Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ὁ Τζορντά νο Μπροῦνο ὁδηγεῖται στὴν πυρὰ


«–ΣΤΗΝ  ΠΥΡΑ!»
«– ΔΕΝ  ΦΟΒΑΜΑΙ!»
Ἡ ἀθεΐα, ἡ δίκη καὶ ἡ καύση
τοῦ φιλοσόφου Τζ. Μπροῦ νο




Ὁ Τζορντά νο Μπροῦνο ὁδηγεῖται στὴν πυρὰ (Giulio Tamburrini, 2000).



Τὸ 1564 μὲ συντροφιὰ τὸ ἡμίφως τῶν ἰταλικῶν μοναστηριακῶν βιβλιοθηκῶν, ψά χνοντας παπύρειους κώδικες τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Ἐπίκουρου ἕνας 18χρονος δο μηνικανὸς καλόγερος, ὁ Τζορντάνο Μπροῦνο, ἀγωνιζόταν νὰ φέρῃ στὸ φῶς τὴ «Λο γική» καὶ «Ἠθική» τοῦ Σταγειρίτη φιλοσόφου. Ποιός ἦταν ὁ πρωτοπόρος αὐτὸς σκαπανέας τῆς «ἐπικίνδυνης» γιὰ τοὺς ἀφώτιστους καὶ ἀδαεῖς κληρικοκράτες, φι λοσοφικῆς- ἀνθρωπιστικῆς γνώσεως;

Ὁ βιογράφος του C. Martin («Giordano Brunno, Mystic and Martyr», 1921) ἀρχίζει μ’ ἕνα σημαντικὸ ἐρώτημα: Τί ἔψαχνε νὰ βρῇ ὁ Μπροῦνο στὶς ἐρεβώδεις βιβλιοθῆκες τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη;


Μὲ τὴν ἀθεμελίωτη διδασκαλία τοῦ Μεσαιωνικοῦ Καθολικισμοῦ, ὅτι «ἡ Φιλοσοφικὴ γνώση ἀπο τελεῖφύσει καὶ θέσει θεραπαινίδα τῆς παποκαισαρικῆς θεολογίας», οἱ παπικοὶ ὕψωσαν ὡς λάβαρο θριάμβου τὰ κακομεταφρασμένα κυρίως ἀπὸ τοὺς Ἀβερό η, Ἀβεκίνα καὶ Μαιμονίδη (οἱ δύο πρῶ τοι Μαυριτανοὶ Ἄραβες καὶ ὁ τρίτος Ἰουδαῖος τῆς Ἱσπανίας) κείμενα τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὴν Ἀ ραβικὴ στὴ Λατινικὴ Γλῶσσα. Ὁ Μπροῦνο ἀντιστεκόταν πεισματικὰ στὴν Ἀριστοτελικὴ παραχά ραξη, ὥστε νὰ χωρέσῃ στὴν παπικὴ τιάρα ὁ ἀχώρητος Ἀριστοτέλης. Ἀποτέλεσμα, ν’ ἀρχίσῃ μεγά λη διαμάχη ἀνάμεσα στὸν ἀπόφοιτο τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης καὶ τὸ Βατικανό.

Ἐπιπλέον ὁ νεαρὸς Μπροῦνο ἔβρισκε τὴν ἡλιοκεντρικὴ θεωρία ν’ ἀνταποκρίνεται στὰ πειράματα τοῦ Κοπέρνικου (1473-1543) καὶ στὶς ἡλιοκεντρικὲς θεωρίες τοῦ Γα λιλαίου Γαλιλέι, ὁ ὁποῖος ἐκ βιαζόμενος καὶ ἐπαπειλούμενος ἐκραύγαζε «καὶ ὅμως κινεῖται», , ὑποτονθορίζοντας «ἡ Γαία περὶτὸν Ἥλιον».
                           Ἀποσχηματισμὸς καὶ ζωὴ περιπλανώμενου

τὰ εἴκοσιπέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του ὁ Μπροῦνο ἀπέβαλε τὸ μοναστικὸ ράσο τῶν δομηνικανῶν «ψευδοαδελφῶν» του, ὅπως ἀποκαλοῦσε τοὺς συμμοναστές του, κι ἄρχισε τὸν πλάνηταβίο φορῶντας σανδάλια. Με τὰ τὸν ἀποσχηματισμό του αἰσθανόταν ὅτι ζοῦσε ὡς «ἐλεύθερος ἄνθρωπος». Εἶχε ἀπαλλαγῆ ἐπὶτέλους ἀπὸ τὰ φιλύποπτα βλέμματα τῶν «ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν». Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἀνοιγόταν διάπλατος. Ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκε ὅτι καὶ ὡς περιπλανώμενος ἀποτελοῦσε στόχο τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης. Βεβαίως οἱ δομηνικανοὶ τὸν κατηγοροῦ σαν ἀνοιχτὰ ὡς «ἀχάριστο πλάσμα, για τὶ δὲν τὸν ἔστειλαν κα τ’ εὐθείαν στὰ
βασανιστήρια», ἀλλὰ τὸν ἄφησαν νὰ μολύνῃ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν μοναστηριῶν μὲ βλάσφημες θεωρίες. Ὁ γνωστὸς συγγραφέας Henry Van Loon μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ὁ Μπροῦνο κατέφυγε στοὺς φυγᾶδες Ἰταλοὺς συμπατριῶτες του στὴν δυτικὴ Ἑλβετία, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔδωσαν ροῦχα νὰ ντυθῇ καὶ φαγητὸ νὰ φάῃ. Στὸ πτωχοκομεῖο, ποὺ τὸν τοποθέτησαν, κάθε βράδυ μέ χρι τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες κάτω ἀπὸ τὸ λιγο στὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ μελετοῦσε διαρκῶς κι ἔγραφε. Καρπὸς τῆς περιόδου ἐκείνης τὸ «De Incantationibus» («Περὶ τῶν ἐπῳδῶν») καὶ «Περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς». Ἐνῷ ἔγραφε αὐτὲς τὶς πραγματεῖες, παράλληλα χτυποῦσε τὰ πάθητοῦ ἱερατείου α) τὴν φιλαργυρία, β) τὴν ἐγωϊστικὴ συμπεριφορά, γ) τὴ σαρκολατρία. Ἡ δράσητου αὐτὴ ἄρχισε νὰ προκαλῇ τὴν ἑλβετικὴ κοινωνία στὸ σύνολότης· τὸν χαρακτήριζαν ὡς ἀσεβῆ καὶ ἄθεο. Τὸ τραγικὸ γεγονὸς γι’ αὐτὸν εἶναι, ὅτι οἱ καθολικοὶ ὅσο καὶ οἱ καλβινιστὲς ἑνώθηκαν ἐναντίον του, γιατὶ οἱ προτεστάντες τῆς Ἑλβετίας εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐκ κοσμικεύωνται ἀγκαλιάζοντας τὴν νεοπαγῆ μεταρρυθμιστική, δηλαδὴ ἐπαναστατικὴ κατὰ τοῦ παπισμοῦ, ἐξουσία, ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ εὐγενεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσχωρήσει στὴν Λουθηροκαλβινιστικὴ μεταρρύθμιση. Οἱ δραστηριότητες λοιπὸν τοῦ Μπροῦνο γιὰ κάθαρση τοῦ καθολικοῦ καὶ προτεσταντικοῦ Κλήρου δὲν ἄρεσαν στοὺς πάστορες τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, γι’ αὐτὸ διάφοροι πράκτορές τους ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν πληροφορίες γιὰ τὸ παρελθόντου. Οἱ φάκελλοι διωγκώθηκαν τόσο, ὥστε ἄρχισαν νὰ σχίζωνται. Παράλληλα ἡ Ἀστυνομία, φανερὴ καὶ μυστική, ἄρχισε τὶς παρακολουθήσεις καὶ στὸ τέλος ἡ Ἱερατικὴ Ἀστυνομία, ἡ ὁποία ἦταν ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν παρακολούθηση τοῦ «κοινωνικοῦ ἠθικοῦ ἐξοπλισμοῦ», τὸν ἀπέλασε, γιὰ νὰ καταφύγῃ στὴν φιλελεύθερη Ὁλλανδία.

 
                       Ἡ ἀπαγωγὴ καὶ μετα φορά του στὴν Βενετία 

Τὴν χώρα αὐτή, ἡ ὁποία εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ χιλιάδες Γάλλους Οὐγενότους , δηλαδὴ θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἀντιρρησίες, βρῆκε ἀκαδημαϊκὴ ἕδρα, γιὰ νὰ διδάξῃ ὁ Τζορντάνο Μπροῦνο. Ὅμως κι ἐκεῖ οἱ Βατικάνει οι πράκτορες ἄρχισαν νὰ τὸν ἐνοχλοῦν μὲ ἀθεϊστικὲς ἐρωτήσεις, κρυμμένοι μέσα στὸ πανεπιστημιακὸ ἀκροατήριο. Βεβαίως ποτὲ δὲν προσχώρησε στὸ μαχητικὸ ἀθεϊσμό, ἀλλά, ὅταν τὸν προκαλοῦ σαν ἐ π’ ἀκροατηρίῳ νὰ δηλώσῃ σὲ ποιά θρησκεία ἀνήκει, ἡ ἀπάντηση ἦταν κατηγορηματική: «Ἡ κάθε θρησκεία εἶναι συστηματικὸ περιτύλιγμα, ἄρα δὲν ἀνήκω σὲ κανένα θρυσκευτικὸ περιτύλιγμα ἢ σὲ ἰδεολογικὲς φωλίτσες.»

Ὁ Μπροῦνο
ἀντιστεκόταν
πεισματικὰ στὴν
Ἀριστοτελικὴ
παραχάραξη,
ὥστε νὰ χωρέσῃ
στὴν παπικὴ τιάρα
ὁ ἀχώρητος
Ἀριστοτέλης

Ὅμως δὲν σταματοῦσε ἐκεῖ: Μαστίγιο ἡ γλῶσσα του, προφητικὴ ράβδος ταλάνιζε εὐκαίρως- ἀκαίρως τὴν ἠθικὴ διαφθορὰ τοῦ Κλήρου, ἰδιαίτερα τοῦ καθολικοῦ ἀνύπανδρου ρωμαιοκαθολικοῦ Κλήρου τὴν ἀθεράπευτη σοδομία. (Σημ: Τί θἄλεγε ἆραγε, ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Μπροῦνο, γιὰ τοὺς φυλακισμένους ἐπὶσοδομιτισμῷ καρδινάλιους στὶς Η.Π.Α. ;) 

Οἱ ἀντίλαλοι τῆς φωνῆς του «ὥπερ φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» ἔφθασε πέρα κι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὁλλανδία μέχρι κάτω τὸ Βατικανό. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν προετοιμάσθηκε, μελετήθηκε ἡ ἀπαγωγή του ἀπὸ πληρωμένους Βενετοὺς ναῦτες, οἱ ὁποῖοι ἔφθαναν μέχρι τὸ Ἄμστερνταμ μὲ ἐμπορικὲς ἀποστολές. Ἕνα βράδυ, ἐνῷ εἶχε τελειώσει τὰ μαθήματά του, τὸν συλλαμβάνουν, τοῦ κλείνουν τὰ μάτια καὶ τὸν μεταφέρουν σὲ ἐμπορικὸ πλοῖο. Ὑπέστη ἱεροεξεταστικὰ βασανιστήρια. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ θεμελιωτὴς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ φιλοσοφικοῦ Ρασιοναλισμοῦ Βαροὺχ Σπινόζα συνελφθη ἀπὸ ὑπηρέτες. Ὁ Μπροῦνο ἀντιστεκόταν πεισματικὰ στὴν Ἀριστοτελικὴ παραχάραξη, ὥστε νὰ χωρέσῃ στὴν παπικὴ τιάρα ὁ ἀχώρητος Ἀριστοτέλης. τῆς ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς τῶν Παρισίων, ἐρραβδίσθη στὴ γυμνή του πλάτη, δεχόμενος παρὰ ἕναν τεσσαράκοντα ραβδισμούς, δηλ. 39, ἐπειδὴ δὲν δεχόταν τὴν κατὰλέξη διδασκαλία τῆς Παλαιοδιαθηκικῆς «Γενέσεως», καὶ τιμωρήθη κε δημοσίως καὶ παραδειγματικῶς, «ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχουσι».

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο σὲ «πανηγυρικὴ σύναξη» μπροστὰ στὴν βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴν Βενετία μαστιγώθηκε ὁ Μπροῦνο. Στὴ συνέχεια ἑπτὰ μαυροντυμένοι ἱεροεξεταστὲς μὲ καφὲ κουκοῦλλες τοῦ ἔκαναν ὡρισμένες ἐντελῶς προσωπικὲς ἐρωτήσεις, ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐρωτική του ζωή. Σκοπὸς τῶν ἐρωτήσεων αὐτῶν, ὅπως ἑρμηνεύουν δύο ἄλλοι βιογράφοι του, οἱ Boylting Willian («Giordano Bruno.-His life thought and martyrdom», London 1914) καὶ Foxe John («The book of mediaval martyrs», London 1900), νὰ τὸν ἐξευτελίσουν στὰ μάτια τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖο μὲ ἀνάμεικτα αἰσθήματα παρακολουθοῦσε τὴ δίκη τοῦ ἐπικίνδυνου αἱρετικοῦ. (Σημ.: Κάθε αἱρετικὸς ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ἀνισόρροπος καὶ ἐγκληματίας.) 






 Ὁ Ἰταλὸς φιλόσοφος Τζιορντάνο  
 Μπροῦνο (1548-1600) ὑποστήριζε,
 ὅτι τὸ Σύμπαν εἶναι ἄπειρο καὶ
ὁ μογενές. Θεωρήθηκε 
ἐπικίνδυνος καὶ αἱρετικός.
Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν
Ἱερὰ Ἐξέταση σὲ διὰ 
πυρᾶς θάνατο.

 

 Ἰδοὺ ἡ ἀνάκριση, ὅπως διασώθηκε: «Πρώην ἱερομόναχε Μπροῦνο, ἀφοῦ αὐτοκαθαιρέθηκες τοῦ ἱεροῦ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖο, ὅπως ἔγραφες, σ’ ἐμπόδιζε νὰ νυμφευθῇς, γιατί σήμερα ἐμφανίζεσαι ἐνώπιον τοῦ θείου ∆ικαστηρίου ὡς ἄγαμος;». Μπροῦνο: «Ποιός σὲ ἔβαλε μεσάζοντα ἀνάμεσα στὴν ἠθικὴ τοῦ θεοῦ καὶ τὴν ἀτομικὴ ἠθική μου συνείδηση; Τὸν γάμο ὡς μυστήριο τῶν παπάδων δὲν τὸν δέχομαι, ὡς δεσμευτικὸν τῆς ἐλευθερίας μου καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς μιᾶς γυναίκας ποὺ θὰ ἔσερνα ἰσοβίως μαζί μου. Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισα ὅτι μοῦταιριάζει νὰ ἔχω ἀντὶ μιᾶς πολλὲς γυναῖκες, ἀφοῦ ἠμποροῦσα νὰ τὶς θρέψω καὶ γενικὰ καλῶς νὰ τὶς συντηρσω.» Μέγας Ἱεροεξεταστής: «Θεὲ καὶ Κύριε, πῶς ἐπιτρέπεις νὰ ζοῦν ἀκόμα τέτοια βλάσφημα
 Ὁ Ἰταλὸς φιλόσοφος Τζιορντάνο Μπροῦνο (1548-1600) ὑποστήρζε, ὅτι τὸ Σύμπαν εἶναι ἄπειρο καὶ ὁ μογενές. Θεωρήθηκε ἐπικίνδυνος καὶ αἱρετικός. Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση σὲ διὰ πυρᾶς θάνατο.  Κτήνη καὶ νὰ μολύνουν μὲ τὴν ἀνηθικότητάτους τὸ σύνολο τῆς εὐσεβέστατης κοινωνίας μας; ∆υστυχισμένε αὐτοκαθῃρημένε ἱερομόναχε, συνειδητοποιεῖς ὅτι παίζεις μὲ τὴν φωτιά, αὐτὸ δὲν τὸ φοβᾶσαι;» Μπροῦνο:
 «Ὄχι. Ἐγὼ φοβᾶμαι τὴν φωτιὰ ποὺ σύντομα ὡς θρησκευτικὴ καταστροφικὴ μεταρρύθμιση θὰ κάψῃ τὰ γένεια καὶ τὰ χρυσοΰφαντα ἄμφιάσας». Μέγας Ἱεροεξεταστής: «Τὸ μήνυμα τῆς θεοστυγοῦς αἱρέσεως τὸ λάβαμε… Τὸ στίγμα, ὅπου στέκεσαι, γιὰ νὰ καταπατᾷς τὸ δόγμα καὶ τὴν ἠθικὴ τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πλέον γνωστό. Ποιᾶς περισσότερης μαρτυρίας ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν γυμνοκέφαλη αἵρεση τῆς ἀσέβειας καὶ πολυγαμίας; Εἶναι ἀσήκωτα τὰ κρίματά σου, πρώην καλόγερε. Ἐνώπιον θεοῦ καὶ ἀνθρώπων τὸ ἱεροδικεῖο ἀποσύρεται σὲ σύσκεψη.» Ἡ ἀπόφαση ἀργοῦσε, γιὰ νὰ δειχθῇ στὸ φιλοθεάμον κοινὸ τῆς πλατείας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ὅτι ἡ κατάσταση ἦταν τρομερὰ σοβαρή, γι’ αὐτὸ χρειαζόταν βαρύγδουπη ἀ πόφαση… Τὸ εὐσεβέστατο ποίμνιο σεριάνιζε μέσα στὴ μεγάλη πλατεῖα μασουλίζοντας μαντολάτα καὶ πασατέμπο. –
                                                                                                                                                                   Οἱ ἱεροεξεσταστὲς
ἔσυραν ἀπὸ τὶς
φαρδειὲς τσέπες
τῶν κατάμαυρων
ράσων τους τὰ
ἱερώτατα «βιβλία
προσευχῶν»
τους. Ἡ ἀπόφαση
ἐλήφθη. Στὴν πυρά,
στὴν πυρά, ἀφοῦ
προηγουμένως
τὸν ξανακτύπησαν
μὲ παρὰ ἕναν
τεσσαράκοντα
ραβδισμούς




                                    «Στὴν πυρά!» – «∆ὲν σᾶς φοβᾶμαι!»

 ἐπὶτέλους με τὰ τὸ μεσημέρι, τὶς πρῶτες ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς 14ης Αὐγούστου, ξημερώνοντας τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Beata Virgine, ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη. Στὴν πυρά, στὴν πυρά, ἀφοῦ προηγουμένως ξανακτυπήθηκε μὲ παρὰ ἕναν τεσσαράκοντα ραβδισμούς, καὶ ἐπὶ πλέον ἀπολογία ἐπίσημη δὲν χρειαζόταν, γιατὶ ἁπλῶς οἱ θεοστυγεῖς πράξεις του καὶ ὁ ἔκνομος ἀπὸ τοῦ θεοῦ τὸ δρόμο βίος του καταμαρτυροῦ σαν 


. Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς, ὅπου διαβαζόταν ἡ «ἱεροκαταδίκη», ἄρχισαν νὰ κρούωνται οἱ κώδωνες τοῦ ναοῦ τῆς Santa Maria Sambra Minerva. Οἱ ἱεροεξεσταστὲς μαρμάρωσαν καὶ ἔσυραν ἀπὸ τὶς φαρδειὲς τσέπες τῶν κατά μαυρων ράσων τους τὰ ἱερώτατα «βιβλία προσευχῶν» τους. «Ὦ τῆς ἀνίερης εὐσέβειας – τῶν ἀνθρωποφάγων ἱεροεξεταστῶν», ἄρχισε νὰ κραυγάζῃ τὸ κατηγορούμενο θῦμα. Ἀφοῦ ἔγινε καὶ ὁ σύντομος ἑσπερινὸς τῆς Beata Virgine, προχώρη σαν στὴν ἐκτέλεση, πρὶν ὅμως προχωρήσουν στὴν πράξη τους τῆς «διὰ πυρὸς ἐκτελέσεως», ὁ καταδικασμένος ἀπαντοῦσε στοὺς ἱεροεξεταστὲς ρασοφόρους: «∆ὲν σᾶς φοβᾶμαι» 

.Οἱ ἱεροεξεταστὲς ἔσυραν ἀπὸ τὶς φαρδειὲς τσέπες τῶν κατάμαυρων ράσων τους τὰ ἱερώτατα «βιβλία προσευχῶν» τους. Ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη. Στὴν πυρά, στὴν πυρά, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν ξανακτύπησαν μὲ παρὰ ἕναν τεσσαράκοντα ραβδισμούς.  Τὴν πληροφορία γιὰ τὸ κάψιμο τοῦ Μπροῦνο τὴ διέσωσε ἕνα μοναστικὸ χρονικὸ μὲ τ’ ἀκόλουθα ἀπαξιωτικὰ λόγια: «Τὴν Πέμπτη στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1600 ἡ Ἁγία Καθολικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία διὰ τοῦ Ἱεροῦ Συνοδικοῦ τῶν ∆ομηνικανῶν Πατέρων Ἱεροδικείου κατεδίκασε στὸ πρόσωπο τοῦ παραβάτη καὶ ἀποστάτη θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τὸν Ἰορδάνη Μπροῦνο, ἡ μνήμη του ἂς εἶναι ἀπαίσια καὶ τερατώδης.» Μιὰ ἄλλη σημείωση, ποὺ εἶχε ἡμερομηνία 16 Αὐγούστου 1600, γράφει: «Χθὲς τὸ πρωὶ κάηκε ζωντανὸς στὴν πεδιάδα τῶν λουλουδιῶν ὁ ἁμαρτωλὸς ἐκεῖνος πρώην δομηνικανὸς μοναχὸς ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ ἀπὸ τὴν Νόλα τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ὑπῆρξε ἕνας ἀρχιεγωϊστὴς τυχοδιώκτης καὶ ἐρωτύλος.» 

Ὁ Cantu, χωρὶς ν’ ἀναφέρῃ τὴν πηγή, γράφει τὰ ἑξῆς: «Λένε, ὅτι, ὅταν τοῦ πρόσφεραν τὸν σταυρωμένο, αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ τὸν φιλήσῃ καὶ ἐπανέλαβε τοὺς λόγους τοῦ Πλωτίνου: “Χρειάστηκε τεράστια δύναμη, γιὰ νὰ ἑνώσῃ πάλι αὐτὸ ποὺ ἦταν θεῖον σ’ ἐμένα μ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι θεῖον στὸ Σύμπαν”». 

Ὁ Schopp γράφοντας στὸν προτεστάντη φίλο του Conrad Rittershausen τὴν ἴδια μέρα, δηλαδὴ στὶς 17 Φεβρουαρίου τοῦ 1600, τοῦ λέει, ὅτι, ὅταν ὁ Μπροῦνο «ὡδηγήθηκε στὴν πυρὰ σήμερα, ἂν καὶ ἐπρόκειτο σὲ λίγο νὰ πεθάνῃ                                      

                                                                                                                                                          Ἀρνήθηκε νὰ
φιλήσῃ τὸν
σταυρωμένο, ποὺ
τοῦ ἀκούμπησαν
στὰ χείλη του, καὶ
ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ
πρόσωπό του μὲ
ἀγανάκτηση


ὡστόσο ἀρνήθηκε νὰ φιλήσῃ τὸν σταυρωμένο, ποὺ τοῦ ἀκούμπησαν στὰ χείλη του, καὶ ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του μὲ ἀγανάκτηση». Καὶ συνεχίζει: «Ἐπὶ τέλους εἶχε φτάσει στὴν πραγματικὴ ἀξία τῶν διαλεκτικῶν καὶ σὲ μία ἐπίσημη θρησκεία τῆς ἀγάπης. Εἶχε τελειώσει μὲ τὶς κοροϊδίες τῶν ἠλίθιων ζηλωτῶν, ποὺ ἀπὸ τὸ γολγοθᾶ μετατρέψανε τὸ σύμβολο τῆς αὐτοθυσίας σὲ μία μηχανὴ γιὰ τὴν ἐξαπόλυση ὅλων τῶν διαβόλων ποὺ ἐλλοχεύουν στὸ ἀνθρώπινο στῆθος, γιὰ νὰ καταστρέφουν καὶ νὰ ρημάζουν. Εἶχε ἐξυμνήσει τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὸν θάνατο. Εἶχε πεῖ, ὅτι κατεχόταν τόσο πολὺ ἀπὸ ἄλλες σκέψεις, ὥστε δὲν θὰ αἰσθανόταν τὴν ἀγωνία τῶν τελευταίων του στιγμῶν. Ξέρουμε, ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ νικητὴς πάνω στὸ μνῆμα. Ἐκείνη ἡ ὑπέρτατη ἐμπιστοσύνη πρὸς ἕνα λογικὸ Σύμπαν γέμιζε τόσο πολὺ τὴν ψυχή του, ὥστε οἱ αἰσθήσεις του ἦταν νεκρὲς στὸ βασανιστήριο καὶ στὴν πυρά. Αὐτὸ μποροῦμε εὐλαβικὰ νὰ ἐλπίζουμε. » Ἔτσι τελείωσε μία ζωή, ἡ ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ὑπέρτατη ἑνότητα σκοποῦ, δηλαδὴ νὰ γνωρίζῃ κανεὶς τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν βροντοφωνῇ.»

 (Πηγή: William Boulting, Giordano Bruno, μετάφραση Γεωργίου Β. Παπαστάμου, σελ. 303 κ.ἐπ.) Γεώργιος Μουστάκης ∆ρ Θεολογίας - Κοινωνιολογίας




Δεν υπάρχουν σχόλια: