Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 22 Δεκεμβρίου 1940. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 22 Δεκεμβρίου 1940. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Ο πρώτος νεκρός του Ελληνικού Έπους



Ο πρώτος νεκρός του Ελληνικού Έπους

Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ώρα 5η πρωινή. Ο στρατιώτης Βασίλειος Τσιαβαλιάρης ήταν ο πρώτος πεσών τού Ελληνικού Έπους.
Η σάλπιγγα έδινε τό σύνθημα της μάχης ως ένα προσκλητήριο στον υπέρτατο αγώνα για την Ελευθερία. Πίσω από τά σκόπευτρα με το δάκτυλο στη σκανδάλη οι φρουροί των προκεχωρημένων φυλακίων προσπαθούσαν να διαπεράσουν το σκοτάδι.
Απέναντι σε απόστασι λίγων μέτρων, ο εχθρός μόλις είχε αρχίσει την επίθεσή του. Προτού ακόμη εκπνεύσει το τελεσίγραφό τους, οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει τις ταξιαρχίες τους και οι πρώτες σφαίρες έσκιζαν τη νυκτερινή σιωπή πάνω στά βουνά της Ηπείρου.
Εκεί, στη γραμμή των συνόρων σε ένα απομεμακρυσμένο φυλάκιο, έπεφτε νεκρός ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης. Ένας φαντάρος που έτυχε νά κάνει την πρωινή σκοπιά. Χωρίς ποτέ νά γίνει ήρωας, χωρίς ποτέ να βγει από τήν ανωνυμία.
Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, οι τελευταίες λέξεις του ήταν «τί θ' απογίνουν τά παιδιά μου;».
Σήμερα στήν πατρίδα του Πιάλεια Τρικκάλων, κάθε χρόνο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης, και βεβαίως τα παιδιά του δίνουν τό δικό τους «παρών»
«Ο πατέρας μου έκανε τη σκοπιά στό 21ο φυλάκιο στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, στη θέση Γκόλφια, όπως λέγεται.
Μετά τήν 5η πρωινή, το φυλάκιο δέχθηκε επίθεση από τούς Ιταλούς. Μία σφαίρα βρήκε τον πατέρα μου στο μέτωπο και τον σκότωσε. Οι μόνες λέξεις που είπε εκεί ήταν: να φυλάτε τά παιδιά μου, και μετά ξεψύχησε», λέει ο κ. Νίκος Τσιαβαλιάρης.
«Εγώ ήμουν μόνο 5 ετών καί τα αδέλφια μου μικρότερα. Τελευταία φορά πού είχε έλθει στό σπίτι, ήταν όταν τόν είχαν καλέσει στά νέα όπλα, μετά τα γεγονότα με το «Έλλη». Ήμουν μικρός αλλά τον θυμάμαι. Ήταν ντυμένος στρατιώτης. Απ' ό,τι ανέφερε η συγχωρεμένη η μάνα μου, τής έλεγε «Μήν ανησυχείς. Όλα θά πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά». Έτσι έλεγε, ενώ νομίζω ότι γνώριζε τους κινδύνους.
Τη βραδιά εκείνη κανόνιζαν τη βάρδια στα φυλάκια του τάγματος που ήταν πιο κάτω. Ένας αξιωματικός είχε πει ότι κάτι δεν πάει καλά, ίσως είχαν πληροφορίες, ποιος ξέρει. Τους λένε λοιπόν «ποιοι θέλετε νά πάτε απόψε στά σύνορα». Καί ο πρώτος πού σηκώθηκε καί είπε «να πάω εγώ» ήταν ο πατέρας μου, σύμφωνα μέ μαρτυρίες χωριανών πού γύρισαν πίσω».
Σε ένα κεντρικό σημείο της Πιαλείας δεσπόζει σήμερα, η προτομή του Βασιλείου Τσαβαλιάρη. Στη σκιά του ανδριάντα, γυρίζει τό ρολόι του χρόνου για τον ξεχασμένο στρατιώτη του μετώπου.
«Ήταν ο πρώτος νεκρός τού πολέμου», λέγει ο στρατηγός Ιωάννης Κακουδάκης, επικεφαλής της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού. «Υπηρετούσε στο 21ο φυλάκιο της Πίνδου στο 51 Σύνταγμα το οποίο είχε σχηματισθεί από Θεσσαλούς. Τα ιταλικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως. Στις 5 το πρωί ο Τσαβαλιάρης είδε κατι να κινείται, φώναξε «αλτ, τις εί» και πυροβόλησε στον αέρα»...

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου

Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου
ΘΗΝΑ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου.
Αποτέλεσμα εικόνας για θαμμενα αγαλματα

Του Κώστα Πασχαλίδη
Ἐπὶ ἕξι μῆνες πρίν ἀπὸ την εἰσβολὴ τῶν Γερμανῶν μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες καὶ ἀρχαιολόγους ἔσκαβε τα δάπεδα του Ἐθνικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου γιὰ νὰ θάψει ἐκεῖ ό,τι πολυτιμότερο ἔχει ἡ Ἀθήνα: τους κοῦρους καὶ τις ληκύθους της.



Την Κυριακή 27 Ἀπριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχῆς κατέλαβαν την Ἀθήνα. Την ἑπομένη, νωρίς το πρωί, οἱ Γερμανοί ἀξιωματικοί ποὺ ἀνέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Ἐθνικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου διαπίστωσαν με ἔκπληξη ὅτι παρελάμβαναν ἕνα κτίριο ἄδειο. Δὲν βρῆκαν πουθενά οὔτε ἴχνος ἀπὸ τα χιλιάδες πολύτιμα ἐκθέματα ποὺ κοσμοῦσαν το μεγαλύτερο μουσεῖο της χώρας τα προηγούμενα ἑξῆντα χρόνια της λειτουργίας του. Ἀντὶ γιὰ ἀγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι καὶ ἀνέκφραστοι οἱ λιγοστοί ἀρχαιολόγοι καὶ οἱ φύλακες ποὺ εἶχαν βάρδια ἐκείνη την ὥρα. Στίς ἐπίμονες ἐρωτήσεις τους, ἐκεῖνοι ἀπάντησαν σιβυλλικά, ὅτι τα ἀρχαία εἶναι ἐκεῖ ὁποῦ ὅλοι γνωρίζουν, κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τα ἀρχαία εἶχαν μόλις ἐπιστρέψει ξανά στὸ χῶμα, δηλαδή στὴ μοναδική κιβωτό του κόσμου στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ παραμείνουν ἀσφαλῆ. Ἡ εὔθραυστη εὐρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ἦταν αἰσθητὴ στὶς ἑλληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πρὶν ἀπὸ την κήρυξη του πολέμου. Ἀπὸ το 1937 ἡ κυβέρνηση Μεταξά εἶχε ξεκινήσει ἀλληλογραφία με τὴ Διεύθυνση Ἀρχαιοτήτων του ὑπουργείου Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας, προκειμένου νὰ ἐκπονηθεῖ ἀπὸ κοινοῦ ἕνα πλῆρες σχέδιο διαφύλαξης τῶν ἀρχαίων ἀπὸ τις ἀεροπορικές ἐπιδρομές καὶ ἀπὸ το ἐνδεχόμενο τῶν ὀδομαχιῶν ἐντὸς τῶν πόλεων.


Στὴν ἐπίμονη ἀπαίτηση του κράτους νὰ συνταχθοῦν κατάλογοι καὶ νὰ ταξινομηθοῦν τα ἀρχαία σε κατηγορίες με βάση τὴ σπουδαιότητά τους οἱ ἀρχαιολόγοι της Ὑπηρεσίας ὑποστήριζαν σταθερά ὅτι δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα ἐπιλογῆς καὶ ὅτι ὅλα τα ἀρχαία (ἐκτεθειμένα καὶ ἀποθηκευμένα) ἔπρεπε νὰ διασωθοῦν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ὁ Νικόλαος Κυπαρίσσης, Ἔφορος Ἀρχαιοτήτων Ἀθηνῶν (Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος ἐκτὸς Πειραιῶς), σε ἐμπιστευτική του ἔκθεση πρὸς το ὑπουργεῖο στὶς 11 Αὐγούστου 1937 ἀναφέρει ὅτι, ἀντί νὰ δαπανηθοῦν μεγάλα ποσά γιὰ την κατασκευή καταφυγίων γιὰ ὁρισμένα ἀπὸ τα ἀρχαία, θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μεταφερθοῦν σε νέους χώρους φύλαξης, ἀσφαλεῖς ἀπὸ φωτιά καὶ βομβιστικές ἐπιθέσεις, σε κηρυγμένες «ἀρχαιολογικές πόλεις», οἱ ὁποῖες με διεθνεῖς συμβάσεις θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηριστοῦν ἱερὲς καὶ ἀπαραβίαστες. Καὶ ὑπέδειξε την περιοχή της Ἀκρόπολης ὥς μία ἀπὸ αὐτὲς. Ὡστόσο, ἡ πραγματικότητα διέλυσε τις ἐλπίδες καὶ τις λιγοστές ἀμφιβολίες γιὰ το ἐπερχόμενο κακό. Οἱ προετοιμασίες γιὰ την ἀντιμετώπιση του κινδύνου τῶν καταστροφῶν ἐντείνονταν με την πάροδο του χρόνου.


Στίς 18 Ἰουνίου 1940 ὁ ὑφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ἀνακοίνωσε με ἐμπιστευτικό του ἔγγραφο ὅτι «Ἀπὸ σήμερον ἀπαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικῶν ἀδειῶν, κατόπιν ἀποφάσεως του Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μῆνες μετά, ἡ Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία ἀντέδρασε ἀστραπιαία. Με ἔγγραφο της στὶς 11 Νοεμβρίου 1940 ποὺ ἀπεστάλη σε ὅλες τις τοπικές διευθύνσεις, ἐξέδωσε εἰδικές τεχνικές ὁδηγίες «διά την προστασίαν των ἀρχαίων τῶν διαφόρων μουσείων ἀπὸ τους ἐναερίους κινδύνους». Σε αὐτὲς προβλέπονταν δύο τρόποι ἀσφάλισης τῶν ὀγκωδῶν καὶ μὴ μετακινήσιμων ἐκθεμάτων. Ὁ πρῶτος ἦταν «διά της ἐπικαλύψεως του ἀγάλματος διά γαιοσάκκων, ἀφοῦ προηγουμένως τοῦτο περιβληθῆ δι' ἑνὸς ξυλίνου ἰκριώματος ἐπενδεδυμένου διά σανίδων ὡς το ὑπόδειγμα» καὶ ὁ δεύτερος, ποὺ προκρίθηκε ὥς ἀποτελεσματικότερος, με την κατάχωση τῶν ἀγαλμάτων ἐντὸς του δαπέδου της αἴθουσας ἡ στὴν αὐλὴ του μουσείου ἡ σε περιφραγμένες αὐλὲς καὶ ὑπόγεια δημόσιων ἱδρυμάτων. Ἡ μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα ἀγάλματα ἔπρεπε νὰ ἀποτεθοῦν στὸν πυθμένα του ὀρύγματος ποὺ ἦταν ἐπενδεδυμένο με ὁπλισμένο σκυρόδεμα, σε ὁριζόντια θέση (σὰν νεκρά σώματα σε τάφο), νὰ καλυφθοῦν με ἀδρανῆ ὑλικὰ καὶ το ὄρυγμα νὰ σφραγιστεῖ με πλάκα τσιμέντου. Γιὰ τα χάλκινα καὶ γιὰ τα πήλινα προβλεπόταν ἡ φύλαξη ἐντὸς κιβωτίων ἐπενδεδυμένων με κερόχαρτο ἡ πισσόχαρτο γιὰ τον φόβο της ὑγρασίας.


Στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο σήμανε συναγερμός. Με ὑπουργική ἀπόφαση συστάθηκε ἡ Ἐπιτροπή Ἀπόκρυψης καὶ Ἀσφάλισης τῶν ἐκθεμάτων του, με ἐπὶ κεφαλῆς τρεῖς Ἀρεοπαγῖτες καὶ μέλη τον γραμματέα της Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Γεώργιο Οἰκονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Ἀναστάσιο Ὀρλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινᾶτο, τους ἐφόρους Γιάννη Μηλιάδη καὶ Σέμνη Καροῦζου, την ἐπιμελητήρια Ἰωάννινα Κωνσταντίνου καὶ ὁρισμένους μηχανικούς καὶ ἀρχιτέκτονες του ὑπουργείου. Στὴν ὁμάδα προστέθηκαν καὶ ἐθελοντὲς, ὅπως ὁ διευθυντής του Αὐστριακοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου Otto Walter, ὁ Βρετανός ἀρχαιολόγος Allan Wace καὶ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Ἱακωβίδης, ποὺ ἦταν τότε πρωτοετής φοιτητής Ἀρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πρὶν νὰ δύσει ἡ σελήνη, συγκεντρώνονταν στὸ μουσεῖο ὅσοι εἶχαν ἀναλάβει την ἐργασία τούτη. Νύχτα ἔφευγαν το βράδυ γιὰ νὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά ἡ Σέμνη Καροῦζου. Ἡ φύλαξη τῶν γλυπτῶν γινόταν ἀνάλογα με το μέγεθος καὶ τὴ σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ παρατάσσονταν ὄρθια σε βαθιά ὀρύγματα ποὺ εἶχαν ἀνοιχτεῖ στὰ δάπεδα των βόρειων αἰθουσῶν του μουσείου, το ὁποῖο ἦταν, ἄλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στὸν μαλακό βράχο. Γιὰ την κάθοδο των ἀγαλμάτων στὰ ὀρύγματα χρησιμοποιήθηκαν αὐτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους ὁποίους χειρίζονταν ἀδιάκοπα οἱ τεχνῖτες του μουσείου. Τα ὀρύγματα, ποὺ ἔμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ὁμαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ἕνα σαστισμένο πλῆθος μορφῶν, σὰν αὐτὸ ποὺ εἰκονίζεται στὴν πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τις φωτογραφίες του ὁμώνυμου ἀρχείου του μουσείου. Ἀνάμεσα στὶς μορφές των ἀγαλμάτων, πού στέκονται ἀμήχανα στὸν νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ἕνας ἀπὸ τους ἀνώνυμους πρωταγωνιστές του Ἔπους της Ἀπόκρυψης. Ἕνας τεχνίτης του μουσείου ποὺ κοιτᾶ ἀφηρημένα τον φακό. Κι ἔτσι ὅπως συμμερίζεται την ἀβέβαιη μοῖρα τῶν ἡμερῶν, καταλήγει νὰ μὴν ξεχωρίζει ἀπὸ το πλῆθος τριγύρω. «Ἄν καμιά ζημιά δὲν ἔγινε στὰ μάρμαρα, παρόλες αὐτὲς τις μετακινήσεις, ὀφείλεται τοῦτο κυριότατα στὸ ὅτι προϊστάμενος του συνεργείου τῶν ἐργατῶν ἦταν τότε, ἑως καὶ στὰ πρῶτα χρόνια ὕστερ' ἀπὸ τον πόλεμο, ὁ παλαιός, ἔμπειρος καὶ ἀφοσιωμένος γλύπτης τῶν ἑλληνικῶν μουσείων Ἀνδρέας Παναγιωτάκης» ἀφηγεῖται ἡ Σέμνη Καροῦζου.


«Τον Ὀκτώβριο του 1940, ὅταν κηρύχθηκε ὁ πόλεμος, μόλις εἶχα ἐγγραφεῖ στὸ πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμᾶται σε συνέντευξή του ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Ἱακωβίδης. «Ἡ ἀπόκρυψη εἶχε ἴδη ἀρχίσει κι ἐγὼ προσέφερα την ἐθελοντική μου ἐργασία. Με ἔβαλαν σε μία ἀπὸ τις ἀποθῆκες, ὁποῦ υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ἦταν νὰ τυλίγω ταναγραῖες σε παλιές ἐφημερίδες καὶ με μεγάλη προσοχή νὰ τις τοποθετῶ στὰ κασόνια. Μετά, τὴ δουλειά συνέχιζε ἡ εἰδικὴ ἐπιτροπή πού εἶχε συσταθεῖ. Ὅλοι δουλεύαμε ἐναντία στὸν χρόνο, με τον φόβο της εἰσβολῆς τῶν Γερμανῶν, καὶ βέβαια με τεράστια προσοχή. Οἱ ταναγραῖες τυλίγονταν εὔκολα. Ὅμως τα ἀγγειά ἔσπαγαν ἀκόμα πιὸ εὔκολα... Ἡ δουλειά γινόταν στὰ ὑπόγεια του μουσείου. Τα ἀγάλματα τοποθετοῦνταν σὰν ἄνθρωποι σε διαδήλωση. Στὴ συνέχεια χυνόταν πάνω τους ἄμμος πού ξεχώριζε το ἕνα ἀπὸ το ἄλλο καὶ τα σκέπαζε καὶ ἀπὸ πάνω ἔπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα τῶν ἀπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια ἀπὸ ἄμμο. Με αὐτὸ τον τρόπο δὲν μποροῦσαν νὰ πάθουν τίποτε ἀπὸ ἀεροπορική ἐπιδρομή». Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα ἀγγεῖα καὶ τα εἰδώλια, καθώς καὶ με τα χάλκινα ἔργα, τοποθετοῦνταν στὶς ἡμιυπόγειες ἀποθῆκες της ἐπέκτασης του μουσείου, ποὺ εἶχε μόλις ὁλοκληρωθεῖ πρὸς την ὁδὸ Μπουμπουλίνας. Μετά τὴ συμπλήρωση τῶν χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την ὀροφὴ με στεγνή ἄμμο, προκειμένου νὰ ἀντέξουν τὴ διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της ὀροφῆς τους ἀπὸ ἐνδεχόμενο βομβαρδισμό. Ἕνα στιγμιότυπο αὐτῆς της ἐργασίας του ἐγκιβωτισμοῦ ἀποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τὴ μόνη ποὺ εἰκονίζει τους τεχνῖτες του μουσείου σε μία στιγμή ἀνάπαυλας νὰ κοιτοῦν ἀνέκφραστοι τον φακό, ἀνθρώπους ποὺ ἀναρωτιέται κανείς γιὰ την τύχη τους τους σκληρούς μῆνες της ἀθηναϊκῆς Κατοχῆς. Ἡ Σέμνη Καροῦζου διέσωσε το ὄνομα ἑνὸς ἀπὸ αὐτούς: «Σε ὅλη την ἐργασία του ξεριζώματος καὶ του ἐγκιβωτισμοῦ τῶν ἀρχαίων της Συλλογῆς Ἀγγείων καὶ Μικροτεχνημάτων πρωτοστατοῦσε ὁ μακαρίτης ἀρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ἕνας ἀπὸ τους τεχνῖτες ποὺ τόσα προσέφεραν καὶ προσφέρουν στὴν ἀνάδειξη καὶ την ἀσφάλεια τῶν ἀρχαίων». Ταυτόχρονα με τα ἀρχαία ἐγκιβωτίστηκαν καὶ οἱ πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφῆς καὶ τεκμηρίωσης τῶν ἀρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αὐτὰ παραδόθηκαν στὸν γενικό ταμία της Τράπεζας της Ἑλλάδος στὶς 29 Νοεμβρίου 1940. Στίς 17 Απριλίου 1941, στὸ κεντρικό κατάστημα της ἴδιας τράπεζας, ἀπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης καὶ παραλαβῆς των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά καὶ με τα ἄλλα πολύτιμα εὑρήματα τῶν Μυκηνῶν. Ἦταν ἡ πράξη του τέλους μιᾶς ἑξάμηνης ἐπιχείρησης ποὺ πέτυχε νὰ ἀσφαλίσει τον ἀμύθητο πλοῦτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Ἡ ὄψη του μουσείου τον Ἀπρίλη του 1941, γυμνωμένου ἀπὸ ὅλο το περιεχόμενό του, ἦταν μία εἰκόνα ἐρήμωσης. Οἱ τοῖχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλῶν αἰθουσῶν σκαμμένα, οἱ προθῆκες ἄδειες». Ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ ἀντίκρυσαν οἱ Γερμανοί ἀξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Ἀπριλίου. Της πρώτης μέρας της ἀθηναϊκῆς Κατοχῆς.


Στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν το μουσεῖο δὲν παρέμεινε ἔρημο. Καταλήφθηκε ἀπὸ δημόσιες ὑπηρεσίες. Στή μεγάλη Μυκηναία Αἴθουσα στεγάσθηκε ἡ Κρατική Ὀρχήστρα. Σε ἕνα μεγάλο μέρος της δυτικῆς πλευράς, δεξιά ἀπὸ την εἰσόδῳ, ἐγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομεῖο. Στίς αἴθουσες του πρώτου ὀρόφου ἐπὶ της ὁδοῦ Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οἱ ὑπηρεσίες του ὑπουργείου Πρόνοιας, ἐνῶ σε μία αἴθουσα του παλαιοῦ κτιρίου πρὸς την ὁδὸ Τοσίτσα ἐγκαταστάθηκε μία εἰδικὴ Ὑγειονομική Ὑπηρεσία, ἀπ' ὁπού «περνοῦσαν ὑποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναῖκες, ἀπόκληρες της κοινωνίας» ὅπως διασώζει ἡ Σέμνη Καροῦζου. Σε μία γωνιά του νέου κτιρίου ἔμεινε λιγοστός χῶρος γιὰ τα γραφεῖα τῶν ὑπαλλήλων του μουσείου, ὁποῦ συγκεντρώθηκε ἡ ἄχρηστη πιὰ σκεύη του, το πλῆθος τῶν ἄδειων προθηκῶν, ὁρισμένοι πίνακες της Ἐθνικῆς Πινακοθήκης καὶ τα Γενικά Ἀρχεῖα του Κράτους. Σε ἕνα ἀπὸ τα ὑπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων καὶ τῶν άρχαιολογικῶν ὑπαλλήλων, με τα πυκνά ἴχνη ἀπὸ τους καπνούς του νὰ παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεῖα της ὀροφῆς. Παρά την ἀπώλεια του χαρακτῆρα του, το κτίριο παρέμεινε ἀλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχῆς. Ὡς τις «ἡμέρες του δεκεμβριανοῦ ἐφιάλτη», ὅταν οἱ «πυροβολισμοί τῶν ἀεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του καὶ ἕνα τμῆμα του πρώτου ὀρόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ὁρισμένοι ἀπὸ τους διάτρητους ἀπὸ τις ὀβίδες τοίχους διατηροῦνται ἀκόμα καὶ σήμερα, μεταξύ των γραφείων ὁποῦ ἐργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Καὶ παρά τὴ μακρά καὶ ἐπίπονη ἀποκατάσταση του κτιρίου καὶ τῶν ἐκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ἦσαν πολλές οἱ κρυμμένες ἐκπλήξεις ποὺ ἔρχονταν σποραδικά στὸ φῶς. Ἀκόμα καὶ ἡ δεύτερη, ἐκ βάθρων ἀνακαίνισή του, ποὺ ὁλοκληρώθηκε πρόσφατα, ἦταν ἡ ἀφορμὴ νὰ ἀνακαλυφθοῦν καὶ ἄλλα ἀπὸ τα καλά θαμμένα μυστικά του. Νά ἦταν, ἄραγε, τα τελευταία; Ζῶντας καὶ δουλεύοντας κανείς ἀνάμεσά σε αὐτούς τους τοίχους, γνωρίζει πὼς δὲν του ἐπιτρέπεται νὰ διατυπώνει τέτοιες ἐκφράσεις χρονικῆς βεβαιότητας.




Από την προετοιμασία απόκρυψης των επιτύμβιων γλυπτών του Μουσείου. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου)




Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων







Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803.

.
Αποτέλεσμα εικόνας για θαμενα αγαλματα