Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
(1804)


[Μετά την παράδοσιν του Σουλίου διὰ της συνθήκης της 12 Δεκεμβρίου 1803, δι' ᾖς ἐπετρέπετο εἰς τους Σουλιώτας νὰ μεταθῶσιν ἔνοπλοι ὁποῦ ἤθελον, ὁ Ἀλή πασᾶς παρασπονδήσας ἐπεχείρησε νὰ ἐξοντώση τους ἐπιζήσαντας. Τούτων ὁ Κίτσος Βότσαρης φεύγων την δίωξιν ἦλθεν εἰς Βουλγαρέλι τῶν Τσουμέρκων, ἀλλὰ βλέπων ὅτι καὶ ἐκεῖ διέτρεχε κίνδυνον νὰ κυκλωθῆ ὑπὸ των Ἀλβανῶν, παρέλαβε πάντας τους ἐκεῖ Σουλιώτας, ἀνερχόμενους εἰς 1148, καὶ κατέφυγε την 22 Δεκεμβρίου εἰς τα Ἄγραφα, εἰς μονήν τινα ἐπὶ Ἀποκρήμνου βράχου. Πολιορκηθείς ἐν αὐτή ὑπὸ ἰσχυράς δυνάμεως του Ἀλή, ἀντέστη ἐπὶ τέσσαρας μήνας, ἀλλὰ περί τα μέσα του Ἀπριλίου 1804 οἱ Ἀλβανοί κατέλαβον διὰ προδοσίας την μονήν καὶ κατέσφαξαν τους ἐν αὐτή, πλὴν 80 περίπου ἀνδρῶν καὶ δύο γυναικών, διαφυγόντων μετά του ἀρχηγοῦ. Η Λένω, εἰς ἦν ἀναφέρεται το τραγούδι, δεκαπενταέτις θυγάτηρ του Κίτσου Βότσαρη ἐκ πρώτου γάμου, ἐπολέμει εἰς την μονήν παρά το πλευρόν του ἀδελφοῦ της Γιαννάκη· φονευθέντος δὲ τούτου, μετέβη πλησίον του θείου της Νίκζα, πολεμοῦντος παρά τον Ἀχελῶον, καὶ ἐφόνευσε πολλούς Τούρκους. Ἀλλὰ περικυκλωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως μὴ συλληφθῆ, ἔπεσεν εἰς τον ποταμόν καὶ ἐπνίγη].
Ὅλαις οἱ καπετάνισσαις ἀπὸ το Κακοσούλι
ὅλαις την Ἅρτα πέρασαν, 'ς τα Γιάννινα τοῖς πᾶνε,
σκλαβώθηκαν οἱ ἀρφαναῖς, σκλαβώθηκαν οἱ μαύραις,
κ’ η Λένω δὲν ἐπέρασε, δέν την ἐπῆραν σκλάβα.
Μόν πῆρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' ἐγγλέζικα κουμποῦρια,
ἔχει καὶ ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τοῦρκοι την κυνηγοῦν, πέντε τζοχανταραῖοι.
Τοῦρκοι, γιὰ μὴν παιδεύεστε, μὴν ἔρχεστε σιμά μου,
σέρνω φυσέκια 'ς την ποδιά καὶ βόλια 'ς τοῖς μπαλᾶσκαις
-Κόρη, γιὰ ρηξε τάρματα, γλύτωσε τὴ ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;
Ἐγὼ εἶμαι η Λένω Μπότσαρη, ἡ ἀδελφὴ του Γιάννη,
καὶ ζωντανή δὲν πιάνουμε εἰς των Τουρκῶν τα χέρια".













ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ


ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
(1819)
[Ή Πάργα τελευταία τῶν πόλεων της Στερεάς καὶ της Πελοποννήσου ὑπεδουλώθη εἰς τους Τούρκους. Ταχθεῖσα ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΕ' αἰῶνος ὑπὸ την προστασίαν τῶν Ἐνετῶν, μετά την κατάλυσιν της “'Ενετικής πολιτείας περιῆλθε μετά τῶν Ἰονίων νήσων εἰς την κατοχήν τῶν Γάλλων. 
Ἀλλά τῷ 1814 παρεδόθη εἰς τους Ἄγγλους, οἵτινες βραχύν μόνον χρόνον την ἐκράτησαν, ἀπεμπολήσαντες αὐτὴν εἰς τους Τούρκους τῷ 1817. 
Πρὸ της παραδόσεως αὐτῆς, συντελεσθείσης την 28 Ἀπριλίου 1819, οἱ Παργινοί, εἰς τετρακισχιλίους ἀνερχόμενοι, κατέλιπον την πατρίδα των, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνασκάψαντες τους πατρώους τάφους συνήθροισαν τα ὀστᾶ καὶ τα ἔκαψαν εἰς την πλατεῖαν της ἀγορᾶς διὰ νὰ μὴ βεβηλωθοῦν ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν].


Α'
Μαύρῳ πουλάκι, πόρχεσαι ἀπὸ τ' ἀντικρὺ μέρη,
πὲς μου τί κλάψαις θλιβεραῖς, τί μαῦρα μοιρολόγια
ἀπὸ τὴν Πάργα βγαίνουνε, ποῦ τὰ βουνὰ ραγίζουν;
Μῆνα τὴν πλάκωσε Τουρκιὰ καὶ πόλεμος τὴν καίει;
-Δὲν τὴν ἐπλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δὲν τὴν καίει
-Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδια, σὰ γελάδια,
κι' ὅλοι 'ς τὴν ξενιτειὰ θὰ πᾶν νὰ ζήσουν οἱ καϊμένοι.
Τραυοῦν γυναῖκες τὰ μαλλιά, δέρνουν τάσπρα τοὺς στήθια, μοιριολογοῦν οἱ γέροντες μὲ μαῦρα μοιρολόγια,
παπᾶδες μὲ τὰ δάκρυα γδύνουν ταῖς ἐκκλησιαίς τους.
Βλέπεις ἐκείνῃ τὴ φωτιά, μαῦρο καπνὸ ποὺ βγάνει;
Ἐκεῖ καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα ἀντρειωμένων,
ποὺ τὴν Τουρκιὰ τρομάξανε καὶ το βεζίρη κάψαν.
Ἐκεῖ ναὶ κόκκαλα γονιοῦ, ποὺ τὸ παίδι τὰ καίει,
νὰ μὴν τὰ βροῦνε οἱ Λιάπηδες, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποῦ βογγοῦν τὰ δάση,
καὶ το δαρμὸ ποῦ γίνεται, τὰ μαῦρα μοιρολόγια;
Εἶναι π' ἀποχωρίζονται τὴ δόλια τὴν πατρίδα,
φιλοῦν τοῖς πέτραις καὶ τὴ γῆ κι' ἀσπάζονται τὸ χῶμα.
Β'
Τρία πουλιὰ ἀπ' τὴν Πρέβεζα διαβήκανε 'ς τὴν Πάργα,
τὸ νὰ κυττάει τὴν ξενιτειά, τάλλο τὸν Ἄη Γιαννάκη,
τὸ τρίτο τὸ κατάμαυρο μοιριολογάει καὶ λέει.
"Πάργα, Τουρκιὰ σὲ πλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει.
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεμο, μὲ προδοσία σὲ παίρνει.
Βεζίρης δὲ σ' ἐνίκησε μὲ τὰ πολλὰ τασκέρια.
Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργινὸ τουφέκι,
κ' οἱ Λιάπηδες δὲν ἤθελαν νὰ ρτοὺν νὰ πολεμήσουν.
Εἶχες λεβένταις σὰ θεριά, γυναῖκες ἀντρειωμέναις,
πότρωγαν βόλια γιὰ ψωμί, μπαρούτι γιὰ προσφάγι.
Τάσπρα πουλήσαν τὸ Χριστό, τάσπρα πουλοῦν καὶ σένα."
Πᾶρτε, μαννᾶδες, τὰ παιδιά, παπᾶδες τοὺς ἁγίους. Ἄστε, λεβένταις, τάρματα κι' ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια,
καὶ ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.























ΟΙ ΛΑΛΙΩΤΙΣΣΑΙΣ

ΟΙ ΛΑΛΙΩΤΙΣΣΑΙΣ
(1821)
[Οἱ ὑπερήφανοι, γενναῖοι καὶ σκληροί Ἀλβανοί τοῦ Λάλα, τερπνής πολίχνης ἐπί τοῦ ὅρους Φολόης (ἐν τῶ νῦν δήμω Ὀλυμπίων τῆς Ἠλείας), οἱ ἀπηνῶς καταδυναστεύοντες τοῦς περιοικοῦντας Ἕλληνας, πολιορκηθέντες ὑπό τρισχιλίων περίπου Πελοποννησίων καὶ Ἐπτανησίων, κατόρθωσαν τὴν 22 Ἰουνίου 1821, προσελθόντος εἰς ἐπικουρίαν αὐτῶν τοῦ Ἰουσοῦφ πασᾶ τῶν Πατρῶν μετά 700 ἱππέων, νὰ διασωθῶσι μετά τῶν οἰκογενειῶν τῶν εἰς Πάτρας. Κατά τὴν ἀναχώρησιν τῶν ἐνέπρησαν τὴν πολίχνην καὶ τὰ πλεῖστα τῶν δυσμετακομίστων πραγμάτων αὐτῶν, ὥστε ἐλάχιστα ἀπέμειναν πρὸς λαφυραγωγίαν εἰς τοῦς εἰσελθόντας ὕστερον εἰς τοῦ Λάλα Ἕλληνας, πάντως δὲ πολύ ὀλίγαι θὰ ἠχμαλωτίσθησαν Λαλιώτισσαι, ὤν τὰ παθήματά διατραγωδεῖ τὸ κάτωθι:

Τοῦ Λάλα μὲ τὰ κρύα νερά, μὲ τοῖς βαρειαῖς κυράδες,
μὲ τοῖς τραναῖς ἀρχόντισσαις, τοῖς καλομαθημέναις,
ποῦ δὲν καταδεχόντανε τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν,
πoφόρηγαν χρυσά σκουτιά καὶ κόκκινα σαλβάρια,
καὶ τώρα πῶς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τοῦς ραγιᾶδες!
Φέρνουν βαρέλια μὲ νερό καὶ ξύλα ζαλωμέναις,
νάχουν οἱ Ἕλληνες νερό, φωτιά νὰ πυρωθοῦνε.
Καὶ ἡ μία τὴν ἄλλη ἒλεγανε καὶ ἡ μία τὴν ἄλλη λένε.
Τί νὰ 'ν' κεῖνα ποῦ φαίνονται, τί νὰ 'ν' εκεῖνα π' ἐρχώνται;
Μηνᾶ ειν' μπαϊράκια τούρκικα, μὴν τά στεῖλε ὁ πασᾶς μας;
Δὲν εἶν' μπαϊράκια τούρκικα, δὲν τὰ στεῖλε ὁ πασᾶς μας,
παρά εῖν' μπαϊράκια κλέφτικα, κ' εἶναι τῶν Πλαπουταίων".
κλαῖνε μανοῦλαις γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τοῦς ἄντρες, κλαίει καὶ μιὰ χανοῦμισσα γιὰ τὸ μοναχογιό της.

ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ



ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ

Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ὁ ἀδελφὸς του Πετρόμπεη καὶ νικητής του Βαλτέτση, ἡγούμενος 400 περίπου, τῶν πλείστων Μανιατῶν, ἀπεβιβάσθη εἰς την Ἤπειρον, ὅπως βοηθήση τους ἀγωνιζομένους ἐν τῷ τόπῳ τῶν Σουλιῶτας. Ἀλλ' ἕν μάχη παρά το Φανάρι πρὸς πολυάριθμους Τούρκους καὶ Ἀλβανούς ὑπὸ τον Ὀμέρ πασᾶν ἔπεσε την 4 Ἰουλίου 1822, ολίγοι δε των διασωθέντων πολεμιστών αυτοΰ εκόμισαν δια πλοίου τον νεκρόν εις Μεσολόγγι, όπου ετάφη. Το δημοτικόν άσμα με πολλήν πρωτοτυπίαν, αντί περιγραφής του θανάτου του Κυριακούλη, εκθέτει πώς ανεκοίνωσεν εν Μάνη το θλιβερόν άγγελμα εις την σύζυγον του φονευθέντος ο Πετρόμπεης].

Πετρόμπεης καθότανε ψηλά ‘ς το Πετροβοῦνι,

κ' ἐσφούγγιζε τα μάτια του μ' ἕνα χρυσό μαντήλι.

"Τι ἔχεις, Μπέη, ποὺ χλίβεσαι καὶ χύνεις μαῦρα δάκρυα;

-Σὰ μ' ἐρωτᾶς, Κυριάκαινα, καὶ θέλεις γιὰ νὰ μάθης,

ἀπόψε μοῦ 'ρθαν γράμματα ἀπὸ το Μεσολόγγι,

τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρῶτο καπετάνιο,

καὶ στάζουνε τα μάτια μου καὶ τρέχουν μαῦρα δάκρυα".

ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ





ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ

(Ἰούλιος 1822)

[Ό Μαχμοῦδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης διὰ την ἐκ Δράμας της Μακεδονίας καταγωγήν του, διορισθείς ὑπὸ του Σουλτάνου σερασκέρης στρατιᾶς τριακοντακισχιλίων περίπου πεζῶν και ἱππέων, κατῆλθεν ἐκ της Λαρίσης εἰς την Ἀνατολικήν Ἑλλάδα ὅπως εἰσβαλών εἰς την Πελοπόννησον καταπνίξη την ἐπανάστασιν τῶν Ἑλλήνων, ἐπικουρούντος καὶ του τουρκικοῦ στόλου ἐν τῷ Κορινθιακῶ κόλπῳ καὶ τῷ Αργολικῶ. Οὐδεμίαν συναντήσας ἀντίστασιν εἰς την Ἀνατολικήν Στερεάν Ἑλλάδα καὶ εἰς τα στενοπορίας της Μεγαρίδος, κατέλαβε τον Ακροκόρινθον, ἐγκαταλειφθέντα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, καὶ διὰ τῶν ἀφυλάκτων στενῶν τῶν Δερβενακίων προήλασεν εἰς την Ἀργολικήν πεδιάδα, ὅπου συνεκράτησε την ἑτοίμην πρὸς παράδοσιν τουρκικήν φρουράν του Ναυπλίου, ἀκυρώσας την συναφθεῖσαν συνθήκην της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες εἰς τους Μύλους της Λέρνης καὶ τας πηγάς του Ερασίνου, στρατηγοῦντος του Κολοκοτρώνη, ἀπησχόλησαν μὲν αὐτὸν ἐπὶ πολύ εἰς την πολιορκίαν της ἀκροπόλεως του Ἀργοὺς Λαρίσης, καταστρέψαντες δὲ ὅσα τρόφιμα ἠδυνήθησαν, περιήγαγον αὐτὸν εἰς πολλήν στενοχωρίαν διὰ την στέρησιν των ἐφοδίων. Προβλέπων δ' ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι θ' ἀναγκασθῆ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήση εἰς Κόρινθον, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων διὰ 2500 περίπου ἀνδρών ὑπὸ τον Νικηταράν. Καὶ ὅτε την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησεν ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ διέλθη διὰ των στενῶν ὑπέστη μεγάλην φθοράν, ἔκτοτε δ' ὁ Νικηταράς ἐπωνομάσθη Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες εἰς Κόρινθον την ἡμέραν ἐκείνην καὶ τας ἑπομένας, ἀπεδεκατίσθησαν ὑπὸ των στερήσεων καὶ των νόσων, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Δράμαλης ἀπέθανεν ἕν Κορίνθῳ].

Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ ἀέρα του πελάγου

νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.

Της ‘Ρούμελης οἱ μπέηδες, τοὺ Δράμαλη οἱ ἀγάδες

'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.

Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια

καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.

Κ’ ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.

"Πουλί, πώς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;

-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,

καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".

Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς τῶν μπέηδων τα σπίτια.

Κλαῖνε ταχούρια γι' ἄλογα καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,

κλαῖνε μαννούλαις γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄντρες.


















ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ



ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ

Ο κοῦκος φέτο δὲ λαλεῖ, οὔτε καὶ θὰ λαλήση

παρά ἡ τρυγόνα ἡ χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.

Φέτος μας ἦρθεν ἡ Ἀραπιά καὶ κόβει καὶ σκλαβώνει.

Ἐσκλάβωσαν μικρά παιδιά, γυναῖκες με τους ἄντρες,

Κ’ ἐσκότωσε λεβεντουργιά καὶ καπεταναραίους

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ



ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ

[Κατ' Ἰούνιον του 1826 ὁ Ἰμπραΐμ ἐξέπεμψε πρὸς ὑποδούλωσιν της Μάνης στρατιάν ἐπτακισχιλίων πεζῶν καὶ ἱππέων, ἥτις την 22 του μηνός εὑρίσκετο πρὸ του στενοῦ του Ἀρμυροῦ, εἰς τα ὅρια της Μεσσηνίας καὶ της Μάνης. Την προέλασιν τῶν Αἰγυπτίων ἀνέκοψαν χίλιοι περίπου Μανιάται, οἵτινες προφυλασσόμενοι ὑπὸ ἀσθενοῦς ὀχυρώματος, της λεγομένης Βέργας, ἤτοι λιθοκτίστου μάνδρας μήκους δισχιλίων μέτρων περίπου, κλειούσης την μεταξύ της ὑπώρειας του βουνοῦ της Σέλιτσας καὶ της θαλάσσης δίοδον, ἔφεραν πολύν φθοράν εἰς τον ἐχθρὸν. Ἀποκρουσθέντες ἐπανειλημμένως, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσιν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐπέστρεψαν την 25 Ἰουνίου εἰς την Καλαμάταν της Μεσσηνίας. Ἐν τω μεταξύ δ' ὅμως καὶ ἅμα τὴ ἐνάρξει της μάχης της Βέργας, ὁ Ἰμπραΐμ ἀποσπάσας 1500 ἄνδρας ἔπεμψε διὰ πλοίων εἰς τα παράλια της Μάνης διὰ νὰ ἐνεργήσουν ἀντιπερισπασμόν. Αὐθημερόν οὗτοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τον ὅρμον του Δηροῦ, καταλαβόντες δὲ τα πρὸς δεξιά χωρία Πύργον καὶ Χαριάν, ἐστράφησαν πρὸς ταριστερά, ἵνα προσβάλωσι την Τσίμοβαν (την μετονομασθεῖσαν ὕστερον Ἀρεόπολιν). Ὀλίγιστοι μόνον Μανιάται, διότι οἱ λοιποί ἐμάχοντο εἰς τον Ἀρμυρόν, εὑρισκόμενοι εἰς τους πύργους τῶν, ἀνθίσταντο κατά των ἐπιδρομέων, ἀλλὰ γνωσθείσης της ἀποβάσεως τών Ἀράβων, ἔγινε διὰ κωδωνοκρουσιών συναγερμός των ὑπολειφθέντων κατοίκων των πέριξ χωρίων, καὶ προσέτρεξαν πάντες, καὶ γέροντες καὶ ἱερείς, καὶ αἵ θερίζουσαι εἰς τους ἀγρούς γυναῖκες με τα δρέπανά των, ἑνωθέντες δὲ μετ' ὀλίγων ὁπλοφόρων, οἵτινες ἔτυχε νὰ διαβαίνωσιν ἐκείθεν ὑπὸ τον Κωνσταντῖνον Μαυρομιχάλην, ἠμύνοντο κατά τῶν Ἀράβων, εὐάριθμοι μὲν δι’ ὁπλῶν, οἱ δὲ λοιποί διὰ πετρῶν καὶ των δρεπάνων. Την ὁρμήν του ἀσυντάκτου λαοῦ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ὑπομείνουν οἱ ἐπιδρομεῖς καὶ ἔσπευσαν νὰ ἐπιβιώσει πάλιν των πλοίων κακώς έχοντες, απήλθον δε την 25 Ιουνίου, πολλούς καταλιπόντες νεκρούς].

Στὸ ρημοκλήσι του Δηροῦ

λειτούργα ὁ πρωτοσύγκελος,

καὶ τάχραντα μυστήρια

ἔφερνε ‘ς το κεφάλι του,

ψάλλοντας το χερουβικό.

Μὰ ἔξαφνα κι 'ἀνέλπιστα

Τοῦρκοι τον περιλάβανε,

Κ’ ἔλαβε μόνον τον καιρό

καὶ σήκωσε τα χέρια του,

κ' είπεκε, "Παντοδύναμε,

δυνάμωσε τους Χριστιανούς,

τύφλωσε τους Ἀγαρηνούς

τή μέρα τη σημερινή".

Μὰ οἱ ἄνδρες ὅλοι ἐλείπασι,

ἦταν ‘ς τη Βέργα τ' Ἀρμυροῦ,

ὁποῦ Τρωάδα ὁ πόλεμος

ἐπάηνε δυὸ μερόνυχτα.

Μόνα τα γυναικόπαιδα

καὶ γέροντες ἀνώφελοι,

(γιατ' ἦτο θέρος) βρέθεσαν

με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά.

Καθόλου δὲ δειλιάσασι,

καθόλου δὲν τρομάξασι,

μόν' ἔδωκαν την εἴδηση

'ς τον Κωνσταντῖνο με πεζόν.

Κ' ἐκείνος ὡς πολέμαρχος

εσύναξ' ὅλα τα χωριά,

γράφει καὶ στέλνει ς' τ’ Ἀρμυρό,

κ' ἔδραμε κατά το Δηρό.

Βλέπει γυναῖκες νὰ χεροῦν

καὶ τα δρεπάνια να κρατοῦν,

τους Αραπάδες νὰ χτυποῦν.

"Εὖγε σας, μεταεύγε σας,

γυναῖκες, ἄνδρες γίνετε,

σὰν ἀνδρειωμέναις μάχεσθε,

σὰν Ἀμαζόνες κρούετε".

Εἰπέ κ' ἐβρυχουμάνισε

σὰν το λιοντάρι 'ς τα βουνά.

Τους Τούρκους κόφτει ἀψήφιστα.

Τότε τα παλληκάρια του

πετάχτησαν σὰν τους αϊτούς,

κ' ἐπιάστηκαν με τους ἐχτροῦς,

χέρια με χέρια ἀνάκατα.

Τους ἐκαταποντίσασι

καὶ τους ἐβάλασι μπροστά,

σὰν νὰ ἦσαν γιδοπρόβατα.

Σφάζοντας καὶ σκοτώνοντας

φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά,

ποὺ μέλισσα ἧτο ἡ Τουρκιά.

Τότε 'ς ἐκείνην τὴ στιγμή,

ἀγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν

τα παλληκάρια τ' Αρμυρού,

οπού τη νίκη φέρνασι.

Πρῶτος ήτο κ' εμπροστινά

ο γιος του γέρου βασιλιά,

εἶχε 'ς τα πόδια του φτερά,

ποὺ τον ὁ πρῶτος ἄγωρος.

Ξεγυμνωμένο το σπαθί

ἐκράτει, καὶ τα μάτια του

σπίκιαις καὶ φλόγες βγάζασι.

"Ἔχετε θάρρος, είπεκε

με μιά φωνή σὰν τὴ βροντή,

μὴ τα φοβᾶστε τα σκυλιά,

ἄς ειν' πολλοί κι’ ἀμέτρητοι.

Ἦταν πολλοί καὶ 'ς τ' Ἀρμυρό,

κι' ἐμεῖς τους ἐνικήσαμεν,

κι' ὅλους τους ἐξωφλήσαμεν".

Πρόφτασε τότε κι' ὁ ἀρχηγὸς,

πρόφτασε κι' ὁ ἀρχιστράτηγος,

ὁποῦ ναὶ πενταγνώστικος

'ς τοῖς μάχαις, 'ς τα πολιτικά,

κ' εἶπε 'ς τα παλληκάρια του,

κ' εἶπε 'ς ὅλο το στράτευμα.

"Ὅσοι πιστοί ἐμπρὸς, παιδιά,

σήμερον γεννηθήκαμε,

καὶ θὰ σωθοῦμε σήμερον".

Ήνοιξ' ἡ μάχη τρομερά,

κ' ἤτανε ξεσυνέριση

'ς ὅλα τα Σπαρτιατόγονα

ποῖοι νὰ πᾶσι μπροστινοί.

Οἱ Τοῦρκοι αντισταθήκασι,

τι ἦσαν 'ς την ἄκρη του γιαλοῦ.

Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι

κ' ἐπέφτασι 'ς τὴ θάλασσα,

σὰν τα τυφλά τετράποδα,

γιατ' ἦτο θέλημα θεοῦ

νὰ σακουστή ἡ παράκληση

τ’ ἁγίου πρωτοσύγκελου.