Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση πρὸ καὶ μετὰ τὸ 21


Ἡ  ἐκκλησιαστικὴ  κατάσταση  πρὸ καὶ  μετὰ τὸ  21
 Ἡ ἐκκλησιαστικὴ  κατάστασι  στὴν  Ἑλλάδα  πρὶν  καὶ  μετὰ  τὴν ἐπανάσταση  τοῦ  1821 παρουσίαζε  τὴν  ἐξῆς    εἰκόνα :
Οἱ  Ἐκκλησίες  τῶν   ἐπαρχιῶν, ποὺ  ἀποτελοῦσαν   τὸ  βασίλειο  τῆς  Ἑλλάδος  μετὰ  τὴν  ἐπανάσταση  τοῦ 1821 , τελοῦσαν   ὑπὸ  τὴν  δικαιοδοσία  τοῦ  πατριάρχου    Κωνσταντινουπόλεως .  Μετὰ  τὴν  ἐπανάσταση τοῦ 1821 ,    ἡ  ἐξάρτηση  τῶν  Ἐκκλησιῶν  τῆς   Ἑλλάδος  ἀπὸ  τὸν  πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως  διεκόπη:
Οἱ  ἐθνικὲς  συνελεύσεις  τῆς Ἐπιδαύρου   καὶ  τῆς  Τροιζῆνος  ( 1827 )  ἀνακήρυξαν  ὡς    ἐπικρατοῦσα  θρησκεία  στὴν  Ἑλλάδα  τὴν  Ἀνατολική,   ἀλλὰ  καμμία  μνεία δὲν  ἔκαμαν  περὶ ἐξαρτήσεως  τῆς  Ἐκκλησίας   ἀπὸ  τὸν  πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως   καὶ  τοῦτο  προφανῶς  διότι  ἡ  Ἑλλάδα, γενόμενη   ἐλεύθερη , ἔπρεπε νὰ  ἔχει  καὶ  ἐλεύθερη  ἐκκλησία  καὶ  σύμφωνα   μὲ  τὴν  ἀπὸ ἀρχαιοτάτης  ἐποχῆς  ἐπικρατήσασαν  ἀρχὴ  ὅτι  :  ἡ  ἐκκλησιαστικὴ  τάξη  πρέπει  νὰ  ἀκολουθῇ  τὴν  πολιτικὴ  τάξη. Ἄλλωστε   μία  ἐξάρτηση  ἀπὸ  τὸν  πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως , ὁ  ὁποῖος  ἐτέλει  ὑπὸ  τὶς  διαταγές  τοῦ  σουλτάνου   ἔβλαπτε  καὶ  τὴν  ἐθνικὴν  ἀνεξαρτησία.   (  βλέπε  τὰ  ντοκουμέντα τῶν ἀφορισμῶν τῆς  Ἐπαναστάσεως  τοῦ 1821 ἀπὸ τὸν  πατριάρχη Γρηγόριο   Ε'.)  Ἔτσι   οἱ  Ἐκκλησίες τῆς  ἐλευθερωμένης  Ἑλλάδος  κατὰ  τὸ    διάστημα  τῆς  Ἐπαναστάσεως  ἐστεροῦντο  ἀνωτάτης ἐκκλησιαστικῆς  ἀρχῆς  λόγῳ  τῆς ἀνωμαλίας  τῶν  περιστάσεων , Ὁ  Καποδίστριας   βλέποντας  τὴν ἀνωμαλία τῶν  ἐκκλησιαστικῶν  πραγμάτων  καὶ  θέλοντας  νὰ  βάλῃ  τάξι σ΄  αὐτὰ συνέστησε προσωρινή  εἰδικὴν ἐπιτροπή.     Ἀκολούθως  καὶ  ἡ  Ἀντιβασιλεία  ἐπὶ  Ὄθωνος ,   ἐπιθυμοῦσα νὰ θέση  σὲ  τάξη τὰ  ἐκκλησιαστικά πράγματα συνέστησε τὸ 1833 ὅμοια  ἐπιτροπή, μέλη  τῆς  ὁποίας μεταξύ ἄλλων  ἦσαν  ὁ  Φαρμακίδης,  ὁ Τρικούπης ,  ὁ  Σχινᾶς   καὶ  ὁ  Σ. Βυζάντιος,  γιὰ  νὰ  ἐξετάσῃ  τὴν  ἐκκλησιαστικὴ  κατάσταση  καὶ  νὰ  ὑποβάλῃ   προτάσεις .
Ἡ  ἐπιτροπὴ  αὐτὴ  πρότεινε   τὴν  ἄμεση  ἀνακήρυξη  τῆς ἀνεξαρτησίας   τῶν  Ἐκκλησιῶν  τῆς  Ἑλλάδος  καὶ  τὴ  σύσταση  Διαρκοῦς  Συνόδου  ὡς  ἀνωτάτης  ἐκκλησιαστικῆς  ἀρχῆς  κατὰ  τὸ  παράδειγμα τῆς Συνόδου  τῆς  Ρωσικῆς  Ἐκκλησίας. Ἐπὶ πλέον  ἡ  ἐπιτροπὴ  ὑπέβαλε  καὶ  << Σχέδιον καταστατικοῦ  χάρτου  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος  >> .  Ἐπὶ   τῶν  προτάσεων  τῆς  ἐπιτροπῆς  ἡ  ἀντιβασιλεία  ζήτησε τὴν  ἔγγραφη   γνώμη  τῶν  ἐπισκόπων  τῶν Ἐκκλησιῶν  τῆς  Ἑλλάδος  καὶ  τούς συνεκάλεσε  σὲ  σύνοδο  τὸν  Ἰούλιο  τοῦ  1833  στὸ  Ναύπλιο.  Κατὰ τὴν  ἓν  λόγῳ σύνοδο  ἀπεφασίσθη  ἡ  διακήρυξη  τῆς  ἀνεξαρτησίας  τῶν  Ἐκκλησιῶν  τῆς  Ἑλλάδος, ὁ  δὲ καταστατικὸς  χάρτης  πού  εἶχε  καταρτίσει  ἡ  ἐπιτροπὴ  , δημοσιεύθηκε  ὡς  νόμος  τοῦ  κράτους.
Ἡ  ἑλληνική   κυβέρνηση  δὲν  γνωστοποίησε  τὴν ἀνακήρυξη    τῆς ἀνεξαρτησίας  τῆς  Ἑλληνικῆς  Ἐκκλησίας  στὶς  λοιπὲς Ὀρθόδοξες  Ἐκκλησίες  καὶ  μάλιστα στὸ  Πατριαρχεῖο  Κωνσταντινουπόλεως , ἀναμένουσα  κατάλληλη   εὐκαιρία . Τέλος  τὸ  1850  ἡ ἑλληνικὴ  κυβέρνησι  καὶ  ἡ  Σύνοδος  ἀπεφάσισαν  νὰ  γνωστοποιήσουν  στὸ  πατραρχεῖο  Κωνσταντινουπόλεως  καὶ  στὶς  λοιπὲς   ὀρθόδοξες  ἐκκλησίες  τὴν  κήρυξι  τῆς  ἀνεξαρτησίας  τὴς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος  καὶ τὴ  σύστασι τῆς  συνόδου  καὶ  ζητοῦσαν  ἁπλῶς     τὴν  <<ἀδελφικήν  ἀναγώρισιν  >> . Τότε ( 1850 )  Ὁ  πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως   συνεκάλεσε  τὴν  περὶ  ἑαυτὸν   σύνοδο  καὶ   ἐξέδωσε  ( 1850 )  τὸν  καλούμενο  << Συνοδικὸν  Τόμον >>  μὲ  τὸν  ὁποῖο  ἐμμέσως  ἑπανήρχετο  ἡ  ἐξάρτηση   τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος  ἀπὸ  τὸ  Πατριαρχεῖο  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ  σὲ σπουδαῖα  ζητήματα  τῆς  Ἐκκλησίας   ἔπρεπε  ἡ  Σύνοδος  νὰ  ἀναφέρεται στὸν  οἰκουμενικό   πατριάρχη . 

Ἡ  ἀντίδραση  τῶν  Ἑλλαδικῶν  κατὰ  τοῦ  <<Τόμου >>


Πρέπει  νὰ  σημειωθῇ  ἐδῶ  ὅτι  μετὰ  τὴν  ἐπανάστασι τοῦ  1821  στὴν  ἀπελευθερωθεῖσα  Ἑλλάδα  εἶχαν  σχηματισθῆ  δύο  ἰσχυρές  μερίδες, ἡ μία  μὲ   ἀρχηγὸ  τον  συντηρητικὸ Κ. Οἰκονόμου, ἡ    ὁποία  ὑποστήριζε νὰ  τηρηθῇ  ἡ  παράδοση  ποὺ  ἤθελε  τὴν  ἐξάρτηση  τῆς  Ἐκκλησίας τῆς  Ἑλλάδος  ἀπὸ  τὸ  Οἰκουμενικὸ  Πατριαρχεῖο, καὶ  ἡ  ἄλλη  μερίδα  μὲ μαχητικώτατο  ἀρχηγὸ  τὸν  φιλευθέρων   ἰδεῶν  θεολόγο  καὶ  κληρικὸ  Θεόκλητο  Φαρμακίδη.  Ἡ δεύτερη αὐτὴ  μερίδα περιλάμβανε   καὶ  τούς  περισσοτέρους  πολιτικοὺς  καὶ  λόγους  τῆς  Ἑλλάδος ἀπὸ ὑπεστήριζε  τὴν  ἀνεξαρτησία  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς   Ἑλλάδος  ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο.
Ἀπὸ  τῆς  κοινοποιήσεως  τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ Πατριαρχείου ἡ    Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση  (1850)  φάνηκε ὅτι τὸν ἀποδέχθηκε. Καθὼς καὶ ἡ Γερουσία, ὅμως  ἀπέμενε  ἡ  ἐπιψήφισή  του  ἀπὸ τὴν  βουλή, γιὰ νὰ καταστῇ νόμος  τοῦ  κράτους. Παρῆλθαν δύο περίπου ἔτη  μέχρι  τὸ ( 1852 ) ὅταν ὁ  δεινὸς Φαρμακίδης δημοσίευσε  τὸ σύγγραμμά του  μὲ  τίτλο <<  Ὁ  Συνοδικὸς τόμος  ἤ  περὶ Ἀληθείας >>,  μὲ  τὸ ὁποῖο  προσέβαλλε  τὸν  τόμο  καὶ  τὸν  ἀπέρριψε παντελῶς  μὲ  ἰσχυρότατα  ἐπιχειρήματα. Μὲ  τὸ ἀνωτέρω σύγγραμμα ὁ  Φαρμακίδης  ἀπέδειξε:  ὅτι  οἱ Ἐκκλησίες  τῆς  Ἑλλάδος  ἔπρεπε  νὰ  γίνουν  ἀνεξάρτητες, διότι  ἐλεύθερο  κράτος προϋποθέτει    ἐλεύθερη  ἐκκλησία, ὅτι  ὁ  πατριάρχης  καὶ  περὶ αὐτὸν   Σύνοδος δὲν  εἶχαν  κανένα  δικαίωμα νὰ  ἀνακηρύξουν  αὐτοὶ  τὴν  ἀνεξαρτησία  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος καὶ  νὰ συστήσουν  σύνοδο  σ'  αὐτὴν , διότι  τοῦτο  ἦτο  δικαίωμα  τῶν  Ἑλλήνων,  τὸ  ὁποῖο  ἄσκησαν  κατὰ  τὸ 1833  καὶ κατὰ  τὸ  1844  ὅτι  τὰ περὶ  γάμων, διαζυγίων, μοναστηρίων , παιδείας  του κλήρου, διαιρέσεως  ἐπισκοπῶν  καὶ  παρόμοια ζητήματα, ποῦ σχετίζονται  μὲ  τὰ  κοσμικὰ  συμφέροντα  τῶν  πολιτῶν  , δὲν  δύναται  νὰ ἀποφασίζωνται  χωρίς  τὴ σύμπραξι  τῆς κυβερνήσεως , ὅπως  ἀπαιτεῖ  ὁ  Συνοδικὸς Τόμος, διότι  τοῦτο  οὔτε  ἐπὶ Βυζαντινῶν  αὐτοκρατόρων στὸ  Ρωμαϊκὸ  κράτος  οὔτε  σὲ  ἄλλο  ἀρχαῖο  ἤ νεώτερο  χριστιανικὸ  συνέβη  ποτὲ. Διὰ  τῶν  ἀπόψεων καὶ  ἐπιχειρημάτων  αὐτῶν  τοῦ  Φαρμακίδη  ἀπερρίφθη τελείως  ὁ  Συνοδικὸς  Τόμος .
Τὸ  νέο  καταστατικὸ  τῆς  Ἐκκλησίας  τοῦ 1852  διατήρησε  στὴν οὐσία τίς  διατάξεις  τοῦ  Καταστατικοῦ     τοῦ  1833.      Τελικῶς τὸ  Πατριαρχεῖο   Κωνσταντινουπόλεως  ἀνεγνώρισε τὰ  τετελεσμένα .  Ἔτσι ὑλοποιήθηκαν ἕν  μέρει    τουλάχιστον  οἱ  περὶ Ἑλληνικῆς  Ἐκκλησίας  ἰδέες  καὶ  ἀπόπψεις τοῦ  Ἀδ. Κοραῆ,  οἱ  ὁποῖες  δημοσιεύθηκαν  στὸ  Παρίσι  τὸ Σεπτέμβριο τοῦ  1821  καὶ  εἶχαν  ἐπηρεάσει σοβαρῶς  ὄχι  μόνο  τὸν  Θεόκλητο   Φαρμακίδη  ἀλλὰ καὶ  πολλοὺς  πολιτικοὺς  καὶ  λόγιους  ἄνδρες  τῆς  Ἑλλάδος  ἐκείνης  τῆς  τῆς  ἐποχῆς,  Καθώς  προελέχθη,  ὁ Θεόκλητος  Φαρμακίδης  ὑπῆρξε  ὁ  ἱδρυτὴς  τῆς  ἀνεξαρτησίας  καὶ  ὁ διοργανωτὴς  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος . Εἶχε  εὐρεῖα  γνῶσι,  ἦταν  ἀγχίνους καὶ φίλος  τῆς  ἐλευθερίας  καὶ  τῆς προόδου  τόσο  τῆς  πολιτείας  ὅσο  καὶ  τῆς  Ἐκκλησίας .  Σήμερα  ὑπάρχει  ὑποβόσκουσα  ἀντιδικία  μεταξὺ Οἱκουμενικοῦ  πατριαρχείου  καὶ  Ἑλληνικῆς  Ἐκκλησίας , σ΄ ὅ,τι  ἀφορᾶ  στὶς  << Νέες  Χῶρες >>, ἤτοι  τίς  ἑλληνικές  περιοχὲς  πού  ἐλευθερώθηκαν  μετὰ τοὺς   Βαλκανικοὺς Πολέμους .  Τίς  <<  Νέες  Χῶρες>>  τὸ  Πατριαρχεῖο  ἀποκαλεῖ <<  Πατριαρχικὲς  Ἐπαρχίες >>  ἐνῷ  ἡ  Ἑλληνικὴ  Ἐκκλησία  φαίνεται,  ὅτι  διεκδικεῖ  δι΄  ἑαυτὴν   αὐτὲς  τῖς  ἑλληνικὲς  πλέον  περιοχὲς. Ἐὰν ἡ  Ἑλληνικὴ  Ἐκκλησία  καὶ  ἡ  κυβέρνησι  ἐφαρμόσουν  τὴν  ἀρχή , ὅτι  <<  ἡ  ἐκκλησιαστικὴ    τάξι  πρέπει  νὰ  συμμεταβάλλεται  μὲ  τὴν  πολιτικὴν  τάξιν >>,  τότε  δὲν  μένει  παρὰ  νὰ ἀνεξαρτητοποιήσῃ   ἀπὸ  τὸν  πατριάρχη  τὶς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος ,  ὅπως  ἔπραξε  ἡ  ἐλευθερωθεῖσα  Ἑλλάς  κατὰ  τὸ  1833  καὶ τὸ  1866  μὲ  τὶς  Ἐκκλησίες  τῆς  Ἐπτανήσου.

Βιβλιογραφία
α   <<  Ἐκκλησιαστικὴ   Ἱστορία >>  ὑπὸ  Α. Διομήδους  Κυριακοῦ , Ἀθῆναι  1898 , τόμος  3ος  ἐκ  τῆς  ὁποίας  τὰ  πλεῖστα  ἐλήφθησαν.
Β    <<  Ἐκκλησιαστικὴ  Ἱστορία >>   ὑπὸ  Βασ.  Στεφανίδου  ,  Ἀθῆναι  1959.
γ    <<  Ἀριστοτέλους  Πολιτικῶν  τὰ  σῳζόμενα  >> ἐκ, ὑπὸ  Ἀδ.  Κοραῆ, Παρίσιοι  1821.
Ο λογότυπος της πρώτης εφημερίδας της Ελλάδας &quot;ΣΑΛΠΙΓΞ ΕΛΛΗΝΙΚΗ&quot; η οποία κυκλοφόρησε στην Καλαμάτα το 1821. Εκδότης ο ιερωμένος Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860) από τη γειτονική Νίκαια

Oι ανέκδοτες και επίκαιρες επιστολές του Ι.Καποδίστρια


Εκπληκτικά επίκαιρες αποδεικνύονται οι 37 ιδιόχειρες επιστολές του Ιωάννη Καποδίστρια, οι οποίες θα δημοπρατηθούν στις 24/06 από τον οίκο δημοπρασιών Πέτρος Βέργος μαζί με συνολικά 442 σπάνια βιβλία, έγγραφα και χαρακτικά. Πρόκειται για επιστολές που απευθύνονται στον στενό συνεργάτη του Αλέξανδρο Κοντόσταυλο (1789-1865) και αναφέρονται σε τρέχουσες κρατικές υποθέσεις, κυρίως οικονομικού χαρακτήρα, των ετών 1828-30.

Οι ανέκδοτες, ως τώρα, επιστολές του Καποδίστρια είναι εξαιρετικά επίκαιρες, αφού αποκαλύπτουν τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να βάλει τάξη στις υποθέσεις του νεοσύστατου κράτους χωρίς να υπολογίζει το οποιοδήποτε κόστος.


Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει για τους ισχυρούς Έλληνες της εποχής: «…Θα με λυπούσε πολύ αν ο εγωισμός και η φιλοχρηματία των οικονομικά ισχυρών, των ανθρώπων με υπόληψη και των γαιοκτημόνων με ανάγκαζε να καταφύγω στη βία. Όμως, αν πρέπεινα το κάνω δεν θα διστάσω, γιατί μου είναι αδύνατον να σταματήσω ή να κάνω πίσω…» (29/02/1828).

Σε άλλη επιστολή του απαντάει στη διαβεβαίωση του Κοντόσταυλου ότι ο προϋπολογισμός του κράτους είναι ισοσκελισμένος: «…Δεν συμμερίζομαι τη γνώμη σας σχετικά με τους εθνικούς πόρους και την ισορροπία που βρίσκετε ανάμεσα στα έξοδα και τα έσοδα. Αν συνυπολογίσετε τη φοβερή δυστυχία του λαού και την αφορία που θα μπορούσε να πλήξει επί μακρόν το έδαφος της Ελλάδας, ελλείψει πιστώσεων και κεφαλαίων, θα βλέπατε ότι τα μέσα που διαθέτουμε είναι τελείως δυσανάλογα προς τις ανάγκες μας, πράγμα που με ανησυχεί, διότι μπορώ και συμπάσχω, και υποφέρω περισσότερο από τους δυστυχείς που μου ζητούν ψωμί και δεν μπορώ να τους δώσω…»(13/04/1828). Θα μπορούσαν να είναι τα λόγια ενός σύγχρονου πολιτικού(σχόλιο: όχι δεν θα μπορούσαν, γιατί είναι όλοι προσκυνημένοι και χωρίς ούτε το 1‰ των ικανοτήτων του).


Ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος ήταν ο επιχειρηματίας και πολιτικός που αγόρασε τα μηχανήματα του πρώτου νομισματοκοπείου με εντολή του κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας προσπάθησε να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία(υπό τον έλεγχο των «προστάτιδων» Δυνάμεων από τον Αγώνα κιόλας) με την βοήθεια του φίλου του από την Ελβετία(αυτός την έκανε το κράτος υπόδειγμα που είναι από τον 18ο αι.) Εϋνάρδου(Jean-Gabriel Eynard, 1775-1863), οοποίος είχε την άποψη αυτή για τους «Έλληνες» πολιτικούς: «Οι πληγές της Ελλάδος είναι οι αρχηγοί της. Άπαντες έχουν γλώσσαν χρυσωμένην. Ασχολούνται(κατά το πλείστον τουλάχιστον) αποκλειστικώς με τα ιδιαίτερα συμφέροντά των. Καί τούτο υπό το πρόσχημα του αγνοτέρου πατριωτισμού. Άπαντες είναι ικανότατοι εις το να προβάλλουν τον εαυτόν των και να εκμηδενίζουν τους αντιπάλους των με εκθέσεις πλήρεις υπερβολής».Απόσπασμα από την μακροσκελή επιστολή(30/11/1832) προς τον Όθωνα, που μόλις είχε επιλεγεί από τις Μ. Δυνάμεις ως 1ος Έλληνας βασιλιάς.

Διαχείριση του δημοσίου χρήματος και πάταξη της διαφθοράς Ο Καποδίστριας προχώρησε και οργάνωσε την κάθε κρατική υπηρεσία με λογιστική τάξη και ακρίβεια ώστε να γίνεται έλεγχος για τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά της διαφθοράς. Στις περιπτώσεις όπου: «… παράπονα κατά της παρανόμου πολιτείας των τε λιμεναρχών και των υγειονόμων και των δασμοτελωνών, εκτρεπομένων ειςκαταχρήσεις πιεστικάς του λαού, των οποίων λαμπρά απόδειξις είναι ο σήμερον όχι μόνον άνετος βίος, αλλά και η σκανδαλώδης πολυτέλειααυτών,… Θέλει διορισθή άνευ αναβολής επίτηδες γενικός επιθεωρητής όλων των λιμένων της επικρατείας με αρμοδιότητες οπόταν ευρίσκη ελλείψεις, υποψίαν διδούσας σφετερισμού ή κακοπολιτείας, να τους διαπαύη της υπηρεσίας, να τους εγκαλή προς την κυβέρνησιν, και αντ’ αυτών να καθιστά άλλους προσωρινώς…».

Οι υπόλογοι πολιτικοί και στρατιωτικοί έπρεπε να αποδώσουν τα πεπραγμένα για τον χειρισμό λογαριασμών: «Δεν αγνοείτε δε ότι ο έλεγχος συνίσταται όχι μόνο εκ της εξετάσεως των λογαριασμών και των αυτοίς προσκείμενων εγγράφων, αλλά και εκ του βασανισμού των πεπραγμένων. Και ουδείς πολιτευτής διατάξας ή τελέσας δαπάνας υπέρ της πολιτείας δύναται να απαλλαχθή της ευθύνης, εαν το ελεγκτικό συμβούλιον δεν λάβη απόδειξιν οτι τα εις τας δαπάνας προσνεμηθέντα χρήματα εδαπανήθησαν άνευ καταχρήσεως και σφετερισμού».

Προασπίστηκε την οικονομία του δημοσίου χρήματος:«Ελπίζομεν ότι, όσοι εξ υμών μεθέξωσι μετά της Κυβερνήσεως εις την προσωρινήν Διοίκησιν, καθώς και οι λοιποί των πολιτών, όσοι προσκληθώσιν επί τούτω θέλουν γνωρίσει μεθ’ ημών, ότι εις τας παρούσας περιστάσεις οι εν δημοσίοις υπουργήμασι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνησις εις την εξουσίαν της».

Σε κρίσιμες στιγμές μάλιστα εκάλεσε τους δημοσίους υπαλλλήλους να παραιτηθούν, όσοι είχαν την δυνατότητα, οριστικά ή προσωρινά από το μισθό τους ολικά ή μερικά. Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι η διαφθορά του δημοσίου βίου είναι καταστρεπτική για τον τόπο.Ο ίδιος αποκάλυψε κάτι συγκλονιστικό και εν πολλοίς άγνωστο στους νεώτερους Έλληνες:«…Τούτο αν δε βάλωμεν εις τάξιν, αδύνατος είναι ο επισιτισμός του στρατεύματος. Έχω δε ανά χείρας υλικήν την απόδειξιν, ότι και η συντριβή του Μεσολογγίου από τοιούτων ιεροσυλιών προήλθε, πωλουμένων ανοσιοκερδώς εν Ιθάκη και εν Ζακύνθω των διά μεγίστων δυσκολιών εις Μεσολόγγιον πεμπομένων τροφών και του οψαρίου αυτού. Το χρέος μου λοιπόν έκαμα και τους τοιούτους ανθρώπους εις τρόμον έβαλα, λαλήσας κατά πρόσωπον στερράς αληθείας. Οι λόγοι όμως πρέπει να έχωσι τέλος, και τότε φθάνει ο πάταγος, και πατάξω, και υμάς παρακαλώ να πατάξετε ισχυρώς».

‘Άρτου και χρημάτων ανάγκην έχομεν Ο Καποδίστριας πραγματοποίησε πάμπολλες εκκλήσεις προς τους Έλληνες και φιλέλληνες του εξωτερικού να βοηθήσουν οικονομικάτην χώρα: «…’Άρτου και χρημάτων ανάγκην έχομεν. Εγώ εκ των λειψάνων της μικράς μου περιουσίας έδωκα ήδη. Κάμετε και εσείς, Κύριοι παν ό,τι δύνασθε προς βοήθειάν μας,στέλλοντες σίτον αραβόσιτον, όρυζαν και άλευρα και ό,τι εξοδεύσετε θα σας πληρωθεί εν καιρώ και παρά της Εθνικής Τραπέζης. Θαρσείτε Κύριοι ότι η Θεία Πρόνοια δεν θέλει μας εγκαταλείψει. Αλλά θυμηθείτε συγχρόνως ότι αυτή τους κόπους σας ευλογήσασα και βίους καλλίστους εξασφαλίσασα εις υμάς, σας προετοίμασε να αισθάνεσθε χαράν και ικανοποίησιν εις την εκπλήρωσιν των οφειλομένων προς την Ελλάδα».

Ο Καποδίστριας σύναψε δάνεια με στόχο να ενισχυθούν οι γεωργοί και οι ακτήμονες: «… η κυβέρνησις δανείζουσα εις αυτούς(γεωργούς και ακτήμονας) ίνα κατασκευάσωσι καλύβας, και αγοράσωσι βόας και σπόρους, ήθελε τους αναδείξη πολίτας ειρηνικούς και χρησίμους». Η επιβολή και η είσπραξη των φόρων έγινε απ’ ευθείας από την Κυβέρνηση με δικαιοσύνη και ισότητα χωρίς τη μεσολάβηση των προκρίτων ώστε να αποφευχθεί η φοροδιαφυγή και η δυνάστευση των πολιτών. Είχε δε να παλέψει όχι μόνο με την ένδεια των πολιτών αλλά και τη νοοτροπία ορισμένων περιοχών όπου διακήρυτταν: «Ουδέποτε επλήρωσεν η Μάνη, και δεν έπρεπε να καθιερωθή τοιαύτη κακή συνήθεια». Αλλά όχι μόνο δεν επλήρωναν τους φόρους αλλά ενίοτε άρπαζαν και τα δημόσια ταμεία.Αξιοποιήθηκαν οι εθνικοί πόροι και τα κληροδοτήματα του εσωτερικού και εξωτερικού. Όλα αυτά τα μέτρα απέδωσαν, όπως ο ίδιος ομολογεί: «Αι πρόσοδοι της Ελλάδος εδιπλασιάσθησαν σχεδόν αφ’ ότου εγώ ήλθον.Το μεν παρελθόν έτος έδωκαν περί τα 3.000.000 φράγκων, το δε παρόν υπόσχονται περί τα 5.000.000». Το κράτος άρχισε να λειτουργεί, τα έσοδα συνήχθησαν, αξιοποιήθηκε ο εθνικός πλούτος, αν και τα έξοδα για τις στρατιωτικές δαπάνες λόγω του πολέμου τα χρόνια 1828-9 ανέρχονταν στο 73% των εσόδων και τα χρόνια 1829-30 στο 63%.

Η διαφορά του Καποδίστρια από τους σημερινούς κυβερνήτες! Ο Καποδίστριας δεν αγκιστρώθηκε στην εξουσία και δεν θέλησε να κυβερνήσει για πάντα την Ελλάδα ακόμα και όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Όταν «Οι δ’ επιζώντες ενθυμούνται ότι, ότε η παρά της εν Άργει Εθνοσυνελεύσεως σταλείσα επιτροπή ίνα υποβάλη αυτώ το εξ εκατόν πεντήκοντα χιλιάδων φοινίκων ψήφισμα είπεν ότι το έθνος ην έτοιμον να ονομάση και ηγεμόνα τον Κυβερνήτην, εκείνος προέτεινεν ως άλλος Φερεκύδης την δεξιάν, υπονοών ότι ο ηγεμών έπρεπε να κατάγεται εξ αίματος βασιλικού και να μη έχη τας χείρας τραχείας ως αυτός ένεκα της πολλής εργασίας». Πίστευε ότι το συμφέρον της Ελλάδος ήταν να έχει ηγεμόνα από βασιλική γενιά ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνώριζαν πιο εύκολα την ανεξαρτησία της.Επίσης, ήταν αντίθετος στην ιδέα ότι, για να κυβερνήσει, έπρεπε να στηριχθεί στα όπλα. «…. Δεν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως».

Αυτή ήταν η ευγενική ψυχή του Καποδίστρια ο οποίος προέτασσε των πάντων το συμφέρον της πατρίδας την οποία υπηρέτησε χωρίς ουδόλως να τη ζημιώσει. Η προσωπική του ζωή ήταν πρότυπο ήθους. Έλληνες από τη Μαριανούπολη, θέλοντας να τον ευχαριστήσουν για τη βοήθειά του προς την κοινότητά τους, του έδωσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Αρνήθηκε να το δεχθεί και για να μην τους προσβάλλει τους είπε: «… δέχομαι το δώρο σας. Αλλά με τον όρο να καταθέσετε αυτά τα χρήματα σε Τράπεζα και με τους τόκους να προσλάβετε Έλληνα διδάσκαλο για να σας διδάσκει τη μητρική σας γλώσσα. Γιατί αποτελείεντροπή, όντας Έλληνες στην καταγωγή, στο φρόνημα και στη θρησκεία, να αγνοείτε την ευγενέστερη και πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου, που την διδάσκονται τόσοι άλλοι αλλοεθνείς …».

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν





Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν.
Ξένος καὶ βάρβαρος…..ξένος Ἕλλην ἀπό ἄλλην γῆν.
Ὅπως τὸ ἀντιλαμβανώμεθα εἰς τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, ὁ Ἕλλην ταξειδιώτης προσφωνεῖται ὡς ξένος εἰς τὰ Ἑλληνικὰ ἐδάφη ὅπου εὑρίσκεται , προστατεύεται ἀπὸ τὸν ξένιον Δία, καὶ φιλοξενεῖται μὲ ὅλας τὰς τιμάς.Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν


Πρῶτον τοῦ κάνουν τὸ τραπέζι, ξεκινῶντας βεβαίως μαζύ του μὲ τὰς καθιερωμένας εὐχὰς καὶ σπονδὰς εἰς τοὺς θεούς, καὶ μετὰ ἀφοῦ «τάρπησαν ἐδωδῇς» χόρτασαν φαγητό, τὸν ἐρωτοῦν ποῖος εἶναι, ποὶα ἡ προέλευσις καὶ ὁ προορισμὸς του.
Ὅλοι ὁμιλοῦν τὴν ἴδιαν γλῶσσαν, τὴν Ἑλληνικήν, ἔχουν τὰ ἴδια ἤθη καὶ τιμοῦν τοὺς ἴδιους θεοὺς.
Εἶναι Ἕλληνες, συνδέονται ἐτυμολογικῶς αἱ λέξεις ξένος/ξεῖνος, σὺν/ξὺν καὶ κοινός.

Ὅπως καὶ ἡ προσφώνησις εἰς τὸν τύμβον τῶν πεσὸντων εἰς τὰς Θερμοπὺλας:
«ξεῖν᾿ ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῆδε κείμεθα τοῖς κείνων ῤήμασι πειθόμενοι»
Εἶναι γραμμένη εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν ,μὲ Ἑλληνικὰ γράμματα, καὶ ἀπευθύνεται εἰς τὸν διαβάτην ποὺ ὄχι μόνο γνωρίζει νὰ διαβάζῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ Ἑλληνικά, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἔχοντας τὴν ἰδίαν ψυχήν, θὰ αἰσθανθῇ βαθειὰ μέσα του τὸ νὸημα τῆς ἐντολῆς.

Ἀκὸμα καὶ σὴμερα ὅταν λὲγομεν «ἔχω ξένους εἰς τὸ σπίτι», ὅπως οἱ ξένοι «πατρῷοι» ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὰ ἀρχαῖα κείμενα, δὲν ἐννοοῦμε ἀλλοδαπούς, ἀλλὰ φιλικὰ πρόσωπα ποὺ ἦλθαν ἀπὸ μακριά.
Διότι Ἕλληνες ὑπάρχουν εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Ἡ τραγουδιστή γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων


Ἡ πρώτη γλώσσα τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἦταν τὸ τραγούδι.
Στὸν κολοσσὸ αὐτοῦ ποῦ λέγεται ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλώσσα, ἡ προσωδία εἶναι τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα. Διότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα εἶναι τὸ πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Χωρὶς τὴν ἀνεπτυγμένη σκέψη μὲ τὴ γραφική της ἀποτύπωση, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κόσμου δὲν θὰ εἶχε φτάσει στὰ μεγάλα της ἐπιτεύγματα.
Ἀποκτώντας οἱ ἄνθρωποι γνωριμία μὲ τὸ περιβάλλον, ἀκούγοντας καὶ παρατηρώντας, ἄρχισαν νὰ ξεχωρίζουν τοὺς ἤχους ἀπὸ τὴ φύση. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ σημαντικὸ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ μάθει νὰ μιλάει. Οἱ ἤχοι τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἦταν οἱ πνευματικοὶ σπόροι ποὺ βοήθησαν, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μιλήσει ἀργότερα ὁ ἄνθρωπος.
Ὅπως ἦταν φυσικὸ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἡ ὁμιλία τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ μιλήσουμε προηγουμένως παίρνουμε ἀνάσα, ἡ ἀνάσα ἔχει ἦχο, μετὰ τὸν ἦχο τῆς ἀνάσας ἀρθρώνουμε τὸ λόγο.
Στὸ παλαιὸ λεξικὸ Νικ. Λωρέντη συναντᾶμαι δύο λέξεις ποῦ μᾶς προκαλοῦν ἐρωτηματικά:
Μέροψ –οπος, οἱ μέροπες = οἱ ἔχοντες ἔναρθρο λόγο. Σύνθετη λέξη ἀπὸ τὸ μείρομαι + όψ = φωνή. Ἐπίσης γράφει ὅτι: Οἱ Μέροπες ἦταν μυθώδης λαὸς ποὺ κατοικοῦσε «ἐκτὸς τοῦ κόσμου τούτου ἤπειρον», ἐπίσης, ἀναφέρονται ὡς κάτοικοι στὴ νῆσο Κῶ…. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἡ λέξη μὲ τὴν ἔννοια, οἱ ἔχοντες ἔναρθρο λόγο, ἄρα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν εἶχαν ἔναρθρο λόγο.
Ἄλλη λέξη ποὺ συναντᾶμε στὸ λεξικὸ τοῦ Ἡσύχιου εἶναι γιὰ τοὺςἝλλοπες. Σύνθετη λέξη καὶ αὐτή, ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἐλλείπω + όψ = ἄλαλοι. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤξεραν ἀρχικὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ γλωσσικό τους ὄργανο, νὰ πλάσουν λέξεις καὶ νὰ μιλήσουν «ἦταν ἄλαλοι», αὐτὸ σημειώνει ὁ Ἡσύχιος στὸ λεξικό τους γιὰ τοὺς Σελλούς. Περνώντας τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοὺς βρίσκουμε μὲ τὸ ὄνομα: Ἑλλοί, Σελλοί, Ἕλλοπες, Πελασγοί, Προσέληνες κατὰ τὸν Ἰ. Πασσᾶ στὸ βιβλίο του Προϊστορία, ἐλέγοντο οἱ Ἕλληνες πρὶν ἐμφανισθεῖ ἡ Σελήνη ποὺ εἶναι τεχνητὸς δορυφόρος. Ἔπειτα ὀνομάσθησαν Ἕλληνες. Οἱ Ἕλλοπες ἔζησαν ἐκεῖ γύρω στὴ Δωδώνη. Μετὰ ἀπαντῶνται ὡς Πελασγοὶ ποὺ πρωτομίλησαν τὴν Ἑλληνικὴ καὶ ἐξαπλώνονται καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς γῆς.
Τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, ὅπου κι ἄν ὑπῆρξαν ἄνθρωποι, δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα σ’ ὅλη τὴ γῆ ποὺ νὰ ἐπεβλήθη διὰ τῆς προσωδίας, μόνο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Δικαίως οἱ γνωρίζοντες τὴν ἀπεκάλεσαν μητέρα ὅλων τῶν γλωσσῶν. Ἀπὸ συνέδρια ἱστορικῶν και γλωσσολόγων μαθαίνουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρῶτα τραγούδησαν κι ἔπειτα μίλησαν. Ἔτσι βεβαιωνόμαστε ὅτι, αὐτοὶ ποὺ ἀνέπτυξαν τὸ πνεῦμα τους ὥστε νὰ τραγουδᾶνε τὴν ὁμιλία τους, δηλαδή, νὰ ἐναρμονίζεται ἡ σκέψη τους μὲ τὴν ψυχή τους καὶ νὰ ἐκφράζονται μελωδικά, ἦταν οἱ Ἕλληνες.
Τὶ σημαίνει ἀκριβῶς ἡ λέξη προσωδία.
Ἡ λέξη εἶναι σύνθετα πρὸς + ἄδω. Δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀκριβῶς τραγούδι, ἀλλὰ κάτι μεταξὺ ὁμιλίας καὶ τραγουδιοῦ. Σὰν μουσικὴ ἀπαγγελία, στὴν οὐσία εἶναι ἡ ψυχικὴ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε στὸ μυαλό μας ἄλλο τραγουδῶ κι ἄλλο προσωδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ἄριες ἀπὸ ὄπερες, οὔτε δημοτικὸ τραγούδι, μὰ οὔτε καὶ βυζαντινὴ ψαλμωδία. Ἐδῶ θὰ παραθέσω τὶ εἶπε πάνω σ’ αὐτὸ ὁ Βασιλιὰς Σολομών:
«Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν ὁμιλία τους, καταφέρνουν νὰ δημιουργοῦν δίνες στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἡ μαγεία εἶναι πῶς νὰ χειρίζεσαι τὶς ἐνέργειες μέσω τῆς γλώσσας καὶ τῆς ὁμιλίας».
Ἐπίσης οἱ Ἑβραῖοι στὸ Ταλμούδ, αὐτὴ τὴν τεχνικὴ τῆς ὁμιλίας τῶν Ἑλλήνων ὄχι μόνο τὴν παραδέχονται, ἀλλὰ τὴν ὀνομάζουνGematria, δηλ. Γεωμετρία. Κι ἐνῶ ἄλλοι λαοὶ θαυμάζουν αὐτὴ τὴ γλώσσα ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες δὲν τὴν ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὸ σεβασμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε ἀλλὰ τὴν κακομεταχειριζόμαστε.
Δυστυχῶς ὅμως, ὅλοι μας ἀσχημονοῦμε! Ἀκόμα κι ἐμεῖς ποὺ εἴδαμε καὶ καταλάβαμε τὴν ἀξία της. Κατ’ ἀρχήν, κανένας μας δὲν σκέφτηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἀρχαία γλώσσα πρέπει νὰ τὴν μαθαίνουμε νὰ τὴν μιλᾶμε κι ὄχι ν΄ ἀποστηθίζουμε γραμματικοὺς κανόνες καὶ νὰ μεταφράζουμε. Ἡ μεγαλύτερη ὀμορφιά της εἶναι νὰ τὴν μιλᾶμε ἀπταίστως, μὲ εὐχέρεια, ὅπως ὑπερηφανευόμαστε ὅταν μιλᾶμε κάποια ἀπὸ τὶς παραφυάδες τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ὅπως εἶναι ἡ Ἀγγλική, ἡ Γαλλικὴ κλπ. Ἐκεῖ προςέχουμε τὴν προφορά μας πὼς θὰ πρέπει νὰ προφέρουμε τὴ γλώσσα ποὺ μαθαίνουμε. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ κάνουμε καὶ ταξίδια στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν σωστὴ προφορά. Ἀλλά, μὲ τὴν Ἑλληνικὴ προφορὰ ποιός ἀσχολήθηκε ποτέ;
Ἀνάλυση στοιχείων τῆς γλώσσας
Γιὰ νὰ ἀναλύσουμε τὴ γλώσσα, χρειάζεται νὰ πάρουμε ἕνα-ἕνα τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν ἀποτελοῦν, γιὰ νὰ βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Ἔτσι θὰ ἐξετάσουμε τὰ φωνήεντα, τὰ σύμφωνα, τὸν τονισμὸ τὼν λέξεων καὶ τὴν κυματοειδὴ προφορά, ὅταν ἐκφωνεῖται ὁ ἀρχαῖος λόγος.
Ἄς ἀναλύσουμε πρῶτα τὴ λέξη φωνῆεν, τὶ σημαίνει φωνῆεν: τὸ Φκατὰ τὸν κώδικα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀλφαβήτου σημαίνει φῶς καὶ τὸ Ωσημαίνει ὁ νοῦς. Φῶς τοῦ νοός. Τὰ φωνήεντα λέγονται καὶ φθόγγοι.Φθόγγος σημαίνει ἦχος παραγόμενος διὰ τοῦ λάρυγγος, ἀπὸ τὸ ῥῆμα φάω, ἀρχικὰ τὰ φωνήεντα ἦταν 5: α, ε, ι, ο, υ καὶ ἐπροφέροντο μουσικά, ἔχουμε δὲ τραγούδια ποὺ στηρίζονται σε 5 φθόγγους εἶναι τὰ λεγόμενα 5φθογγα πολυφωνικὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου, πρόδρομος τῆς πολυφωνικῆς μουσικῆς. Ἀργότερα στὰ 5 φωνήεντα προσετέθη το η και ω. Ὅταν τα φωνήεντα ἔγιναν 7, παρατηρεῖται συγχρόνως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ν΄ ἀκούγονται κλίμακες μὲ 7 μουσικοὺς φθόγγους. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 7 φθόγγους ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἐνδιάμεσοι φθόγγοι. Ὅλοι ἔχετε δεῖ τὰ πλῆκτρα τοῦ πιάνου, τοῦ ἁρμόνιου, αὐτὰ εἶναι ἄσπρα, ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ λίγο μακρόστενα εἶναι τὰ μαῦρα. Αὐτὰ τὰ μαῦρα πλῆκτρα ἀντιπροσωπεύουν ἐνδιάμεσους ἤχους. Ἡ Ἑλληνικὴ μουσικὴ καὶ ἡ Βυζαντινὴ ψαλμωδία τὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ ἔχουν εἶναι ὅτι περνᾶνε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐνδιάμεσους ἤχους. Εἶναι σὰν νὰ λέμε ἀπὸ τὸ μαῦρο χρῶμα νὰ πᾶμε στὸ ἄσπρο, θὰ περάσουμε μὲ τόνους τοῦ γκρίζου.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἤχους, ἀπὸ τὸ Ντὸ γιὰ νὰ πᾶμε στὸ Ρέ, χρησιμοποιοῦμε ἐνδιάμεσους ἠχητικοὺς τόνους.
Ὅμως, σὲ πολλὲς ξένες γλῶσσες τὰ φωνήεντα ἀποδίδονται καὶ μὲ ἐνδιάμεσους ἤχους. Οἱ Γάλλοι τὸ Ε ἄλλοτε τὸ λένε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἄλλοτε μὲ κλειστό. Τὸ Ι πότε μὲ ἀνοιχτό, πότε U μὲ κλειστὸ τὸ στόμα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀποκλείσει ὅτι οἱ Γάλλοι δὲν τὸ πῆραν ἀπὸ τὴν προφορὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; Μήπως δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ξεχωρίσουμε κι ἐμεῖς κατὰ τὸν ίδιο τρόπο τό: Ἡμῶνμὲ το Ὑμῶν μὲ κλειστὸ τὸ στόμα;
Τὶς ποικιλίες τῶν φωνηέντων, σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦμε, ἔχουν χάσει ὄχι μόνο τὴν προσωδιακή τους χρήση ἀλλὰ καὶ τὴν ἠχητική τους ἰδιαιτερότητα στὴν προφορά. Ὅλα τὰ η ι υ καὶ τὶς διφθόγγουςοι, ει, κλπ. τα προφέρουμε τὸ ἴδιο, ὑπάρχουν μόνο γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς γραφῆς. Καινό = καινούργιο, κενό = ἀδειανό.
Στὰ λεξικὰ βρίσκουμε λέξεις μουσικὲς ὅπως: ἀ-ά-α-τον=ἀκατάβλητον, ἀάσχετος=ἀκατάσχετος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες παρατηροῦνται δίφθογγοι καὶ τρίφθογγοι οἱ ὁποῖοι δὲν προφέρονται, ἀλλὰ μόνο γράφονται. Ὁπως οἱ Γάλλοι τὸ νερὸ τὸ γράφουν μὲ τρία φωνήεντα καὶ τὸ προφέρουν μὲ ἕνα ποὺ δὲν περιέχεται στὴ λέξη. ΕΑΥ= Ο. Άλλὰ καὶ στὴν Ἑλληνικὴ ἀεί = πάντοτε, τὸ βρίσκουμε καὶ αἰεί = πάντοτε. Μία λέξη τέσσερα φωνήεντα, 2 συλλαβές. Μόνο μία προσωδιακὴ προφορὰ μὲ ἐνδιάμεσους φθόγγους, μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει αὐτὴ τὴ γραφή. Κι αὐτὸ ἦταν ποὺ δυσκόλευε τοὺς μὴ Ἕλληνες. Δὲν μποροὺσαν ν’ ἀκούσουν τοὺς διάφορους ἤχους ποὺ γλιστροῦσαν μέσα σὲ μία λέξη. Κι ὅταν τὸ αὐτὶ δὲν συλλαμβάνει ὅλους τοὺς ἤχους ποὺ ἀκούγονται, δὲν μπορεῖ καὶ ἡ νόηση νὰ προσδιορίσει περὶ τίνος πρόκειται. Δηλαδὴ τὸ αὐτὶ ἀκούει μόνο τοὺς ἰσχυροὺς ἤχους, τοὺς ἀσθενεῖς ἤχους ὅταν δὲν ἔχει ἐξασκηθεῖ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξεχωρίσει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα μὲ τὴ δημοτικὴ μουσικὴ καὶ τὴ βυζαντινή. Αὐτὸς ποὺ ἔχει μάθει ν΄ ἀκούει μόνο τὴ συγκερασμένη μουσικὴ μὲ τὶς 7 νότες ὅπως εἶναι ἡ δυτικὴ ἁρμονία (εὐρωπαϊκὴ μουσική), τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ παρακολουθήσει καὶ νὰ τραγουδήσει τὶς φυσικὲς κλίμακες ὅπως εἶναι οἱ ἑλληνικές.
Οἱ ἄνθρωποι πρῶτα σκέφτηκαν, μετὰ μίλησαν κι ἔπειτα ἔγραψαν. Ἄρα ὅπως μιλοῦσαν ἔτσι τὰ ἔγραφαν, ἄλλως τὶ νόημα θὰ εἶχαν οἱ δίφθογγοι.
Τὸ θαῦμα αὐτῆς τῆς ἐπιστημονικῆς γλώσσας εἶναι ὅτι, καὶ ἀκουστικὰ καὶ ὀπτικὰ εἶχε ὄχι μόνο τὴν ξεχωριστὴ γραφή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εἰδικὴ προφορὰ τῶν φωνηέντων, ποὺ ἀπέδιδαν τὴν ἔννοια τραγουδιστά. Πολλὲς φορὲς ὅταν συνομιλοῦμε, δὲν ἀκοῦμε καλὰ τὶς λέξεις, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς καταλαβαίνουμε τὶ θέλει ὁ ἄλλος νὰ μᾶς πεῖ.
Ἀναλύοντας τὴν προφορὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας
Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα, πῶς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες προφέρουμε τὰ σύμφωνα. Τὰ λέμε σύμφωνα ἐνῶ εἶναι ἄφωνα, διότι μόνο μαζὶ μὲ τὸ φωνῆεν ἀποκτοῦν τὴ δική τους δυναμική.
Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι κάποια σύμφωνα δὲν τὰ περιλαμβάνει τὸ Ἰωνικό μας ἀλφάβητο, διότι ὅπως εἶναι γνωστὸ τὰ ἀλφάβητα τῶν Ἑλλήνων ἦταν πολλά. Κάθε Ἑλληνικὴ πόλη εἶχε καὶ τὸ δικό της Ἀλφάβητο. Ἔτσι ἔχουμε Ἰωνικό, Κορινθιακό, Ἀττικό, Χαλκιδικό, Θηραϊκό, Κρητικό, Ἀρχαῖο Λατινικό, κ.ἄ. Αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα καὶ ἔχει ἐπικρατήσει εἶναι τὸ Ἰωνικὸ τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε ὡς 4ο γράμμα τὸ ΝΤΕ ποὺ ἔχουν οἱ Λατῖνοι γιὰ μᾶς εἶναι Δέλτα, γι΄ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ προφέρουμε τὸ ντὲ ὅπως τὸ προφέρουν οἱ Λατινόφωνοι. Δηλ. δὲν πρέπει νὰ λέμε φωνήε(d)-ντα ἀλλὰ φωνήεν-ντα, Πάν-ντα ὄχι Πά(d)-ντα, Ἀν-ντοχή, ὄχι Ἀ(d)-ντοχή, Φαν-ντασία, ὄχι Φα(d)-ντασία.
Στὸ δικό μας τὸ Ἰωνικὸ ἀλφάβητο τὸ τρίτο γράμμα εἶναι τὸ Γάμα, ἐνῶ οἱ Λατίνοι ὡς τρίτο γράμμα ἔχουν τὸ ΣΕ, αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ μισοφέγγαρο. Τὸ ὁποῖον προφέρετε ἄλλες φορὲς ὡς σέ, ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ Βυζαντινοί, ἄλλες φορὲς ὡς τσέ, ἤ κάπα. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ σὲ ποιὸς μπορεῖ ν’ αμφισβητήσει ὅτι οἱ Σελλοὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν κτηνοτρόφοι δὲν προφερότανε ὡς ΤΣΕ δηλ. Τσελλοί, διότι ἔχουμε τὰ παράγωγα Τσέ-λιγκας, Τσα-ρούχι, Τσοπάνος, Τσολιάς.
Στὸ δημοτικό μας τραγούδι καὶ στὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ἀκοῦμε τοὺς ἤχους νὰ γλιστρᾶνε ἀπὸ τὸν ἕνα ἦχο στὸν ἄλλον. Δὲν εἶναι οἱ ἤχοι σταθεροὶ-συγκερασμένοι ὅπως εἶναι π.χ. στὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα εἶχε 45 κλίμακες, ἐνῶ ἡ Δύση χρησιμοποίησε μόνο 2 κλίμακες, δηλαδὴ τὴν μείζοντα καὶ τὴν ἐλάσσονα κλίμακα. Ένῶ τὰ μουσικὰ σύμβολα ὑπολογίζονται 1600.
Άπόπειρα προσωδιακῆς ἀπόδοσης
Ὅπως προαναφέραμε, ἡ Γαλλικὴ τὸ U τὸ πρφέρει μὲ μισόκλειστο στόμα, εἶναι ἐνδιάμεσο τοῦ Ι και ου. Ἐμεῖς ὅταν τὸ Υ εἶναι μετὰ ἀπὸ ἕνα φωνῆεν τὸ προφέρουμε μὲ σύμφωνο ὅπως λέμε «Αὔριο» τὸ προφέρουμε κάπως βάρβαρα «ἄβριο» μήπως οἱ πρόγονοί μας αὐτὰ τὰ δύο φωνήεντα τὰ πρόφεραν κλείνοντας λίγο τὸ στόμα τους σουφρώνοντας τὰ χείλη καὶ τὸ αὔριο ἀκουγόταν «αὔριο»; Τὴν Εὔβοια ὄχι ἔβια ἀλλὰ Εὔ-βο-ι-α. Ἀλλὰ χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ φράση γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ ἡ μουσικότητα, μία λέξη σκέτη δὲν ἀποδίδει τίποτα.
Πάνω σ’ αὐτὸ ποὺ λέμε, πρέπει νὰ θυμόμαστε καὶ τὴν ἐποχή. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βιάζονταν, ἦσαν ἥρεμοι, ὁπότε καὶ ἡ ὁμιλία τους ἦταν ἀργή, εἶχαν τὸ χρόνο πολλὲς φορὲς καὶ ξαπλωμένοι στὰ ἀνάκλιντρα νὰ φιλοσοφοῦν συζητώντας. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα ἀπὸ τὸ ἄγχος μας μιλᾶμε γρήγορα, τρῶμε τὶς λέξεις μας πολλὲς φορὲς δὲν καταλαβαίνουμε τὸν ἄλλον τὶ θέλει νὰ μᾶς πεῖ καὶ τὸν ξαναρωτᾶμε νὰ μᾶς ἐπαναλάβει αὐτὸ ποὺ εἶπε.
Οἱ δίφθογγοι-δύο φθόγγοι ὅπως: ὁ τοῖχος, τὰ τείχη, ἡ τύχησήμερα προφέρονται μὲ ἕνα ι. Μήπως οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόφεραν τὶς διφθόγγους ὅπως προαναφέραμε καὶ γιὰ τὰ σύμφωνα; Το-ῖ-χος, τε-ί-χη, τ-ύ-χη.
Ἐπίσης τὰ πνεύματα ποὺ ἔχουν τὴν ἔννοια τῆς ἀνάσας, ἐμεῖς σὰν Ἕλληνες δὲν τὰ χρησιμοποιήσαμε καὶ ἡ ψιλὴ καὶ ἡ δασεία ἔμειναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ χωρὶς ἀκουστικὴ διάκριση. Ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζουμε ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα τοῦ τονισμοῦ δὲν χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν προφορά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴ γραφή. Ἐνῶ οἱ Λατινόφωνοι προφέρουν τὸ (χ) ἐλαφρὰ (χ)έλεν, (χ)ιστορία, (χ)ήρως, σήμερα λέμε«Χαίρετε» τότε πρόφεραν ἐλαφρὰ καὶ σύντομα Χάϊρε. Τὸ βρῆκα σὲ παλαιὸ λεξικὸ μὲ τὴν ἔνδειξη ποιητικά. Ἄλλη μία λέξη ποὺ συνάντησα: Ἔρως καὶ Ἔρος. Διαφορετικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ διαφορετικὴ γραφὴ καὶ προφορά. Τὸ ἀεί= πάντοτε, τὸ συνάντησε σὲ ποίημα τῆς Σαπφοῦς ΑΙΕΙ. Κατὰ τὴ γνώμη μου εἴτε ΑΕΙ εἴτε ΑΙΕΙ πρέπει νὰ εἶχε μία παραπλήσια προφορά, ἀπὸ τὸ Α γλιστροῦσαν στὸΙ. Σὲ παλιὸ λεξικὸ συνάντησα τὴν πόλη Τροία γραμμένη Τρο-ι-ίακαὶ δίπλα εἶχε τὴν ἔνδειξη ποιητ. ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγγλικὴ γράφει α καὶ προφέρει εϊ γράφει ε καὶ προφέρει ιι κλπ. ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ὑπολείμματα προσωδιακῆς γλώσσας.
Ἄλλη παρατήρηση ποὺ κάναμε εἶναι τὰ διπλὰ σύμφωνα μέσε σὲ μία λέξη, ὅπως θάλασσα, γλώσσα, ἄμμος, ἵππος, σίγουρα ὑπῆρχε κάποια διάκριση κατὰ τὴν προφορά. Μοῦ εἶπαν ὅτι σὲ διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ἔχουν μία ἰδιάζουσα προφορὰ ὅταν προφέρουν π.χ. τὸἵππος διακρίνεις ὅτι γράφεται μὲ δύο πί. (Λέγοντάς το στὰ γρήγορα ἀκούγεται ἵποπος).
Έξ αἰτίας τῆς προφορᾶς ἔχουμε παραλλαγὲς πολλῶν λέξεων καὶ στὰ φωνήεντα καὶ στὰ σύμφωνα. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀκουστικὴ ἀντίληψη δὲν ἦταν πάντοτε εὐδιάκριτη κατὰ τὴν προφορά, μὲ ἀποτέλεσμα μία λέξη ν’ ἀκούγεται μὲ διαφορετικὰ φωνήεντα. Ὅπως τὸ φῶς ἀρχικὰ προφερόταν Φάος – Φόως, Ὑμέναιος – Ὑμήναος διακρίνουμε στὴν Σαπφώ, ἀέλιος – ἥλιος εἰδικὰ τὸ λάμδα οἱ ξένοι τὸ προφέρουν ἐλαφρὰ ὅπως καὶ σὲ μερικὲς περιφέρειες τῆς Ἑλλάδος, ἄκουσα Βορειοηπειρώτες νὰ λέγουν Ἐλι-ές κι ὄχι ἐλιές. Τὸ ἴδιο μοῦ εἶπαν προφέρουν καὶ στὴν Κρήτη, στὴν Κέρκυρα παλαιότερα σὲ χωριὰ προφέρανε ἐλι-ὲς καὶ ἐγιές.
Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀκουστικὲς ἀντιλήψεις ποὺ δημιουργοῦσαν ἀκουστικὲς διαλέκτους.
Ὁ τονισμὸς ἀντικαθιστᾶ τὴν προσωδία
Ἄλλο ἀξιοπρόσεκτο, στὴν ἐκφορὰ καὶ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς ὁμιλίας εἶναι ὁ τονισμός. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔβαζαν τόνους. Οἱ ἄνθρωποι τότε ὅπως μιλοῦσαν ἔγραφαν κι ὅπως ἔγραφαν μιλοῦσαν. Ὅταν δημιουργήθηκε ἡ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό, τότε ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν λέξεων μέσα σὲ μία φράση. Κι αὐτὸ ἦταν μία ἀπὸ τὶς σοβαρὲς ἀπώλειες τοῦ προσωδιακοῦ χαρακτήρα. Διότι μπῆκε ἕνας φραγμὸς στὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου, χάνοντας ἔτσι τὸν ποιητικὸ καὶ μουσικὸ εἰρμό.
Τὸ πολυτονικὸ καὶ σήμερα μονοτονικὸ δὲν εἶχε ἐπίδραση στὴν ὁμιλία, χρησιμοποιήθηκε μόνο γιὰ τὴ γραφή. Ὅλα τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι ἀποδίδονταν φωνητικὰ μόνο μὲ τὴν ὀξεία. Δηλαδὴ μόνο γραπτῶς διατηρήθηκε ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα, διότι ἠχητικὰ δὲν ἔγινε ἀπὸ τότε καμία προσπάθεια νὰ διατηρήσουμε κάποια στοιχεῖα. Οὔτε ἐνδιαφερθήκαμε ποτὲ σοβαρὰ γιὰ τὴν προφορὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας.
Δυστυχῶς ὅλοι οἱ διανοούμενοι ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τὸ ἐπιστημονικὸ μέρος τῆς γλώσσας, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη λόγῳ ἀδυναμίας τὸ ἐξίσου σημαντικὸ μέρος τὸ προσωδιακό.
Τὸ γιατὶ εἶναι ἐξίσου σημαντικό, θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε κάποια πράγματα. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἦχος δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ γλώσσα, οὔτε ἐξέλιξη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ περιβάλλοντός του. Πῶς θὰ μιλούσαμε; Μὲ νοήματα; Πῶς θὰ γράφαμε ἀφοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ προφέρουμε αὐτὰ ποὺ ὁ νοῦς μας ἐπεξεργάζεται; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα σκέλος.
Τὸ ἄλλο εἶναι ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς ἤχους τοῦ περιβάλλοντος. Ὅταν θέλει νὰ μιλήσει θὰ ἐκφραστεῖ ἀφοῦ αἰσθανθεῖ πρῶτα κάποια ἐρεθίσματα. Ἕνα Α!ααα ἤ ἕνα Ω!ωωω ἤ ἕνα ὁποιοδήποτε φωνῆεν ἀναλόγως τὶ θέλει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως νὰ ἐκφράσει, θὰ βγάλει ἀπὸ μέσα του τὸν ἀνάλογο ἦχο. Μ’ ἕνα Α! θὰ ἐκφράσει: ἔκπληξη, θαυμασμό, θυμό, τρόμο κλπ. Αὐτὸ θὰ τὸ ξεχωρίσει ὁ ἄνθρωπος αὐθόρμητα μὲ τὴ χροιὰ τῆς φωνῆς του χωρὶς νὰ τὸ διδαχθεῖ.
Ὅταν λοιπὸν ἔχουμε μία φράση πόνου: «Ὤχ Θεέ μου χτύπησες πονᾶς; Γιὰ νὰ δῶ, πώ! πώ!…» Ἡ φωνή μας δείχνει τὴν ἀνησυχία γιατὶ ἔτσι τὸ αἰσθανόμαστε. Ὅταν ὅμως ἔχουμε μία ἀνάλογη ἀρχαία φράση; Πῶς θὰ πρέπει νὰ ἐκφραστοῦμε; Δεδομένου ὅτι οἱ λέξεις σὲ μία ἀρχαία φράση ἔχουν διαφορετικὴ σύνταξη. Ὁπότε ἀλλάζει ἡ ἠχητικὴ ῥοὴ τοῦ λόγου. Δὲν εἶναι λοιπὸν ὀρθὸ καὶ ἀπαραίτητο νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ὁμιλία καὶ προφορὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, περισσότερο, ἤ καὶ τὸ ἴδιο ἐξ ἴσου μὲ τὴ γραμματική;
Τὸ μουσικὸ μέρος τῆς γλώσσας μας ὅπως γνωρίζουμε ἀπετέλεσε τὸ θεμέλιο λίθο γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ μουσικὴ τέχνη. Πάρα πολλὰ στοιχεῖα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἔγιναν οἱ βάσεις ὥστε νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ μουσικὴ στὴν Δύση.
Μετὰ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, στὴν Εὐρώπη δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ μουσικὴ τῆς Δύσεως. Ὁ Βάγκνερ καὶ ἄλλοι μουσικοὶ τοῦ περασμένου αἰώνα, τὸ λέγουν ξεκάθαρα ὅτι, ἄν δὲν ὑπήρχαν τὰ συγγράμματα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ σημερινὴ ἐξέλιξη τῆς μουσικῆς, διότι πάνω σ’ αὐτὰ βασίστηκαν γιὰ νὰ δημιουργήσουν τὴν νεότερη τέχνη.
Ὁ Θρασύβουλος Γεωργιάδης στὸ βιβλίο του, Μουσικὸς Ῥυθμός, διαπιστώνει ὅτι: «Ἡ μουσικὴ στὴν ἀρχαῖα Ἑλλάδα δὲν κατεῖχε σὰν τέχνη, παρόμοια μὲ τὴ σημερινὴ τῆς Δύσεως. Ἡ μουσικὴ τότε βρισκόταν στὴν κορυφή τῆς ἀγωγῆς, ὡς ἡ προσδιοριστικὴ δύναμη τοῦ ἤθους, μὲ τὸν συνδυασμὸ γλωσσικῆς καὶ μουσικορρυθμικῆς δύναμης.»
Πρέπει νὰ μᾶς γίνει κατανοητὸ ὅτι ἡ μουσικὴ διὰ τοῦ λόγου εἶναι αὐτὴ ποὺ διαπλάθει χαρακτῆρες, ἐρεθίζει τὸ συναίσθημα καὶ συμβάλλει στὴν καλυτέρευση τοῦ ἀνθρώπου.
Μὲ λίγα λόγια ἡ γλώσσα μὲ τὰ γράμματα ἀναπτύσσουν τὸ πνεῦμα, τὴ διάνοια, ἐνῶ ἡ μουσική, καλλιεργεῖ καὶ ἀπευθύνεται στὸ ψυχικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλες τὶς γνώσεις τοῦ σύμπαντος, τὰ παιδιὰ τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων τὶς μάθαιναν διὰ τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ παιγνιδιοῦ.
Ἀλλὰ ἄς συνεχίσουμε τὸ θέμα τοῦ τονισμοῦ.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ἔβαλαν τοὺς τόνους σὲ πολλὲς μονοσύλλαβες λέξεις, ὅπως καὶ στὰ ἄρθρα τὸ τὴν τὸν κ.λπ. ἔβαλαν βαρεία. Τὶ χρειάζονταν ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν μποροῦν νὰ τονιστοῦν μὲ ὀξεία κατὰ τὴν ὁμιλία. Ἐπίσης δὲν χρησιμοποιήθηκε ποτὲ οὔτε ἡ περισπωμένη. Μόνο στὴ μουσικὴ χρησιμοποιήθηκε ἡ περισπωμένη ὡς «ἐπέρεισις» καὶ «πλειάς». Τὰ πνεύματα δὲν εἶχαν καμιὰ διαφορὰ στὴν προφορά. Ὅπως προφερόταν ἡ ψιλή, τὸ ἴδιο καὶ ἡ δασεία. Γιατὶ ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα τοῦ τονισμοῦ χωρὶς νὰ διατηρηθεῖ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ὁ ἦχος μὲ τὴν προφορά;
Ἄν προσέξουμε θα παρατηρήσουμε ὅτι, ἡ παρασημαντικὴ γραφὴ τῶν Βυζαντινῶν ἀποτελεῖται, ἀπὸ ὀξεῖες, βαρεῖες, περισπωμένες, ψιλή, δασεία. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀραβικὴ γραφή, μοιάζει σὰν νὰ μιμεῖται τὴν ἐν λόγῳ παρασημαντική.
Ὅταν τὰ ο-ω προφέρονται τὸ ἴδιο γιατὶ ἡ σπατάλη χρόνου νὰ μαθαίνουν κανόνες. Γιατὶ αὐτὸ τὸ βάσανο τῆς γραμματικῆς καὶ τοῦ συντακτικοῦ; Ποιὸν ἐξηπηρέτησε;
Προσωπικὰ διατηρῶ τὸ πολυτονικὸ σύστημα γραφῆς, καὶ ὅλα ὅσα ἡ παράδοσή μας ἔχει ἀφήσει γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς γλώσσας μας.
Πότε σταμάτησε ἡ «προσωδία»
Πέρασαν περίπου 400-600 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου μέχρι νὰ ὁριοθετήσουν τὴ γλώσσα μὲ τοὺς γραμματικοὺς κανόνες καὶ νὰ σβήσει σιγά-σιγὰ ἡ προσωδία.
Πότε ἀκριβῶς σταμάτησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ προσωδοῦν δὲν γνωρίζουμε. Στὴν ἱστορία ἔχει καταγραφεῖ σὰν τελευταῖος ποὺ εἶχε πάρει ἀρχαιοελληνικὴ παιδεία καὶ τὴν εἶχε ἀσπασθεῖ, σπουδάσει, μελετήσει καὶ ἐμπεδώσει τὴν ἀρχαῖα Ἑλληνικὴ Γλώσσα, εἶναι ὁ Μιχαήλ Ψελλός. Εἶχε ἀφήσει ἐποχὴ ἡ μόρφωσή του καὶ ἡ μουσικότητα μὲ τὴ λογοτεχνικὴ ἀπόδοση τῶν λόγων του.
Δυστυχῶς ὅμως, δὲν εἶχαν σκεφτεῖ ὅταν ἐπέβαλαν τὴ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν προνοήσει μαζὶ μὲ τὴ γραμματικὴ νὰ διδάσκεται καὶ ἡ προσωδιακὴ ἔκφραση. Ἄν ὁ ἄνθρωπος μάθαινε τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλώσσα ὅπως ὁμιλεῖτο κάποτε μὲ ὅλη της τὴν πανοπλία, δὲν χρειάζεται ἄλλη μόρφωση, τὰ περικλείει ὅλα αὐτή. Ὁ χορός, μαζὶ μὲ τὴ μουσικὴ καὶ τὸ λόγο μαθαίνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐκφράζεται, ἔτσι ἀνυψώνοντας τὸ πνεῦμα του, μέσα ἀπὸ τὰ ἀρχαία συγγράματα, γαληνεύει καὶ κατευνάζει τὰ πάθη του.
Κι αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ στόχος μας κι ὄχι ἄχρηστες γνώσεις νὰ ταλαιπωροῦν τὸν νέον ἄνθρωπο ποὺ τελικὰ ἐπιτυχαίνουν ἀντίθετα ἀποτελέσματα.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δυσκόλεψαν τὴν ἐκμάθηση τῆς Ἑλληνικῆς. Πιὸ εὔκολα μᾶς ἔρχεται νὰ μάθουμε τὰ Γερμανικὰ ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ξένη γλώσσα παρὰ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Τὰ ὁποῖα βεβαίως κανένας μας δὲν ξέρει νὰ μιλήσει εὐχερῶς. Ποτὲ δὲν σκεφτήκαμε νὰ μάθουμε νὰ μιλᾶμε ἀρχαῖα. Ἄν τὸ εἴχαμε σκεφτεῖ, ὅλα θὰ ἦταν διαφορετικά.
Σήμερα πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε ὁρισμένους κανόνες διαφορετικὰ χαρακτηριζόμαστε σὰν ἀγράμματοι. Ἔτσι ἐνῶ οἱ ῥίζες τῶν λέξεών μας κατὰ τὴν καθομιλουμένη εἶναι ὁμηρικὲς εἴτε καὶ ἀρχαιότερες, – πάρτε ἕνα Ὁμηρικὸ λεξικὸ καὶ δεῖτε πόσες καὶ πόσες λέξεις μεταχειριζόμαστε -, κατὰ τὴν σύνταξη ἑνὸς ἀρχαίου κειμένου σκοντάφτουμε γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἑρμηνεία.
Ἡ προσωπική μου ἄποψη εἶναι ὅτι ὅταν μαθαίνουμε ἀρχαῖα Ἑλληνικά, εἶναι πιὸ δημιουργικὸ ἀρχικὰ τουλάχιστον, ν΄ ἀφήνουμε τὸν Ἕλληνα μόνο του νὰ βρίσκει τὴν ἔννοια κάποιου κειμένου κι ὄχι αὐτὸ ποὺ κάποιος ἄλλος μικρὸς ἤ μεγάλος δάσκαλος δίνει τὴ δική του ἑρμηνεία ὅτι αὐτὴ εἶναι σωστὴ κι ὄχι ἄλλη. Εἶναι πιὸ ἐνδιαφέρον καὶ δημιουργικό, τὸ μυαλὸ νὰ δουλεύει τὴ σκέψη του ὅπως νομίζει αὐτὸς κι ὄχι νὰ σερβίρουμε τὴν δική μας ἐκδοχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ ὀρθή.
Θὰ ἦταν πολύτιμο γιὰ τὸν Ἕλληνα νὰ μαθαίνει νὰ ἀποστηθίζει περικοπὲς ἀπὸ ἀρχαῖα κείμενα, μὲ εὐφράδεια, καὶ μὲ ἐλεύθερη ἔκφραση, μέχρις ὅτου ἀποκτήσει τὸ διάβασμά μας ἄνεση ὁπότε, θὰ ἐμπεδώναμε καὶ τὸ νόημα. Ἄν ἀποδεσμευτοῦμε ἀπὸ τὴ δυσκολία αὐτὴ τότε ὁ Ἕλληνας μὲ τὴν ἐξοικείωση τοῦ ἀρχαίου λόγου ἐπειδὴ ἐκφράζεται μὲ τὴν ψυχή του θὰ ἔβγαζε καὶ τὴν προσωδία του.
Ἑλλήνων