτα της 7ης πρὸς την 8η Αὐγούστου, ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν ἄπρακτοι. Ο λαός πανηγυρίζοντας τὴ σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στὸ Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών καὶ ὅλοι ὄρθιοι ἔψαλλαν τον ἀπὸ τότε λεγόμενο «Ἀκαθίστῳ Ὕμνο» στὴν Παναγία, ἀποδίδοντας τα «νικητήρια» καὶ την εὐγνωμοσύνη τους στὴν «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Γιὰ νὰ ψαλθεῖ ὅμως τότε θὰ πρέπει νὰ εἶχε συντεθεῖ νωρίτερα, καθώς δὲν ἦταν δυνατό νὰ γίνει αὐτὸ σε μία νύχτα. Κάποιοι μελετητές ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ὕμνος ἔπρεπε νὰ προϋπῆρχε στῆ λειτουργική πράξη, καὶ νὰ ψάλθηκε τότε «ὀρθοστάδην», ἀπὸ μεγίστη ἀφοσίωση πρὸς ἐγκωμιασμό της Θεοτόκου. Καὶ προκρίθηκε αὐτὸς ὁ ὕμνος ἀπὸ κάποιον ἄλλον ἐνδεχομένως, ἐπειδὴ θὰ ἦταν κιόλας καθιερωμένος στὴν Ἀγρυπνία της 15ης Αὐγούστου στὴ Βλαχέρνα, καὶ ἐπειδή το περιεχόμενό του, με χαρακτῆρα ἀφηγηματικό, δογματικό, καὶ δοξολογικό – ἐγκωμιαστικό προσφερόταν γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴ λύτρωση της Πόλης ἀπὸ τὴ δεινή περίσταση.

Η δομή, το ὕφος καὶ το περιεχόμενο του ὕμνου εἶναι μᾶλλον μεταρωμανικά στοιχεῖα, ὅπως κατάδειξε ὁ καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης. Ὁ ὕμνος ἀναφέρεται σε ὅλο το μυστήριο της ἐνανθρώπησης του Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο εἶναι βασικός παράγοντας ἡ Θεοτόκος. Ἔτσι, ὁ Μαριολογικός καὶ Χριστολογικός χαρακτῆρας του εἶναι φανερός.

Συνεπῶς, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀναφέρεται σε κοινό ἑορτασμό του Εὐαγγελισμοῦ καὶ των Χριστουγέννων – οἱ γιορτές χωρίστηκαν στὰ χρόνια του Ἰουστινιανού (527-565) – ἀλλὰ εὔκολα ἐπίσης μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἐγκωμιαστικός καὶ δοξολογικός χαρακτῆρας του ὕμνου εἶναι πρόσφορος γιὰ κάθε περίσταση ποὺ ἡ θρησκεύουσα ψυχή θέλει νὰ ἀναφερθεῖ στὸ θαῦμα της σωτηρίας της.

Σύνθεση του Ὕμνου

Ἀπὸ τα σημαντικότερα καὶ δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα εἶναι αὐτὸ της σύνθεσης του Κοντακίου του Ἀκάθιστου Ὕμνου. Συνθέτης, χρόνος καὶ αἰτία της σύνθεσης παραμένουν ἀκόμα ἀνεξακρίβωτα ἀπὸ τους μελετητές.

Με τὴ χρονολογία σύνθεσης του ὑμνοῦ συνδέεται ἀναπόφευκτα το ὄνομα του ποιητή του ὕμνου, του μελωδοῦ. Ὁ ὕμνος φέρεται σε ὅλῃ τὴ χειρόγραφη παράδοση ἀνώνυμος, καὶ ὁ Συναξαριστής ποῦ τον συνδέει με το γεγονός της διάσωσης ἀπὸ την πολιορκία του 626 δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ το χρόνο της σύνθεσης οὔτε για τον ποιητή του.

Ἦταν φυσικό, ἡ παράδοση σιωπηρά, ἀλλὰ καὶ πολλοί μεγάλοι μελετητές νὰ ἀποδώσουν τον ἔξοχο αὐτὸ ὕμνο στὸν κατ' ἐξοχὴν πρίγκηπα τῶν βυζαντινῶν ὑμνογράφων, τον Ρωμανό το μελωδό (α΄ μισό ς΄ αι.). Ὑπάρχει καὶ μία μεταγενέστερη μαρτυρία, του ἴς΄ αἱ., ὡς σημείωση σε κώδικα του ΙΓ΄ αἱ. (της μονῆς Βλατάδων 41, φ. 193α) ποὺ ἀναφέρει το ὄνομα του Ρωμανού ὡς ποιητή του ὕμνου.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες δύο περιπτώσεις γιὰ τον μελωδό του Ἀκάθιστου Ὕμνου, με ἐξίσου σοβαρές ἐνδείξεις. Η μία εἶναι ὅτι στὴ λατινική μετάφραση του ὕμνου, γύρω στὸ 800, ἀπὸ τον Ἐπίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, ἀναφέρεται το ὄνομα του Γερμανοῦ Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) ποῦ ἦταν σύγχρονος με τα γεγονότα του 718 "IncipitHymnusdeSanctaDeiGenetriceMaria, VictoriferusatqueSalutatorius, aSanctoGermanoPatriarchaConstantinopolitano".

Ἡ ἄλλῃ περίπτωση εἶναι, ὅτι σε μία παλαιά ἀχρονολόγητη εἰκόνα του Εὐαγγελισμοῦ στὸ παρεκκλήσιο του Ἁγίου Νικολάου της ὀνομαστής μονῆς του Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα, εἰκονίζεται κι ἕνας μοναχός ποῦ κρατάει εἰλητάριο με γραμμένο το «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη». Στὸ κεφάλι του μοναχοῦ ὑπάρχει ἡ ἐνδείξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αὐτὸς ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τον Κοσμᾶ το μελωδό, ποῦ κοιμήθηκε το 752/4, κι εἶναι κι αὐτὸς σύγχρονος με την θαυμαστή λύτρωση της Κωνσταντινούπολης ἀπὸ την πολιορκία του 718.

Ο Κανόνας του Ἀκάθιστου εἶναι ἔργο των Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (οἱ εἱρμοί) καὶ Ἰωσήφ Ξένου του Ὑμνογράφου (τα τροπάρια).

Τρόπος ἐκτελέσεως

Ἱστορικές συγκυρίες δὲν ἐπέτρεψαν νὰ διασωθεῖ ὡς τις μέρες μας ὁ τρόπος μελωδικῆς ἐκτέλεσης του Ὕμνου. Γι' αὐτὸ τον λόγο δὲν ψάλλεται ἀλλὰ ραψωδείται ἀπὸ τους ἱερεῖς στοὺς ναούς, κατά την τέλεση της Ἀκολουθίας.

Ἀκάθιστος Ὕμνος με Ἀπόδειπνο

Ψάλλεται ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, ὡς ἀκολούθως: Ἀναγιγνώσκεται τὸ Μικρὸν Ἀπόδειπνον μέχρι τοῦ Ἄξιόν ἐστιν... Μετ' αὐτὸ ψάλλεται τὸ Τροπάριον Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς... δὶς ἀργῶς καὶ ἅπαξ σύντομον καὶ ἀναγιγνώσκεται ὑπὸ τοῦ (Ἀρχ.) Ἱερέως ἡ α´ Στάσις (Α-Ζ) τῶν Οἴκων (Χαιρετισμῶν) τῆς Θεοτόκου.

Ἀκολούθως ψάλλεται ἡ α´ καὶ γ´ Ὠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Θεοτόκου, τὸ Κοντάκιον Τῇ Ὑπερμάχῳ... ἀργῶς καὶ ἀναγιγνώσκεται ἡ β´ Στάσις (Η-Μ).

Ἐν συνεχείᾳ ψάλλονται ἡ δ´, ε´ καὶ ς´ Ὠδὴ τοῦ Κανόνος, πάλιν τὸ Κοντάκιον Τῇ Ὑπερμάχῳ... ἀργοσύντομον καὶ ἀναγιγνώσκεται ἡ γ´ Στάσις (Ν-Σ).

Τέλος ψάλλονται αἱ΄ Ὠδαὶ ζ´, η´ καὶ θ´ Ὠδῆς ὁ Ἱερεὺς θυμιὰ ὡς εἴθισται, τὸ Κοντάκιον Τῇ Ὑπερμάχῳ... σύντομον καὶ ἡ δ´ Στάσις (Τ-Ω καὶ Α).

Τρισάγιον.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ: Τῇ Ὑπερμάχῳ....

Καὶ τὰ λοιπὰ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. (από το Μέγα Ωρολόγιον).

«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,

ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,

ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.

Ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,

ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,

ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»







Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Έπαρση Σημαίας στην Ακρόπολη


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν – Διονύσιος Σολωμός



Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν – Διονύσιος Σολωμός
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,
ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή1
ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ»,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·
σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό,
ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνια κορυφή.
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.
Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ,
καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
λίγα τὰ αἵματα γιατί;
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3
Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4
Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.
Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά,
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.
Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.
Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.
Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει,
φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».
Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι5
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·
εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·
τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πεῖναν καὶ θανατικὸ
ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό·
στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»·
καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.
Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·
λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·
μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς·
«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».
Αὐτὸς λέγει… «Ἀφοκρασθῆτε
Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·9
πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
»Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.
»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς,
»καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σῴζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ;
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.
Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,10
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει,
ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·
κεφαλὲς ἀπελπισμένες
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.
Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·
Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.11
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη,
καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.
Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί,
τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός·
ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρών,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,12
καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει,
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.
Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές,
πολεμώντας ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς
μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,13
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τους κεραυνό.
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.
Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ.
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε14
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.
Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος
ὡσὰν νἄτανε φονιάς.
Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα
π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.
Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ:
«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική·
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
»Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ.
»Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.
»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».
»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα,
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
»Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.
»Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!…
Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ.
»Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.
»Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ».
»Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ·
δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθεριὰν, ἢ θὰ τὴν λῦστε
ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;
»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό·
Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».
ΣHMEIΩΣEIΣ TOY ΠOIHTH
01) Δεῦτε παῖδες τῶν Ἑλλήνων…
02) Ἀρματώθηκαν τότε ὅλοι ἀπὸ δεκατέσσερους χρόνους καὶ ἀπάνου.
03) Ἡ περιτειχισμένη Τριπολιτσὰ δὲν ἔχει κάστρον, καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ κάστρου ἐννοεῖ ὁ ποιητὴς τὴν μεγάλην Τάπιαν τῆς πόλης.
04) Ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ἡμέρα ὅταν ἐπάρθηκεν ἡ Τριπολιτσά, ὁ ποιητὴς ἀκολούθησε τὴν κοινὴν φήμην ὅπου τότε ἐσκορπίστηκεν, ὅτι τὸ πάρσιμό της ἐσυνέβηκε τρεῖς ὧρες ἔπειτα ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα.
05) Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ φεγγάρι εὑρίσκεται τυπωμένον εἰς τὲς τούρκικες σημαῖες.
06) Ὁ λὸρδ Μπάιρον εἰς τὴν τρίτην ᾠδὴν τοῦ Don Juan παρασταίνει ἕνα ποιητὴν Ἕλληνα, ὅπου ἀπελπισμένος καὶ παραπονεμένος διὰ τὴν σκλαβιὰν τῆς πατρίδος του, ἔχει ἐμπρός του ἕνα κρασοπότηρον, καὶ κοντὰ εἰς ἄλλα λέγει καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «…οἱ γυναῖκες μας χορεύουν ἀποκάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιον βλέπω τὰ θέλγητρα τῶν ματιῶν τοὺς ἀλλὰ ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι θὰ γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τὰ μάτια μου δάκρυα». Ἐπέρασε ἕνας χρόνος ἀφοῦ ἐγράφθηκε τοῦτος ὁ ὕμνος ὁλοένα ὁ ποιητὴς ἑτοιμάζει ἕνα ποίημα γιὰ τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάιρον.
07) Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον. Ἡσαΐας Κεφ. λε´.
08) Εἶναι ἀληθινὸν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν ἐναντίον τοῦ Μεσολογγιοῦ τὰ ξημερώματα αὐτῆς τῆς ἁγίας ἡμέρας δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινόν, καθὼς τότε ἐκοινολογήθηκεν, ὅτι ἦταν ἀνοικτὲς καὶ οἱ ἐκκλησίες μάλιστα ἐκλείσθησαν ἐπιταυτοῦ διὰ νὰ ἔχουν οἱ Ἕλληνες ὅλην τὴν προσοχήν τους εἰς τὸν πόλεμον.
09) Καὶ εἰπέ μοι γέγονε ἐγὼ εἰμὶ τὸ A καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ἀποκάλ. Ἰωάννου Κεφ. κα´.
10) Τὰ περιστατικὰ τοῦ περάσματος τοῦ ποταμοῦ, τῆς μάχης τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγιοῦ εὑρίσκονται καταστρωμένα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη, ἐγκαρδίου φίλου τοῦ ποιητῆ. Αὐτὴ ἡ ἱστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει καὶ τὴν γλῶσσαν μας καὶ τὴν φιλολογίαν μας.
11) Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τίτλους τοῦ Σουλτάνου.
12) Ἔξοδος Κεφ. ιε´.
13) Τὸ καύσιμό της καραβέλας τοῦ Καπετὰν πασᾶ καὶ ἑνὸς ἄλλου καραβίου κοντὰ εἰς τὴν Τένεδον, τὲς 29 Ὀκτωβρίου.
14) Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας συνηθίζουν νὰ σπέρνουν δάφνες εἰς τὲς ἐκκλησίες τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα.





Δείτε περισσότερες