Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Μεγάλη Ἑλλάδα: Σελινοῦς (Σελινοῦντας)



Ὁ Σελινούντας, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἦταν μία σημαντική ἀρχαία ἑλληνική πόλη της νοτιοδυτικής Σικελίας. Ἦταν ἀποικία τῶν Ὑβλαῖων Μεγάρων. Ἱδρύθηκε το 628 π.Χ. καὶ γνώρισε μεγάλη ἀκμὴ στοὺς 6ο καὶ 5ο αἵ. π.Χ. Καταστράφηκε το 409 π.Χ. ἀπὸ τους Καρχηδόνιους, ἀλλὰ ξαναχτίστηκε το 408 π.Χ. ἀπὸ τον Ἐρμοκράτη καὶ καταστράφηκε τελειωτικά το 250 π.Χ. ἀπὸ τον Ἀννίβα.

Στά ἐρείπια της πόλης, ὅπως γράφει ἡ ἐγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης- παιδεία», βρέθηκαν ὀκτὼ σπουδαῖοι ἀρχαῖοι ναοί. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι γνωστό ποιά θεότητα λατρευόταν στοὺς περισσότερους, χαρακτηρίζονται, γιὰ διάκριση, με γράμματα του λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Η ὁμάδα τῶν ναῶν Α, Β, C, D, εἶναι του 6ου αἵ. π.Χ., ἑνῶ ὁ ναός Ε καὶ ἡ ὁμάδα τῶν τριῶν ναῶν ἀνατολικά της πόλης (F, G, H) εἶναι μεταγενέστεροι. Σε ὅλους σχεδόν διατηρεῖται ὁ τύπος του μεγάρου, με κλειστό πρόδομο καὶ προσθήκη δεύτερης κιονοστοιχίας στὴν ἀνατολική πλευρά.

Ὁ ἐπιβλητικός περίπτερος ναός C στὴν ἀκρόπολη του Σελινοῦντα οἰκοδομήθηκε το 550-540 π.Χ. Ἔχει 108 κίονες ἀραιά τοποθετημένους σε ἕξι σειρές καὶ σχῆμα μακρόστενο. Οἱ ἀρχαϊκές μετόπες του ἀπεικονίζουν τον Ἡρακλῆ με τους Κέκροπες, τον Περσέα νὰ σκοτώνει τὴ Μέδουσα κ.ά. Ὁ γιγαντιαῖος δίπτερος δωρικός ναός G του Ἀπόλλωνα εἶναι ὁ μεγαλύτερος σε διαστάσεις ναός της Μεγάλης Ἑλλάδας, μετά το ναό του Ἀκράγαντα. Οἱ διαστάσεις του εἶναι 50,07x110,12 μ., ἐνῶ το ὕψος των κιόνων του 14,7 μ. Χτίστηκε το 520-470 π.Χ. Διαθέτει ὀπισθόδομο καὶ πρόναο, ὁ ὁποῖος στολίζεται με πρόστυλο ἀπὸ τέσσερις κίονες στὴν πρόσοψη καὶ ἀπὸ ἕνα δεξιά καὶ ἀριστερά ἀνάμεσα σε αὐτούς καὶ τις παραστάδες. Κοντά στὴ νεκρόπολη του Σελινοῦντα βρέθηκαν τάφοι, ἐπιγραφές καὶ τα ἐρείπια του ἀρχαιότατου ναοῦ της Μαλοφόρας Δήμητρας.

Γιὰ νὰ δοῦμε μία ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ποὺ μας δίνει το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ μέσα στὴν «Ἱστορία της Ἀρχαίας Ἑλλάδας»:

«Σε κάθε περίπτωση, ἡ οἰκοδόμηση τῶν ναῶν ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀντιπροσώπευε τὴ μεγα­λύτερη πρόκληση καὶ ἐπίσπευσε τὴ μεγαλύ­τερη ἀλλαγῆ, κι ἄς μὴν ὑποτιμοῦμε το γεγονός ὅτι τα χρηματικά ποσά ἦταν πολύ ὑψηλὰ. Η μοναδική περίπτωση πού γνωρίζουμε το κό­στος ἀνέγερσης ἑνὸς ναοῦ στὸ τέλος της ἀρχαϊκῆς περιόδου εἶναι τα 300 τάλαντα τα ὁποία οἱ κάτοικοι τῶν Δελφῶν συγκέντρωσαν με κό­πο ἀπὸ τον ἑλληνικό κόσμο γιὰ νὰ κατασκευάσουν τους ναούς τῶν Ἀλκμεωνιδῶν (Ηρόδ. Β', 180.1 και Ε', 62). Το ποσό αὐτὸ μας δίνει μία τάξη μεγέθους ποὺ μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ καὶ το Ὀλύμπιο (ἡ Ὀλυμπιεῖο) στὴν Ἀθήνα ἡ το Ἀπολλώνιο στὸν Σελινοῦντα.»

Ἄς δοῦμε, λοιπόν, ὁρισμένους ἀρχαίους Ἕλληνες ποὺ διέπρεψαν στὴν πόλη αὐτὴ:

Τελεστής ἀπὸ τον Σελινοῦντα (Σελινούντιος)

Ποιητής γύρω στὸ 400 π.Χ. Καλλιέργησε τὴ χο­ρική λυρική ποίηση καὶ νίκησε με ἕναν διθύ­ραμβο το 402 στὴν Ἀθήνα. Μας σώθηκαν ἀποσπάσματα ἀπὸ τους διθυράμβους του ποὺ εἶχαν τους τίτλους 'Ἀργῶ, 'Ἀσκληπιός, Ὑμέναιος'. Tὰ ποιήματά του ἦταν ἀπὸ τα ἀναγνώσματα του Μ. Ἀλεξάνδρου· στὸ ὕφος καὶ τὴ δομή θύμιζαν τα ποιήματα του Τιμόθεου του Μιλήσιου. Ὁ Ἀριστόξενος ὁ Ταραντίνος ἔγραψε βιογραφία του Τελεστή.

Θυμίζουμε εδώ ότι:

Ἀπὸ τους Βίους του Ἀριστόξενου του Ταραντίνου μας σώθηκαν ἀποσπάσματα γιὰ τον Πυθαγόρα, τον Ἀρχύτα τον Ταραντίνο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα (με κακόβουλους σαρκαστικούς ὑπαινιγμούς σε βάρος του Ἀριστοτέλη) καὶ τον Τελεστή τον Σελινούντιο.





Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ



Ἦταν γιός του Οἰνέα, βασιλιά της Καλυδώνας, καὶ της Ἀλθαίας. ἡ Ἀλθαία δέχτηκε τις Μοῖρες ποὺ προφήτεψαν ὅτι ὁ νεογέννητος γιὸς της θὰ γινόταν μεγάλος ἥρωας. Ἡ τελευταία μοῖρα ὅμως εἶπε ὅτι θὰ κοβόταν το νῆμα της ζωῆς του τὴ στιγμή πού θὰ καιγόταν ἕνα κούτσουρο ποὺ βρισκόταν ἐκείνη τὴ στιγμή στὸ τζάκι. Ἡ Ἀλθαία ἔτρεξε νὰ σβήσει τὴ φωτιά καὶ φύλαξε κρυμμένο ἐκεῖνο το κούτσουρο.

Ὁ Μελέαγρος μεγάλωσε καὶ παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα, κόρη του Ἴδα. Εἶχε πάρει μέρος στὸ κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου καὶ τον σκότωσε σε συνεργασία με την Ἀταλάντη. Οἱ Κουρῆτες ὅμως φιλονίκησαν με τους Αἰτωλούς ποῖος θὰ πάρει το δέρμα καὶ το κεφάλι του κάπρου. Με ὅποιον θὰ πήγαινε ὁ Μελέαγρος, αὐτοί θὰ νικοῦσαν. Αὐτὸς προτίμησε τους Αἰτωλούς, καὶ πρὸς στιγμήν ἡ νίκη πῆγε με το μέρος τους. Ἀλλὰ κατά τὴ μάχη σκότωσε καὶ τα ἀδέλφια της μητέρας του, ποὺ πολεμοῦσαν με το μέρος των Κουρητῶν. Ἐκείνη τότε τον καταράστηκε, γι' αὐτὸ ὁ Μελέαγρος ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴ μάχη καὶ ἄρχισαν νὰ νικοῦν οἱ Κουρῆτες. Τέλος ὑπέκυψε στὰ παρακάλια της γυναίκας του καὶ πῆρε πάλι μέρος στὸν ἀγῶνα. Νίκησε τους Κουρῆτες, ἀλλὰ ἡ κατάρα της μητέρας του ἔπιασε. Ἡ Ἀλθαία βρῆκε το κομμάτι ξύλου ποὺ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὴ φωτιά ὅταν γεννήθηκε ὁ γιὸς της καὶ μέσα στὴν πίκρα της το ἔριξε καὶ πάλι στὸ τζάκι, με ἀποτέλεσμα ὁ Μελέαγρος τελικά νὰ σκοτωθεῖ.

Ἀδελφὴ του Μελέαγρου ἦταν ἡ Δηιάνειρα. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς κατέβηκε στὸν Ἄδη νὰ πάρει μαζί του τον Κέρβερο, ὁ Μελέαγρος του ζήτησε νὰ παντρευτεῖ την ἀδελφὴ του, ὅπως κι ἔγινε.

ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ: Ο Μελέαγρος ὑποκύπτει στὶς παρακλήσεις της γυναίκας του νὰ λάβει το μέρος τῶν Αἰτωλῶν ποὺ προκάλεσε την ὀργὴ της μητέρας του. Ὁ Ξενοφῶν στὸν Κυνηγετικό τον περιλαμβάνει μεταξύ των κορυφαίων κυνηγῶν, μαθητῶν του κενταύρου Χείρωνα.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο



Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας





Η μεγάλη μεσαιωνική αὐτοκρατορία τῶν Ἑλλήνων εὐτύχησε, τουλάχιστον στὴν ἔσχατη στιγμή της, νὰ ἔχει ὡς ἡγέτη ἕναν ἄνθρωπο ποῦ ἄν μὴ τι ἄλλο ἄφησε παρακαταθήκη στοὺς αἰῶνες ἕνα ἄφθαστο ὑπόδειγμα θάρρους καὶ ἀνδρείας. 
Ἕναν ἄξιο ἐπίγονο του Λεωνίδα, τῶν Μαραθωνομάχων, του Ἀλέξανδρου. Ἄλλωστε δέν ὑπῆρχε κάτι ἄλλο πέραν του θάρρους καὶ της αὐταπάρνησής του νὰ ἀφήσει. 
Ἦταν ἡγέτης μίας ἰστορικής αὐτοκρατορίας ποῦ ὅμως εἶχε πλέον περιοριστεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, μία στενή λωρίδα γῆς στὴ Θράκη καὶ τον Μωριᾶ. 
Τα ὑπόλοιπα ἐδάφη της ὑπερήφανης, κάποτε, αὐτοκρατορίας ἦταν πλέον λεία των Τούρκων, ποὺ διαφέντευαν ἀπὸ τα βάθη της Μικράς Ἀσίας ἑως τις ἐσχατιές τῶν Βαλκανίων.

Σε αὐτήν τὴ συγκυρία λίγα μποροῦσε νὰ κάνει ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή Δραγάτσης (ἀπὸ το ἐπίθετο της μητέρας του, Ἑλενας Δραγάτση) ο ΙΑ΄, πού γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τις 9 Φεβρουαρίου του 1404, ὡς το ὄγδοο ἀπὸ τα δέκα παιδιά του αὐτοκράτορα Ἐμμανουήλ Β'.

Δύο φορές παντρεύτηκε ὁ Κωνσταντίνος. Πρώτη σύζυγός του ἦταν ἤ Μανταλένα Τόκο, ἡ ὁποία πέθανε το 1429, ἐνῶ την ἴδια τύχη εἶχε καὶ ἡ δεύτερη σύζυγός του, ἐπίσης Ἰταλίδα (Γενουάτισα), Κατερίνα Γκατιλούσιο.

ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε αὐτοκράτορας σε μεγάλη ἡλικία 45 ἐτῶν, το 1449. Πρίν ντυθεῖ την αὐτοκρατορική πορφύρα εἶχε χρηματίσει δεσπότης του Μωριᾶ. 
Ἐκεῖ ἐπέδειξε ἀξιοσημείωτα ἡγετικά προσόντα, ἀφοῦ ἀμέσως μετά την ἀναλήψη της ἐξουσίας του Μωριᾶ, φρόντισε νὰ ἀνακαταλάβει ἐδάφη πού εἶχαν χαθεῖ στήν Πελοπόννησο καὶ στὴ συνέχεια πραγματοποίησε μία δυναμική ἐκστρατεία στὸ (λατινοκρατούμενο) Δουκάτο τῶν Ἀθηνῶν καί κατέκτησε με κεραυνοβόλες κινήσεις την Ἀθηνα καὶ τὴ Θήβα. 
Ὡστόσο, οἱ καιροί δέν ἐπέτρεπαν σε ἕναν δυναμικό Ἕλληνα νὰ "κάνει τὴ διαφορά", καὶ σύντομα παρενέβη ἡ μεγάλη δύναμη πλέον των Βαλκανίων, οἱ Ὀθωμανοί, ποῦ ἐξεδίωξαν τους Βυζαντινούς ἀπὸ τα ἐδάφη του Δουκάτου.

 Οἱ Ὀθωμανοί δέν θὰ ἐπέτρεπαν σε κανέναν νὰ ἀφυπνίσει τους Ἕλληνες.

Το 1449 ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἀδελφὸς του Ἰωάννης Παλαιολόγος πέθανε καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἔριζε γιὰ τὴ διαδοχή με τον ἀδελφὸ του Δημήτριο. 
Το ρόλο του ἐπιδιαιτητή ἀνέλαβε ὁ Μουράντ, ποὺ ἀποφάνθηκε ὑπὲρ του Κωνσταντίνου. 
Τόση ἦταν πλέον ἡ ἀδυναμία τών Βυζαντινῶν, ποὺ ἦταν οὐσιαστικά ὑποτελεῖς του σουλτάνου καὶ ζητοῦσαν τὴ διαιτησία του γιὰ ζητήματα διαδοχῆς.
Ὁ Κωνσταντῖνος κατάλαβε γρήγορα ὅτι οἱ φιλικές διαθέσεις τῶν Ὀθωμανῶν ἐξαντλούντων καὶ ὅτι σύντομα θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπερασπιστεῖ το τελευταῖο προπύργιο του Ἑλληνισμοῦ ἐνάντια στὶς διαθέσεις τῶν Ὀθωμανῶν.
Καθώς δὲν ὑπῆρχαν δυνάμεις ἱκανὲς νὰ ἀντιπαλέψουν τον πανίσχυρο ὀθωμανικό ἐπεκτατισμό στὰ Βαλκάνια, ὁ αὐτοκράτορας ἀκολούθησε το δρόμο των προκατόχων του καὶ μετέβη στῆ Δύση, ὅπου του τέθηκε το ἴδιό δίλημμα με αὐτὸ πού εἶχε τεθεῖ καὶ σε ἐκείνους: 

"Γιὰ νὰ λάβετε βοήθεια, πρέπει νὰ δεχτεῖτε την ἐνῶσι των δύο ἐκκλησιῶν, κάτω ἀπὸ την πρωτοκαθεδρία του Πάπα της Ρώμης".
Ὁ Κωνσταντῖνος, του ὁποίου πρώτιστο μέλημα ἦταν νὰ σώσει την αὐτοκρατορία, συμφώνησε. 
Ἀλλὰ ἦταν πλέον ἀργὰ καὶ ὁ λαός της Κωνσταντινούπολης, ὑπὸ την ὑποκίνηση καὶ λόγιων ὅπως ὁ Γ. Γεννάδιος, δὲν ἤθελε την Ἐνῶσι με τους Λατίνους. 
Ἄλλωστε, ὅση καλή διάθεση κι ἄν ὑπῆρχε, ὅση κι ἄν ἦταν ἡ ἀπόγνωση, οἱ πληγές ποὺ εἶχε ἀνοίξει το 1204 ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτές. 
Κι ἀκόμη κι ἄν ὅλα εἶχαν πάει κατ’ εὐχὴν γιὰ τον Κωνσταντῖνο, ἡ Ἐσπερία λίγη διάθεση εἶχε γιὰ νὰ βοηθήσει τους ἀποκαμωμένους Ἕλληνες.
Ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε την πρόταση του Μωάμεθ νὰ του παραδώσει την Κωνσταντινούπολη, ἀντιμετώπισε τὴ μεγάλη πρόκληση

ἀλλὰ ὁ θρῦλος τον θέλει νὰ περιμένει την ὥρα ποὺ θὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ ὁδηγήσει τους Ἕλληνες ξανά στὴ δόξα
: "Ἦρθε ἄγγελος Κυρίου καὶ τον ἅρπαξε καὶ τον πῆγε σε μία σπηλιά βαθιά στὴ γῆ κάτω, κοντά στὴν Χρυσόπορτα. 
Ἐκεῖ μένει μαρμαρωμένος ὁ βασιλιάς καὶ καρτερεῖ την ὥρα νὰ ’ρθει πάλι ὁ ἄγγελος νὰ τον σηκώσει...

 Ὅταν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ κατέβει ὁ ἄγγελος στὴ σπηλιά καὶ θὰ τον ξεμαρμαρώσει καὶ θὰ του δώσει στὸ χέρι πάλι το σπαθί πού εἶχε στὴ μάχη. 
Καὶ θὰ σηκωθεῖ πάλε ὁ Βασιλιάς καὶ θὰ μπεῖ στὴν Πόλη ἀπὸ τὴ Χρυσόπορτα καὶ κυνηγῶντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, θὰ τους διώξει ὡς την Κόκκινη Μηλιά καὶ θὰ γίνει μεγάλος σκοτωμός, ποὺ θὰ κολυμπήσει το μουσκάρι στὸ αἷμα."
Η, ὅπως λέει ὁ Γεώργιος Βιζυηνός στὸ ποίημά του "ὁ Τελευταῖος Παλαιολόγος"…
(…) "Τότε θε νάρθει ὁ ἄγγελος κι ἀγγελικαί δυνάμεις, νὰ μβούνε νὰ ξυπνήσουμε, νὰ ποῦν στὸ Βασιλέα
πῶς ἦλθεν πιὰ ἡ ὥρα!
Κι ὁ Βασιλεύς θὰ σηκωθεῖ τὴ σπάθα του νὰ δράξει καὶ, στρατηγός σας, θε νὰ μβει στὸ πρῶτο του Βασίλειο,
τον Τοῦρκο χτυπήσει.
Καὶ χτύπα χτύπα θὰ τον πα μακρά νὰ τον πετάξει
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά καὶ πίσ' ἀπὸ τον ἥλιο, ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσει!"



Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΝΑΥΣΙΚΑ - ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ζ



ΝΑΥΣΙΚΑ - ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ζ

Homerus Epic., Odyssea

Book 6, line 6.1 – 6.35

6.1

Ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς

ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος· αὐτὰρ Ἀθήνη

βῆ ῥ' ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε·

οἳ πρὶν μέν ποτ' ἔναιον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ,

6.5

ἀγχοῦ Κυκλώπων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων,

οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.

ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος θεοειδής,

εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων,

ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει καὶ ἐδείματο οἴκους

6.10

καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας.

ἀλλ' ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,

Ἀλκίνοος δὲ τότ' ἦρχε, θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς.

τοῦ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,

νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα.

6.15

βῆ δ' ἴμεν ἐς θάλαμον πολυδαίδαλον, ᾧ ἔνι κούρη

κοιμᾶτ' ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη,

Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,

πὰρ δὲ δύ' ἀμφίπολοι, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι,

σταθμοῖϊν ἑκάτερθε· θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί.

6.20

ἡ δ' ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης,

στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν,

6.22

εἰδομένη κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος,

ἥ οἱ ὁμηλικίη μὲν ἔην, κεχάριστο δὲ θυμῷ.

τῇ μιν ἐεισαμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·

6.25

“Ναυσικάα, τί νύ σ' ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;

εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,

σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵνα χρὴ καλὰ μὲν αὐτὴν

ἕννυσθαι, τὰ δὲ τοῖσι παρασχεῖν, οἵ κέ σ' ἄγωνται·

ἐκ γάρ τοι τούτων φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει

6.30

ἐσθλή, χαίρουσιν δὲ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.

ἀλλ' ἴομεν πλυνέουσαι ἅμ' ἠόϊ φαινομένηφι·

καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ' ἕψομαι, ὄφρα τάχιστα

ἐντύνεαι, ἐπεὶ οὔ τοι ἔτι δὴν παρθένος ἔσσεαι·

ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον

35 πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ.




ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΝΑΥΣΙΚΑ

6.1

Κι ἔτσι ἐδῶ ἀναπαύεται κατάκοπος, ὁ θεϊκός Ὀδυσσέας,

παραδομένος στὸν ὕπνο καὶ την κούραση. Τότε σὰν ἄνεμος ἡ θεά

ἡ Ἀθηνᾶ πῆγε στὴν πόλη πού ἤτανε, το κάστρο Φαιάκων,

ποὺ παλαιά κατοίκησαν σε ἀνοικτά πεδία,

6.5

Κοντά ἦταν με τους Κύκλωπες, τους γίγαντες ἀνθρώπους,

ποῦ κάποτε τους ρήμαζαν, βίαιοι καὶ ἀγροῖκοι.

Ἐδῶ παλιά τους ἔφερε ὁ Ναυσίθοος, ποὺ με θεό ὅμοιος ἦταν,

κι ἀπὸ την Συρία ἤρθανε, ποὺ τυχοδιῶκτες ἄνδρες ζοῦσαν,

καὶ ἀφοῦ την πόλη ὀχύρωσε με τεῖχος, ποὺ νὰ φιλᾶ τα σπίτια,

6.10

ἔχτισε καὶ ναούς θεῶν, κι ὄργωσε τα χωράφια,

μὰ τον ἅρπαξαν ἄρπυες (Κῆρες) καὶ τον πῆγαν στὸν Ἄδη.

Ὁ Ἀλκίνοος ἦταν τότε βασιλιάς, των μυστηρίων γνώστης,

Καὶ στὸ ἀνάκτορο του ἔφθασε, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Γλαυκωμάτα,

την ἄφιξη του ἥρωα, Ὀδυσσέα νὰ συλλογιέται.

6.15

Μπῆκε μέσα σε δώματα, περίπλοκα ὅπου κόρη

κοιμόταν σὰν παρόμοια με τους θεούς νὰ μοιάζει,

ἡ Ναυσικᾶ του μεγαλόψυχου, του Ἀλκίνοου ἡ θυγατέρα,

με δύο συμπαραστάτισσες, πανέμορφες καὶ οἱ ἴδιες,

νὰ στέκονται ἀπὸ δύο μεριές, στὶς φωτεινές τις πόρτες.

6.20

Σὰν του ἀνέμου την πνοή, δροσίζοντας της κόρης το κρεβάτι,

ἐπάνω ἀπὸ το κεφάλι της, ψιθύρισε τέτοια λόγια,

ἡ φωνή της συνομήλικης, του καπετάνιου Δύμαντα,

ποὺ ἦταν θυγατέρα, καὶ μίλαγε χαρούμενα καὶ με μεγάλο πάθος.

Αὐτὴν ἡ θεά ἐνέπνεε νὰ μιλᾶ, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Γλαυκωμάττα.

6.25

«Ναυσικᾶ, τι σου ἔμαθε νὰ κάνεις ἡ μητέρα σου;

τα φορέματά σου ἄχρηστα, τα ἔχεις κρεμασμένα,

κι ὅμως γιὰ γάμο σε ἔχει ἕτοιμη, καὶ πρέπει νὰ

ξυπνήσεις, καὶ ὅσα γιὰ σένα ἑτοίμασε, νὰ χρησιμοποιήσεις.

Γιατί ἄν με ὅλα φανεῖς, μπροστά στὸν κόσμο ὅλο

6.30

λαμπρή, θὰ χαίρωνται ὁ πατέρας σου κι ἡ σεβαστή μητέρα.

Ξύπνα νωρίς γιὰ νὰ πλυθείς, νὰ λάμψεις σὰν νυφοῦλα.

Καὶ θάρθω καὶ ἀπὸ μόνη μου, ἐγὼ γιὰ νὰ σε τρίψω, καὶ βιάσου

ἀμέσως νὰ ντυθεῖς, γιατί παρθένος δὲν μπορεῖ, ἀκόμη πλέον νάσαι.

Ἤδη ἀπὸ τώρα σε ζητοῦν, οἱ ἄριστοι στὸν δῆμο,

οἱ πρῶτοι ἀπὸ τους Φαιάκες, ποὺ εἶναι της γενιᾶς σου".

ΕΙΚΟΝΑ

Ναυσικᾶ , Frederic Leighton ca. 1878

 

ΓΕΝΕΣΙΣ: "Καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν" ... μέσα στὸν Παράδεισο!?





Ὅλοι μας ἔχουμε παρευρεθεῖ σε γάμους καὶ ἔχουμε ἀκούσει την περιβόητη φράση ἀπὸ την παλαιά διαθήκη "καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν".



Καὶ ἀναφέρω πῶς την ἔχουμε ἀκούσει σε γάμους, γιατί ἄν ἀπὸ μόνοι μας ἀνοίγαμε το πρῶτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, την Γένεση, καὶ την διαβάζαμε (ἐλάχιστοι το κάνουν) θὰ ἐντοπίζαμε -ἄν φυσικά μελετούσαμε με σοβαρότητα καὶ πνεῦμα Χριστοῦ- μία ἀπὸ τις μεγαλύτερες ἀνακρίβειες ποῦ ὑπάρχουν μέσα στὸ κείμενο της Γενέσεως. Τι ἐννοῶ; Θὰ το δοῦμε εὐθύς ἀμέσως!

Ἀρχικὰ ἄς παραθέσουμε τα χωρία, ὁπού γίνεται λόγος γιὰ την δημιουργία του ἀνθρώπου καὶ την τοποθέτηση του στὸν Παράδεισο:



Γεν. 1 ,26 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ [...]

Γεν. 1 ,26 καὶ εἶπε ὁ Θεός· ἄς φτιάξουμε τον ἄνθρωπο σύμφωνα με την δική μας εἰκόνα καὶ ὁμοίωση, καὶ ἄς ἐξουσιάζει στῇς θάλασσας τα ψάρια, στοῦ οὐρανοῦ τα πτηνά [...]

Γεν. 2,15 Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.

Γεν. 2,15 Καὶ πῆρε ὁ Κύριος ὁ Θεός τον ἄνθρωπο, τον ὁποῖο εἶχε πλάσει, καὶ τον ἔβαλε μέσα στὸν κῆπο της Ἐδὲμ γιὰ νὰ ἐργάζεται σε αὐτὸν καὶ νὰ τον φυλάει

Λίγο παρακάτω λέει γιὰ την δημιουργία της Εὔας. Ἄς διαβάσουμε τα σχετικά χωρία:




Γεν. 2,18 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν.

Γεν. 2,18 καὶ εἶπε ὁ Κύριος ὁ Θεός· δὲν εἶναι καλό νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπός μόνος του· ἄς του φτιάξουμε βοηθό κατ' αὐτόν.

Γεν. 2,21 καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.

Γεν. 2,21 καὶ ἔφερε ὁ Θεός σε ἔκσταση τον Ἀδὰμ, καὶ τον ἔριξε σε ὕπνο· καὶ πῆρε μία ἀπὸ τις πλευρές του καὶ τὴ θέση της τὴ συμπλήρωσε με σάρκα.

Σχόλιο: Βλέπουμε στὸν παραπάνω στίχο πῶς περιγράφει το σῶμα του παραδείσιου ἀνθρώπου ὡς σάρκα! Αὐτὸ δὲν στέκει, διότι ὅπως γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι ντύθηκαν με δερμάτινους χιτῶνες μετά την πτώση ἀπὸ τον παράδεισο, γιὰ την ὁποία γίνεται λόγος στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο: [Γεν. 3,21 Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους]

Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀνακρίβεια, ἀκολουθεῖ ὅμως μία σημαντικότερη στὴ συνέχεια του χωρίου ποὺ ἀφορᾶ την δημιουργία της γυναίκας:




Γεν. 2,22 καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ.

Γεν. 2,22 καὶ ὁ Θεός σχημάτισε με την πλευρά ποὺ πῆρε ἀπὸ τον Ἀδὰμ την γυναῖκα, καὶ την ὁδήγησε σε αὐτὸν.

Γεν. 2,23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·

Γεν. 2,23 καὶ εἶπε ὁ Ἀδὰμ· "αὐτὸ ἐπιτέλους εἶναι ὁστό ἀπὸ τα ὀστᾶ μου καὶ σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα μου· αὐτὴ θὰ λέγεται γυναῖκα γιατί ἀπὸ τον ἄντρα πάρθηκε."

Σχόλιο: Πάλι σε αὐτό τον στίχο προσδίδονται στὸ παραδείσιο σῶμα του ἀνθρώπου - με την παραδοχή πάντα πῶς ἡ Γένεση μιλᾶ γιὰ την δημιουργία του παραδείσιου κόσμου καὶ ἀνθρώπου ἀπὸ τον Θεό- χαρακτηριστικά ὅπως σάρκες καὶ ὀστᾶ.



Γεν. 2,24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.

Γεν. 2,24 γιὰ αὐτὸ το λόγο θὰ ἐγκαταλείπει ὁ ἄνθρωπος τον πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του καὶ θὰ προσκολλᾶται στῆ γυναῖκα του, καὶ θὰ ἑνώνονται καὶ οἱ δύο σε ἕνα σῶμα.




Σχόλιο: Αὐτὸ τον στίχο πολλοί τον διαβάσανε ἀλλὰ λίγοι συνειδητοποιήσανε ὅτι μιλάει γιὰ γάμο μεταξύ ἄνδρα-γυναίκας (ἐγκαταλείποντας τους γονεῖς τους ἀντίστοιχα) καὶ γιὰ σέξ ... καὶ ὅλα αὐτὰ πρὶν την πτώση του ἀνθρώπου ἀπὸ τον παράδεισο !!!!

Η πτώση του ἀνθρώπου ἀναφέρεται ὅπως προείπαμε στὸ 3ο κεφάλαιο της Γένεσης, ἐνῶ τα παραπάνω ἀναφέρονται στὸ 2ο κεφάλαιο! Γιὰ του λόγου το ἀληθὲς:



Γεν. 3,17 τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· [...]

Γεν. 3,17 στὸν δὲ Ἀδὰμ εἶπε: "ἐπειδὴ ἄκουσες τὴ γυναῖκα σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ το δέντρο, ἀπ' το ὁποῖο σε εἶχα διατάξει νὰ μὴ φᾶς, καταραμένη θὰ εἶναι ἡ γῆ ἐξαιτίας σου· [...]

Γεν. 3,21 Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.

Γεν. 3,21 καὶ ἔφτιαξε ὁ Κύριος ὁ Θεός γιὰ τον Ἀδὰμ καὶ τὴ γυναῖκα του δερμάτινους χιτῶνες καὶ τους ἔντυσε.

Γεν. 3,23 καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη.

Γεν. 3,23 καὶ ἔδιωξε ὁ Κύριος ὁ Θεός τον ἄνθρωπο ἀπὸ τον παράδεισο γιὰ νὰ ἐργάζεται την γῇ, ἀπὸ την ὁποία προῆλθε.

Σχόλιο: Αὐτὴ λοιπόν εἶναι ἀποδεδειγμένα μία ἐξίσου σημαντική ἀνακρίβεια. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ εἶχαν οἱ πρωτόπλαστοι σεξουαλικές ἐπαφὲς μέσα στὸν παράδεισο, ἀφοῦ δὲν εἶχαν σάρκινο σῶμα καὶ κατ' ἐπεκτάσει ὄργανα γιὰ σεξουαλική ἀναπαραγωγή.



Ἄς δοῦμε τι λέει ὁ Χριστός στὸ Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, σε μία συζήτηση με τους Σαδδουκαίους, γιά το πῶς θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ὅταν θὰ ἀξιωθοῦν νὰ κερδίσουν την ἐπουράνια βασιλεία καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν παραδείσια κατάσταση:




Λουκ. 20,34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·

Λουκ. 20,34 καὶ ἀποκρινόμενος εἶπε σε αὐτούς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοί του αἰῶνος τούτου νυμφεύονται καὶ ἔρχονται σε γάμους·

Λουκ. 20,35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται·

Λουκ. 20,35 ἐκεῖνοι ὅμως ποῦ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ἀπολαύσουν τον μέλλοντα αἰῶνα καὶ την ἀνάσταση τῶν νεκρῶν οὔτε θὰ νυμφεύονται οὔτε θὰ ἔρχονται σε γάμους·

Λουκ. 20,36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.

Λουκ. 20,36 οὔτε θὰ εἶναι δυνατόν νὰ πεθάνουν· γιατί θὰ εἶναι ἴσοι με τους ἀγγέλους καὶ υἱοί του Θεοῦ, υἱοί της ἀναστάσεως.




Σχόλιο: Ἀπὸ τα λόγια του Χριστοῦ μαθαίνουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἐπιστρέψουν στὸν παράδεισο θὰ εἶναι σὰν τους ἀγγέλους καὶ δὲν θὰ ἔρχονται σε γάμους. Ἑπομένως δὲν θὰ ἔχουν σάρκινα σώματα ἀλλὰ θεϊκά, ἀφοῦ πλάσθηκαν κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωση, καὶ αὐτὰ τα σώματα θὰ ξαναπάρουν.

Συμπέρασμα: Διαβάζοντας το κείμενο φαίνεται πὼς οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι ἀντέγραψαν τα κείμενα των Χαλδαίων καὶ συνέθεσαν την ἑβραϊκή Γένεση (βλ. George Smith, Ἡ Ἱστορία των Χαλδαίων περί της Γενέσεως, ) ἡ δὲν ἤξεραν τι ἔγραφαν -ἡ μᾶλλον τι ἀντέγραφαν- ἡ τα γεγονότα ποὺ ἀναφέρονται στὴ Γένεση ἔχουν μία λογική, με την προϋπόθεση νὰ τα δοῦμε ὑπὸ διαφορετικό πρίσμα. Γιὰ παράδειγμα ὁ χριστιανός φιλόσοφος Σατορνείλος, ἴσως εἶχε δίκιο, ὅταν ἀναφερόταν σε ἔκπτωτους ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ φτιάξουν το ἀνθρώπινο σῶμα, ὄχι το παραδείσιο, ἀλλὰ ἕνα σάρκινο σῶμα, ὥστε νὰ ἔρχονται καὶ νὰ το ἐπανδρώνουν οἱ ψυχές των ἀνθρώπων γιὰ νὰ δοκιμαστοῦν στὸν ψεύτικο αὐτὸ κόσμο.

Ἕνα ὅμως εἶναι σίγουρο. Οἱ θεολόγοι θὰ πρέπει νὰ βροῦν ἕναν νέο τρόπο νὰ ἐξηγήσουν τα λεγόμενα-ἀμφιλεγόμενα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Παλαιά διαθήκη γιατί, ὅπως ἀποδείξαμε , ὄχι μόνο δὲν στέκουν λογικά, ὅπως τα δέχεται ἡ ἐπίσημη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἔρχονται σε πλήρη ἀντίθεση με τα λόγια του Χριστοῦ!

Σάββατο 20 Μαΐου 2017

20 Μαΐου τοῦ 1825 σκοτώθηκε ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι


Θὰ πολεμήσω τὸν Ἰμπραὴμ καὶ θὰ πεθάνω ἢ θὰ νικήσω...» 

Ὁ Γρηγόριος Δικαῖος ἢ Παπαφλέσσας(τὸ κανονικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Δικαῖος, τὸ Φλέσσας εἶναι παρωνύμιο, ὅμως Δικαῖοι καὶ Φλεσσαῖοι εἶναι ἡ ἴδια οἰκογένεια)(1788-1825) ἢ Παπαφλέσσας ἢ Γρηγόριος Δικαῖος ἢ Διαολόπαπαςήταν κληρικός, πολιτικὸς καὶ ἀγωνιστής, ἥρωας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Γεννήθηκε στὴν Πολιανὴ Μεσσηνίας, φοίτησε στὴ Σχολὴ Δημητσάνας καὶ μόνασε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς τῆς Βελανιδιᾶς, στὴν Καλαμάτα, ὅπου πῆρε τὸ ὄνομα Γρηγόριος(παπᾶς Φλέσσας). Ἦταν τὸ 28ο παιδί(!) τοῦ Δημητρίου Φλέσσα καὶ τῆς Κωνσταντίνας Ἀνδροναίου, 2ης συζύγου τοῦ Δημητρίου.

Ἐξαιτίας τοῦ ἐπαναστατικοῦ χαρακτῆρα του ἐγκατέλειψε τὴν Πελοπόννησο, ἀπειλῶντας(σύμφωνα μὲ τὰ ἀπομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρὲ κερατᾶδες Τοῦρκοι νὰ πᾶτε πίσω εἰς τὸν ἀφέντην σας τὸν κερατᾶ, νὰ τοῦ εἰπεῖτε ὅτι ἐγὼ φεύγω δια τὴν Πόλιν, καὶ δὲν θὰ γυρίσω πίσω ἁπλοῦς καλόγηρος. 
Ἢ δεσπότης θὰ ἔλθω, ἢ πασᾶς»),περνῶντας στὴ Ζάκυνθο, καὶ ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη.
 Ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης ἀπὸ τὸν πατριάρχη Γρηγόριο Ἐ΄ μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Ὀφφίκιο «Δικαῖος», ποὺ σημαίνει ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη.
 Ὁ ἰδιωτικὸς βίος τοῦ Παπαφλέσσα, κάθε ἄλλο παρὰ συμβάδιζε μὲ τὸ σχῆμα τῆς ἰεροσύνης.

Κατηγοροῦνταν-βάσιμα-ὡς «ἔκδοτος στὶς ἡδονές, μὲ μανιώδη ροπὴ πρὸς τὸν ἔκλυτο βίο», ἄσωτος, ἀσύδοτος, ἀλαζών, μέθυσος κι ὅτι γλεντοκοποῦσε καὶ ξόδευε στὰ φανερὰ μὲ τίς ἐρωμένες του προκαλῶντας τὴν κοινὴ γνώμη. 

Ὁ ἀγωνιστὴς Κανέλλος Δεληγιάννης, ἔλεγε χαρακτηριστικά:

« Παπαφλέσσας, ἕνεκα τῆς ἀσελγείας καὶ τῆς θηλυμανίας του κατήντησε τὸ κατάστημα τοῦ ὑπουργείου τοῦ πορνοστάσιον καὶ ἐσύναξεν ὅλους τοὺς ἀσώτους καὶ μπιριμπάντας καὶ ἔπραττεν εἰς τοὺς δυστυχεῖς κατοίκους τὰ μεγαλύτερα ἀνοσιουργήματα».
 Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἀναφέρεται κι αὐτὸς στὸν Παπαφλέσσα, μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματά του, μὲ ἀρνητικὸ τρόπο, γιὰ τὸν ἰδιωτικὸ βίο καὶ τίς ἐπαναστατικές του ἐνέργειες: «Ὅθεν οἱ μὲν Πελοποννήσιοι ἔμειναν ἐν ἀμηχανίᾳ περὶ τοῦ πρακτέου, βλέποντες τὸ παράκαιρον καὶ ἀνέτοιμον· ὁ δὲ Δικαῖος, ἄνθρωπος ἀπατεὼν καὶ ἐξωλέστατος, περὶ μηδενὸς ἄλλου φροντίζων εἰμὴ τίνι τρόπῳ νὰ ἐρεθίσῃ τὴν ταραχὴν τοῦ Ἔθνους, δια νὰ πλουτίσῃ ἐκ τῶν ἁρπαγῶν, τοὺς ἐβεβαίωνεν, ὅτι εἶναι τὰ πάντα ἕτοιμα». 
Στὴν Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε μὲ τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο, ὁ ὁποῖος τὸν μύησε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία.


Ὁ Παναγιώτης Ἀναγνωστόπουλος ἀνῆκε στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Εἶχε καὶ τὴν ἔγκριση τῶν ἄλλων νὰ πλησιάσει τὸν «τρελοπαπά». 
Ὁ Παπαφλέσσας ἦταν πανάξιος τῆς φήμης ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε. 
Ὁ φλογερὸς πατριωτισμός του δὲν κρυβόταν. 
Οἱ Φιλικοὶ τὸν ἤθελαν ἀλλὰ καὶ φοβόντουσαν μήπως μὲ κάποια ἀπὸ τίς συνηθισμένες ἀποκοτιές του τὰ τίναζε ὅλα στὸν ἀέρα. Ἀποφάσισαν(1818) νὰ τὸν ψαρέψουν. 
Τὸ δύσκολο ἔργο ἀνέλαβε ὁ Ἀναγνωστόπουλος. Γιὰ μέρες, ὁ Παπαφλέσσας ἔκανε τὸν χαζό. 
Ὅταν ὁ Φιλικὸς κατάλαβε πὼς ἀντὶ νὰ ψαρέψει τὸν παπᾶ, τὸν ψάρευε ἐκεῖνος, ἦταν πολὺ ἀργά.
 Μόλις ὁ ἀρχιμανδρίτης πείστηκε ὅτι ὑπῆρχε ἐπαναστατικὴ ὀργάνωση, ἔπιασε τὸν Φιλικὸ ἄπ´ τὸν λαιμό. Τὸν ἀνάγκασε νά του τὰ πεῖ ὅλα. Κι ἔπειτα, τὸν ἔβαλε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν Ἀνώτατη Ἀρχή.

Ἔκπληκτοι οἱ Ἐμμανουὴλ Ξάνθος καὶ Ἀθανάσιος Τσακάλωφ τὸν εἶδαν μπροστά τους. Ὑπέκυψαν στὶς ἀπαιτήσεις του. 
Ἐκεῖ ἔδωσε τὸ ὄνομα Γρηγόριος Δικαῖος ἀπὸ Κόρινθο, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ τὸν εἶχαν στὸν κατάλογο τῶν θανατοποινιτῶν καὶ ἔλαβε τὴν κωδικὴ ὀνομασία «Ἁρμόδιος»(21/01/1818). 
Μὲ τὸ «ἔτσι θέλω», ὁ Παπαφλέσσας ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀνώτατη Ἀρχὴ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, περίπου στὴ θέση τοῦ Νικόλαου Σκουφὰ ποὺ εἶχε πεθάνει(Ἰούλιος 1818). 
Ἐπειδὴ ἦταν ἐπικίνδυνο νὰ παραμείνει στὴν Πόλη, στάλθηκε στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες(Μολδαβία καὶ Βλαχία), γιὰ νὰ προπαρασκευάσει τὴν Ἐπανάσταση. 
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀποφάσισε νὰ ξεκινήσει τὸν ἔνοπλο ἀγῶνα ἀπὸ τὴ Μολδοβλαχία, ἡ Φιλικὴ Ἐταιρία(Ἰανουάριος 1821) ἔστειλε τὸν Παπαφλέσσα στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ξεσηκώσει τὸν λαὸ ἐκεῖ. 
Ὁ Παπαφλέσσας, ἀφοῦ ἔγραψε τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ πάει στὴ Μάνη, ἐξασφάλισε γιὰ τὸν ἑαυτό του χαρτιὰ ποὺ τὸν βάφτιζαν «πατριαρχικὸ ἔξαρχο», πέρασε ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί, φόρτωσε ἕνα καράβι μπαρούτι καὶ ὅπλα, τὸ ἔστειλε κι αὐτὸ στὴ Μάνη καὶ διέσχισε τὸ Αἰγαῖο. Βρισκόταν αὐτὸς στὴ Μάνη(μέσα Δεκεμβρίου 1820). Βρῆκε τοὺς Τούρκους τοῦ Μοριᾶ ἐνημερωμένους γιὰ τὴν ἄφιξή του καὶ πρόθυμους νὰ τὸν διευκολύνουν στὶς μετακινήσεις του.


Χωρὶς νὰ ξέρουν γιὰ ποιό λόγο ἦρθε, οἱ πρόκριτοι κι ὁ ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς τὸν δέχτηκαν ἐχθρικὰ(τὸν ἀποκαλοῦσε «Ἄνθρωπο ἀπατεῶνα καὶ ἐξωλέστατο» ποὺ φρόντιζε «νὰ ἐρεθίσῃ τὴν ταραχὴν τοῦ ἔθνους»). 
Ἔφτασε στὴ Μάνη κι ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης(06/01/1821). Ὁ «πατριαρχικὸς ἔξαρχος» ἀνέβηκε στὴν Ἀχαΐα καὶ διαπίστωσε πὼς ὑπῆρχαν σοβαρὲς κτηματικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ μοναστήρια τῆς Ἁγίας Λαύρας καὶ τῶν Ταξιαρχῶν.
 Ὀργανώθηκε σύσκεψη στὴ Βοστίτσα(Ἰανουάριος 1821), ὅπου ὁ Παπαφλέσσας γνωστοποίησε ὅτι εἶχε ὁριστεῖ κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης γιὰ τίς 25/03/1821, ἐνῶ προσπάθησε μὲ φλογερὰ λόγια νὰ πείσει τοὺς συντηρητικούς, ποὺ δὲν πίστευαν σ' αὐτήν. Αὐτὸ δὲν ἄρεσε σὲ πολλοὺς συντηρητικοὺς πρόκριτους καὶ στρατιωτικοὺς καὶ εἰδικὰ στὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ποὺ τὸν κατηγόρησε. 
Αὐτοὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν περιορίσουν στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. 
Ἀλλὰ ὁ φλογερὸς κληρικὸς δὲν ὑποχώρησε. Ἔφυγε γιὰ τὴ Μάνη, ἀφοῦ πρῶτα ἔβαλε κάποιους Φιλικοὺς νὰ ὀργανώσουν ἐπεισόδια ποὺ θὰ ἐξέθεταν τοὺς πρόκριτους στὰ μάτια τῶν Τούρκων. 
Ἔτσι, θὰ τοὺς εἶχε δεμένους. Στὶς τάξεις τῶν κοτζαμπάσηδων ἐπικρατοῦσε ἐκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν νὰ καταδώσουν τὸν «τρελόπαπα» στὶς τουρκικὲς ἀρχές. Κάποιοι ἄλλοι προτίμησαν νὰ τὸν δολοφονήσουν, ὥστε νὰ εἶναι σίγουροι.


Οὔτε τὸ ἕνα ἦταν εὔκολο οὔτε τὸ ἄλλο

Ὁ Παπαφλέσσας ποτὲ δὲν κυκλοφοροῦσε μόνος, ἐνῶ τὰ στημένα ἐπεισόδια εἶχαν κάνει τοὺς Τούρκους ν´ ἀγριέψουν. Τὸ πλοῖο μὲ τὰ πολεμοφόδια ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ ἔφτασε στὴ Μάνη(μέσα Μάρτη). 
Διόρισε Ἀρχιστράτηγο Πελοποννήσου τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καὶ πρωτοστάτησε στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας(23/03/1821). Μὲ τέχνασμα, ὁ Παπαφλέσσας ἔπεισε τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη νὰ τὸ ἐκτελωνίσει. 
Χώρισε τὰ πολεμοφόδια κι ἀνέθεσε τὴ μεταφορά τους σὲ δυὸ ὁμάδες την 1η μὲ ἀρχηγὸ τὸν Νικήτα Σταματελόπουλο(μετέπειτα Νικηταρὰ Τουρκοφάγο) καὶ τὴ 2η μὲ τὸν Χρῆστο Ἀναγνωσταρά. 
Ὁ διοικητὴς τῆς Καλαμάτας Σουλεϊμὰν ἀγᾶς Ἀρναούτογλου ἔμαθε πὼς κάποιοι ἔνοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τὸν καθησύχασαν πὼς ἦταν χωρικοὶ ποὺ κουβαλοῦσαν λάδι.

Τὰ ὅπλα, τὰ εἶχαν, «ἐπειδὴ ἀκούστηκε πὼς κυκλοφοροῦσαν λῃστές».
 Ὁ ἀγᾶς πείσθηκε καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Πετρόμπεη νὰ στείλει τὸν γιο του Ἠλία, νὰ ἐνισχύσει τὴ φρουρὰ τῆς πόλης! Ὅλα ἦταν ἕτοιμα(17/03/1821). 
Οἱ ἀγωνιστὲς μαζεύτηκαν στὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν, στὴν Ἀρεόπολη τῆς Μάνης, ὅπου ἔγινε δοξολογία κι εὐλογήθηκαν τὰ λάβαρα τοῦ Ἀγῶνα. 
Ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης μπῆκε μὲ 150 ἄνδρες στὴν Καλαμάτα «νὰ ἐνισχύσει τὴ φρουρά»(20/03). Εἶπε στὸν Ἀρναούτογλου πὼς οἱ πληροφορίες μιλοῦσαν γιὰ πολλοὺς λῃστὲς καὶ καλὰ θὰ ἦταν νὰ ἔρθουν κι ἄλλοι γιὰ τὴ φρουρά. Ὁ διοικητὴς δέχτηκε. 
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μὲ τοὺς Μούρτζινους καὶ 2.000 ἄντρες ἔπιασε τοὺς λόφους πρὸς τὴ Σπάρτη(22/03). 
Ὁ Παπαφλέσσας μὲ τὸν Ἀναγνωσταρὰ καὶ τὸν Σταματελόπουλο ἔπιασαν τὴν ἄλλη πλευρά. Ὁ Ἀρναούτογλου κάτι κατάλαβε, ἀλλὰ ἦταν ἀργὰ νὰ ἀντιδράσει. 
Οἱ ἐπαναστάτες μπῆκαν στὴν πόλη(23/03). Οἱ Τοῦρκοι παραδόθηκαν. Τὴν ἴδια μέρα, ἔπεφτε ἡ Βοστίτσα. Παραδίδονταν οἱ Τοῦρκοι στὰ Καλάβρυτα(26/03). Ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ξεκινήσει.

Ὁ Παπαφλέσσας δὲν ἔμεινε ἀργός.
 
Πότε ὡς ἐπικεφαλῆς στρατιωτικῶν ἀποσπασμάτων, πότε στὸ πλάϊ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε μὲ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη, πολεμοῦσε παράτολμα ὅπου ὑπῆρχε μάχη. Βρίσκεται παντοῦ, ἐμψυχώνει, διεγείρει τίς ψυχές, μαζεύει στρατὸ κι εἶναι ὁ ἴδιος ἀρχηγὸς δικοῦ του σώματος. 
Διακρίνεται γιὰ τὴν ἀνδρεία του σὲ πολλὲς μάχες στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Ἀρκαδία, ἔχοντας ὡς ὁρμητήριο τὴ μονὴ τῆς Ρεκίτσας κοντὰ στὸ Διρράχι. 
Κι ἀπὸ δῶ ἀρχίζει τὴ δράση του μὲ φοβερὴ ταχύτητα. 
Μιὰ ἀπό της μάχες αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ μάχη στὰ Δερβενάκια, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν Νικηταρὰ καὶ τὸν Ὑψηλάντη εἶχαν ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη νὰ κρατήσουν τὸ Ἁγιονόρι. Στὸ τέλος τῆς μάχης ὅταν μοιράστηκαν τὰ λάφυρα ὁ Παπαφλέσσας πῆρε τὴν πολύτιμη γούνα τοῦ Τοπὰλ πασᾶ, τὴν ὁποία ἀπὸ τότε δὲν ἔβγαλε ποτὲ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. 
Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ στρατιωτικὸς ἦταν καὶ πολιτικός.
 Πῆρε μέρος στὴ συγκέντρωση τῶν Καλτετζῶν καὶ συμφώνησε νὰ συσταθεῖ ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία. Ἦταν πληρεξούσιος στὴν Α' Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου καὶ στὴ Β' τοῦ Ἄστρους. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πόλεμου ὑποστήριξε αὐτοὺς ποὺ καταδίωξαν τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοὺς ἄλλους πολεμιστὲς καὶ διορίστηκε Ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν καὶ Ἀστυνομίας ἀπὸ τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη(1823).


Ὅταν ὁ ἀλβανικῆς καταγωγῆς Αἰγύπτιος πολέμαρχος Ἰμπραὴμ καταλάμβανε(1825) ἀκάθεκτος τὴν Πελοπόννησο(ὡς σύμμαχος τῶν Τούρκων, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν διοίκηση Κρήτης, Κύπρου καὶ Πελοποννήσου) κι ἀπειλοῦσε μὲ καταστροφὴ τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγῶνα, τὸ περιβόητο Ἐκτελεστικό, μὲ πρόεδρο τὸ Γ. Κουντουριώτη καὶ γραμματέα τὸν Μαυροκορδάτο, ἄρχισε νὰ συζητᾷ πὼς ὁ μόνος τρόπος γιὰ ν' ἀντιμετωπιστεῖ ὁ Ἰμπραὴμ ἦταν νὰ σχηματιστεῖ, μὲ τὰ χρήματα τοῦ 2ου δανείου τῶν 2 ἐκ λιρῶν, μισθωτὸς στρατὸς στὴν Ἀμερικὴ ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πολεμήσει στὴν Ἑλλάδα! Λὲς καὶ ὁ Ἰμπραὴμ θὰ περίμενε νὰ φτιαχτεῖ πρὶν ὁ στρατός, νὰ μεταφερθεῖ, μὲ ἱστιοφόρο τότε, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου στὸν τόπο μας κι ἔπειτα νὰ μᾶς πολεμήσει. 
Ἡ ἐξωφρενικὴ αὐτὴ πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δῶ τὴν κριτικὴ τοῦ Κόκκινου: «Τὸ πρᾶγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δὲν ἀντελαμβάνοντο τὴν φοβερὰ πραγματικότητα οἱ ἀποκλείοντες τὴν ληψιν σοβαρῶν στρατιωτικῶν μέτρωνεντός αὐτῆς τῆς Πελοποννήσου δια τῆς χρησιμοποιήσεως των εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὑπὸ καταδίωξιν Πελοποννησίων ἀρχηγῶν, διότι αὐτοὶ ἦσαν οἱ συζητοῦντες τὴν μετάκλησιν ξένου στρατοῦ, ἀνυπάρκτου ἀκόμη, πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ Ἰμβραήμ».

Ὁ Παπαφλέσσας, ὡς ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν, πρότεινε νὰ δοθεῖ ἀμνηστία, νὰ ἀπελευθερωθοῦν ὅλοι οἱ κρατούμενοι οἱ στρατιωτικοὶ ἡγέτες-ἀντίθετοι μὲ τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη- καὶ ἑνωμένος ὁ λαὸς νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν εἰσβολέα. 

Οἱ καρέκλες, ὅμως, μετροῦσαν περισσότερο ἀπὸ τὸν κίνδυνο

Ἡ πρότασή του ἀπορρίφθηκε. Μάνιασε. 
Ἀνέβηκε στὸ βῆμα τῆς Βουλῆς κι ἀνήγγειλε ὅτι θὰ μαζέψει 10.000 ὁπλοφόρους, θὰ ἀφήσει τὸ Ναύπλιο καὶ θὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ πρὸς τὴ Μεσσηνία μὲ σκοπὸ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴ στρατιὰ τοῦ Ἰμπραήμ, ἡ ὁποία ἦταν ἐκπαιδευμένη ἀπὸ Γάλλους ἀξιωματικοὺς ποὺ εἶχαν πλούσια στρατιωτικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τοὺς Ναπολεόντειους Πολέμους(1803-15). 
Ὅπως χαρακτηριστικὰ δήλωσε ἢ θὰ πεθάνει ἢ θὰ νικήσει.αν ὅμως, τὰ κατάφερνε, ὑποσχέθηκε νὰ γυρίσει μὲ τὸν στρατό του καὶ νὰ ἀπελευθερώσει ὁ ἴδιος τοὺς φυλακισμένους. 
Ὁ Παπαφλέσσας ἔδειξε ὅλο του τὸ μεγαλεῖο κι ἐγκαταλείποντας τὰ ἀξιώματα, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ν' ἀνακόψει τὴν προέλαση τοῦ Ἰμπραήμ, μεταβαίνοντας στὸ Μανιάκι(16/05/1825).


Ἡ πράξη του αὐτὴ ἦρθε σὰν ἐπιστέγασμα τῆς ὅλης μεγάλης προσφορᾶς του στὸν Ἀγῶνα. Πίσω ἀπ' αὐτὴ τὴν πράξη του ὅμως, ὑπῆρχε καὶ πολιτικὸ κίνητρο. 
Ἤλπιζε πὼς μὲ μιὰ ἐνδεχόμενη νίκη, θὰ ἀποκτοῦσε πολιτικὴ δύναμη, τέτοια ἔτσι ὥστε νὰ ἀνατρέψει τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη καὶ νὰ σχηματίσει μιὰ κυβέρνηση Ἐθνικῆς Σωτηρίας. Γλαφυρότατη εἶναι ἡ ἀφήγηση αὐτῶν ποὺ προηγήθηκαν κι αὐτῶν ποὺ ἐπακολούθησαν τῆς ἡρωικῆς μάχης, μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Φωτάκου(1ου ὑπασπιστοῦ Κολοκοτρώνη):


«Ὁ Παπαφλέσσας ἀπὸ τ' Ἀνάπλι τράβηξε γιὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μέσα στὶς τρεῖς μονάχα μέρες ποὺ ἔμεινε σ' αὐτὴ σχημάτισε τὸν πυρῆνα τοῦ ἐκστρατευτικοῦ του σώματος. 
Στὶς ἐκκλήσεις ποὺ ἔκανε πρόστρεξαν καπεταναῖοι κι ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα, τὸ Λεβίδι, τίς Κερασιὲς κι ἀπὸ τὸν κάμπο τῆς Τριπολιτσάς. 

Ἦταν ἴσαμε ἐφτακόσιοι. ἀπὸ τὴν Τριπολιτσὰ πῆγε στὸ Λεοντάρι, ὅπου ἔσμιξαν μαζί του ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ' ἑκατὸν πενῆντα παλικάρια, ὁ Ἀναστάσης Κουμουνδοῦρος, ὁ Παναγιώτης Μπούρας, ὁ Ἀδαμάκης Ἀποστολόπουλος κι ὁ Ἀναστάσης Κουλοχέρας μὲ τοὺς νταϊφάδες τους. Ὕστερα ἀπὸ 2 μέρες ἔφτασε στοὺς Λάκκους. 

Ἐκεῖ δυνάμωσαν τὸ στράτευμά του ὁ Γιώργης Μποῦτος ἀπὸ τὸ Μελιγαλὰ κι ὁ Καρακίτσος ἀπὸ τὸ Κατσαρό. Κίνησε γιὰ τὴ Φρουτζάλα. Σ' αὐτὴ συναντήθηκε μὲ τοὺς ἄοπλους ἀγωνιστὲς τοῦ Νιόκαστρου καὶ μὲ τὸν Μανιάτη Μούρτζινο. 

Ὁ τελευταῖος, ἂν καὶ φίλος του, ἀρνήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὅπως μιὰ ἀνεψιὰ τοῦ Παπαφλέσσα, ἡ κόρη τοῦ Νικήτα, εἶχε παντρευτεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς θανάσιμους τοπικοὺς ἐχθρούς του, τὸν Κωνσταντῖνο Μαυρομιχάλη.


Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στὸ χωριὸ Κουφάρι τῆς Μεσσηνίας, κατάκοιτος ἀπὸ ποδάγρα. Σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται μὲ στράτευμα ὁ Παπαφλέσσας του ἔγραψε θερμὸ γράμμα, ὅπου σ' αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς ὁ Ἰμπραὴμ 
«εἶναι ἄλλος Ναπολέων ἢ Πύρρος τῆς Ἠπείρου, καὶ τέλος, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δυνηθεῖ κατὰ πρῶτον νὰ τὸν πολεμήσει, εἴ δὲ μὴ τετέλεσται, τὸ ἔθνος χάνεται». 
Μαθαίνει πὼς ἢ κυβέρνηση ἀποφάσισε ν' ἀμνηστέψει τοὺς φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στὶς 14/05, καὶ γράφει συστήνοντας νὰ τοὺς βγάλουν χωρὶς τὸ παραμικρὸ χασομέρι, καὶ ξέχωρα τὸν Κολοκοτρώνη, ποὺ ἔπρεπε νὰ τοῦ δοθεῖ ἀμέσως ἡ ἀρχιστρατηγία. ἀπὸ τὴ Φρουτζάλα τραβᾷ στὴ Δραίνα, ἴσαμε ἐφτά7 ὧρες δρόμο.


Ἐκεῖ παίρνει γράμμα ἀπὸ τὸν ἀδερφὸ τοῦ Νικήτα ὅπου σ' αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς δὲν ἔπρεπε, πρὶν συγκεντρώσει ὅσες πιότερες δυνάμεις μποροῦσε, νὰ περάσει τὰ Κοντοβούνια, μὰ νὰ κράταγε τίς ὀρεινὲς θέσεις στὰ βουνὰ τῆς Καλαμάτας γιὰ νά 'χει ἔτσι πίσω του ἀνοιχτὸ δρόμο πρὸς τὴ Μάνη. 

Ό Παπαφλέσσας του ἀποκρίνεται: «Νικήτα, Ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σου καὶ εἰς ἀπάντησιν σοῦ λέγω ὅτι δὲν εἶμαι σὰν καὶ σὲ καὶ σὰν τὸν κουμπάρο σου τὸν Κεφάλα, ὅπου τρέχετε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη στοὺς Ἀηλιάδες.

 Ἐγὼ ἄπαξωρκίσθην vα χύσω τὸ αἷμα μοῦ εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδoς, καὶ αὐτὴ εἶναι ἢ ὥρα. Εὔχομαι δὲ εἰς τὸν Θεὸν 1η μπάλα τoὺ Ἴμβραημ νὰ μὲ πάρει εἰς τὸ κεφάλι, διότι σᾶς γράφω νὰ ταχύνετε τὸν ἐρχομόν σας καί 'σείς μου γράφετε κoυρoυφέξαλα. Νικήτα, 1η καὶ τελευταία ἐπιστολή μου εἶναι αὐτή. Βάστα την νὰ τὴν διαβάζεις καμία φορὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι καὶ νὰ κλαῖς.


Παπαφλέσσας» Εἶναι φανερό, ἀπὸ τὸ γράμμα πὼς ὁ Παπαφλέσσας εἶχε συνείδηση πὼς τράβαγε στὸ χαμό του. Ὁ στρατός του ἀνέβαινε τώρα σὲ 1500 ἄντρες. Δύναμη βέβαια ὁλότελα ἀσήμαντη γιὰ ν' ἀντιβγεὶ στ' ἀσκέρι του Ἰμπραήμ. 

Μὰ νά, παίρνει εὐχάριστες εἰδήσεις: ἀπὸ τὸν Δημήτρη Πλαπούτα ἀπὸ τὸν Ἀετὸ πὼς ἔρχεται νὰ τὸν συντρέξει μὲ 1600 νοματαίους ἀπὸ τοὺς καπεταναίους τῆς Ἀρκαδίας, ἀπὸ τὸ χωριὸ Μάλι, ἑφτὰ ὧρες δρόμο ἀπὸ τὴ Δραϊνα, πὼς βρίσκονταν ἐκεῖ μὲ 2000 ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὸν ἀδερφὸ τοῦ Νικήτα πὼς ἔφτασε στὴ Φρουτζάλα κι ἐρχόταν μὲ 700 νοματαίους κι ἀπὸ τὸν Ἠλία Κατσάκο ἀπὸ τὴν Καλαμάτα πὼς εἶχε κάτω ἀπὸ τίς προσταγὲς τοῦ 1000 πολεμιστές
. Όλoι μαζὶ ἴσαμε 5.000. Όσo κι ἂν τοὺς ἀριθμοὺς αὐτοὺς τοὺς λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντικὴ ἐπικουρία, ὅπως τὰ στρατεύματα κι ἐμπειροπόλεμα ἦταν καὶ εἶχαν καὶ ἄξιους ἀρχηγούς. Τί θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Παπαφλέσσας;
 Ὅ,τι θὰ ἔκανε κι ὅποιος ἄλλος πολεμάρχης νὰ καρτερέψει στὰ ὀρεινὰ τίς δυνάμεις αὐτὲς ποὺ ἐρχόταν σὲ βοήθειά του.

Κι ὅμως ἔπραξε τ' ἀντίθετο.                 Μόλις ἔμαθε πὼς ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναβαρίνο ὁ Ἰμπραήμ, ρωτᾷ «τοὺς ἐντοπίους ποῖος τόπος, βουνὸν ἢ χωρίον εἶναι ὕψηλὸν ὥστε νὰ βλέπει τὸ Νεόκαστρον καὶ ὅλοι του εἶπαν, ὅτι εἶναι Παιδεμένου καὶ Μανιάκι».Δίχως νὰ χάσει στιγμὴ φεύγει(18/05) ἀπὸ τὴ Δραίνα καὶ φτάνει, 2 ὧρες πρὶν τὸ ἡλιοβασίλεμα, στὸ Μανιάκι. 

Ὅταν φάνηκαν τὰ αἰγυπτιακὰ στρατεύματα, πολλοὶ ἄνδρες τοῦ Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν(19/05) καὶ ἔμεινε μὲ 300(ἢ κατὰ ἄλλους 600) πολεμιστές. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Παπαφλέσσας ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δραίνα φτάνουν σὲ βοήθειά του ὁ Ἠλίας Κέρμας μὲ 120 Κοντοβουνίσιους, ὁ Θανασούλας Καπετανάκης μὲ 80, ὁ Π. Κεφάλας μὲ 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος μὲ 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης μὲ 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ ἀδερφός του Γιώργης Δικαῖος μὲ 80. Ἔτσι ὅταν ἔφτασε στὸ Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας εἶχε μαζί του ἴσαμε 2.000 ἄντρες.
 Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔταξε καραούλια στὸ βουνὸ Μαμλαβά, πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Βλαχόπουλο, ἀπ' ὅπου βλέπανε ὅλο τὸν κάμπο καὶ πρὸς τὸ Ναβαρίνο.

Ἔπειτα κοίταξε μὲ τοὺς ἄλλους καπεταναίους τίς θέσεις, λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μανιάκι, ὅπου λογάριαζε νὰ ταμπουρωθοῦν γιὰ ν' ἀντικρούσουν τὸν ἐχθρό.
 Κατὰ τὸ δειλινὸ τὰ καραούλια κάνανε σημεῖα πῶς ὁ στρατὸς τοῦ Ἰμπραὴμ φάνηκε καὶ τράβαγε γιὰ τὰ Χίλια Χωριά. 
Ὁ Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν' ἀνάψουν ὅσες μποροῦσαν πιότερες φωτιὲς γιὰ νὰ νομίσει ὁ ἐχθρὸς πῶς δυνατὸ καὶ πολυάριθμο ἦταν τὸ στρατόπεδό μας.
 Πραγματικὰ ὁ Ἰμπραὴμ σταμάτησε καὶ πέρασε τὴ νύχτα στὰ Χίλια Χωριά.
 Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ(20/05), οἱ δικοί μας ἄρχισαν νὰ φτιάνουν 3 ταμπούρια. Τὸ 1ο, τὸ πιὸ βορινό, θὰ τὸ ἔπιανε ὁ Παπαφλέσσας, τὸ 2ο ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας καὶ τὸ 3ο, τὸ πιὸ Ν, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς μὲ τοὺς Μανιάτες. 
Ὁ τόπος ὅπου ἔγιναν τὰ ὀχυρώματα ταῦτα ἦσαν πλάγια, καὶ ὄχι ράχες, οὔτε κορυφή, «δια νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἔχθρον νὰ μὴ συγκεντροῦται ἐκ τῶν ὄπισθεν» καὶ ἦταν ἀκόμα πιὸ δυσκολο-ὑπεράσπιστα ὅπως ἢ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ ταμπούρια καὶ στὰ μέρη ποὺ μποροῦσε νὰ προστατευτεῖ ὁ ἐχθρὸς στεκόταν μικρὴ κι ἔτσι οἱ δικοί μας «δὲν εἶχον οὐδὲ τὸν ἄπαιτούμενον χρόνον νὰ γεμίζουν δὶς καὶ τρὶς τὰ ὅπλα των». Κάνει συμβούλιο.


Ὁ ἀνιψιός του Ἠλίας Φλέσσας καὶ ὁ φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τὸν συμβουλεύουν νὰ πιάσουνε ψηλότερα στὸ βουνὸ ἀπάνω, ποὺ ἔχουνε ἤδη σταθεῖ οἱ περισσότεροι ἀπ' τοὺς ἄντρες του. 
Ἡ πρόταση αὐτή, ποὺ ἦταν δεῖγμα φόβου κι ὄχι στρατηγικῆς τακτικῆς φέρνει τὴν ἀντίδραση τοῦ Παπαφλέσσα:          «Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ μετρήσω τὸν στρατὸ τοῦ Ἰμπραὴμ ἀπ' τὰ ψηλώματα.


Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὸν κρατήσω ἐδῶ, στὸ Μανιάκι, διότι μόνο ἔτσι θὰ γλυτώσει ὁ Μοριᾶς.

 Καθίστε ὅλοι ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». 

Ἦταν ἡ 1η φορὰ ποὺ τοὺς μίλησε γιὰ θάνατο. Ἡ ἐλπίδα τῆς πραγματικῆς στρατιωτικῆς νίκης, εἶχε σβήσει μέσα τοῦ... 
Ἔπειτα ἀπὸ 2 ὧρες ποὺ βγῆκε ὁ ἥλιος τ' ἀσκέρι του Ἰμπραὴμ ἔφτασε στὸ βουνὸ πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκάρμιγκα, μισὴ ὥρα δρόμο ἀπὸ τὰ ταμπούρια μᾶς. 
«Ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες εἶδαν τὸ πολυπληθὲς στράτευμα τῶν Τούρκων, τὸ ὁποῖον ἔσκέπασεν ὅλον τὸν τόπον, ὅσον βλέπει τὸ μάτι τοῦ ἄνθρώπου, ἐνταῦθα ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν καὶ κάποιος εἶπεν ὅτι: -Ἔχετε ἄλoγoν καβαλάτε ὕστερον καὶ φεύγετε !...»

 Τ' ἀκούει ὁ Παπαφλέσσας κι ἀμέσως φωνάζει τὸν γραμματικό του Τισαμενὸ καὶ τὸν προστάζει νὰ πάρει τ' ἄλογά του κι ὅλους τοὺς ψυχογιούς του ἐξὸν ἀπὸ τὸν Μιχάλη Σταϊκόπουλο καὶ νὰ πάει στὴν ἀντικρινὴ ράχη.

 Μὰ νά, κάμποσοι στρατιῶτες, λογαριάζοντας πῶς ἦταν χαμένοι ἂν ἔμεναν στὰ πόστα ποὺ κράταγαν, πέφτουν στὸ Κρυόρεμα κι ἀρχίζουν νὰ λακάνε.
 Τὸ σκάζει τότε, μ' ὅλους τους δικούς του, κι ὁ Σταυριανὸς Καπετανάκης.
 «Τοῦτον δὲ βλέποντες καὶ ἄλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ἐδόθησαν εἰς φυγὴν δια τοῦ αὐτοῦ ρεύματος.


Ἔφυγαν δὲ ὑπὲρ τοὺς 1.000». Μόλις πρόλαβαν νὰ ξεφύγουν καὶ κινήθηκε ἢ καβαλαρία τοῦ Ἰμπραήμ. Μπῆκε, ἀπὸ τὰ δεξιά, στὸ ρέμα καὶ προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ ταμπούρι ποῦ κράταγε ὁ Παπαφλέσσας. Ἀπὸ τ' ἀριστερὰ χωρίστηκε σὲ 2 κολόνες.
 Ἐκείνη ποῦ τράβηξε πιὸ δυτικὰ εἶχε σκοπὸ νὰ ἐμποδίσει τυχὸν ἐπικουρίες ποὺ θά 'φταναν.

 Οἱ δικοί μας βρίσκονταν πιὰ κυκλωμένοι. Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως «νόμισε τοῦτο μεγάλον εὐτύχημα, δια νὰ συνέλθουν ὅλοι ὁμοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ πολεμοῦν καλλίτερα καὶ ἀποφασιστικότερα, καὶ νὰ μὴ λιποτακτούv».


Διατάζει νὰ μετρήσουν πόσοι εἶχαν ἀπομείνει καὶ βρίσκονται λιγότεροι ἀπὸ 1.000. Καθὼς ἦταν συναγμένοι τοὺς βγάζει φλογερὸ λόγο θυμίζοντάς τους τίς νῖκες στὸ Βαλτέτσι, στὸ Λεβίδι, στὴ Γράνα, στὰ Βέρβενα καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη. 

«Ὅπου νά 'ναι φτάνουν, 15.000 πατριῶτες σὲ βοήθειά μας ὁ Πλαπούτας κι ὅλοι οἱ Ἀρκαδινοί, ὁ ἀδερφὸς μοῦ Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι ἄλλοι Μανιάτες. 

Σὲ μιὰ ὥρα θάναι ἐδῶ. Θὰ τριγυρίσουν τ' ἀσκέρι του Ἰμπραὴμ καὶ θὰ τὸ χτυπᾶνε ἀπὸ τίς πλάτες. Ἀδέρφια! ἢ πατρίδα καρτεράει ἀπό μας νὰ δοξαστεῖ ξανὰ ἀπὸ τὴ νίκη μας!».


Μὰ πρὶν καλά-καλὰ τελειώσει τὴν ὁμιλία του, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καπεταναίους «ἰδόντες τον προφανῆ κίνδυνον» παρακινοῦσαν τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Δημήτρη νὰ τοῦ πεῖ νὰ κάνουνε γιουρούσι καὶ διασπῶντας τίς γραμμὲς τῆς ἐχθρικῆς καβαλαρίας νὰ γλιτώσουν ὅσοι τοὺς εὐνοήσει ἢ τύχη.
 «Κανείς», ὅμως, «δὲν ἐτόλμα νὰ τοῦ ἐκστόμιση τοιοῦτον τί κατὰ πρόσωπον». 
Τὸν σιμώνουν τέλος ὁ Κεφάλας κι ὁ παπα-Γιώργης, γνωστοὶ καὶ οἱ 2 γιὰ τὴν παλικαριά τους, καὶ τοῦ λένε, ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν καπεταναίων, πὼς αὐτὴ στεκόταν ἢ τελευταία τους εὐκαιρία νὰ σωθοῦν. Τότε ὁ Παπαφλέσσας ἀποκρίνεται στὸν Κεφάλα: - Ἔχασα τίς ἐλπίδες ποὺ στήριζα πάνω σου.


Καὶ μαζὶ μ' αὐτὲς καὶ τὴν ὑπόληψη ποὺ εἶχα γιὰ σένα. 
Ἔπειτα γυρνᾷ, πιάνει τὸν παπα-Γιώργη ἀπὸ τὰ γένια καὶ τραβῶντας τα τοῦ λέει: - Μου τὰ ντρόπιασες, παπα-Γιώργη!                         Σταματᾷ μιὰ στιγμὴ καὶ ὕστερα τοῦ ξαναλέγει: - Ποὺ νὰ πᾶμε νὰ φύγουμε; 
Ἔχουμε τακτικὸ στράτευμα ὅπου, ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ταμπούρια, θ' ἀποτραβηχτεῖ μὲ τάξη πολεμῶντας; 
Δὲν ξέρεις τάχα πὼς οἱ ἄτακτοι ἅμα βγοῦν ἀπὸ τὰ ταμπούρια σκορπίζουν κι ὁ καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε 5 καβαλαραῖοι του Ἰμπραὴμ θὰ μᾶς σφάξουν ὅλους.


Καὶ θ' ἀκολουθήσει μεγάλο κακὸ γιὰ τὸ ἔθνος ὅπως θὰ ψυχωθοῦν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ δειλιάσουν οἱ δικοί μας. Τί φοβᾶσαι, Παπαγιώργη; 
Ἐσὺ ξέρεις τὰ γράμματα ποὺ ἔγραψα καὶ πῆρα. 
Σὲ ρωτῶ, ἔχεις ἀμφιβολίες πὼς μέσα σὲ 2 ὧρες 5.000 δικοί μας δὲ θὰ χτυπᾶνε ἀπέξω τὸν Ἰμπραήμ; Ἀκόμα κι ἄλλοι νὰ μὴν ἔρθουν ὁ Πλαπούτας δὲ θὰ λείψει.
 Εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ νικήσουμε. 
Aν ὅμως, ὃ μὴ γένοιτο, νικηθοῦμε, θ' ἀδυνατίσουμε τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἢ ἱστορία θὰ ὀνομάσει τοῦτον τὸν πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, παπα-Γιώργη! 

Ἴσως ἢ τελευταία αὐτὴ φράση νὰ κρύβει ὅλο τὸ μυστικὸ τῆς ὑποσυνείδητης παρόρμησής του ν' ἀντιμετωπίσει, κάτω ἀπὸ τόσο ἀπελπιστικὲς συνθῆκες, τὸν ἐχθρό. Ἔταξε στὸν ἑαυτό του νὰ νικήσει ἢ νὰ πεθάνει. 
Ἡ Ρούμελη εἶχε τὸ «νέο Λεωνίδα της», τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ποὺ κάτω ἀπὸ παρόμοιες συνθῆκες δὲν πισωδρόμησε στὴν Ἀλαμάνα.


Τώρα, στὸ πρόσωπο τοῦτον Παπαφλέσσα, θ' ἀποχτοῦσε στὸ Μανιάκι κι ὁ Μοριᾶς τὸν Λεωνίδα του.

 Ὅταν ἔπαψε νὰ μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς εἶπε τὰ ἀξιομνημόνευτα τοῦτα λόγια:

 «Πᾶμε στὰ ταμπούρια μᾶς κι ὅποιος θὰ μείνει γιαμά, ἂς ἀκούει τῶν γυναικῶν τὰ μοιρολόγια!...»

 Καὶ τράβηξαν στὰ ταμπούρια τοὺς ξέροντας πὼς τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἀπόμενε ἦταν νὰ θυσιαστοῦν. 
Μόλις πρόλαβαν νὰ φτάσουν σ' αὐτὰ κι ὁ Ἰμπραὴμ ξαπολὰ τὴν ἐπίθεσή του. 
Τὰ τάγματα τοῦτον τακτικοῦ στρατοῦ του προχωροῦσαν χωρὶς νὰ λογαριάζουν το θάνατο ποὺ σκόρπιζαν τὰ καριοφίλια τῶν Ἑλλήνων. 
Ὁ Παπαφλέσσας, καθὼς εἴπαμε, κράταγε τὸ βορινὸ ταμπούρι «τὸ μᾶλλον ἀδύνατον καὶ ἐπικίνδυνον». Φορῶντας τὴν περικεφαλαία του στεκόταν ὄρθιος πάνω σὲ μιὰ πέτρα πιὸ ψηλὴ ἀπὸ τίς ἄλλες, ποὺ «εἶχε προσέτι καὶ μίαν μικρὰν ἀχράδα (γκορτζούλα), ἀπὸ ἐκεῖ διεύθυνε τὸν ἀγῶνα, δίνοντας μὲ τὸ παράδειγμά του θάρροςστους δικούς μας.
Δίπλα του στεκόταν ὁ νεαρὸς Γάλλος ἐθελοντὴς πού, εἶχε κατέβει πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν Ἑλλάδα μαζὶ μὲ τὸν στρατηγὸ Ρος.


Καμία βέβαια εὐγνωμοσύνη δὲν τρέφει ἢ πατρίδα μας γιά το στρατηγὸ Ρος. 
Ἀντίθετα ὅμως μὲ σεβασμὸ μνημονεύει τὸν ἀνώνυμο νεαρὸ Γάλλο, ποὺ πολεμῶντας παλικαρίσια βρῆκε το θάνατο κείνη τὴ μέρα δίπλα στὸν Παπαφλέσσα. 
Τὸ μεσημέρι κάλεσαν οἱ σάλπιγγες τοῦ ἐχθροῦ τὸν αἰγυπτιακὸ στρατὸ νὰ πάψει τὴν ἐπίθεσή του καὶ ν' ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ κολατσίσει.

Ὅσο ποὺ «οἱ νεροκουβαλητάδες ἐπήγαινον καὶ ἠρχοντο δίδοντες νερὸν εἰς τοὺς διψῶντας στρατιώτας», οἱ καπεταναῖοι μας τρέξανε νὰ βροῦνε τὸν Παπαφλέσσα. - Καλὸ εἶναι, νὰ φύγουμε τώρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ξαποσταίνουν καὶ τρῶνε ψωμί.
 Νὰ τραβήξουμε κατὰ τὴν Ἀγιά, γιατί, καθὼς θαχουμε βοηθὸ τὸ βουνό, οἱ καβαλαραίoι τοὺς λίγους θὰ σκοτώσουνε.

Τὸ πολὺ θὰ φᾶνε πενῆντα ὡς ἑκατὸ ἀπό μας, μὰ οἱ ἄλλοι θὰ σωθοῦνε καὶ θὰ σώσουμε κι ἐσένα γιὰ νὰ φανείς, σ' ἄλλη περίσταση, χρήσιμος στὴν πατρίδα. 
Ὁ Παπαφλέσσας τους ἀποκρίθηκε:    - Ἐγώ σας εἶπα καὶ πρῶτα καὶ τώρα σᾶς τὸ λέγω τὴ φευγάλα νὰ μὴν τὴ βάζετε διόλου στὸ νοῦ σας, γιατί ἐμεῖς χανόμαστε ἄδικα ἂν πέσουμε πάνω στὴ φωτιὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, δὲ θὰ παραδώσω τοὺς Ἕλληνες μόνος μοῦ στ' ἀδιάκοπο ντουφέκι τοῦ τακτικοῦ!
 Ἔπειτα ἐμεῖς καρτεράμε τὴ βοήθεια ποῦ, καθὼς γνωρίζετε, θὰ φτάσει ὥρα τὴν ὥρα.


Παγαίνετε τώρα στὰ πόστα σας! Γύρισαν στὰ ταμπούρια τοὺς καὶ σὲ λίγο ἐξαπολύθηκε τὸ γενικὸ γιουρούσι τοῦ ἐχθροῦ. 2 φορὲς ἔφτασαν ἴσαμε τίς θέσεις ποὺ κράταγαν οἱ Ἕλληνες, μ' ἀναγκάστηκαν νὰ πισωδρομήσουν. Κι ἐνῶ ἑτοιμάζονταν νὰ ξεχυθοῦν σὲ 3ο γιουρούσι, ἀκούστηκε βορινὰ μιὰ μπαταρία. 
Ἦταν ὁ Πλαπούτας ποὺ ἔφτανε μὲ 1.500 παλικάρια. Ὁ Ἰμπραὴμ τότε, γυρεύοντας νὰ προλάβει τὴ βοήθεια ποὺ ἐρχόταν, ρίχνει ὅλες του τίς δυνάμεις πάνω στοὺς δικούς μας. Οἱ ἐχθροὶ πάτησαν 1ο τὸ ταμπούρι του Παπαφλέσσα. 
Ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης παρατάει τὸ πόστο του καὶ τρέχει νὰ βοηθήσει τὸ θεῖο του.

Τὸν βλέπει ὁ Παπαφλέσσας καὶ τὸν προστάζει νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ δική του θέση. Μὰ ὅταν ἔφτασε σ' αὐτὴ βρῆκε νὰ τὴν ἔχουν πατήσει οἱ ἐχθροί. 
«Ἐκεῖ κτυπῶν καὶ κτυπούμενος ὑπὸ πολλῶν Τούρκων ἐχάθῃ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶται του». 

Στὸ ταμπούρι του Παπαφλέσσα ἀνακατώθηκαν Τοῦρκοι κι Ἕλληνες καὶ γίνηκαν ὅλοι ἕνα. Ὅπως οἱ ἐχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές,            «ὁ τόπος ὅλος ἐκοκκίνισεν ἀπὸ αὐτὲς κι ἀπὸ τὰ αἵματα».

Ὁ σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης ἀπὸ τὴ Χίο, γιὰ νὰ μὴν πέσει ἡ σημαία στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ τὴν σκίζει, τὴ χώνει στὸ στῆθος του, σπάζει καὶ τὸ σταυρὸ τοῦ κονταριοῦ καὶ τὸν βάζει στὸ σελάχι του, καὶ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι σὰν ἀστραπὴ χιμὰ πάνω στὸ τούρκικο ἀσκέρι καὶ φεύγει. 

«Ἢ παλικαριά του εἶναι ἀμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος. Τελευταῖο ἔπεσε τὸ ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, ποὺ κράταγαν οἱ Μανιάτες, καθὼς ἦταν τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ' ὅλα. 

Ὅσοι ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀπόμεναν ἀκόμα ζωντανοὶ ρίχνονται μέσα στὸ ρέμα καὶ κάνουνε νὰ φύγουν κατὰ τὴν Ἀνδροῦσα. 
Τίποτ' ἄλλο δὲν ἀκουγόταν πιὰ «ἀπὸ τὰ λιανίσματα τῶν σπαθιῶν καὶ τῶν γιαταγανιῶν». Στὴν ἔξοδο τῆς ρεματιᾶς ἕνα τάγμα τοῦ ἐχθροῦ καρτέραγε τοὺς 150 δικούς μας ποὺ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί.

Δὲν τοὺς ἀπόμενε παρὰ ν' ἀνοίξουν δρόμο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. 
Τὸ κατόρθωσαν μὰ οἱ πιότεροι ἀπόμειναν γιὰ πάντα ἐκεῖ. Σιγά,Σιγᾷ-σιγά,σιγᾷ σκόρπαγε ὁ καπνὸς τῆς μάχης.

 Οἱ νικητὲς τότε βάλθηκαν νὰ σκυλεύουν τοὺς σκοτωμένους. 

Ὕστερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τ' αὐτιά τους, νὰ τὰ πᾶνε στὸν Ἰμπραὴμ νὰ πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ τῶν ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἔχει περισσότερα».

Στὴ Μάχη στὸ Μανιάκι(20/05), βρῆκε τὸν θάνατο προβάλλοντας ἡρωικὴ ἀντίσταση μαζὶ μὲ τοὺς λίγους ἄνδρες ποὺ τοῦ εἶχαν μείνει. 
Σύμφωνα μὲ το θρῦλο, ποὺ ἀναφέρουν καὶ ὁρισμένοι ἱστορικοὶ τῆς Ἐπανάστασης, μετὰ τὸ τέλος τῆς μάχης ὁ Ἰμπραὴμ ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του νὰ ἀναζητήσουν καὶ νὰ βροῦν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Παπαφλέσσα. 
Ὅταν ἐκεῖνοι τὸ βρῆκαν τοὺς διέταξε νὰ τοποθετήσουν πάνω στὸ ἀκέφαλο πτῶμα τὸ κεφάλι καὶ νὰ τὸν στήσουν σὲ μιὰ βελανιδιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Τότε ὁ Ἰμπραὴμ πλησίασε τὸν νεκρὸ Παπαφλέσσα καὶ τὸν φίλησε στὸ μέτωπο σὲ ἔνδειξη ἀναγνώρισης τῆς γενναιότητας καὶ τοῦ ἀνιδιοτελοῦς θάρρους του.

 ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ 

Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ἰμπραὴμ στὸ ταμπούρι του Παπαφλέσσα. 
Ἀφοῦ ἔκανε ντουάδες στὸν Ἀλλὰχ γιὰ τὴ νίκη, πρόσταξε το στρατό του νὰ ρίξει τρεῖς νικητήριες μπαταριές.
 Μετὰ παράγγειλε νὰ τοῦ φέρουν τὸ κουφάρι τοῦ Παπαφλέσσα. Βρῆκαν τὸ ἀκέφαλο κορμί του.
 Δίπλα του κείτονταν νεκρὸς ὁ νεαρὸς Γάλλος κι  πλῆθος τὰ κουφάρια τῶν ἐχθρῶν.
Λίγο πιὸ πέρα πέτυχαν καὶ τὸ κεφάλι τοῦτον ἥρωα.

Τὸ ἔφεραν στὸν Ἰμπραήμ τους εἶπε νὰ χώσουν στὴ γῆ ἕνα ψηλὸ παλούκι καὶ νὰ στήσουν ὄρθιο τὸν σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ' αὐτό. 
Ὕστερα στερέωσαν στὸ κορμὶ καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ πρὶν πλύνανε τὰ αἵματα ἀπό τα γένια του. 

Τότε «ὁ νεκρὸς ἐφαίνετο ὡς νὰ ἦτο ζωντανὸς» 

Ὁ Ἰμπραήμ, ἀφοῦ «ἀκίνητος κι ἄφωνος τὸν παρετήρησεν ὀλίγον», θαυμάζοντας τὸ ἐπιβλητικό του παράστημα, γυρνᾷ καὶ λέει αὐθόρμητα στοὺς ἀξιωματικούς του: «Πραγματικά, στάθηκε ἕνας ἱκανὸς καὶ γενναῖος ἄνθρωπος.
 Καὶ καλύτερο θὰ ἦταν, κι ἂς παθαίναμε ἄλλη τόση ζημιά, νὰ τὸν πιάναμε ζωντανό, γιατί πολὺ θὰ μᾶς χρησίμευε». 
Καὶ συνέχισε «Ἐὰν ἡ Ἑλλάδα εἶχε κι ἄλλους σὰν τὸν Παπαφλέσσαν δὲν θὰ μποροῦσα ν' ἀναλάβω αὐτὴν τὴν ἐκστρατείαν». 
Ἔπειτα, σύμφωνα μὲ λαϊκὲς ἀφηγήσεις, ἔμεινε πολλὴ ὥρα νὰ κοιτᾷ τὸν νεκρὸ Παπαφλέσσα του καὶ κάποια στιγμή, σηκώθηκε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν του καὶ τὸν φίλησε στὸ μέτωπο, ἀναγνωρίζοντας ἔτσι ἐμπράκτως τὴν γενναιότητα τοῦ Παπαφλέσσα καὶ θέλοντας ἔτσι νὰ τιμήσει τὸν ἄξιο ἀντίπαλό του.

Ἡ Λεωνίδειος μάχη εἶχε τελειώσει. Τὸ Μανιάκι πῆρε τὴ θέση του, στὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας μας, δίπλα στὶς Θερμοπύλες ..






Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Η μάχη του Φραγκοκάστελλου καὶ οἱ δροσουλίτες

Μάχη στὸ πλαίσιο του ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα στὴν Κρήτη, ποὺ διεξήχθη [σὰν χθὲς ] στὶς 18 Μαΐου 1828, μεταξύ των δυνάμεων του τουρκαλβανού Μουσταφά Πασᾶ καὶ του ἠπειρώτη ὁπλαρχηγοῦ Χατζημιχάλη Νταλιάνη, γύρω ἀπὸ το ἐνετικό κάστρο Φραγκοκάστελλο κοντά στὰ Σφακιά.

Τους τελευταίους μῆνες του 1827 ἔγιναν μεγάλες προσπάθειες νὰ ἀναζωπυρωθεῖ ἡ ἐπανάσταση στὴν Κρήτη, ὥστε νὰ εἶναι δυνατή ἡ προβολή ἐπιχειρημάτων γιὰ την ἔνταξη της μεγαλονήσου στὸ νέο ἑλληνικό κράτος, σύμφωνα με τὴ Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ἰουλίου 1827.Οἱ προσπάθειες, ὅμως, ἀπέτυχαν, ἐξαιτίας τόσο της κυριαρχίας τῶν Ὀθωμανῶν στὴν Κρήτη, ὅσο κυρίως τῶν ἀντιζηλιῶν στὸ ἑλληνικό στρατόπεδο, πού ἀπέκλειαν συντονισμένες ἐνέργειες. Ἔτσι, ἐπιλέχθηκε νὰ ἀναλάβει την ἡγεσία τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στὴν Κρήτη ὁ ἠπειρώτης ὁπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης, 52 ἐτῶν, με πλούσια δράση στὸν ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα του '21.

Ὁ Νταλιάνης ἀποβιβάστηκε στὶς 5 Ιανουαρίου 1828 στὴ Γραμβοῦσα με σῶμα πεζῶν καὶ 100 ἱππέων. Ἀπὸ τις πρῶτες του ἐπαφὲς διαφάνηκε ὅτι ἡ σχέση του με τους ντόπιους θὰ περνοῦσε ἀπὸ χίλια κύματα. Λασιθιώτες, Ρεθυμνιώτες καὶ Χανιώτες διαφωνοῦσαν γιὰ την περιοχή ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτελέσει το ὁρμητήριο του ἀγῶνα. Τελικά, ἐπικράτησε η γνώμη του Νταλιάνη, ποὺ ἐπέλεξε τα Σφακιά, ἀλλὰ εἶχε χαθεῖ πολύτιμος χρόνος.

Στὸ μεταξύ, ὁ Πασᾶς της Κυδωνίας, Μουσταφά, ποὺ εἶχε διορισθεῖ ἀπὸ τον Μοχάμετ Αλι της Αἰγύπτου γενικός διοικητής της Κρήτης, πληροφορήθηκε την ὕπαρξη ξένων ἔνοπλον στὰ Σφακιά καὶ προφασιζόμενος ὅτι θέλει νὰ προστατεύσει τους ντόπιους ἀπὸ τους ληστές ἔστειλε στὴν περιοχή ἔνοπλα σώματα.

Οἱ πρῶτες ἁψιμαχίες ἄρχισαν στὶς 8 Μαΐου 1928, ὅταν ἕνα τμῆμα τῶν ἀνδρῶν του Νταλιάνη, ὑπὸ τους Μανουσέλη, Μανουσογιαννάκη καὶ Δεληγιαννάκη, κτύπησε στὸν Ἀποκορώνα μία ὁμάδα ρεθυμνιωτῶν Τούρκων, πού ἔρχονταν νὰ ἑνωθοῦν με τον στρατό του Μουσταφά. Σκότωσαν 40 καὶ αἰχμαλώτισαν πολλούς, ἀνάμεσα του καὶ τον ἁγά του Ρεθύμνου. Ἐξοργισμένος ὁ Μουσταφά ἔστειλε ἐπιστολή στὸν Νταλιάνη καὶ του ἔδωσε δεκαήμερη διορία γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει την Κρήτη. Ο Χατζημιχάλης του ἀπάντησε: «Μουσταφά, ἦλθα εἰς την Κρήτη νὰ πολεμήσω Τούρκους με τα παλληκάρια μου καὶ ὅπου θέλει ὁ θεός ἄς δώσει τὴ νίκη».

Ὁ Μουσταφά, μὴ ἔχοντας καμία ἀμφιβολία γιὰ τις προθέσεις του Νταλιάνη, ἀφοῦ τον γνώριζε καλά, ἄρχισε τις ἑτοιμασίες γιὰ την τελική ἐπιθέση. Παράλληλα, ἔστειλε ἐπιστολή στοὺς καπεταναίους των Σφακίων, με την ὁποία τους ἀνακοίνωνε ὅτι θὰ χτυπήσει τους «ἐνοχλητικούς ξένους» καὶ τους καλοῦσε νὰ μείνουν ἥσυχοι γιά νὰ ἀπολαύσουν τα προνόμια πού θὰ τους παραχωροῦσε. Στὸ μεταξύ, ο Νταλιάνης εἶχε καταλάβει το ἐνετικό κάστρο του Φραγκοκάστελλου στὶς ἀκτὲς του Λιβυκοῦ Πελάγους, μεταξύ Λάμπης καὶ Σφακίων, ἀλλὰ οἱ ἐπαφὲς του με τους ντόπιους ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι δύσκολες καὶ ἡ ὅποια ἐπικοινωνία τους περιοριζόταν στὴν ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν.

Οἱ Σφακιανοί, ἀφοῦ κατασκεύασαν χαρακώματα σε ἀρκετὰ μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ το Φραγκοκάστελλο, πρότειναν στὸν Χατζημιχάλη νὰ ἀφήσει στὸ κάστρο 100 ἄνδρες καὶ νὰ δώσει τὴ μάχη ἀπὸ την ὀρεινή θέση Κολοκάσια, ὅπου οἱ ἐπαναστάτες θὰ εἶχαν περισσότερες εὐκαιρίες νὰ ἐγκλωβίσουν τον στρατό του Μουσταφά, ὅταν αὐτὸς θὰ ἐπιτίθετο στὸ Φραγκοκάστελλο. Ὁ Νταλιάνης ἐπέμενε νὰ δοθεῖ ἡ μάχη στὴν πεδιάδα μπροστά ἀπὸ το κάστρο γιὰ νὰ χρησιμοποιήσει καὶ το ἱππικὸ. Οἱ Σφακιανοί τοῦ ἀντέτειναν ὅτι δὲ ἦταν συνηθισμένοι νὰ πολεμοῦν σε πεδιάδα. Ο Χατζημιχάλης, θεωρῶντας τους δειλούς, τους ἀνταπάντησε περιφρονητικά: «Λοιπόν φυλάγετέ τους ἀπὸ τα ὄρη σας γιά νὰ μὴν φύγουν καὶ ἄφετε ἡμᾶς ἐδῶ κάτω καὶ κοιτάζετε νὰ μας βλέπετε πῶς πολεμοῦμε ἡμεῖς».

Στὶς 18 Μαϊου1829 ὁ Μουσταφά με 8.000 πεζούς κινήθηκε ἐναντίον του Φραγκοκάστελλου. Ὁ ἴδιός με τὴ μεσαία φάλαγγα του στρατοῦ του κατευθύνθηκε πρὸς τον δυτικό προμαχῶνα, τον ὁποῖο κατέλαβε χωρίς ἰδιαίτερη δυσκολία, ἀφοῦ οἱ ὑπερασπιστές του εἶχαν ξοδέψει χωρίς φειδώ τα λίγα πυρομαχικά τους. Σκότωσαν σχεδόν ὅλους τους ὑπερασπιστές του καὶ τον ὑπασπιστή του Νταλιάνη, Κυριακούλη Ἀργυροκαστρίτη. Στή συνέχεια περικύκλωσαν το φρούριο, ἀφήνοντας ἔξω ἀπὸ τον κλοιό τους ἄλλους δύο προμαχῶνες, ἀφαιρῶντας ἔτσι τὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας με τους πολιορκούμενους. Οἱ ὀχυρωμένοι σε αὐτούς ἄνδρες προσπάθησαν νὰ μποῦν στὸ Φραγκοκάστελλο, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι βρῆκαν το θάνατο μπροστά στὶς πύλες του.

Ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς καὶ ὁ Χατζημιχάλης Νταλιάνης, ποῦ πολέμησε ἡρωικά. Την κρίσιμη στιγμή, το σπαθί του ἔσπασε καὶ το ἄλογο του σκοτώθηκε. Ἔτσι, οἱ ἐχθροὶ του βρῆκαν την εὐκαιρία νὰ τον κατακρεουργήσουν. Το κεφάλι του το ἔφεραν ὡς τρόπαιο στὸν Μουσταφά, ἀλλὰ αὐτὸς ἀντὶ νὰ τους ἐπαινέσει τους ἐπέπληξε, γιατί δὲν δὲν τον ἔφεραν μπροστά του ζωντανό. Ὁ ἀλβανὸς Μουσταφά θεωροῦσε τον ἠπειρώτη Νταλιάνη συμπατριώτη του.

Η ἡττᾶ στοὺς προμαχῶνες καὶ ὁ θάνατος του Νταλιάνη δὲν πτόησε τους ἐγκλείστους στὸ κάστρο, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν νὰ ἀποκρούουν με ἐπιτυχία τις κατά κύματα ἐπιθέσεις τῶν Τουρκαλβανῶν. Ὅμως, ἡ κατάστασή τους χειροτέρευε διαρκῶς, ἐξαιτίας της ἐλλείψεως τροφῶν καὶ πυρομαχικῶν. Ἀπὸ το διέξοδο τους ἔβγαλε ἕνας Σφακιανός ὀνόματι Σήφης Διλινδάς, ὁ ὁποῖος δραπέτευσε ἀπὸ το Φραγκοκάστελλο καὶ πίσω ἀπὸ τις γραμμές των τουρκαλβανῶν φώναζε πρὸς τους ἔγκλειστους στὸ κάστρο νὰ ὑπομείνουν, γιατί καταφθάνουν πολυάριθμες ἐνισχύσεις. Το τέχνασμα αὐτὸ ἔφερε γρήγορα το ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ ὁ Μουσταφά ἔλυσε την πολιορκία στὶς 24 Μαΐου καὶ ἄφησε τους πολιορκημένους νὰ ἐγκαταλείψουν το κάστρο ἀνενόχλητοι.

Στὴ λύση της πολιορκίας συνέτειναν καὶ οἱ φιλίες ποὺ ἀναδείχθηκαν μεταξύ πολιορκητῶν καὶ πολιορκουμένων. Οἱ περισσότεροι ἄνδρες καὶ ἀπὸ τις δύο πλευρές κατάγονταν ἀπὸ την εὐρύτερη περιοχή της Ἠπείρου καὶ κάποιοι ἦταν γνωστοί μεταξύ τους. Ἄλλωστε, πολλοί ἄνδρες του Νταλιάνη μιλοῦσαν ἀλβανικά καὶ ἦταν εὔκολο νὰ συνεννοηθοῦν με τους ἐπιτιθέμενους. Ὁ ἴδιος ὁ Μουσταφά Πασᾶς τίμησε τον νεκρό Δαλιάνη. Συγκέντρωσε τα ὑπάρχοντα του, ἀνάμεσα τους καὶ ἕνα ἀντίτυπο της Καινῆς Διαθήκης καὶ τα ἀπέστειλε στὴν οἰκογένειά του.

Η Μάχη του Φραγκοκάστελλου στοίχισε στοὺς Ἕλληνες 338 νεκρούς, ἐνῶ γιὰ τους Τουρκαλβανούς οἱ ἀπώλειες ἀνῆλθαν σε περίπου 800 ἄνδρες. Η Κρήτη θὰ πρέπει νὰ περιμένει ἕως το 1913 γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸ Ἑλληνικό Κράτος.

Στὴ λαϊκή παράδοση, ἡ ἧττα στὸ Φραγκοκάστελλο ἔχει συνδυασθεῖ με τους δροσουλίτες. Πρόκειται γιὰ ἕνα ὀπτικὸ φαινόμενο, κατά το ὁποῖο στὰ τέλη Μαΐου ἡ δροσιά ποὺ ἐξατμίζεται με την ἀνατολὴ του ἡλίου δημιουργεῖ σκιές, ποὺ μοιάζουν με ἀνθρώπους. Γιὰ τους Κρητικούς, οἱ δροσουλίτες εἶναι οἱ σκοτωμένοι του Φραγκοκάστελλου, τα φαντάσματα τῶν πολεμιστῶν, ποὺ σηκώνονται ἀπὸ τους τάφους στὸ κοντινό κοιμητήριο, βαδίζουν πρὸς το κάστρο καὶ μετά χάνονται μέσα στὴ θάλασσα.