Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Η ψυχή στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, καὶ ἡ Ἅγια κόρη



"

«Λέγουν ὅτι ἡ ψυχή του ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατος καὶ ἄλλοτε μὲν τελειώνει, ὁπότε λέγομε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, ἄλλοτε δὲ πάλιν γεννᾶται, ποτέ ὅμως δὲν χάνεται»

ΜΕΝΩΝ-ΠΛΑΤΩΝ

Γιὰ τους Ἕλληνες ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τον μῦθο τῶν Ἐλευσίνιων μυστηρίων, ἡ μεταθανάτια ζωή ἦταν δεδομένη, λόγω του αἰώνιου τμήματος ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὸν ἄνθρωπό. Σύμφωνα με την Ὀρφικὴ θεολογία ἡ ψυχή ἐπιβιώνει του σωματικοῦ θανάτου, καὶ μετενσαρκώνεται ξανά σε ἕνα νέο σῶμα.

Ὑποστήριζε ὅτι γίνονται πολλές ἐνσαρκώσεις ἕως ὅτου ἡ ψυχή δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ νὰ ξανά-ἐνσαρκωθεῖ, καθώς θὰ ἑνωθεῖ με την παλαιότερη καθαρή της κατάσταση. Ο μῦθος του Κάστορα καὶ του Πολυδεύκη χαρακτηρίζει την πίστη αὐτή. Τα δύο ἀδέλφια ζοῦσαν ἐναλλάξ. Ὅταν ζοῦσε ὁ ἕνας πέθαινε ὁ ἄλλος. Στὸν μῦθο αὐτὸ τα δύο ἀδέλφια ἀντιπροσώπευαν τα ἀνωτέρω καὶ το κατώτερο ἐγὼ, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ εἶναι καὶ τα δύο«ζωντανά» ταυτόχρονα. Ο Πλούταρχος μας ἐξηγεῖ στὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα το ταξίδι της ψυχῆς:

«Γνωρίζουμε πῶς ἡ ψυχή εἶναι ἄφθαρτη καὶ θὰ πρέπει νὰ την σκεπτόμαστε σὰν ἕνα πουλί ἐγκλωβισμένο. Ἄν μείνει γιὰ πολύ χρόνο στὸ σῶμα καὶ ἐξοικειωθεῖ με τούτη την ζωή σὰν ἀποτέλεσμα κάθε εἴδους ἐμπλοκῆς καὶ συνήθειας, θὰ λάμψει ξανά μέσα σε ἕνα σῶμα μετά ἀπὸ ἀλλεπάλληλες γεννήσεις καὶ δὲν θὰ πάψει ποτέ νὰ ἐμπλέκεται στὰ πάθη καὶ στὶς τύχες αὐτοῦ του κόσμου», ἐνῶ ὁ «Πυθαγόριος» Ἐμπεδοκλῆς δήλωνε γιὰ αὐτούς ποὺ ἀμφέβαλαν γιὰ την προΰπαρξη της ψυχῆς:

«Ἄφρονες καὶ ἀγνοοῦντες εἶναι καὶ με την σκέψη τους μακριά δὲν φτάνουν, αὐτοὶ ποῦ ὑποθέτουν πώς ἐκεῖνο πού δὲν ὑπῆρχε μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἡ πῶς ἐντελῶς νὰ πεθάνει κάτι μπορεῖ , καὶ παντελῶς νὰ ἐξαφανιστεῖ. Ἀδύνατον ἀρχὴ νὰ γίνει ἀπὸ την Μὴ ὕπαρξη. Ἀδύνατον ἐπίσης ἡ ὕπαρξη στὸ τίποτε νὰ σβήσει, διότι ἐκεῖ ὁποῦ μία ὕπαρξη ὁδηγεῖτε, ἐκεῖ θὰ συνεχίσει νὰ εἶναι. Ποτέ κανένα μὴν πιστέψετε ποῦ καθοδηγούμενος εἰς τα θέματα αὐτὰ ὑπῆρξε, ὅτι τα πνεύματα τῶν ἀνθρώπων ζοῦν μόνο ὅσο ἡ ἀποκαλούμενη ζωή κρατᾶ. Ὅτι μονάχα τότε ζοῦνε, ὅσοι ἀπολαμβάνουν τις χαρές καὶ τις λῦπες τους, ἡ ὅτι προτοῦ νὰ γεννηθοῦν καὶ ἀφοῦ πεθάνουν, αὐτοί εἶναι ἕνα τίποτα…».

Ὁ Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος σε ἕναν ἀπὸ τους σοφούς διάλογους του ἐξηγεῖ ὅτι τα πάντα εἶναι κίνηση, καὶ ὅτι θάνατος εἶναι ἡ ἀλλαγῆ μιᾶς κατάστασης σε μία ἄλλη:

«-Δὲν παθαίνουν πατέρα τα ζωντανά ὄντα στὸν κόσμο, μολονότι ἀποτελοῦν τμήματα του κόσμου;

- Σώπα, παιδί μου, γιατί κινδυνεύεις νὰ παραπλανηθείς ἀπὸ την ὀνομασία του φαινομένου. Τα ζωντανά ὄντα δὲν πεθαίνουν.. Ἁπλῶς καθώς εἶναι σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση αὐτή δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ διάλυση ἑνὸς μίγματος. Καὶ ἄν πρόκειται νὰ διαλυθοῦν, δὲν καταστρέφονται, ἀλλὰ ἀνανεώνονται. Τι εἶναι στὰ ἀλήθεια, ἡ ἐνέργεια της ζωῆς: Δὲν εἶναι ἡ κίνηση; Ή τι ὑπάρχει στὸν κόσμο ποῦ μένει ἀκίνητο; Τίποτε, παιδί μου.-Ἀλλὰ πατέρα ἡ Γῆ τουλάχιστον δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ἀκίνητη;-Ὄχι παιδί μου. Κατά ἀντίθεση πρὸς ὅλα τα ὄντα, ποὺ φαίνεται σταθερή, αὐτή ὑπόκειται σε πλῆθος κινήσεων. Δὲν θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ ὑποτεθεῖ ὅτι ἡ τροφός ὅλων τῶν ὄντων θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀκίνητη, αὐτὴ πού εἶναι ἡ αἰτία της γέννησης ὅλων τῶν ὄντων , αὐτὴ ποῦ γεννάει ὅλα τα πράγματα; Χωρίς κίνηση πράγματι εἶναι ἀδύνατον ἐκεῖνο ποὺ γεννάει νὰ γεννήσει ὁτιδήποτε…

Μάθε λοιπόν ὅτι ὅλα τα πράγματα στὸν κόσμο μηδενός ἐξαιρουμένου βρίσκονται ἐν κινήσει, εἴτε ἐλαττούμενα εἴτε αὐξανόμενα. Καὶ ὅτι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται σε κίνηση, βρίσκεται στὴν ζωή, χωρίς νὰ εἶναι ἀνάγκη κάθε ζωντανό ὄν νὰ διατηρεῖ την ταυτότητα του. Χωρίς ἀμφιβολία παιδί μου, ὁ κόσμος ὅταν τον δεῖς στὸ σύνολο του εἶναι ἀκίνητος, ἀλλὰ τα μέρη του βρίσκονται ὅλα σε κίνηση, χωρίς ὡστόσο, τίποτε νὰ χάνεται ἡ νὰ καταστρέφεται…»

Χαρακτηριστικό της πίστης στὴν μετενσάρκωση εἶναι ἡ πληροφορία μας διασώζεται ἀπὸ τον Διογένη τον Λαέρτιο , ὅτι ὁ Πυθαγόρας θυμόταν προηγούμενες ἐνσαρκώσεις του:

«Κάποτε εἶχα ὑπάρξει σὰν Εὔφορβος καὶ τραυματίστηκα ἀπὸ τον Μενέλαο στὴν ἅλωση της Τροίας καὶ πέθανα. Σε ἐκείνη τὴ ζωή συνήθιζε νὰ λέει ὅτι πρὶν ἦταν ὁ Αἰθαλίδης καὶ εἶχε λάβει σὰν δῶρο ἀπὸ τον Ἑρμῆ την μνήμη τῶν ἐνσαρκώσεων του….».

Γιὰ τον Πλωτίνο, ἡ Ψυχή ἔχει τρεῖς ὑποστάσεις. Ζεῖ με τον Νοῦ καὶ διάμεσων του Νοῦ ἑνώνεται με το Ἕνα. Το ἄλλο τμῆμα της αὐτὸ ποῦ κοιτάζει πρὸς τον βυθό (ὕλη-γη), εἶναι ὑπεύθυνο γιὰ τὴ δημιουργία τῶν σωμάτων. Ὅμως καὶ αὐτὸ το τμῆμα ποτέ δὲν χάνει την ἐπαφὴ του με τον Νοῦ. Βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν Νοῦ καὶ τις αἰσθήσεις. Η ψυχή εἶναι ἡ ἐνδιάμεση αἰτία τῶν αἰσθήσεων καὶ ὁ ἐκπρόσωπος του Νοῦ, ἡ ὁποία ἔχει την δυνατότητα νὰ ὑπερυψώνεται πάνω ἀπὸ την λογική, ἐφόσον προέρχεται ἀπὸ τον Νοῦ καὶ την Παγκόσμια Ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιατί ἕνα τμῆμα της παραμένει πάντοτε στοὺς κόλπους του Νοῦ. H ψυχή εἶναι ἡ παραγωγική δύναμη του κόσμου, ἐνεργεῖ σε διαφορετικά ἐπίπεδα καὶ με διαφορετικούς τρόπους, παράγοντας ἔτσι διαδοχικά πυκνότερες εἰκόνες ἡ ἀντανακλάσεις του ἐαυτού της, ἐμψυχωμένες ὅμως με ὅλο καὶ λιγότερη δύναμη.

Το χαμηλότερο σημεῖο της ἐκδήλωσης της σχηματίζει τον κόσμο της ὕλης καὶ των σκιῶν της σπηλιᾶς του Πλάτων, ὁπού ἡ δύναμη της συνείδησης εἶναι ἀνύπαρκτη, βυθισμένη στὴν ἀδράνεια καὶ στὸν λήθαργο της ὕλης. Στό χαμηλότερο ἐπίπεδο της ζωῆς, οἱ ἀτομικές ψυχές ἔχουν ἔντονη την τάση της χωριστικότητα καὶ της ἀπομόνωσης. Αὐτὴ ἡ χωριστικότητα, γιὰ τον Πλωτίνο, εἶναι το ἁμάρτημα της ἀνθρώπινης ψυχῆς, το ὁποῖο καὶ πληρώνει ἀφενός στὸν μεταθανάτιο Ἄδη καὶ ἀφετέρου μετενσαρκωμένη σε σώματα ποὺ ταιριάζουν ὅσο το δυνατό καλύτερα στὶς ποιότητές της. Γιὰ τον Πλάτωνα, ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη, ἐπειδὴ ὅ,τι κινεῖται αἰώνια εἶναι ἀθάνατο, καὶ πραγματικό. Ἀντίθετα ὅτι εἶναι κινούμενο ἀπὸ κάτι ἄλλο, ὅταν παύει νὰ ἔχει κίνηση, παύει νὰ ἔχει καὶ ζωή. Αὐτὸ ὅμως ποὺ κινεῖται ἀπὸ τον ἑαυτόν του, εἶναι καὶ ἡ πηγή καὶ ἡ ἀρχὴ της κίνησης, ἑπομένως ἐνέχει την ἀρχή της ζωῆς. Η ψυχή ὡς κάτι το αὐτοκινούμενο, εἶναι ἥ ἀρχὴ της κίνησης καὶ εἶναι ἀθάνατη καὶ ἄφθαρτη. Στον διάλογο του Μένων του Πλάτων ὁ Σωκράτης δηλώνει:

«Ἔχω ἀκούσει Μένων, λέει, σοφούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες νὰ μιλᾶνε γιὰ τα θεία πράγματα. Εἶναι ἱερεῖς καὶ ἱέρειες ποὺ ξέρουν γιὰ ποῖα πράγματα μιλᾶνε. Τα λέει ἀκόμα καὶ ὁ Πίνδαρος καὶ πολλοί ἄλλοι ἀπὸ τους ποιητές ποὺ εἶναι θεῖοι. Καὶ θὰ σου τα ἀποκαλύψω βέβαια, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ κρίνεις ἄν εἶναι σωστά ἡ ὄχι. Λένε λοιπόν ὅτι ἡ ψυχή του ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατη, ἡ ὁποία (μπορεῖ βέβαια νὰ) τελευτᾶ - αὐτὸ δηλαδή ποὺ ὀνομάζουμε θάνατο - ἀλλὰ ξαναγεννιέται καὶ ποτέ δὲ χάνεται. Πρέπει ὅμως νὰ διαβιώνει κανείς ὅσο πιὸ ἁγνὰ μπορεῖ. Καὶ ὑπάρχει σοβαρός λόγος γι' αὐτὸ.

Γιατί ὅσοι θὰ ἀποτίσουν πρὸς την Περσεφόνη τις ποινές του παλαιοῦ της πένθους αὐτῶν τις ψυχές μετά ἀπὸ ἐννέα χρόνους (κύκλους ὕπαρξης),στὸν πάνω ἥλιο ἀνεβάζει. Καὶ ἀπὸ αὐτὲς (τις ἐξαγνισμένες ψυχές ὅταν ἐπανενσαρκωθοῦν) προέρχονται οἱ λαμπροί βασιλιᾶδες καὶ ἐκεῖνοι ποῦ ἐξελίσσονται ταχύτατα σε δυνατούς χαρακτῆρες καὶ σε μεγάλους σοφούς. Καὶ μετά ἀπὸ αὐτὸ (τον ἀλτρουιστικό ἄθλο, μπορεῖ νὰ) ἀποκαλοῦνται ἁγνοί ἥρωες».

Γιὰ τους Ἕλληνες λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρίς-ὑπόστατος, Σῶμα ἡ ὕλη, Ψυχή καὶ Νοῦς, κατά ἀντιστοιχία του κοσμικοῦ τρίπτυχου Χάος, Θεός, κόσμος. Ο νοητικός κόσμος, ὁ Ψυχικός ἡ ἀστρικός καὶ ὁ αἰθερικός φυσικός κόσμος συνδέονται με τις τρεῖς ἀποστάσεις του Δία ἡ Ζήνα, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν στὸν Οὐράνιο Δία, τον χθόνιο Πλούτωνα καὶ τον ὑδάτινο Ποσειδῶνα. Ο πρῶτος κυβερνοῦσε τα Ἡλύσια πεδία, ὁ δεύτερος τον Ἄδη, καὶ ὁ τρίτος τον ἐνεργειακό ὠκεανὸ, ὁποῦ διαδραματίζεται ἡ φυσική μας ὕπαρξη. Μετά θάνατον το πνεῦμα ἡ ὁ Νοῦς του ἀνθρώπου πήγαινε στὰ Ἠλύσια πεδία, το Εἴδωλο πήγαινε στὸν Ἄδη, καὶ το σῶμα διαλυόταν με τον φυσικό θάνατο. Ἔτσι το «εἴδωλο» εἶναι το «ἐνσαρκωμένο ἐγὼ», το φυσικό σῶμα καὶ ἡ προσωπικότητα.

Ο«Δαίμων» εἶναι το πνεῦμα ὁ πραγματικός ἑαυτός ποῦ εἶναι ὁ συνδετικός κρίκος του καθενός με τον Θεό. Τα μυστήρια σὰν σκοπό εἶχαν νὰ βοηθήσουν τον μυημένο νὰ καταλάβει ὅτι το «εἴδωλο», ἦταν ἕνας ἀπατηλός ἑαυτός καὶ πῶς ἡ πραγματική του ταυτότητα εἶναι ὁ «ἀθάνατος Δαίμων».Σύμφωνα με την μυθολογία, ὁ Κάτω Κόσμος βρισκόταν πέρα του Ὠκεανοῦ ποῦ ἔζωνε τὴ γῆ. Η ψυχή του νεκροῦ πέρναγε τρεῖς ποτάμιες διόδους, τον Ἀχέροντα, τον Κώκυτο, τον Πυριφλεγέθοντα καὶ διέσχιζε με βάρκα την Αχερουσία Λίμνη. Το βασίλειο του Ἄδη ἦταν ἕνας τόπος σκοτεινός ὁποὺ κυβερνοῦσε μαζί με τὴ σύζυγό του Περσεφόνη καὶ δίκαζε τις ψυχές τῶν νεκρῶν με τὴ βοήθεια τριῶν δικαστῶν, του Μίνωος, του Αιακού καὶ του Ραδαμάνθυος. Ο Πλάτωνας μας περιγράφει μέσῳ της ἱστορίας του Ἤραντα την μεταθανάτια ἐμπειρία καὶ την κρίση της ψυχῆς.:

«Σκοτώθηκε στὴ μάχη. Δέκα μέρες ἀργότερα, ὅταν ἀπομάκρυναν τα πτώματα των νεκρῶν ποὺ ἤδη εἶχαν σαπίσει, βρῆκαν το πτῶμα του, ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἄθικτο καὶ το μετέφεραν στὴν πατρίδα του γιὰ νὰ ταφή.

Στή δωδέκατη μέρα μετά τον θάνατο του, καθώς ἦταν ξαπλωμένο το πτῶμα πάνω στὴν νεκρική πυρά, ὁ Ἤραντας ἐπέστρεψε στὴν ζωή καὶ διηγήθηκε τι εἶδε στὸν ἄλλο κόσμο. Εἶπε ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή του ἐγκατέλειψε το σῶμα του πῆγε ταξίδι με πολυπληθῆ παρέα καὶ ἔφτασε σε ἕνα μυστηριῶδες μέρος ὅπου ὑπῆρχαν δύο ἀνοίγματα στῆ γῆ. Ἦταν κοντά το ἕνα στὸ ἄλλο καὶ ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω τους ἦταν ἄλλα δύο ἀνοίγματα στὸν οὐρανὸ. Ἀνάμεσα στὰ δύο ζεύγη ἀνοιγμάτων, ἦταν δικαστές καθισμένοι, ποὺ διέταζαν τους δίκαιους, ἀφοῦ τους ἔκριναν καὶ ἔγραφαν τις ἀποφάσεις στὸ στῆθος τους, νὰ ἀνέβουν στόν οὐρανό ἀπὸ τα δεξιά. Κατά ἀνάλογο τρόπο, οἱ ἄδικοι ἀναγκάζονταν νὰ κατέβουν στὴ γῆ ἀπὸ ἀριστερά. Καὶ ἐκείνοις εἶχαν γραμμένες τις ἀποφάσεις πάνω τους, ἀλλὰ στὶς πλάτες καὶ ὄχι στὰ στήθη τους.»

Ἀνάμεσα στούς μύθους ποὺ ἀναφέρονται στὴν ζωή μετά τον θάνατο, ἦταν καὶ ὁ μῦθος του Ταντάλου. Ὁ Τάνταλος εἶχε καταδικαστεῖ νὰ βασανίζεται ἀπὸ ἀκόρεστη δίψα στὸν Ἄδη. Νερό ὑπῆρχε παντοῦ γύρω του, ὅταν ὅμως προσπαθοῦσε νὰ πιεῖ, το νερό ἀπομακρύνονταν. Το ἴδιο συνέβαινε καὶ με τα φροῦτα, ὅταν ἅπλωνε τα χέρια νὰ τα πιάσει αὐτὰ ἀνέβαιναν τόσο ψηλά ποὺ δὲν τα ἔφτανε. Ὁ μῦθος σήμαινε ὅτι ὅσοι πέθαιναν γεμᾶτοι ἐπιθυμίες, μετά τον θάνατο οἱ ἴδιες κατώτερες αὐτὲς γήινες ἐπιθυμίες τον κρατοῦσαν στὰ κατώτερα πεδία, ἀφοῦ προσπαθοῦσε μάταια νὰ τις ἱκανοποιήσου. Ὁ Πλάτων στὸν Φαίδων γράφει σχετικά με το θέμα:

«Κάθε ἡδονὴ ἡ λύπη σὰν με καρφί προσηλώνει την ψυχή εἰς το σῶμα καὶ οἱονεί διὰ περόνης καρφώνει καὶ καθιστά αὐτὴν σωματοειδή, καὶ την κάνει νὰ νομίζει ὅτι ἐκεῖνα εἶναι ἀληθῆ, ὅσα καὶ το σῶμα νομίζει ἀληθῆ. Διότι ἐξ’ αἰτίας του ὅτι φρονεῖ τα ἰδία πρὸς το σῶμα καὶ διὰ αὐτὰ χαίρει, ἀναγκάζεται, νομίζω, καὶ ὁμοίους τρόπους νὰ ἔχει πρὸς το σῶμα καὶ ὁμοίως νὰ τρέφεται καὶ ἀναγκάζεται νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε νὰ μὴν ἔλθει ποτέ καθαρά εἰς τον Ἄδη, ἀλλὰ νὰ πίπτει εἷς ἄλλο σῶμα καὶ τρόπον τινά σπειρόμενη νὰ φύεται ἀλλοῦ, καὶ ὥς ἐκ τούτου νὰ στερεῖται της κοινωνίας του θείου, του καθαροῦ καὶ του ἁπλοῦ».

Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν κρίνεται γιὰ τις πράξεις του καὶ δικάζεται, ὅπως διαβεβαιώνει καὶ ὁ Δημόκριτος:

«Ὅποιος δὲν δώσει σ' αὐτόν ποὺ ζητᾶ, δὲν θὰ λάβει ὅταν ζητήσει».

Ἄς δοῦμε πῶς ἡ Ἑλληνική μυθολογία περιγράφει την δράση των δυνάμεων της ἀνταποδοτικότητας. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, πρώτη σύζυγος του Δία ὑπῆρξε ἡ Θέμιδα ἀδελφὴ της ὁποίας ἦταν ἡ Μνημοσύνη. Ἡ Θέμιδα ἀντιπροσώπευε την ἰδέα της δικαιοσύνης, ἦταν ὁ ἀντιπρόσωπος της παγκόσμιας τάξης καὶ ἁρμονίας, ἡ ὑπεύθυνη Θεά γιὰ την καταστολή κάθε ὑπερβολῆς καὶ τὴ συγκράτηση του ἀνθρώπου στὰ ὅρια της Φύσης καὶ της ὀρθότητας, μέσῳ της φοβερῆς Νεμέσεως, ποὺ εἶναι το ἐκτελεστικό ὄργανο της Θέμιδος. Ἡ Θέμιδα εἶχε ὡς κόρες τις τρεῖς Μοῖρες την Κλωθώ την Λάχεσης καὶ την Ἀτραπό, οἱ ὁποῖες μοίραζαν στοὺς ἀνθρώπους τα καλά καὶ τα κακά σύμφωνα με τον Ἡσίοδο.

Οἱ μοῖρες ἀντιπροσώπευαν την δύναμη του πεπρωμένου ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ἡ Ἄτροπος ἀντιπροσώπευε το παρελθόν, ἡ Λάχεσις το Μέλλον, καὶ ἡ Κλωθώ ἡ ὁποία ἔκλωθε τις πράξεις καὶ τις συνέπειες τους, το παρόν. Ἡ ἐξουσία τους ἦταν τόσο μεγάλη ὥστε οὔτε ὁ Δίας δὲν μποροῦσε νὰ την ἀμφισβητήσει. Το πεπρωμένο ἦταν ὁ ἀνυπέρβλητος νόμος ποὺ κυβερνοῦσε το σύμπαν. Στὴν ἀνατολική φιλοσοφία ὁ νόμος της δράσης καὶ της ἀντίδρασης, της αἰτίας καὶ του ἀποτελέσματος, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ της ἀνταποδιτικής δικαιοσύνης, ὀνομάζεται Κάρμα.

Σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ καμία αἰτία δὲν εἶναι χωρίς συνέπεια ἀπὸ την μικρότερη ἑως την μεγαλύτερη, ἀπὸ την κοσμική κίνηση, ἑως την κίνηση του ἀνθρώπινου χεριοῦ καὶ καθώς το ὅμοιο παράγει ὅμοιο, το «Κάρμα» εἶναι ὁ ἀόρατος νόμος ὁ ὁποῖος σοφά, ἰσόποσα καὶ διακριτικά ταιριάζει κάθε ἀποτέλεσμα στὴν αἰτία του ἐξισορροπῶντας ἔτσι την ὑπάρχουσα ἀνισορροπία.

Ο νόμος αἰτίου-ἀποτελέσματος εἶναι ὁ μηχανισμός ποὺ κρατᾶ την ἰσορροπία του μακρόσκοσμου καὶ του μικρόκοσμου καὶ ἐλέγχει την ἐξάπλωση του σύμπαντος καὶ του ἀνθρώπου. Σύμφωνα με το νόμο της αἰτιότητας, το ὁτιδήποτε συμβαίνει, γίνεται γιὰ κάποια ἀπόλυτη ἀνάγκη. Κάθε γεγονός ἔχει την αἰτία του, καὶ κάτω ἀπὸ τις ἴδιες συνθῆκες οἱ ἴδιες αἰτίες παράγουν τα ἴδια ἀποτελέσματα. Ἑπομένως, τα γεγονότα συνδέονται με ἀναγκαίους καὶ παγκόσμιους νόμους, ὅπως χαρακτηριστικά λέει καὶ ὁ Αἰσχύλος :

«Ὑπάρχει το ἄγρυπνο βλέμμα του Νόμου ποὺ παρατηρεῖ τα πάντα».

Ὁ μῦθος του Ἔρωτα καὶ της ψυχῆς εἶναι μία ὄμορφη παραβολή της περιπέτειας της ψυχῆς στὸ ταξίδι της ἀπὸ την θεϊκή μονάδα στὴν ὕλη. Ὁ ἐρωτᾶς σε αὐτὸν τον μῦθο συμβολίζει τον ἀνώτερο ἑαυτό, το ἀθάνατο πνεῦμα του ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ ψυχή εἶναι το κατώτερο«ἐγὼ», ἡ ὁποία μένει στὸ πανέμορφο παλάτι ποὺ εἶναι το ἀνθρώπινο σῶμα.

Σύμφωνα με τον μῦθο, ἡ ψυχή ἦταν κόρη βασιλιά ἐξαίσιας ὀμορφιᾶς, καὶ εἶχε δύο ἀδελφὲς. Οἱ ἀδελφές της ψυχῆς εἶχαν βρεῖ συζύγους, ἐνῶ ἡ ἴδια λόγῳ της σπάνιας ὀμορφιᾶς της φόβιζε τους ἄντρες. Ο πατέρας της ἀπελπισμένος ρώτησε το μαντεῖο τι ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ νὰ βρεῖ γαμπρό στὴν κόρη του Ψυχή, καὶ το μαντεῖο ἀπάντησε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ την στολίσουν σὰν νύφη καὶ νὰ την ἀφήσουν σε ἕνα βράχο, ὁπού θὰ ἐρχόταν ἕνα τέρας νὰ την κάνει δική του, ὅπως καὶ ἔγινε.

Η Ψυχή μόνη στὸν βράχο αἰσθάνθηκε ἕνα ἄνεμο νὰ την σηκώνει ψηλά καὶ νὰ την παρασύρει στὸν οὐρανὸ, σε μία κοιλάδα ὅπου την πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησε κατάλαβε ὅτι βρισκόταν σε ἕνα παλάτι ἀπὸ χρυσό καὶ μάρμαρο. Ἐπισκέφτηκε ὅλα τα δωμάτια καὶ ἐκεῖ την δέχονταν φωνές πού της ἀποκάλυπταν ὅτι ἦταν σκλάβες της. Το βράδυ αἰσθάνθηκε δίπλα της μία παρουσία. Ἦταν ὁ σύζυγος της γιὰ τον ὁποῖο εἶχε μιλήσει το μαντεῖο, καὶ ὁ ὁποῖος δὲν φαινόταν τελικά τόσο τερατώδης ὅσο φοβόταν, παρότι δέν μποροῦσε νὰ τον δεῖ. Την προειδοποίησε μάλιστα ὅτι ἐάν προσπαθοῦσε νὰ τον δεῖ θὰ τον ἔχανε γιὰ πάντα.

Αὐτό συνεχίστηκε γιὰ ἀρκετές ἑβδομάδες, δηλαδή την ἡμέρα ἦταν μόνη στὸ γεμᾶτο φωνές παλάτι, ἐνῶ το βράδυ ἀντάμωνε τον ἄντρα της. Ἦταν πολύ εὐτυχισμένη, κάποτε ὅμως ἐπιθύμησε την οἰκογένεια της, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ζήτησε την ἄδεια ἀπὸ τον σύζυγο της καὶ αὐτὸς της ἐπισήμανε τους κινδύνους της ἀπουσίας της, ἡ Ψυχή ὅμως ἐπέμενε καὶ τελικά τα κατάφερε. Ὁ ἄνεμος την μετέφερε ξανά στὸν βράχο, καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ πατρικό της.

Ὅταν οἱ ἀδελφές της διαπίστωσαν την εὐτυχία της ἀδελφῆς τους ζήλεψαν, καὶ ὅταν ἔμαθαν ὅτι δὲν εἶχε δεῖ ποτέ το πρόσωπο του συζύγου της, την ἔπεισαν νὰ κρύψει την νύχτα ὅταν θὰ ἐπέστρεφε κοντά του καὶ νὰ κοίταγε κρυφά το πρόσωπο του. Ὅταν ἡ ψυχή ἔπραξε τα συμφωνηθέντα, ἔκπληκτη ἀνακάλυψε ὅτι δίπλα της κοιμόταν ἕνας ὄμορφος ἔφηβος ὁ Ἔρωτας. Τρέμοντας ἀπὸ την συγκίνησε μία σταγόνα ἀπὸ το λάδι του λύχνου ἔπεσε πάνω στὸν Ἔρωτα καὶ τον ξύπνησε. Ὅπως την εἶχε ὅμως προειδοποιήσει ὁ Ἔρωτας ἔφυγε ἀμέσως, καὶ δὲν ξαναγύρισε ξανά. Χωρίς την προστασία του συζύγου της καὶ λόγω της ὀμορφιάς της ἡ Ἀφροδίτη την ἔκλεισε στὸ παλάτι της καὶ την βασάνιζε με διάφορους τρόπους, καὶ στὸ τέλος την ὑποχρέωσε νὰ κατέβει στὸν κάτω κόσμο καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ την Περσεφόνη ἕνα φιαλίδιο με το νερό την νιότης.

Στόν δρόμο της ἐπιστροφή ὅμως ἡ Ψυχή ἄνοιξε το ἀπαγορευμένο μπουκάλι με το νερό της νιότης καὶ ἀμέσως ἔπεσε σε βαθύ ὕπνο. Ο σύζυγος την ἔρωτας ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ την ξεχάσει καὶ ὅταν την εἶδε την ξύπνησε με τα βέλη του καὶ ζήτησε ἀπὸ τον Δία νὰ παντρευτεῖ την θνητή Ψυχή, ὅπως καὶ ἔγινε γιὰ νὰ ζήσουν μαζί γιὰ πάντα. Η Μετενσάρκωση δὲν εἶναι βέβαια μία διδασκαλία ποὺ ἐμφανίζεται μόνο στὴν θεολογική σκέψη των Ἀρχαίων Ἑλλήνων. Εἶναι μία πίστη ποὺ ὑπῆρχε καὶ σε πολλές ἄλλες θρησκεῖες καὶ χῶρες, ὅπως, στὴν Ἰνδία στὴν Αἴγυπτο καὶ ἄλλου.

Το Ἰνδικὸ ἔπος «Μπαγκαβάτ Γκιτά», γιὰ παράδειγμα ἀναφέρει:

«Εἶπαν οἱ σοφοί, φθαρτά εἶναι τα σώματα καὶ μόνο. Η ψυχή τους εἶναι ἄφθαρτη καὶ ἀμέτρητη. Πού ἀνθρώπου νοῦς δὲν νοιώθει, γιατί αὐτὴ εἶναι ἀπεριόριστη. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ νομίζει πὼς σκοτώνει ἡ ψυχή, καὶ ὁ ἄλλος ποὺ πιστεύει πῶς σκοτώνεται αὐτή, καὶ οἷ δύο τίποτε δὲν ξέρουν. Γιατί η ἄφθαρτη ψυχή οὔτε φθείρεται οὔτε φθείρει. Δὲν γεννιέται δὲν πεθαίνει οὔτε καὶ ξαναγεννιέται μία ποὺ δὲν γεννήθηκε ποτέ. Εἶναι ἀγέννητη καὶ ἀρχαία καὶ παντοτινή καὶ αἰώνια Κι οὔτε ποτέ λιγοστεύει, οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, οὔτε ἄν σκοτωθεῖ το σῶμα, χάνεται κι αὐτὴ μαζί του. Την ψυχή ὅποιος πιστεύει πῶς εἶναι ἄφθαρτη καὶ αἰώνια, πῶς ποτέ δὲν γεννηθεῖ, οὔτε καὶ ἄλλαξε ποτέ, πὼς μπορεῖ πιὰ νὰ νομίζει πῶς αὐτὸς θὰ τὴ σκοτώσει, ἡ πῶς θὰ σταθεῖ αἰτία του χαμοῦ μιᾶς ψυχῆς. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος ἀφήνει τα φορέματα του τα παλιά γιὰ νὰ πάρει ἄλλα καινούργια, Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή πετάει τα παλιά τα σώματα της καὶ ἄλλα ντύνεται καινούργια, την ψυχή σπαθί δὲν κόβει, οὔτε φωτιά την καίει. Νερό δὲν την μαλακώνει, οὔτε την ξεραίνει ἀγέρας. Γιὰ αὐτὸ τὴ λένε ἄκοπη, ἄκαυτη καὶ ἀμαλάκωτη, ἀμάραντη καὶ ἀχάλαστη, καὶ ὁλοῦθε πώς περνάει Ἄναρχη καὶ ἀμετάβλητη, ἀόρατη, ἀνείπωτη, ἀπάτητη τέτοια σὰν ξέρεις την ψυχή δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι»..

Ὁ Ἄραβας ποιητής καὶ φιλόσοφος Τζαλαλουντίν Ρούμι (13ος αἰῶνας μ.χ) περιγράφει την κοσμική διαδικασία της ἐξέλιξης της ψυχῆς με τα ἀκόλουθα λόγια:

«Πέθανα ὀρυκτό καὶ ἔγινα φυτό. Πέθανα φυτό καὶ ἔγινα ζῶο. Πέθανα ζῶο καὶ ἔγινα ἄνθρωπος. Γιατί νὰ φοβηθῶ; Πότε ἤμουν κάτι λιγότερο με τον θάνατο; Κι ὅμως ἄλλη μία φορά θὰ πεθάνω σὰν ἄνθρωπος γιά νὰ ὑψωθῶ στοὺς εὐλογημένους Ἀγγέλους. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ την ἀγγελικότητα, πρέπει νὰ προχωρήσω πιὸ πέρα. Ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ τον Θεό πεθαίνουν. Ὅταν θυσιάσω την ἀγγελική ψυχή μου θὰ γίνω αὐτὸ ποὺ κανένα μυαλό δὲν σκέφτηκε..»

H χριστιανική ἐκκλησία δὲν ἀποδέχεται την μετενσάρκωση με βάση την ἀποφάσει του συμβουλίου της Νίκαιας το 325 μ.χ, ὁπού καὶ ἀποφασίστηκε ποῖα βιβλία θὰ ἀποτελοῦσαν την βίβλο ποὺ ξέρουμε σήμερα, ἐνῶ πλῆθος ἄλλων χριστιανικῶν βιβλίων καταστράφηκαν γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει σύγχυση.

(Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι το 325 στὴν σύνοδο της Νίκαιας ἡ συμμετοχή της Χριστιανικῆς Ἑλλάδας ἀνέρχεται μόλις σε τρεῖς ἐπισκόπους ἐπὶ συνόλου 318).

Ἔτσι τα πρῶτα χρόνια του Χριστιανισμοῦ οἱ Πατέρες της ἐκκλησίας δὲν συμφωνοῦσαν οἱ μεταξύ τους σχετικά με τὴ φύση καὶ το πεπρωμένο της ψυχῆς. Ο Κέλσος ἀναφέρει γιὰ παράδειγμα, ὅτι οἱ Χριστιανοί τροποποιῆσαν τρεῖς ἡ τέσσερις φορές τα κείμενα τους ἔτσι ὥστε νὰ δυσκολέψουν ὅλους ὅσους ἀσκοῦσαν κριτική την Ἐποχῆ ἐκείνη, ἐνῶ ὁ Ὠριγένης δήλωνε :

«Εἶναι ἕνα ἀποδεκτό γεγονός σήμερα πῶς ὑπάρχει μία μεγάλη ποικιλία μεταξύ των χειρόγραφων, πού ὀφείλεται ἄλλοτε στὴν ἀπροσεξία των γραφέων ἡ στὴν διεστραμμένη αὐθάδεια μερικῶν ἀνθρώπων νὰ διορθώνουν τα κείμενα ἡ ξανά στὸ γεγονός ὁπού ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ προσθέτουν ἡ διαγράφουν ὅπως τους εὐχαριστεῖ, βάζοντας τους ἑαυτούς τους ὡς διορθωτές» .

Ὁ Χριστός ἐπίσης εἶχε πεῖ, ὅτι ἐάν κάποιος δὲν γεννηθεῖ ξανά, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει την βασιλεία του Θεοῦ. Τότε ὁ Νικόδημος μὴν καταλαβαίνοντας τον ρώτησε ἐάν εἶναι ποτέ δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μπεῖ δεύτερη φορά σε μήτρα ὁ Χριστός του ἀπάντησε:

«..Ἐκτὸς καὶ ἐάν κάποιος γεννηθεῖ ἀπὸ νερό καὶ πνεῦμα , δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὸ βασίλειο του Θεοῦ. Αὐτό ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ σάρκα εἶναι σάρκα, καὶ αὐτὸ ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ πνεῦμα εἶναι πνεῦμα».

Ἐξετάζοντας ἔτσι τις ἀπόψεις τῶν πρώτων Χριστιανῶν θεολόγων διαπιστώνουμε πὼς ὑπάρχει σαφῆ ἐπίδραση του Πλάτων καὶ του Πυθαγόρα.

Ὁ μάρτυρας Ἰουστίνος (100-165 μ.Χ.), δέχεται ὅτι οἱ ψυχές ἐνσαρκώνονται πολλές φορές σε διάφορα ἀνθρώπινα σώματα, χωρίς κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος νὰ θυμᾶται τις προηγούμενές του ἐνσαρκώσεις. Ἄν ἡ ζωή του ἀνθρώπου εἶναι ζωώδης, ἔλεγε, ἡ ψυχή μπορεῖ στὴν ἑπόμενη της ἐνσάρκωση, νὰ ἐνσαρκωθεῖ στὸ σῶμα κάποιου ζώου.

Ο Κλήμης Ἀλεξανδρείας (150-220 μ.Χ.), ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει μία Ἐσωτερική Χριστιανική διδασκαλία πού δὲν εἶναι γιὰ ὅλους. Βάση αὐτῆς, ἔλεγε ὅτι καὶ ἐμεῖς προϋπήρξαμε σὰν ψυχές καὶ ὁ Χριστός προϋπῆρξε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει πάντα πάνω στὴ Γῆ.

Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) ἔλεγε: «Oι ψυχές ποῦ ἔχουν ἤ ἄνθρωποι, εἶναι ἀθάνατες καί προϋπῆρξαν. Τα περί ἀναστάσεως των ψυχῶν, εἶναι σκέψεις αὐτῶν πού δὲν ἔχουν ἐσωτερικές ἐμπειρίες καί χρησιμοποιοῦν την ἀνθρώπινη λογική γιά πράγματα ποὺ δὲν ὑπάγονται στὸ φυσικό πεδίο γνώσης. Οἱ ψυχές, προϋπῆρξαν σε ἄλλους πνευματικούς κόσμους καὶ μετά ἀπὸ ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ἐνσαρκώσεων, θὰ ἐπιστρέψουνε σ' αὐτούς τους ἀνώτερους κόσμους ..(...)...Κάθε ψυχή ὑπῆρχε ἀπὸ την ἀρχή. Πέρασε συνεπῶς ἀπὸ ἄλλους κόσμους καὶ θὰ περάσει μέσα ἀπὸ ἄλλους ὥσπου νὰ φτάσει στὴν τελική ὁλοκλήρωση. Ἄρχεται σε αὐτόν τον κόσμο ἐνδυναμωμένη ἀπὸ τις νῖκες ἡ ἐξασθενημένη ἀπὸ τις ἧττες της προηγούμενης ζωῆς της.»

Ο Ἅγιος Αὐγουστῖνος (354-430 μ.Χ.) ὑποστήριζε: «Οἱ ψυχές θὰ ἔλθουν κατά την ἀνάσταση στὸ σῶμα πού κάποτε κατοίκησαν, ἀλλὰ δὲν πηγαίνουν ἀπὸ ἕνα ἀνθρώπινο, σε κάποιο ἄλλο μὴ ἀνθρώπινο σῶμα».

Ο Συνέσιος (370-430 μ.Χ.): «Η ψυχή, ἔλεγε, ἔρχεται στὴ Γῆ καὶ κατοικεῖ μέσα στὸ σῶμα κάποιου ζώου, ὅπως κάποιος ἀπὸ μας μπαίνει σε ἕνα πλοῖο γιὰ νὰ ταξιδέψει. Με τον ἴδιο τρόπο κατοικεῖ καὶ μέσα σε σώματα ἀνθρώπων. Με αὐτὸν τον τρόπο, ἡ ψυχή παίρνει ἐμπειρίες μέσα σε διάφορα σώματα στὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ τελικά ἐπιστρέφει στὸ λιμάνι ἀπὸ το ὁποῖο ἄρχισε το ταξίδι της, ποὺ εἶναι ἡ Ἀγκαλιά του Πατέρα, το Βασίλειο τῶν Οὐρανῶν».

Τέλος ὁ Χαλκίδιος, ἔλεγε ὅτι: «οἱ ψυχές ποὺ δὲν κατόρθωσαν σε μία τους ἐνσάρκωση νὰ ἀποκτήσουν τὴ Θέωση, ἔρχονται καὶ ξανάρχονται μέσα σε διάφορα ἀνθρώπινα σώματα, μέχρι νὰ την ἀποκτήσουν».

Στήν συνέχεια με την παρακμή της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τις καταστροφές τῶν γραπτῶν κειμηλίων καὶ το κλείσιμο των φιλοσοφικῶν σχολῶν, ἀκολούθησε ἡ ἐποχῆ του Μεσαίωνα, πού ἐπέτρεψε νὰ κυριαρχήσουν οἱ ἀπόψεις τῶν Ἱερατείων, νὰ διαστρεβλωθοῦν οἱ διδασκαλίες, σε βαθμό ποὺ νὰ χαθεῖ το ἐσωτερικό τους νόημα, καὶ σήμερα τα Εὐαγγέλια νὰ περιέχουν πολλές ἀντιφάσεις καὶ ἀσάφειες.

Παρόλα αὐτὰ ὅμως ἡ κληρονομιά της Ἀρχαίας Ἑλλάδας ἔχει μπολιαστεῖ με την Ὀρθοδοξία, καὶ ὅπως ἀποδεικνύεται οἱ μνῆμες του λαοῦ ἔχουν ἐπηρεάσει καταλυτικά τα μυστήρια της Ὀρθοδοξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ ἐκκλησία της «Ἁγίας Κόρης» ποὺ βρίσκεται στὸν Ὀλύμπῳ στὸ χωριό Βροντούτης Πιερίας, ὅπου ἔχει ἀνακαλυφθεῖ το ἀρχαιότερο ἱερὸ της θεάς Δήμητρας. Η ἐκκλησία, ἡ ὀνομασία της, ἡ τοποθεσία ποὺ εἶναι χτισμένη, ὁ μαρμάρινος διάκοσμος της, ἡ πηγή ποὺ ὑπάρχει στὴν ἐκκλησία, το ὄνομα του χωριοῦ κοντά στὸ ὁποῖο βρίσκεται, μαρτυροῦν μία ἰσχυρή - ἄν μὴ τι ἄλλο- ἀρχαιοελληνική ἐπιρροή.

Ὅλες οἱ ἐνδείξεις μαρτυροῦν ὅτι ὑπάρχει ἄμεση σχέση, ἀνάμεσα στὴν «Ἁγία κόρη» καὶ την θεά Περσεφόνη Κόρη της Δήμητρας, πρωταγωνίστριες στὸν μῦθο τών Ἐλευσίνιων μυστήριων. Ἡ Ἁγία κόρη δὲν ἀναγνωρίζεται ἐπίσημα ὡς Ἁγία ἀπὸ την Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν ὑπάρχει ἱστορικά κάποια περιγραφή του βίου της (ὡς Ἁγίας), παρόλα αὐτὰ τελεῖται κανονικά η λειτουργία στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τον ἱερωμένο του χωριοῦ Βροντού, καὶ μάλιστα λέγεται ὅτι εἶναι θαυματουργή .

Ὁ θρῦλος λέει ὅτι ἡ Ἁγία κόρη ἦταν ἕνα ἐκπληκτικῆς ὀμορφιᾶς κορίτσι ποὺ ἔζησε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ὁ Τοῦρκος Ἀγάς την ἤθελε γιὰ γυναῖκα του, καὶ ἡ ἴδια γιὰ νὰ το σωθεῖ κατέφυγε στὸν Ὄλυμπο Κάποια στιγμή καταδιωκόμενη ἀπὸ τους Τούρκους φτάνει σε ἕνα σημεῖο ὁποῦ ὑπῆρχε ἕνας τεράστιος βράχος. Την στιγμή ποὺ οἱ στρατιῶτες προσπαθοῦν νὰ την συλλάβουν ὡς ἐκ θαύματος ἀνοίγει μία εἴσοδος στὸν βράχο, καὶ φαίνεται μία σπηλιά, ὅπου καὶ μπαίνει ἡ κόρη, ἐνῶ ὁ βράχος αὐτόματα ξανασφραγίζει γλυτώνοντας την κόρη ἀπὸ τους διῶκτες της. Ἀπὸ μόνος του ὁ θρῦλος εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τον μῦθο της Περσεφόνης καὶ την ἀπαγωγή της ἀπὸ τον Πλούτωνα παρά την θέληση της στὸν κάτω κόσμο.

Το ἐκκλησάκι εἶναι ἀπομονωμένο ἀπὸ το χωρίο, κατά τον ἴδιό τρόπο ποὺ ἦταν καὶ τα ἱερὰ της Δήμητρας, καθώς ἐπίσης στὴν ἐκκλησία ὑπάρχει μία πηγή ποὺ λέγεται ὅτι το νερό εἶναι ἱερὸ καὶ θαυματουργό, ὅπως συνέβαινε σε πολλά ἀρχαία ἱερὰ κυρίως της Δήμητρας. Στὸ ἐσωτερικό της ἐκκλησίας ὑπάρχει ἕνα δένδρο το ὄπιο ὅταν ἡ ἐκκλησία κατασκευαζόταν δὲν πειράχτηκε οὔτε καλύφθηκε, καὶ ὅπως φαίνεται ἡ ἐκκλησία χτίστηκε γύρω ἀπὸ το δένδρο με προσοχή. Τα δένδρα στὴν ἀρχαιότητα ἔπαιζαν σημαντικό ρόλο στὰ ἀρχαία ἱερὰ , ἄς μὴ ξεχνᾶμε ἐπίσης το«δένδρο της γνώσης» κοινό σε ὅλες τις μυθολογίες.

Στὰ δέντρα ποὺ ὑπάρχουν γύρω ἀπὸ την ἐκκλησία ὑπάρχει το ἔθιμο οἱ πιστοί νὰ κρεμᾶνε σὰν τάματα ροῦχα καὶ παπούτσια, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει σε ἄλλες ἐκκλησίες. Ὅπως παραδέχεται καὶ ὁ ἱερωμένος ποὺ λειτουργεῖ στὴν ἐκκλησία, ἡ συνήθεια αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ πρακτική της ἐπίσημης ἐκκλησίας ἀλλὰ, εἶναι ἕνα τοπικό ἔθιμο. Ἡ ἡμέρα ἑορτῆς της ἐκκλησίας εἶναι ἡ πρώτη Μαΐου, ἡ ἡμέρα της γιορτῆς της ἄνοιξης καὶ τῶν λουλουδιῶν. Γιὰ τους ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ ἄνοιξη καὶ ἡ ἐφορία της φύσης συμβολιζόταν με τὴ ἐπιστροφή της Περσεφόνης στὴν μητέρα της μετά την ἀναγκαστική παραμονή της του ἑνὸς τρίτου του ἔτους με τον σύζυγο της στὸν κάτω κόσμο. Ὑπάρχει καὶ δεύτερη ἡμέρα ἑορτῆς την ἡμέρα του Αἰγίου πνεύματος, μία μέρα μετά το «ψυχοσάββατο».

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οἱ νεκροί ὀνομάζονταν ἀπὸ τους Ἀθηναίους«Δημήτριοι». Σύμφωνα με την παράδοση, το Πάσχα μαζί με την ἀνάσταση του Χριστοῦ, ἔρχονται στὴν Γῆ καὶ οἱ ψυχές των πεθαμένων, καὶ κατόπιν με την Πεντηκοστή οἱ ψυχές , ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καὶ με την Περσεφόνη πρέπει νὰ γυρίσουν στὸν κάτω κόσμο.



Σήμερα ἡ Ἁγία Κόρη ποὺ βρίσκεται στὶς παρυφές του Ὀλύμπου, ἀποτελεῖ ἄμεσο συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν, καὶ ἀποδεικνύει πέρα ἀπὸ ὅποιους θρησκευτικούς ἡ ἄλλους φανατισμούς την δυναμική της ἀρχαιοελληνικῆς παράδοσης….

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Δεν υπάρχουν σχόλια: