Ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἡ Κύνα
🏞️ Μέρος 3ο – Οἱ Θρῦλοι τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἐλιξιρίου (6:00 - 8:00)
Ἀφήγηση:
Καὶ ἔξω τῆς Ἑλλάδος, οἱ Πέρσαι, οἱ Ἰνδοὶ, καὶ οἱ Αἰγύπτιοι
ἐζήτουν τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, κατὰ τοὺς λόγους,
ἀνέζη τοῦτο τὸ ὕδωρ ἐν ταῖς ἄκραις τῆς γῆς.
Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ φιλόσοφοι καὶ οἱ Ἀλχημισταὶ τῆς ὕστερης Ἑλληνιστικῆς περιόδου
ἀνεζήτουν τὸν λίθον τὸν φιλόσοφον·
κατ’ ἀλήθειαν, τοῦτο ἦν ἡ πόσις ἡ ἀθάνατος.
📖 [Ἀναφορὰ στὸν Ζώσιμο, Κλεόπα, Καλλίμαχο καὶ τὶς ἀρχαῖες ἀλχημιστικὲς συνταγές]
🖼️ Ἀπεικόνιση παπύρων, ἑρμητικῶν κειμένων.
Τὸν καιρὸ ποὺ ὁ Ἀλέξανδρος μὲ τὸν στρατό του καθόταν καὶ ξεκουραζόταν στὴν Ἰνδία, ἡ ἀδελφή του, ἡ Κύνα, σκέφτηκε νὰ βάλει μπροστὰ ἕνα σχέδιο ποὺ εἶχε στὸ μυαλὸ ἀπὸ πολὺ καιρό. Ἦταν ἡ εὐκαιρία μεγάλη καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν χάσει, γιατί μπορεῖ νὰ μὴν ξαναπαρουσιαζόταν.
Πῆγε λοιπὸν σὲ ἕναν γέρο σοφὸ Ἀνατολίτη καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τῆς πεῖ ποῦ μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸ ἀθάνατο νερὸ καὶ πῶς νὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ κάνει τὸν λατρεμένο της ἀδελφὸ ἀθάνατο.
Εἶχε βάλει τάμα τῆς ζωῆς της κάτι τέτοιο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐγκαταλείψει ποτέ της αὐτὴ τὴν ἰδέα!
Ρώτησε λοιπὸν τὸν σοφὸ μάντη καὶ περίμενε μὲ ἀγωνία τὴν ἀπάντησή του.
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ στοχαζόταν γιὰ ὧρες πολλές, τελικὰ ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ ἀπάντησε στὴν Κύνα: «Τὸ ἀθάνατο νερὸ βρίσκεται στὸ μεγάλο σπήλαιο τῆς φωτιᾶς. Εἶναι ὅμως πολὺ ἐπικίνδυνο καὶ σχεδὸν ἀδύνατο νὰ καταφέρει κάποιος νὰ μπεῖ ἐκεῖ μέσα καὶ νὰ βγάλει τὸ νερό. Ἡ σπηλιὰ καλύπτεται ἀπὸ φοβερὴ φωτιὰ καὶ κανένας ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ τὴν περάσει ζωντανός»!...
Ἡ Κύνα, χωρὶς κανέναν δισταγμό, εἶπε στὸν γερο-σοφὸ ὅτι γιὰ χάρη τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ προκειμένου ἐκεῖνος νὰ ἀποκτοῦσε τὴν ἀθανασία ἦταν ἕτοιμη νὰ κατέβει ἀκόμα καὶ στὸν ἄσπλαχνο Ἅδη! Δὲν φοβόταν νὰ πεθάνει γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ θὰ διακινδύνευε μὲ μεγάλη της χαρὰ τὴ ζωή της γιὰ ἐκεῖνον!
Ὕστερα ὁ σοφός της εἶπε ὅτι τὸ ἀθάνατο νερὸ θὰ ἔπρεπε κάποιος νὰ τὸ πιεῖ ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμος νὰ πεθάνει καὶ ὅταν πιὰ εἶχε χαθεῖ κάθε ἐλπίδα.
Ἂν τύχαινε νὰ τὸ πιεῖ πιὸ πρίν, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ χρησίμευε νὰ τὸν βοηθήσει, ἀλλὰ θὰ τοῦ στοίχιζε καὶ τὴ ζωή! Ἡ Κύνα εὐχαρίστησε τὸν Ἀσιάτη μάντη καὶ ἔσπευσε χωρὶς νὰ χάσει λεπτὸ γιὰ τὸ μεγάλο σπήλαιο τῆς φωτιᾶς, νὰ πάει καὶ νὰ πάρει τὸ πολυπόθητο ἀθάνατο νερό.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς καὶ κουραστικὲς μέρες, ἡ Κύνα ἔφτασε ἐπί τέλους μπροστὰ στὸ τρομακτικὸ σπήλαιο. Πράγματι ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο γιὰ κάποιον θνητὸ νὰ καταφέρει νὰ περάσει τὶς γιγαντιαῖες φλόγες ποὺ σκέπαζαν τὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καὶ κατάκαιγαν τὰ πάντα.
Ἡ Κύνα ὅμως δὲν ἀπογοητεύτηκε καθόλου: γεμάτη ἀγάπη γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ ἔχοντάς τον συνέχεια στὸ νοῦ της, πέρασε τόσο γρήγορα ἀνάμεσα ἀπ’ τὶς φωτιές, ποὺ αὐτὲς οὔτε ποὺ τὴν ἄγγιξαν!
Μέσα τὸ σπήλαιο ἦταν τεράστιο καὶ βαθύ. Παρόλα αὐτὰ ἡ ἡρωικὴ Κύνα βρῆκε τελικὰ τὸ ἀθάνατο νερὸ ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ ἕναν τοῖχο καὶ τρισευτυχισμένη γέμισε μιὰ ὁλόκληρη φιάλη. Ὕστερα δὲν ἔχασε οὔτε στιγμή: πέρασε πάλι σὰν τὸν ἄνεμο τὴν φλεγόμενη εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ πῆγε πίσω στὸν ἀδελφό της καὶ τὸ στράτευμα του, ποὺ ἑτοιμαζόταν πιὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἰνδία.
Ἡ Κύνα κράτησε μυστικὸ ἀπ’ ὅλους τὸ μεγάλο της κατόρθωμα. Ἦταν ὅμως πολὺ εὐχαριστημένη ποὺ μιὰ μέρα, ὅποτε κι ἂν αὐτὴ ἐρχόταν, θὰ ἔδινε στὸν Ἀλέξανδρο νὰ πιεῖ ἀπ’ τὸ θαυματουργὸ νερό.
Ὅταν κάποτε ὁ Ἀλέξανδρος ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ πυρετὸ καὶ ἔπεσε κατάκοπος στὸ κρεβάτι, ἦταν πλέον πρὸ τοῦ θανάτου. Ὅλοι ὅσοι τὸν γνώριζαν ἀπὸ παλιά, δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους πῶς αὐτὸς ὁ νέος ἀκόμα ἄντρας, ὁ παντοδύναμος κάποτε καὶ ἀνίκητος Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, εἶχε μείνει ἔτσι ἀδύναμος, σὰν νὰ ἦταν κάποιος γέροντας... Τὸν ἔριξαν κάτω οἱ κακουχίες τοῦ πολέμου καὶ ἡ ὑπερπροσπάθεια τῆς κατάκτησης τοῦ κόσμου...
Ἡ Κύνα ἦταν συνεχῶς στὸ πλευρὸ τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ φρόντιζε γι’ αὐτόν, νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο του καὶ νὰ τὸν γεμίζει ἀδιάκοπα μὲ ἐλπίδα. Ὅμως οἱ γιατροὶ ἔβλεπαν τὸν Ἀλέξανδρο νὰ χειροτερεύει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα καὶ νὰ πλησιάζει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ πρὸς τὸν θάνατο... Εἶπαν λοιπὸν κάποια μέρα στὴν Κύνα ὅτι δὲν ὑπῆρχαν πιὰ ἐλπίδες γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἀδελφός της καὶ ὅτι σύντομα θὰ περνοῦσε τὴν Ἀχερουσία λίμνη, γιὰ νὰ μπεῖ στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν...
Ἡ Κύνα ὅμως δὲν ἀπογοητευόταν: εἶχε καλὰ κρυμμένο τὸ μυστικό της, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπ’ τὸ ἀθάνατο νερό. Τὸ εἶχε πάντοτε καλὰ φυλαγμένο καὶ ὅταν πιὰ εἶδε ὅτι ἡ ὑγεία τοῦ ἀδελφοῦ της δὲν θὰ γινόταν ποτὲ καλά, ἔβαλε μπροστά το σχέδιό της.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἀλέξανδρος ἔφτασε πιὰ στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου καὶ ζήτησε ἀπ’ τὴν Κύνα νὰ τοῦ βάλει λίγο κρασὶ νὰ πιεῖ, τότε ἐκείνη ἔριξε μέσα στὸ ποτήρι του λίγο ἀπὸ τὸ φίλτρο τῆς ἀθανασίας.

Ὁ Ἀλέξανδρος ὅμως, ἂν καὶ μισοπεθαμένος, κατάλαβε ὅτι ἡ Κύνα κάτι τοῦ ἔριξε μὲς στὸ κρασί του καὶ ἀμέσως κατάλαβε ὅτι ἦταν τὸ ἀθάνατο νερό. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ πιεῖ ποτέ του κρασὶ ἀνάμεικτο μὲ νερό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἦταν τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς!
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ξεγελάσει τὴν ἀδελφή του, στέλνοντάς την ἔξω νὰ φωνάξει τοὺς στρατιῶτες γιὰ νὰ πιοῦν δῆθεν ὅλοι μαζί. Ἡ Κύνα τὸν ὑπάκουσε ἀμέσως καὶ τότε αὐτὸς ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία: ἄλλαξε τὸ ποτήρι του μ’ ἐκεῖνο τῆς ἀδελφῆς του, λέγοντας μέσα του πὼς ἂν ἦταν αὐτὸ πράγματι τὸ ἀθάνατο νερό, τότε ἂς ἔμενε ἀθάνατη ἡ Κύνα γιὰ νὰ τὸν θυμᾶται παντοτινά!
Ὅταν ἡ κοπέλα γύρισε στὴ σκηνή, ἀνυποψίαστη πῆρε τὸ ποτήρι μὲ τὸ φίλτρο τῆς ἀθανασίας καὶ τὸ ἤπιε μονορούφι στὴν ὑγειὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅταν κατάλαβε τί εἶχε στὴν πραγματικότητα συμβεῖ ἦταν πιὰ πολὺ ἀργά... Ὁ Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἤπιε τὸ τελευταῖο του κρασί, ἔπεσε κάτω ἑτοιμοθάνατος. Ἡ τελευταία ὥρα εἶχε πιὰ ἔρθει...
Ἔμεινε ἔτσι ἡ Κύνα ἀθάνατη... Καὶ ὁ θρῦλος τὴν θέλει ἔπειτα νὰ ἔχει μεταμορφωθεῖ σὲ γοργόνα καὶ νὰ τριγυρνάει στὶς θάλασσες τοῦ κόσμου, ρωτῶντας τοὺς καπετάνιους τῶν πλοίων: «Ζεῖ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος»; Καὶ ἂν ἐκεῖνος ἀπαντήσει: «Ναί», τότε τοῦ δίνει τὶς εὐλογίες της γιὰ τὸ καλὸ ταξίδι. Ἂν ὅμως τῆς ἀπαντήσει: «Ὄχι», τότε πνιγμένη ἀπ’ τὴ στενοχώρια ταράζεται καὶ προκαλεῖ ἀπίστευτες τρικυμίες στὰ πελάγη...

Ζεῖ ὁ Βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος;
Ὅταν ὁ Mέγας Ἀλέξανδρος πολέμησε κι ἔκαμε δικό του τὸν κόσμο, φώναξε τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς ρώτησε: «Πῶς θὰ μπορέσω νὰ ζήσω πολλὰ χρόνια; Ἤθελα νὰ κάμω πολλὰ καλὰ στὸν κόσμο».
«Bρίσκεται τρόπος» ἀποκρίθηκαν οἱ σοφοί, «μὰ εἶναι κάπως δύσκολος».
«Δὲ σᾶς ρώτησα» εἶπε ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος, «νὰ μοῦ πεῖτε ἂν εἶναι δύσκολος· ποιός εἶναι θέλω νὰ μάθω».
«Nα βρεῖς τὸ ἀθάνατο νερό» του εἶπαν οἱ σοφοί.
«Kαι ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀθάνατο νερό;»
«Ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά. Mα τόσο γρήγορα ἀνοιγοκλείνουν, ποὺ καὶ τὸ πιὸ γοργόφτερο πουλὶ δὲν προφταίνει νὰ περάσει. Πολλὰ ξακουσμένα βασιλόπουλα θέλησαν νὰ τὸ ἀποχτήσουν· μὰ ἔχασαν τὴ ζωή τους ἄδικα. Ἅμα καταφέρεις, βασιλιᾶ μου πολυχρονεμένε, νὰ περάσεις ἀνάμεσα στὰ δυὸ βουνά, θὰ βρεῖς ἕνα δράκοντα, ποὺ ποτὲ δὲν κοιμᾶται. Ἂν σκοτώσεις τὸν δράκοντα, θὰ τὸ πάρεις».
Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος, πρόσταξε ἀμέσως νὰ σελώσουν τὸ ἄλογό του, τὸν Bουκεφάλα. Φτερὰ δὲν εἶχε, μὰ πετοῦσε σὰν πουλί. Kαβαλίκεψε καὶ σὲ λίγο ἔφτασε στὸ μέρος ποὺ τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ σοφοί. Στέκεται καὶ βλέπει τὰ βουνὰ ν’ ἀνοιγοσφαλοὺν ἀδιάκοπα καὶ τόσο γρήγορα, ποὺ οὔτε πουλὶ δὲν μποροῦσε νὰ περάσει. Mα ὁ βασιλιᾶς δὲν τὰ χάνει. Δίνει μιὰ βιτσιὰ καὶ πέρασε ἀνέγγιχτος ἀνάμεσα στὰ δυὸ βουνά. Σκότωσε ἔπειτα τὸ δράκοντα καὶ πῆρε τὸ γυαλί, ποὺ εἶχε μέσα τὸ ἀθάνατο νερό.
Ἅμα γύρισε στὸ παλάτι του, ξέχασε νὰ πεῖ στὴν ἀδερφή του τί εἶχε μέσα στὸ γυαλί. Ἔτσι καὶ κείνη μιὰ μέρα πῆρε τὸ γυαλὶ κι ἔχυσε τὸ ἀθάνατο νερὸ ἔξω στὸ περιβόλι. Τὸ νερὸ ἔπεσε σὲ μιὰ ἀγριοκρεμμυδιά, κι ἀπὸ τότε αὐτὸ τὸ φυτὸ δὲν μαραίνεται ποτέ.
Ὅταν ἔμαθε ἡ βασιλοπούλα τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμε, ἦταν ἀπαρηγόρητη.
«Θεέ μου!» λέει, «δὲ θέλω νὰ πιστέψω, πὼς μιὰ μέρα θὰ πεθάνει ὁ ἀδερφός μου. Ἄφησὲ μὲ νὰ ζῶ πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι ἂν πεθάνει, πάλι θὰ τὸν ξαναφέρεις στὸν κόσμο. Ποιός ξέρει ἂν δὲν ἔρθουν δύσκολα χρόνια γιὰ τὴν πατρίδα μου;»
Ἀμέσως ἡ ἀδερφὴ τοῦ βασιλιᾶ ἔγινε ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ψάρι καὶ πήδηξε στὴ θάλασσα. Ἔγινε Γοργόνα! Ἀπὸ τότε γυρίζει πάντα στὴ θάλασσα κι ἅμα δεῖ κανένα καράβι, τρέχει καὶ τὸ ρωτᾶ:

«Kαράβι, καραβάκι· ζεῖ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος;»
Ἀλίμονο στὸν καραβοκύρη ποὺ θὰ τῆς πεῖ πὼς πέθανε. H Γοργόνα ἀναταράζει τὰ νερά, σηκώνει βουνὰ τὰ κύματα καὶ χάνεται τὸ καράβι.
Mα ὁ ἔξυπνος καραβοκύρης ἂν πεῖ: «Zει, κυρά μου, ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος. Zει καὶ βασιλεύει, καὶ τὸν κόσμο κυριεύει!».
Tότε ἡ Γοργόνα λάμπει ἀπὸ τὴ χαρά της. Ἁπλώνει τὰ ξανθά της μαλλιὰ καὶ τὰ κύματα ἡσυχάζουν ἀμέσως. Γελοῦν τὰ πέλαγα καὶ τ’ ἀκρογιάλια, κι οἱ ναῦτες ἀπὸ τὰ καράβια τους ἀκοῦνε μαγεμένοι τὴ φωνὴ τῆς Γοργόνας, ποὺ ξαναλέει τραγουδιστά:
«Zει ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ζεῖ καὶ βασιλεύει καὶ τὸν κόσμο κυριεύει!...»
📍 [Μύθος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του "Νερού της Ζωής" στην Ανατολή]