Ἐρινύες: Οἱ Ἐπίκουροι τῆς Δίκης
Οἱ Ἐρινύες, γνωστές και ως Furies, είναι εμβληματικές θεότητες της Ἑλληνικῆς μυθολογίας. Συμβολίζουν την εκδίκηση και την δικαιοσύνη. Οι Ἐρινύες καταδιώκουν εκείνους που διαπράττουν εγκλήματα, κυρίως κατά των οικογενειακών τους μελών. Η παρουσία τους στην ελληνική παράδοση είναι ισχυρή και αναγνωρίσιμη.
Σε αυτήν την ανάρτηση,
θα εξερευνήσουμε την προέλευση, τους μύθους και τη σημασία τους. Ας ανακαλύψουμε τον κόσμο των Ἐρινυών και τη συμβολική τους βαρύτητα στην αρχαία Ελλάδα.
Οἱ Ἐρινύες στὴν Ἑλληνικὴ μυθολογία ἦταν μυθικὲς χθόνιες θεότητες ποὺ κυνηγοῦσαν ὅσους εἶχαν διαπράξει ἐγκλήματα κατὰ τῆς φυσικὴ καὶ ἠθικῆς τάξης τῶν πραγμάτων. Ἐπίσης εἶναι γνωστὲς καὶ ὡς Εὐμενίδες, δίνοντάς ἔτσι τὸ ὄνομά τους στὴν τρίτη τραγωδία τῆς τριλογίας Oρέστειας τοῦ Αἰσχύλου. Στὴ συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τὸν Ὀρέστη, γιὸ τοῦ Ἀγαμέμνονα καὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γιὰ τὸ φόνο τῆς μητέρας του.
Λέγεται κατὰ μὲν τὸν Ἡσίοδο ὅτι οἱ Ἐρινύες γεννήθηκαν ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Οὐρανοῦ, προκειμένου νὰ ἐκδικηθεῖ ὁ ἴδιος τὸν εὐνουχισμό του ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸ γιὸ τὸν Κρόνο, κατὰ δὲ τὸν Αἰσχύλο ὅτι αὐτὲς ἦταν κόρες τῆς Νύκτας καὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆ κόρες τῆς Γῆς καὶ τοῦ Σκότους, Γιὰ ἄλλους συγγραφεῖς θεωροῦνταν γονεῖς τους ὁ Ἅδης καὶ ἡ Περσεφόνη,
Ὁ ἀριθμός τους δὲν εἶναι ἀκριβής, ὁ Ὅμηρος δὲν γνωρίζει ἀριθμὸ αὐτῶν, ὁ Αἰσχύλος εἰσάγει ὁλόκληρο χορὸ Ἐρινύων, ἀντίθετα ὁ Εὐριπίδης σ΄ ἕνα δρᾶμα του ἀναφέρει τρεῖς, μὲ ὀνόματα ποὺ ἔδωσαν μεταγενέστεροι ὅπως ὁ Βιργίλιος ποὺ ἐπίσης ἀναγνωρίζει τρεῖς:
τὴν Ἀληκτὼ (ἀνθρωπομορφισμὸς τῆς ὀργῆς καὶ μανίας),Η Ἀληκτὼ (Ἀρχαία Ἑλληνικά: Ἀληκτὼ) Σύμφωνα μὲ τὸν Ἡσίοδο, ἦταν ἡ κόρη τῆς Γαίας ποὺ φύτρωσε ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ ὅταν ὁ Κρόνος τὸν εὐνούχισε εἶναι ἡ Ἐρινύα μὲ τὴν ἀποστολὴ τῆς τιμωρίας τῶν ἠθικῶν ἐγκλημάτων (ὅπως ὁ θυμός), εἰδικὰ ἂν στρέφονται ἐναντίον ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἡ ἐξουσία της εἶναι παρόμοια μὲ τῆς Νέμεσης, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ ἐξουσία τῆς τελευταίας εἶναι νὰ τιμωρεῖ ἐγκλήματα ἐναντίον των θεῶ ν.
Ἡ Ἀληκτὼ ἀναφέρεται στὴν Αἰνειάδα του Βιργιλίου, καὶ ἐπίσης στὴ Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση) ὡς μία ἀπὸ τὶς τρεῖς Ἐρινύες.Την Ἀληκτώ: αὐτὴ ποὺ τίποτα δὲν τὴν καταπραΰνει, ἀνθρωπομορφισμὸς τῆς ὀργῆς καὶ μανίας.
Ἡ Ἀληκτὼ εἶναι μία ἀπὸ τὶς Ἐρινύες στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία.. Εἶναι ἀδελφή της Τισιφόνης καὶ τῆς Μέγαιρας. εἰδικὰ ἂν στρέφονται ἐναντίον ἄλλων ἀνθρώπων.
Ὁ ἀστεροειδὴς 465 Ἀληκτὼ (Alekto), ποὺ ἀνακαλύφθηκε τὸ 1901, πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν Ἐρινύα
Τὴν Μέγαιρα: ἀνθρωπομορφισμὸς τοῦ μίσους καὶ τοῦ φθόνου.
Οἱ Ἐρινύες στὴν Ἑλληνικὴ μυθολογία ἦταν μυθικὲς χθόνιες θεότητες ποὺ κυνηγοῦσαν ὅσους εἶχαν διαπράξει ἐγκλήματα κατὰ τῆς φυσικὴ καὶ ἠθικῆς τάξης τῶν πραγμάτων. Ἐπίσης εἶναι γνωστὲς καὶ ὡς Εὐμενίδες, δίνοντάς ἔτσι τὸ ὄνομά τους στὴν τρίτη τραγωδία τῆς τριλογίας Oρέστειας τοῦ Αἰσχύλου. Στὴ συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τὸν Ὀρέστη, γιὸ τοῦ Ἀγαμέμνονα καὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γιὰ τὸ φόνο τῆς μητέρας του.
Λέγεται κατὰ μὲν τὸν Ἡσίοδο ὅτι οἱ Ἐρινύες γεννήθηκαν ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Οὐρανοῦ, προκειμένου νὰ ἐκδικηθεῖ ὁ ἴδιος τὸν εὐνουχισμό του ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸ γιὸ τὸν Κρόνο, κατὰ δὲ τὸν Αἰσχύλο ὅτι αὐτὲς ἦταν κόρες τῆς Νύκτας καὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆ κόρες τῆς Γῆς καὶ τοῦ Σκότους, Γιὰ ἄλλους συγγραφεῖς θεωροῦνταν γονεῖς τους ὁ Ἅδης καὶ ἡ Περσεφόνη,
Ὁ ἀριθμός τους δὲν εἶναι ἀκριβής, ὁ Ὅμηρος δὲν γνωρίζει ἀριθμὸ αὐτῶν, ὁ Αἰσχύλος εἰσάγει ὁλόκληρο χορὸ Ἐρινύων, ἀντίθετα ὁ Εὐριπίδης σ΄ ἕνα δρᾶμα του ἀναφέρει τρεῖς, μὲ ὀνόματα ποὺ ἔδωσαν μεταγενέστεροι ὅπως ὁ Βιργίλιος ποὺ ἐπίσης ἀναγνωρίζει τρεῖς:
τὴν Ἀληκτὼ (ἀνθρωπομορφισμὸς τῆς ὀργῆς καὶ μανίας),Η Ἀληκτὼ (Ἀρχαία Ἑλληνικά: Ἀληκτὼ) Σύμφωνα μὲ τὸν Ἡσίοδο, ἦταν ἡ κόρη τῆς Γαίας ποὺ φύτρωσε ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ ὅταν ὁ Κρόνος τὸν εὐνούχισε εἶναι ἡ Ἐρινύα μὲ τὴν ἀποστολὴ τῆς τιμωρίας τῶν ἠθικῶν ἐγκλημάτων (ὅπως ὁ θυμός), εἰδικὰ ἂν στρέφονται ἐναντίον ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἡ ἐξουσία της εἶναι παρόμοια μὲ τῆς Νέμεσης, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ ἐξουσία τῆς τελευταίας εἶναι νὰ τιμωρεῖ ἐγκλήματα ἐναντίον των θεῶ ν.
Ἡ Ἀληκτὼ ἀναφέρεται στὴν Αἰνειάδα του Βιργιλίου, καὶ ἐπίσης στὴ Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση) ὡς μία ἀπὸ τὶς τρεῖς Ἐρινύες.Την Ἀληκτώ: αὐτὴ ποὺ τίποτα δὲν τὴν καταπραΰνει, ἀνθρωπομορφισμὸς τῆς ὀργῆς καὶ μανίας.
Ἡ Ἀληκτὼ εἶναι μία ἀπὸ τὶς Ἐρινύες στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία.. Εἶναι ἀδελφή της Τισιφόνης καὶ τῆς Μέγαιρας. εἰδικὰ ἂν στρέφονται ἐναντίον ἄλλων ἀνθρώπων.
Ὁ ἀστεροειδὴς 465 Ἀληκτὼ (Alekto), ποὺ ἀνακαλύφθηκε τὸ 1901, πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν Ἐρινύα
Τὴν Μέγαιρα: ἀνθρωπομορφισμὸς τοῦ μίσους καὶ τοῦ φθόνου.
Συνδέεται μὲ τὴ ζήλεια-φθόνο καὶ τιμωροῦσε ἰδιαίτερα τὴ συζυγικὴ ἀπιστία. Στὴ νεότερη ἐποχὴ ἡ λέξη «μέγαιρα» κατέληξε νὰ σημαίνει κάθε ἀπαίσια καὶ ἀδυσώπητη γυναῖκα, τόσο στὴ νεοελληνική, ὅσο καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες:
Στὴ σύγχρονη γαλλικὴ (mégère) καὶ πορτογαλικὴ (megera) γλῶσσα ὑποδηλώνει μιὰ ἀντιπαθητική, φθονερὴ ἢ ἀξιοπεριφρόνητη γυναῖκα, ἐνῷ ἡ ἰταλικὴ λέξη megera σημαίνει μιὰ κακιὰ καί/ἢ ἄσχημη γυναῖκα.
Μέγαιρα
Στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία μὲ τὸ ὄνομα Μέγαιρα (δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴ Μεγάρα) εἶναι γνωστὴ ἡ μία ἀπὸ τὶς Ἐρινύες, τὶς θεότητες ποὺ προσωποποιοῦσαν τὶς τύψεις, στὴν παράδοση κατὰ τὴν ὁποία αὐτὲς εἶναι τρεῖς, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Εὐριπίδη.
Ἡ Μέγαιρα ἀναφέρεται δηλαδὴ μαζὶ μὲ τὴν Ἀληκτὼ καὶ τὴν Τισιφόνη. Εἰδικότερα ἡ Μέγαιρα συνδέεται μὲ τὴ ζήλεια-φθόνο (ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως) καὶ τιμωροῦσε ἰδιαίτερα τὴ συζυγικὴ ἀπιστία.
Τὴν Τισιφόνη: ἀνθρωπομορφισμὸς τῆς ἐκδίκησης φόνου.
Τισιφόνη εἶναι γνωστὰ τὰ παρακάτω δύο διαφορετικὰ πρόσωπα:
Ὅπως ὑπονοεῖ καὶ τὸ ὄνομά της, πιστευόταν ὅτι δροῦσε ὡς τιμωρὸς τῶν δολοφόνων.
Σύμφωνα μὲ ἕνα μῦθο, ἡ Τισιφόνη ἐρωτεύθηκε τὸν Κιθαιρώνα, ἀλλὰ προκάλεσε τὸν θάνατό του ἀπὸ δάγκωμα ἑνὸς ἀπὸ τὰ φίδια ποὺ εἶχε ἀντὶ μαλλιῶν στὸ κεφάλι της.
Στὴν Αἰνειάδα του Βιργιλίου ἡ Τισιφόνη εἶναι ἡ θηριώδης καὶ σκληρὴ φρουρὸς τῶν πυλῶν τῶν Ταρτάρων.
2. Θυγατέρα του Ἀλκμαίωνα καὶ τῆς Μαντούς. Ὁ Ἀλκμαίων ἄφησε κατὰ λάθος τὴ μικρὴ Τισιφόνη καὶ τὸν ἀδελφό της Ἀμφίλοχο στὸν Κρέοντα. Ἡ σύζυγος τοῦ Κρέοντα Εὐρυδίκη πούλησε τότε τὴν Τισιφόνη ὡς δούλη, ζηλεύοντας τὴν ὀμορφιά της. Δὲν ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ ἀγοραστής της Τισιφόνης ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Ἀλκμαίωνα.
Μόλις ὁ Ἀλκμαίων ἐπέστρεψε, ἔσωσε τὴν κόρη του καὶ πῆρε μαζί του τον γιό του.Ο ἀστεροειδὴς 466 Τισιφόνη (466 Tisiphone), ποὺ ἀνακαλύφθηκε τὸ 1901, πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴ μυθικὴ Ἐρινύα.
Ἐπίσης, ἕνα γένος ἀπὸ πεταλοῦδες καὶ τὰ γένη κροταλία
kistrodon καὶ Calloselasma (ὡς συνώνυμο παλαιότερο ὄνομά τους).
Οἱ Ἐρινύες ἦταν φτερωτοὶ δαίμονες ποὺ καταδίωκαν τὴν λεία τους πετῶντας. Εἶχαν παρόμοιες ἀναλογίες καὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες ὑποχθόνιες θεότητες τὶς Κῆρες καὶ τὶς Ἄρπυιες.
Εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ μεταμορφώνονται γρήγορα καὶ συχνά.
Τὰ κεφάλια τῶν Ἐρινύων ἦταν τυλιγμένα μὲ φίδια, εἰκόνα ποὺ θυμίζει τὴ Μέδουσα Γοργῷ, καὶ γενικότερα ὅλη ἡ ἐμφάνισή τους ἦταν φρικιαστικὴ καὶ ἀπωθητική. Συνήθως ἀπεικονίζονται μὲ ἀστραφτερὸ βλέμμα μαῦρες στὴν ὄψη, ἀποπνέουσες καταστρεπτικὸ πῦρ ἀλλὰ καὶ μὲ φτερὰ φέρουσες μαῦρες ἐσθῆτες.
Κατοικία τους εἶχαν τὸν κάτω κόσμο τοῦ Ἅδη ἀπ΄ ὅπου καὶ ἀναλάμβαναν τὴν ἐκτέλεση τῶν ποινῶν ποὺ ἔθεταν οἱ κριτὲς τοῦ Ἅδη καὶ τῆς Δίκης στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ πέραν τοῦ τάφου τους γι' αὐτὸ ἐπὶ τῶν φονέων ἀποκαλοῦνταν ὡς θεότητες "Ἐπίκουροι τῆς Δίκης".
Στὰ χέρια τους ἔφεραν συνήθως ἀναμμένες δᾶδες γιὰ νὰ διαλύουν τὰ σκότη ποὺ εὐνοοῦσαν ἢ κάλυπταν τὰ διαπραχθέντα ἐγκλήματα καθὼς καὶ μαστίγιο φιδοφόρο ὡς ὅπλο κατὰ τῶν δραστῶν.
Στὴ μέση τους ἔφεραν ζώνη δίνοντας τὴν ὄψη Μαινάδων καὶ γι' αὐτὸ ἐπίσης ὀνομάζονταν καὶ "Βάκχες τοῦ Ἅδη".
Τὸ μελανὸ δέρμα τους καλύπτονταν ἀπὸ μαῦρα φορέματα. Τὰ πρόσωπα τοὺς ἦταν τρομαχτικὰ καὶ φρικιαστικά. Τὰ μαλλιά τους ἦταν ἀνάκατα μὲ φίδια.
Ἡ ἀνάσα τους ἦταν φαρμακερή, ὅπως φαρμακερὸς ἦταν κι ὁ ἀφρὸς ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τους.
Ἡ πνοή τους ἔβγαζε φλόγες καὶ τὰ μάτια τους πετοῦσαν σπίθες. Ἔτσι, σκορποῦσαν στὸ πέρασμα τοὺς κάθε λογῆς ἀρρώστιες κι ἐμπόδιζαν ἀκόμη καὶ τὰ φυτὰ ν' ἀναπτυχθοῦν.
Οἱ Ἐρινύες κυνηγοῦσαν ὅσους εἶχαν διαπράξει ἐγκλήματα κατὰ τῆς φυσικῆς καὶ ἠθικῆς τάξης τῶν πραγμάτων. Ἔργο των Ἐρινυῶν ἦταν ἡ καταδίωξη τῶν ἐνόχων, εἰδικὰ ὅλων ὅσοι δὲν εἶχαν τηρήσει τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ ὑπαγορεύει ἡ οἰκογενειακὴ στοργή.
Δηλαδὴ ἡ μέριμνα καὶ ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν ἀπέναντι στὰ παιδιὰ καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ἀντίστροφο.
Ἐπίσης, οἱ Ἐρινύες τιμωροῦσαν καὶ καταδίωκαν μὲ λύσσα ὅλους ὅσοι εἶχαν διαπράξει φόνο, ἦταν κυριευμένοι ἀπὸ μῖσος καὶ κακία, ἦταν ἐπίορκοι ἢ δόλιοι. Φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ τιμωροῦν αὐτοὺς ποὺ ἁρπάζουν τοὺς νεοσσοὺς ἀπ' τὶς φωλιὲς τῶν πουλιῶν.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μέσῳ τῶν Ἐρινυῶν συμβόλιζαν τὶς τύψεις καὶ τὶς ἐνοχὲς ποὺ κατακλύζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ μυαλὸ ἑνὸς ἄδικου, ἑνὸς κακοῦ ἢ ἑνὸς ἐγκληματία καὶ ποὺ τὸν ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή του ἀποδεικνύοντας ὅτι, τὸ μάτι τῆς Θείας Δικαιοσύνης τὰ βλέπει ὅλα καὶ μοιράζει στὸν καθένα δικαίως, ἐκείνη τὴν ἀμοιβὴ ποὺ τοῦ ἀξίζει.
Κανένας ἔνοχος δὲν γλιτώνει ἀπὸ τὴν ἀβυσσαλέα ἐκδίκηση τους, ὅσο κι ἂν αὐτὸς πιστεύει ὅτι εἶναι ἀσφαλής. Σὲ ἀνύποπτο χρόνο, οἱ τρομακτικὲς Ἐρινύες χυμοῦν καταπάνω του, δὲν τὸν ἀφήνουν σὲ ἡσυχία, ρημάζουν τὸ σπίτι του, τὸν διώχνουν ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν καταδιώκουν, ὥσπου νὰ πέσει ἀποκαμωμένος, τρελὸς ἀπ' τὰ τραγούδια τους ποὺ πιλατεύουν τ' αὐτιά του.
Στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου, βλέπουμε τὸ θεὸ Ἄρη νὰ τὸν καταδιώκουν οἱ Ἐρινύες ἐπειδὴ βοήθησε τοὺς Τρῶες, ἀντίθετα πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του Ἥρας. Παρόμοια ἀπειλὴ κρέμεται πάνω ἀπ' τὸν Τηλέμαχο σὲ περίπτωση ποὺ ἔδιωχνε την Πηνελόπη ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι.
Ἡ μητέρα του Μελέαγρου ἐπικαλεῖται τις Ἐρινύες κατὰ τοῦ γιοῦ της, ποὺ εἶχε σκοτώσει τ' ἀδέλφια της.
Οἱ Ἐρινύες, σὰν ἐκδικήτριες τοῦ φριχτότερου ἀπ' ὅλα τὰ ἐγκλήματα, τῆς πατροκτονίας, χρησίμευαν γιὰ θέμα στοὺς Ἕλληνες τραγικούς, ἰδιαίτερα στοὺς μύθους τοῦ Ὀρέστη καὶ τοῦ Οἰδίποδα.
Οἱ συμφορὲς τοῦ Οἰδίποδα προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅ,τι ἄθελα του, εἶχε καταστεῖ ἔνοχος ἀπέναντι στοὺς γονεῖς του.
Σὲ ἄλλο μῦθο, ἡ Μέγαιρα, μαστίγωσε τόσο πολὺ τὶς γυναῖκες τῆς ἀρχαίας Νύσας, ὥσπου τρελάθηκαν καὶ σκότωσαν τὰ παιδιά τους.
Ἐπίσης εἶναι γνωστὲς καὶ ὡς Εὐμενίδες, δίνοντάς ἔτσι τὸ ὄνομά τους στὴν τρίτη τραγωδία τῆς τριλογίας Ὀρέστειας τοῦ Αἰσχύλου.
Οἱ Ἐρινύες πλήττουν τὸν Ὀρέστη
Στὴ συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τὸν Ὀρέστη, γιὸ τοῦ Ἀγαμέμνονα καὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γιὰ τὸ φόνο τῆς μητέρας του. ἐρχόμενος στὴν Ἀθήνα δικάστηκε ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο ὡς φονεὺς ἔχοντας συνήγορό του τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα, ἐνῷ ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ προεδρεύει τῶν δικαστῶν.
Στὴν ἰσοψηφία ποὺ ἀκολούθησε ἡ Ἀθηνᾶ ἔδωσε τὴν ψῆφο της ὑπὲρ τῆς ἀθώωσης τοῦ ἥρωα.
Τότε ἀναφέρεται πὼς οἱ Ἐρινύες ὀργίστηκαν καὶ κατὰ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ κατὰ τῆς πόλεως καὶ ποὺ γιὰ νὰ τὶς ἐξευμενίσουν οἱ Ἀθηναῖοι ἵδρυσαν "Ἱερὸ Εὐμενίδων" πλησίον τοῦ Ἀρείου Πάγου, τὶς δὲ δίκες περὶ φόνου νὰ τὶς ἐκδικάζει ὁ Βασιλεύς.
Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρχε καὶ ἄλλο ἱερὸ γιὰ τὶς Ἐρινύες ποὺ βρισκόταν στὸ "Ἴππιο Κολωνό", ἐκεῖ ἐρχόμενος ὁ τυφλὸς Οἰδίπους εὗρε τὸν ποθούμενο θάνατο. Ἐπίσης στὸ δῆμο «Φλύα» ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν ἄλλων βωμῶν καὶ ἐκεῖνος πρὸς τιμὴ τῶν "Σεμνῶν θεῶν".
Στὴν Μακεδονία ὑπῆρχαν παρόμοιες θεότητες ποὺ τὶς ὀνόμαζαν Ἀραντίδες.
Ταυτόχρονα ὅμως οἱ ὑποχθόνιες θεότητες μποροῦν καὶ χάνουν τὸ χαρακτῆρα τῶν ἀμείλικτων καὶ στυγερῶν θεοτήτων.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τηροῦν μὲ εὐλάβεια τοὺς Συμπαντικοὺς Νόμους τότε εἶναι ποὺ οἱ Ἐρινύες μεταμορφώνονται σὲ Εὐμενίδες, εὐεργετικὲς θεότητες, ποὺ θεωροῦνταν προστάτιδες τῶν ξένων καὶ τῶν ζητιάνων.
Ἐπίσης οἱ Εὐμενίδες ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἢ μιὰ χώρα, τὴν καταστροφή, τὶς ἀρρώστιες, τὸν κίνδυνο, τὴν ξηρασία, τοὺς βλαβεροὺς ἀνέμους καὶ ἔφερναν τὴν εὐφορία, τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐημερία.
Ὀρφικὸς ὕμνος Ἐρινύων
«Ἀκοῦστε, θεὲς πάντιμες, ἐρίβρομοι, εὐάστειρες, Τισιφόνη καὶ Ἀλληκτὼ καὶ δία Μέγαιρα. Νυκτέριες, ποὺ ἔχετε στὰ βάθη τὴν οἰκία σας σὲ ἀερόεν ἄντρο, παρὰ τῆς Στυγὸς τὸ ἱερὸ ὕδωρ.
Πετᾶτε ἀεὶ λυσσήρεις ἐξ αἰτίας τῶν ἀνόσιων βουλῶν τῶν βροτῶν, ἀγέρωχες, ἐπευάζουσες στὶς ἀνάγκες, θηρόπεπλοι, τιμωροί, ἐρισθνέες, βαρυαλγείς, χθόνιες φοβερὲς κόρες του Αἴδου, αἰολόμορφες, ἀέριες, ἀφανεῖς, γρήγορες ὅπως τὰ νοήματα.
Γιατί οὔτε τοῦ ἡλίου οἱ ταχίες φλόγες, οὔτε τῆς σελήνης καὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἐργασίμου θρασύτητος, οὔτε ἡ ἀγαθὴ χάρη τοῦ βίου, οὔτε ἡ περικαλὴς ὕβη, χωρὶς τὴν δικῆς σας εὐμένεια δὲν ἐγείρουν εὐφροσύνες στὸν βίο. Ἐσεῖς ἐπιβλέπεται ἀεὶ τὰ ἄπειρα φύλλα ὅλων τῶν θνητῶν, ἔφοροι τοῦ ὄμματος τῆς Δίκης, ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἀεὶ δικάσπολες.
Ἀλλὰ θεὲς Μοῖρες, ὀφιοπλόκαμες, πολύμορφες, δῶστε μας πραόνοη καὶ μαλακόφρονη δόξα τοῦ βίου.»
Κλῦτε, θεαὶ πάντιμοι, ἐρίβρομοι, εὐάστειραι, Τισιφόνη τε καὶ Ἀλλὴκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα· νύκτέριαι, μὺχίοις ὑπὸ κὲύθεσιν οἰκί᾽ ἔχουσαι ἄντρωι ἐν ἠερόεντι παρὰ Στὺγὸς ἱερὸν ὕδωρ, οὐχ ὁσίαις βουλαῖσι βροτῶν κεκοτημέναι αἰεί, λύσσήρεις, ἀγέρωχοι, ἐπευάζουσαι ἀνάγκαις, θήρόπεπλοι, τιμωροί, ἐρισθενέες, βαρυαλγεῖς, Ἀίδεω χθόνιαι, φοβεραὶ κόραι, αἰολόμορφοι, ἠέριαι, ἀφανεῖς, ὠκυδρόμοι ὥστε νόημα· οὔτε γὰρ ἠελίου ταχιναὶ φλόγες οὔτε σὲλήνης καὶ σὸφίης ἀρετῆς τε καὶ ἐργασίμου θρὰσύτητος † εὔχαρι οὔτε βίου λιπαρᾶς περικαλλέος ἥβης ὑμῶν χὼρὶς ἐγείρει ἐυφροσύνας βὶότοιο· ἀλλ᾽ αἰεὶ θνητῶν πάντων ἐπ᾽ ἀπείρονα φῦλα ὄμμα Δίκης ἐφορᾶτε, δικασπόλοι αἰὲν ἐοῦσαι. ἀλλά, θεαὶ Μοῖραι, ὀφιοπλόκαμοι, πόλύμορφοι, πρὰΰνοον μετάθεσθε βίου μαλακόφρονα δόξαν.