Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Μακρυγιάννης Στρατηγός

                                ΠΡΟΛΟΓΟΣ  ΤΟΥ  ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ



Ἀδελφοί ἀναγνῶστες

Ἐπειδή ἔλαβα αὐτήνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου ( ἄν ἔβγουν εἰς φῶς αὐτὰ ὅπου σημειώνω ἐδῶ καὶ ἐξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτήνη ἡ ἰδέα, — ἀπὸ τὰ 1829 φλεβαρίου 26, εἰς τ΄ Ἄργος — καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικά τῆς πατρίδος ) σᾶς λέγω, ἄν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα δὲν ἔχει τό δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοῦς ἀναγνῶστες νὰ φέρη γνώμη οὔτε ὑπέρ οὔτε κατά. Ὅτι εἷμαι ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ βαστήσω ταχτική σειρά στὰ γραφόμενα καὶ ..'τότε φωτίζεται ὁ ἀναγνώστης. Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἐναντίων τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας ὁποὺ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τήν ἀνοησίαν μας καὶ ἰδιοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικούς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ μᾶς τούς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ΄ οὔλα αὐτὰ, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι , σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς τὴν σήμερον, ὁποὺ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τήν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Γράφοντας αὐτὰ τὰ αἴτια καὶ τίς περιστάσεις, ὅπου φέραμεν τὸν ὄλεθρον τῆς πατρίδας μας ὅλοι μας , τότε ὡς ἔχοντας καὶ ἐγώ μερίδιον εἰς αὐτήνη τὴν πατρίδα καὶ κοινωνία γράφω μὲ πολλὴ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τους ἀλλὰ ὁ ζῆλος τῆς πατρίδος μοῦ δίνει αὐτήνη τήν ἀγανάχτησιν καὶ δὲν μπόρεσα νὰ γράψω γλυκότερα. Αὐτὸ τὸ χειρόγραφον, ἀπὸ τὴν περίστασιν ὅπου μοῦ ἔγιναν πολλὲς καταδρομὲς, τὸ εἶχα κρυμμένο. Τώρα ὅπου τὸ ἔβγαλα, τὸ διάβασα ὅλο καὶ ἔγραψα ὡς τὰ 1850 Ἀπρίλη μήνα, καὶ διαβάζοντὰς τὸ εἶδα ὅτι δὲν ξηγῶμαι γλυκότερα διὰ κάθε ἄτομον, πρῶτο λοιπὸν αὐτὸ, καὶ ὕστερα σὲ πολλὰ μέρη παναλαβαίνω πίσω τὰ ἴδια ( ὅτι εἷμαι ἀγράμματος, καὶ δὲν θυμῶμαι καὶ δὲν βαστῶ σειρά ταχτική ) καὶ τρίτο ἐκεῖνα ὁπού σημειώνω εἰς τήν πρωτοϋπουργίαν τοῦ Κωλέτη, ὁποὺ ἔκαμνεν τόσα μεγάλα λάθη ἀναντίον τῆς πατρίδος του καὶ τῆς Θρησκείας του καὶ τῶν συναγωνιστῶν του ὅλον τῶν τίμιων ἀνθρώπων ­--καὶ νὰ χύση τόσα ἄδικα αἴματα τῶν ὁμογενῶν του καὶ νὰ πάθη ἡ δυστυχισμένη του τοὺς πατρίδα καὶ νὰ πεθάνει καὶ τώρα εἰς τὸ πεθαμὸ του 2 ἀπὸ τοῦς ἴδιους τοῦς μαθητὰς του καὶ συντρόφους του, ὁποὺ μᾶς κυβερνοῦν· καὶ οἱ προκομμένες του οἱ βουλὲς καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι, ὁποὺ δὲν ἄφησαν λεπτὸ εἰς τὸ ταμεῖο , καὶ ὅλο τὸ κράτος τὄφεραν σὲ μίαν μεγὰλη δυστυχία καὶ ἀνωμαλία· καὶ ἕνας μεγάλος στόλος τῶν σκύλων μᾶς ἔχουν μπλοκον3 ὁποὔναι περίπου4 ἀπὸ τρεῖς μῆνες, καὶ μᾶς πῆραν ὅλα τὰ καράβια καὶ μᾶς κατακερμάτισαν ὅλο τὸ ἐμπόριον καὶ τζαλαπάτησαν τὴν Σημαίαν μας καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας οἱ ἄνθρωποι τῶν νησιῶν καὶ ἐκεῖνοι ὁποὔχουν τὰ καράβια γκιζεροῦν 5 εἰς τούς δρόμους καὶ κλαῖνε μὲ μαῦρα δάκρυα. Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ καὶ ἄλλα.

7

Τὸ ὄνομα τοῦ στρατηγοῦ Κριεζώτου πολλαχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς χειρογράφοις τῶν χρόνων τῆς Ἐπαναστάσεως· Κριτζώτης, Κριζώτης, Γκριτζώτης, Γκριζώτης κλπ. Αὐτὸς ὁ στρατηγὸς ὑπεγράφετο διαφόρως.

8 Οἱ μῦλοι τοῦ Γράδου ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἀτάλαντης ἐτέθησαν εἰς ὑποθήκην πρὸς ἐξόφλησιν τῶν ὀφειλόμενων τῷ Μακρυγιάννῃ 7944 φοινίκων τὴν 10ην Δεκεμβρίου 1832 (βλ. ἔγγρ. Α΄. τόμου κατὰ τὴν χρονολογίαν ταύτην).

9 Καὶ τὸν μιστόν, τὸ τρίτο, μοὔκοψε ὁ φίλος μου Ρόδιος· καὶ κάνα παιδὶ τῶν ἀγωνιστῶν δὲν πλερώνει εἰς τοὺς Εὐέλπιδες, ἐγὼ πλερώνω. (Ἐννοεῖ τὰ δίδακτρα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ὀθωνος, ἀποβληθέντος βραδύτερον ἐκ τῆς Σχολῆς μετὰ τὴν ἐπὶ συνωμοσίᾳ σύλληψιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τῷ 1852. Σημ. ἐκδ.).

10 Τὸ ὑπὸ τὸν Ἀντώνιον Κριεζῆν ὑπουργεῖον, διορισθὲν τὴν 2αν Δεκεμβρίου 1849. Ἐν αὐτῷ ὁ Γεωργαντᾶς Νοταρᾶς ἦτο ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν. Ὁ Πέτρος Δεληγιάννης μετέσχε τοῦ ὑπουργείου βραδύτερον (23 Ἰουλίου 1850) ὡς ὑπουργὸς ἐπὶ τοῦ Β. Οἴκου καὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, ὁ δὲ Δημ. Χρηστίδης ὡς ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν τὴν 4ην Αὐγούστου 1850.

11 Λένε τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Κορφιωτάκη· «Ὁ ἀδερφός σου ἔφαγε τόσα ἐθνικὰ ὑποστατικὰ καὶ χρήματα τοῦ Ἔθνους· διατὶ νὰ δώσῃ τῆς χήρας τώρα τὸ Ἔθνος καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μῆνα; - Ἦταν ἄξιος καὶ τὰ πῆρε ὅλα αὐτά, λέγει, κι' ἀπὸ τὴν ἀξιότη του αὐτείνη τὸν ἔβαλε κι' ὁ Βασιλέας δυὸ βολὲς ὑπουργόν, μίαν εἰς τὴν Οἰκονομίαν (καὶ διόρθωσε ὅλα αὐτὰ ὀποῦ εἶχε κάμῃ καὶ πῆρε κι' ἄλλα) - τώρα δι' αὐτὰ πλερῶστε καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μῆνα!» Κάνει τὸ νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὁ ὑπουργὸς ὁ τωρινός της Οἰκονομίας. Πουλεῖ κι' αὐτὸς τὸ σμυρίδι ἕντεκα δραχμὲς τὸ καντάρι· τοῦ δίνουν δεκάξι· «Τὄδωσα τώρα» λέγει. Πιάνει ὁ Μπάλμπης, ὀποῦ ἦταν ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, τὸν συναδερφὸν του τὸν Γιωργαντᾶ Νοταρᾶ, ὑπουργὸν τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοῦ ζητεῖ τὰ ὅσα ἔχει κατακρατήσῃ τοῦ Ἔθνους, 350 χιλιάδες δραχμές. «Κι' ἂν δὲν τὰ δώσῃς, τοῦ λέγει, δὲν συνεδριάζομεν μαζί· ἀπαρατιῶμαι». Τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας· «Εἶναι δεχτὴ ἡ ἀπαραίτησή σου». Κι' ἀπαρατήθη. Κι' ἄλλα κι' ἄλλα πλῆθος τοιοῦτα. (Ὁ Ζ. Ι. Βάλβης, ὑπουργὸς ἐπὶ τῆς Δικαιοσύνης καὶ προσωρινῶς ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν ἐν τῷ ὑπουργείῳ Κριεζῆ παρῃτήθη τὴν 10ην Μαΐου 1850. (Σημ. ἐκδ.).

12 Κλέπται.

13 Βλ. σημ. 2 τῆς σελ. 366.

14 Ἐπειδήτις ὁλοένα λέγω κατάχρησες, μὴ στοχάζεστε ὅτι ἔχω πάθος εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ψάξετε τὴς 'φημερίδες, τηρᾶτε καὶ τὰ πραχτικὰ τῶν Βουλῶν, μ' ὅλον ὀποὖναι τέτοιες Βουλὲς ὀποῦ 'περασπίζονται τὴν κλεψιὰ καὶ 'διοτέλεια καὶ πολεμοῦνε τὴν δικαιοσύνη· καὶ μ' ὄλον αὐτὸ θὰ ἰδῆτε ἂν ἀληθινὰ εἶναι αὐτὰ ὀποῦ σημειώνω. Εἶπα σὲ πολλὰ μέρη, λέγω καὶ τώρα· ἐγὼ τἄγραψα αὐτὰ ὅλα κι' ὅποιος ἀπ' ὅσους μιλῶ προσωπικῶς στοχάζεται ὅτι τὸν ἀδικῶ καὶ εἶναι κακία μου κι' ὄχι ἀλήθεια, ἔχει τὸ ἐλεύτερον νὰ γράψῃ κι' ἀναντίον μου ὅ,τι λάθη ἔκαμα εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος· ὄχι ὅμως παθητικῶς, ἀλλὰ συντροφεμένος μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν παρατήρησιν. Ὅμως δὲν ἔχει κανένας τὸ δικαίωμα νὰ γράψῃ οὔτε ὑπέρ μου, οὔτε κατὰ ἂν δὲν διαβάσῃ πρῶτα ὅλο τοῦτο ἀρχὴ καὶ τέλος κι' ὅλα μου τ' ἀποδειχτικᾶ καὶ τὰ χαρτιά μου - καὶ τότε ἃς γράψῃ ὅ,τι ὁ Θεὸς τὸν φωτίσῃ. Κι' ὅταν τὰ διαβάσῃ, τότε ἃς κάμῃ τὴν παρατήρησή του, ὄχι πρωτύτερα. Κ' ἐγὼ ἔκαμα λάθη καὶ κάνω· ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ πρέπει νὰ γράφωνται καὶ τὰ καλά μας καὶ τὰ κακά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: