Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑς ΕΛΛΑΔΟΣ

                                                     ΤΟ  ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ  
                                                   ΣΗΣΤΗΜΑ 
                                               ΤΗΣ   ΑΡΧΑΙΑς  ΕΛΛΑΔΟΣ   

Βασικὲς ἀρχές:  Ἄμεση φορολογία  Οἱ πενέστεροι εἶναι ἀφορολόγητοι

ὸ ἀρ χαῖ ο ἑλ λη νι κὸ φο ρο λο γι κὸ σύ στη μα βα σι ζό ταν κυ ρί ως στὴν ἄ με ση φο ρο λό γη ση, πρω τίστως για τὶ εἶ ναι πιὸ δί καιη(1) καὶ συ νε πῶς πιὸ κον τὰ στὴν ἀρ χαι ο ελ λη νι κὴ δη μο κρατι κὴ νο ο τρο πί α. Καὶ θὰ πρέ πει νὰ μὴ λη σμο νοῦ με, πὼς καὶ σή με ρα οἱ ἄ με σοι φό ροι θε ω ροῦν ται πιὸ δί και οι(2). Ἡ χρή ση τοῦ νο μί σμα τος εἶχε θε σμο θε τη θῆ,(3) καὶ τὸ νό μι σμα ἦ ταν βέβαι α με ταλ λι κό. Οἱ ὑ πο δι αι ρέ σεις τῆς δραχ μῆς σὲ με ταλ λι κὰ νο μί σμα τα θὰ ἦταν ἀρ κε τὰ δύ σκο λο νὰ κα τα σκευ ά ζων ται σὲ με γά λες πο σό τη τες. Αὐ τὴ ἡ τε χνι κὴ δυ σκο λί α θὰ ἔ κα νε τὴν ἔμ με ση φο ρο λο γί α ὄ χι καὶ τό σο ἐ φαρ μό σι μη(4) τόσο γιὰ λό γους τε χνι κοὺς ὅσο καὶ ἰ δε ο λο γι κούς. Θε με λι ώ δης πο λι τι κο-οἰ κο νο μι κὴ ἀρ χὴ τῶν ἑλ λη νι κῶν πό λε ων ἦ ταν, ὅ τι πλή ρη πο λι τι κὰ δι και ώ μα τα (ἐ λευ θε ρί α πρώ του βαθ μοῦ) εἶ χαν μό νον ὅ σοι συμ με τεῖ χαν στὰ ἔ ξο δα τῆς πό λης, ὅ σοι φο ρο λο γοῦν ταν. Ὁ θε σμὸς αὐ τὸς δι α παι δα γω γοῦ σε τοὺς πλου σιώ τε ρους νὰ θε ω ροῦν τι μή τους νὰ ξο δεύ ουν γιὰ τὴν πό λη τους.


                           Ὑ πο λο γι σμὸς τῶν ἐ νι αυ σί ων ἐ σό δων τῆς Ἀ θή νας 

ὰ  τή σια τα κτι κὰ ἔ σο δα τῆς πό λης ἀ πὸ τὴν φο ρο λο γί α τῶν τρι ῶν πρώτων τά ξε ων ἦ ταν 360 τά λαν τα σύμ φω να μὲ τὴν φο ρο λο γι κὴ ρύθ μι ση τοῦ Σό λω να. Σ’ αὐ τὰ θὰ πρέ πει νὰ προ στε θῇ καὶ ἡ φο ρο λό γη ση τῶν θη τῶν, ποὺ τὸ ἀ πο τέ λε σμά της δὲ θὰ ἦ ταν κα θό λου εὐ κα τα φρό νη το, μιὰ καὶ οἱ θῆ τες ἦ ταν πο λυ ά ριθ μοι, γύ ρω στὶς 20.000. Ἂν λοι πὸν ὑ πο λο γί σου με σὲ 100 μέ δι μνους, δη λα δὴ 100 ἀτ τι κὲς δραχ μές, τὸ μέ σο ἐ νια ύσιο εἰ σό δη μα τῶν θη τῶν καὶ 10 δραχ μὲς τὸν μέ σο ἐ τή σιο φό ρο κα θε νὸς ἀ πὸ τοὺς θῆ τες, τό τε οἱ θῆ τες θὰ πλή ρω ναν 20.000 × 10 = 200.000 δραχ μὲς ἢ 200.000 × 6.000 = 33 τά λαν τα καὶ 2.000 ἀτ τι κὲς δραχ μές. ∆η λα δὴ τὸ συ νο λι κὸ πο σὸ θὰ γι νό ταν 393 τά λαν τα καὶ 2.000 ἀτ τι κὲς δραχ μές. Τὰ ἐ τή σια τα κτι κὰ ἔ σο δα τῆς πό λης ἀ πὸ τοὺς θῆ τες τὸν και ρὸ τῶν Πει σι στρα τιδῶν πρέ πει νὰ ἦ ταν τὸ μι σὸ τῆς ἐ πο χῆς τοῦ ἴ διου τοῦ Πει σί στρα του, για τὶ κα τὰ τὸν Θου κυ δί δη (ΣΤ΄ 54, 5) ἡ φο ρο λο γί α δὲν ἦ ταν πιὰ ἡ «δε κά τη» ἀλ λὰ ἡ «εἰ κοστή». Ἔ τσι τὰ ὑ πο λο γί ζου με στὰ 16 τά λαν τα καὶ 3.000 ἀτ τι κὲς δρχ. ∆η λα δὴ τὸ συ νο λι κὸ πο σὸ θὰ γι νό ταν 376 τά λαν τα καὶ 5.000 ἀτ τι κὲς δρχ. Ἡ πό λη εἰ σέ πρατ τε δα σμοὺς γιὰ εἴ δη ποὺ εἰ σά γον ταν· αὐτοὶ οἱ δα σμοὶ βέ βαι α με τα φρά ζον ταν σὲ ἔμ με σους φό ρους, μιὰ καὶ βά ραι ναν τε λι κὰ τὸν ἀ γο ρα στή. Τὰ ἐμ πο ρεύ μα τα, ποὺ φο ρο λο γοῦν ταν, ἦ ταν εἴ δη πο λυ τε λεί ας, ἐ νῷ σι τά ρι καὶ ἄλ λα εἴ δη πρώ της ἀ νάγ κης, ἂν καὶ εἰ σαγ μέ να, δὲν φαί νε ται νὰ φο ρο λο γοῦν ταν, ὅ πως δὲν φο ρο λο γοῦν ταν τὰ ἐγ χώ ρια εἴ δη, με ρι κῶν ἐκ τῶν ὁποίων μά λι στα, ὅ πως τῶν σύ κων στὴν Ἀτ τι κή, ἀ πα γο ρευ ό ταν ἡ ἐ ξα γω γή, ἂν δὲν ὑ πῆρ χε ἐ πάρ κεια γιὰ τὴ δι α τρο φὴ τῶν πο λι τῶν καὶ γε νι κώ τε ρα ὅ λων τῶν κα τοί κων τῆς χώ ρας. Οἱ ἀ γο ρα στὲς τῶν φο ρο λογη μέ νων ἐμ πο ρευ μά των, δη λα δὴ τῶν εἰ δῶν πο λυ τε λεί ας, ἦ σαν κα τὰ κα νό να πλού σιοι. Ἔ τσι πά λι οἱ πλού σιοι ἦ ταν ἐκεῖνοι, ποὺ πλή ρω ναν τοὺς φό ρους, ἀ κό μα καὶ ἂν ἡ φο ρολό γη ση ἦ ταν ἔμ με ση.

Στὴ δημοκρατικὴ

Ἀθήνα τὰ ἔξοδα

τῆς πόληςκράτους τὰ εἶχαν

ἀναλάβει, μὲ βάση

τὰ δημοκρατικὰ

θέσμια, οἱ

οἰκονομικὰ

εὐρωστότεροι καὶ

ποτὲ οἱ φτωχοί.



Οἱ λει τουρ γί ες καὶ ἡ εἰ σφο ρὰ

ομως ἐ κτὸς ἀ πὸ τὸν ἐ τή σιο φό ρο τους, οἱ πλού σιοι Ἀ θη ναῖ οι ἦ σαν ὑ πο χρε ω μέ νοι νὰ ἐ κτε λοῦν καὶ τὶς λει τουρ γί ες, ποὺ τοὺς ὥ ρι ζε ὁ Ἐ πώ νυ μος Ἄρ χον τας ἢ κά ποι α ἄλ λη ἁρ μό δια ἀρ χή. Ἡ «λει τουρ γί α» καὶ ἡ «δη μι ουρ γί α» εἶ ναι ἔρ γα, ὑ πη ρε σί ες γιὰ τὸ λα ό, τὸ ∆ῆ μο, ἀν τίστοι χα, πο λι τι κὲς ἢ θρη σκευ τι κές, ποὺ προ σφέ ρον ταν ἀ πὸ κά ποι ο πλού σιο ἢ κά ποι ον ἱ ε ρέ α, ποὺ κα λοῦ σε τὶς θε ϊ κὲς δυ νά μεις γιὰ τὸ κα λὸ τοῦ Λα οῦ. Ὁ Ἀ ρι στο τέ λης μά λι στα ἐ πι ση μαί νει, πὼς σὲ και ροὺς πα λι ό τε ρους χρη σι μο ποιοῦν ταν ἡ λέ ξη «δη μι ουρ γί α» στὴ χρή ση τῆς λέ ξης «λει τουρ γί α» (Πολ. Ε, 1310β 22). Ἡ λέ ξη «δη μι ουρ γός», ποὺ χρη σι μο ποι εῖ ται, ὅ πως ἔ χει ἐ πι ση μαν θῆ πολ λὲς φο ρές, σὰν ὀ νο μα σί α μιᾶς ἀ πὸ τὶς πλού σι ες τά ξεις τῆς Ἀ θή νας, ἐ πι βε βαι ώ νει τὴ ρή ση τοῦ Ἀ ρι στο τέ λη.
Οἱ κύ ρι ες καὶ πο λὺ δα πα νη ρὲς λει τουρ γί ες(5) ἦ σαν:

ἡ τρι η ραρ χί α,

ἡ χο ρη γί α,

Στὴ δημοκρατικὴ

Ἀθήνα τὰ ἔξοδα

τῆς πόληςκράτους τὰ εἶχαν

ἀναλάβει, μὲ βάση

τὰ δημοκρατικὰ

θέσμια, οἱ

οἰκονομικὰ

εὐρωστότεροι καὶ

ποτὲ οἱ φτωχοί.

∆ΑΥΛΟΣ 319, ∆εκέμβριος 2008  22751

ἡ γυ μνα σι αρ χί α,

ἡ ἑ στί α ση,

ἡ ἀρ χι θε ω ρί α καὶ

ἡ ἀρ ρη φο ρί α ἢ ἐρ ρη φο ρί α

Ἕ νας ἄλ λος ἔ κτα κτος φό ρος ἦ ταν ἡ εἰσφο ρά,(6) ποὺ τὸν πλή ρω ναν οἱ πλού σιοι Ἀ θη ναῖ οι σὲ πε ρί πτω ση πο λέ μου γιὰ τὶς ἀ νάγ κες τῆς πό λης.

                                                           Ἡ ἀν τί δο ση

  κυ ρι ώ τε ρος ὅ μως θε σμὸς τοῦ ἀ θη να ϊ κοῦ φο ρο λο γι κοῦ συ στή μα τος, αὐ τὸς δη λα δὴ ποὺ κρα τοῦ σε τὸ σύ στη μα τῶν λει τουρ γι ῶν σὲ ἐ γρήγορ ση, ἀ πέ τρε πε κά θε ἰ δέ α γιὰ ἀ πό κρυ ψη πε ρι ου σια κῶν στοι χεί ων καὶ ἐμ πό δι ζε τὴν φο ρο δι α φυ γή, χω ρὶς ἀ νάγ κη ἠ λε κτρο νι κῆς ὀρ γά νωσης, ἦ ταν ἡ ἀν τί δο ση. Τί ἦ ταν ὅ μως ἡ ἀν τί δο ση; Ἡ λέ ξη βγαί νει ἀ πὸ τὸ ρῆ μα ἀν τι δί νω, «ἀν τι δί δω μι» στὰ ἀρ χαῖ α, τὸ ὁ ποῖ ο ση μαί νει δί νω κά τι γιὰ κά τι, ποὺ μοῦ ἔ δω σαν, ἀν ταλ λάσ σω. Ἡ ἀν τί δο ση ἦ ταν μί α ἀν ταλ λα γή, ἀλ λὰ ὄ χι μιὰ κοι νὴ καὶ συ νη θι σμέ νη ἀν ταλ λα γή· ἦ ταν ἡ ἀν ταλ λα γὴ τῶν πε ρι ου σι ῶν. Πό τε γι νό ταν αὐ τή; Ἡ πε ρι ου σια κὴ κα τά στα ση κά θε Ἀ θη ναί ου ἦ ταν ἀ πὸ γνω στὴ ὣς πο λὺ κα λὰ γνωστὴ ἀ πὸ τὸν τρό πο τῆς ζω ῆς του, ἀ πὸ τὴν φο ρο λο γι κὴ κλί μα κα, στὴν ὁ ποί α εἶ χε δη λώ σει ὁ ἴ διος ὅ τι ἀ νῆ κε, ἀ πὸ τοὺς ὁ μο δη μό τες, ὁ μο φύλους, συμ πο λί τες του, ποὺ ἔ βλε παν τὴ ζω ή του. Οἱ δι ά φο ρες λει τουρ γί ες πά λι ἦ ταν συ νει σφο ρὲς στὰ ἔ ξο δα ὑ πὲρ τοῦ Ἀ θη να ϊ κοῦ ∆ή μου, ποὺ τὶς ἀ νε λάμ βα ναν πο λὺ συ χνὰ αὐ τό βου λα οἱ πλούσιοι Ἀ θη ναῖ οι. Ὅ μως οἱ λει τουρ γί ες δὲν ἦ ταν προ αι ρε τι κὲς ἀλ λὰ ὑ πο χρε ω τι κὲς γιὰ τοὺς πλού σιους Ἀ θη ναί ους, κι ἂν ὑ πῆρ χε ἀ δι α φο ρί α γιὰ τὴν ἀ νά λη ψή τους, οἱ κά θε φο ρὰ ἁρ μό διοι ἄρ χον τες, μὲ βά ση τοὺς κα τα λό γους τῶν πο λι τῶν, ὥ ρι ζαν τὸν πο λί τη, ποὺ εἶ χε σει ρὰ νὰ «λει τουρ γή σῃ». Κα νεὶς δὲ μπο ροῦ σε νὰ ἀρ νη θῇ τὴ λει τουρ γί α, ἐ κτὸς ἂν εἶ χε ξα να λει τουρ γή σει πρό σφα τα καὶ μέ σα στὰ χρο νι κὰ ὅ ρια, ποὺ ἐ πέ φε ρα ν ἀ παλ λα γὴ ἀ πὸ τὶς λει τουρ γί ες, ἀ κρι βῶς ἐ ξ αἰ τί ας πο λὺ πρό σφα της ἀ νά λη ψης. Κα νεὶς δὲ μπο ροῦ σε νὰ ἀρ νη θῇ νὰ λει τουρ γή σῃ· μπο ροῦ σε ὅ μως νὰ ἰ σχυ ρι σθῇ, πὼς δὲν ἦ ταν ἐ παρ κῶς πλού σιος, γιὰ νὰ μπο ρέ σῃ νὰ ἀν τε πε ξέλ θῃ στὰ ἔ ξο δα καὶ νὰ ὑ πο δεί ξῃ κά ποι ον ἄλ λον πλου σι ώ τε ρό του, ποὺ θὰ μπο ροῦ σε νὰ Ἀθηναϊκὸ νόμισμα τοῦ ε΄ αἰ. π.Χ. 22752  ∆ΑΥΛΟΣ 319, ∆εκέμβριος 2008 ἀναλάβῃ τὴ λειτουργία. Ὁ ὑποδειγμένος ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὴν ὑπόδειξη μποροῦσε νὰ δεχθῇ νὰ κάνῃ τὴ λειτουργία, μὲ τὸν ὅρο νὰ δεχθῇ ὁ ἀντίδικός του νὰ ἀνταλλάξουν τὶς περιουσίες τους ἔτσι, ὥστε νὰ φανῇ ποιός εἶναι πλουσιώτερος. Εἶναι φανερό, πὼς ἕνας τέτοιος θεσμὸς δὲν εὐνοοῦσε μὲ κανένα τρόπο τὴν ἀπόκρυψη περιουσιακῶν στοιχείων.

Βέβαια παρόμοιοι θεσμοὶ εἶναι ἀδιανόητοι μέσα στὸ πλαίσιο τῶν θεσμῶν

τῶν σύγχρονων πολιτευμάτων, ποὺ εἶναι ὅλα ὀλιγαρχικὲς παραλλαγὲς παρὰ τὶς

ποικιλωνυμίες τους. ∆είχνει ὅμως, πὼς δὲν εἶναι ἡ μὴ ἀνάπτυξη τῆς Τεχνολογίας

τὸ αἴτιο, ποὺ εὐνοεῖ τὴν φοροδιαφυγή, ἀλλὰ τὸ πλαίσιο τῶν μὴ δημοκρατικῶν

θεσμῶν. Ἀντίθετα ἁπλοῖ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ εἶναι πολὺ πιὸ ἀποτελεσματικοί.

Καὶ τελικὰ μόνο τέτοιοι θεσμοὶ μποροῦν νὰ παραγάγουν Παρθενῶνες, Θέατρο,

Ἐπιστήμη, Φιλοσοφία, Ἐλεύθερη Σκέψη.




Οἱ διάφορες

λειτουργίες ἦταν

συνεισφορὲς

στὰ ἔξοδα ὑπὲρ

τοῦ Ἀθηναϊκοῦ

∆ήμου, ποὺ τὶς

ἀναλάμβαναν πολὺ

συχνὰ αὐτόβουλα οἱ



πλούσιοι Ἀθηναῖοι


Θὰ πρέπει νὰ γίνῃ μία σύγκριση μὲ τὰ σημερινά. Στὴ ∆ημοκρατία, ὅπως σεμνύνεται ὁ Περικλῆς (Θουκ. Β, 38) τὸ βασικὸ αἴτημα εἶναι ὁ ἐλεύθερος χρόνος καὶ ἡ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς γιὰ τοὺς πολλούς. Ἔτσι μὲ βάση τὴν ἄμεση φορολόγηση τὸ βάρος τῶν φόρων ἦταν ὁλοκληρωτικὰ στοὺς πλούσιους. Ἡ πενέστερη τάξη καὶ πολυαριθμότερη, οἱ θῆτες, ἦσαν ἀφορολόγητοι. Στὶς σημερινὲς ὀλιγαρχίες, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ὁ Κοινοβουλευτισμός, τὸ βασικὸ αἴτημα εἶναι νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἐλεύθερος χρόνος καὶ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς γιὰ τοὺς πολλούς. Ἔτσι τὸ μεγάλο βάρος τῆς φορολογίας τὸ σηκώνουν, μὲ βάση τὴν ἔμμεση φορολόγηση, οἱ πολλοὶ καὶ πενέστεροι. Μὲ τὴν ἔμμεση φορολογία τὸ 80% τοὐλάχιστον τῶν φόρων προέρχεται ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς μικρομεσαίους, γιατὶ εἶναι πολὺ περισσότεροι. Τὸ ρόλο τῆς ἔμμεσης φορολογίας ἔρχονται νὰ ἐνισχύσουν οἱ περιοδικὲς οἰκονομικὲς κρίσεις, τὰ κράχ, ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ἀναγκαστικὰ δάνεια, ποὺ γίνονται σὲ βάρος τῶν πολλῶν πρὸς ὄφελος τῶν λίγων καὶ τὸ κράτος, ποὺ τοὺς ἐκπροσωπεῖ.

                                                                  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 



 Εἶναι πραγματικὰ περίεργο, πὼς ὁ Φίνλεϊ (Moses I. Finley, Démocratie antique et démocratie moderne, Ed. Payot, σελ. 100) λέει, ὅτι οἱ Ἕλληνες θεωροῦσαν τοὺς ἄμεσους φόρους τυραννικούς. Ὅμως, ἂν ὑποθέσουμε, γιὰ παράδειγμα, πὼς ἕνα κιλὸ ψωμὶ κοστίζει ἑκατὸ δραχμές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ δέκα εἶναι ὁ ἔμμεσος φόρος, ἡ φορολόγηση δὲν εἶναι οὔτε ἀναλογικὴ οὔτε δημοκρατική, ἐπειδὴ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς πληρώνουν τὸν ἴδιο φόρο. Στὴν ἀρχαιότητα οἱ τυραννίες χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἄμεση φορολόγηση γιὰ λόγους περισσότερο τεχνικοὺς καὶ λιγώτερο πολιτικούς. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πεισίστρατου ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι πλήρωναν τὴ δεκάτη, ἐνῷ στὴν ἐποχὴ τοῦ Σόλωνα καὶ γενικὰ στὴ δημοκρατία οἱ θῆτες ἦσαν Οἱ διάφορες λειτουργίες ἦταν συνεισφορὲς στὰ ἔξοδα ὑπὲρ τοῦ Ἀθηναϊκοῦ ∆ήμου, ποὺ τὶς ἀναλάμβαναν πολὺ συχνὰ αὐτόβουλα οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι.

ἀτελεῖς, εἶχαν ἀτέλεια, δὲν πλήρωναν φόρους καὶ εἶχαν σχεδὸν τὰ ἴδια πολιτικὰ δικαιώματα μὲ τοὺς πλούσιους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι μὲ ὅλα τὰ κρατικὰ ἔξοδα (Πολυδεύκης, «Ὀνομαστικό», Η, 130).  Τὸ ἄρθρο 4, παρ. 5 τοῦ Συντάγματος τοῦ 75/86 λέει: «5. Οἱ Ἕλληνες πολίται συνεισφέρουν ἀδιακρίτως εἰς τὰ δημόσια βάρη ἀναλόγως τῶν δυνάμεών τους.» Τὸ ἄρθρο αὐτό, μὲ τὴν ἔκφρασή του «ἀναλόγως τῶν δυνάμεών τους», θεσπίζει τυπικὰ τὴν ἄμεση φορολόγηση καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια τῆς προγονικῆς δημοκρατικῆς φορολογικῆς σκέψης στὸ νεοελληνικὸ Σύνταγμα. Στὴν πράξη βέβαια ἡ ἔμμεση φορολογία καταργεῖ τὴν ἀναλογικὴ φορολόγηση. Φυσικὰ τὸ ἀθηναϊκὸ ∆ίκαιο ἦταν πιὸ σαφὲς ἀπὸ τὸ νεοελληνικό, γιατὶ καθορίζοντας τὶς τέσσερις φορολογικὲς κλίμακες, ποὺ θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, ἀπάλλασσε τοὺς φτωχούς, τοὺς θῆτες, ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ ἀπὸ κάθε φορολόγηση. Καὶ οἱ θῆτες ἀποτελοῦσαν τὰ 2/3 τῶν πολιτῶν.  «Τὰ πρῶτα νομίσματα κόπηκαν πρὸς τὸ τέλος τοῦ ζ΄ αἰ. π.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἰωνία καὶ τὴ Λυδία, ὅπως μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ οἱ ἀνασκαφὲς στὸ Ἀρτεμίσιο τῆς Ἐφέσου.» Μαντὼ Οἰκονομίδου, «Ἀρχαῖα Νομίσματα», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1996.  Ἡ ἔμμεση φορολογία πραγματοποιοῦνταν μέσῳ τῶν λιμενικῶν φόρων εἰσαγωγῆς προϊόντων, ποὺ τὸ κράτος τοὺς πουλοῦσε στοὺς τελῶνες. Οἱ τελῶνες προπλήρωναν στὴν πόλη τοὺς φόρους καὶ κέρδιζαν τὴ ζωή τους αὐξάνοντας τὴν τιμὴ τῶν εἰσαγόμενων προϊόντων. Ὅμως ἡ τιμὴ τῶν βασικῶν προϊόντων, ὅπως τὰ δημητριακά, καθωριζόταν ἀπὸ τοὺς σιτοφύλακες στὴν Ἀθήνα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ἀθηναῖοι πολίτες, κληρωμένοι γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ μὲ ἐνιαύσια θητεία, κατὰ τὰ ἀθηναϊκὰ θέσμια, πιθανώτατα φτωχοὶ θῆτες. ∆ὲ θὰ ἦταν εὔκολο γιὰ τοὺς σιτοφύλακες, κι ἂν ἀκόμα τὸ ἤθελαν, νὰ κάνουν τὰ στραβὰ μάτια καὶ νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερη τὴν κερδοσκοπία σὲ βάρος τῶν συμπολιτῶν τους: ἡ θέση τους θὰ ἦταν πολὺ δύσκολη, ὅταν στὸ τέλος τῆς θητείας τους θὰ τοὺς ἔβρισκαν μὲ αὐξημένη τὴν περιουσία τους οἱ δέκα κληρωτοὶ λογιστές, στοὺς ὁποίους θὰ λογοδοτοῦσαν. Ἡ κερδοσκοπία καὶ ἡ «ἐλεύθερη» διαμόρφωση τῶν τιμῶν, ἡ «ἐλεύθερη ἀγορά», ἰδιαίτερα τῶν εἰδῶν πρώτης ἀνάγκης, ἦταν ἄγνωστη στὴν Ἀθηναϊκὴ ∆ημοκρατία. Ὁ φτωχὸς καταναλωτής, ὁ μέσος πολίτης, προστατεύονταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν κερδοσκοπία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κακὴ ποιότητα τῶν προϊόντων. Γιὰ παράδειγμα: δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὴ ἡ ἐξαγωγὴ τροφίμων, ὅπως δημητριακῶν καὶ σύκων, γιὰ ἀναζήτηση καλύτερης τιμῆς στὸ ἐξωτερικό. Ὁ Σόλων ἐπέτρεψε τὴν ἐξαγωγὴ μόνο τοῦ ἐλαιόλαδου, ἐπειδὴ ἀφθονοῦσε στὴν Ἀττική. Ὁ ὑπεύθυνος ἄρχοντας, σύμφωνα μὲ τὴ νομοθεσία τοῦ Σόλωνα, θὰ πλήρωνε ἕνα πρόστιμο ἑκατὸ δραχμῶν σὲ περίπτωση ἐξαγωγῆς προϊόντων, ποὺ δὲν ἀφθονοῦσαν στὴν Ἀττικὴ (Πλούταρχος, «Σόλων», 25). Ἡ ∆ημοκρατία ἐπόπτευε ἔτσι, ὥστε οἱ πολίτες νὰ ἔχουν νὰ φᾶνε, νὰ ζήσουν. Κι ἔπειτα ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐξαγωγῆς ὤθησε συχνὰ αὐτούς, ποὺ εἶχαν μεγάλη παραγωγή, νὰ τὴ διανέμουν δωρεάν. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἦταν ὁ Κίμων. 22754  ∆ΑΥΛΟΣ 319, ∆εκέμβριος 2008 Γενικὰ στὴν Ἀθήνα, λόγῳ τοῦ πολιτεύματος, ὑπῆρχε ἡ πρόβλεψη νὰ μὴν αἰσθάνεται ὁ φτωχότερος ὑποδεέστερος μπροστὰ στὸν πλούσιο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀγοράσῃ ὁτιδήποτε, ἐνῷ ὁ φτωχὸς θὰ τὸ στεροῦνταν λόγῳ τῆς διαμορφωμένης ὑψηλῆς τιμῆς ἀπὸ μία ἐνδεχόμενη «ἐλεύθερη ἀγορά». Νὰ ἀκόμα ἕνα δεῖγμα κατὰ τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» καὶ ὑπὲρ τῆς διατίμησης καὶ συγκράτησης τῶν τιμῶν. Ἂν πολλοὶ πολίτες διεκδικοῦσαν τὴν ἴδια αὐλητρίδα ἢ ψάλτρια (κοπέλα ποὺ ἔπαιζε λύρα) ἢ κιθαρίστρια, ἡ τιμὴ τῆς κοπέλας δὲ μποροῦσε νὰ ἀνεβῇ περισσότερο ἀπὸ δύο δραχμές, καὶ οἱ ἀστυνόμοι, δέκα κληρωτοὶ ἐνιαύσιοι ἄρχοντες, μὲ κλῆρο ἀποφάσιζαν, ποιός θὰ τὴν πάρῃ: δὲν τὴν ἔπαιρνε δηλαδὴ ὁ πλουσιώτερος πελάτης, γιατὶ θὰ πρόσφερε περισσότερα χρήματα! Εὔκολα καταλαβαίνει κανείς, πόσο ἀποτελεσματικοὶ ἦταν οἱ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ στὴ διατήρηση τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης. Ἔτσι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ποτὲ ὁ πλούσιος δὲν ἔζησε περιχαρακωμένος στὴν ἰδιοκτησία του, ἀνάμεσα σὲ σωματοφύλακες, ἀπὸ τὸν φόβο μὴν τοῦ ἐπιτεθοῦν. Ἀντίθετα οἱ πλούσιοι εἶχαν τὰ σπίτια τους ἀνοιχτά, προσιτὰ στὸν καθένα, ἔθιμο ποὺ διατηρήθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπαρχία μέχρι πρόσφατους καιρούς.  Κοντολογὶς ἡ τριηραρχία ἦταν ὁ ἐξοπλισμὸς καὶ ἡ συντήρηση μιᾶς τριήρους· οἱ τριήραρχοι ἐπιλέγονταν ἀπὸ τοὺς 500μέδιμνους, ποὺ ἦσαν 1.200 ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σόλωνα. Τὸν 5ο αἰῶνα π.Χ., ἕνας τριήραρχος ἐπωμιζόταν τὸν ἐξοπλισμὸ μιᾶς τριήρους, ποὺ τὴ διακυβέρνησή της τὴν ἀναλάμβανε ὁ ἴδιος προσωπικά, ἀλλὰ τὸν 4ο τὴν τριηραρχία τὴν ἐπωμιζόταν μία ὁλόκληρη συμμορία. (∆ημοσθ. «Περὶ τῶν συμμοριῶν», 16 καὶ 19. Πρβλ. Glotz, La cité... index, mot triérarchie κ.λπ. καὶ Λυσίας, «∆ιαφθορᾶς ἀπολογία», ὅπου ὁ ρήτορας μιλάει γιὰ ὅλες τὶς λειτουργίες.) Ὁ Θουκυδίδης (Β΄, 13) λέει, πὼς στὸ Ἱππικὸ ὑπηρετοῦσαν 1.200 ἄτομα στὴν ἀρχὴ τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. Ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἄσχετος μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν 500μεδίμνων. Ἡ χορηγία ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ τὸ ἀνέβασμα μιᾶς ἀπὸ τὶς τρεῖς τετραλογίες στὸ θέατρο κατὰ τὰ Μεγάλα ∆ιονύσια καὶ τὰ δράματα γενικὰ κατὰ τὰ Λήναια ἢ γιὰ τὴ διοργάνωση τοῦ χοροῦ σὲ κάποια ἄλλη γιορτή. Ἡ γυμνασιαρχία ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ ἐπίδειξη ἀθλητισμοῦ κατὰ τὴ διάρκεια κάποιας γιορτῆς. Ἡ ἑστίαση ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ κοινὸ λαϊκὸ γεῦμα πάλι μὲ τὴν εὐκαιρία κάποιας γιορτῆς. Ἡ ἀρρηφορία ἢ ἐρρηφορία ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ τὴ συμμετοχὴ δύο κοριτσιῶν (8-11 χρόνων) στὴν ὕφανση τοῦ πέπλου γιὰ τὰ Μεγάλα Παναθήναια ἢ γιὰ τὴ διοργάνωση τῆς γιορτῆς τῶν Ἀρρηφορίων (Βλ. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τ. Γ2 σελ. 257 καὶ Λυσίας, «Ὀλυμπικός».)  Βλ. Glotz, La cité... index, λέξη eisphora καὶ Λυσίας, «∆ιαφθορᾶς ἀπολογία», ὅπου ὁ ρήτορας μιλάει γιὰ ὅλες τὶς λειτουργίες. Ἀλέξανδρος Κόντος Φιλόλογος-γλωσσολόγος-κοινωνιολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: