Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἡ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἡ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Ἡ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ἡ μάχη του Μαραθῶνα, ποὺ κατά πᾶσα πιθανότητα διεξήχθη την 11η Σεπτεμβρίου του ἔτους 490 π.Χ., ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπὸ συνολικά τρεῖς μάχες, ὁποῦ οἱ Ἀθηναῖοι νίκησαν τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό καὶ το ναυτικό τῶν Περσῶν, με μικρή μόνον ὑποστήριξη ἀπὸ ἄλλες ἑλληνικές πόλεις. Με τις νῖκες αὐτὲς ἀναχαιτίστηκε ἡ πρώτη ἀπόπειρα μίας φιλόδοξης ἀσιατικῆς εἰσβολῆς στὴν Εὐρώπη καὶ συγχρόνως τέθηκαν τα θεμέλια γιὰ την ἀναπτύξῃ της Ἀθήνας ὡς κυρίαρχης δύναμης. Ἡ μάχη του Μαραθῶνα ὑπῆρξε, σχετικά με το ἀποτέλεσμα της, ἡ πιὸ ἀσήμαντη, ἐπειδὴ δὲν ὁδήγησε σε καμιά πολιτική ἀπόφαση.
Χρονογράφος της εἶναι ὁ Ἡρόδοτος, ποὺ περιγράφει τα γεγονότα με πατριωτικό ὕφος. Ὅταν ἔγραψε την ἱστορία του, εἶχαν περάσει ἤδη πάνω ἀπὸ 40 χρόνια ἀπὸ τῇ μάχη καὶ στὸν ἑλληνικό κόσμο εἶχαν ἐπέλθει τεράστιες ἀλλαγὲς. Ὁ Μιλτιάδης, ἕνας ἀπὸ τους «πατέρες της νίκης», εἶχε πεθάνει καὶ δὲ γνωρίζουμε ἄν ὁ Ἡρόδοτος κατόρθωσε νὰ μιλήσει με αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ εἶχαν λάβει μέρος στὴ μάχη.
Μετά ἀπὸ 560 χρόνια, ὁ Παυσανίας μπόρεσε νὰ θαυμάσει καὶ νὰ περιγράψει το μνημεῖο της μάχης την Ποικίλη Στοά καὶ νὰ ἀναφέρει ὅτι «στὸ πεδίο της μάχης ἀκούγονταν κάθε νύχτα χρεμετίσματα ἵππων καὶ ἄνδρες νὰ μάχονται» τον Μαραθῶνα.


ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Ὑπάρχουν πολλές ἀπόψεις πάνω στὸ ρώτημα: «Γιατί οἱ Πέρσες ἐπιτέθηκαν κατά της Ἑλλάδας, ποῖος ἦταν ὁ σκοπός τους, πού ἐπέβλεπαν;»


Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Πέρσες ἤθελαν νὰ ἐκδικηθοῦν τους Ἀθηναίους καὶ τους κατοίκους της Ἐρέτριας ποὺ βοήθησαν τους Ἴωνες, γι’ αὐτὸ εἶχαν χωρίσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στὰ δύο, με σκοπό ἕνα τμῆμα του στρατοῦ νὰ ἀποτάξει την Ἐρέτρια καὶ το ἄλλο νὰ χρησιμοποιήσει τον Μαραθῶνα ὡς τόπο στάθμευσης, γιὰ νὰ συγκρατεῖ τους Ἀθηναίους. Ἡ ἔξοδος τῶν Ἀθηναίων πρὸς τον Μαραθῶνα ἔγινε μόλις ἔπεσε ἡ Ἐρέτρια, ὅταν δηλαδή οἱ Ἀθηναῖοι δὲν εἶχαν νὰ πολεμήσουν με τις ἑνωμένες δυνάμεις τῶν Περσῶν. Ἥ ἐξήγηση αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ὀφθαλμοφανής, ἀλλὰ δὲν στηρίζεται σε ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος, οὔτε βέβαια καὶ σε καμιά ἄλλη ἀρχαία μαρτυρία.
Ἄς ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ συμμετοχή τῶν Ἑλλήνων της κυρίως Ἑλλάδας στὴν ἐξέγερση τῶν Ἰώνων της Μ. Ἀσίας ἦταν ἀσήμαντη καὶ δὲν ἀποτελοῦσε αἰτία γιὰ την περσική ἐπίθεση. Θά μποροῦσε νὰ σταθεῖ μόνο ὡς ἀφορμὴ. Ἡ Σπάρτη, ἐπίσης, ἀρνήθηκε νὰ ὑποστηρίξει τους Ἴωνες λόγῳ του κινδύνου σύγκρουσης με το Ἀργὸς, ἀλλὰ καὶ γιατί δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ ὑπερπόντιες ἐπιχειρήσεις. Ἡ Ἀθήνα, ὡστόσο, ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀδιαφόρησε, γιατί ἡ πολιτική της κατάσταση ἦταν ἀσταθὴς. Ἐκεῖ ἀντιμάχονταν δύο ἀντίπαλος παρατάξεις, τῶν Ἀλκμαιωνιδών καὶ τῶν τυραννόφιλων.


Κατά τον Ἡρόδοτο, ὁ Δαρεῖος με τους Πέρσες ἀναλαμβάνει τον πόλεμο γιὰ τρεῖς λόγους:
Α) Γιὰ νὰ τιμωρήσουν τους Ἀθηναίους καὶ τους κατοίκους της Ἐρέτριας, ποὺ πῆραν μέρος στὴν Ἰωνική ἐξέγερση.
Β) Γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν ξανά τους Πεισιστρατίδες τυράννους στὴν Ἀθήνα, καὶ
Γ) Ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες δὲν εἶχαν δώσει «γῆ καὶ ὕδωρ» (Ἡρόδοτος 6,94), γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν.


Ὁ τελευταῖος λόγος δικαιολογεῖ την ἄποψή του Ἡρόδοτου ὅτι ἡ ἐκστρατεία ἔγινε καὶ ἐναντίον της Σπάρτης, γνώμη ποὺ την βεβαιώνει μετά τὴ νίκη στὸν Μαραθῶνα. Οἱ Ἀθηναῖοι, κατά τον Ἡρόδοτο, ἔσωσαν την Ἑλλάδα ἀπὸ την περσική σκλαβιά, γεγονός ποὺ τους ἀνέδειξε σε ἡγετική θέση μεταξύ τῶν Ἑλλήνων (Ἡρόδοτος 9,27). Ὁ Ἡρόδοτος δίνει ἐδῶ την πρωτοπορία πάλι στὴν ἀττικὴ ἀρχὴ. Ἀλλὰ, ὅταν αὐτὸς ἔγραφε, οἱ Ἕλληνες ἀντίπαλοι της Ἀθήνας δὲν εἶχαν ἀναγνωρίσει οὔτε την ἡγεμονία της οὔτε την πανελλαδική ἀξία τῶν Ἀθηναίων στὴ μάχη του Μαραθῶνα.
Ἄλλοι ἐρευνητές καλύπτουν τους μέτριους στόχους της ἐκστρατείας του Δάτη κάτω ἀπὸ την ἔκφραση του Delbrück «ἱστορικός-πολεμικές διεργασίες», ὁ ὁποῖος τόνισε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν ποτέ οἱ Πέρσες νὰ καταστρέψουν τῇ Βαλκανική με ἕνα ἐκστρατευτικό σῶμα μερικῶν χιλιάδων ἀντρῶν. Γιὰ τον Wilcken ὁ Δαρεῖος δὲν σκεφτόταν μία ὑποταγή ὅλης της Ἑλλάδας. Σύμφωνα με την ἄποψη του Beloch, οἱ Πέρσες ἐνδιαφέρονταν νὰ σύρουν την Ἀθήνα καὶ την Ἐρέτρια σε λογοδοσία γιὰ την ὑποστήριξη πού εἶχαν δώσει στὴν Ἰωνική ἐξέγερση.
Ἄλλοι νεότεροι μελετητές, τοποθετοῦν πρὶν την περσική ἐπέμβαση τις διαμάχες της ἀριστοκρατίας, δηλαδή τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν οἰκογενειῶν τους. Ὁ Ehrenberg λέει ὅτι σχηματίστηκε μία φιλοπερσική ἀριστοκρατική κοινοβουλευτική παράταξη, πού ὑποσχόταν την ἐπιστροφή τῶν Πεισιστρατιδών, καὶ ἐναντίον της ὁποίας ἦταν ὁ Μιλτιάδης, ποὺ το 493 π.Χ. ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τους Πέρσες ἀπὸ τις κτήσεις του στὴ Θράκη καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα. Ἡ παράταξη των τυραννόφιλων πρέπει νὰ ἦταν ἰσχυρή, στὸ διάστημα των 90 ἐτῶν ποὺ κυβέρνησε την Ἀθήνα καὶ αὐτὸ ἀκριβὸς δείχνει ἡ ἐκλογὴ του Ἵππαρχου σε ἄρχοντα το 496 π.Χ. ἀπὸ την οἰκογένεια των Πεισιστρατιδῶν και την καταδίκη του τραγικοῦ ποιητή Φρύνιχου (492), ποὺ περιέγραψε την πτώση της Μιλήτου ὡς ἀθηναϊκό δυστύχημα. Στὴ φιλοπερσική αὐτὴ παράταξη φαίνεται νὰ ἀνήκουν καὶ οἱ Αλκμαιωνίδες, στοὺς ἀντιπάλους τῶν ὁποίων ἀνῆκε πιθανῶς ὁ Θεμιστοκλῆς. Δὲν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀριστοκρατία στὴν Ἀθήνα θὰ μποροῦσε νὰ στηρίξει με ἀλλὰ μέσα την ἐπέμβαση του Δάτη. Θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανείς ὅτι οἱ φίλοι τῶν Περσῶν στὴν Ἀθήνα ἤθελαν νὰ την καταλάβουν, καθώς πλησίαζε ὁ στόλος τῶν Ἀχαιμενιδών στὴν πόλη. Ὅπως ἐξήγησε ὁ Schachermeyr, ἡ πορεία του στόλου ἀπὸ την Ἀσία στὴν Ἑλλάδα συνέβη ξαφνικά, ἀργὰ καὶ με διάφορους σταθμούς, γιὰ νὰ δώσουν χρόνο στὶς προσκείμενες στοὺς Πέρσες παρατάξεις νὰ ἀνατρέψουν το ὑπάρχον καθεστώς. Αὐτὴ ἡ πολιτική φαίνεται νὰ ἐμφανίζεται στὴν Ἐρέτρια, ὁποῦ οἱ φίλοι των Περσῶν εἶχαν ἐπικρατήσει με την προσόρμιση τοῦ περσικοῦ στόλου. Στήν Ἀθήνα, ὅμως, ὁ Μιλτιάδης ματαίωσε τα σχέδια ἐκκαθάρισης τῶν φίλων τῶν Περσῶν με την ὀνομαστική ἀπόφαση στὴν ἐκκλησία του δήμου, με την ὁποῖα ὁ ἀγῶνας ἔβγαινε ἀπὸ τα τείχη της Ἀθήνας.

Ὅταν ὁ περσικός στόλος προσορμίστηκε στὸν Μαραθῶνα, κοντά στὴν κτηματική περιουσία των Πεισιστρατιδῶν καὶ στὴν Ἀθήνα δὲν ἔγινε καμιά πολιτική ἀνατροπή ὑπέρ της περσικῆς παράταξης, ὁ περσικός στόλος ἔπλευσε, μετά ἀπὸ κάποια ἀναμονὴ, ἐναντίον της Ἀθήνας. Προηγουμένως ὅμως οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἐκδιώξει πρὸς τὴ θάλασσα τις ἔκπληκτες καὶ πανικόβλητες περσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Με τὴ νίκη τους αὐτὴ οἱ Ἀθηναῖοι ἐμπόδισαν την ἐπιστροφή τῶν Πεισιστρατιδῶν στὴν Ἀθήνα, την ὁποία σκόπευαν οἱ Πέρσες.

Ἡ ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ

Το 490 π.Χ., λίγα χρόνια μετά την ἀποτυχία της ἰωνικῆς ἐξέγερσης, 600 περσικές τριήρεις καὶ μεταγωγικά πλοῖα γιὰ το ἱππικό συγκεντρώθηκαν στὴν Κιλικία, ἐνῶ ἡ μάχιμη δύναμή του ὑπολογίζεται σε 90.000 ἄντρες. Στόχος της εἰσβολῆς καὶ της ἐπιχείρησης του περσικοῦ στόλου, πού πιθανόν ἀπέπλευσε μετά τις ἀνοιξιάτικες καταιγίδες, ὑπὸ τὴ διοίκηση τῶν στρατηγῶν, Δάτη καὶ Ἀρταφέρνη, ἦταν ἡ Ἐρέτρια καὶ ἡ Ἀθήνα. Ὁ Πέρσης βασιλιάς Δαρεῖος ἦταν ἐκνευρισμένος, ἐπειδὴ οἱ δύο πόλεις εἶχαν ὑποστηρίξει σθεναρά τους Ἴωνες στὴν ἐξέγερση τους, στέλνοντας πλοῖα. Τώρα ἦταν ἡ ὥρα της ἀνταπόδοσης καὶ θὰ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα μία ἀπὸ τις πιὸ διάσημες μάχες στὴν ἑλληνική ἱστορία: τὴ μάχη του Μαραθῶνα.

Οἱ μάχιμες περσικές δυνάμεις πρέπει νὰ ἦταν ἐντυπωσιακές. Οἱ περισσότερες Κυκλάδες δήλωσαν ὑποταγή καὶ τα στρατεύματα κατόρθωσαν νὰ ἀποβιβαστοῦν ἀνενόχλητα στὴν Εὔβοια, ὁποὺ ἡ Ἐρέτρια καταλήφθηκε πολύ γρήγορα λόγῳ προδοσίας. Οἱ κάτοικοι αἰχμαλωτίστηκαν, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ την πόλη καὶ μεταφέρθηκαν γιὰ ἐγκατάσταση στὰ Σοῦσα.


ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Με τὴ συμβουλή του Ἱππία, ὁδηγοῦ της περσικῆς στρατιᾶς, ὁ ὁποῖος προοριζόταν νὰ διοικήσει, μετά την ἐπικράτηση τῶν Περσῶν ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, την Ἀθήνα ὡς τύραννος με περσική ἐποπτεία, τα στρατεύματα ἀποβιβάστηκαν στὴν πεδιάδα του Μαραθῶνα. Ὁ στόλος πρέπει νὰ ἀγκυροβόλησε στὴν ἀνατολική ἄκρη του κόλπου, κοντά στὴν Κυνόσουρα, ὅπου στρατοπέδευσε καὶ το πεζικό. Μία μικρή λίμνη τροφοδοτοῦσε με πόσιμο νερό τον στρατό καὶ τα ἄλογα. Ἡ πλατιά πεδιάδα ἦταν ἐπίσης κατάλληλη καὶ γιὰ τις ἀσκήσεις του ἱππικοῦ. Ἐπιπλέον, η πεδιάδα τοῦ Μαραθῶνα εἶχε καὶ καλή ὁδικὴ σύνδεση με την Ἀθήνα, πρᾶγμα σημαντικό γιὰ τις κινήσεις μίας μεγάλης στρατιᾶς. Ὁ Ἱππίας σίγουρα ἐπέλεξε τὴ συγκεκριμένη τοποθεσία μετά ἀπὸ ὥριμη σκέψη. Οἱ γεωργοί της περιοχῆς αὐτῆς θεωροῦνταν ἰδιαίτερα φιλικοί πρὸς τους τυράννους. Ἡ ἀνάμνηση του Πεισίστρατου, ποὺ καὶ αὐτὸς ἀποβιβάστηκε ἐδῶ με στρατό μισθοφόρων το 530 π.Χ., ἦταν ἀσφαλῶς ζωντανή στὴ μνήμη τους. Οἱ Πέρσες δὲν ἀντιμετώπισαν ἀντίσταση, κατόρθωσαν νὰ ἀποβιβαστοῦν με την ἡσυχία τους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦνε γιὰ την ἐπιθέσει ἐναντίον της Ἀθήνας.


Ἡ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ἈΘΗΝΑ

Γιὰ τοὺς Ἀθηναίους, ἡ κατάσταση εἶχε πάρει ἐπικίνδυνες διαστάσεις. Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ὅτι ἔστειλαν τον δρομέα-κήρυκα Φειδιππίδη στὴ Σπάρτη γιὰ νὰ ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. Αὐτὸς κάλυψε την ἀπόσταση των 220 χιλιομέτρων μέσα σε δύο μέρες. Οἱ ἀγγελιαφόροι αὐτοί, ἕνας ἀπὸ τους ὁποίους ἦταν καὶ ὁ Φειδιππίδης, εἶχαν εἰδικὴ ἐκπαίδευση καὶ μποροῦσαν νὰ τρέξουν ἀπόσταση 100 χιλιομέτρων σε μιὰ μέρα. Ἡ Σπάρτη, μᾶλλον, ὑποσχέθηκε την ὑποστήριξή της, ἀλλὰ θρησκευτικοί ἡ λόγοι ἐσωτερικῆς πολιτικῆς ἐμπόδισαν τους Σπαρτιᾶτες νὰ στείλουν ἀμέσως στρατεύματα. Συνεπῶς, ἡ Ἀθήνα ἦταν ἀναγκασμένη νὰ βασιστεῖ στὶς δικές της δυνάμεις. Βοήθεια ἦρθε μόνο ἀπὸ την πόλη της Βοιωτίας, τις Πλαταιές. Μαζί με τα στρατεύματα αὐτὰ, οἱ μάχιμες δυνάμεις τῶν Ἀθηναίων πρέπει νὰ ἔφταναν περίπου τους 8.000 ἄντρες. Ἡ πόλη ὅμως δὲν δεχόταν μόνο ἐξωτερική ἀπειλῆ. Καὶ μέσα στὰ τείχη ὑπῆρχε ἰσχυρή τυραννόφιλη φατρία, ποὺ περίμενε μία ἀποδυνάμωση τῶν δημοκρατικῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ ἀκαταλάβει την ἐξουσία.

Παρά τὴ συγκεκριμένη ἀνασφάλεια καὶ τὴ σχετική ἀσφάλεια ποὺ πρόσφεραν τα τείχη της πόλης, τα ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν τους Πέρσες καὶ νὰ περιμένουν την ἀφίξη τῶν Σπαρτιατῶν, οἱ Ἀθηναῖοι, με πρόταση του Μιλτιάδη στὴν ἐκκλησία του δήμου, ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ σχετική ἀσφάλεια τῶν τειχῶν καὶ νὰ βαδίσουν κατά τοῦ ἐχθροῦ, γιὰ νὰ ἀναχαιτίσουν την περσική προέλαση πρὸς την Ἀθήνα. Οἱ Ἀθηναῖοι, σε γενικές γραμμές, ἀξιολόγησαν σωστά τὴ σοβαρότητα της κατάστασης. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἀποφασίστηκε ἡ ἀπελευθέρωση τῶν σκλάβων ποὺ μποροῦσαν νὰ πολεμήσουν καὶ σε ὅσους θὰ ἔπεφταν στὴ μάχη θά ἀποδίδονταν οἱ ἴδιες τιμές με ἐκεῖνες τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν. Αὐτὸ το κομμάτι του πληθυσμοῦ πρέπει νὰ εἶχε γίνει ἡ κύρια δύναμη του στρατοῦ, ἀπὸ την ἐποχῆ του Κλεισθένη.


ΟἹ ἈΘΗΝΑΙΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Οἱ Ἀθηναῖοι ὁπλῖτες καὶ οἱ ὑποστηρικτές τους, οἱ Πλαταιεῖς, βάδισαν πρὸς τον Μαραθῶνα. Γιὰ την πορεία αὐτὴ ὑπῆρχαν δύο δρόμοι διαθέσιμοι. Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ κύρια ὁδὸς μέσῳ της Παλλήνης, ποὺ περνᾶ ἀπὸ τὴ ΝΑ πλευρά της Πεντέλης καὶ καταλήγει στὴν πεδιάδα τοῦ Μαραθῶνα, καὶ ὁ δεύτερος ἦταν ἡ συντομότερη ὁδὸς μέσῳ Κηφισιάς, στὶς ΒΔ πλαγιές της Πεντέλης, ποὺ ἦταν καὶ ἡ πιὸ δύσκολη. Γιὰ ἕνα μεγαλύτερο στράτευμα μοναδική ἐπιλογή ἦταν ἡ κύρια ὁδὸς. Φτάνοντας στὸν Μαραθῶνα, οἱ Ἀθηναῖοι πῆραν θέσεις στὴ ΒΔ πλαγιά του λόφου Αγριλίκι, τμῆμα της Πεντέλης.
Ἡ θέση αὐτὴ εἶχε ἐπιλεγεῖ μετά ἀπῶ ὥριμη σκέψη, καθώς τους ἐπέτρεπε νὰ ἐλέγχουν τον δρόμο πρὸς την Ἀθήνα καὶ, ἂν ἦταν ἀνάγκη, νὰ τον ἀποκλείσουν. Ἡ δίοδος ἐδῶ, μεταξύ βουνοῦ καὶ ἑλώδους πεδιάδας, ἦταν σχετικά στενή. Παράξενο φαίνεται ὅτι το στρατόπεδο των Περσῶν ἔμεινε προφανῶς ἀνοχύρωτο, δηλαδή χωρίς τάφρους καὶ ἀναχώματα. Προκαλεῖ μεγάλη ἐκπλήξη ἡ ἀπουσία ἀκόμα καὶ της πιὸ βασικῆς ὀχύρωσης, ἀφοῦ ὁ Δάτις καὶ ὁ Ἀρταφέρνης ἦταν πεπειραμένοι στρατηγοί, ἀλλὰ εἶχαν στὴ διάθεσή τους καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ὀχυρωματικά ἔργα.

ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Ἡ πεδιάδα του Μαραθῶνα, ποῦ βρίσκεται 40 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Ἀθήνας, ἔχει σήμερα μῆκος περίπου 10 χιλιόμετρα καὶ πλάτος 2-3 χιλιόμετρα καὶ ἐκτείνεται ἀπὸ το ἀκρωτήριο της Κυνόσουρας στὸ Βορρᾶ μέχρι το ἀκρωτήριο Κάβο στὸ Νότο, σε σχῆμα μισοφέγγαρου γύρω ἀπὸ τον κόλπο του Μαραθῶνα. Πρὸς την μεριά της στεριᾶς ἀπομονώνεται ἀπὸ λόφους. Ὁ πιό βόρειος λόφος, το Σταυροκοράκι, χωρίζεται ἀπὸ το Κοτρώνι ἀπὸ την κοίτη της ρεματιᾶς Χαράδρα. Το ρέμα ἔρχεται ἀπὸ τὴ λίμνη του Μαραθῶνα καὶ διαρρέει το σημερινό χωριό τοῦ Μαραθῶνα με κατεύθυνση πρὸς τὴ θάλασσα. Οἱ γεωλόγοι ὑποθέτουν ὅτι στοὺς κλασικούς χρόνους στὴν πεδιάδα ὑπῆρχε νέα μικρό ἐμπόδιο στὴ ρεματιά. Ἀνάμεσα στὸ Κοτρώνι καὶ τον Ἀφορισμό ἐκτείνεται ἡ κοιλάδα της Αὑλώνας καὶ κοντά στὸ χωριό Βρανά (πιθανόν το χωριό Μαραθῶνας της κλασικῆς ἐποχῆς), ἡ κοιλάδα καταλήγει στὸ φαράγγι της Ραπεντόζας, ποὺ ἐκτείνεται πρὸς το Βορρᾶ, ΒΑ ἀπὸ τόν οἰκισμό Ραπεντόζα, ἀνάμεσα στὸ λόφο Ἀφορισμό καὶ το Ἀγριλίκι, το νοτιότερο φυσικό φράγμα της πεδιάδας.
Στὰ βόρεια της πεδιάδας βρίσκεται το «Μέγα Ἕλος» (σήμερα ὑπάρχουν ἐκεῖ ἀρδευτικά κανάλια), που ἐκτείνεται ἀπὸ το Σταυροκοράκι μέχρι τους πρόποδες της Κυνόσουρας, ὁποῦ τελειώνει στὴ μικρή ἁλμυρὴ λίμνη Δρακονέρα. Το «Μικρό Ἕλος» βρισκόταν στὸ νότιο ἄκρο καὶ μᾶλλον σχηματίστηκε μετά τους κλασικούς χρόνους. Σήμερα ἕνα τμῆμα του ἔχη ἀποξηρανθεῖ.

Η ΜΑΧΗ

Οἱ Ἕλληνες, βλέποντας τον περσικό στόλο ἐξῶ ἀπὸ την ἀκτῆ, ἕτοιμο νὰ μεταφέρει στρατεύματα γιὰ νὰ ἐπιτεθοῦν στὴν Ἀθήνα, ἀναπτύσσονται καὶ σχηματίζουν μία ἀμυντική γραμμή στὴ στενή κοιλάδα, ἀνάμεσα στοὺς λόφους Αγριλίκι (πρὸς Νότο) καὶ Κοτρώνι (πρὸς Βορρᾶ). Τα στρατεύματα ἀπεῖχαν το ἕνα ἀπὸ το ἄλλο μερικά χιλιόμετρα, ἐνῶ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἵ Πλαταιεῖς, ἀπὸ τις θέσεις τους, ἐπόπτευαν ὄχι μόνο ὁλόκληρη την πεδιάδα, ἀλλὰ εἶχαν καῆ τον ἔλεγχο της μοναδικῆς ὀρεινῆς ὁδοῦ. Το στρατόπεδό τους πρέπει νὰ ἦταν κοντά στὸ σημερινό χωριό Βρανά (ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται το ἐκκλησάκι του Ἄγ. Δημητρίου), ἐνῶ το περσικό στρατόπεδο ἴσως βρισκόταν κοντά στὴ σημερινή ἐκκλησία της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας.
Οἱ Πέρσες κινήθηκαν ἀρκετὲς φορές γιὰ νὰ ἀπομακρύνουν τους Ἕλληνες ἀπὸ τις θέσεις τους, ἀλλὰ ὁ Μιλτιάδης καὶ ὁ ἀρχιστράτηγός τους, ὁ Καλλίμαχος, δὲν ξανοίγονταν (ἀκόμα) σε μάχη, μία κατάσταση ποὺ πρέπει νὰ κράτησε ἀρκετές ἡμέρες.
Ἡ ἐξέλιξη της κυρίως μάχης εἶναι ἄγνωστη καὶ οἱ πηγές ἀντιφάσκουν. Ἄν καὶ ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐπιτίθονταν τρέχοντας, σύμφωνα με σημερινά στοιχεῖα οἱ Πέρσες ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἀποζητοῦσαν τὴ μάχη. Ἀφορμὴ φαίνεται ὅτι ἦταν ἡ αὐξανόμενη ἔγνοια του Δάτη γιὰ την ἄφιξη τῶν σπαρτιᾶτικων δυνάμεων καὶ τὴ σημαντική ἐνίσχυση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατεύματος. Ἡ ἀνησυχία αὐτὴ δὲν ἀπεῖχε ἀπὸ την πραγματικότητα. Μπορεῖ οἱ 2.000 Σπαρτιάταις νὰ μὴν μπόρεσαν νὰ φτάσουν ἐγκαίρως στὸν Μαραθῶνα (κάλυψαν την ἀπόσταση μέσα σε τρεῖς μέρες), ὅμως πρόλαβαν τα ἴχνη της μάχης καὶ τους ἀκόμα ἄταφους νεκρούς Πέρσες.
Ἡ παραπέρα ἐξέλιξη της μάχης πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἐξῆς: Ὅταν ὁ Δᾶτις κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ παρασύρει τους Ἀθηναίους σε ἀνοιχτή μάχη στὴν πεδιάδα, καὶ ἀποφάσισε νὰ ὑποχωρήσει, ἐπιδιώκοντας προφανῶς νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπεύθείας στὴν Ἀθήνα. Ἐπειδή ἡ ὁδὸς ἀπὸ την ξηρά ἦταν ἀποκλεισμένη, ἀπέμενε μόνο ἡ θαλάσσια ὁδὸς με τον περίπλου του ἀκρωτηρίου Σουνίου.
Ἡ ἐπιβίβαση του περσικοῦ Ἱππικοῦ καὶ τῶν ὁπλιτῶν με βαρύ ὁπλισμὸ χρειάστηκε νὰ διασφαλιστεῖ με την ὑποστήριξη του πεζικοῦ, ἐνῶ οἱ τοξότες ἀνέλαβαν νὰ κρατήσουν σε ἀπόσταση τους Ἀθηναίους. Το σχέδιο φαινόταν νὰ ἐφαρμόζεται, καθώς οἱ Ἀθηναῖοι ἀπέφευγαν τὴ μάχη, ὅπως καὶ τις προηγούμενες ἡμέρες. Ὅταν, λοιπόν, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου, το περσικό πεζικό κατεβαίνει ἀπὸ τα πλοῖα καὶ κινεῖται γιὰ ἀντιπερισπασμό πρὸς τους Ἕλληνες με τρόπο ἐπιθετικό, ὅπως καὶ τις προηγούμενες μέρες, ὁ Μιλτιάδης κι ὁ Καλλίμαχος μπαίνουν στὴ μάχη, με νέα πολύ καλά προετοιμασμένο σχέδιο.
Με ἰδιαίτερα ἐνισχυμένες παρατάξεις, στὸ ἕνα ἄκρο οἱ Πλαταιεῖς, στὸ ἄλλο ὁ Καλλίμαχος καὶ ἕνα κέντρο κάπως «ἀδύναμο», ἡ φάλαγγα τῶν Ἑλλήνων κινεῖται ἐναντίον τῶν Περσῶν. Μόλις φτάνουν σε ἀπόσταση προσιτή στοὺς τοξότες, οἱ ἐπιτιθέμενοι Ἕλληνες ἐπιταχύνουν το ρυθμό τους, γιὰ νὰ μειώσουν τις ἀπώλειές τους ἀπὸ τα βέλη ποὺ ἐκτοξεύονταν. Ἐκεῖ ποὺ ἀργότερα ὑψώθηκαν οἱ τύμβοι, τα δύο στρατεύματα συγκρούονται με πρωτοφανῆ ὁρμὴ. Ἡ τεράστια περσική δύναμη πέφτει πάνω στοὺς Ἀθηναίους. Ἄν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀντιστέκονται γενναία, το κέντρο της ἀμυντικῆς τους γραμμῆς ἀρχίζει νὰ ὑποχωρεῖ. Οἱ Πέρσες πιέζουν πρὸς τα ἐμπρὸς. Πρόκειται ὅμως γιὰ παγίδα.
Ἐνῶ το κέντρο τῶν Ἑλλήνων ὑποχωρεῖ, τα ἐνισχυμένα πλάγια παραμένουν ἰσχυρὰ. Καθώς οἱ Πέρσες πιέζουν κι ἄλλο πρὸς την κοιλάδα, ὁ ἑλληνικός στρατός ἐφαρμόζει μία κυκλωτική κίνηση («τανάλιας»), πού ἐνισχύθηκε καὶ με την κατάρρευση του κέντρου της φάλαγγας. Οἱ Ἕλληνες σπρώχνουν τους Πέρσες πρὸς τα μέσα καὶ τους περικυκλώνουν ἀπὸ τρεῖς μεριές.
Στόν ὁπλισμὸ οἱ Πέρσες ἦταν σαφῶς κατώτεροι ἀπὸ τους Ἕλληνες. Τόξα καὶ βέλη ἀχρηστεύθηκαν καὶ τους ἀπέμειναν μόνον τα κοντά ἀκόντια καὶ οἱ κυρτές σπάθες. Ἔτσι ὁ δερμάτινος ἀμυντικός ἐξοπλισμός καὶ τα σαρίκια ἦρθαν ἀντιμέτωπα με ἀσπίδες, μακρά ἀκόντια, βαριά σπαθιά, κράνη καὶ θώρακες.
Οἱ Πέρσες δὲν μποροῦν νὰ κάνουν ἑλιγμούς καὶ εἶναι μιά μάχη ἐκ του συστάδην, ποὺ μετατρέπεται σε ἀπόλυτη σφαγή. Μεταξύ τῶν Περσῶν ἐπικρατεῖ πανικός, γιατί φοβοῦνταν ὅτι τα πλοῖα θὰ ἀπέπλεαν χωρίς αὐτούς. Στὸν πανικό της φυγῆς πολλοί κατευθύνθηκαν στὸ «Μέγα Ἕλος», καθώς δὲν ὑπῆρχε ὀχυρωμένο στρατόπεδο, ὁποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνασυνταχθοῦν. Ὅταν οἱ Πέρσες ὑποχωροῦν πρὸς την παραλία, οἱ Ἕλληνες στρατηγοί ἀποφασίζουν νὰ ρισκάρουν. Το ἑλληνικό πεζικό ἐπιτίθεται καὶ πέφτει πάνω στὸ περσικό πεζικό ποὺ ἐπέμεινε. Τους σπρώχνει πίσω πρὸς την παραλία κι αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ ἀνέβουν στὰ πλοῖα τους. Καθώς αὐτοὶ σκαρφαλώνουν, το ἑλληνικό πεζικό τους σκοτώνει.
Οἱ 6.400 νεκροί Πέρσες εἶναι σίγουρα ἀριθμὸς ὑπερβολικός, ἄν συγκριθεῖ με τους 192 Ἕλληνες νεκρούς. Ἀντίθετα, ὁ μικρός ἀριθμὸς τῶν 7 αἰχμαλωτισμένων πλοίων εἷναι ρεαλιστικός καὶ ἐπιβεβαιώνει το γεγονός ὅτι το μεγαλύτερο μέρος του στόλου πρέπει ἤδη νὰ βρισκόταν σε ἀπόσταση ἀσφαλείας, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔφτασαν τις περσικές δυνάμεις.
Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι ὁ Δᾶτις, ὡς «ἡγέτης της ἐπιχείρησης, εἶχε φροντίσει γιὰ τακτική διαβίβαση του μεγαλύτερου μέρους του περσικοῦ πεζικοῦ, ὅπως καὶ γιὰ τον ἀπόπλου του μεγαλύτερου μέρους του στόλου», ὅπως γράφει ο Bengtson. Ὅμως, ἡ ὑποχώρηση δὲν ὀργανώθηκε στὴ διάρκεια της μάχης, ὅταν διαφαινόταν ἤδη ἡ ἧττα των Περσῶν, ἀλλὰ πολύ πρίν.
Σχετικά με αὐτὸ, μιά ἐκφράση του Λεξικοῦ Σούδα (10ος αἰῶνας μ.Χ.), στὸ ὁποῖο συνήθως δίνεται ἐλάχιστη σημασία ἀπὸ τους ἐπιστήμονες, μου φαίνεται ἀξιόλογη. Κάτω ἀπὸ το λῆμμα «Χωρίς ἱππεῖς» ἀναφέρεται: «Οἱ ἱππεῖς ἀναχώρησαν. Ὅταν ο Δᾶτις κατέρρευσε καὶ ἦταν ἕτοιμος γιὰ ἀναχώρηση, οἱ Ἴωνες ἀνέβηκαν στὰ δέντρα κι ἔδοσαν στοὺς Ἀθηναίους σῆμα ὅτι το ἱππικό εἶχε φύγει. Κι ὅταν ὁ Μιλτιάδης το ἀντιλήφθηκε, ἐξαπέλυσε ἐπιθέση καὶ ἔτσι νίκησε».


Ὁ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Μετά το τέλος της πολύωρης μάχης, οἱ Ἕλληνες ἔστειλαν στὴν Ἀθήνα ἕνα δρομέα-κήρυκα γιὰ νὰ φέρει την εἴδηση της νίκης. Ἔτσι, ἕνας ὁπλίτης, κουβαλῶντας τον ὁπλισμὸ του, ἔτρεξε μέχρι την Ἀθήνα γιὰ νὰ φέρει τα νέα της νίκης. Δὲν ἦταν μόνο ἡ κούραση της μάχης, ἀλλὰ καὶ το βάρος της πανοπλίας, καθώς καὶ ἡ ἐξάντληση ἀπὸ τὴ διαδρομή των 40 περίπου χιλιομέτρων, ποὺ τον ὁδήγησαν στὸ θάνατο.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλά ἐρωτηματικά καὶ ἀμφιβολίες ἔχουν διατυπωθεῖ κατά καιρούς γιὰ το ὄνομα του ἀρχαίου ἀγγελιαφόρου. Στὸ πέρασμα τών αἰώνων, το ὄνομα Φειδιππίδης χέει ἐπικρατήσει στὴ μνήμη τῶν περισσοτέρων ὅτι συνδέεται ἄρρηκτα με την ἀναγγελία της νίκης. Πολλοί ἀμφισβητοῦν την ἱστορική ὑπάρξη του μαραθωνοδρόμου καὶ θεωροῦν ὅτι ἀνήκει στὴ σφαῖρα τῶν θρύλων, ἐπειδὴ ὁ Ἡρόδοτος, ὁ πατέρας της ἱστορίας, δὲν ἀναφέρει τίποτα γιὰ ἀγγελιαφόρο.
Το περιστατικό τοῦ ἀγγελιαφόρου ἀναφέρουν μεταγενέστεροι συγγραφεῖς του 1ου καὶ 2ου αἰῶνα μ.Χ. Ὁ Πλούταρχος ἀπὸ τὴ Χαιρώνεια, σχεδόν 560 χρόνια μετά τὴ μάχη, μᾶς ἐνημερώνει γιὰ το θέμα παρουσιάζοντας δύο διαφορετικά ὀνόματα γιὰ τον ἀγγελιαφόρο τοῦ Μαραθῶνα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ὁ Θέρσιππος ἡ Εὐκλής ἔτρεξε με την πανοπλία του, ἀμέσως μετά τὴ μάχη καὶ καθώς ἔφτανε στὶς πόρτες τῶν ἀρχόντων της πόλης, φώναξε «χαίρετε καὶ χαίρομεν» κι ἀμέσως ἔπεσε νεκρός ἀπὸ την ἐξάντληση.
Διαφορετικό εἶναι το ὄνομα πού μας διασώζει ὁ Λουκιανός (2ος αἰῶνας μ.Χ.), πού ἀναφέρει ὅτι ὁ Φιλιππίδης ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τον Μαραθῶνα φέρνοντας το ἄγγελμα της νίκης στοὺς ἄρχοντες ποὺ συνεδρίαζαν ἀνήσυχοι γιὰ την ἔκβαση της μάχης, φώναξε «χαίρετε, νικῶμεν» καὶ ἀμέσως ξεψύχησε.
Γιατί ὅμως ἀπουσιάζει ἡ ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ ἀπὸ την ἱστορία του Ἡροδότου, ποὺ γεννήθηκε το 486 π.Χ., δηλαδή 4 χρόνια μετά τὴ μάχη του Μαραθῶνα; Πώς εἶναι δυνατόν νὰ μὴ ἀπασχολεῖται με το περιστατικό του μαραθωνοδρόμου; Το πρῶτο πού θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ κανείς εἶναι ὅτι το περιστατικό αὐτὸ εἶναι θρῦλος ἡ κάτι ποὺ δημιουργήθηκε μεταγενέστερα. Ὅμως, πώς ἦταν δυνατόν νὰ μὴν ἔστειλαν ἀγγελιαφόρο καὶ νὰ ἐνημερώσουν τους Ἀθηναίους γιὰ το ἀποτέλεσμα της μάχης, ὅταν μάλιστα τα περσικά πλοῖα κατευθύνονταν πρὸς την Ἀθήνα; Ἡ ἀναγγελία της νίκης ἦταν πολύ συνηθισμένο γεγονός στὴν ἀρχαιότητα, ὁποῦ ἐπαγγελματίες δρομεῖς-κήρυκες (πολῖτες ἡ ὁπλῖτες) ἦταν ἀγγελιαφόροι πολεμικῶν εἰδήσεων καὶ κάλυπταν μεγάλες ξαποστάσεις, χωρίς ὅμως νὰ τρέχουν με όλο τον ὁπλισμό τους.
Μήπως ὁ Ἡρόδοτος προσπερνᾶ το συγκεκριμένο περιστατικό, γιατί ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τον Μαραθῶνα μέχρι την Ἀθήνα ἦταν ἀσήμαντη, σε σχέση με τις ἀποστάσεις πού κάλυπταν συνήθως οἱ ἐπαγγελματίες ἀγγελιαφόροι; Οἱ ἀγγελιαφόροι ἦταν μία καθημερινή παρουσία καὶ προκαλοῦσαν ἐντύπωση μόνον ὅταν σημείωναν κάποια ἐξαιρετική ἐπίδοση, ὅπως ὁ Φειδιππίδης, ποὺ σε δύο μέρες λέγεται ὅτι ἔφτασε στὴ Σπάρτη, πρὶν τὴ μάχη του Μαραθῶνα καὶ κάλυψε την ἀπόσταση σε δύο μέρες. Σε σύγκριση με την ἀπόσταση Ἀθήνα- Σπάρτη (220 χιλιόμετρα), ἡ ἀπόσταση Μαραθῶνας- Ἀθήνα πραγματικά φαίνεται ἰδιαίτερα μικρή.

Ἡ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΥ

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ προβληματισμοί ποῦ ἔχουν ἐκφραστεῖ γιὰ τὴ διαδρομή πού ἀκολούθησε ὁ ἀγγελιαφόρος τοῦ Μαραθῶνα γιὰ νὰ φτάσει στὴν Ἀθήνα. Ἡ κλασική διαδρομή τῶν 42.195 μέτρων ποὺ ἔχει υἱοθετηθεῖ μέχρι σήμερα, ἔχει τεθεῖ πολλές φορές ἀπὸ ἀμφισβήτηση. Πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι δύο δρόμοι ἕνωναν την πεδιάδα τοῦ Μαραθῶνα με την περιοχή της Ἀθήνας: ὁ ἕνας, στὸ μεγαλύτερο μέρος του παραλιακός, περνᾶ σήμερα ἀπὸ τὴ Ραφήνα, το Πικέρμι, την Παλλήνη, ἀνάμεσα στὸν Ὑμηττὸ καὶ την Πεντέλη καὶ μέσα ἀπὸ την Αγ. Παρασκευή φτάνει στὴν Ἀθήνα. Ὁ ἄλλος δρόμος εἶναι ὀρεινός, περνάει ἀπὸ το σημερινό χωριό Βρανά καὶ μέσο της Ἐκάλης καὶ του Ψυχικοῦ φτάνει στὴν Ἀθήνα. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ κλασική διαδρομή ποὺ υἱοθέτησε ἡ Διεθνής Ὀλυμπιακή Ἐπιτροπή, ὁ δεύτερος εἶναι πιὸ σύντομος, ἀλλὰ ὀρεινός καὶ κουραστικός.
Ἡ πιὸ πιθανή διαδρομή φαίνεται ὅτι ἦταν ἡ ὀρεινή. Δηλαδή, το μονοπάτι το ὁποῖο ξεκινᾶ ἀπὸ τον τύμβο, περνᾶ κοντά ἀπὸ το ναό του Ἡρακλῆ καὶ το μουσεῖο, διασχίζει το ρυάκι του Βρανά, ἀνηφορίζει στὸ μοναστήρι του Ἁγίου Γεωργίου καὶ μέσα ἀπὸ τὴ χαράδρα τῶν ὑψωμάτων Ἀγριλίκι καὶ Ἀφορεσμός φτάνει στὸ ρέμα του Διονύσου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀνηφορίζει καὶ ἑνώνεται με τον δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἱερὸ τοῦ Διονύσου. Μετά περνᾶ μέσα ἀπὸ Ἐκάλη, Κηφισιά, Μαροῦσι καὶ Ψυχικό καταλήγει στὸ Παναθηναϊκό στάδιο. Ἡ συνολική διαδρομή εἶναι 34 χιλιόμετρα, δηλαδή 8 χιλιόμετρα μικρότερη ἀπὸ την ἐπίσημη διαδρομή.
Οἱ λόγοι ποὺ συνηγοροῦν γιὰ τὴ διαδρομή αὐτὴ εἶναι τα λιγότερα χιλιόμετρα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀσφάλεια του ἀγγελιαφόρου, ποὺ ἦταν ἀμφίβολη στὴν παραλιακή διαδρομή. Ὁ ἀγγελιαφόρος ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξει τον συντομότερο δρόμο γιὰ την Ἀθήνα καὶ νὰ φροντίσει γιὰ την προσωπική του ἀσφάλεια, ἀποφεύγοντας διαδρομές ὁποῦ θὰ ἦταν εὐάλωτος. Εἶναι γνωστό ὅτι το περσικό ναυτικό εἶχε ἀγκυροβολήσει ὄχι μόνο στὸν Μαραθῶνα, ἀλλὰ καὶ στοὺς γύρω κόλπους της Ἀττικῆς. Ὁ δρομέας-κήρυκας λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποφύγει μία ἐχθρική συνάντηση, ἐπέλεξε πολύ πιθανόν τὴ δεύτερη διαδρομή, τον πιό ἀναφορικό, ἀλλὰ καὶ πιὸ σύντομο δρόμο πού του ἐξασφάλιζε ἀπόλυτη σιγουριά.
Τὸ ἀγώνισμα του μαραθωνίου σήμερα διεξάγεται σε ἀναφορά αὐτοῦ του γεγονότος καὶ διατρέχει την ἴδια καθορισμένη ἀπόσταση των 42.195 μέτρων, ποὺ ἔτρεξαν οἱ ἀθλητὲς γιὰ πρώτη φορά στοὺς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες του Λονδίνου, το 1908. Γιὰ διάφορους λόγους στὸ Λονδῖνο χρειάστηκε ἡ ἀπόσταση νὰ καθοριστεῖ στὰ 26 μίλια καὶ 385 γιᾶρδες, μετά ἀπὸ ἰδιαίτερη ἐπιθυμία της βασιλικῆς οἰκογένειας, ποὺ ἤθελε νὰ παρακολουθήσει την ἐκκίνηση ἀπὸ τον ἀνατολικό ἐξώστη του ἀνακτόρου του Γουίντσορ. Μέχρι τότε, μετά τον πρῶτο μαραθώνιο στοὺς πρώτους Ὀλυμπιακούς της νεώτερης ἐποχῆς, στὴν Ἀθήνα (1896), ἡ ἀπόσταση ἦταν 40 χιλιόμετρα, ποὺ σήμερα ἀντιστοιχεῖ στὸ δρόμο ἀπὸ τον Μαραθῶνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.

Ἡ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ

Την ἑπομένη μέρα μετά τὴ μάχη, ὁ περσικός στόλος ἔβαλε πλώρη γιὰ το νοτιότερο ἄκρο της Ἀττικῆς, το ἀκρωτήριον Σούνιο, γιὰ νὰ πλησιάσει την Ἀθήνα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μιλτιάδης, ἀμέσως μετά τὴ μάχη, βάδισε με τον ἑλληνικό στρατό πρὸς την Ἀθήνα καὶ πῆρε θέση στῆ νότια πλαγιά του Λυκαβηττοῦ. Ὁ περσικός στόλος, στὸ μεταξύ, εἶχε φτάσει στὸ ὕψος της ἀκτῆς του Φαλήρου, ὁποῦ καὶ ἀγκυροβόλησε.
Ἐκεῖ οἱ Πέρσες δὲν ἀντίκρισαν μόνον τις δυνάμεις τῶν Ἀθηναίων στὸν Λυκαβηττό, ἀλλὰ καὶ την ἀφίξη τῶν Σπαρτιατῶν στὴν Ἀθήνα. Οἱ καλοί οἰωνοί γιὰ μία νικηφόρα μάχη ἐξασθένησαν ἀκόμα πιὸ πολύ ἀπὸ ό,τι στὸν Μαραθῶνα καὶ ὁ Δᾶτις στάθμισε τις συνέπειες καὶ ἄνοιξε πανιά γιὰ τις ἀκτὲς της Μικράς Ἀσίας.
Το γιατί ἡ φιλοπερσική ἀντιπολίτευση της Ἀθήνας δὲν ἐκμεταλλεύτηκε το σύντομο χρονικό διάστημα, ὅταν ἡ πόλη ἦταν ἀφύλακτη, γιὰ νὰ ὀργανώσει πραξικόπημα, εἶναι μέχρι σήμερα ἄγνωστο. Πιθανόν το μήνυμα της νίκης στὸν Μαραθῶνα νὰ ἔφτασε στὴν πόλη πολύ πιὸ γρήγορα, ἴσως ὄχι με κάποιον βαριά ὁπλισμένο ὁπλίτη, ἀλλὰ ἕναν φτεροπόδαρο ἀγγελιαφόρο καὶ νὰ κατέπνιξε στὸ ξεκίνημά της κάθε σχετική πρόθεση.
Ἀντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, οἱ νεκροί του Μαραθῶνα θάφτηκαν ἐπὶ τόπου στὸ πεδίο της μάχης. Αὐτὸς ὁ τύμβος, πού λέγεται «Σωρός», με ὕψος μεγαλύτερο ἀπὸ 9 μέτρα, σηματοδοτεῖ τον τάφο των 192 νεκρῶν Ἀθηναίων. Στὴν κορυφή του εἶχαν τοποθετήσει νεκρικές στῆλες με τα ὀνόματα τῶν νεκρῶν, κατανεμημένα κατά φυλές. Ὁ Καλλίμαχος τιμήθηκε με ξεχωριστό ταφικό μνημεῖο, ἀπὸ το ὁποῖο διασώζεται τμῆμα της ἔμμετρης ἐπιγραφῆς.
Ἐνῶ στὸν τύμβο τῶν Ἀθηναίων ἀνασκαφές ἔκανε πρῶτος ὁ Ἐρρίκος Σλῆμαν, μόνο το 1970 ἐντοπίστηκε ἀπὸ τον Σπύρο Μαρινάτο, κοντά στην τοποθεσία Βρανά, ἀκόμα ἕνας μικρότερος τύμβος, πού ἀποδείχθηκε ὅτι περιεῖχε πολυάριθμες ταφές ἀπὸ την ἐποχῆ της μάχης τοῦ Μαραθῶνα. Ὁ τύμβος αὐτὸς ἔχει μέχρι σήμερα ὕψος πάνω ἀπὸ 4 μέτρα καὶ πιθανόν πρόκειται γιὰ τον τύμβο τῶν Πλαταιῶν, στοὺς ὁποίους παραχωρήθηκε δικό τους ταφικό μνημεῖο, σύμφωνα με τον Παυσανία.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ἥ μάχη του Μαραθῶνα δὲν ἔδωσε καμιά ἀποφασιστική τροπή στὸν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων καὶ Περσῶν, ἔχει ὅμως μεγάλη σπουδαιότητα. Ἦταν μία νίκη σχετικά λίγων ὁπλιτῶν ἐναντία σε πολλαπλάσιους ἐχθρούς, ποὺ δείχνει ὄχι μόνο την ἀνώτερη πολεμική τακτική τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στοὺς Πέρσες, ἀλλὰ καὶ το θάρρος, τὴ δύναμη καὶ την ἐπινοητικότητα τῶν Ἑλλήνων, σ’ ἕνα δίκαιο ἀμυντικό ἀγῶνα κατά τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τα ἀνώτερα αἰσθήματα τῶν Ἑλλήνων γιὰ την πατρίδα καὶ την οἰκογένειά τους. Οἱ Ἕλληνες μετά τὴ μάχη αὐτὴ συνειδητοποίησαν την ἐθνικὴ τους ἑνότητα. Ἡ μάχη αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ τους Ἀθηναίους καὶ τους λίγους Πλαταιεῖς, ὅμως ὅλοι οἱ Ἕλληνες χάρηκαν γιὰ τὴ νίκη καὶ βάθυναν μέσα τους την ἑνότητα της ἐλευθερίας, γιὰ την ὁποία πολέμησαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Πλαταιεῖς.
Οἱ Ἕλληνες, ποὺ ἔρχονταν γιὰ πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Πέρσες, κατέρριψαν το μῦθο ὅτι ἡ Περσική αὐτοκρατορία ἦταν ἀήττητη, ποὺ εἶχε βέβαια δημιουργηθεῖ ἀπὸ τις μέχρι τότε ἐπιτυχίες τῶν Περσῶν. Ἂν εἶχαν χάσει τον πόλεμο, δύο ἐνδεχόμενα τους περίμεναν:
Α) Ἡ ὑποδούλωση της Ἑλλάδας στὸν ἀνατολίτη κατακτητή, πρᾶγμα ποὺ θὰ σηματοδοτοῦσε μία πολιτική καὶ πολιτιστική ὀπισθοδρόμηση, γιατί ἀσφαλῶς θὰ εἶχαν ματαιωθεῖ ὅλα τα μεταγενέστερα πολιτιστικά ἐπιτεύγματα της Ἀθήνας.
Β) Ἡ παλινόρθωση της τυραννίας τῶν Πεισιστρατιδῶν, με την ἐγκατάσταση στὴν ἐξουσία του Ἱππία, θὰ εἶχε ὡς συνέπεια την πολιτειακή ὀπισθοδρόμηση. Καὶ πολύ πιθανόν, δὲν θὰ εἴχαμε τὴ γνωστή μας δημοκρατική ἐξελίξη.
Ἡ Ἀθήνα στὸν πόλεμο αὐτόν ἐκπροσώπησε ὅλους τούς Ἕλληνες καὶ ἔδειξε στοὺς ἐχθρούς της ὅτι ὑπάρχουν μερικά πράγματα ποὺ εἶναι ἀδιαπραγμάτευτα ἀγαθὰ, ὅπως ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ φιλοπατρία.

Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Την ἐποχῆ της νίκης τῶν Ἀθηναίων κατά των Περσῶν δὲν ὑπῆρχε ἱστορικός γιὰ νὰ καταγράψει τα πραγματικά γεγονότα. Γι’ αὐτὸ, μετά ἀπὸ μία γενιά, ἀλλὰ γεγονότα εἶχαν ξεχαστεῖ καὶ ἀλλὰ εἶχαν τροποποιηθεῖ ἀπὸ τους Ἀθηναίους ποὺ, ὅπως εἶναι φυσικό, εἶχαν δώσει μυθικές διαστάσεις στοὺς συντελεστές της νίκης, κυρίως στὸν Μιλτιάδη. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τον στρατηγό Καλλίμαχο καὶ τον Κυναίγειρο, ἀδελφὸ του ποιητή Αἰσχύλου, σχηματίστηκαν διάφορες παραδόσεις γιὰ τα κατορθώματά τους καὶ στήθηκαν μνημεῖα γιὰ νὰ τα θυμίζουν στοὺς μεταγενέστερους. Ἡ παράδοση, γιὰ παράδειγμα, θέλει τον Κυναίγειρο νὰ κρατᾶ ἕνα περσικό πλοῖο καὶ νὰ το ἐμποδίζει νὰ ἀποπλεύσει. Ὅμως, ἕνας Πέρσης σηκώνει ἕνα τσεκούρι καὶ του κόβει το δεξί χέρι. Ὁ Κυναίγειρος ἁρπάζει το πλοῖο με το ἀριστερό καὶ τότε ὁ Πέρσης του κόβει καὶ το ἀριστερό χέρι.
Παραδίδεται ὅτι οἱ Πέρσες πανικοβλήθηκαν, ὅταν εἶδαν τους Ἕλληνες νὰ τρέχουν συντεταγμένοι ἐναντίον τους. Το γεγονός αὐτὸ ἀποδόθηκε στὸν Πάνα, του ὁποίου ἡ λατρεία ἐπέζησε σε μία σπηλιά στὴ ΒΔ πλαγιά της Ἀκρόπολης, ποὺ ἀφιερώθηκε σ’ αὐτὸν. Ἀπὸ το γεγονός αὐτὸ φαίνεται ὅτι δημιουργήθηκε μία ἱστορία σχετική με τον Πάνα καὶ τον Μαραθῶνα. Ὁ δρομέας Φειδιππίδης, ἐνῶ διέσχιζε την Ἀρκαδία τρέχοντας γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὴ Σπάρτη, συνάντησε τον Πάνα, πού του παραπονέθηκε ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν παραμελήσει τὴ λατρεία του. Ὑποσχέθηκε στοὺς Ἀθηναίους ὅτι θὰ ἔχουν την εὔνοιά του, ἀρκεῖ αὐτοί νὰ του προσφέρουν τὴ λατρεία τους.
Ὁ μῦθος λέει ὅτι ο Μιλτιάδης ἔγινε ἀρχιστράτηγος καὶ ἀντικατέστησε τὴ μέρα της μάχης τον Καλλίμαχο, γιατί ἡ ἀρχιστρατηγία ἄλλαζε ἐκ περιτροπῆς κάθε μέρα. Ὁ ἀρχιστράτηγος Καλλίμαχος παρέδωσε την ἡγεσία στὸν Μιλτιάδη, ἐπειδή εἶχε πείρα της πολεμική τακτικῆς τῶν Περσῶν, ἀφοῦ εἶχε ζήσει στὴ Θράκη καὶ εἶχε γνωρίσει τους Πέρσες στρατιῶτες ἀπ’ την ἐκστρατεία τους στὴ Σκυθία.
Ἡ νίκη τῶν Ἀθηναίων τυλίχθηκε στὴν ὁμίχλη του μύθου καὶ της δόξας καὶ κάλυψε την ἀλήθεια τῶν γεγονότων. Ὁ Καλλίμαχος εἶναι λιγότερο γνωστός καὶ ἐπαινέθηκε λιγότερο ἀπὸ ὅσο ἔπρεπε (παρόλο ποὺ σκοτώθηκε ἡρωικά στὴ μάχη), λόγω της μεγάλης φήμης του Μιλτιάδη. Ὡστόσο, το ὄνομα του διασώθηκε σε ἰωνικό κίονα, ποὺ ἀποτελοῦσε τὴ βάση μιᾶς Νίκης. Ἴσως ἀφιερώθηκε ἀπὸ τον ἴδιο τον στρατηγό πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη καὶ στήθηκε μετά το θάνατό του.
Οἱ Ἀθηναῖοι συνήθιζαν μετά τις ἐπιτυχίες τους νὰ ἀποδίδουν εὐχαριστίες στὸ μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της ἀρχαιότητας, τους Δελφούς. Το ἴδιο ἔπραξαν καὶ με τὴ νίκη τους κατά των Περσῶν στὸν Μαραθῶνα. Δὲν ξέχασαν τὴ βοήθεια του Ἀπόλλωνα, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχτισαν ἕνα μικρό «θησαυρό» δωρικοῦ ρυθμοῦ, ἀπὸ μάρμαρο τῆς Πάρου. Ἕνα ἀρχιτεκτονικό στολίδι, ἀντάξιο με τὴ χάρη τῶν ἀνάγλυφων ποὺ κάλυπταν την ἐσωτερική ἐπιφάνεια του κτίσματος καὶ τα ὁποία διασώθηκαν κάτω ἀπῶ τα ἐρείπιά του. Το οἰκοδόμημα ἀποτελεῖτο ἀπὸ σηκό καὶ πρόναο καὶ το στόλιζαν 30 ἀνάγλυφες μετώπες. Εἶχε ἐπίσης δύο ἀγάλματα ἔφιππων ἀμαζόνων στὰ ἀκρωτήρια. Τα γλυπτά ἀναπαριστοῦν τα κατορθώματα του Θησέα καὶ τοῦ Ἡρακλῆ καὶ τὴ γιγαντομαχία. Μετά τὴ μάχη τοῦ Μαραθῶνα χτίστηκε μία ἐπιμήκης βάση μπροστά στὸ «θησαυρό» γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν τα τρόπαια της μάχης.
Ἡ νίκη στὸν Μαραθῶνα τιμήθηκε καὶ στὴν Ἀθήνα σε διαγωνισμό ἐλεγείας, με θέμα τὴ νίκη. Στὸ διαγωνισμό νίκησε ὁ νεαρός Σιμωνίδης. Ὁ Αἰσχύλος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὸ διαγωνισμό, πικράθηκε τόσο πολύ (κατά την παράδοση) ποὺ αὐτοεξορίστηκε στὴ Σικελία.
Το θεϊκό στοιχεῖο κι ἡ ἀπόδοση εὐχαριστιῶν στοὺς θεούς ἐκφράστηκε καὶ στὴν Ἀκρόπολη. Κάτω ἀπὸ το ναό της Ἀθηνᾶς (τον Παρθενῶνα), ποὺ χτίστηκε την ἐποχῆ του Περικλῆ, ἔχουν βρεῖ ὑπολείμματα προγενέστερου ναοῦ, πού δὲν ὁλοκληρώθηκε ποτέ. Λείψανα ἀπὸ κίονες αὐτοῦ του ναοῦ μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς στὸ βόρειο τεῖχος της Ἀκρόπολης. Οἱ ἀνασκαφές ἔδειξαν ὅτι ὁ ναός εἶχε ἀρχίσει νὰ χτίζεται κατά το 490 π.Χ., ἀλλὰ κάηκε ἀπὸ τους Πέρσες στὴ διάρκεια της εἰσβολῆς του Ξέρξη, δέκα χρόνια μετά τον Μαραθῶνα, ὅταν ἰσοπεδώθηκε ἡ πόλη της Ἀθήνας. Πολύ ἀργότερα, στὰ μέσα του 5ου αἰῶνα, ἀρχίσαν τις ἐργασίες γιὰ την ἀνοικοδόμηση του ναοῦ, δηλαδή μετά τὴ σύναψη εἰρήνης με τους Πέρσες, ἀλλὰ ὁ νέος ἀρχιτέκτονας δὲν ἀκολούθησε το παλαιό σχέδιο.
Στὴν ἴδια ἐποχῆ θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ ἡ μνημειακή εἴσοδος πρὸς την Ἀκρόπολη, το ἀρχαῖο πρόπυλο, το ὁποῖο ὅμως ἐπρόκειτο νὰ ἀντικατασταθεῖ, ἀργότερα, ἀπὸ τα Προπύλαια πού σχεδίασε ο Μνησικλής, στὴν ἐποχῆ του Περικλῆ.
Ἀφήσαμε τελευταία τὴ ζωγραφική ἀναπαράσταση της μάχης τοῦ Μαραθῶνα, ποὺ φιλοτεχνήθηκε στὴν Ποικίλη Στοά. Οἱ Ἀθηναῖοι ἀπόγονοι τῶν μαραθωνομάχων ἔπαιρναν ἀσφαλῶς μία ἰδέα της μάχης ἀπὸ τὴ σύνθεση αὐτὴ ποὺ ἔγινε, περίπου 25 χρόνια ἀργότερα, στὸ βόρειο ἄκρο της Ἀγοράς. Ἡ ζωγραφική αὐτὴ ἀναπαράσταση βασίστηκε σε ἀνάλογες σκηνές ἀγγειογράφων. Σίγουρα η σύνθεση δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, δίνει ὅμως μία ἰδέα της ἐπικῆς αὐτῆς νίκης τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν Περσῶν.
Εἶναι χαρακτηριστικό το λιτό ἐπίγραμμα του Σιμωνίδη, πού ἀπηχεῖ το γεγονός, ὅτι δηλαδή οἱ μαραθωνομάχοι ἐκπροσωποῦσαν στὸν Μαραθῶνα ὅλους τους Ἕλληνες: «Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν».