Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ἑλληνική Μυθολογία: Ἡ γέννηση της Θεάς Ἀθηνᾶς



Ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι γνωστή ὡς ἡ θεά της σοφίας, της ἄμυνας της πόλης, της ὕφανσης καὶ της κεραμοποιεῖας.

Εἶναι πολεμίστρια, ὅμως ἀρκετὰ εἶναι τα σημεῖα ποῦ την διαφοροποιοῦν ἀπὸ τον ἀδερφὸ της, τον θεό του πολέμου Ἄρη.

Ἡ Ἀθηνᾶ μάχεται ἔξυπνα καὶ ὥς θεά της σοφίας ποῦ εἶναι κερδίζει τις μάχες. Νικήτρια ἀπὸ το πεδίο της μάχης ἐκτὸς του λόγου ποῦ ἀναφέραμε βγαίνει καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἡ Ἀθηνᾶ μάχεται τον δίκαιο πόλεμο.


Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποῦ ἦταν τόσο ἀγαπητὴ στοὺς ἀρχαίους χρόνους καὶ ἡ λατρεία ἦταν πολύ διαδεδομένη με τρανταχτότερο παράδειγμα την Ἀθηνᾶ ὁποῦ ἔδωσε καὶ το ὄνομα της καὶ στὴν ὁποία χτίστηκε ὁ ναός σύμβολο της πόλης, ὁ Παρθενῶνας.

Ἡ γέννησή της ἀπὸ την ἀρχὴ φανερώνει τόσο τις δυνάμεις της ὅσο καὶ την σπουδαιότητα ποῦ θὰ ἔπαιζε στὴν ζωή των ἀρχαίων Ἑλλήνων.

Κόρη του Δία καὶ της Μήτιδας, σύμφωνα με τον μῦθο. Ἡ Μήτις ἦταν ὁ πρῶτος ἐρωτᾶς καὶ κατά πολλούς ἡ πρώτη γυναῖκα του Δία. ἦταν ἡ συνετότερη ἀπὸ τις νύμφες του βουνοῦ καὶ τις ῶκεανίδες ποῦ ἀνάθρεψαν τον Δία στὸ σπήλαιο ποῦ τον ἔκρυψε ἡ μητέρα του γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τον Κρόνο ποῦ καταβρόχθιζε τα παιδιά του.

Ἡ Μήτιδα εἶναι ἡ θεά της σοφίας, της καλῆς συμβουλῆς, της πονηριᾶς καὶ τῶν χειροτεχνιῶν. Σε γιορτή γιὰ την ἐπισημοποίηση της σχέσεώς τους, στὸν Ὄλυμπο ὁ παπποῦς του Δία ὁ Οὐρανός καὶ ἡ γιαγιά του ἡ Γῆ ἀπεκάλυψαν στὸν ἐγγονὸ τους πῶς ἡ Μήτιδα θὰ του χάριζε πρῶτα μία κόρη, ἡ ὁποία θὰ ἦταν ἰσάξια του σε δύναμη καὶ σοφία καὶ στὴν συνέχεια ἕνα υἱό καλύτερό του ὁ ὁποῖος θὰ του ἔπαιρνε τον θρόνο καὶ θὰ γινόταν ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν θεῶν.

Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ Δίας καὶ γνωρίζοντας γιὰ την ἐγκυμονοῦσα ἤδη Μήτιδα κατέφευγε στὴν τακτική του πατέρα του καὶ ἀφοῦ πρῶτα ξεγέλασε την Μήτιδα δίνοντας της νὰ καταπιεῖ ἕνα βοτάνι, (το ὁποῖο εἶχε ζητήσει ἀπὸ την γιαγιά του) λέγοντάς της πῶς ἔτσι θὰ ἔκανε γερά παιδιά, την κατάπιε μαζί με το ἔμβρυο, ἀφοῦ το μαγικό αὐτὸ βοτάνι την ἔκανε πρῶτα μικρή ὅσο ἕνα δάχτυλο.

Ἀπὸ το σημεῖο αὐτὸ κατέκτησε ὁλόκληρη την σοφία του κόσμου καὶ ἤξερε ἀνὰ πᾶσα στιγμή ποῖο εἶναι το καλό καὶ το κακό. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό ἄρχισε νὰ νιώθει ἐνοχλήσει στὸν ἐγκέφαλο του. Μικρά σουβλίσματα λὲς καὶ κάποιος προσπαθοῦσε νὰ του τρυπήσει το μυαλό. Οἱ ἐνοχλήσεις αὐτὲς συνεχῶς γινόντουσαν καὶ πιὸ ἔντονες, τόσο ποῦ κάποια στιγμή δὲν ἄντεχε ἄλλο καὶ διέταξε τον Ἥφαιστο νὰ τον χτυπήσει δυνατά στὸ κεφάλι με το σφυρί του.

Ἀκούγοντάς το αὐτὸ ὁ Ἥφαιστος δίστασε ὅμως ὁ Δίας τον ἀπείλησε πῶς ἄν δὲν ἔκανε αὐτὸ ποῦ τον διέταζε θὰ τον ξαναπετοῦσε ἀπὸ τον Ὄλυμπο. Ἔτσι ὁ Ἥφαιστος κατέβασε με ὅλη του τὴ δύναμη το σφυρί του στὸ κεφάλι του Δία, το ὁποῖο ἄνοιξε καὶ ἀπὸ μέσα πετάχτηκε πάνοπλη με τα λαμπερά της μάτια ἡ θεά Ἀθηνᾶ. Κληρονόμος της δύναμης του πατέρα της καὶ της σύνεσης της μητέρας της φορῶντας περικεφαλαία με λοφίο, κρατῶντας ἀσπίδα καὶ κουνῶντας ἀπειλητικά το δόρυ της μέσα σε λίγη ὥρα μεγάλωσε καὶ ἀπέκτησε ὁλόκληρη την θεϊκή ὑπόσταση καὶ το μεγαλεῖο της.

Ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι μία ἀπὸ τις ὁρκισμένες παρθένες θεές καὶ δὲν τα πηγαίνει καθόλου καλά με την Ἀφροδίτη, με την ὁποία τσακώνεται συχνά ἀκόμη καὶ ἐνώπιον του Δία ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ τις συμφιλιώσει. Δὲν διστάζει μάλιστα στὸν τρωικό πόλεμο νὰ ὁδηγήσει το δόρυ του Διομήδη καὶ νὰ τραυματίσει την Ἀφροδίτη. Ἡ Ἀθηνᾶ ἄν καὶ ὁρκισμένη Παρθένος δὲν γλίτωνε τῶν προκλήσεων. Ἀξίζη νὰ ἀναφέρουμε τον μῦθο σχετικά με τον ἔρωτα του Ἡφαίστου γιὰ αὐτὴν.

Κάποτε ἡ θεά ἐπισκέφτηκε τον ἀδελφὸ της στὸ σιδηρουργεῖο του θαυμάζοντας καὶ ἀναζητῶντας ἴσως κάποιο ἀπὸ τα ὑπέροχα ὅπλα ποῦ αὐτὸς κατασκεύαζε. Βλέποντάς την ὁ Ἥφαιστος καὶ ἐγκαταλειμμένος ὅπως ἦταν ἀπὸ την γυναῖκα του την Ἀφροδίτη την ἐρωτεύτηκε καὶ ἄρχισε νὰ την πολιορκεῖ ἐρωτικά. Ἡ Ἀθηνᾶ ὅμως ἦταν ἀποφασισμένη καὶ δὲν θὰ ἐνέδιδε σε κανέναν. Το σπέρμα του Ἡφαίστου ἔπεσε στὸ πόδι της θεάς, ἡ ὁποία με ἀηδία το σκούπισε με ἕνα μάλλινο ὕφασμα το ὁποῖο πέταξε στὴ συνέχεια στῆ Γῆ.

Στό το σημεῖο ποῦ ἔπεσε το πανί γεννήθηκε ὁ Ερυχθόνιος, τον ὁποῖο στὴ συνέχεια ἡ Ἀθηνᾶ ἀνέθρεψε σὰν πραγματικά δικό της παιδί. Ἀφοῦ το ἔκλεισε σε ἕνα μπαοῦλο, το παρέδωσε στὴν Πανδρόσα, κόρη του βασιλιά της Ἀθηνᾶς Κέκρωπα, λέγοντάς της νὰ μὴν ξανοίξει το μπαοῦλο. Ὅμως οἱ ἀδελφές της το ἄνοιξαν καὶ ἔκπληκτες εἶδαν ἕνα φίδι νὰ βρίσκετε τυλιγμένο γῦρο ἀπὸ το μωρό καὶ κατά μερικούς το ἑρπετὸ τις κατάστρεψε ἐνῶ κατά μερικούς ἄλλους τις τρέλανε καὶ τις ἔκανε νὰ πηδήξουν ἀπὸ την ἀκρόπολη.

Καθώς ἔτυχε θεϊκῆς ἀνατροφῆς ἀπὸ την Ἀθηνᾶ την ἰδία ὁ Ἐριχθόνιος ἀπέλασε τον Ἀμφικτίωνα καὶ ἔγινε βασιλιάς της Ἀθηνᾶς, καὶ ἦταν αὐτὸς ποῦ ἔστησε μία ξύλινη εἰκόνα της Ἀθηνᾶς στὴν ἀκρόπολη καὶ καθιέρωσε τα Παναθήναια πρὸς τιμή της. Ἀπὸ τους γνωστότερους μύθους γιὰ την Ἀθηνᾶ εἶναι ἡ διαμάχη της με τον Ποσειδῶνα γιὰ την προστασία καὶ το ὄνομα της Ἀθηνᾶς. Ἡ πιὸ κοινή ἐκδοχὴ του μύθου μιλάει γιὰ ὁρισμὸ ὡς προστάτη της Ἀθηνᾶς ἀπὸ τους θεούς, ἐκείνου ποῦ θὰ ἔκανε στὴν πόλη το σημαντικότερο δῶρο.

Ὁ Ποσειδῶνας χτύπησε με την τρίαινά του την γῆ καὶ ἕνα κατάλευκο ἀλόγῳ πετάχτηκε. Ἐντυπωσιάστηκαν οἱ θεοί καθώς το ἄλογο εἶναι ἕνα δῶρο ποῦ πολύ θὰ βοηθοῦσε τον κόσμο καθώς θὰ το χρησιμοποιοῦσαν στὴν καθημερινότητά τους τόσο γιὰ το ὄργωμα ὅσο καὶ γιὰ τις μετακινήσεις τους, ὅμως στὴν συνέχει ἦταν ἡ σειρά της Ἀθηνᾶς ἡ ὁποία χτύπησε με το δόρυ της τὴ γῆ καί μία φουντωτή ἐλιὰ πετάχτηκε.

Βλέποντάς την ἡ θεοί ἔδωσαν την νίκη στὴν Ἀθηνᾶ καθώς θεώρησαν το εὐλογημένο δέντρο χρησιμότερο. Μία σειρά ἄλλων μύθων συνδέονται με την θεά Ἀθηνᾶ, μέσα ἀπὸ τους ὁποῖος καθίσταται ἐφικτὴ ἡ πληρέστερη κατανόηση του ποῖα ἦταν γιὰ τους ἀρχαίους ἡ Ἀθηνᾶ. Ἡ κρίση του Πάρη, ὁ ὁποῖος κλήθηκε νὰ ἀποφασίσει ποῖα ἦταν ἡ ὀμορφότερη θεά μεταξύ της Ἀθηνᾶς της Ἤρας καὶ της Ἀφροδίτης δίνοντάς της το χρυσό μῆλο ποῦ ἡ ἔριδα ἔριξε κάτω ἀπὸ την πόρτα.

Ἡ βοήθεια της στὸν Περσέα γιὰ τον ἀποκεφαλισμό της Γοργόνας ποῦ πέτρωνε ὅποιον την ἀντίκριζε. Ὁ διαγωνισμός ὕφανσης με την θνητή ἀράχνη, την ὁποία ἄν καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κερδίσει στὸ διαγωνισμό τιμώρησε γιὰ την ὑπεροψία της ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ζήλεια καὶ την μεταμόρφωσε στὸ ὁμώνυμο ἔντομο.

Ἡ συμμετοχή της στὴν γιγαντομαχία ὁποῦ σκότωσε καὶ ἔγδαρε τον Πάλλαντα καὶ στὴν συνέχεια καταπλάκωσε με την Σικελία τον Ἐγκέλαδο. Τέλος θὰ ἀναφέρουμε την διένεξη της με τον Ἀπόλλωνα γιὰ την μαντική τέχνη.

Ἡ Ἀθηνᾶ εἶχε διδαχτεῖ ἀπὸ τις Θρῖες, τις φτερωτές νύμφες του Παρνασσοῦ την τέχνη του νὰ μαντεύεις το μέλλον ἀπὸ τις πέτρες ποῦ παρασέρνουν οἱ χείμαρροι, ὅμως ὕστερα ἀπὸ τα παράπονα του Ἀπόλλωνα στῶν Δία καὶ την ἀπόφαση του τελευταίου ὑπὲρ του γιοῦ του ἐγκατάλειψε με βαριά καρδιά την τέχνη πετῶντας σε μία πεδιάδα της πέτρες, ἡ ὁποία ἔκτοτε ὀνομάζεται Θριάσιο Πεδίο.


Ἱεροί Τόποι


Στήν ἀρχαιότητα ὀνόμαζαν ἱερὸ τόπο ἕνα ναό, ἕνα πυθόχρηστο μαντεῖο, ἕνα θεραπευτήριο, ἕναν τύμβο, ὅπως ἐπίσης ἕνα γυμναστήριο καὶ ἕνα θέατρο. Ἱερὸς τόπος ἦταν καὶ μία πόλη, ἡ ὁποῖα συγκέντρωνε ὅλα τα προηγούμενα σε μία βασική δομή- ὀργάνωση συντελῶντας στὴν πολύπλευρη ἀναπτύξη τῶν ἱκανοτήτων του ἀνθρώπου, στὸ σῶμα, στὴ ψυχή καὶ στὸ νοῦ-πνεύμα.
Κύρια χαρακτηριστικά ἑνὸς ἱεροῦ τόπου εἶναι ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καὶ ἡ χωροχρονικῆ δίνη ἐνέργειας ποῦ δημιουργεῖ.
Ὁ χῶρος δὲν εἶναι μία μονοσήμαντη ἔννοια. Ὑπάρχει ὁ ἐξωτερικός χῶρος, ἀντικειμενικός καὶ οὐδέτερος, τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ἀποτελεῖ το πεδίο ἔρευνας τῶν ἐπιστημῶν. Ὑπάρχει καὶ ὁ ἐσωτερικός χῶρος, ὁ ὑποκειμενικός, ποῦ παύει νὰ εἶναι οὐδέτερος, διότι εἶναι φορτισμένος ἀπὸ τα δικά μας βιώματα. Ὁ ἐσωτερικός χῶρος τότε παύει νὰ εἶναι χῶρος καὶ γίνεται τόπος, ἕνας τόπος της συνείδησης. Ὅλες οἱ τελετουργίες ποὺ εἶχαν ὡς σκοπό την ἵδρυση καὶ λειτουργία τῶν ἱερῶν τόπων ἀναφέρονταν στὸν χῶρο ὡς τόποι συνείδησης.
Ἀλλὰ καὶ ὁ χρόνος δὲν εἶναι ὁμοιογενής οὔτε γραμμικός. Δὲν ὑποδηλώνει ἁπλῶς μία διάρκεια. Ἔχει πλέον ὑποδειχθεῖ ἡ σχετικότητά του σε ὅλα τα ἐπίπεδα. Στὸ φυσικό ἐπίπεδο ὁ Einstein ἀπέδειξε ὅτι ὁ χρόνος παραμορφώνεται καὶ σε διαφορετικά μέρη του σύμπαντος τρέχει με διαφορετικούς ρυθμούς, καθώς ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴ βαρύτητα. Στὸ ψυχολογικό ἐπίπεδο ὁ χρόνος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συνείδηση μας, π.χ. διαφορετικά «τρέχει» ὁ χρόνος σε μία αἴθουσα ἀναμονῆς, στὴν ἐργασία ἡ με μία εὐχάριστη συντροφιά. Ἔτσι ὁ χρόνος γίνεται ὁ χῶρος ἡ το πεδίο της συνείδησης. Ἐσωτερικά (ὡς ἀθάνατο πνεῦμα καὶ οὐσία) ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀμετάβλητος καὶ ἡ συνείδηση (ὥς ἕνα σημεῖο ποῦ κινεῖται πάνω στὴν καμπύλη του χρόνου), μας δίνει την ψευδαίσθηση της συνεχόμενης κίνησης.
Χῶρος καὶ χρόνος βρίσκονται σε μία δυναμική σχέση μεταξύ τους. Ὁ χρόνος καθιστά δυνατή τὴ λειτουργία του χώρου ὡς ἱεροῦ τόπου μέσα ἀπὸ το ἱερὸ ἡμερολόγιο, το ὁποῖο δίνει ζωή καὶ κίνηση στὸ χῶρο - χρόνο. Το ἱερὸ ἡμερολόγιο με τις περιοδικές ἑορτὲς δίνει τὴ δυνατότητα της συγκέντρωσης, της ἐπανάληψης του μύθου, της ἀνανέωσης, της ἐπαφῆς με το θεῖο, καλύπτοντας ἔτσι το θρησκευτικό συναίσθημα του ἀνθρώπου, την ἀνάγκη του νὰ ἐπιστρέψει ξανά στὴν Ἀρχὴ. Με αὐτόν τον τρόπο ὁ χρόνος παύει νὰ εἶναι γραμμικός καὶ καθημερινός, καμπυλώνεται καὶ καθίσταται ἱερὸς χρόνος.
Ὁ χῶρος στὸ κοσμικό ἐπίπεδο εἶναι ὁ φορέας της Δημιουργίας καὶ οἱ κοσμογονικοί μῦθοι συμβολίζουν την ἐγκαθίδρυση της τάξης του κόσμου ποῦ βγῆκε ἀπὸ το χάος (ὁ ἄχρονος πρὸ της δημιουργίας μυθικός χρόνος). Ὁ χῶρος, στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο δημιουργίας, εἶναι ἡ ἐπιφάνεια της γῆς ὁποῦ θεμελιώνεται ἕνας ἱερὸς τόπος. Ὑπὸ αὐτὴν την ἔννοια ὁ ἱερὸς τόπος εἶναι ἕνας ἐνεργειακός κόμπος στὸ δίχτυ του χώρου ὁ ὁποῖος ἐπιτρέπει το πέρασμα, την ἐπικοινωνία τῶν ἐνεργειῶν μεταξύ του οὐρανοῦ καὶ της γῆς. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλη ἡ ἐπιφάνεια της γῆς κατάλληλη πρὸς αὐτὴν την χρήση. Ἡ ἐπιλογή του χώρου ἀλλὰ καὶ της χρονικῆς στιγμῆς της ἐγκαθίδρυσής του ἦταν μία σημαντική εὐθύνη τῶν ἱερέων -μυστῶν, αὐτῶν ποῦ κατεῖχαν τὴ μυστική γνώση της ἱερῆς ἐπιστήμης ποῦ καλεῖται Ἱερὴ Γεωγραφία.
Ὁ βασικός σκοπός της ἱερῆς Γεωγραφίας ἦταν ἡ ἀναπαράσταση της θείας δημιουργίας καὶ τάξης στὸ γήινο - ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ τρεῖς πυραμίδες της Γκίζας ποῦ ἀντικατοπτρίζουν τα τρία ἀστέρια της ζώνης του Ὠρίωνα. Με αὐτὸν τον τρόπο, ὅπως ἔγραψε ὁ Πλάτωνας, «ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφο του οὐράνιου σχεδίου» ἡ ὅπως το ἐξέφρασε ποιητικά ὁ Ἑλύτης: «Ναοί στὸ σχῆμα του Οὐρανοῦ…» καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνας δημιουργός στὸ ἐπίπεδο του. Ὑπάρχει μία φανερή σχέση ἀνάμεσα στὸν μακρόκοσμο του σύμπαντος καὶ στὸν μικρόκοσμο του ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶται καὶ στὴν Ἱερὴ Γεωγραφία, στοὺς ναούς καὶ στὶς οἰκίες (ποῦ ἦταν οἱ μικροί καθημερινοί ναοί). Ἐάν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα καὶ εἰκόνα του Θεοῦ, τότε ἕνα ἱερὸς τόπος, ποῦ εἶναι δημιούργημα του ἀνθρώπου, δέν μπορεῖ παρά νὰ εἶναι ἡ εἰκόνα του.
Σήμερα ἔχει χαθεῖ αὐτή ἡ ἀρχαία μυητική γνώση. Ἕνας ἱερέας κάποτε ἦταν ἀρχιτέκτονας με ὅλη τὴ σημασία της λέξης, διότι ἔχτιζε γέφυρες ἀνάμεσα στὸν οὐρανό καὶ στὴ γῆ λαμβάνοντας ὑπόψη ὅλους τους παράγοντες ποὺ θὰ την ἐπηρέαζαν. Παράγοντες ὅπως ἡ θέση τῶν ἄστρων, ἡ ἡλιακή, ἡ κοσμική καὶ ἡ γήινη ἀκτινοβολία, τα ἠλεκτρομαγνητικά πεδία, τα ὑπόγεια ὕδατα, οἱ κοιλότητες καὶ τα τεκτονικά ρήγματα, ἡ σύσταση των πετρωμάτων κ.α. ἦταν σημαντικά καὶ λαμβάνονταν ὑπόψη. Τόπους δύναμης ἀποτελοῦν ἐπίσης τα τελουρικά ρεύματα, οι θετικές γραμμές ἐνέργειας της γῆς, οἱ κόμβοι τῶν ὁποίων δημιουργοῦν εὐνοϊκές ἐνεργειακές συνθῆκες πρὸς τον ἄνθρωπο. Πάνω σε αὐτούς τους κόμβους οἱ ἀρχαῖοι σοφοί θεμελίωσαν τους ἱερούς τόπους δύναμης, αὐτούς ποῦ ἀποτέλεσαν τα κέντρα τῶν μυητικῶν πολιτισμῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀξιοσημείωτο εἶναι το γεγονός ὅτι ὑπῆρχε σύνδεση αὐτῶν τῶν κέντρων σε ὅλα τα ἐπίπεδα, ὄχι μόνο ἐντὸς τῶν ὁρίων μιᾶς φυσικῆς περιοχῆς, ὅπως ἡ Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ μεταξύ ἀπομακρυσμένων γεωγραφικά περιοχῶν. Αὐτὸ ἀποδεικνύει την κοινή καταγωγή τῶν μυστηριακῶν θεσμῶν ὡς πανανθρώπινη ἀξία.
Σήμερα, σε αὐτούς τους παράγοντες ποῦ προαναφέρθηκαν, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ ἡ σύγχρονη ἐπιβάρυνση ἀπὸ τις ἔντονες ἀνθρώπινες δραστηριότητες, π.χ. ὑπόγειες στοές καὶ metro, ἀποχετευτικά δίκτυα, ἠλεκτρικές καὶ πυρηνικές ἀκτινοβολίες κ.α. Ὑπάρχουν ὡστόσο σύγχρονοι ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν στὰ ἀρχαία χνάρια, ὅπως ὁ καθηγητής Hartmann ποῦ μελέτησε τα παθογόνα ἐνεργειακά πεδία.
Ἀπὸ ἐνεργειακή ἄποψη οἱ ἱεροί τόποι εἶχαν σκοπό νὰ διοχετεύουν καὶ νὰ ἐναρμονίζουν στὸν χωροχρόνο την ἐνέργεια, ὥστε νὰ λειτουργεῖ θετικά καὶ εὐεργετικά πρὸς τον ἄνθρωπο, νὰ ἐξασθενεῖ τις ἀρνητικές ἀκτινοβολίες καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεται στὸ ἔπακρο τις θετικές, πρὸς ἀνανέωση, θεραπεία καὶ ἀνύψωση της συνείδησης.
Ἡ ἱερὴ ἕνωση οὐρανοῦ καὶ γῆς, Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀόρατου καὶ ἀόρατού, οὐσίας καὶ παρουσίας ἦταν ἐφικτὴ χάρη στὴν ἐγκαθίδρυση, με τις τελετές προσανατολισμοῦ, ἑνός κέντρου, ἄξονα ἡ βωμοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ βρεῖ σε ἕναν ἱερὸ τόπο το δικό του κέντρο, τον δικό ἄξονα- συνείδηση, δηλαδή τον ἑαυτὸ του. Ὅμως το ἱερὸ, το θεῖο, ἡ ἀλήθεια βρίσκονται μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὅσο αὐτὸς δὲν δύναται νὰ βρεῖ αὐτὴν την ἀλήθεια μέσα του, θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσει ἕνα ἀληθινό μονοπάτι ποῦ θά τον ὁδηγήσει σε αὐτὴν.
Πάνω ἀπὸ ὅλα ἕνας ἱερὸς τόπος εἷναι μία κατάσταση της συνείδησης. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποῦ τοποθετεῖ ἕναν τόπο στὸ κέντρο της συνείδησής του καὶ τον καθιστά ἱερὸ. Ἕνας ἱερός τόπος λειτουργεῖ ὡς κατάσταση συνείδησης, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ ἐκφράζει την ἀνάγκη της θεοφάνειας καὶ του θρησκευτικοῦ συναισθήματος μέσα ἀπὸ αὐτὸν.

Στίς σύγχρονες συνθῆκες της καθημερινότητας ἔχουν λησμονηθεῖ καὶ παρεξηγηθεῖ οἱ ἔννοιες του θρησκευτικοῦ, του ἱεροῦ, της τελετῆς, του μύθου καὶ της μύησης. Φαντάζουν αλλόκοσμες, του «παρελθόντος» ἡ μία μακρινή ἀνάμνηση της ψυχῆς.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Οἱ θεοί των σεισμῶν στὴν ἀρχαία ἑλληνική μυθολογία


Οἱ ρίζες το Ἀρχαιοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ συνδέονται με τις συνέπειες τῶν κλιματικῶν ἀλλαγῶν. Ἡ ἑλληνική μυθολογία δὲν εἶναι παρά ἕνα περίβλημα ποὺ κρύβει τους θησαυρούς μιᾶς μυστηριακῆς θρησκείας ὁποῦ οἱ πρῶτοι φιλόσοφοι ἔκρυψαν τὴ γνώση τους τῶν μεγάλων νόμων του φυσικοῦ κόσμου. Μεγάλο τμῆμα της Ἑλληνικῆς Μυθολογίας ταυτίζεται με την γεωλογική ἐξελίξῃ τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, με ἀποτέλεσμα νὰ ἔχει καὶ μία φυσικογεωλογικῆ ἡ γεωμυθολογικῆ διάσταση.

Πολυετής ἐρευνητική δραστηριότητα ἔχει δείξει ὅτι ἡ Θεογονία του Ἡσιόδου, τα ἔργα του Ὁμήρου καὶ τῶν ἄλλων συγγραφέων, ἀντιπροσωπεύουν την φυσικογεωλογικῆ ἐξελίξη του Αἰγιακού καὶ Περὶ Αἰγαιακού χώρου γιὰ το χρονικό διάστημα μεταξύ 18.000 καὶ 6.000 χρόνια πρὶν ἀπὸ σήμερα κυρίως. Ἡ μυθολογία δὲν ἦταν παρά το πραγματικό κεφάλαιο της ἱστορίας της Ἑλλάδας.
Ἡ παρουσία της Γῆς σὰν πρωτογενές στοιχεῖο-ὕλη καὶ θεότητα ἐμφανίζεται στὶς τρεῖς βασικές πηγές της ἑλληνικῆς μυθολογίας (Χθόνια, Ἡσίοδος, Ὀρφικὴ). Στίς ἄλλες μυθολογίες-θρησκεῖες, πού ἐπηρέασαν τον λεγόμενο εὐρωπαϊκό πολιτισμό, ἡ παρουσία της Γῆς (στοιχεῖο καὶ θεότητα) εἶναι διαφορετική καὶ ὄχι πρωταρχική (Γερμανοσκαδιναβική: Ἕλλα, Βίβλος, Κοράνι). Μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε την “Χθόνια” θεογονία-κοσμογονία σὰν την πιὸ ἀρχαϊκή, ὡς πρὸς τα ἀναφερόμενα πρόσωπα (θεότητα) καὶ στοιχεῖα ποῦ ἐν τούτοις συμπλέκονται με την ἐξελίξη ἄλλων θεογονιῶν. Σύμφωνα, λοιπόν, με την χθόνια παράδοση, ἐν ἀρχὴ ὑπῆρχε ἡ Μητέρα-Γῆ, ὑποχθόνια προσωπικότητα ποὺ κυριαρχοῦσε στοὺς Δελφούς.
Στίς περισσότερες περιπτώσεις μαχῶν, ἡ Μεγάλη Μητέρα Γαῖα παίζει ἕνα διαχρονικό καὶ συνήθως κυρίαρχο ρόλο, πάντα πίσω ἀπὸ τα δρώμενα. Περιγράφεται ἀπὸ ὁρισμένους ὡς ἐμπαθής καὶ σκανδαλοποιός ἐπειδή προτρέπει τους Τιτᾶνες νὰ ἐπιτεθοῦν κατά του συζύγου της με τὴ γνωστή ἐπιθέση του γιοῦ τους Κρόνου ἐναντίον του πατέρα του Οὐρανοῦ. Ὕστερα, γεννάει τους Γίγαντες πού τους ἐξωθεῖ ἐναντίον τοῦ ἐγγονοῦ της, Δία. Κατά την Τιτανομαχία, οἱ Γίγαντες με την προτροπή καὶ πάλι της Γαίας, τίθενται στὸ πλευρό του Δία.
Ἀπὸ το γάμο τοῦ Οὐρανοῦ με τὴ Γῆ γεννήθηκαν οἱ τερατόμορφοι Γίγαντες πού εἶχαν ἀνθρώπινο κορμί καὶ φιδίσια πόδια. Βασιλιά εἶχαν τον Εὐρυμέδοντα, ποῦ τους ξεσήκωσε καὶ τους παρέσυρε σε ἄγριο πόλεμο κατά τῶν Θεῶν. Ἤθελαν νὰ τους ἐξοντώσουν καὶ νὰ γίνουν αὐτοὶ κυρίαρχοι της πλάσης, του οὐρανοῦ καὶ της γῆς, νὰ καθίσουν καὶ νὰ στήσουν αὐτοὶ το βασίλειό τους στὸν Ὄλυμπο. Κι ἐπειδὴ ἦταν ὅλοι τους, οἱ Γίγαντες, ἄγριοι πολεμιστές, ὁ πόλεμος ποῦ ἄναψε ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καὶ τους Θεούς, ἦταν ἐξίσου ἄγριος καὶ τρομερός. Λένε, πῶς ὁλόκληρα βουνά ξερίζωναν καὶ τα πετοῦσαν στοὺς Θεούς, ἐνάντια στὰ θεϊκά παλάτια.
Ο Δίας, νικητής κατά των Τιτάνων χρειάστηκε νὰ διαγωνιστεῖ σκληρά, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τον Ὀλύμπιο θρόνο. Ὁμόφωνα οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τοποθετοῦν το πεδίο της μάχης των Γιγάντων καὶ τῶν θεῶν στὸ δυτικό τμῆμα της Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ, σε μακρινή ἀπόσταση ἀπὸ τον Ὄλυμπο, βρισκόταν το πεδίο της Φλέγρας, δηλαδή τόπος της φωτιᾶς , μιά περιοχή ἄγρια. Πρόκειται γιά τὴ σημερινή Κασσάνδρα της   
Χαλκιδικῆς.
Στὴν πρώτη γραμμή του στρατοπέδου τῶν θεῶν ἦταν ὁ Δίας καὶ ἡ Ἀθηνᾶ. Ἐπεμβαίνουν ὅμως καὶ ἄλλες θεότητες: ἡ Ἤρα, ὁ Ἀπόλλωνας, ὁ Ἥφαιστος, ἡ Ἄρτεμι, ὁ Ποσειδῶνας, ἡ Ἀφροδίτη, ἡ Ἐκάτη ἀλλὰ καὶ οἱ Μοῖρες. Καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ τους θεούς καὶ κάθε μία ἀπ’ τις θεές ἐρχόταν σε συμπλοκή με ἕναν ἡ περισσότερους Γίγαντες. Οἱ γνωστότεροι Γίγαντες ἦταν: ὁ Πορφυρίων, ὁ Ἀλκυονεύς, ὁ Ἐγκέλαδος, ὁ Ἐφιάλτης, ὁ Εὔρυτος, ὁ Κλυτίος, ὁ Πολυβότης, ὁ Πάλλας, ὁ Ἱππόλυτος, ὁ Γρατίων, ὁ Ἄγριος καὶ ὁ Θόων.
Ὅπως καὶ στὴν Τιτανομαχία, ἔτσι καὶ στὴν Γιγαντομαχία, ὁ Δίας ἀναγκάστηκε νὰ ἐπικαλεστεῖ τὴ βοήθεια καὶ ἄλλων δυνάμεων. Καὶ κάλεσε ἕναν θνητό αὐτὴ τὴ φορά τον Ἡρακλῆ -ποῦ καμιά φορά τον συνοδεύει καὶ ὁ Διόνυσος. Ἀπὸ το μέρος της πάλι ἡ Γῆ, γιὰ νὰ βοηθήσει τα παιδιά της, τους Γίγαντες, σκέφτεται νὰ τους δώσει νὰ φᾶνε το μαγικό χορτάρι, ποῦ χαρίζει την ἀθανασία. Σὰν το ἔμαθε ὅμως ὁ Δίας, ἀπαγορεύει στὸν Ἥλιο καὶ στὴ Σελήνη καὶ στὴν Ἠῶ νὰ παρουσιαστοῦν καὶ μέσα στὸ σκοτάδι ξεριζώνει το θαυματουργό χορτάρι. Ἡ τύχη των Γιγάντων κρίθηκε. Μάταια θὰ προσπαθήσουν νὰ ἀναρριχηθοῦν στὸν Ὄλυμπο, σωριάζοντας το ἕνα πάνω στὸ ἄλλο τα γειτονικά βουνά. Ἀνώφελα τα κατορθώματα τους.
Διαφορετικοῦ χαρακτῆρα ἦταν ἡ συμμετοχή της Ἀθηνᾶς στὴ μάχη. Γιὰ νὰ καταβάλει ἡ Ἀθηνᾶ το Γίγαντα Ἐγκέλαδο, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς του Τάρταρου καὶ της Γῆς ἀναγκάστηκε νὰ τον καταπλακώσει με την νῆσο Σικελία ἡ το ὄρος Αἴτνα. Το ἀποτέλεσμα εἶναι πλέον ὁ Ἐγκέλαδος νὰ ἀναστενάζει μέσα στὸ τάφο του,   
προκαλῶντας ἐκρήξεις ἡφαιστείων καὶ σεισμούς. Ἡ λέξη Ἐγκέλαδος προέρχεται ἀπὸ τὴ σύντμηση τῶν λέξεων (ἔγκειμαι + λας) καὶ ὑποδηλώνει τον ἐγκατεστημένο στὰ πετρώματα, στὸ στερεό φλοιό της Γῆς.
Σύμφωνα με ἄλλο μῦθο, ὁ Ἐγκέλαδος καταπλακώθηκε ἀπὸ βράχο ποῦ πέταξαν ἐναντίον του οἱ Θεοί του Ὀλύμπου. Ἔτσι, ὁ «Ἐγκέλαδος-Σεισμός» γίγαντας, εἶναι θαμμένος στὴν Κασσάνδρα, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας πεθάνει, ἀπὸ καιρό σε καιρό προσπαθεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ το βράχο ποῦ τον ἔχει καταπλακώσει καὶ οἱ προσπάθειές του ἀποτελοῦν το φαινόμενο του σεισμοῦ. Οἱ μῦθοι αὐτοὶ ὑπονοοῦν την προσπάθεια ποῦ καταβλήθηκε γιὰ νὰ ἑρμηνευτοῦν, ἀπὸ τα πολύ παλιά χρόνια, οἱ ἰδιορρυθμίες αὐτοῦ του χώρου, καθώς ἡ Κασσάνδρα βυθισμένη στὸ κέντρο της χερσονήσου εἶναι πνιγμένη ἀπὸ τον ἀτμὸ του καυτοῦ θειαφιοῦ ποῦ πηγάζει ἀπὸ την Ἁγίᾳ Παρασκευή.
Σύμφωνα με ἄλλες ἐκδοχὲς του μύθου φονεύθηκε ἀπὸ τον κεραυνό του Δία, σύμφωνα με μία δεύτερη ἀπὸ τον ἀκόλουθο του Διονύσου τον Σειληνό ἀλλὰ ἡ ἐπικρατέστερη ἀναφέρει εἶναι ὅτι φονεύθηκε ἀπὸ την Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία ἔριξε ἐναντίον του τὴ Σικελία με την ὁποία καὶ τον καταπλάκωσε. Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει καὶ ἄλλη ἐκδοχὴ κατά την ὁποία ἡ Ἀθηνᾶ φόνευσε τον Ἐγκέλαδο ρίχνοντας ἐπάνω του το τέθριππο ἅρμα της. Ἡ ἐκδοχὴ αὐτή ὑπῆρξε ἀπὸ τα πιὸ προσφιλῆ θέματα πολλῶν καλλιτεχνῶν της ἀρχαιότητας, ἀπαθανατίζοντας αὐτὴ σε πλεῖστες μετόπες ἀρχαίων ναῶν ὅπως στὸν Παρθενῶνα καὶ στὸ ναό του Ἀπόλλωνα στούς Δελφούς. Τέτοιες παραστάσεις του ἀγῶνα μεταξύ της Ἀθηνᾶς καὶ του Ἐγκέλαδου βρίσκονται σε πολλά ἀγγεῖα καθώς ἐπίσης κοσμοῦσαν καὶ τον πέπλο της Ἀθηνᾶς στὰ    Παναθήναια.
Μετά τὴ νίκη του Δία κατά των Γιγάντων ὁ Δίας εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἀκόμα ἕναν, τελευταῖο ἐχθρὸ, τον Τυφῶνα, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ την ἐνῶσι της Γαίας με τον Τάρταρο. Κι ἦταν το τελευταῖο παιδί της Γῆς, κατά τον Ἡσίοδο. Ὁ Τυφῶν κήρυξε τον πόλεμο ἐναντίον του Δία, ἐρεθιζόμενος ἀπὸ την μητέρα του Γαῖα.
Ἀνατράφηκε σε σπήλαιο της Κιλικίας, ποῦ ὀνομάζεται Τυφώνειον Ἄντρον. Ὁ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος μας λέει πῶς ὁ Τυφῶνας ἦταν κάτι ἀνάμεσα σε ἄνθρωπο καὶ σε ἄγριο ζῶο. Ξεπερνοῦσε ὅλα τα ἀλλὰ παιδιά της Γῆς σε μέγεθος καὶ δύναμη. Ἦταν ἕνα ἀγριότατο θηρίο ποῦ ἔστρεψε ἐναντίον του Δία καὶ του Οὐρανοῦ. Ἐπιτιθέμενος, ἔριχνε ἀναμμένες πέτρες πρὸς τον οὐρανό, ἐνῶ συγχρόνως με μεγάλη βουή καὶ συριγμό καὶ «…πνέων πῦρ ὥς ζάλην καὶ τρικυμίαν ἐκ του στόματος αὐτοῦ…». Ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλα τα βουνά καὶ συχνά το κεφάλι του χτυποῦσε στὰ ἀστέρια. Ὅταν τέντωνε τα χέρια του, το ἕνα ἔφτανε στὴν Ἀνατολὴ καὶ το ἄλλο ἀκουμποῦσε στή Δύση καὶ ἀντὶ γιὰ δάχτυλα εἶχε ἑκατὸ κεφάλια δρακόντων. Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω τον περιέβαλλαν ὀχιὲς. Το σῶμα του ἦταν φτερωτό καὶ το τρίχωμά του ἄγριο στὰ μαλλιά καὶ στὰ γένια καὶ τα μάτια του πετοῦσαν φωτιές.
Ὅταν οἱ θεοί εἶδαν το ὄν αὐτὸ νὰ ἐπιτίθεται στόν οὐρανό, τρομοκρατήθηκαν καὶ δέν δέχτηκαν τὴ μάχη. Ἄφησαν τον Οὐρανὸ ἔρημο καὶ ἀφύλακτο καὶ ἔφυγαν τρέχοντας μέχρι την Αἴγυπτο καὶ κρύφτηκαν μέσα στὴν ἔρημο, ὁποῦ μεταμορφώθηκαν σε ζῶα. Ὁ Ἀπόλλωνας ἔγινε γεράκι, ὁ Ἑρμῆς ἴβις, ὁ Ἄρης πολύ   
λεπιδωτό ψάρι, ὁ Διόνυσος τράγος, ὁ Ἡρακλῆς ἐλάφι, ὁ Ἥφαιστος βόδι, ἡ Ἀφροδίτη ἔπεσε στὸν Εὐφράτη καὶ ἔγινε ψάρι. Μόνο ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Δίας ἀντιστάθηκαν στὸ θηρίο. Ὁ Δίας του ἔριξε ἀπὸ μακριά κεραυνοβόλα βέλη καὶ ὅταν ἦρθαν στὰ χέρια, τον χτύπησε με το ἀτσάλινο δρεπάνι ποῦ ἡ Γῆ εἶχε βάλει στὸ χέρι του Κρόνου γιὰ νὰ χτυπήσει τον Οὐρανὸ. Ἡ πάλη ἔγινε στὸ βουνό Κάσιο, στὰ σύνορα της Αἰγύπτου καὶ της Πετραίας Ἀραβίας.
Ὁ Τυφῶνας, ποῦ ἦταν ἁπλῶς πληγωμένος, κατάφερε νὰ ὑπερισχύσει καὶ ἀπέσπασε το δρεπάνι του θεοῦ. Ἔκοψε τους τένοντες τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του Δία, φορτώθηκε τον ἀνίσχυρο θεό στοὺς ὤμους του καὶ τον μετέφερε μέχρι την Κιλικία, ὅπου τον ἔκλεισε σε μία σπηλιά, το «Κωρύκιο ἄντρο». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ἔκρυψε τους τένοντες καὶ τους μῦς του Δία σε ἕνα δέρμα ἀρκοῦδας καὶ τα ἔδωσε στὴ δράκαινα Δελφύνη νὰ τα φυλάει.
Ὁ Ἑρμῆς καὶ ὁ Πάνας -μερικοί λένε ὁ Κάδμος- ἔκλεψαν τους τένοντες καὶ τους ξανατοποθέτησαν στὸ σῶμα του Δία. Αὐτὸς ξαναβρῆκε ἀμέσως τὴ δύναμή του καὶ, ἀνεβαίνοντας στὸν οὐρανό πάνω σε ἅρμα ποῦ το ἔσερναν φτερωτά ἄλογα, βάλθηκε νὰ κευραυνοβολεῖ το θηρίο. Ὁ Τυφῶνας τράπηκε σε φυγή καὶ, με την ἐλπίδα νὰ αὐξήσει τις δυνάμεις του, θέλησε νὰ δοκιμάσει τους μαγικούς καρπούς ποῦ φύτρωναν στὸ ὄρος Νύσα. Αὐτὴ ἦταν τουλάχιστο ἡ ὑπόσχεση ποῦ του εἶχαν δώσει οἱ Μοῖρες, γιὰ νὰ τον ἑλκύσουν. Ὁ Δίας τον πρόλαβε ἐκεῖ καὶ ἡ καταδίωξη συνεχίστηκε.
Στή Θράκη ὁ Τυφῶνας ἐκσφενδόνισε ἐναντίον του Δία βουνά, ἀλλὰ αὐτὸς τα ἔκαμε με χτυπήματα  
κεραυνοῦ νὰ πέφτουν ἐπάνω στὸ θηρίο. Ἔτσι το βουνό Αἶμος ὄφειλε το ὄνομα του στὸ αἷμα ποῦ κύλησε ἀπὸ μία ἀπὸ τις πληγές του. Ὁριστικά ἀποθαρρυμένος ὁ Τυφῶνας τράπηκε σε φυγή καὶ, καθώς διέσχιζε τὴ θάλασσα της Σικελίας, ὁ Δίας ἔριξε πάνω του το βουνό Αἶτνα, ποῦ τον συνέτριψε.
Οἱ φλόγες ποῦ βγαίνουν ἀπὸ την Αἶτνα εἶναι ἡ αὐτὲς ποῦ ξερνᾶ το τέρας ἡ τα ὑπολείμματα τῶν κεραυνῶν, με τους ὁποίους το σκότωσε ὁ Δίας.
Ὑπάρχουν ὡστόσο παραλλαγές ποῦ συνδέουν τον Τυφῶνα με την Ἤρα καὶ τον Κρόνο. Ἡ Γαῖα, δυσαρεστημένη ἀπὸ την ἧττα των Γιγάντων, διέβαλε τον Δία στὴν Ἤρα καὶ ἐκείνη πῆγε νὰ ζητήσει ἀπὸ τον Κρόνο ἕνα μέσο νὰ εκδικηθεῖ. Ο Κρόνος της παρέδωσε δύο αὐγά διαποτισμένα ἀπὸ το σπέρμα του. Ἂν τα ἔθαβε, ἀπὸ αὐτὰ τα αὐγά θὰ γεννιόταν ἕνας δαίμονας ἱκανός νὰ ἐκθρονίσει τον Δία. Ὁ δαίμονας αὐτὸς ἦταν ὁ Τυφῶνας.
Σύμφωνα με ἄλλη μυθική παράδοση, ὁ Τυφῶνας ἦταν γιὸς της Ἤρας, ποὺ τον εἶχε γεννήσει μόνη της, χωρίς τὴ βοήθεια κανενός ἀρσενικοῦ στοιχείου, ὅπως εἶχε κάμει με τον Ἥφαιστο. Ἡ Ἤρα ἔδωσε τον τερατώδη γιὸ της, γιὰ νὰ τον μεγαλώσει, σε ἕναν δράκοντα, τον Πύθωνα ποῦ ζοῦσε στοὺς Δελφούς.
Ὁ Τυφῶνας ἐτυμολογικά ἔχει σχέση με τον τῦφο καὶ την τούφα, δηλαδή το φούσκωμα καὶ ἔχει σχέση ὄχι μόνο με τον κυκλῶνα ἀλλὰ τὴ γενικότερη ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα μαζί με την ἡφαιστειακή καὶ σεισμική δραστηριότητα. Ὁ Τυφῶνας ταυτίζεται σε ὁρισμένα σημεῖα του μύθου με τον Ἐγκέλαδο καὶ   
σχετίζεται με το πιὸ ἐντυπωσιακό καὶ βίαιο ἀπὸ τα ἔκτακτα καὶ φυσικά μετεωρολογικά φαινόμενα, τα πέρα ἀπὸ το μέτρο της καθημερινῆς ἐμπειρίας. Καὶ ὁ Τυφῶνας καὶ ὁ Ἐγκέλαδος ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν παιδιά τις Γοργόνες, τὴ Σφίγγα, τὴ Λερναία Ὕδρα, το Γηρυόνη, τον Κέρβερο καὶ ἀλλὰ μυθικά «τέρατα» (συμβολίζουν διάφορα γεωλογικά φαινόμενα) ποῦ ἀπέκτησαν με την Ἔχιδνα. Κατά τον Ὁμήρῳ ὁ Τυφῶνας βρίσκεται ἁλυσοδεμένος στῆ χώρα τῶν Ἀρίμων δηλαδή στῆ Κιλικία καὶ Φρυγία, ἐνῶ κατά τον Πίνδαρο βρίσκεται θαμμένος στὰ ἔγκατα της Αἴτνας στὴ Σικελία, ὅπως ὁ Ἐγκέλαδος.
Στήν ἀφήγηση της μάχης ἀνάμεσα στῶν Τυφῶνα καὶ το Δία στὴν περιγραφή αὐτῆς της τρομερῆς ἀναστάτωσης της φύσης, αὐτῆς της θύελλας φωτιᾶς ποῦ ξεχύνεται ἀνάμεσα στὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ καὶ ποῦ ἀνακατώνει ὅλα τα στοιχεῖα σε ἕνα ἀκαταμέτρητο χάος εἶναι δύσκολο νὰ μὴν ἀναγνωρίσει κανείς τα φαινόμενα μιᾶς ἡφαιστειακῆς ἐκρήξης. Αὐτὴ ἡ πιθανότητα ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ την περιγραφή ποῦ κάνει ὁ Πίνδαρος της ἔκρηξης της Αἴτνας καὶ ποῦ ἀποδίδει τα ὀλεθρία ἀποτελέσματά της στὴν ἐνέργεια του Τυφῶνα. Τα ἡφαίστεια τῶν Κυκλάδων, ἀρκοῦσαν νὰ προσφέρουν στὸν ποιητή ὅλα τα στοιχεῖα αὐτῆς της κοσμογονικῆς περιγραφῆς. Τα φαινόμενα αὐτὰ ἦταν ἡ συνηθισμένη καὶ συχνή κατάσταση της φύσης πρὶν ἀπὸ το Δία, δηλαδή στὶς περιόδους τις πιὸ παλιές του κόσμου.
Ἡ φυσιοκρατική ἑρμηνεία του μύθου των Γιγάντων, ὡς χθόνιων θεοτήτων, ποῦ προκαλοῦν σεισμούς καὶ ἀναστατώσεις της γῆς, διατυπώθηκε στὴν ἀρχαιότητα καὶ με αὐτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν τα   σχετικά ὀνόματα: Ἐρυσίχθων, Χθονόφυλος . Στήν Ἑλληνική Μυθολογία ὅμως δύο τουλάχιστον θεοί διακρίνονται γιὰ τις ἴδιες φυσικές δυνάμεις ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ διαφορετικές γενιές ὅπως ὁ Ἐγκέλαδος καὶ ὁ Ποσειδῶν. Σύμφωνα με ἄλλη θεωρία ὁ πανίσχυρος θεός Ποσειδῶν καὶ ὄχι ὁ γίγαντας Ἐγκέλαδος ἦταν γιὰ τους Ἕλληνες ὁ θεός τῶν γεωλογικῶν φαινομένων. Αὐτὸς ἐξουσίαζε τα ἔγκατα της γῆς, ὅπως δείχνουν οἱ ὀνομασίες του Γαίης κινητήρ, Γαιή ὅχος, Μοχλευτήρ, Σεισίχθων, Δαμασίχθων, Ἐνοσίγαιος ἀλλὰ καὶ το ἴδιο το ὄνομα του, ποῦ ἔχει ἐρμηνευθεῖ καὶ ὡς σύζυγος-κυρίαρχος της γῆς( πόσις της δᾶς). Ὁ Σοφοκλῆς τον ὀνομάζει γῆς τε καὶ ἁλμυρᾶς θαλάσσης ἄγριον μοχλευτήν.
Ὅταν βαδίζει κάνει τα βουνά νὰ τρέμουν, ὅταν ταρακουνά τὴ γῆ προκαλεῖ στὸν Ἄδη τρόμο, μήπως ξανοίξει ἡ γῇ καὶ φανεῖ ὁ Κάτω Κόσμος. Ὁ Ποσειδῶνας λατρεύεται ὥς Ἐδραῖος, Ἀσφάλειος, Θεμελιούχος, Τειχοποιός καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπικαλοῦνται την προστασία του γιὰ τὴ σταθερότητα του ἐδάφους καὶ την ἀσφάλεια τῶν κτισμάτων. Κλείνει ὁ ἴδιος τις πύλες του Κάτω Κόσμου καὶ κρατεῖ φυλακισμένους στὰ Τάρταρα τους Τιτᾶνες, θεμελιώνει καὶ χτίζει τα τείχη της Τροίας καὶ γκρεμίζει το τεῖχος ποῦ ὕψωσαν οἱ Ἕλληνες ἀπέναντι της κατά την πολιορκία της.
Αὐτὸς, σείοντας τὴ γῆ, ἀπέσπασε τμήματα ἀπὸ τις ξηρές καὶ δημιούργησε νησιά, ὅπως π.χ. ὅταν, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει τον γίγαντα Πολυβώτη στὸν ἀγῶνα τῶν θεῶν ἐναντίον τῶν γιγάντων, ἔκοψε με την τρίαινά του τμῆμα ἀπὸ την Κῶ καὶ μ’ αὐτὸ τον καταπλάκωσε, δημιουργῶντας τὴ Νίσυρο. Στή Θεσσαλία   
διέρρηξε με την τρίαινα τα βουνά, ὥστε νὰ βροῦν διέξοδο τα νερά ποῦ λίμναζαν ἐκεῖ, σχηματίζοντας τα Τέμπη. Σεισμός κατά την παράδοση ἔκανε τὴ Σικελία «ἀναρραγήναι» ἀπὸ το ἄκρο της ἰταλικῆς χερσονήσου.
Στίς περιοχές ποῦ πλήττονταν ἀπὸ σεισμούς κυριαρχοῦσε ἡ λατρεία του Ποσειδῶνος. Το ἱερὸ τῶν Δελφῶν ἀνῆκε ἀρχικά στὸ χθόνιο Ποσειδῶνα καὶ στὴν πάρεδρό του Γαῖα. Στήν ἀγορὰ της Σπάρτης ὑπῆρχε ἄγαλμα του Ποσειδῶνος Ἀσφαλείου. Κοιτίδα της λατρείας του στὰ ἱστορικά χρόνια, ὡς χθόνιας καὶ ὄχι θαλάσσιας θεότητας, εἶναι ἡ Πελοπόννησος, την ὁποία οἱ ἱστορικοί Ἔφορος καὶ Διόδωρος ὀνομάζουν οἱκητήριον Ποσειδῶνος καὶ ἱερὰν Ποσειδῶνος. Οἱ Θεσσαλοί τιμοῦσαν τον Ποσειδῶνα ὥς γαιήοχο καὶ γαιοσείστη.
Σύμφωνα με την παράδοση αὐτὸς ἄνοιξε τον αὐλῶνα τῶν Τεμπῶν ἀνάμεσα στὸν Ὄλυμπο καὶ την Ὄσσα γιὰ νὰ βρεῖ στὴ θάλασσα διέξοδο ὁ Πηνειός. Ἦταν διαδεδομένη ,λοιπόν, στὴ θεσσαλική ἐνδοχώρα ἡ λατρεία του χθόνιου Ποσειδῶνα ποῦ ἐκεῖ εἶχε το παρωνύμιο Πετραῖος. Ἀλλὰ καὶ ἡ Βοιωτία χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἱερὰ του Ποσειδῶνος, με ὀνομαστὸ ἱερὸ του στὴν Ὀγχηστό καὶ με ἀλλὰ ἱερὰ στὴν Ἐλικῶνα. Ἄποικοι μετέφεραν τὴ λατρεία του ελικώνιου Ἀπόλλωνα στὴν Ἰωνία. Ἐνδεικτική του κυρίαρχου χθόνιου χαρακτῆρα του Ποσειδῶνος στὴν Πελοπόννησο εἶναι ἡ ἔντονη λατρεία του στὶς καναδικές πόλεις, μολονότι ἡ ἀρχαία Ἀρκαδία δὲν εἶχε θάλασσα.   Σε ὅ,τι ἀφορᾶ τις ἔριδες μεταξύ τῶν θεῶν ὑπάρχουν διάφορες ἑρμηνεῖες καὶ προσεγγίσεις της Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, κυρίως γιὰ την Τιτανομαχία καὶ τὴ Γιγαντομαχία. Συνήθως συμβολική, θρησκευτική, μεταφυσική. Εἶναι δυνατόν, ὅμως, νὰ Ἐπιτευχθεῖ μία νέα προσέγγιση της Ἑλληνικῆς Μυθολογίας. Ἀπὸ την ἐμπειρία ἑνὸς γεωλόγου ὁ κύριος παράγων θὰ πρέπει νὰ εἶναι το φυσικογεωλογικό καθεστώς καὶ οἱ μεταβολές του στὸν Σαρωνικό Κόλπο, το Αἰγαίου καὶ τον Περιαιγαιακό χῶρο. Ἀντιπαραθέσεις καὶ ἔριδες παρατηροῦνται ὅταν μία Νέα Φυσικογεωλογική Τάξη πραγμάτων ἀντικαθιστᾶ μιά παλαιότερη. Κατά τὴ μυθολογική περίοδο σημαντικότατοι σεισμοί καὶ κατακόρυφες μετατοπίσεις ἡφαιστειότητα, μεγάλες κατολισθήσεις, ἀπότομες καταβυθίσεις παράκτιων περιοχῶν θὰ πρέπει νὰ εἶχαν λάβει χώρα.

         

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Ἡλιούγεννα – Ἡ ἑορτὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων! Πῶς μετατράπηκαν σε Χριστούγεννα....

 




Ἰχνηλατῶνται την ἱστορικότητα της ἑορτῆς ἀνακαλύπτου με ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα ποῦ ἀφοροῦν την ἡμερομηνία της ἑορτῆς, ἀλλὰ καὶ συσχετίσεις με συνήθειες στὸν ἀρχαῖο κόσμο. Ἀναζητῶντας την ἀκριβῆ ἡμερομηνία γενέσεως του Ἰησοῦ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἀφ' ἑνός στὴν καινή Διαθήκη δὲν γίνεται ἀναφορὰ γιὰ την ἑορτὴ Χριστουγέννων καὶ ἀφ' ἑτέρου ὅτι κανείς ἀπὸ τους Ἀποστόλους δὲν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ὡς γενέθλια ἡμέρα του. Στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, (ὑπολογίζεται πῶς γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) Ὑπάρχουν ὅμως ἐνδείξεις ποὺ συνηγοροῦν στὴν Φθινοπωρινή γέννηση του, καὶ ὄχι στὴν χειμερινή.Το ἐδάφιο ἀπὸ το Εὐαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν ἀναφέρει:


«Οἱ ποιμένες ἦσαν κατά το αὐτὸ μέρος διανυκτερεύοντες ἕν τοῖς ἀγροῖς, καὶ φυλάττοντες φύλακας της νυκτός ἐπὶ το ποίμνιον αὐτῶν» (2: 8). Ἡ φράση αὐτὴ ἔρχεται σε ἀντίθεση με τις πρακτικές τῶν βοσκῶν καθώς τον χειμῶνα λόγῳ του ψύχους οἱ ποιμένες δὲν διανυκτερεύουν στοὺς ἀγροὺς. Αὐτὸ μας ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ γέννηση του Ἰησοῦ δὲν ἔγινε το Δεκέμβριο ἀλλὰ το Φθινόπωρο ἐφόσον τα κοπάδια δὲν ἦταν στὶς στάνες. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ἡ γέννηση συνέπεσε, με την ἀπογραφή, ποῦ συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις ἀρχὲς Ὀκτωβρίου. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἐπίσης συσχετίζει την γέννηση του Ἰησοῦ Χριστοῦ με την ἑορτὴ της «Σκηνοπηγίας», ἡ ὁποία γινόταν τον Ὀκτώβρη.

Στὴν Ἁγία Γραφή γενέθλιες καὶ ὀνομαστικές ἑορτὲς δὲν συνιστοῦνται. Στὴν πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δὲν συμπεριλαμβάνοντα στὶς ἀρχαῖες γιορτές της Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα ἡ τήρηση τῶν γενεθλίων καταδικάζονταν σὰν ἕνα ἀρχαῖο Ἑλληνικό "εἰδωλολατρικό" ἔθιμο ἀπεχθὲς στοὺς Χριστιανούς. Ἡμέρα μνήμης τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων ὅριζαν αὐτὴ τοῦ θανάτου. Ἡ Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια ἀναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δὲν ἦταν ἀνάμεσα στὶς πρῶτες ἑορτὲς της Ἐκκλησίας. Ὁ Εἰρηναῖος καὶ ὁ Τερτυλλιανός την παραλείπουν ἀπὸ τους καταλόγους τῶν ἑορτῶν» Ἔτσι Τα Χριστούγεννα ὡς ἑορτὴ τῶν γενεθλίων του δὲν γιορτάζονταν τα πρῶτα 300 χρόνια. Ἡ καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἔγινε στὴ Ρώμη ἀπὸ τον Πάπα Ἰούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αἰῶνα, μετά ἀπὸ ἔρευνα ποὺ ἔγινε στὰ ἀρχεῖα της Ρώμης γιὰ την χρονιά ἐπὶ Αὐγούστου ὑπογραφῇς, καὶ κατόπιν ὑπολογισμῶν βάση τῶν Εὐαγγελίων. Ἕνα στοιχεῖο ποὺ λήφθηκε ὑπόψιν εἶναι το ἡ φράση ἀπὸ το κατ’ Ἰωάννη γ’30«Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ ἐλατούσθαι»

Στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτὸ συνέβη διότι ἡ συγκεκριμένη ἡμερομηνία συνέπεφτε με τις ἀρχαῖες ἑορτὲς του Χειμερινοῦ Ἡλιοστασίου καὶ την «Ἐπιστροφή» του Ἡλίου. Ἔκτοτε ὁ Χριστός ὄφειλε νὰ εἶναι ὁ Ἥλιος ὁ δίδων το φῶς εἰς τον κόσμο. Πρὶν ἑορταζόταν στὶς 6 Ἰανουαρίου μαζί με τὴ βάπτιση του Ἰησοῦ (Θεοφάνεια). Ἀργότερα το ἔθιμο πιθανολογεῖται ὅτι μεταφέρθηκε στὴν Ἀνατολὴ, πιθανόν ἀπὸ τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ὁμιλία του γιὰ τὴ γέννηση του Χριστοῦ, ἀναφέρει ὅτι εἶχε ἀρχίσει στὴν Ἀντιόχεια νὰ γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στὶς 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο εἶναι ὅτι την ἐποχῆ του Ἰουστινιανοῦ, τον 6ο αἰῶνα, ὁ ἑορτασμός των Χριστουγέννων στὶς 25 Δεκεμβρίου εἶχε ἐξαπλωθεῖ σχεδόν σε ὅλη την Ἀνατολὴ.

Τι ἑόρταζαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες την περίοδο των Χριστουγέννων;

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ἥλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ὁ Διόνυσος ἀποκαλοῦταν «σωτήρ» καὶ θεῖο «βρέφος», το ὁποῖο γεννήθηκε ἀπὸ την παρθένο Σέμελη. Ἦταν ὁ καλός «Ποιμήν», του ὁποίου οἱ ἱερεῖς κρατοῦν την ποιμενική ράβδο, ὅπως συνέβαινε καὶ με τον Ὄσιρη. Τον χειμῶνα θρηνοῦσαν το σκοτωμό του Διονύσου ἀπὸ τους Τιτᾶνες, ἀλλὰ στὶς 30 Δεκεμβρίου ἑόρταζαν την ἀναγέννησή του. Οἱ γυναῖκες-ἱέρειες ἀνέβαιναν στὴν κορυφή του ἱεροῦ βουνοῦ καὶ κρατῶντας ἕνα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ὁ Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ὁ Διόνυσος ζεῖ» , ἐνῶ σε ἐπιγραφή ἀφιερωμένη στὸν Διόνυσο ἀναγράφεται:«Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σε προστατεύω καὶ σε ὁδηγῶ, ἐγὼ εἶμαι το 'Ἄλφα καὶ το Ὠμέγα».

Αὐτή ἡ ἀρχαία Ἑλληνική γιορτή, εἶχε ἐπίσης ταυτιστεῖ καὶ με την γιορτή του Ἡλίου, τον ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι λαοί εἶχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στοὺς Ἕλληνες, εἶχε ταυτιστεῖ με τὸν Φωτοφόρο Ἀπόλλωνα τοῦ Ἡλίου, ὁ ὁποῖος ἀπεικονιζόταν πάνω στὸ ἱπταμένῳ ἅρμα του νὰ μοιράζει το φῶς τοῦ Ἡλίου. Οἱ ἀρχαῖοι λαοί ἀναπαριστοῦσαν την κίνηση του ἥλιου με την ζωή ἑνός ἀνθρώπου ποῦ γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ἥλιου ποῦ μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αὐξάνονταν καὶ οἱ ὧρες ποῦ ὁ ἥλιος φωταγωγοῦσε την Γῆ, καὶ πέθαινε ἡ ἀνασταίνονταν τον Μάρτιο την ἡμέρα της Ἐαρινῆς Ἰσημερίας, συμβολίζοντας με αὐτὸν τον τρόπο την ἀναγέννηση του φυτικοῦ βασιλείου μέσα ἀπὸ την μήτρα της Γῆς. Το χειμερινό Ἡλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την ἀρχὴ του χειμῶνα, καὶ ὁ Ἥλιος ἀρχίζει βαθμιαία νὰ αὐξάνει την ἡμέρα ἑως ὅτου ἐξισωθεῖ με την νύχτα, κατά την Ἴση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ἥλιος νικᾶ το σκοτάδι, καὶ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη, ἡ ἐποχῆ της ἀναγέννησης γιὰ την φύση.

Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ πέρασε καὶ στὴν ἀρχαία Ρώμη με τις δημοφιλεῖς γιορτές των Σατουρνάλιων, πρὸς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο ἀλλὰ καὶ της θεάς Δήμητρας, γι΄ αὐτὸ καὶ ἔκαναν θυσίες χοίρων γιὰ την εὐφορία της γῆς . Τα Σατουρνάλια ἦταν ἀπὸ τις σημαντικότερες καὶ ὀνομάζονταν: « DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ἡμέρα του ἀήττητου ἥλιου». Μία γιορτή ποὺ φυσικά την εἶχαν πάρει ἀπὸ την γιορτή του Φωτοφόρου Ἀπόλλωνα - Ἡλίου!

Στήν ἀρχαία Ρώμη, ἡ ἑορτὴ ἄρχιζε στὶς 17 Δεκεμβρίου καὶ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡμέρες. Στήν ἑορτὴ αὐτὴ ἀντάλλασσαν δῶρα, συνήθως λαμπάδες καὶ στὰ παιδία ἔδιναν πήλινες κούκλας καὶ γλυκά σε σχῆμα βρέφους γιὰ νὰ θυμίζουν το Κρόνο, ποῦ τρώει τα παιδιά του. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεοῦ Ἥλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Θά πρέπει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ «ἐθνικοί» ἀποκαλοῦσαν την Πρώτη Ἡμέρα της βδομάδας Ἡμέρα του θεοῦ-Κυρίου Ήλιου, ὁρολογία την ὁποία ἀργότερα χρησιμοποίησαν καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες γιὰ λόγους σκοπιμότητας ἴσως. Κάτι ποὺ διασώζεται ἑως σήμερα στὰ Ἀγγλικά ὥς SUN-DAY, στὰ Γερμανικά SONN-TAG.



Ὁ Ἰουστίνος ὁ μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στῆ 2η ἀπολογία του γιὰ τον Ἰησοῦ «...σταυρώθηκε, πρὶν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ "ΚΡΟΝΟΥ"       καὶ την ἑπόμενη ἡμέρα ΠΟΥ ἩΤΑΝ 
Ἡ ἩΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεοῦ) "ἩΛΙΟΥ" καὶ ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε στοὺς μαθητές Του...»

Οἱ Αἰγύπτιοι στὶς 25 Δεκεμβρίου ἑόρταζαν την γέννηση του θεοῦ - ἥλιου Ὄσιρη. Μετά την δολοφονία του ἕνα δένδρο ξεφύτρωσε στὸ ὁποῖο ὁ Ἴσις,σε κάθε ἐπέτειο της γέννησης του στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἄφηνε δῶρα γύρω ἀπὸ το δένδρο. Οἱ Βαβυλῶνιοι, καὶ οἱ Φοίνικες ὀνόμαζαν το θεό-ἥλιο Βαάλ , οἱ Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Ἀήττητου-ἥλιου καὶ θεοῦ Μίθρα Βασιλιά, ἐνῶ οἱ Βραχμᾶνοι στὴν γέννηση του ψάλλουν: «Ἐγέρσου ὦ βασιλιά του κόσμου, ἔλα σε μας ἀπὸ τις σκηνές σου».

Ἐκτὸς ὅμως της ἡμέρας της γέννησης καὶ πολλές ἀπὸ τις παραδόσεις ποὺ συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ἀνταλλαγῆ δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) ἔχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκεῖες. Πιὸ συγκεκριμένα τα κάλαντα!
Πίσω ἀπὸ τα κάλαντα κρύβεται ἕνα ἀρχαῖο Ἑλληνικό ἔθιμο με το ὄνομα Εἰρεσιώνη, ποῦ ἀναφέρεται ἤδη ἀπὸ τον Ὅμηρο, ὁ ὁποῖος εὑρισκόμενος στὴν Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα ὁποία μαζί με μία ὁμάδα παιδιῶν τα τραγουδοῦσαν στὰ σπίτια των πλουσίων εὐχόμενοι πλοῦτο, χαρά καὶ εἰρήνη. Συμβόλιζε την εὐφορία καὶ γονιμότητα της γῆς καὶ ἑορτάζονταν δύο φορές το χρόνο, μία την ἄνοιξη με σκοπό την παράκληση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τους θεούς κυρίως του Ἀπόλλωνος-ἥλιου καὶ τῶν Ὡρῶν γιὰ προστασία της σποράς καὶ μία το φθινόπωρο, γιὰ νὰ τους εὐχαριστήσουν γιὰ την συγκομιδή τῶν καρπῶν. Ταυτόχρονα με τις εὐχαριστίες πρὸς τους θεούς, ἔδιναν εὐχές καὶ στοὺς συνανθρώπους.

Τα παιδιά γύριζαν ἀπὸ σπίτι σε σπίτι, κρατῶντας ἐλιᾶς ἡ δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο ὑγείας καὶ ὀμορφιᾶς) καὶ καρπούς κάθε λογῆς, τραγουδῶντας γιὰ καλύτερη τύχη καὶ γονιμότητα της γῆς. Πολλά ἀπὸ τα παιδιά ἔφεραν τον κλάδο σπίτι τους καὶ τον κρεμοῦσαν στὴν πόρτα ὁποῦ ἔμενε ὅλο το ἔτος.(κάτι πού συνηθίζουμε νὰ κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).

Ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον ἄρθρο του Ἀποστόλου Ἀρβανιτόπουλου, σχετικό με τα ἔθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου καὶ τῶν καλάνδων, μας σώζει ὁ Φίλιππος Βρετάκος στὸ βιβλίο του "Οἱ δώδεκα μῆνες του ἔτους καὶ αἵ κυριώτεραι ἀορταί τῶν". Σε αὐτὸ το βιβλίο του ὁ Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:
"Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αἰωνιότητα της ζωῆς, διότι δὲν γηράσκει καὶ δὲν χάνει, ἑπομένως, την νεότητά του. Το δένδρον ὅμως τῶν Χριστουγέννων δὲν το εὑρίσκω, ἐγὼ τουλάχιστον, ὡς ξενικήν συνήθειαν, ὡς νομίζεται γενικῶς, ἀλλ' ἐν μέρει ὡς ἀρχαίαν ἑλληνικήν. Εἶναι, δηλαδή, ὑπολείμματα της περιφήμου "εἰρεσιώνης", καὶ της "ἱκετηρίας" τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, καὶ μάλιστα τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων. Ἦσαν δὲ ἡ μὲν Ἱκετηρία κλάδος ἐλαίας, ἀπὸ του ὁποίου ἐκρέμων ποκάρια μαλλιοῦ, καὶ ἔφερον αὐτὸν ὅσοι ἤθελον νὰ ἱκετεύσουν τὸν Θεόν ὁμαδικῶς, διὰ την ἀπαλλαγήν του τόπου ἀπὸ δεινοῦ τινός κακοῦ, π.χ. ἀπὸ νοσήματος, πανώλους, χολέρας ἡ ὁμοίου. Ὡς ἐπὶ το πολύ, ὅμως, ἐβάσταζε την Ἱκετηρίαν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ τεθῆ ὑπὸ την προστασίαν θεοῦ καὶ της ἀνωτέρας ἀρχῆς, γιὰ νὰ προβῆ εἷς ἀποκαλύψεις ἐναντίον ἰσχυρῶν ἀνθρώπων ἡ ἀρχόντων." ("Κληρονομία του ἀρχαίου κόσμου", ἐφημερίς "Ἔθνος", 31 Δεκεμ.1937)

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορά στὴ Γερμανία στὸ τέλος του 16ου, ἀλλὰ ἑως τις ἀρχὲς του 19ου αἰῶνα δὲν ἦταν διαδεδομένο εὐρέως - τοποθετοῦνταν μόνο στὶς ἐκκλησίες. Το δέντρο ὥς Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την εὐτυχία ποὺ κρύβει γιὰ τον ἄνθρωπο ἡ γέννηση του Χριστοῦ. Σταδιακά το δένδρο ἄρχισε νὰ γεμίζει με διάφορα χρήσιμα εἴδη- κυρίως φαγώσιμα κι ἀργότερα ροῦχα κι ἀλλὰ εἴδη καθημερινῆς χρήσης, (κάτι ποὺ γινόταν στοὺς ἀρχαίους Ἑλληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων. Στὴν σύγχρονη Ἑλλάδα το ἔθιμο το εἰσήγαγαν οἱ Βαυαροί με τον στολισμό στὰ ἀνάκτορα του Ὄθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπῆκε σε ὅλα τα ἑλληνικά σπίτια.

Φυσικά μεγάλη ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ το μυθολογικό γεγονός του "Ἅγιο Βασίλη" με το ἕλκηθρο του ποῦ το κινοῦν οἱ ἱπτάμενοι τάρανδοι. Οὔτε αὐτὸ ὅπως καταλαβαίνετε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν παρθεῖ ἀπὸ την Ἀρχαία Ἑλλάδα. Ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πρίν , τον μῆνα Δεκέμβριο, οἱ Ἕλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο ἀλλὰ καὶ τον Φωτοφόρο Ἀπόλλωνα- Ἡλίου παριστάνοντας τον πάνω στὸ ἱπτάμενο ἅρμα του, νὰ μοιράζει το φῶς. Το ἅρμα ἔγινε ἕλκηθρο, τα ἄλογα ἔγιναν τάρανδοι καὶ το "δῶρο" του φωτός ποὺ μοίραζε στοὺς ἀνθρώπους ...ἔγινε κυριολεκτικά "μοίρασμα δώρων".

Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας Ἀποτελεῖ ἐξελίξη του Ἀρχαῖο Ἑλληνικοῦ ἐθίμου του ἐορταστικοῦ ἄρτου, τον ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόσφεραν στοὺς θεούς σε μεγάλες ἀγροτικές γιορτές, ὅπως τα Θαλύσια καὶ τα Θεσμοφόρια.





Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΗ


Ὁ θάνατος τοῦ 'Ἡρακλέους ἀπὸ δηλητήριο ὑπῆρξε θέμα γιά πολλούς: γιά τόν Σοφοκλῆ στίς Τραχινίες του, γιά τόν Διόδωρο τόν Σικελιώτη, τόν Ἀπολλόδωρο, τόν ὈβίδιἈ στίς Μεταμορφώσεις του καί ἄλλους ἀκόμη.
Γιά μιά ἰατρική θεώρηση τοῦ θανάτου του θεωρῶ ἐπαρκῆ πηγή τίς Τραχινίες τοῦ Σοφοκλέους, οἱ ἅποιες, παρά τό πλάσιμο τοῦ μύθου κατά τίς ποιητικές ἀνάγκες, δέν ἀφίστανται οὐσιαστικά στήν κλινική περιγραφή τῆς δηλητηριάσεως τοῦ ἥρωος ἀπὸ ὅσα ἀναφέρουν ἄλλες πηγές. Ἀλλὰ ἄς τοποθετηθοῦμε στά γεγονότα Ὁ Ἡρακλῆς, ὕστερα ἀπὸ τήν ἅλωση τῆς πόλεως τοῦ Εὐρύτου στήν Εὔβοια, ἱδρύει ἱερὸ στόν Δία στό εὐβοϊκό ἀκρωτήριον Κηναίο καί, γιά νά τό ἐγκαινιάση πανηγυρικά, στέλνει στήν Τραχίνα, στήν γυναῖκα του Δηιάνειρα, κήρυκα, ζητῶντας της λαμπρά ἐσθῆτα γιά τήν θυσία.
Μαζί του στέλνει καί γυναῖκες αἰχμάλωτες ἀπό τήν Οἱχαλία - ἀνάμεσά τους (τήν) ὄμορφη Ἰόλη. Βλέποντάς την (ή) Δηιάνειρα αἰσθάνεται τήν ζήλεια νά τήν κυριεύει - φοβᾶται ὅτι θά χάση τόν ἄνδρα της. Καί στήν ἀγωνία τῆς ἐρωτευμένη συζύγου θυμᾶται τό φίλτρο πού τῆς χάρισε πεθαίνοντας ἀπὸ τό βέλος τοῦ Ἡρακλέους ὁ κένταυρος Νέσσος, τότε πού εἶχε ἀποπειραθεῖ νά τήν βιάση. Τῆς εἶχε πεῖ πώς μέ αὐτὸ θά μποροῦσε, ἂν τύχαινε, νά συντηρήση τόν ἔρωτα του συντρόφου της. Ἀλείφει, λοιπόν, ἕναν χιτῶνα ὁλοκαίνουργο μέ τό φίλτρο καί τόν στέλνει στόν ἄνδρα της. Καί το δρᾶμα ἀρχίζει. Φεύγει ὁ κήρυκας μέ τό δῶρο. Ξαφνικά βλέπουμε νά μπαίνει στήν σκηνή ἡ Δηιάνειρα. εἶναι ἀναστατωμένη καί φωνάζει στόν χορό: "Γυναῖκες μου, δέν θά μέ πιστέψετε τό προβατόμαλλο, πού μεταχειρίστηκα γιά νά ἀλείψω μέ τό φίλτρο τοῦ Νέσσου τόν χιτῶνα της θυσίας χάθηκε. Τό μαλλί φαγώθηκε κι ἔμεινε μόνο ἡ στάχτη του στήν πέτρα ἐπάνω, πού τό εἶχα ἀκουμπήσει. Φοβᾶμαι μήπως γρήγορα φανεῖ πώς ἔκαμα ἄθελα μου μεγάλο κακό!». Τό φίλτρο τοῦ Νέσσου, πού προοριζόταν νά συντηρήση τόν ἔρωτα τοῦ Ἡρακλέους, κατέστρεφε πραγματικά στήν ἐπαφῆ κάθε ὀργανική οὐσία. "Ἄς περάσουμε τώρα στήν εὐβοϊκή ἀκτῆ, ὁποῦ ὁ Ἡρακλῆς προσφέρει τήν εὐχαριστήριο θυσία. 'Ἄρχισε τήν τελετή μέ εὐθυμία καί χαιρόταν τόν ὡραῖο Το χιτῶνα πού φοροῦσε τόν χιτῶνα πού τοῦ ἔφερε ὁ Λίχας ἀπὸ τήν Δηιάνειρα. 'Ὅμως, καθώς ἡ ὥρα περνᾶ καί φλόγες ἀναδύονται ἀπὸ τά ἱερὰ σφάγια, αἰσθάνεται τόν χιτῶνα νά κολλᾶ στά πλευρά, τίς ἀρθρώσεις καί τά μέλη του καί πόνοι ἀβάσταχτοι τόν κάνουν νά τινάζεται ἀπὸ σπασμούς Ἀπό τά βογγητά του ἀντηχοῦν τά λοκρικά βουνά καί τά εὐβοϊκά ἀκρωτήρια. Μέ τίποτα δέν μπορεῖ νά ἀποσπάση ἀπὸ ἐπάνω του τόν φονικό χιτῶνα, πού κατατρώγει τίς σάρκες του. Οἱ βρόγχοι του ξεραίνονται καί οἱ πνεύμονές του πονοῦν φρικτά. Σέ κωματώδη κατάσταση μεταφέρεται στήν Τραχίνα.

Τρία σημεῖα ἀπὸ τήν περιγραφή αὐτὴ ἀρκοῦν γιά νά χαρακτηρισθεῖ τοξικολογικο τό δηλητήριο. Πρῶτον: Ἤ παρεμβολή λανθάνοντος χρόνου ἀπό τήν διόλου ἀντιληπτή ἐπαφή του μέ τό σῶμα ὡς τήν ἐμφάνισις τῶν συμπτωμάτων: καί Δεύτερον: Ἤ ἔναρξη των συμπτωμάτων μέ τήν προσκόλληση τοῦ χιτῶνος στό δέρμα. 'Ὅποιος ἔχει δεῖ ἐγκαυματίες, εἰδικά μέ χημικά ἐγκαύματα, στόν χῶρο τῶν πρώτων βοηθειῶν, μόνον αὐτὸς μπορεῖ νά συλλάβη τό μέγεθος της δερματικῆς καταστροφεῖς. Οἱ φυσαλίδες πού δημιουργήθηκαν σπάζουν, τά ροῦχα κολλοῦν στό σῶμα καί σέ κάθε ἀπόπειρα ἀποσπάσεώς τους τμήματα δέρματος καί βαθυτέρων ἱστῶν ξεκολλοῦν μαζί τους: πλεύραισι γάρ προσμαχθέν ἐκ μέν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας ... ΤΡ~Ὄν: Ἡ προσβολή τῶν βρόγχων,\ ὅταν, ὑπὸ τήν ἐπίδραση της θερμότη- ) τος ἀπὸ τίς φλόγες της θυσίας, τό ἐξατμιζόμενο δηλητήριο εἰσπνέεται: ... πνεύμονός τ' ἀρτηρίας ρουφάει ξυνοικὸ Ον ... Πρόκειται σαφῶς γιά καυστική χημική οὐσία, ἡ ὁποία δρᾶ ὕστερα ἀπὸ σημαντικό χρόνο ἐπωάσεως, προκαλεῖ ἐγκαύματα μερικοῦ πάχους, ἐπιφανειακά καί βαθιά, καί ἐγκαύματα ὁλικοῦ πάχους ἡ, σύμφωνα μέ τήν παλαιότερη ταξινόμησης, δευτέρου καί τρίτου βαθμοῦ, ὅταν δέ εἰσπνευσθῇ, ἐνεργεῖ ὥς ἀσφυκτικό. Μία ἀκόμη χαρακτηριστική της ἰδιότητα εἶναι ὅτι δέν χάνει τήν δράση της, διατηρουμένη ἐπὶ μακρόν, ἄρκει νά προστατεύεται ἀπὸ τήν ζέστη, ἀπὸ τό Φῶς καί, προοφανῶς, ἀπὸ τόν ἀέρα: τό φάρμακον το στ' ἀπυρον ἄκτινος τ' ἀεί θερμῆς ἄθικτον ἕν μυχοῖς σώζειν ... κατά τήν συμβουλή τοῦ Νέσσου. Γιά νά προχωρήσουμε στούς παραλληλισμούς μας, θά κάνουμε ἅλμα μερικῶν χιλιετιῶν, γιά νά φθάσουμε στόν ἐμφύλιο πόλεμο της λεύκης φιλῆς τοῦ 2000 αἱ., γνωστόν ὥς Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στήν σύρραξη αὐτὴ ἔγινε χρήση χημικῶν ἀνούσιων μεταξύ τῶν ἀντιπάλων καί ἀπὸ τίς δύο πλευρές: ἀερίων τοῦ λευκοῦ καί τοῦ κυανοῦ σταυροῦ ἐρεθιστικῶν τῶν ματιῶν καί της ἀναπνοῆς, ἀερίων τοῦ πρασίνου σταυροῦ ἀσφυκτικῶν καί καυστικῶν χημικῶν οὐσιῶν τοῦ κιτρίνου σταυροῦ, πού προκαλοῦσαν ἐγκαύματα καί δροῦσαν συγχρόνως ὡς ἀσφυκτικά. Μία ἀπὸ τίς οὐσίες αὐτὲς ἦταν τό θειοῦχο διχλωραιθύλιο, πού πρόλαβαν καί χρησιμοποίησαν πρῶτοι οἱ Γερμανοί στίς 12 Ἰουλίου 1917. Οἱ Ἀγγλογάλλοι, ὅπως ἀνακάλυψαν μετά τόν πόλεμο, δέν μποροῦσαν ἀκόμη τότε νά τό παράγουν καθαρό σέ βιομηχανική κλίμακα. "Ὅταν τό κατόρθωσαν, ὁ πόλεμος εἶχε τελειώσει. Τό θειούχο διχλωραιθύλιο ἔχει μία σειρά ἀπὸ χαρακτηριστικές ἰδιότητες: πρώτων, εἶναι τόσο ἐμμονή οὐσία, ὥστε μία περιοχή ραντισμένη μέ τήν χημική αὐτὴ ἐνῶσι νά παραμένη ἐπικίνδυνη ἀκόμη καί ὑστέρα ἀπὸ τέσσερις βδομάδες, παρά τήν ἐπίδρασι τοῦ νεροῦ, τοῦ φωτός καί τοῦ ἀέρος. ·Ὅταν δέ κρατεῖται σέ κλειστό χῶρο -"ἐν μυχὸ Τς" καί "κοίλψ ζυγάστρψ", γιά νά μήν ξεχνοῦμε τήν Δηιάνειρα- διατηρεῖται σχεδόν ἀπεριόριστα. Δεύτερον, διαπέρνα τήν ἐνδυμασία, χωρίς νά γίνει αἰσθητή (ή) παρουσία του, καί ἔρχεται σέ ἐπαφῆ μέ τό σῶμα, δίχως νά γίνει ἀντιληπτή ἡ ὕπαρξη του, πρέπει δέ νά περάσουν 6 ὧρες τό λιγώτερο -τίς πιό πολλές φορές- γιά νά ἐκδηλωθῇ ἡ σφοδρά δηλητηριώδης δράση του. Τρίτον, προκαλεῖ ἐκτεταμένες ἔγκαυματικές φυσαλίδες, πού μέ τήν ρήξη τους ὑφίστανται βαρειές ἐπιμολύνσεις. Τέταρτον, ὅταν ἐξατμισθεῖ, προσβάλλει εἰσπνεόμενο τίς βρογχικές ὀδούς, προκαλῶντας καί σ' αὐτὲς ἐγκαύματα. Ὑπάρχει, συνεπῶς, ἐκτεταμένη ἀντιστοιχία ἰδιοτήτων μεταξύ τοῦ δηλητηρίου τοῦ Νέσσου καί τοῦ θειούχου διχλωραιθυλίου. Καί τά δύο εἶναι ἐμμονὲς οὐσίες, τῶν ὁποίων ἡ δράση, ὑπὸ συνθῆκες κατάλληλες, διατηρεῖται σχεδόν ἀπεριόριστα. Καί τά δύο ἐμφανίζουν λανθάνοντα χρόνο, χρόνο ἐπωάσεως, ὥσπου νά ἐκδηλώσουν τήν δράση τους. Καί τά δύο προκαλοῦν βαρύτατες παρεγχυματικές βλάβες τοῦ δέρματος. Καί τά δύο, ὅταν ἐξατμιστοῦν, προσβάλλουν τούς βρόγχους -" ... πλεύμονός τ' ἀρτηρίας". 'Ἴσως ἀπὸ μίαν" ἀντικειμενική" θεώρησις των πραγμάτων, στήν ὁποία εἶναι εὐεπίφορη ή νεώτερη ἰδίως γενεά, μοῦ προσαχθεῖ ὁ ψόγος της προγονοπληξίας: ὅτι ὑποστηρίζω πώς οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, κοντά σέ τόσα ἀλλά, γνώριζαν καί τίς καυστικές πολεμικές χημικές οὐσίες καί ὅτι ὁ Νέσσος, πιθανῶς πολεμικός ἀντίπαλος τοῦ Ἡρακλέους, ἔκανε ἐναντίον του χημικό πόλεμο! Πράγματι, ἕνα δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποκλείση τό δεύτερο -πολλές φορές ὁ μῦθος εἶναι μία ποιητική ἐκδοχή διαφόρων γεγονότων μέ σκοπό τήν στήριξη κάποιων μεταγενεστέρων πρακτικότερων ἀξιώσεων- στό πρῶτο μπορεῖ νά ἀπάντηση καταφατικά, θυμίζοντας δύο περιστατικά ἀπὸ τόν Πελοποννησιακό πόλεμο: τήν πολιορκία των Πλαταιέων καί τήν πολιορκία τοῦ Δηλίου ἀπὸ τούς Λακεδαιμονίους. Ἐκεῖ, οἱ πολιορκητές φαίνονται καλοί γνῶστες τῶν ἄρχων τοῦ χημικοῦ πολέμου, χρησιμοποιῶντας κατά τῶν πολιορκημένων ἀσφυκτικά ἀέρια. -Ἄς ἀφήσουμε ὅμως τό ἀσταθὲς ἔδαφος τῶν ἀποθέσεων, γιά νά ἀντιμετωπίσουμε μία περισσότερο πραγματιστικό~ ἔνσταση. 'Ἡ Δηιάνειρα δηλητηρίασε τόν ἄνδρα της ἀπὸ ὕπερβoλικη ~ ἀγάπη, χρησιμοποιῶντας τό αἷμα τοῦ Νέσσου Ἀλλὰ τό αἷμα εἶναι κόκκινο,ἐνῶ τό καθαρό θειούχο διχλωραιιθύλιο εἷναι ὑγρὸ ἄχρουν. 'Ἡ ἔνστασης αὐτὴ~ εἶναι ἐπιεικῶς βιαστική~. Μία συλλογή~ αἵματος ὕστερα ἀπὸ 8-10 λεπτά πήζει ι καὶ ὅ,τι ἀπομένει ρευστό, τό ὀρὸς τοῦ αἵματος, εἶναι ἐπίσης ὑγρὸν αποχρουσών Ἀλλὰ καὶ στὴ πιθανή~ περίπτωση πού ὁ ὀρὸς τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου περιεῖχε προσμίξεις τοξικῆς οὐσίας ἀπὸ τό βέλος τοῦ 'Ἡρακλέους καί προσμίξεις σπέρματος, ἀφοῦ συγκεντρώθηκεν προσφέρθηκε ὕστερα ἀπὸ μία ἀπόπειρα βιασμοῦ, καί πάλι θά εἶχε, τό πολύ, χρῶμα ὑπόξανθο, ὅπως ἀκριβῶς καί τό ὅχι καθαρό θειούχο διχλωραιθύλιο, πού παρασκευαζόταν κατά την ἀγγλικὴ~ καί ἀμερικανική~ μέθοδο. Δέν γνωρίζω σέ ποιάν ἔκταση μπορεῖ νά γίνει ἀποδεικτῇ ~ ἡ ὑπόθεση ποὺ διατυπώθηκε Χωρίς ἀμφιβολία οἱ τοξικολογικοί παραλληλισμοί εἶναι ἀπόλυτά πραγματικοί. 'Ὅμως ὁ κίνδυνος τῶν ψευδῶν ἀναλογιῶν ἀνάμεσα σέ ἄσχετα πράγματα- εἶναι κι ἐδῶ παρόντες, καί ὄχι μόνον στὴν γλωσσολογική~ ἔρευνα. Εὔχομαι νά τους ἀπέφυγα. Καί θά μοῦ ἦταν ἀρκετὸ ἄν, μέ ὅσα ὑποστήριξα, ἔδωσα ἀφορμὲς γιά σκέψεις
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Τι λέει η μυθολογία για τον Ερμή που έφερνε τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο





Ἔρμης ἡ με το ἐπικὸ ὄνομα Ἑρμείας, εἶναι ἕνας ἀπ' τους παλαιότερους θεούς με γνήσια Ἑλληνική «λαϊκή» καταγωγή.
Κατά τὴ μυθολογία γεννήθηκε σε μία σπηλιά στὴν Κυλλήνη (στὸ σημερινό ὄρος Ζήρια) της Κορινθίας, ἀπὸ τον Δία καὶ την πανέμορφη Νύμφη Μαῖα, την κόρη του Ἄτλαντα.
Στὸν Ὅμηρο μνημονεύεται με το ἀρχαιότερο ὄνομα του Ἑρμῆς ὁ Κυλλήνιος, ἀλλὰ καὶ με τους ἐπιθετικούς προσδιορισμούς «εὔσκοπος ἀργεϊφόντης», «διάκτορος», δηλαδή ψυχοπομπός. Στὸν Ὅμηρο χρησιμοποιοῦνται συχνότερα τα ἐπίθετα «χρυσόραβδος» Ἑρμῆς, «ἀγγελιοφόρος» Ἑρμῆς, ἐνῶ στὸν Ἡσίοδο «ξακουστός κήρυκας τῶν θεῶν» καὶ «προστάτης τῶν βοσκῶν καὶ τῶν αἰγοπροβάτων».
μυθολογία ἀναφέρει ὅτι ἀμέσως μετά τὴ γέννησή του ἐπινόησε καὶ κατασκεύασε την πρώτη λύρα καὶ ἔδειξε, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἀκόμη ἡλικία, την ἐπιδεξιότητά του νὰ μπορεῖ νὰ κλέβει ἀκόμη καὶ τα βόδια του Ἀπόλλωνα. Ὁ Ἑρμῆς, ὅπως καὶ ὁ Προμηθέας, ἐπειδὴ ἀνακάλυψε τὴ φωτιά καὶ τα πυρεῖα, καὶ συγχρόνως τὴ θυσία, προφανῶς μία θυσία γιὰ το δωδεκάθεο, θεωρεῖται κατά βάση «ἕνας ἀνταγωνιστής του δόλιου πυρφόρου Προμηθέα».
Ἑρμῆς, μολονότι στὴν ἐπικὴ ποίηση φαίνεται νὰ ἔχει βοηθητική θέση ἔναντι τῶν ἄλλων ὀλύμπιων θεῶν, πολύ γρήγορα ἐξελίχθηκε σε τόσο πολυσχιδή θεότητα ὥστε κάλυπτε σχεδόν κάθε ἐκδήλωση της ζωῆς.
Εἶναι ὁ πλέον πολυάσχολος θεός, καθώς ἔχει πολλά καθήκοντα στὸν Ἐπάνω Κόσμο: πρὶν ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἀγγελιαφόρος του Δία, εἶναι ἐπίσης θεός των διασταυρώσεων τῶν δρόμων καὶ τῶν ὁρίων (συνόρων) (Ἑρμῆς Τρικέφαλος ἡ Τετρακέφαλος), προστάτης των θυρῶν τῶν σπιτιῶν καὶ τῶν πυλών τῶν ναῶν (Πύλαιος καὶ Προπύλαιος Ἑρμῆς), θεός των γραμμάτων καὶ της ρητορικῆς (λόγιος Ἑρμῆς), προστάτης τῶν ἀθλητῶν καὶ τῶν ἀγώνων (ἀγώνιος Ἑρμῆς), προστάτης τῶν ἐμπόρων (ἀγοραῖος καὶ κερδῶος Ἑρμῆς) -μάλιστα προστάτευε ὄχι μόνο το θεωρούμενο σήμερα ὡς νόμιμο, ἀλλὰ καὶ το τυχαῖο εὕρημα, το λεγόμενο ἕρμαιον, ποῦ σημαίνει «δῶρο τοῦ Ἑρμῆ», δηλαδή το θεόσταλτο δῶρο (ἐξ οὐ καὶ Ἑρμῆς Τύχων) ἡ το ἀπροσδόκητο πολύτιμο εὕρημα ἡ ἀκόμη καὶ το προϊόν κλοπῆς ἡ ἁρπαγῆς (ἐξ οὐ καὶ ἄναξ φηλητῶν ἡ δόλιος ἡ ληιστήρ Ἑρμῆς).
Κατά τὴ Γιγαντομαχία, φορῶντας την Ἄϊδος κοινὴν (ἀόρατη περικεφαλαία), σκότωσε τον γίγαντα Ἱππόλυτο, ἔσωσε τον Δία ἐπανασυνδέοντας τα νεῦρα τῶν ποδιῶν του, τὰ ὁποία εἶχε κόψει ὁ Τυφωέας καὶ ἀπελευθέρωσε τον θεό Ἄρη, τον ὁποῖον εἶχαν φυλακίσει οἱ Ἀλωάδες γιὰ ἕνα καὶ πλέον ἔτος.
Σε ὅλη την ἀρχαιότητα ὁ Ἑρμῆς θεωροῦνταν ὁ πιὸ ἔξυπνος καὶ ὁ πιὸ φιλάνθρωπος θεός (Ἑρμῆς ἀλεξίκακος καὶ ἀγαθῶν δωτήρ) καὶ γι' αὐτὸ ὁ πιὸ ἀγαπητός καὶ διασκεδαστικός θεός τοῦ ἐλληνικοῦ πανθέου, «ἔκφραση ὅλων τῶν προτερημάτων καὶ ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα». Σε ὅλη την ἱστορία του ὅμως, την πρώτη θέση εἶχαν τα χθόνια γνωρίσματά του καὶ ἰδίως ἡ γνωστή πανελλήνια ἰδιότητα τοῦ ψυχοπομποῦ ἡ ψυχαγωγοῦ.
Ὡς ψυχοπομπός στὸν Κάτω Κόσμο ἐξυπηρετεῖ τον Πλούτωνα καὶ την Περσεφόνη. Συγκεκριμένα μεταφέρει τις ψυχές τῶν νεκρῶν καὶ συγχρόνως παρευρίσκεται στὸ δικαστήριο του Ἄδη, δηλαδή ἐκτελεῖ καθήκοντα με τα ὁποία ἀπέκτησε ἐξαιρετική θέση ἀνάμεσα στοὺς θεούς του Κάτω Κόσμου.
Πολλές εἶναι οἱ ἀρχαῖες πηγές ποὺ παρουσιάζουν τον Ἑρμῆ συνδεμένο με καθαρά χθόνιες θεότητες, ὅπως εἶναι ἡ Δήμητρα, ὁ Πλούτων, ὁ Τροφώνιος κ.ά. «Χθόνιο», λ.χ., ἀποκαλοῦν τον Ἑρμῆ ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Αἰσχύλος καὶ ὁ Εὐριπίδης. Δὲν εἶναι ὅμως ἀπίθανο ἡ ἰδιότητα του χθόνιου θεοῦ νὰ προῆλθε ἀπὸ την ἄλλη ἰδιότητά του, του κήρυκα των θεῶν καὶ του ψυχοπομποῦ.
Ἔτσι, σὰν κήρυκας μποροῦσε νὰ διαβιβάσει εἰδήσεις ἡ εὐχές ἀπὸ τὸν Ἐπάνω Κόσμο στὸν Κάτω ἡ νὰ μεταφέρει τις ψυχές στοὺς χθόνιους, καὶ ὥς ἐκ τούτου νὰ θεωρήθηκε καὶ ο ἴδιος χθόνιος. Στοὺς Ὀρφικούς Ὕμνους, ὁ Ἑρμῆς ὁ χθόνιος ὁδηγεῖ τις «ἀθάνατες ψυχές» στὸν Ἄδη καὶ τις ξαναφέρνει πίσω στὸν Ἐπάνω Κόσμο (γιὰ καινούριες ἐνσωματώσεις).
Ὡς ψυχαγωγός ἀναφέρεται ἐπίσης καὶ στὶς «Χοηφόρους» του Αἰσχύλου (στ. 622), μολονότι ὁ Ὀρέστης ἀναμένει ἀπὸ αὐτὸν ὄχι ἁπλὰ νὰ διαβιβάσει την εὐχὴ του στοὺς ἄλλους χθόνιους καὶ στὸ νεκρό πατέρα του, ἀλλὰ καὶ νὰ τον συμπαρασταθεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκδικηθεῖ τους δολοφόνους του πατέρα του (στ. 727-29). Τὴ χθόνια θεότητά του μαρτυρεῖ καὶ ὁ Παυσανίας, ὁ ὁποῖος αναφέρει ότι είδε στον Άρειο Πάγο άγαλμα του Ερμή δίπλα σε αγάλματα των άλλων μεγάλων «ὑπογαίων θεῶν».
Γιὰ την ἐξαιρετική θέση του Ἑρμῆ ἀνάμεσα στοὺς θεούς του Κάτω Κόσμου μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος, καθώς στὴ γιορτή Ἐλευθέρια της Πλάταιας συνήθιζαν πρῶτα νὰ προσεύχονται στὸν χθόνιο Ἑρμῆ καὶ στὸν χθόνιο Δία κατά τὴ θυσία του ταύρου καὶ κατόπιν νὰ καλοῦν στὴν «αἱμακουρία» τις ψυχές ἐκείνων ποῦ εἶχαν σκοτωθεῖ στὴ μάχη κατά τῶν Περσῶν, το 479 π.Χ..
Τον Ἑρμῇ ὅμως, ὡς φοβερό χθόνιο θεό, τον ἐπικαλοῦνταν οἱ Ἕλληνες κατά τον 5ο π.Χ. αἱ. καὶ στοὺς λεγόμενους «καταδέσμους» (defixiones), δηλαδή στὶς ἐπικλήσεις πρὸς τους νεκρούς ἡ τους χθόνιους θεούς, γιὰ νὰ βλάψουν ὅσους μισοῦσαν. Στὴν ἀρχαϊκή ἐποχῆ κάθε ταφικό μνημεῖο ἦταν ἀφιερωμένο ὡς «ἄγαλμα» του ψυχοπομποῦ θεοῦ του Κάτω Κόσμου.
Πίνδαρος, ἕνα λίθινο γλυπτικό ἔργο στημένο πάνω σε τάφο το ἀποκαλεῖ «ἄγαλμα Αϊδα». Πάντως, ἀξιοσημείωτο εἶναι το γεγονός ὅτι στὸν Ὅμηρο δὲ γίνεται μνεία του πορθμέα Ἑρμῇ, ἀφοῦ οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν καὶ στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Ὀδύσσεια μπαίνουν στὸν Ἄδη «χωρίς τὴ βοήθεια κάποιου πλωτοῦ μέσου, ἀρκεῖ βέβαια νὰ ἔχουν καεῖ».
Ὅπως ἀναφέραμε στὴν προηγούμενη ἑνότητα, το ρόλο του πορθμέα (του περαματάρη) στὴ μεταγενέστερη (μεθομηρική) ἐποχῆ θὰ τὸν χρεωθεῖ ὁ Χάρων (Χάροντας), ὁ ὁποῖος μετέφερε με το πλεούμενό του τους νεκρούς στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῶν ποταμῶν του Κάτω Κόσμου (κυρίως της φοβερῆς Στύγας) καὶ της Ἀχερουσίας λίμνης.
ἱστορία τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ διδακτική γιὰ την ἐξελίξη καὶ τὴ διαρκῆ ἀνανέωση του περιεχομένου ὅλων τῶν χθόνιων θεῶν. Μάλιστα ἡ περίπτωση τοῦ Ἑρμῆ δικαιώνει τὴ νεότερη ἐπιστημονική ἔρευνα, σύμφωνα με την ὁποία -ὅπως προαναφέρθηκε- κάθε μελέτη ἡ παρουσίαση της ἑλληνικῆς θρησκείας θὰ πρέπει νὰ ξεκινάει ἀπὸ την πρό- ὁμηρική θρησκεία τῶν Ἑλλήνων.
Σ αὐτὴν λοιπόν την πλούσια «λαϊκή» θρησκευτική παράδοση καὶ στὸ τελετουργικό της μπορεῖ κανείς νὰ ἀνιχνεύσει τις ἄφθονες χθόνιες καταβολές κάθε Ὀλύμπου θεοῦ καὶ νὰ καταγράψει την ἐξελίξη καὶ τὴ σταδιακή ἀνανέωσή του, ἡ ὁποία σε μερικές περιπτώσεις εἶναι τόσο σημαντική, ὥστε ἀπὸ την ἀρχική θεότητα δὲν ἐπιζεῖ παρά μόνο το ὄνομα, ὅπως λ.χ. η περίπτωση του χθόνιου θεοῦ Ἑρμῆ, στὴ μετεξέλιξη του ὁποίου ἀξίζει νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορά:
Ἑρμῆς, στὰ πρώιμα χρόνια εἶχε συνδεθεῖ με τους παρόδιους λιθοσωροῦς ποὺ ἦταν εἴτε τάφοι εἴτε «ὀροί» (ὁρόσημα). Καὶ το ἑλληνικό ὄνομα του ἐξάλλου σημαίνει κυριολεκτικά «αὐτὸν ποὺ προβάλλει μέσα ἀπὸ σωρό με πέτρες».
Ὑπῆρχε λοιπόν μία παλιά συνήθεια του ἀρχαίου Ἕλληνα ἀγρότη ποὺ, ὅταν ἔβρισκε στὸ δρόμο ἕνα σωρό ἀπὸ πέτρες, ἔριχνε ἄλλη μία πέτρα ἐπάνω του, γιατί πίστευε ὅτι κάποια θεϊκή δύναμη (θεός-δαίμων) κατοικοῦσε μέσα σ' αὐτὲς. Ὁ Μ. Nilsson θεωρεῖ ὅτι σ' αὐτὴν τὴ συνήθεια ὑποκρύπτονται ἴχνη παλιάς λιθολατρίας, καὶ σημειώνει ὅτι αὐτὲς τις πέτρες τις ὀνόμαζαν «ἔρμα» καὶ την μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὲς -στὴν κορυφή του σωροῦ- την ὀνόμαζαν «Ἑρμῆ».
Καὶ ο W. Burkert ἐπισημαίνει ὅτι οἱ λιθοσωροί, ὅπως καὶ ἡ πρωτόγονη ὁριοθέτηση τῶν περιοχῶν με φαλλό, εἶχαν πάντοτε την ἴδια ἀποτρεπτική δύναμη. Οἱ λιθοσωροί αὐτοὶ, δηλαδή οἱ «Ἔρμές», τους ὁποίους οἱ ἄνθρωποι της ὑπαίθρου χρησιμοποιοῦσαν ὡς «ὁδοδεῖκτες» γιὰ τους ταξιδιῶτες, ἀλλὰ καὶ ὥς ὁρόσημα τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν ἰδιωτικῶν κτημάτων, φαίνεται πῶς ἀποτελοῦσαν τεμένη του χθόνιου Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος μάλιστα τιμωροῦσε ὅποιον τολμοῦσε νὰ καταπατήσει ξένη γῆ.
Μολονότι ἡ «παρουσία» τοῦ θεοῦ τῶν «συνόρων» (Ἑρμῆ) ἐμπόδιζε την παράνομη καταπάτηση, οἱ γείτονες φαίνεται ὅτι μετακινοῦσαν τα σύνορα, γιὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὴ δική τους γῆ, με ἀποτέλεσμα οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν κτημάτων νὰ χρησιμοποιοῦν ὡς ὁρόσημα ἀκόμη μεγαλύτερες πέτρες σε ὀρθία ἐμφανῆ θέση. Στήν κορυφή αὐτῶν τῶν λιθοσωρών (εἴτε «ὀροί» ἦταν εἴτε τάφοι) στηνόταν μία ἀκόμη μεγαλύτερη πέτρα, ἡ «ἐρμαϊκή στήλη». Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει ὅτι οἱ λιθοσωροί αὐτοί χρησιμοποιοῦνταν καὶ ὡς σύνορα τῶν χωρῶν.
Στὶς λίθινες ἡ ἀργότερα ξύλινες αὐτὲς «Ἔρμές», τις ὁποῖες μεταγενέστερα τοποθετοῦσαν σε διασταυρώσεις ὁδῶν, στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων καὶ στὶς εἰσόδους τῶν σπιτιῶν ἡ τῶν ναῶν, τονίζονταν με ἔμφαση οἱ φαλλοί. Ἀπὸ την παρουσία των φαλλῶν, σύμβολο της γονιμικῆς του ἰδιότητας, ὁ Ἡρόδοτος συμπεραίνει ὅτι ὁ Ἑρμῆς ἦταν προϊστορικός θεός, τον ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν παραλάβει ἀπὸ τους Πελασγούς. Τέλος, το 520 π.Χ. ὁ γιὸς του Πεισίστρατου Ἴππαρχος πρότεινε στοὺς Ἀθηναίους τὴ λίθινη μορφή τοῦ Ἑρμῆ ποὺ ἀργότερα ἐπιβλήθηκε γενικῶς.
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ την ἐπισήμανση του Μ. Nilsson ὅτι ἀπὸ την ἀντίληψη τῶν ἀγροτικῶν λαῶν ὅτι μέσα στὶς πέτρες κατοικοῦσε κάποια θεϊκή «δύναμη» (ἕνας δαίμων) ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἐξαγνισμοῦς καὶ χοές, δημιουργήθηκε ἡ ἀντίληψη γιὰ την ὑπόγεια κατοικία τῶν νεκρῶν, δηλαδή γιὰ το σκοτεινό Ἄδη κάπου βαθιά, κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.
Κατά συνέπεια, μέσα ἀπὸ τις «δαιμονικές τελετουργίες» τῶν ἀγροτικῶν λαῶν, γεννήθηκε ἡ πίστη σε ἕνα θεό ποῦ θὰ παραλαμβάνει τις ψυχές τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ τις ὁδηγεῖ στὸν Κάτω Κόσμο ἡ μερικές φορές θὰ τις ἐπαναφέρει στὴν ἐδῶ ζωή. Καὶ αὐτὸς ὁ θεός ἦταν ὁ Ἑρμῆς Ψυχοπομπός ἡ Ψυχαγωγός.
Ὡς ψυχοπομπός, ὁ Ἑρμῆς, ἀναφέρεται καταρχάς στὴ «δεύτερο-νέκυια» της Ὀδύσσειας νὰ παραλαμβάνει τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων καὶ, με το χρυσό καὶ ὄμορφο μαγικό ραβδί του, νὰ τις ὁδηγεῖ ἀπ' εὐθείας στὸν Ἄδη («κατ' εὐρώεντα κέλενθα») μέχρι τον ἀσφοδελόν λειμῶνα, «ἔνθα ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων» καὶ ὄχι ὅπως ἀναφέρουν οἱ μεταγενέστερες δοξασίες καὶ δείχνουν οἱ ἀττικές λήκυθοι νὰ ὁδηγεῖ τις ψυχές στὴ λέμβο («ἀκάτιο») του πορθμέα Χάροντα.
ψυχοπομπός Ἑρμῆς σε ἀγγειογραφίες ἐμφανίζεται νὰ ἐπαναφέρει στὸν Ἐπάνω Κόσμο τὴ βασίλισσα του Ἄδη, την Κόρη Περσεφόνη, νὰ μεταφέρει τὴ νεκρή Ἀλκμήνη ἀπὸ τὴ Θήβα στὰ Νησιά των Μακάρων καὶ νὰ συνοδεύει τον Πρίαμο κατά τὴ μεταφορά του Ἕκτορα γιὰ ἐνταφιασμό. Με την ἴδια ἰδιότητα ὁ Ἑρμῆς μεταφέρει καὶ την Ἑλένη στὴν Αἴγυπτο, ἀφήνοντας στὴ θέση της ἕνα ὁμοίωμά της. Ἐπίσης, ὁ Ἑρμῆς, παριστάνεται στὸ περίφημο ἀνάγλυφο του Ὀρφέα νὰ ὑπενθυμίζει στὴν Εὐρυδίκη, πιάνοντάς της ἐλαφρὰ το χέρι, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει ὁριστικά στὸν Κάτω Κόσμο.
Κατά τὴ μυθολογία, ὁ Ἑρμῆς, φορά φτερωτά χρυσά σανδάλια, με τα ὁποία μπορεῖ σὰν γλάρος νὰ γλιστρᾶ πάνω στὰ κύματα, ὅποτε χρειάζεται, ἐνῶ κρατάει τὴ θαυματουργική του ράβδο, με την ὁποία ὁπότε θέλει ἀποκοιμίζει ἡ ξυπνᾶ ἀπὸ τον ὕπνο τους ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε τιμᾶται καὶ ὥς ὑπνοδότης, ὕπνου προστάτης καὶ ὁνειροπομπός.
Κατά το Διογένη Λαέρτιο (8,31) ο Πυθαγόρας ἀποκαλοῦσε τον Ἑρμῆ «θεϊκό ταμία των ψυχῶν», «πομπαίο» καὶ «πυλαίο καὶ χθόνιο», ἐπειδὴ συνόδευε τις ψυχές τῶν νεκρῶν στὸ ὑποχθόνιο βασίλειο μέσῳ της «Πύλης» του Ἄδη, ὁπού καὶ φρόντιζε ὁ ἴδιος ὁ Ἑρμῆς νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ καθαρές ψυχές στὸν «ὑψηλότερο χῶρο», ἐνῶ οἱ ἀκάθαρτες νὰ βρεθοῦν σε «ἄρρηκτα δεσμά» με τις Ἐρινύες.
Στή Θεσσαλία εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια στὰ ἑλληνιστικά καὶ στὰ ρωμαϊκά χρόνια νὰ χαράζουν ἡ νὰ ζωγραφίζουν κάτω ἀπὸ το ὄνομα του νεκροῦ, στὸ κάτω μέρος της ἐπιτάφιας στήλης, μία μικρή ἐρμαϊκή στήλη με τις λέξεις «Ἐρμάου χθονίου», ποὺ σημαίνουν ὅτι η στήλη με το ὄνομα του νεκροῦ ἀφιερωνόταν στῶ χθόνιο Ἑρμῆ.
Καὶ ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει την τοπική συνήθεια των κατοίκων του Ἀργούς, τριάντα ἡμέρες μετά το θάνατο συγγενικοῦ τους προσώπου νὰ θυσιάζουν γιὰ τον Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος «δέχεται τις ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ὅπως το χῶμα δέχεται τα σώματά τους». Παρόμοιο μνημόσυνο γιὰ τους δικούς τους νεκρούς εἶχαν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι στὴ γιορτή τὠν Χύτρων, την τρίτη καὶ τελευταία ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων, ὁπότε θυσίαζαν γιὰ τον ψυχοπομπό Ἑρμῆ καὶ ὄχι γιὰ τους Ὀλύμπιους θεούς.
δημοτικότητα του Ἑρμῆ αὐξήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στὰ ὕστερα χρόνια της ἀρχαιότητας, τότε πού ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ μετεξέλιξή του, καθώς ἀπέκτησε πολλαπλές ἰδιότητες ἐντελῶς ξένες πρὸς την ἀρχικὴ του χθόνια φύση. Ἔτσι, ἀπὸ χθόνιος θεός του Κάτω Κόσμου καὶ ψυχοπομπός τῶν νεκρῶν ψυχῶν θὰ μετεξελιχθεῖ μέχρι καὶ σε θεό τῶν γυμναστηρίων καὶ τοῦ ἀθλητισμοῦ, προστάτη των ἀθλητικῶν ἀγώνων.
Πολλά γυμνάσια ἀφιερώθηκαν τότε στὸν Ἑρμῆ τον ἀγώνιο ἡ ἐναγώνιο, τὸν ὁποῖο τιμοῦσαν συνήθως μαζί με τον Ἡρακλῆ. Σε ἀρκετὰ γυμνάσια ἔχουν βρεθεῖ πολλά ἀναθήματα με την ἐπιγραφή «Ἐρμήι καὶ Ἡρακλεῖ», ἐνῶ, ὅπως μας πληροφορεῖ ὁ Παυσανίας, στῆ Μεγαλόπολη ὑπῆρχε κοινός ναός γιὰ τους δύο θεούς, κοντά σε στάδιο. Μεγάλες γιορτές πρὸς τιμήν του Ἑρμῆ, ὡς προστάτη τῶν ἀθλητῶν καὶ ἀθλητικῶν συλλόγων (τα λεγόμενα Ἐρμαῖα) τελοῦνταν σε πολλές πόλεις της Ἑλλάδας καὶ της Ρώμης, ἐνῶ ἡ τέταρτη ἡμέρα του μῆνα ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἑρμῆ, ὅπως στὴ Ρώμη ἡ τετάρτη ἡμέρα της βδομάδας.
Οἱ Ρωμαῖοι πρῶτοι μεταμόρφωσαν τον Ἑρμῆ σε θεό ἐμπορίου, τον Mercurius, με το γεμᾶτο βαλάντιο στὸ χέρι. Πάντως, τα γυμναστήρια με τον καιρό ἔχασαν τον ἀρχικὸ χαρακτῆρα της σωματικῆς ἀγωγῆς, καθώς σε εἰδικές αἴθουσές τους, μετά τις σωματικές ἀσκήσεις γινόντουσαν καὶ θεωρητικά μαθήματα. Μάλιστα δίδασκαν διακεκριμένοι λόγιοι της ἐποχῆς (ἰδίως ρήτορες καὶ φιλόσοφοι), με ἀποτέλεσμα ὁ Ἑρμῆς αὐτόματα νὰ γίνει προστάτης καὶ των γραμμάτων καὶ της ρητορικῆς (λόγιος Ἑρμῆς).
Ριζικά ἐπίσης ἄλλαξέ καὶ ἡ εἰκαστική του παράσταση: ἐνῶ οἱ ἀρχαϊκοί ἀγγειογράφοι, ἐκφράζοντας τις μεταθανάτιες ἀντιλήψεις της ἐποχῆς τους, ἀπεικόνιζαν σε λευκές ληκύθους το σκυθρωπό χθόνιο Ἑρμῆ, ὡς σεβάσμιο γενειοφόρο ψυχοπομπό, κατά την κλασική καὶ ἰδιαίτερα την ἑλληνιστική ἐποχῆ παριστανόταν ὡς ὡραῖος ἔφηβος με καλογυμνασμένο (πραξιτέλειο) σῶμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ το γυμνό ἄγαλμα του ποὺ βρέθηκε στὴν Ἄνδρο (μόνο ἕνα φίδι ποὺ ἑλίσσεται σε παρακείμενο κορμό δέντρου, μαρτυρεῖ το χθόνιο χαρακτῆρα του).
Ἄλλωστε, μ' αὐτὴν τὴ μορφή ὁ Ἑρμῆς γίνεται ἀργότερα, μαζί με τον Ἔρωτα καὶ τον Ἡρακλῆ, ὁ θεός της ἀθλούμενης νεολαίας καὶ των γυμναστηρίων. «Ἡ πραξιτέλεια αὐτὴ εἰκόνα του Ἑρμῆ ἐπέχει τόσο πολύ ἀπὸ τὴ σεβάσμια μορφή του παλιοῦ χθόνιου θεοῦ, ὥστε φαίνεται σὰ νὰ παριστάνει ἄλλο θεό», ἐπισημαίνει ὁ Ν. Παπαχατζής.
Ἑρμῆς παριστάνεται συνήθως καὶ με φτερωτά πέδιλα καὶ με το πλατύγυρο καπέλο του, τον πέτασο, σύμβολα της ἀέρινης ταχύτητας του ἀγγελιαφόρου θεοῦ καὶ κρατῶντας τὴ μαγική χρυσή ράβδο του, το κηρύκειον, ἀρχαιότατο σύμβολο της ποιμενικῆς του φύσης καὶ της ἀφθονίας. Ἀλλά ἱερὰ σύμβολα, ἐκτὸς ἀπὸ τον φαλλό, σύμβολο γονιμότητας, εἶναι ἡ ἀόρατη κυνή, το ξίφος καὶ το δρέπανο, σύμβολα της χθόνιας φύσης του, ὁ δίσκος, σύμβολο του θεού προστάτη της γυμναστικῆς καὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, ὁ αὐλὸς (σῦριγξ), ἡ λύρα καὶ ἡ κιθάρα, σύμβολα της μουσικῆς του φύσης, καὶ τέλος το βαλάντιον, σύμβολο του θεοῦ προστάτη του ἐμπορίου καὶ τῶν συναλλαγῶν.








Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

«Ἕλληνες νὰ εἶστε περήφανοι ποῦ μιλᾶτε την Ἑλληνική γλῶσσά ζωντανή

καὶ μητέρα ὅλων τῶν ἄλλων γλωσσῶν. Μήν την παραμελεῖτε, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τα λίγα ἀγαθὰ ποῦ μας ἔχουν ἀπομείνει καὶ ταυτόχρονα το διαβατήριό σας γιὰ τον παγκόσμιο πολιτισμό…» Ἰταλὸς Καθηγητής Πανεπιστημίου Φρανγκίσκος Λιγκόρα
Σε πόσους ὅμως βρίσκουν ἀνταπόκριση του λόγια του; Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς νοιώθουμε περήφανοι γιὰ την γλῶσσά μας καὶ δὲν την ἀλλοιώνουμε εἴτε ἀκούσια, λόγο τῶν γρήγορων ρυθμῶν της καθημερινότητας, εἴτε ἑκούσια στὸ ὄνομα ἑνὸς δῆθεν μοντερνισμοῦ, στὸν ὁποῖον διάφορα «ἐθνικιστικά κλισέ», ὅπως τα χαρακτηρίζουν οἱ ἑκάστοτε «προοδευτικοί» της ἐποχῆς, δὲν ἔχουν χῶρο.
Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ ἄλλη πλευρά του νομίσματος… Αὐτοί δηλαδή ποῦ «ξύλινα» ἐπαινοῦν την ἑλληνική γλῶσσα χωρίς νὰ ἐξηγοῦν σωστά την τεράστια σημασία της ἀλλὰ ἀντιθέτως με τον λανθασμένο καὶ ἀντιεπιστημονικό τους τρόπο μᾶς ἀπομακρύνουν -καὶ κυρίως τα νέα παιδιά-, «πλασαροντάς» το με την συμπεριφορά τους ὥς κάτι το παλιομοδίτικο.


Ὅλοι γνωρίζουμε πῶς κάθε ὑπολογιστής ὑπακούει σε μία συγκεκριμένη γλῶσσα προγραμματισμοῦ. Ἐάν το ὁτιδήποτε, ἒστω καὶ κάτι μικρό εἰσαχθεῖ λάθος θὰ ἐπέλθει βλάβη.
Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ γλῶσσα μας, ἡ ὁποία με την μακραίωνη ἱστορία της, τον μοναδικό της πλοῦτο, την λογική των κανόνων της καὶ την μουσικότητα ποῦ την διακρίνει ἔχει σημαδέψει ἀνεπανάληπτα την πορεία του παγκόσμιου πολιτισμοῦ…
Τώρα ἂν κάποιοι ψεύδω - ἐπιστήμονες εἴτε λόγῳ ἡμιμάθειας εἴτε ἐξ αἰτίας ὑπέρμετρων «παγκοσμιοποιητικῶν τάσεων», ἐπιμένουν νὰ ὑποστηρίζουν «θεωρίες – ἐρείπια», μιᾶς καὶ αὐτὲς ἔχουν ἀντικρουστεῖ καὶ ἐγκαταλειφθεῖ, περί Ἰνδοευρωπαίων, κλπ, ἂς το πάρουν ἀποφάσει πῶς ὅσῳ κι ἂν πασχίζουν πάντα θὰ ὑπάρχουν φωνές ποῦ θὰ μαρτυροῦν την ἀλήθεια καὶ θὰ φέρουν στὸ φῶς ἀδιάσειστα στοιχεῖα.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, ἡ «λαλιά» της Μουσικῆς, της Ἰατρικῆς, του Θεάτρου, της Μηχανικῆς καὶ πάσης τέχνης κι ἐπιστήμης παγκοσμίως εἶναι ἀκόμα ζωντανή καὶ ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ κάθε ἄλλη γλῶσσα ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ πρωτίστως ἀπὸ την δική μας, παρόλο ποὺ στὰ σχολεῖα διδάσκεται ὥς κάτι το «νεκρό» καὶ το ἀποκομμένο ἀπὸ την σημερινή ἔκφανση της.
Ἡ χρησιμότητά της ὅμως ἐπεκτείνεται καὶ στὸν χῶρο της ὑγείας καὶ της ὀρθῆς νοητικῆς λειτουργίας, καθώς σύμφωνα με πρόσφατες ἔρευνες τα ἀρχαία ἑλληνικά καταπολεμοῦν την δυσλεξία καὶ τις μαθησιακές δυσκολίες ἕν γένει.
Εἶναι ἑπομένως ἄδικο ἡ ἑλληνική γλῶσσα νὰ παραγκωνίζεται συστηματικά την στιγμή ποῦ χῶρες σε ὅλον τον κόσμο εἰσάγουν τα ἀρχαία ἑλληνικά στὰ βασικά μαθήματα ἐκπαίδευσης καὶ τόσοι ἐπιστήμονες βροντοφωνάζουν την ἑλληνική καταγωγή των γλωσσῶν τους.