Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ὁ Θρῆνος της Ἀντιγόνης - Σοφοκλῆς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ὁ Θρῆνος της Ἀντιγόνης - Σοφοκλῆς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ὁ Θρῆνος της Ἀντιγόνης - Σοφοκλῆς



Ἡ Ἀντιγόνη εἶναι ἀρχαία τραγωδία του Σοφοκλῆ ποῦ παρουσιάστηκε πιθανότατα στὰ Μεγάλα Διονύσια του 442 π.Χ.. Το θέμα της προέρχεται ἀπὸ τον Θηβαϊκό κύκλο, απ' ὁποῦ ὁ Σοφοκλῆς ἄντλησε ὑλικό καὶ γιὰ δύο ἄλλες τραγωδίες, τον Οἰδίποδα Τύραννο καὶ τον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ. Τα ἐπεισόδια ἀπὸ τα ὁποία προέρχεται το ὑλικὸ της Ἀντιγόνης εἶναι μεταγενέστερα χρονολογικά ἀπὸ τα ἐπεισόδια τῶν τραγωδιῶν γιὰ τον Οἰδίποδα, ἀλλὰ ἡ Ἀντιγόνη εἶναι προγενέστερη ἀπὸ αὐτὲς. Θέμα της εἶναι η προσπάθεια της Ἀντιγόνης νὰ θάψει το νεκρό ἀδελφὸ της Πολυνείκη, παρά την ἀντίθετη ἐντολὴ του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Ἔτσι ἡ Ἀντιγόνη θέτει την τιμή των θεῶν καὶ την ἀγάπῃ πρὸς τον ἀδερφὸ της ὑπεράνω τῶν ἀνθρώπινων νόμων.
Ἡ Ἀντιγόνη ἦταν ἕνα ἀπὸ τα τέσσερα παιδιά του Οἰδίποδα πού ἀπέκτησε με την Ἱοκάστη, βασίλισσα της Θήβας, χωρίς νὰ γνωρίζει ὅτι ἦταν ἡ φυσική μητέρα του. Τα ἀλλά παιδιά τους ἦταν ἡ Ἰσμήνη, ὁ Ἐτεοκλῆς καὶ ὁ Πολυνείκης. Ὁ Οἰδίποδας εἶχε καταραστεῖ τους γιοὺς του νὰ διαφωνήσουν γιὰ το μοίρασμα της κληρονομιᾶς καὶ νὰ αλληλοσκοτωθοῦν, ἐπειδὴ εἶχαν παραβιάσει κάποιες διαταγές του.
Ὅταν ὁ Οἰδίποδας ἀνακάλυψε την ἀλήθεια γιὰ την καταγωγή του αὐτοεξορίστηκε καὶ τα δύο ἀδέρφια συμφώνησαν νὰ διακυβερνοῦν ἐναλλὰξ ἀνὰ ἕνα χρόνο. Μετά το πρῶτο ἔτος ὁ Ἐτεοκλής ἀρνήθηκε νά δώσει το θρόνο στὸν Πολυνείκη καὶ αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴ Θῆβα, πῆγε στὸ Ἀργός, ὁποῦ παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Ἂδραστου καὶ ὀργάνωσε ἐκστρατεία ἐναντίον της Θήβας. Ἡ ἐκστρατεία ἀπέτυχε καὶ οἱ δύο ἀδερφοὶ σκοτώθηκαν σε μονομαχία. Το θρόνο πῆρε τότε ὁ Κρέων, ἀδερφὸς της Ἰοκάστης, ποὺ διέταξε το πτῶμα του Πολυνείκη νὰ μείνει ἄταφο, ἐπειδὴ πρόδωσε την πατρίδα του.
Ἀκολουθεῖ ἔντονη ἀντιπαράθεση μεταξύ Ἀντιγόνης καὶ Κρέοντα καὶ στὴ συνέχεια ἔρχεται στὴ σκηνή καὶ ἡ Ἰσμήνη, ποὺ κατηγορεῖται ἀπὸ το βασιλιά γιὰ συνεργασία. Ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀναμειχθεῖ στὴν ταφή, ἀναδέχεται τις κατηγορίες καὶ ὁ Κρέοντας ἀποφασίζει νὰ τιμωρήσει καὶ τις δύο.
Στήν συνέχεια ἐμφανίζεται ὁ Αἵμονας, γιὸς του Κρέοντα καὶ ἀρραβωνιαστικός της Ἀντιγόνης, ποὺ συγκρούεται με τον πατέρα του γιὰ το θέμα της ταφῆς καὶ την τιμωρία της Ἀντιγόνης. Ἀδυνατῶντας νὰ μεταπείσει τον Κρέοντα, φεύγει ἀπὸ τὴ σκηνή ἀφήνοντας την ἀπειλῆ ὅτι θὰ αὐτοκτονήσει. Ἥ μόνη παραχώρηση ποὺ κάνει ὁ Κρέοντας εἶναι νὰ ἀθωώσει την Ἰσμήνη καὶ νὰ μὴν θανατώσει την Ἀντιγόνη, ἀλλὰ νὰ την φυλακίσει ὥστε νὰ ἀποφύγει το μίασμα. Ἔτσι μετέτρεψε την ποινή της Ἀντιγόνης, ποὺ πλέον θὰ φυλακιζόταν σε ἕναν ὑπόγειο θολωτό τάφο, γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ ἀσιτία.
Ἡ ἡρωίδα ἀποχαιρέτησε τους συμπολῖτες της, θρηνῶντας γιὰ την κακή της μοῖρα...
Ἀρχαῖο Κείμενο
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς
οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι
πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς
πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ’ ὀλωλότων·
(895) ὧν λοισθία ’γὼ καὶ κάκιστα δὴ μακρῷ
κάτειμι, πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου.
Ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ’ ἐν ἐλπίσιν τρέφω
φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί,
μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα·
(900) ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ
ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους
χοὰς ἔδωκα· νῦν δέ, Πολύνεικες, τὸ σὸν
δέμας περιστέλλουσα τοιάδ’ ἄρνυμαι.
Καίτοι σ’ ἐγὼ ’τίμησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ.
(905) Οὐ γάρ ποτ’ οὔτ’ ἂν εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν,
οὔτ’ εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο,
βίᾳ πολιτῶν τόνδ’ ἂν ᾐρόμην πόνον.
Τίνος νόμου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω;
πόσις μὲν ἄν μοι κατθανόντος ἄλλος ἦν,
(910) καὶ παῖς ἀπ’ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ’ ἤμπλακον·
μητρὸς δ’ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν
οὐκ ἔστ’ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ.
Τοιῷδε μέντοι σ’ ἐκπροτιμήσασ’ ἐγὼ
νόμῳ, Κρέοντι ταῦτ’ ἔδοξ’ ἁμαρτάνειν
(915) καὶ δεινὰ τολμᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα.
Καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν
ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου
μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς,
ἀλλ’ ὧδ’ ἔρημος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος
(920) ζῶσ’ εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς·
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην;
Τί χρή με τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι
βλέπειν; τίν’ αὐδᾶν ξυμμάχων; ἐπεί γε δὴ
τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ’ ἐκτησάμην.
(925) Ἀλλ’ εἰ μὲν οὖν τάδ’ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά,
παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες·
εἰ δ’ οἵδ’ ἁμαρτάνουσι, μὴ πλείω κακὰ
πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐμέ.
ΧΟ.
Ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ
(930) ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ’ ἔχουσιν.
ΚΡ.
Τοιγὰρ τούτων τοῖσιν ἄγουσιν
κλαύμαθ’ ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ.
ΑΝ.
Οἴμοι, θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτω
τοὔπος ἀφῖκται.
(935) ΚΡ.
Θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι
μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι.
ΑΝ.
Ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον
καὶ θεοὶ προγενεῖς,
ἄγομαι δὴ ’γὼ κοὐκέτι μέλλω.
(940) Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι,
τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν,
οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω,
τὴν εὐσεβίαν σεβίσασα.
Μετάφραση
Ὧ τάφε μου, ὦ νυφιάτικό μου, ὦ αἰώνια,
βαθιά στῆ γῆ σκαμμένη κατοικία μου,
γιὰ σένα τώρα ξεκινῶ νὰ πάω
πρὸς τους δικούς μου, ποῦ ἕνα τόσο πλῆθος
ἔχει δεχτεῖ ἀπ' αὐτούς ἡ Περσεφόνη·
στερνή τους τώρα ἐγὼ καὶ πολύ πιὸ ἄθλια
πρὶν νὰ 'ρθη ἀκόμα ἡ ὥρα μου πηγαίνω·
μὰ ὅταν θὰ φτάσω βέβαιη θρέφω ἐλπίδα
νὰ με δεχτῆ ὁ πατέρας μου με ἀγάπη,
με ἀγάπη καὶ σῦ, μάννα μου, με ἀγάπη,
καὶ σῦ, ἀδερφέ μου πολυλατρεμένε·
γιατί νεκρούς μ' αὐτὰ μου ἐγὼ τα χέρια
σας ἔλουσα, σας στόλισα καὶ μ' ὅλα
τα νεκρικά σάς τίμησα τα δῶρα·
καὶ τώρα, γιὰ νὰ θάψω, Πολυνείκη,
το δικό σου κορμί, τέτοια παθαίνω·
κι ὅμως δίκαια σε τίμησα, ὅπως κρίνουν
ὅσοι ἔχουν γνώση, γιατί ἐγὼ ποτέ μου
μήτε παιδιῶν ἂν ἤμουνα μητέρα,
μητ' ἂν νεκρός ὁ ἄντρας μου ἐσεπόνταν,
δὲ θὰ 'παῖρνα πάνω μου τέτοιο ἀγῶνα
ἐναντία στὴν ἀπόφαση της χώρας.
Καὶ χάρη σε ποῖο νόμο αὐτὸ ποῦ λέω;
Ὁ ἄντρας ἄν μου πεθάνη, θὰ μποροῦσα
κι ἄλλον νὰ πάρω, καὶ παιδί νὰ κάμω
ἀπ' ἄλλον ἄντρα, ἄν θὰ 'χανα το πρῶτο·
μὰ μία ποῦ μόχουν μάννα καὶ πατέρας
στὸν Ἄδη κατεβῆ, δὲν εἶναι τρόπος
ποτέ νὰ γεννηθῆ ἀδερφὸς γιὰ μένα·
κι ἐνῶ μ' αὐτὸ το νόμο πάνω ἀπ' ὅλους
σ' ἔβαλα ἐγὼ, μυριάκριβε ἀδερφὲ μου,
ἔγκλημα ὁ Κρέοντας ἔκρινε καὶ τόλμη
ἀνήκουστη την πράξη αὐτή, καὶ τώρα
με παίρνει ἔτσι ἀπ' τα χέρια καὶ με σέρνει
πρὶν τις χαρές του ὑμέναιου νὰ γνωρίσω,
πρι δῶ ἄντρα πλάϊ μου, πρὶν παιδιά ἀναστήσω,
μὰ ἔτσι παρατημένη ἀπὸ τους φίλους,
ζωντανή κατεβαίνω η μαυρομοίρα
στῶν πεθαμένων τα λημέρια, ἐνῶ
ποῖο νόμο των θεῶν ἔχω πατήση;
καὶ γιατί πρέπει πιὰ ἡ δυστυχισμένη
νὰ ἐλπίζω στοὺς θεούς; ποῖο σύμμαχό μου
νὰ κράξω, ὅταν με την εὐσέβειά μου
της ἀσεβείας την καταδίκη βρῆκα;
μ' ἄν περνοῦν στοὺς θεούς αὐτὰ γιὰ δίκια,
πεθαίνοντας θὰ ὀμολογοῦσα τότε
πῶς ἐνοχὴ πεθαίνω, ἄν ὅμως οἱ ἄλλοι
ἔχουν την ἁμαρτία, εἰθ' ἄς μὴν πάθουν
πιὸ πολλ' ἀπ' ὅσα ἔτσι ἄδικα μου κάνουν.
ΧΟΡΟΣ
Πάντ' ἀκόμα το ἴδιο φύσημα του ἀνέμου
την κρατᾶ καὶ δὲν το λέει νὰ την ἀφήση.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μὰ γι' αὐτὸ θὰ κλάψουν ποῦ ἔτσι ἀργοῦνε
τοῦτοι ἐδῶ, ποὺ ἔχω προστάξη νὰ την πᾶνε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ἄχ ἀλλίμονό μου, αὐτὸς ὁ λόγος
την ὁλόστερνη την ὥρα μου σημαίνει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δὲ σου συνιστῶ πολύ νὰ ἐλπίζης
πῶς αὐτὸ ποῦ λὲς δὲ θ' ἀληθέψη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ὦ της Θήβας πατρική μου πόλη,
ὦ πανάρχαιοι θεοί της γενεάς μας,
πάει τέλειωσε, με παίρνουν
βλέπετε, ἄρχοντες της Θήβας,
τὴ στερνή βασιλοπούλα σας,
τι παθαίνω κι ἀπὸ ποῖους,
γιατί φύλαξα το σέβας στοὺς θεούς.


Ἡ Ἀντιγόνη μπροστά στὸν νεκρό Πολυνείκη. Ἐθνικὴ Πινακοθήκη, Νικηφόρος Λύτρας (1865)