Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, Ο ΚΟΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (GIANNIS TSAROUXIS BIG GREEK PAINTER)




ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, Ο ΚΟΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (GIANNIS TSAROUXIS BIG GREEK PAINTER)






Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1909 (παλιό ημερολόγιο) και σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο στις 13 Ιανουαρίου 1910. Ήταν ο δεύτερος γιός του Αθανάσιου Τσαρούχη, μεγαλέμπορου σε είδη κιγκαλερίας που καταγόταν από την Αρκαδία. Η μητέρα του λεγόταν Μαρία Μοναρχίδη και καταγόταν από τα ηρωικά Ψαρά όπου οι δικοί της σαν πρόσφυγες κατέφυγαν στη Σύρο. Το νεοκλασικό που γεννήθηκε ο μικρός Τσαρούχης ήταν στην οδό Λουκά Ράλλη και λεωφόρο Γεωργίου και σήμερα δεν υπάρχει. Το ταβάνι της τραπεζαρίας του πρώτου σπιτιού του μικρού Τσαρούχη ήταν ζωγραφισμένο από έναν Ιταλό καλλιτέχνη και αναπαριστούσε τον Αδάμ και τον Θεό του Μικελάντζελο (για το έργο αυτό ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ . Ενώ στο δωμάτιο της μάνας του υπήρχε η αλληγορία της Άνοιξης του Μποτιτσέλι ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ . Όλα αυτά τα έργα του προκαλούσαν «σεβασμό, κατάπληξη αλλά και πλήξη».











Τσαρούχης 7 χρονών (1917)


Ο Τσαρούχης 17 χρονών


Η μάνα του Τσαρούχη



Ο Τσαρούχης ως χορευτής με το Λύκειο
Ελληνίδων πάνω σε ενα γαϊδουράκι





























Ο Τσαρούχης παιδί





Ο Γ. Τσαρούχης ζωγραφίζει
Μικρός ήθελε να γίνει ακροβάτης ή δεσπότης, αλλά ποτέ δε σκεφτόταν να γίνει ζωγράφος αν και συνεχώς ζωγράφιζε με παστέλ σε μεγάλα χαρτόνια. Εξάλλου, οι γονείς του τον εμπόδιζαν. Η μάνα του θεωρούσε ότι λερώνει το σπίτι με τη ζωγραφική, και ο πατέρας του ότι δεν είναι σοβαρά αυτά που κάνει. Τον ήθελε δικηγόρο ή χημικό.

Από το 1920 που ο Τσαρούχης ήταν 10 χρ. και μέχρι το 1925, επειδή οι γονείς του αναγκάστηκαν να ταξιδέψουν στη Ελβετία προς χάρη της άρρωστης μικρής τους κόρης, φιλοξενήθηκε μαζί με τον μεγάλο του αδελφό Μάριο στη πολυτελή βίλα της θείας του (αδελφή της μάνας του) Δέσποινας Μεταξά. Της γνωστής πολιτικής οικογένειας Μεταξά. Τότε ξεκίνησε να ζωγραφίζει με ακουαρέλα και να εγκαταλείπει τα παστέλ που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε. «Από τότε θυμάμαι, δε ζωγράφιζα ποτέ μου με ευκολία και με αγωνία έπιανα τα πινέλα». Τότε πήρε κάποια μαθήματα από έναν Γάλλο ζωγράφο ονόματι Πίκ που θεωρούσε τον Τσαρούχη ανεπιτήδευτο μαθήσεως και σταμάτησε ναζί του. Όμως ο μικρός Τσαρούχης συνέχισε να ζωγραφίζει εντατικότερα και τα πάντα εκ του φυσικού. Ο ίδιος έλεγε, ότι το σπίτι του Μεταξά δεν είχε καθόλου πίνακες στους τοίχους παρά έναν που παρίστανε ένα στρατιώτη που λεγόταν ότι σκοτώθηκε.







Τσαρούχης, έργο με καραβάκια στο λιμάνι



Το 1927 όλη του η οικογένεια ξανά ενωμένη μετακομίζει στην Αθήνα αλλά τον Πειραιά θα τον επισκέπτεται συνεχώς μέχρι και το τέλος της ζωής του. Είναι άξιο απορίας που στηρίζετε ο έρωτας για τον Πειραιά, ενώ το περιβάλλον που ανατράφηκε ήταν μεγαλοαστικό! Από παιδί έφευγε από τις βίλες του θείου του και του πατρικού του και έτρεχε να περπατήσει σε όλες τις λαϊκές και πολύ φτωχικές τότε συνοικίες του Πειραιά, παίζοντας με παιδιά βιοπαλαιστών που είχαν αμεσότητα στην συμπεριφορά τους και δεν ήταν στημένα όπως τα παιδιά των μεγαλοαστών.







Τσαρούχης, ο Πειραιάς στην αρχαιότητα

Από τον Πειραιά και τους ανθρώπους του έπαιρνε χαρά και την ζωντάνια που τροφοδοτούσε τη ψυχή του και το έργο του. Όταν τον ρωτούσαν ποιοι ζωγράφοι τον επηρέασαν εκείνος έλεγε πως εκτός από τους μεγάλους, υπήρχαν και πάρα πολλοί άνθρωποι, άγνωστοι στο πολύ κόσμο, που με αυτά που του έλεγαν ή έκαναν ή απλά μόνο επειδή υπήρχαν. «Τι να πω για έναν μαραγκό που η σεμνότητα του με έκανε να καταλάβω πολλά για τη δουλειά. Τι να πω για μιαν ασήμαντη γυναίκα που πλένει τα πιάτα της και συγυρίζει τη κουζίνα της που μου έδωσε φιλοσοφικά διδάγματα με το ποιες είναι οι συνθήκες της ζωής. Μαθαίνω κάθε μέρα από οποιονδήποτε άνθρωπο και οι μεγάλοι άνθρωποι είναι μεγάλοι γιατί με απλότητα σαν τους απλούς ανθρώπους εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Οι μεγάλες βεντέτες, οι μεγάλες φίρμες με απωθούν γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι μια θεατρική παράσταση και όσο περισσότερη φασαρία κάνεις, τόσο περισσότερο επιτυχία θα έχεις. Επηρεάζομαι πάντα από τους ανθρώπους που κάνουν κάτι ουσιαστικό- μικρό ή μεγάλο- γιατί πρέπει κανείς να τη δει ουσιαστικά και όχι μόνο με επίδειξη». Αυτά τα λόγια του μας απαντάνε σε έναν βαθμό για τον επηρεασμό του από τους απλούς ανθρώπους του Πειραιά. Όσο για τον ίδιο τον Πειραιά έλεγε «Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά είναι σαν να σεργιανίζεις σε μια γιγάντια σκηνογραφία»! Και ο Τσαρούχης σεργιάνιζε στους δρόμους του ως το τέλος της ζωής του.



Τσαρούχης, με το μοντέλο του να παίζει πιάνο






Τσαρούχης σε πιο κυβιστική γραφή



Το 1929 ήταν ήδη φοιτητής στο Πολυτεχνείο (ΑΣΚΤ). Δάσκαλοι του ήταν στη διακόσμηση ο Δ. Μπισκίνης, στη γλυπτική ο Θ. Θωμόπουλος στη χαρακτική ο Γιάννης Κεφαλληνός και στη ζωγραφική ο Επαμεινώντας Θωμόπουλος, ο Γιώργος Ιακωβίδης (βιογραφία του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ , ο Δ. Γερανιώτης, ο Σπύρος Βικάτος και στα 2 τελευταία χρόνια ο Κωσταντίνος Παρθένης, όπου από το εργαστήριο του θα αποφοιτήσει με άριστα το 1935. Ο Τσαρούχης λέει για τον Παρθένη στην τελευταία του συνέντευξη πως «Ο Παρθένης με αγαπούσε, αλλά στο τέλος είπε ότι δεν του άρεσε η δουλειά μου γιατί ήταν πολύ σουρεαλιστική». Και στην ερώτηση αν οι καθηγητές του τον ενθάρρυναν και αν του έδειξε κάποιος ότι θα μπορούσε να γίνει μεγάλος καλλιτέχνης, ο Τσαρούχης απάντησε «Κανένας».
















Τσαρούχης, Άγιος Γεώργιος



Παράλληλα με το Πολυτεχνείο, το 1929 γνωρίζει τον Κόντογλου (για τη βιογραφία του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ . Του έδειξε τα σχέδια του και τις ακουαρέλες του αλλά ο Κόντογλου τον αποπήρε λέγοντας του: «Μου είπαν για ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που ζωγραφίζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Ο Τσαρούχης από αυτό ήταν στεναχωρημένος πάρα πολύ για μήνες γιατί τον Κόντογλου τον θαύμαζε. Λέει σχετικά: «Είχε καταρρακωθεί όλη μου η αστική περηφάνια που ΔΕΝ ήταν στέρεη». Η οικογένεια του πράγματι ακολουθούσε όλα τα υποδείγματα της Ευρώπης. Ιδιαίτερα του Παρισιού. Και τα λόγια του Κόντογλου (που του είπε και άλλα) του ξύπνησαν μέσα του τη ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. «Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέφτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα». Ο Τσαρούχης θα ήταν τότε 19 χρονών.









Ο Τσαρούχης με εναν γέροντα
στις ΚΑρυές
του Αγ. Όρους 1979


Ο Τσαρούχης στον αγιασμό του
σπιτιού του (μετέπειτα Μουσείο)






Τσαρούχης, με επιρροές του Κόντογλου


Το 1930 αποφασίζει να δουλέψει με τον Κόντογλου. Έγινε καλός βοηθός του και πειθαρχημένος μαθητής , ενώ συνέχιζε και στο Πολυτεχνείο. Τον έκρινε με σεβασμό και θαυμασμό. «Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του» έλεγε. Έμεινε μαζί του ως το 1934. Ο Κόντογλου τον μύησε στο μεγαλείο της βυζαντινής τέχνης, στην λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Και μαζί του, αλλά και με τον Πικιώνη και τον Άγγελο Χατζημιχάλη θα πρωτοστατήσει στο αίτημα της ελληνικότητας στην τέχνη. «Είμαι βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθόδοξη εκκλησία, τη θεολογία, τη μουσική της αλλά αυτό δεν το δείχνω κάνοντας πράγματα βυζαντινίζοντα, που έμαθα από τον Κόντογλου. Η ορθοδοξία, είναι μια ζωντανή θρησκεία, μια ζωντανή φιλοσοφία» έγραφε αργότερα.








Ο Τσαρούχης ζωγραφίζει το μικρό Σπαθάρη



Μετά την αποφοίτηση του μαθαίνει από την Εύα Σικελιανού να υφαίνει σε αργαλειό και αντιγράφει δείγματα. Μαθαίνει κοπτική – ραπτική και από το 1934 ως το 1937. Σαν αντίδραση στη φιλοσοφία του Κόντογλου (όπως λέει ο ίδιος) γράφει σουρεαλιστικά ποιήματα επηρεασμένος από τον Νταλί (για τη βιογραφία του Νταλί ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ) και σχεδιάζει πιο σουρεαλιστικά.
Στο βιβλίο της Ειρήνης Φλώρου για τον Τσαρούχη γράφει "Η απόρριψη του Κόντογλου ήταν αποτέλεσμα ασυμφωνίας με τον δάσκαλο, που έχανε σιγά σιγά την αίγλη του στα μάτια του μαθητή. Ο Τσαρούχης ανάγει την ασυμφωνία στην διαφορετική του αντίληψη για τη φύση της ζωγραφικής: "Ο Κόντογλου ανάγει τα πάντα σε αγιογραφίες και διακατέχεται απο εναν ρομαντικό παρελθοντισμό. Εγώ θέλω να ζωγραφίζω εκ του φυσικού κάτι που να είναι ζωγραφική και όχι θεματογραφία". Όταν ο Τσαρούχης ήταν στο Παρίσι το 1936, είχε γράψει ενα μακροσκελές γράμμα στον φίλο του Διαμαντή Διαμαντόπουλο που έλεγε σχετικά: "Το νέο μου δράμα μου άρχισε όταν μάλωσα με τον Κόντογλου. Θυμάσαι ότι σου έλεγα ότι δεν αισθανόμουν δυνάμεις να εργαστώ και ίσως αυτή η περιπέτεια με σκότωσε διαπαντός. Μετά την τρομερή αντίδραση που έκανα και με την πυρετώδη παραγωγή αφηρημένων πινάκων για να πείσω τον εαυτό μου και τους άλλους πως δεν θάφτηκα εις τα βυζαντινά μαυσωλεία, τώρα αισθάνομαι ότι ξαναβρήκα το θέμα μου και τον προορισμό μου, είναι αρκετό αυτό που βρήκα στο Παρίσι.." Είναι νομίζω κατανοητό το πόσο επώδυνη ήταν αυτή η περίοδος για τον Τσαρούχη. Στο γράμμα στον Διαμαντίδη διατύπωνε τις αντιρρήσεις του για τον σουρεαλισμό που είχε προσεγγίσει. Γιατί ο σουρεαλισμός τελικά για τον Τσαρούχη ήταν σκοταδισμός, ήταν ο τεμαχισμός του ανθρώπου, ήταν σκληρότητα. Ο Τσαρούχης τότε προτιμάει την παραδοσιακή ζωγραφική που σαν βάση της έχει τον σεβασμό των ορίων του ανθρώπου, το ελληνικό μέτρο με την αλήθεια. Η μοντέρνα τέχνη άνηκε στον πρόελληνικό χώρο όπως διαπίστωσε και είχε στόχο της να αντιδράσει στις παραπάνω αξίες. Η μεγάλη διαφορά προελληνικού και ελληνικού είναι ότι το ελληνικό έχει νόημα και ευθύνη. 'Εγραφε "Το προελληνικό μοιάζει πολύ με το μη ελληνικό, αλλά έχει μια βαθιά σχέση με το ελληνικό γιατί το προετοιμάζει" και αλλού γράφει "Η προελληνική βαρβαρότητα δεν είναι άλλη απο την σύγχρονη Δυτική βαρβαρότητα, της οποίας μας όλοι γνωρίζουμε τις συνέπειες". Με τα παραπάνω, ο Τσαρούχης δεν θεωρεί ότι η μοντέρνα τέχνη ήταν άχρηστη. Την δέχεται σαν μια αγωνιώδη προσπάθεια για εκείνο τον καιρό για να σωθεί ο πολιτισμός ακόμα και σαν έσχατο μέσω με την χρησιμοποίηση της ασχήμιας. Μπας και ξυπνήσει ο άνθρωπος από την νωθρότητα του. Η καταφυγή στον πρωτογονισμό θεωρούσε ότι ήταν μια πράξη ευθύνης. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος με τον θάνατο που έφερε και τον πόνο, έφερε και αλλαγές στην τέχνη και μάλιστα την καθόρισε. Η μοντέρνα τέχνη διαδίδεται αστραπιαία με μιαν διαφορά. Ενώ η νέα τέχνη έθετε ερωτήματα και αμφιβολίες που ήταν ανάγκη να επικοινωνήσουν με τον κόσμο, αυτοί που την διακινούσαν, αυτές τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς τα βάζουν κατά μέρος και μένουν μόνο στην πρωτοτυπία της γραφής του κάθε ζωγράφου. Τραγικό! Γιατί έτσι χάθηκε η ευκαιρία διαλόγου απο καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη και απο τον καλλιτέχνη στον κόσμο.
Εδώ να αναφέρω πως ο Τσαρούχης έγραψε το βιβλίο «Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση» εκδ. Άγρα και το εξαιρετικό για μένα «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» εκδ. Καστανιώτη, όπου αναφέρω μερικά αποσπάσματα και εδώ. Επίσης έχει κάνει και μια μετάφραση για τις «Τρωάδες».
Γύρω στο 1934-1935 επισκέπτεται την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη με το Λύκειο Ελληνίδων για το Βαλκανικό Φεστιβάλ και την ίδια περίοδο μετά το Παρίσι για ένα χρόνο ακριβώς και την Ιταλία. Επισκέφτηκε μουσεία με έργα Αναγεννησιακά και Ιμπρεσιονισμού. Σε ένα εργαστήρι χαλκογραφίας που γράφτηκε είχε συμμαθητές του τον Τζιακομέτι και τον Έρνστ. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τον Ματίς που θα τον επηρεάσει. Ανακαλύπτει και το έργο του Θεόφιλου μέσα από τη φιλία του με τον Στρατή Ελευθεριάδη.




Τσαρούχης, τα παραδοσιακά επαγγέλματα των ελλήνων







Τσαρούχης, με επιρροές και Ματίς


Τσαρούχης στην εξέλιξη του






Τσαρούχης, βυζαντινή εικόνα


Τσαρούχης, το σπίτι του Σεφέρη (Σεφεριάδη)










Τσαρούχης ζωγραφίζει μια μεγάλη πλατεία στο Παρίσι
















«Το Παρίσι υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο για μένα. Αλλά είχα μιαν εξαιρετική καθηγήτρια: Την μοναξιά μου. Είναι μια καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις».
Το 1936 επιστρέφει στην Ελλάδα και στο ατελιέ του. Επηρεασμένος από τον Ματίς αρχίζει να δουλεύει πάνω στις τεχνικές κλίμακες του Σ. Σπαθάρη!! Πραγματικά εξαιρετική σκέψη, αν τα γνωρίζουμε και συγκρίνουμε έπειτα πως τα συνδύασε ο Τσαρούχης στην τέχνη του!! Η πρώτη του έκθεση γίνεται το 1938 στην οδό Νίκης στην Αθήνα στο "κατάστημα Αλεξόπουλου". Ο Τσαρούχης θυμάται: «Ο διευθυντής της γκαλερί θέλησε να με σκοτώσει. Έκανα 3 μήνες κλινική και 2 εγχειρήσεις για να επιζήσω.. Όπως βλέπετε, έχω πικρά πείρα από τους διευθυντές γκαλερί! Αργότερα, αρκέστηκαν να με ληστέψουν, όχι όμως και να με σκοτώσουν!» Τα έργα του τελικά τα επαίνεσαν 2 τεχνοκριτικοί: Ο Καπετανάκης και ο Παπαντωνίου . «Οι περισσότεροι τεχνοκριτικοί έγραψαν ότι δεν ξέρω να ζωγραφίζω και μου πρότειναν να μελετήσω τους ζωγράφους Κόντογλου και Παρθένη» μας λέει ο Τσαρούχης. Και συνεχίζει «Πούλησα μόνο 2 έργα στον ίδιο που μου είχε δανείσει την αίθουσα. Ο διευθυντής της Πινακοθήκης ο Παπαντωνίου, είπε ότι είμαι αφηρημένος και ότι πρέπει να ζωγραφίζω τοπία. Ένας άλλος έγραψε ότι, κάθε έργο μου είναι και ένας παλιάνθρωπος».




Τσαρούχης, ναύτης


Τσαρούχης, στρατιώτης χορεύει ζεμπέκικο




Τσαρούχης, σκηνικά και κουστούμια
Αντιγράφει την κεφαλή της Μέδουσας στο δάπεδο του Αρχαιολ. Μουσείου στην Αθήνα και από εδώ και πέρα αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού.
Το 1940 επιστρατεύτηκε. Πολεμά στο μέτωπο της Αλβανίας μέσα στο ψύχος. «Για μένα, ο πόλεμος του ’40, έμοιαζε με κακοοργανωμένη εκδρομή» έλεγε. Έπειτα, την περίοδο της κατοχής από τους Γερμανούς, για να ζήσει, ασχολείται με την σκηνογραφία. Στη ζωή του, παράλληλα με τη ζωγραφική, σχεδίαζε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα του Εθνικού θεάτρου, του Κοτοπούλη, το Δημοτικό Πειραιά κτλ..




Τσαρούχης, μοντέλο Ντομινικ



Τσαρούχης, ναύτης











Το 1947 εκθέτει σε δυο ατομικές, κυρίως θεατρικά προσχέδια και υδατογραφίες. Ο Τσαρούχης είναι ιδρυτικό μέλος (1949) της ομάδας Αρμός που πραγματοποιεί την πρώτη της έκθεση στο Ζάππειο. Εκθέτει 8 έργα του και για ένα από αυτά υπήρχε φόβος έντασης με αποτέλεσμα να το αφαιρέσει.
Αλλά και στη Θεσσαλονίκη που έκανε μιαν έκθεση ο ίδιος λέει πως «Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσίασα την Θεσσαλονίκη τόσο πολύ. Όπως και την Αθήνα δεν ενθουσίαζα τόσο πολύ… Το γιατί των θεατών αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου. Ήταν σαν να μου έλεγαν – Γιατί το έκανες αυτό;… Τα έργα μου, καμωμένα με μεγάλη ελευθερία, με περιφρόνηση του αστικού καθωσπρεπισμού, με μορφή εξομολογήσεως ειλικρινούς, δυσαρεστούσαν μια κοινωνία που έπαιζε θέατρο και που ήταν πολύ αμαθής».


Τεριέν στο πρώτο σπίτι του Τσαρούχη στο Παρίσι 1979



Τσαρούχης, το ΝΕΟΝ




Το 1950 πηγαίνει ξανά στο Παρίσι. «Από το 1948-’50 συνεχίζονται οι αναζητήσεις μου… ένα είδος ανατολίτικου εξπρεσιονισμού που παίρνει το θάρρος να υπάρχει αναμφισβήτητα από τον Ματίς».
Το 1951 εκθέτει σε Λονδίνο και Παρίσι και το 1953 υπογράφει συμβόλαιο (με διάρκεια από το 1953- 1957) με την γκαλερί Ιόλας στη Νέα Υόρκη. Το 1956, ήταν 46 χρ. και ήταν υποψήφιος για το βραβείο του Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στην Μπιενάλε μαζί με τον Μόραλη.





Τσαρούχης, Μπαστιάς, Κάλλας
Το 1967, εγκαθίσταται στο Παρίσι. Εκεί είχε ένα ατελιέ και ένα περιβόλι (από το 1968 ως το 1980) δικό του που έβγαζε ωραία παραγωγή από ζαρζαβατικά. «Ένα περιβόλι συνδέει πολύ τον άνθρωπο με την γη» έλεγε. Πόσο δίκιο είχε! Μακάρι να μπορούσαμε να ζούσαμε όλοι σε σχέση μα την γη! Να σημειώσω πως ο Τσαρούχης συνδέθηκε με τη Γαλλία λόγω της αρρώστιας της μικρής του αδελφής αλλά παρέμεινε εκεί και επειδή ήξερε άπταιστα Γαλλικά.











Ο Τσαρούχης πάνω δεξια, Κάλλας στο κέντρο



Το 1958 εκτίθενται έργα του στο Εθν. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού και έπειτα στο Μουσείο Guggenheim στην Ν. Υόρκη.
Ο Τσαρούχης από την λήξη του συμβολαίου του με τον Ιόλα μέχρι το 1963 ζωγραφίζει ελάχιστα αλλά εργάζεται στα θέατρα της Αμερικής, του Λονδίνου και του Μιλάνο. Για παράδειγμα, στην Όπερα στο Τέξας ζωγραφίζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για την «Μήδεια» όπου πρωταγωνιστούσε η Μαρία Κάλλας και σκηνοθετούσε ο Μινωτής. Με αυτά τα ονόματα θα συνεχίσει να συνεργάζεται και σε άλλες παραστάσεις στην Σκάλα του Μιλάνου και στην Επίδαυρο.



Τσαρούχης





Τσαρούχης, αυτοπροσωπογραφία του
Από το 1960- 1962 γίνεται καθηγητής στη Σχολή Δοξιάδη αλλά και καλλιτεχνικός σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα. Παράλληλα συνεχίζει να σκηνογραφεί («Θαϊδα» στην Όπερα στο Ντάλας με τον Τζεφιρέλι, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη με σκηνοθέτη τον Κουν στο θέατρο Εθνών στο Παρίσι…)
Ο Τσαρούχης για το θέατρο έλεγε: «Με ενδιαφέρει περισσότερο από την ζωγραφική. Αν και με φοβίζει. Συμφωνώ με τη Μανιάνη που έλεγε πως το θέατρο είναι κάτι το θεϊκό, αλλά τα επαγγέλματα του θεάτρου είναι απαίσια. Με τη ζωγραφική πολεμάς τον φόβο του ανθρώπου, την υποκρισία, την μικρότητα μέσα σου. Στο θέατρο πρέπει να εμφυσήσεις τα ίδια αισθήματα σε ανθρώπους ζωντανούς. Πρέπει να είσαι διπλωμάτης και ψυχαναλυτής. Θηριοδαμαστής και απατεώνας. Και συχνά οι ηθοποιοί δεν στο συγχωρούν ποτέ ότι τους έβγαλες έξω από τα νερά τους. Στο θέατρο ο αγώνας ήταν πολύ σκληρός. Πρέπει να παλέψεις με τους ηθοποιούς, πριν παλέψεις με το κοινό.»
Το 1961 εκθέτει στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, το 1965 στο «Παντοπωλείο Μεζίκη», το 1966 στη γκαλερί Μέρλιν και μια αναδρομική στη γκαλερί Άστορ. Στο Παρίσι συμμετέχει με ένα έργο του στη Γκαλερί Κλόντ Μπερνάρ. Οι άλλοι συμμετέχοντες ήταν ο Πικάσο (για τη βιογραφία του πατήστε εδώ), ο Μοντιλιάνι, ο Μπράκ, ο Μπείκον, ο Σαγκάλ.





Στην Ελλάδα το 1967 επιβάλλεται η δικτατορία. Ο Τσαρούχης θα μείνει στο Παρίσι μέχρι το 1975. «Στο Παρίσι οργάνωσα πιο πολύ τις μελέτες μου της τέχνης του 19ου αιώνα. Ο 19ος αιών. Και το Βυζάντιο είναι για μένα σίγουρα μέσα για να βρω μέσα μου (πού αλλού;)αυτό το ανθρώπινο νόημα που κατέληξε στην ελληνιστική παράδοση» γράφει στο βιβλίο «Οι ποδηλάτες».
Το 1977 ανεβάζει μόνος του τις «Τρωάδες» σε δική του μετάφραση σε ένα υπαίθριο παρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας. Το 1981 εκθέτει στη γκαλερί Ζυγός, το 1982 ανοίγει το Μουσείο Τσαρούχης (βρίσκεται στην οδό Πλουτάρχου στο Μαρούσι -δείτε την ιστοσελίδα του), εκθέτει στη γκαλερί Ζουμπουλάκη τα «Ζεϊμπέκικα» και σκηνοθετεί το «Επτά επι Θήβας».
Από το 1983-1989 εκθέτει στις γκαλερί Ζυγός, Σκουφά και Γκαλερί 3. Από το 1987-1988 εκθέτει όλο του το υλικό από τις μακέτες και τις σκηνογραφίες στο μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Πεθαίνει στις 20 Ιουλίου του 1989 ενώ ετοιμαζόταν με δική του μετάφραση, σκηνικά, σκηνοθεσία και κουστούμια, να ανεβάσει το έργο του τραγικού Ευρυπίδη, τον «Ορέστη».














ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ (ΓΝΩΜΙΚΑ):


«Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις».
«Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι».
«Ζεμπέκικος, ο χορός των χορών!»
«Αγαπώ την Μαρία Κάλλας και την Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται για αυτό, να καταλάβουν τι μου συμβαίνει. Εγώ πάντως κόπιασα για να βρω μια τάξη και ισορροπία».
«Θέλω να κάνω ελληνικό ότι μου αρέσει στην Αναγέννηση».
«Τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα, τελειώνουν μόνα τους, με τον καιρό.»
«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά γιατί έτσι μπορεί να κατανοήσει κανείς την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου. (έλεγε στα 82 του χρόνια)



«Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου (στη τέχνη). Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου».
«Θα προτιμούσα να γίνω αγρότης και στον ελεύθερο χρόνο μου να βάφω. Έτσι θα απέφευγα το εμπόριο έργων τέχνης. Το εμπόριο της τέχνης και γενικά το εμπόριο, είναι τρομερά πράγματα».


«Οι μεγάλοι τραγικοί με έχουν επηρεάσει πολύ . Μου έδειξαν τη ζωή όπως είναι. Ο Νίτσε με επηρέασε πολύ με ωραίες συμβουλές και ωραίες διαφωνίες μαζί του».
«Μόνον αυτοί που σφάζουν με άνεση και ευχαρίστηση έχουν δικαίωμα να τρώνε κρέας».
«Φιλία είναι η συμφωνία 2 ανθρώπων να μην προχωρήσουν τη σχέση τους σε βάθος, αλλά να μείνουν στην επιφάνεια».
Και αλλού «Φιλία είναι η συμφωνία 2 ανθρώπων, εναντίον όλου του κόσμου».
«Στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα από όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό.»



«Οι έλληνες ζωγράφοι, αγάπησαν την Γερμανία γιατί ήταν ευπρόσιτη, επαρχιακή, και δια αυτής απολάμβαναν την Ευρώπη, όπως τα παιδιά τη θάλασσα στα ρηχά».
«Η τέχνη δεν είναι απασχόληση. Δεν είναι για να περνάς την ώρα σου. Είναι η θρησκεία του ζωντανού και αιώνιου».
«Ο λόγος, η γλώσσα, η φωνή είναι το αντίδοτο στο θάνατο και τη δυστυχία».
«Αρετές μας είναι τα ελαττώματα που παραδεχθήκαμε».
"Θυμήθηκα τα μπαρ και τα καφενεία στα οποία περίμενα πάντα μιαν ευκαιρία σχετική με τη δουλειά μου. Το μεγάλο πρόσωπο που θα ερχόταν. Το τί κατάπινα εκεί πέρα, ποτά κ φαγητά πανάκριβα για αυτό που είναι κ πολύ βλαβερά για την υγεία. Αν ξανά έκανα τη ζωή μου, θα έκανα τελείως διαφορετικά πράγματα. Θα έκανα καλλιέργεια της γής, θα μάθαινα να κάνω την τροφή μου. Αντί να περιμένω ευκαιρίες στα καφενεία κ το λαντζάρισμα μου. Ήταν τρομερό αυτό το πράγμα! Να περιμένεις να σε εκτιμήσουν άνθρωποι που δεν εκτιμάς για να κερδίσεις λεφτά! Αυτό αγγίζει τα όρια της τρέλας"
«Το να μη μπορείς να πιστέψεις, είναι ένα είδος αναπηρίας».
«Να μην χωρίζεται η παιδική ζωή μου από τη ζωή του ενήλικου».
"Ο κόσμος σήμερα υποφέρει από άχρηστες ελευθερίες. Αυτές είναι χειρότερες από την απαγόρευση κ την σκλαβιά. Πρέπει κανείς να βρει νέους τρόπους πειθαρχίας στα μέτρα μας, τις ανάγκες μας.. Κάνε ότι θέλεις. Τότε θα απαντήσει ένας άνθρωπος λογικός "Θέλω να με βοηθήσετε να μάθω τι θέλω".Και το λένε κυρίως οι νέοι άνθρωποι.. Σήμερα, η εποχή μας είναι γεμάτη από ελεύθερους ανθρώπους που η ελευθερία τους έγκειται στο να αγνοούν τις συνέπειες των πράξεων τους.. Και μέχρι ενός σημείου καλλιεργείται αυτή η ελευθερία".
«Είναι οδυνηρό για να σε εκτιμήσουν να προσπαθείς να κάνεις πράγματα που να αρέσουν σε ανθρώπους που δεν εκτιμάς».
«Ποτέ δεν υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι να ήταν τόσο δύσθυμοι και μελαγχολικοί. Άλλωστε, αυτό εξηγεί από μιαν άποψη, την τρομερή και μέχρι αηδίας οργάνωση της ευθυμίας. Καμιά εποχή δεν είχε οργανώσει τόσο πολύ την ευθυμία, όσο η δική μας. Σε καμιάν εποχή δεν έπαιζε πρωί-πρωί στα σπίτια το ραδιόφωνο εύθυμες μουσικές για να ξυπνήσουν οι άνθρωποι μελαγχολικοί και σχεδόν έτοιμοι να αυτοκτονήσουν».
«Στην Ελλάδα όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι».
«Δεν ζητώ ανθρώπους να σκέφτονται σαν εμένα. Αλλά να κάνουν σκέψεις συμπληρωματικές των δικών μου».
"Υπάρχει μια ομηρία στις αγορές των έργων τέχνης. Το παίρνω (το έργο σου) για να καθίσεις φρόνιμα, θα σε πληρώσω κιόλας για να πάψεις να είσαι τόσο ελεύθερος, να πάψεις να μιλάς ουσιαστικά εναντίον μου.. Ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε ο έμπορος είναι κύριος της τέχνης. Είναι ο Άνθρωπος. Βγαίνει για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αυτό που κάνουμε είναι ιερό κ δεν το εξαγιάζει το χρήμα κ η τιμή που δημιούργησε η δημοπρασία ή η γκαλερί. Και μοιραίως φθάνουμε σε μιαν αντίληψη θρησκευτική της ζωής"
«Χρειάζεται η θεία αφέλεια για να βρεις μέσα σου την αλήθεια».
«Ένα μόνο έχω να συμβουλέψω τους νεότερους: Να πειθαρχούν στην πίστη τους, αφού προηγουμένως την ανακαλύψουν».
"Η τέχνη που έπαψε πλέον να λειτουργεί (μέσα από την διάλογο), περνάει σε αυτούς που δεν την ξέρουν, ως αναγκαία πρωτοτυπία από την οποία μπορούν να απομυζούν αξία οι ίδιοι.. Δημιουργείται έτσι μια ανεξάντλητη αγορά, ένα καινούριο προσκύνημα, με οικονομικά οφέλη για τους αυτόκλητους προστάτες της τέχνης".
Σήμερα, η μοντέρνα ζωγραφική επικράτησε χάρη στη νομοθεσία του κράτους που της έδωσε ένα δίπλωμά;α ότι είναι ακαδημαϊκή, ευτραφής, κρατική. Δεν εκφράζει πια την αληθινή διαφωνία του ανθρώπου με το κατεστημένο. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ που εξελίχθηκε"
"Όταν διαβάζω τα βιβλία περί ζωγραφικής μου κάνουν εντύπωση σαν κάτι βιβλία σεξουαλικά που λένε μην κάνετε το ένα, μην κάνετε το άλλο διότι θα πάθετε αφροδίσια νοσήματα.. τα βιβλία αυτά είναι για να σου κόψουν από ότι ζωγραφίζεις, παρά για να σου μάθουν να κάνεις ζωγραφική πιο στέρεα."
"Είναι απογοητευτικό για τον καλλιτέχνη να ξέρει ότι τόσοι κόποι και τόσες θυσίες καταλήγουν να πέσουν στα χέρια εμπόρων και συλλεκτών που το σώμα τους και η ψυχή τους εκφράζουν έναν θανατερό ιδεαλισμό. Έρχεται η στιγμή που αρχίζει κανείς να αμφιβάλλει αν η ίδια η τέχνη, προ ατομικής βόμβας ή μετά, έχει την αξία είχε την αξία που της δώσαμε".


"Ναό Παντοκράτορος στον Μυστρά με τον Γιάννη Τσαρούχη να τον
έχω τοποθετήσει στο κέντρο του ναού. Είχα προμηθευτεί
ενα τόπι ύφασμα πορφύρα και τον έβαλα να κάτσει
σε μια καρέκλα σπασμένη... " Nίκος Σταθούλης.





ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ στον Γιώργο Γκίλσον μάλλον στην Καθημερινή. (Δυστυχώς δεν είμαστε σίγουροι ως προς την πηγή μέσα απο τις πολλές μεταφορές. Είμαστε όμως σίγουροι για το κείμενο και τον δημοσιογράφο)
Όταν τον ρώτησε ο δημοσιογράφος αν υπάρχει γενικό μήνυμα που προσπαθεί να μεταδώσει με το έργο του, ο Τσαρούχης απάντησε: «Δεν τολμώ να το πω, μήπως φανώ ότι κάνω τον μεγάλο καλλιτέχνη. Το μήνυμα αυτό είναι ο σεβασμός στη ζωή, η ευλάβεια στη ζωή, η αγάπη για τον Θεό. Όλα εκφρασμένα μέσω της ζωγραφικής και των χρωμάτων μου. Θέλω να βρω την τάξη και την ηρεμία στη ζωή μου και να την μεταδώσω και στους άλλους ανθρώπους».
Έπειτα απαντώντας σε άλλη ερώτηση λέει «Αν θα ξαναζούσα την καλλιτεχνική μου καριέρα, θα έψαχνα να βρω έναν καλό τεχνίτη να μου μάθει καλά τη τεχνική της ζωγραφικής και να μην πάω στη σχολή όπου οι καθηγητές προσπαθούν να γεμίσουν τον διορισμό τους με άχυρα. Και βέβαια θα πήγαινα σε ένα χωράφι να μάθω πιο σοβαρά τη καλλιέργεια της γης για να έχω ένα δεύτερο επάγγελμα να μου δίνει ανεξαρτησία. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να παρασκευάζουν τη τροφή τους και ως γεωργοί».
Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου «Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους καλλιτέχνες;» Ο Τσαρούχης απαντά: «Την ίδια που δίνω και στον εαυτό μου. Να βρουν ένα κτήμα να καλλιεργούν.. Και να εξομολογούνται με την τέχνη τους, να μιλούν για τη ζωή τους, για αυτό που τους ενδιαφέρει. Όταν κανείς εξομολογείται, εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκουν ικανοποίηση και ξαλαφρώνουν».


«Η Αθήνα όπως είναι σήμερα, πρέπει να χαρακτηριστεί σαν μια πόλη κατοχικής εποχής. Εννοώντας την ελληνική κατοχή και όχι την γερμανική. Η ελληνική κατοχή από το ’21 και πέρα, αντικρούοντας τις ιδέες του Μακρυγιάννη, κατέστρεψε ότι έχει κάνει η Ελλάς όλα τα χρόνια τόσο ώστε οι ευαίσθητοι και τίμιοι άνθρωποι όταν θέλουν να δείξουν ποια είναι η Ελλάς, δείχνουν τα έργα (των Ελλήνων) της τουρκοκρατίας. Ήταν μια εποχή συνεπής με τα στοιχεία που την ενέπνεαν. Η σημερινή Ελλάς είναι ασυνεπής και αυτό που προτείνεται ως ιδανικό είναι όχι όλων το ιδανικό, αλλά μιας περιορισμένης ομάδας. Δυναμικής, η οποία παρουσιάζει ως κοινό ιδανικό ένα ιδανικό που δεν είναι παρά το ιδανικό της. Η Αθήνα κτίστηκε νεοκλασική από τους Βαβαρούς και τροποποιήθηκε από τους Έλληνες σύμφωνα με το ανισόρροπο γούστο τους. Στυλ αγραμμάτων.. Ο καθένας κοίταξε να αξιοποιήσει το οικοπεδάκι του, όπου και να ήταν, όποιο σχήμα και να είχε… Υμνούν ένα έγκλημα και το εκθειάζουν αν βλάπτει τον τόπο. … Πρέπει να αλλάξει και να φανεί επιτέλους ότι, η Ελλάς είναι ένα μικρό χωριό που της ταιριάζει να ονομάζεται Ευρώπη».
(Γιάννης Τσαρούχης, Περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 73, 1988)


Στον Τσαρούχη οφείλεται η καθιέρωση των χορευτικών με ναύτες σε ταβέρνες στις ελληνικές ταινίες στο σινεμά.
Γράφει στο βιβλίο του «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» : «Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κάτι τι το ερμητικό στην ουσία του. Και είναι προσιτό. Αληθινά προσιτό μόνον σε αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινή ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος».



Τσαρούχης Οι εποχές
Ο Τσαρούχης δεν τελειώνει εδώ. Θα γίνει σύντομα και β μέρος με πλήθος απο τα θαυμάσια έργα του!!


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ






Φώτης Κόντογλου



Φώτης Κόντογλου

Ο Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895. Ένα τόπο που δεν υπήρχαν εκκλησίες με βυζαντινή ζωγραφική. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν 2 χρονών και τον μεγάλωσε η μητέρα του με τη βοήθεια του αδελφού της που ήταν αρχιμανδρίτης και ηγούμενος στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Στο ομώνυμο χωρίο πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φύση, δίπλα στη θάλασσα με παρέα απλούς ανθρώπους, ψαράδες και βοσκούς. Εκεί μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα απο τα βιβλία-τροπάρια της εκκλησίας και η ζωγραφική του είναι ρεαλιστική. Τελειώνει στο Αϊβαλί το Γυμνάσιο.

Έργο του 15 χρονου Κόντογλου



Στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα μπήκε αμέσως στη Γ΄ τάξη. Ζεί έχοντας οικονομική βοήθεια απο τον θείο του. Σπουδάζει την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία με καθηγητές (της «σχολής» του Μονάχου που τον εντυπωσιάζει αυτού του είδους η αισθητική μορφή, φόρμα και «ρυθμός») τον Καλούδη, Γερανιώτη..και διευθυντή τον Ιακωβίδη  Αρχικά ο Κόντογλου κάνει κάποια αντίγραφα και γράφει σχετικά: « Δεν ξεσήκωσα απλά τα ωραία αυτά χειροτεχνήματα παρά τα διερμήνευσα».
Εκεί, στις καλλιτεχνικές συζητήσεις κάποιων καθηγητών με μαθητές, ο Κόντογλου έδειχνε τη προτίμηση του στον ζωγράφο Βελάσκεθ. Διακόπτει τις σπουδές του και ταξιδεύει στην Ευρώπη δουλεύοντας παράλληλα όπου βρει.



Ζει στο Παρίσι 5 χρόνια, όπου εικονογραφεί βιβλία και περιοδικά. Εκεί έγραψε και το πρώτο του βιβλίο "Pedro Cazas". Γνωρίζει και μελετά τον Σιμωνίδη, απορρίπτει την αφαίρεση και τον κυβισμό (κινήματα που γνωρίζει από κοντά) και συμπληρώνει τη μόρφωση του μελετώντας τη τέχνη των αρχαίων του μεσαιωνικού ελληνισμού και του στοχασμού. Επισκέπτεται μουσεία και βιβλιοθήκες, ασχολείται και με τη προσωπογραφία.







Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί. Εκεί ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι άνθρωποι" όπου συμμετείχαν ο Ηλίας Βενέζης και ο Στρατής Δούκας. Διορίζεται στο Παρθεναγωγείο Κυδωνιών όπου διδάσκει γαλλικά και ιστορία τέχνης. Εκδίδει το βιβλίο του "Pedro Cazas" και το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή έρχεται πρόσφυγας στην Αθήνα. Στις προσωπογραφίες του δεν χρησιμοποιεί μόνο το σχέδιο για την απόδοση του ψυχισμού του μοντέλου του αλλά κυρίως χρησιμοποιεί το χρώμα, δημιουργώντας (για τα δεδομένα της εποχής που ενδιέφερε απλά η σκιαγράφιση ηλικίας, κοινωνικής τάξης του μοντέλου και υπήρχε μια αδιαφορία για τον ψυχισμό του εικονιζόμενου ) μια πρωτότυπη έκφραση προσωπογραφίας.




Στο Άγιον Όρος πηγαίνει το 1923 και μένει για μήνες. Εκεί, η επαφή του με τη βυζαντινή τέχνη (κρητικής σχολής) αποτελεί σταθμό στο έργο του και σε όλη τη ζωή του. Συγγραφικά και εικαστικά υποστηρίζει παθιασμένα την ανάγκη δημιουργίας μιας ελληνικής τέχνης που κυρίως να βασίζεται στη βυζαντινή & μεταβυζαντινή τέχνη.
Σε αυτή τη πρώτη του επαφή στο Άθω γράφει:
«..δεν περίμενα να βρω μια τέχνη τόσο τέλεια μέσα στις εκκλησίες των μοναστηριών. Από όσα είχα διαβάσει για τη βυζαντινή τέχνη είχα την ιδέα πως η τέχνη τούτη είναι άξια μικρότερης προσοχής από εκείνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Βρίσκονται στον Άθω ζωγραφιές της πιο σπάνιας τελειότητας.. Καθ' όσο τουλάχιστον το κρίνω εγώ, είναι πολύ σπάνιο να τύχει κανείς έργα με μια τέτοια καλλιτεχνική σοφία και γιομάτα από τόσο έντονο ρυθμό..»

Δια χειρός Κόντογλου



Σε αυτό το κείμενο είναι φανερή η έκπληξη του για τη βυζαντινή τέχνη (τη τέχνη της Ορθοδοξίας) μια και ο Κόντογλου μέχρι τότε είχε δυτικότροπη παιδεία. Ο Κόντογλου όσον αφορά τη δυτική καλλιτεχνική πρωτοπορία δεν την αγνόησε αλλά την απέρριψε, αφού πρώτα τη μελέτησε σε βάθος. Αισθητικά και διανοητικά είχε ευρωπαϊκή προσέγγιση. Συναισθηματικά-βιωματικά όμως ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα λόγω της ορθόδοξης παιδικής αγωγής του (αρχιμανδρίτη θείο) και ζωής γενικότερα. Το 1925 παντρεύεται την Μαρία Χατζηκαμπούρη και θα μείνουν στην Νέα Ιωνία. Το 1926 ζωγραφίζει τον «Μακεδονομάχο». Βυζαντινή τεχνική & τεχνοτροπία, έλλειψη προοπτικής, επίπεδη φόρμα, έντονα περιγράμματα, σκληρές πτυχώσεις, ελλειπτικό τοπίο.






Κόντογλου

Προτιμά τους ζωγράφους επί τουρκοκρατίας και όσους ανήκουν στα πιο λαϊκά ρεύματα. Αυτή του την εκτίμηση θα τη διατηρήσει σε όλη του τη ζωή. Σε ένα έγγραφο του το 1933 μιλώντας για ένα ζωγράφο της μονής Καισαριανής αναφέρεται σχετικά:
« Τα έργα του έχουν την περίεργον εκείνη αρχαϊκότητα, όπου δεν είναι μια απομακρυσμένη και νοερή ανάμνησις του κλασικού κόσμου, αλλά στοιχείον ζωντανόν, πηγάζον απο τας αστέρευτους πηγάς της λαϊκής ψυχής. Αυτό το φαινόμενο του ζωντανού αρχαϊσμού είναι συχνόν εις τους ζωγράφους τη Τουρκοκρατίας».
Ο Κόντογλου έχει εμμονή με την αναβίωση της βυζαντινής παράδοσης που ίσως για κάποιους να βγάζει κάποιον συντηρητισμό. Δεν επιτρέπει την απώλεια μνήμης για τις χαμένες πατρίδες και με τη τέχνη του αυτό το υπερασπίζεται προβάλλοντας ανάλογο έργο, με σκοπό την εθνική συνείδηση σε καιρούς ορθολογισμού (δύση) και απιστίας. Ο κόσμος ως υψηλό ιδανικό του είχε τα δυτικά πρότυπα ζωής σε σημείο ίσως ακόμη και δουλικότητας προς αυτά. Τί θα γινόταν με τη δική μας ελληνική παράδοση; «Ακόμη και το στήριγμα του κόσμου που ήταν για αιώνες η εκκλησία, τώρα παράπαιε, αφήνοντας να μπει απο το παράθυρο ο καθολικισμός και ο προτεσταντισμός που φοβόταν...Ο Κόντογλου επαναστάτησε ελέγχοντας με δριμύτητα τους δεσποτάδες και αρχιεπισκόπους για την αλλοίωση του πνεύματος της ορθοδοξίας, τη παραχάραξη της παράδοσης, τη φθορά της βυζαντινής μουσικής...» αναφέρει ο Τσαρούχης για τον δάσκαλο του. (Για τη βιογραφία του Τσαρούχη πατήστε ΕΔΩ )


"Αρματωλοί και κλέφτες" 1948, δημαρχείο Αθήνας



Φώτης Κόντογλου, Ο Άγιος Κοσμας


Ο Κόντογλου αγαπούσε τον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη. « Η πολιτεία θα κάνει καλά να βάλει ένα καραγκιοζοπαίχτη σε κάθε χωριό για να κρατήσει ψηλά το φρόνημα του λαού και των παιδιών» έγραφε. Είχε και ένα έργο του Θεόφιλου σπίτι του. Ο Κόντογλου μας δείχνει από το έργο του (ειδικά όσον αφορά την αντίληψη της φόρμας) τη συγγένεια με τις μορφές της λαϊκής τέχνης και τον ψυχισμό του λαϊκού τεχνίτη. Βλέπε το έργο του «Ο Μακεδονομάχος», το πορτρέτο της Μαρίας το 1928 αλλά και στα τελευταία του όπως «Τίμων ο μισάνθρωπος».

"Πρόσφυγές" ή "Η κοιλάδα του Κλαθμώνος"



Η νεωτερικότητα στο έργο του Κόντογλου έγκειται στο ότι δεν εξαντλείται στη μίμηση ή στα γραφικά στοιχεία. Η φόρμα που τον εκφράζει και προωθεί, αντιστρατεύεται τον ακαδημαϊσμό της εποχής, αναγνωρίζει τη αξία του λαϊκού ήθους και περιφρονεί το αστικό γούστο με τους πίνακες-ελαιογραφίες να κυριαρχούν με στόχο τη διακόσμηση των σαλονιών και την ανάδειξη το που ανήκει κοινωνικά ο ιδιοκτήτης τους. Γιαυτό το λόγο, ο Κόντογλου επιλέγει τη τοιχογραφία (φρέσκο) που στον Μεσαίωνα είχε μεγαλουργήσει όπως και στις μονές-ναούς επι τουρκοκρατίας.

Το τοιχογραφικό Σύνταγμα του Κόντογλου στο σπίτι του



Έργο έμβλημα του Κόντογλου είναι το τοιχογραφικό σύνταγμα που μαζί με τους μαθητές του Εγγονόπουλο  φιλοτέχνησε τότε στο καθιστικό τοίχο του σπιτιού του. Έργο με συμβολικούς χαρακτήρες. Τα υλικά του και οι εικονογραφικές του επιλογές μας κάνουν προφανές το αισθητικό του πιστεύω. Η σύνθεση είναι δομημένη σε 4 ζώνες. Στην επάνω ζώνη εικονίζονται προτομές μυθικών προσώπων, όπως ο Όμηρος, Πυθαγόρας, Θεοτοκόπουλος, Φράγκος Κατελάνος, Ηρόδοτος, Μπεζάτ ο Πέρσης, ο Διογένης...Μια σύζευξη Ανατολής-Δύσης, χριστιανισμού-παγανισμού, θεολογίας-παιδείας.

Στη ΄β ζώνη υπάρχουν οι συνθέσεις του «Φτυχισμένου Κονέκ-Κονέκ», «του βασιλιά της Ιάβας», «ο κατακλυσμός»...( πρωτόγονοι πολιτισμοί που διαλύονται απο Ευρωπαίους αποικιοκράτες) Κυρίως όμως δεσπόζει η επιγραφή - αισθητικό μανιφέστο «Επειδή οι άνθρωποι χάσανε τη γέψη της απλής τέχνης». Στην ίδια ζώνη εικονίζεται ο ίδιος, η γυναίκα του και η κόρη του.
Στη γ΄ ζώνη ο Κόντογλου δίνει μνήμη σε 3 διαφορετικούς πολιτισμούς που έχουν πληγεί από τη δυτική αλαζονεία: Βραζιλία, Ινδονησία και η ελληνική Μ.Ασία. Σκοπός του να καταγγείλει τις θεωρίες υπεροχής του ενός πολιτισμού έναντι του άλλου. Πιστεύει στη δημοκρατία των πολιτισμών και με το έργο του υπονομεύει τη δύση με τις θεωρίες της, την επιθετική της πολιτική και το κλασικιστικό της δυτικό μοντέλο. Θέματα του: ο φακίρης της Ινδίας, ενας ασκητής-ίσως ο Ιωάννης ο βαπτιστής, ο άγριος της Βραζιλίας, ο Αϊβαλιώτης καπετάνιος, ο άγριος της Γιάβας.



Έργο του Κόντογλου




Ο Κόντογλου είχε εργαστεί και ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία όπως στο Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα, στου Καϊρου και στο Μυστρά, εικονογράφισε το δημαρχείο της Αθήνας και αγιογράφησε εκκλησίες όπως την Αγ. Βαρβάρα στο Αιγάλεω, Καπνικαρέα, την Μητρόπολη στη Ρόδο.
Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965 από μετεγχειρητική μόλυνση.









Έργο του Κόντογλου

Έργο του Κόντογλου




Κόντογλου






Ο Κόντογλου με τη γυναίκα του


Έργο του Κόντογλου






Ο Κόντογλου νεαρός



Ο Κόντογλου σε μεγάλη ηλικία



Έργο του Κόντογλου



Κόντογλου σε μια σπάνια φώτο


Έργο του Κόντογλου


Έργο του Κόντογλου


Έργο του Κόντογλου


Ο Κόντογλου έχει αφετηρία του ένα κόσμο που του τον πήραν, βρίσκεται σε ένα κόσμο που δεν του είναι αρεστός, αλλά αποζητά και ονειρεύεται ένα κόσμο πολύ διαφορετικό ως και το τέλος της ζωής του, χωρίς να χάνει τη πίστη του και την επιμονή του.




ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

"Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, μπάλλες, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; ... -Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο της ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός."

"Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα"


"Τι μας λείπει και πάμε στα Παρίσια και στ' άλλα μέρη της Ευρώπης για να μάθουμε τέχνη, χωρίς να μαθαίνουμε τίποτα; Να δούμε πότε θ' ανακαλύψουμε εμείς οι Έλληνες την Ελλάδα, όπως ανακάλυψε την Αμερική ο Κολόμβος!"
Απο το "Η πονεμένη Ρωμιοσύνη", 1965, Εκδοτικός Οίκος "Αστήρ"