Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

 Εἰς νέωντα εἰς τὸ ἐπιόν....
Νέωντα: τὸ ἐπιὸν ἔτος ἥτοι εἰς τὸ αὔριον εἰς τὸ μέλλον.
Χρόνια πολλὰ καὶ καλὴ χρονιά σε ὅλους!!

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

«ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΕΛΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΠΟΛΟΥΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ»

  Τί ἐννοοῦσε ὁ μεγάλος Σοβιετικὸς ἡγέτης Νικήτα Χρουστσόφ;





«Τὰ Ἑλληνικὰ τελωνεῖα τοῦ διαστήματος περιπολοῦν γύρω ἀπὸ την Γῆ μέχρι να...έρθει ἡ κατάλληλη ὥρα»
 Ἄραγε τί ἐννοοῦσε; Τσαλετζερ καὶ Κολούμπια καταστράφηκαν.
Μὲ τὸ ὄνομα Ἀπόλλων πῆγαν οἱ Ἀμερικανοὶ στὸ φεγγάρι καὶ μὲ τὸ ὄνομα κόσμος οἱ Ρῶσοι ἔκαναν περιστροφὲς στὴν γῆ.


Στὴν Μυθωδια Ἕλληνα ἔβαλαν νὰ τραγουδήσει (Παπαθανασίου) ἀπὸ τίς στῆλες τοῦ Ὀλυμπίου Διός. Στεῖλαν τὸ τραγουδι στὸν Ἄρη.


Ποιός θὰ τὸ ἀκούσει; Καὶ γιατί δὲν τὸ κάνανε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ξόδεψαν τόσα λεφτά;


Γιατί ἡ ΝΑΣΑ διαβάζει ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ γιατί στὸ κατεστραμμένο ufo τοῦ Ρόσγουελ βρέθηκε πινακίδα μὲ ἑλληνικὰ γράμματα; Γιατί πολλὰ ufo ἔχουν τὸ σύμβολο τοῦ κηρύκειου καὶ τὸ διπλὸ Ε;



Γιατί ἀγρογλυφικὰ ἔχουν τὸ Δ ποὺ εἶναι μόνο ἑλληνικὸ καὶ τοὺς μαιάνδρους;





Γιατί στὴν σελήνη καὶ στὸν Ἄρη βρέθηκαν ἑλληνικὰ γράμματα;





Μήπως εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ λένε ὅτι στὸ φεγγάρι βρῆκαν κατεστραμμένο διαστημόπλοια μὲ ἑλληνικὰ γράμματα;



Ἔχουμε σχέση ἐμεῖς μὲ τοὺς ἐξωγήινους;



Ἡ ἱστορικὴ φράση τοῦ ἡγέτη τῆς σοβιετικῆς ἕνωσης Νικήτα Χρουτσώφ, ἐνώπιων τῆς γενικῆς συνελεύσεως τῶν ἡνωμένων ἐθνῶν, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1960(ἐποχη ψυχροῦ πολέμου), ὅταν ἐντος τῆς συνελεύσεως λογομάχησε σὲ ὑψηλοὺς τόνους μὲ τὸν πρόεδρο τὸν ΗΠΑ Ντουάϊτ Αἰνζεχάουερ, λόγῳ τῆς καταρρίψεως τοῦ κατασκοπευτικοῦ ἀεροσκάφους u-2 τῶν ΗΠΑ ποὺ ἰπτατο ἄνωθεν τῆς Ρωσίας.

Τὰ ἑλληνικὰ τελωνεῖα τοῦ διαστήματος περιπολοῦν γύρω ἀπὸ τὴν γῆ, μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἀποκάλυψης!


                                               Γιατί τὸ εἶχε πεῖ αὐτό; Τί ἤξερε;


                          Μία, τοὐλάχιστον, ἀπάντηση εἶναι ἡ ἑξῆς:



«Ἀλήθεια, τριάντα χιλιάδες ὑπάρχουν ἀπὸ τὸν Δία φύλακες ἀθάνατοι τῶν θνητῶν ἀνθρώπων ἀπάνω στὴν πολύκαρπη γῆ. Καὶ τοῦτοι παρακολουθοῦν τίς δίκες καὶ τὰ ἐγκλήματα γυρίζοντας ἀχνοντυμένοι παντοῦ στὴν Γῆ».


Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι στίχοι 252-255


Οἱ ἀθάνατοι αὐτοὶ φύλακες εἶναι ἀποσταλμένοι ἀπὸ τὸν Δία καὶ προερχόμενοι ἀπὸ τὸ πρῶτο γένος, τὸ λεγόμενο Χρυσὸ Γένος, σύμφωνα μὲ τοὺς στίχους 123-125.


Τὰ λόγια τοῦ Χρουτσὼφ δὲν ἦταν τυχαία. Παράφρασε τοὺς παραπάνω στίχους τοῦ Ἠσίοδου, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἄλλαξε τὸ νόημα. Τοὺς μετέφερε στὴν ὁρολογία τοῦ σήμερα. Καὶ σίγουρα δὲν τὸ ἔκανε τυχαῖα.
Οἱ συνομιλητὲς τοῦ Χρουτσώφ, σίγουρα, καταλάβαιναν σὲ τί ἀναφερόταν...



ΕΙΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΙΤΕ ΟΧΙ 

ΑΥΤΗ Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΧΡΟΥΣΤΣΟΦ 

ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΟΝ !

ΚΑΝΕΝΑ ΔΙΑΣΤΙΜΟΠΛΟΙΟ - ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΣΚΑΦΟΣ

ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΗ

ΑΝ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ








Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Ὁ προσδιορισμὸς τοῦ Ἐτους καὶ τῶν Ἐποχῶν στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα





Ὁ προσδιορισμὸς τοῦ Ἐτους καὶ τῶν Ἐποχῶν στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα
Ἐνας θρῦλος ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀρκάδες ἐκαυχῶντο ἀφ' ἑνὸς μὲν ὅτι ἡ ἱερὴ πόλις τοὺς Λυκόσουρα κτίστηκε πρὶν ἀπὸ τὸν Κατακλυσμὸ τοῦ Δευκαλίωνα, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὅτι οἱ ἴδιοι προηγοῦντο καὶ αὐτῆς τῆς δημιουργίας τῆς Σελήνης. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, οἱ Ἀρκάδες ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη Προσέληνοι καὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους συγγραφεῖς Proselines.



Ὁ θρῦλος αὐτός, βέβαια, κατὰ πᾶσα πιθανότητα στηρίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι πιθανῶς πρῶτοι οἱ Ἀρκάδες ἀπ' ὅλους τοὺς Ἕλληνες δημιούργησαν ἡμερολόγιο ποὺ βασιζόταν στὸν συνοδικὸ σεληνιακὸ μῆνα. Πάντως, εἶναι γνωστὸ ὅτι μετὰ τὴν Κάθοδο τῶν Δωριέων στὴν Ἑλλάδα, οἱ Πελασγοὶ διατηρήθηκαν ἀμιγῶς μόνο στὴν ὀρεινὴ Ἀρκαδία· γι' αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Ἀρκάδες θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους γηγενεῖς. Ἔτσι, μερικὲς ἀπὸ τίς ἀρχαιότερες παραδόσεις συνεχίστηκαν καὶ διατηρήθηκαν στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἀρκαδίας, ἐνῶ εἶχαν οὐσιαστικὰ ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα.
Οἱ ἀρχαϊκὲς πηγὲς ἀπὸ τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ὅπως πήλινες πινακίδες τοῦ 13ου π.Χ. αἰῶνα, τὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἠσίοδου κ.ἄ., ἀποκαλύπτουν τὴ χρήση σεληνιακῶν μηνῶν ἀπὸ τίς ἑλληνικὲς πόλεις-κράτη.
Ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει μεθόδους ὑπολογισμοῦ τοῦ ἔτους βασισμένες στὴν παρατήρηση λαμπρῶν ἄστρων. Στὸ ἔπος του «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» ἀναφέρει ὡς χρόνο ἀμητοῦ (θερισμοῦ) τὴν περίοδο ποὺ τὸ ἀνοικτὸ σμῆνος τῶν Πλειάδων ἦταν ὁρατὸ μὲ γυμνὸ μάτι λίγο πρὶν τὴν αὐγή, ἐνῶ ὡς χρόνο ὀργώματος τὴν περίοδο λίγο μετὰ τὴν παροδικὴ ἐξαφάνιση τῶν Πλειάδων, τῶν Ὑάδων καὶ τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Ωρίωνα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (Ἔργα καὶ Ἡμέραι , 383-384, 614-616).


Ἐπίσης, ὁ Ἡσίοδος συμβουλεύει τοὺς γεωργοὺς νὰ ἁλωνίζουν τὰ στάχυα ὅταν πρωτοεμφανίζεται ὁ Ωρίωνας, ἕνας ἀστερισμὸς ποὺ πολλοὶ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς θεωροῦσαν ὡς ἡμερολογιακὸ δείκτη. Αὐτὸ βασιζόταν στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνατολή του κατὰ τίς πρωινὲς ὧρες συνέπιπτε μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ, ἐνῶ ἡ ἀνατολή του τὰ μεσάνυχτα συνέπιπτε μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς συγκομιδῆς τῶν σταφυλιῶν. Τέλος, ἡ ἀνατολή του κατὰ τίς ἀπογευματινὲς ὧρες ὑποδείκνυε ὅτι πλησίαζε ἡ ψυχρὴ ἐποχὴ τοῦ χειμῶνα.
Ὁ Ἱπποκράτης ἀναφέρει τίς Πλειάδες καὶ εἶχε ἐπισημάνει το ὅτι διαιροῦσαν τὸ ἔτος σὲ τέσσερις ἐποχές, ποὺ βέβαια σχετίζονταν μὲ τὴ θέση τοῦ ὡραίου αὐτοῦ ἀνοικτοῦ σμήνους στὸν οὐρανό. Τὸ καλοκαίρι ἄρχιζε μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν Πλειάδων καὶ διαρκοῦσε μέχρι τὴν ἀνατολὴ τοῦ Ἀρκτούρου, τοῦ λαμπρότερου ἄστρου τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Βοώτη. Τὸ φθινόπωρο διαρκοῦσε μέχρι την «ἑσπερία δύση» τῶν Πλειάδων, ἐνῶ τότε ἀκριβῶς ἄρχιζε ὁ χειμῶνας, ποὺ τελείωνε τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία. Κατόπιν, ἄρχιζε ἡ ἐποχὴ τῆς ἄνοιξης ποὺ διαρκοῦσε μέχρι τὴν ἀνατολὴ τῶν Πλειάδων.
Ὁ λαὸς γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους χρησιμοποιοῦσε ἕνα πλῆθος φαινομένων ποὺ παρατηροῦσε στὴ φύση. Ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει πολλὰ ἀπὸ αὐτά. Ὅπως τίς κραυγὲς τῶν ἀποδημητικῶν γερανῶν, οἱ ὁποῖοι προανάγγελλαν τόσο τὴν περίοδο
τοῦ ὀργώματος, ὅσο καὶ τὴν ἔναρξη τῆς ἐποχῆς τῆς σπορᾶς, τὴν ἀναρρίχηση τῶν σαλιγκαριῶν στὰ φυτά, ἡ ὁποία ἔδειχνε τὸ τέλος τοῦ σκαψίματος τῶν ἀμπελώνων κ.ἄ.
Αὐτὴ ἡ ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικῶν καὶ «φυσικῶν» ἡμερολογίων εἶναι χαρακτηριστικὸς τρόπος ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. Κατὰ τοὺς κλασικοὺς χρόνους καὶ μετέπειτα, οἱ μῆνες, οἱ ὀνομασίες τῶν ὁποίων σχετίζονταν μὲ τίς γιορτὲς πρὸς τιμὴν τῶν ἑλληνικῶν θεοτήτων καὶ βασίζονταν στὸν συνοδικὸ σεληνιακὸ μῆνα, ἄρχιζαν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖτο ἡ φάση τῆς νέας Σελήνης.



Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Περί ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο

Περί ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο
Ἀποτέλεσμα εἰκόνας γιά προμηθεας στον βαθμό πού ζοῦμε θεῖα-νοητικά, δηλ. κατά φύσιν, καί ἀφοῦ ἡ φύση μας ἔχει καθοριστεῖ ἐκ τοῦ θείου νόμου τοῦ Πηγαίου & νοητικοῦ Πατέρα Διός, καί ἀφοῦ ὁ Ἰεροκλής λέγει ἀφενός ὅ,τι: ε   ἐλευθερίας στον ἄνθρωπο


Στόν βαθμό πού ζοῦμε θεῖα-νοητικά, δηλ. κατά φύσιν, καί ἀφοῦ ἡ φύση μας ἔχει καθοριστεῖ ἐκ τοῦ θείου νόμου τοῦ Πηγαίου & νοητικοῦ Πατέρα Διός, καί ἀφοῦ ὁ Ἰεροκλής λέγει ἀφενός ὅ,τι:

Αποτέλεσμα εικόνας για προμηθεασ

 :«Νόμος εἶναι ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούληση ἡ ὁποία παράγει αἰωνίως τὰ πάντα καὶ τὰ διατηρεῖ γιὰ πάντα. Ἔννομη τάξη εἶναι αὐτὴ ποὺ εἰσήχθῃ στοὺς ἀθάνατους θεοὺς ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος καὶ κάνει ἀνάμεσά τους ἄλλους πρώτους καὶ ἄλλους δεύτερους. Γιατί, ἂν καὶ ἔλαβαν τὴν κορυφὴ τοῦ λογικοῦ κόσμου ὡς συνόλου, ὅμως διαφοροποιοῦνται μεταξύ τους καὶ κάποιοι εἶναι πιὸ θεϊκοὶ ἀπὸ ἄλλους. Ἔνδειξη τῆς ἀνωτερότητας καὶ τῆς κατωτερότητάς τους ὡς πρὸς τὴν οὐσία τους εἶναι ἡ σειρὰ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν, ποὺ καθεμία ἔλαβε τὴ θέση της ἀνάλογα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμή της, ὥστε ὁ νόμος νὰ στηρίζεται στὴν οὐσία τους καὶ ἡ σειρὰ νὰ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ἀξία τους.
[1] Γιατί δὲν ἔλαβαν

ὑπόσταση ὅπως νά 'ναι καὶ κατόπιν διακρίθηκαν, ἀλλὰ ἦρθαν στὴν ὕπαρξη μὲ τάξη, ἀποτελῶντας διαφορετικὰ μέρη μέσα στὸν οὐρανὸ σὰν μέσα σὲ ἕναν ζωντανὸ ὀργανισμὸ καὶ διατηρῶντας τὴν τακτοποιημένη σχέση ποὺ ἔχουν μεταξύ τους κατὰ τὴν διαφοροποίησή τους ὡς πρὸς τὸ εἶδος καὶ κατὰ τὴν ταυτόχρονη συνάφειά τους, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ποτὲ νὰ νοηθεῖ κάποια ἀνταλλαγῇ τῆς θέσης τους, ἐκτὸς καὶ ἂν συνοδεύεται μὲ καταστροφὴ τοῦ σύμπαντος, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβεῖ, ὅσο τὸ πρῶτο αἴτιό τους εἶναι ἐντελῶς ἀμετάβλητο καὶ ἀμετάτρεπτο καὶ ἔχει τὴν οὐσία του ἴδια μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ καὶ τὴν ἀγαθότητα ὄχι ὡς κάτι ἐπίκτητο ἀλλὰ αὐθυπόστατη καὶ λόγῳ αὐτῆς ὁδηγεῖ τὰ πάντα πρὸς τὸ Εὖ Εἶναι.»[2]

καὶ ἀφετέρου ὅ,τι:

«Ποιός εἶναι ὁ νόμος καὶ ἡ τιμὴ ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ; Ἄς ποῦμε πάλι ὅτι ὁ νόμος εἶναι ἡ ἀμετάτρεπτη καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ θεοῦ, ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένη καὶ τακτοποιοῦσα ἀΐδίως καὶ ἀμεταβλήτως τὰ θεϊκὰ γένη, ἐνῶ ἡ τιμὴ ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὸν νόμο εἶναι ἡ γνώση τῆς οὐσίας ὅσων τιμῶνται καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ἐξομοίωση μαζί της. Γιατί αὐτὸ ποὺ θαυμάζει κανείς, τὸ μιμειται κιόλας, ὅσο εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτόν, καὶ τιμᾷ ἐκεῖνον ποὺ δὲν χρειάζεται τίποτα, ὅταν ὑποδέχεται τὰ ἀγαθὰ ποὺ προσφέρονται ἀπὸ ἐκεῖνον.»[3]

τότε κατανοοῦμε πὼς τὸ ἀνθρώπινο ὅν - ὡς σύνθετο, ἤτοι ὡς «κρᾶμα» ἀποτελούμενο ἀπὸ τὸν καθαυτὸ & ὄντως ἄνθρωπο, δηλ. τὴν λογικὴ & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου-αὐγοειδοὺς(αἰθερικοῦ) σώματος, καὶ ἀπὸ τὴν θνητή-ἄλογη ψυχὴ σὺν τίς 2 ζωὲς ποὺ ἀναλογοῦν σὲ κάθε μέρος - εἶναι ἐλεύθερο ὅταν ταυτίζει τὴν βούλησή του μὲ τὸν νόμο τοῦ Διός - ἤτοι μὲ τὴν δημιουργικὴ βούληση τοῦ δημιουργοῦ & πατέρα Ζήνα, ἐνῶ ὡς καθαυτό   ἄνθρωπος, ἤτοι ὡς λογικὴ & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου-αὐγοειδοὺς(αἰθερικοῦ-φωτεινοῦ) σώματος ἀλλὰ δίχως θνητό/ὀστράκινο σῶμα, εἶναι ἐλεύθερος ὅταν ἐξομοιώνεται μὲ τοὺς Θεούς.
Ὡς ἐκ τούτου κατανοοῦμε πὼς ὑπάρχουν 2 μορφὲς ἐλευθερίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ 2η εἶναι ἡ ἀνώτερη & ὑφίσταται ὡς πρὸς τὴν καθαυτὸ & ὄντως ὑπόστασή μας - δηλ. ὡς ἔλλογη & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθάνατου/αὐγοειδοὺς σώματος, ἐνῶ ἡ 1η ὑφίσταται ὡς σύνθετο ὅν - δηλ. ὡς λογικὴ & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ καὶ θνητοῦ-ὀστράκινου σώματος. Ἡ 2η εἶναι ἄμεσα ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὴν 1η καὶ παράγωγό της. Ὅποιος κατέχει τὴν 2η ἔχει καί την 1η. Ὅποιος ἔχει την 1η δὲν κατέχει ἀπαραίτητα καί την 2η.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατέχει την 2η μορφὴ ἐλευθερίας, παρότι ζεῖ ἐν τῇ γενέσει, τότε καὶ μόνον τότε, τηρεῖ τὸν σύμφυτο στὴν οὐσία του ὅρκο πρὸς τοὺς Θεούς, δηλ. μένει προσκολλημένος παρὰ τὸν Πατέρα καὶ Δημιουργὸ Ζεὺς καὶ δὲν παραβαίνει του νόμους αὐτοῦ.

Ἄλλωστε ὁ Ἰεροκλὴς λέγει ἀφενὸς ὅ,τι:

«ὅρκος εἶναι ἡ αἰτία ποὺ διατηρεῖ τὰ πάντα στὴν κατάσταση καὶ τὰ ἐξασφαλίζει ἔτσι σὰν νὰ κρατιοῦνται ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ ὅρκου καὶ διασώζουν τὴν τάξη τοῦ νόμου, ὥστε ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ νόμου νὰ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο τῆς τάξης τῶν δημιουργημάτων.
Γιατί τὸ νὰ διαμένουν τὰ πάντα ὅπως ἔχουν ὁριστεῖ ἀπό τον νόμου εἶναι τὸ κύριο ἔργο τοῦ θείου ὅρκου, ὁ ὁποῖος τηρεῖται προπάντων καὶ πάντα μέσα σὲ ὅσους νοῦν πάντα τὸν θεό. Μέσα σὲ ὅσους ὅμως ἄλλοτε νοοῦν καὶ ἄλλοτε ἀπομακρύνονται τῆς θείας γνώσεως, παρομοίως παραβιάζεται ὅταν ἀπομακρύνονται, καὶ τηρεῖται ὅταν ἀνυψώνονται στὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸ θεῖο. Γιατί ἡ τήρηση τῶν θείων νόμων λέγεται ὅρκος, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔχουν δεθεῖ καὶ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸν δημιουργὸ θεὸ ὅσα ἔχουν τὴν φύσῃ νὰ τὸν γνωρίζουν. Ἀπὸ αὐτά, ὅσα μένουν πάντοτε προσκολλημένα σὲ αὐτόν, σέβονται πάντα τὸν ὅρκο, ἐνῶ, ὅσα μερικὲς φορὲς ἀπομακρύνονται, τότε ἀσεβοῦν καὶ στὸν ὅρκο, παραβαίνοντας ὄχι μόνον τὴν τάξη τοῦ θείου νόμου ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη τοῦ θείου ὅρκου. Ὁ ὅρκος, λοιπόν, ποὺ ἔχει λάβει ὑπόσταση ἐντὸς τῆς οὐσίας τους στὰ λογικὰ γένη εἶναι ὁ ἑξῆς : νὰ μένουν προσκολλημένα στὸν πατέρα καὶ δημιουργό τους καὶ μὲ κανέναν τρόπο νὰ μὴν παραβαίνουν τοὺς νόμους ποὺ ὁρίστηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον».[4]
Ἀφετέρου πώς:
«μία ἀμετάτρεπτη φρουρὰ φυλάει τὸν νόμο τῆς τάξης τοῦ σύμπαντος καὶ ὅτι ὑπάρχει στοὺς παλαιοὺς τὸ ἔθος νὰ ὀνομάζουν μυστικὰ ὅρκο τὸν φύλακα αὐτῆς τῆς φρουρᾶς».[5]

Ἐξ οὗ καὶ λέγει ὅ,τι:
«κορυφαία ἀρετὴ εἶναι τὸ νὰ ἐμμένουμε ἐντὸς ὁρίων ποὺ μᾶς τέθηκαν ἐκ τῆς δημιουργίας, μὲ βάση τὰ ὁποῖα ὅλα ἔχουν διακριθεῖ ὡς πρὸς τὸ εἶδος, καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς νόμους τῆς πρόνοιας, λόγῳ τῶν ὁποίων τὰ πάντα ἐξοικειώνονται ἀνάλογα τὴν οἰκεία τους δύναμης πρὸς τὸ σύμμετρο ἀγαθό».[6]

Ἐξ οὗ καὶ λέγει ὅ,τι:

«κορυφαία ἀρετὴ εἶναι τὸ νὰ ἐμμένουμε ἐντὸς ὁρίων ποὺ μᾶς τέθηκαν ἐκ τῆς δημιουργίας, μὲ βάση τὰ ὁποῖα ὅλα ἔχουν διακριθεῖ ὡς πρὸς τὸ εἶδος, καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς νόμους τῆς πρόνοιας, λόγῳ τῶν ὁποίων τὰ πάντα ἐξοικειώνονται ἀνάλογα τὴν οἰκεία τους δύναμης πρὸς τὸ σύμμετρο ἀγαθό».[6]

Στὴν 1η περίπτωση, τῆς 1ης ἐλευθερίας, ἀναφερόμαστε στὴν ταύτιση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπινου πλάσματος μὲ τὴν Φύση τοῦ Κόσμου, ἤτοι μὲ τὴν τοῦ Κόσμου Εἱμαρμένη ἢ ἀλλιῶς μὲ τοὺς ἐκ τοῦ Διὸς ἐγγεγραμμένους στὴν οὐσία μᾶς "εἰμάρμενους νόμους".
Μάλιστα κατὰ πὼς λέγει ὁ Πρόκλος:
«ὁ Πλάτων συμπεριέλαβε ὅλους τοὺς Εἰμάρμενους νόμους σὲ μιὰ δεκάδα, ἐπειδὴ ἡ δεκάδα εἶναι συγγενὴς μὲ τὴν δημιουργικὴ αἰτία. Πράγματι καὶ ὅσα ἀγαθὰ ἔχει δώσει ὁ δημιουργὸς σὲ ὁλόκληρο τὸν Κόσμο, ἀνέρχονται σὲ αὐτὸν τὸν ἀριθμό, καθὼς ὅλα κι ὅλα εἶναι δέκα. Γιατί ἡ δεκάδα ἔχει κοσμικὴ ἰδιότητα, ὅπως ἀκριβῶς λέει καὶ ὁ ὕμνος τοῦ Πυθαγόρα, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ "πανδέκτρεια, πρεσβύτατη, ποὺ θέτει ὅριο στὰ πάντα, ἀκλόνητη, ἀκούραστη δεκάδα τὴν ἀποκαλοῦν ἁγνή". Ὅλοι, λοιπόν, οἱ εἰμάρμενοι νόμοι ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τίς ψυχὲς εἶναι δέκα:

1. Πρέπει νὰ σπαρθοῦν οἱ ψυχές.
2. Πρέπει νὰ ὑπάρχει γιὰ ὅλες μιὰ κοινὴ κάθοδος σὲ κάθε περίοδο.
3. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κατεβαίνει κατὰ τὴν πρώτη γένεση, νὰ κατέβει στὸ θεοσέβαστο ζωντανὸ ὅν.[7]
4. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κατεβαίνει στὴν "ἀνθρώπινη φύση"[8] νὰ εἰσέλθει πρῶτα σὲ γονὴ ἀνδρός.
5. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κατεβαίνει ἐν σώματι νὰ γεννήσει ἐπιμέρους φύσεις καὶ ἔνυλους ζωές.
6. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κυριαρχεῖ τῆς ἐνύλου ζωῆς νὰ εἶναι δίκαιη, ἐνῶ αὐτὴ ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἔνυλη ζωὴ νὰ εἶναι ἄδικη.
7. Πρέπει ὁ δίκαιος νὰ ἐπιστρέφει στὸ σύννομο ἄστρο.
8. Πρέπει ὅποιος σφάλει κσφάλει κατὰ τὴν δεύτερη γέννηση κατερχόμενος νὰ ἐνδυθεῖ τὴ "φύση γυναικός"[9].
9. Πρέπει ὅποιος σφάλει κατὰ τὴ δεύτερη γέννηση νὰ μεταβληθεῖ κατὰ τὴν τρίτη ἀπομάκρυνση σὲ φύση(ζωὴ) θηρίου.
10.Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ὁ δέκατος δημιουργικὸς νόμος : μοναδικὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, σωτηρία ἡ ὁποία σταματᾷ τὸν κύκλο τῆς ἐν τῇ γενέσει περιπλάνησης, εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ὁποία ἀνυψώνει πρὸς τὴν περιφορὰ τῆς ταυτότητας καὶ τῆς ὁμοιότητας.
Ὅλοι, λοιπόν, οἱ νόμοι ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ καὶ ποὺ περιλήφθηκαν μέσα στὴν δεκάδα ἐπειδὴ οἱ Πυθαγόρειοι συνδέουν τὴ δεκάδα μὲ τὸν δημιουργὸ καὶ μὲ τὴν Εἱμαρμένη, ἐνεσπάρησαν στὶς ψυχές, προκειμένου οἱ ψυχὲς νὰ ὁδηγοῦν τὸν ἑαυτό τους (γιατί καὶ οἱ Θεοὶ θέλουν νὰ ἐξουσιάζουν τὰ αὐτοκινούμενα σὰν νὰ εἶναι αὐτοκινούμενα) καὶ προκειμένου οἱ ἴδιες νὰ εἶναι ὑπεύθυνες γιὰ τὰ μετέπειτα κακὰ ποὺ θὰ συμβοῦν καὶ νὰ μὴν εἶναι ὑπεύθυνος ὁ δημιουργός.»[10]

Στὴν 2η περίπτωση, τῆς 2ης ἐλευθερίας, ἀναφερόμαστε στὴν ταύτιση τῆς ἀνθρώπινης βούλησης μὲ τὴν δημιουργικὴ πρόνοια τοῦ δημιουργοῦ & πατέρα Ζεὺς γιὰ τὸν Κόσμο, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία - διότι γιὰ τὸν λόγο ὅτι οἱ Θεοὶ εἶναι Ἐνάδες/Ἀγαθότητες, & ἐπειδὴ μοναδική τους ἐνέργεια εἶναι ἡ πρόνοια, στὸν βαθμὸ ποὺ γινόμαστε «Ἕν», προνοοῦμε γιὰ τὸν Κόσμο.


Ἄλλωστε κατὰ πὼς λέγει ὁ Πρόκλος:

<<Ἀπὸ τὰ ὄντα ἄλλα ἔχουν τὴν ὑπόστασή τους μέσα στὴν αἰωνιότητα, ἄλλα μέσα στὸν χρόνο (καὶ λέω ὅτι ἔχουν ὑπόσταση μέσα στὴν αἰωνιότητα αὐτὰ τῶν ὁποίων ἡ ἐνέργεια μαζὶ μὲ τὴν ὕπαρξη εἶναι αἰώνια, καὶ μέσα στὸν χρόνο αὐτὰ τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη δὲν ὑπάρχει ἀλλὰ πάντα γεννιέται, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸ γίνεται γιὰ ἄπειρο χρόνο) καὶ ἄλλα βρίσκονται κατὰ κάποιο τρόπο στὴ μέση μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο, καθὼς ἔχουν ὑπόσταση σταθερὴ καὶ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γέννηση, καὶ ἐνέργεια ποὺ γίνεται πάντα. Καὶ ἡ ὑπόστασή τους.
καθορίζεται ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά τους καθορίζεται ἀπὸ τὸν χρόνο. Πρέπει, λοιπόν, κάθε πρόοδος νὰ ξεκινᾷ ἀπὸ τὰ πρῶτα καὶ νὰ φτάνει μέχρι τὰ τελευταῖα περνῶντας ἀπὸ τὰ μεσαῖα. Καθώς, λοιπόν, ὑπάρχουν ὄντα ποὺ εἶναι αἰώνια πρὸς τὴν ὑπόσταση καὶ αἰώνια ὡς πρὸς τὴν ἐνέργεια καὶ ὄντα ποὺ ὑπάγονται στὸν χρόνο ὡς πρὸς καὶ τὰ δύο, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ περιοχὴ τῶν μεσαίων ὄντων καὶ αὐτὴ ἡ περιοχὴ νὰ ἔχει εἴτε αἰώνια ὑπόσταση ὕπαρξη καὶ χρονικὴ ὕπαρξη, εἴτε τὸ ἀντίστροφο. Τὸ δεύτερο ὅμως εἶναι ἀδύνατον, γιατί, ἂν τὸ ἀποδεχτοῦμε, χωρὶς νὰ καταλάβουμε θὰ ἔχουμε κάνει ἀνώτερες τίς ἐνέργειες ἀπὸ τίς οὐσίες. Ἀπομένει, λοιπόν, νὰ ἀποδώσουμε στὰ μεσαῖα ὄντα αἰώνια οὐσία καὶ χρονικὴ ἐνέργεια. Ἀποκαλοῦμε, λοιπόν, αὐτὲς τίς τρεὶς τάξεις τῶν ὄντων ποὺ σοῦ ἀποδείχτηκαν νοητική, ψυχικὴ καὶ σωματική. Καὶ λέμε νοητικὴ τὴν τάξη ποὺ ὁλόκληρη βρίσκεται καὶ νοεῖ μέσα στὴν αἰωνιότητα. Σωματικὴ αὐτὴ ποὺ πάντα γεννιέται εἴτε μέσα στὸν ἄπειρο χρόνο εἴτε μέσα σὲ ἕνα μέρος τοῦ χρόνου. Καὶ ψυχικὴ αὐτὴ ποὺ ἔχει αἰώνια οὐσία καὶ χρονικὴ ἐνέργεια.»[11]

Δηλ. ἔχουμε 3εις τάξεις ὄντων:

1. Νοητική : ἡ τάξη ποὺ ὁλόκληρη βρίσκεται καὶ νοεῖ μέσα στὴν αἰωνιότητα.
2. Ψυχική : ἡ τάξη ποὺ ἔχει αἰώνια οὐσία καὶ χρονικὴ ἐνέργεια.
3. Σωματική : ἡ τάξη ποὺ πάντα γεννιέται εἴτε μέσα στὸν ἄπειρο χρόνο εἴτε μέσα σὲ ἕνα μέρος τοῦ χρόνου.
Μάλιστα ὁ Ἰεροκλής, στὸ «Ὑπόμνημα στὰ Χρυσᾶ Ἔπη τοῦ Πυθαγόρα, 24.1.1 - 24.9.6», ἀναφερόμενος στὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου λέγει πώς:


«ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὸ σύνορο μεταξὺ τῶν ὄντων ποὺ δὲν ἐκπίπτουν πρὸς τὴν κακία καὶ τῶν ὄντων ποὺ δὲν ἔχουν τὴ φύσῃ νὰ ἀνυψώνονται πρὸς τὴν ἀρετή. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὡς πρὸς τίς καταστάσεις ἀμφιταλαντεύεται, καθὼς ἄλλοτε ζεῖ ἐκεῖ ψηλὰ τὴν νοητικὴ εὐζωία καὶ ἄλλοτε προσλαμβάνει ἐδῶ τὴν παθητικότητα τῶν αἰσθήσεων. Γιὰ αὐτὸ καὶ λέγεται ὀρθὰ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειτο ὅτι ζοῦμε τον ἐκείνων θάνατο καὶ πεθαίνουμε ζῶντας ἐκεῖ.[12] Γιατί ὁ ἄνθρωπος κατεβαίνει καὶ ἐκπίπτει ἐκ τῆς εὐδαίμονος χώρας, ὅπως λέει ὁ Ἐμπεδοκλῆς ὁ Πυθαγόρειος : "φυγὰς θέωθεν καὶ ἀλήτης, γιατί πίστεψα στὴν μανιασμένη φιλονικία". Ὅμως ἀνεβαίνει καὶ ἀνακτᾷ τὴν παλιά του κατάσταση, ἂν φύγει ἀπό τα περὶ γῆ καὶ τὸν "ἄχαρο τόπο", ὅπως λέει ὁ ἴδιος, "ὅπου βρίσκεται ὁ Φόνος, τὸ Κότος καὶ τὰ πλήθη τῶν ὑπόλοιπων Κηρῶν", τόπος στὸν ὁποῖο ὅσοι ἐξέπεσαν "τριγυρνοῦν στὸν λειμῶνα τῆς Ἄτης μέσα στὸ σκοτάδι". Ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου ποὺ ἐγκαταλείπει τὸν λειμῶνα τῆς Ἄτης σπεύδει πρὸς τὸν λειμῶνα τῆς ἀλήθειας, τὸν ὁποῖο ἄφησε σπρωγμένος ἀπὸ τὴν πτερόρρυση[13] τοὐ,οὗ καὶ ἦρθε σὲ γήινο σῶμα, ἀφοῦ στερήθηκε όλβιου αἰῶνος. Μὲ αὐτὰ συμφωνεῖ καὶ ὁ Πλάτων, λέγοντας τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν κάθοδο: "ὅταν ἡ ψυχή, ἀφοῦ δὲν μπορέσει νὰ ἀκολουθήσει τὸν θεό, δὲν ἀντικρίσει τίποτε καί, ἀφοῦ συναντήσει κάποια ἀτυχία, χάσει τὰ φτερά της καὶ πέσει στὴν γῆ, τότε εἶναι νόμος αὐτὴ ἡ ψυχὴ νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ θνητὸ ζωντανὸ ὄν». Καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν ἄνοδο :"ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριαρχήσει μὲ τὴν λογικὴ στὴ μᾶζα ποὺ τοῦ προστέθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ γῆ, ὕδωρ, ἀὴρ καὶ πῦρ καὶ εἶναι θορυβώδης καὶ ἄλογη, φτάνει στὸ εἶδος τῆς πρώτης καὶ ἄριστης καταστάσεως , ὁπότε ἀνυψώνεται καὶ στὸ σύννομο, ἀφοῦ γίνει ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος". Ὑγιὴς λόγῳ τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπὸ τὰ πάθη σὰν νὰ εἶναι νοσήματα, πρᾶγμα ποὺ ἐξασφαλίζεται μέσῳ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς. Ὁλόκληρος λόγῳ τῆς ἀνάτασης τοῦ νοὸς καὶ τῆς ἐπιστήμης σὰν νὰ εἶναι δικά του μέρη, πρᾶγμα ποὺ ἔχει τὴ φύσῃ νὰ ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς θεωρητικῆς ἀλήθειας. Καὶ πάλι ὅτι πρέπει μὲ τὴ φυγὴ ἀπὸ ἐδῶ θὰ θεραπεύουμε τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ὄντα, τὸ δείχνει ξεκάθαρα ὁρίζοντας τὴ φιλοσοφία ὡς φυγὴ ἀπὸ τὰ ἐδῶ κακά. Γιατί μὲ τὰ ἑξῆς ἀποφαίνεται ὅτι τὰ πάθη εἶναι σύμφυτα μόνο μὲ τὰ θνητὰ ὄντα : "δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ἐξαφανιστοῦνε τὰ κακὰ οὔτε νὰ βρίσκονται στοὺς Θεούς, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ κυκλοφοροῦν στὸν Κόσμο τοῦτο καὶ στὴν θνητὴ φύση". Γιατί τὰ ὄντα ποὺ ὑπόκεινται σὲ γέννηση καὶ φθορὰ σὲ κατάσταση ἀντίθετη πρὸ τὴ φύση τους, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῶν κακῶν. Προσθέτει ὅμως καὶ πὼς πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγουμε : "Γιὰ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φεύγουμε ἀπὸ ἐδῶ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Καὶ φυγὴ εἶναι ἡ ἐξομοίωση μὲ τὸν θεό, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐξομοίωση εἶναι νὰ γίνει κάποιος δίκαιος καὶ ὅσιος μετὰ φρονήσεως". Γιατί αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ κακά, πρέπει πρῶτα νὰ ἀποστραφεῖ τὴ θνητὴ φύση. Γιατί δὲν εἶναι δυνατόν, ὅσο εἴμαστε ἀνακατεμένοι μαζί της, νὰ μὴ γεμίζουμε
ἀναγκαστικὰ καὶ μὲ τὰ κακὰ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν. Ὅπως ἀκριβῶς, λοιπόν, ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν θεὸ καὶ ἡ πτερόρρυσης τῶν κουφιζόντων φτερῶν μας ποὺ μᾶς ἀνυψώνουν πρὸς τὰ πάνω μας ἔφεραν στὴν περιοχὴ τῶν θνητῶν ὄντων, στὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται τὰ κακά, ἔτσι καὶ ἡ ἀποβολὴ τῆς προσκόλλησης στὰ θνητὰ πάθη καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἀρετῶν σὰν ἕνα εἶδος φτερῶν θὰ μᾶς ἀνυψώσει πρὸς τὸν τόπο ποὺ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὰ κακά, πρὸς τὴν θεία εὐζωία. Γιατί ἡ οὐσία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ μέση μεταξὺ τῶν ὄντων ποὺ νοοῦν τὸν θεὸ καὶ τῶν ὄντων ποὺ ἔχουν τὴν φύσῃ νὰ μὴν τὸν νοοῦν ποτέ, ἀνεβαίνει πρὸς τὰ πρῶτα καὶ κατεβαίνει πρὸς τὰ δεύτερα, καθὼς μὲ τὴν ἀπόκτηση ἢ τὴν ἀποβολὴ τοῦ νοῦ διαδοχικὰ προσλαμβάνει τὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν θεὸ ἢ τὴν ἐξομοίωση μὲ τὰ θηρία, λόγῳ τῆς ἀμφίβιας φύση της.»[14]

Μάλιστα ὁ Φώτιος ποὺ διασώζει τὸ "περὶ Πρόνοιας" ἔργο τοῦ Ἰεροκλή - παραφρασμένο ἀλλὰ ὄχι ἀλλοιωμένο - στὶς ἐπιτομές του, ἀναφέρει πώς:
«Ὁ Ἰεροκλὴς στὴν μελέτη του, ἀκολουθῶντας τὸν Πλάτωνα, δίνει ὑπόσταση πρῶτα στὸν δημιουργὸ Θεὸ ποὺ ἔχει τεθεῖ ἐπικεφαλῆς ὁλόκληρης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης διακοσμήσεως(Κόσμου), ἡ ὁποία δὲν ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ κάποιο ὑπόστρωμα ποὺ προϋπῆρχε. Γιατί ἡ βούληση ἐκείνου ἀρκοῦσε γιὰ τὴν ὑπόσταση τῶν ὄντων. Καὶ καθὼς ἡ σωματικὴ φύση ἔχει συνταχθεῖ μὲ τὴν ἀσώματη δημιουργία, συστήνεται καὶ ἀπὸ τίς δύο. Ἕνας τελειότατος Κόσμος, διπλὸς καὶ ἕνας ταυτόχρονα. Ἐντὸς τοῦ ὑπάρχουν πρῶτα, μεσαῖα καὶ τελευταῖα ὄντα. Καὶ ἀπὸ αὐτά, τὰ πρῶτα τὰ ἀποκαλεῖ οὐράνια καὶ θεούς, τὰ μεσαῖα λογικὰ ὄντα τὰ ἀποκαλεῖ αἰθέρια καὶ ἀγαθοὺς δαίμονες, ποὺ γίνονται διερμηνεῖς καὶ ἄγγελοι(=αγγελιοφόροι) τῶν πραγμάτων ποὺ ὠφελοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὰ τελευταῖα λογικὰ ὄντα τὰ ἀποκαλεῖ περίγεια καὶ ἀνθρώπινες ψυχὲς ἢ ἀθάνατους ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὰ τὰ τρία γένη ἔχουν συνδεθεῖ μεταξύ τους σὰν σὲ ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ ἢ χορὸ ἢ συμφωνία, ἐνῶ ἡ διάκρισή τους ὡς πρὸς τὴν φύση τους διατηρεῖται ἀδιατάρακτη λόγῳ τῆς ἕνωσὴς καὶ ἀλληλουχίας τους. Καὶ ὅτι τὰ ἀνώτερα κυβερνοῦν τὰ ὑποδεέστερα, καὶ ὅτι σὲ ὅλα τους βασιλεύει ὁ πατέρας καὶ δημιουργὸς Θεός. Καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ πατρικὴ βασιλεία του ἀποτελεῖ τὴν πρόνοια ποὺ νομοθετεῖ σὲ κάθε γένος αὐτὰ ποὺ τοῦ ταιριάζουν, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ ἀποκαλεῖται εἱμαρμένη. Γιατί δὲν εἶναι ἡ παράλογη ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἀστρολόγοι, οὔτε ἡ βία γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ Στωικοί, οὔτε αὐτὴ ποὺ θεωρεῖ ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν Ἀφροδισιάδα, ὁ ὁποῖος τὴν ταύτιζε μὲ τὴν πλατωνικὴ φύση τῶν σωμάτων, οὔτε ἡ γέννηση μᾶς ποὺ ἀλλάζει μὲ ἐπωδὲς καὶ θυσίες, ὅπως θεωροῦσαν κάποιοι, ἀλλὰ ἡ δικαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν παραβατῶν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τῆς πρόνοιας, ἐνέργεια ἡ ὁποία μὲ τάξη καὶ εἱρμὸ διορθώνει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τίς συνθῆκες ποὺ ἐπιλέγονται ἀπὸ τίς αὐτεξούσιες πράξεις μας.»

Μάλιστα:
«Λέει ὅτι ἡ πρόνοια καὶ ἡ τάξη ἀπὸ τὸν δημιουργὸ ἁπλώνεται ἀπὸ κοινοῦ σὲ ὅλα τὰ ἀθάνατα γένη, κυρίως ὅμως καὶ πιὸ φυσικὰ στὰ πρῶτα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἄμεσα τὴ γέννησή τους ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ βρίσκονται ἀμέσως μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ἄριστη συμμετοχὴ στὰ νοητὰ ἀγαθά. Γιατί, καθὼς ὑπάρχουν τρία ἐγκόσμια γένη, τὸ κορυφαῖο καὶ τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ δημιουργοῦ τυγχάνει ἀτρέπτου καὶ ἀμεταβλήτου πρὸς τὸν δημιουργὸ ἐξομοιώσεως ἐν πάσῃ θεοειδεὶ εὐταξίας. Ὅπως εἴπαμε ὅτι εἶναι τὸ γένος τῶν οὐρανίων ὄντων. Τὸ δεύτερο, τὸ ὁποῖο προσλαμβάνει μὲ κατώτερο καὶ ὑποβαθμισμένο τρόπο τὴν θεία τάξη, δὲν μετέχει μὲ ἀμετάβλητο καὶ ἀδιαίρετο τρόπο στὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν δημιουργό, ἀλλὰ ἀλάνθαστα καὶ ἀδιάφθορα στρέφεται πρὸς τοὺς πατρικοὺς νόμους. Καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ τὸ ἔχουμε ἀποδώσει στὰ αἰθέρια ὄντα. Τὸ τρίτο, ὡς τελευταῖο μεταξὺ τῶν θείων γενῶν, ὄχι μόνο εἶναι κατώτερο ἀπὸ τὰ οὐράνια ὄντα ἐπειδὴ μετατρέπεται μὲ διάφορους τρόπους, ἀλλὰ εἶναι κατώτερο καὶ ἀπὸ τὴν ἀξία τῶν αἰθέριων ὄντων ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς διαφθείρεται. Γιατί τὸ νὰ νοοῦν πάντα τὸν θεὸ καὶ νὰ κατέχουν ἠνωμένως τὴν γνώση του εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν οὐρανίων ὄντων. Τὸ νὰ νοοῦν πάντα ἀλλὰ ἀναλυμένα, εἶναι χαρακτηριστικὸ στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, οἱ ὁποῖες ἐκ φύσεως ὑπολείπονται ἀπὸ τὴν ἀδιαίρετη νόηση τῶν οὐρανίων ὄντων καὶ ἀπὸ τὴν γνώση τῶν αἰθέριων ὄντων ποὺ πληθαίνει μὲ τάξη, ἐπειδὴ οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς δὲν νοοῦν οὔτε ἑνιαίως οὔτε ἀϊδίως, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀνυψωθοῦν στὴν τάξη τῆς νόησης, μιμοῦνται τὴν αἰθέρια γνώση καί, ἀκολουθῶντας αὐτήν, καρπώνονται τὴν ἐνατένιση τῶν νοητῶν. Μετὰ τὸ τρίτο νοητικὸ γένος, τὸ ὁποῖο ἄλλοτε νοεῖ καὶ ἄλλοτε δὲν νοεῖ, ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ δὲν νοεῖ ποτέ, σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα τῆς τέλειας διαίρεσης. Αὐτὸ εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο, καθὼς δὲν μπορεῖ μὲ κανέναν τρόπο νὰ μετέχει στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπορρίπτεται ἡ ἄποψη ὅτι εἶναι γέννημα ἐκείνου. Γιατί πὼς τὸ ἄλογο καὶ τὸ ἀνόητο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ νοητοῦ Θεοῦ ; Γιατί κάθε εἰκόνα ἐκείνου εἶναι νοήμων καὶ λογική, καὶ ἔχει τὴ φύσῃ νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν δημιουργό της.»
Ἐν ὀλίγοις καὶ συμφώνως μὲ τὸν Πρόκλο:

Εἴμαστε μεσαῖα ὄντα, ἔχουμε ἐγκατασταθεῖ μέσα στὴν ἐπιλογὴ καὶ μποροῦμε κινηθοῦμε καὶ πρὸς τίς δυὸ κατευθύνσεις. Καὶ πρὸς ὅποια κατεύθυνση καὶ ἂν κινηθοῦμε, κυριαρχούμαστε ἀπὸ τὸ σύμπαν καὶ λαμβάνουμε τὸν κλῆρο ποὺ μᾶς ἀξίζει. Καὶ ἂν κινηθοῦμε πρὸς τὸ καλύτερο, γινόμαστε νόηση, ἂν κινηθοῦμε πρὸς τὸ χειρότερο, γινόμαστε αἴσθηση. [15]

Κατὰ τὴν ἔννοια ὅτι:
ἔχουμε μιὰ γνώση μεσαία, ἀνάμεσα σὲ ὅσα μόνο γνωρίζουν καὶ σὲ ὅσα δὲν γνωρίζουν καθόλου, ἐκ τῶν ὁποίων το μὲν πρῶτο εἶναι ὁ νοῦς τὸ δὲ δεύτερο ἡ αἴσθηση. Γιατί ἡ αἴσθηση τῶν ἄλογων ὄντων δὲν γνωρίζει καθόλου τὴν ἀλήθεια, μιᾶς καὶ δὲν γνωρίζει οὔτε τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῶν αἰσθητῶν. Ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ἄλλη γνωρίζει ἄμεσα τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Ὄντος καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι πραγματική. Ἡ ψυχή, ὅμως, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνάμεσά τους, γνωρίζει τίς οὐσίες τῶν ὄντως Ὄντων, ἐπειδὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν αἴσθηση, καὶ δὲν τίς γνωρίζει, ἐπειδὴ εἶναι κατώτερη ἀπό τον νοῦ. [16]

Ἐν ὀλίγοις οἱ ἀνθρώπινη αὐτεξουσιότητα ὑπάρχει καὶ περιορίζεται στὴν δυνατότητα ποὺ ἔχουμε ὡς ὄντα νὰ ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα σὲ δυὸ δρόμους:
1. Στὴν συμπαράταξη μᾶς μὲ τὴν θεία &νοητικὴ ζωή, κάτι ποὺ μᾶς καθιστά,καθιστᾷ ὡς ὄντα ἀληθῶς & ὄντως ἐλεύθερους καὶ μᾶς τοποθετεῖ παρὰ τῶν θεῶν, ὑπεράνω τῆς εἱμαρμένης.
2. Στὴν συμπαράταξη μᾶς μὲ τὴν αἴσθηση καὶ τὸ ψεῦδος της, κάτι ποὺ μᾶς ὑποδουλώνει στὴν εἱμαρμένη καὶ στὰ ἐξωτερικὰ ἐγκόσμια, αἰσθητὰ καὶ σωματικά.
Καὶ αὐτὸ κατὰ τὴν ἔννοια ὅτι μέσα στὸ σύμπαν ὑπάρχουν 3 εἰδῶν,εἰδών ὄντα : τὰ ἀνώτερα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ὑπάγονται μόνο στὸν νόμο τῆς πρόνοιας - αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐγκόσμιοι θεοὶ καὶ τὰ κρείττονα γένη(κατ' οὐσίαν Ἄγγελοι, Δαίμονες & Ἥρωες), τὰ κατώτερα τὰ ὁποῖα ἔχουν σῶμα καὶ αὐτοκιούμενη ἀλλὰ ἄλλογη(θνητὴ) ψυχὴ καὶ ὑπάγονται στὸν νόμο τῆς Εἱμαρμένης - αὐτὰ εἶναι τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά, τέλος δὲ τὰ ἐνδιάμεσα/μεσαῖα, τὰ ὁποῖα ἔχουν σῶμα καὶ αὐτοκινούμένη ψυχὴ ἀλλὰ λογικὴ & αἴδια καὶ ὑπάγονται καὶ στὴν πρόνοια καὶ στὴν Εἱμαρμένη - αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Δηλ. ὅσα ἔχουν ἕνα εἶδος αὐτοκινούμενης ζωῆς καὶ ψυχῆς λογικῆς & αἴδιας εἶναι τὰ ἴδια ὑπεύθυνα γιὰ τὴν ἀξία τους μέσα στὸ σύμπαν - οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ὅσα ἔχουν μὲν ἐνα εἶδος αὐτοκινούμενης ζωῆς ἀλλὰ ἡ ψυχή τους εἶναι ἄλογη δὲν εἶναι ὑπεύθυνα γιὰ τὴ δική τους ἀξία καὶ σειρὰ μέσα στὸ σύμπαν.

Ἐξ οὗ καὶ συμφώνως μὲ τὸν Ἰάμβλιχος:

«ὁ ἄνθρωπος ποὺ νοεῖται ὡς θεοποιημένος, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ πρὶν ἦταν ἑνωμένος μὲ τὴ θέα τῶν Θεῶν, μπῆκε σὲ μιὰ ἄλλη ψυχή, στὴν περὶ τὸ ἀνθρώπινης μορφῆς εἶδος προσαρμοσμένη ψυχή, καὶ ἐγένετο μέσα στὰ δεσμὰ τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς εἱμαρμένης.»[17]     

 Ἐπὶ τῆς οὐσίας καὶ συμφώνως μὲ τὸν Πρόκλο:

«ὑπάρχει μιὰ ψυχὴ ποὺ εἶναι ξεχωριστὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ, ἀπὸ ψηλὰ ἀπὸ τοὺς θεούς, κατεβαίνει σὲ τοῦτον τὸν θνητὸ τόπο, καὶ ἄλλη ψυχὴ ποὺ λαμβάνει ὑπόσταση μέσα στὸ σῶμα καὶ εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα στὰ ὁποῖα κατοικεῖ. Ἡ δεύτερη ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν Εἱμαρμένη, ἐνῶ ἡ πρώτη ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν πρόνοια τῶν Θεῶν ὡς πρὸς τὴν οὐσία της.»[18]

Δηλαδὴ ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἰάμβλιχος:

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δυὸ ψυχές. Ἡ μία προέρχεται ἀπὸ τὸ πρῶτο νοητὸ καὶ μετέχει στὴ δύναμη τοῦ δημιουργοῦ, ἐνῶ ἡ ἄλλη παραδίδεται ἐκ της τῶν οὐρανίων περιφορᾶς καὶ σὲ αὐτὴν ἐπισέρπει(διεισδύει) ἡ θεοπτικὴ ψυχή. Καθώς, λοιπόν, αὐτὰ ἔχουν ἔτσι, ἡ ψυχὴ ποὺ ἀπὸ τῶν κόσμων κατεβαίνει σε ἐμᾶς, παρακολουθεῖ τίς περιόδους τοῦ Κόσμου, ἐνῶ ἡ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητὰ εἶναι παροῦσα. Καὶ ὑπερέχει ἀπὸ τῆς γενεσιουργοῦ ἀνακυκλώσεως, καὶ μὲ αὐτὴν λαμβάνει χώρα ἡ λύσις της εἱμαρμένη καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος τῆς ἀΐδιας καὶ λογικῆς ψυχῆς, καὶ ἡ θεουργία ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸ ἀγέννητο ἐπιτελεῖται μὲ βάση αὐτὴ τὴ ζωή.»[19]

Μάλιστα κατὰ πὼς λέγει ὁ Ἰάμβλιχος:

«Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἄϋλη καθαυτή, ἀσώματος, ἀγέννητη ἐντελῶς καὶ ἀνώλεθρη, ἔχοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό της τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ζωή της, ἐντελῶς αὐτοκινούμενη καὶ ἀρχὴ τῆς φύσης καὶ ὅλων τῶν κινήσεων. Αὐτὴ λοιπόν, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι τέτοια, ἔχει περιλάβει μέσα της τὴν αὐτεξούσια καὶ τὴν ἀνεξάρτητη ζωή. Καὶ ὅσο δίνει τὸν ἑαυτό της σὲ ὅσα γεννιοῦνται καὶ ὑποτάσσει τὸν ἑαυτό της στὴν κίνηση τοῦ σύμπαντος, τόσο ἄγεται ἀπὸ τὴν εἱμαρμένη καὶ ὑποτάσσεται στὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Καὶ ὅσο πάλι ἀναπτύσσει τὴ νοητικὴ καὶ πραγματικὰ ἀνεξάρτητη ἀπὸ ὅλα καὶ αὐτόβουλη ἐνέργεια της, τόσο πράττει ἑκούσια τὰ δικά της καὶ μὲ ἀλήθεια ἀγγίζει τὸ θεῖο, τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ νοητό».[20]

Ἐξ οὗ καὶ λέγει - ὁ Ἰάμβλιχος - πώς:

«Πρέπει ἄρα νὰ ἐπιδιώξουμε νὰ ζήσουμε τὸν κατὰ νοῦ βίο καὶ εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τοὺς θεούς. Διότι μόνο αὐτὸς μᾶς δίνει τὴν ἀδέσμευτη ἐξουσία τῆς ψυχῆς, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀνάγκης καὶ μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε ὄχι κάποιον ἀνθρώπινο βίο, ἀλλὰ τὸν θεῖο καὶ αὐτὸν ποὺ συμπληρώνεται ἀγαθῶν ἐκ τῆς βούλησης τῶν Θεῶν.»[21]

Μάλιστα κατὰ πὼς λέγει ὁ Ἰεροκλής:

«Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν πραγματικὴ ἀξία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αρἱστοτέχνης δημιουργὸς τοῦ Κόσμου, μόνο ἂν τὸν θεωρήσουμε δημιουργὸ τῶν Θεῶν καὶ τῶν ἀμετάβλητων λογικῶν ὄντων. Τὸ κείμενο τῶν χρυσῶν ἐπῶν αὐτοὺς ἀποκάλεσε ἀθάνατους θεούς, ἐκείνους ποὺ νοοῦν τὸν δημιουργὸ Θεὸ πάντα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, καὶ ποὺ πάντα ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τὸν ἀγαθὸ ἐκείνου, καὶ ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ ἐκεῖνον ἀδιαίρετα καὶ ἀμετάβλητα τὴν ὕπαρξὴ καὶ τὴν εὐδαιμονία, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν οἱ ἴδιοι εἰκόνες τῆς δημιουργικῆς αἰτίας, καθὼς εἶναι ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφθοροι. Γιατί ταιριάζει στὸν θεὸ νὰ δώσει ὑπόσταση σὲ τέτοιες εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὄχι μόνον σὲ ὅλες ὅσες εἶναι μεταβλητὲς καὶ ὑπόκεινται στὴν πτώση πρὸς τὴν κακία, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθρώπινες ψυχές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὸ ἔσχατο γένος τῶν λογικῶν φύσεων, ὅπως ἀκριβῶς τὸ κορυφαῖο γένος εἶναι τὸ γένος τῶν ἀθανάτων Θεῶν. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν ἀθάνατοι Θεοὶ σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τίς ἀνθρώπινες ψυχές, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν πεθαίνουν χάνοντας τὴν θεία εὐζωία οὔτε ποτὲ περιέρχονται σὲ λήθη τῆς δικῆς τους οὐσίας καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ πατέρα.
Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅμως, ὑπόκειται σὲ αὐτὰ τὰ παθήματα, καθὼς ἄλλοτε νοεῖ τὸν θεὸ καὶ ἀνακτᾷ τὴν ἀξία της, ἄλλοτε ὅμως ἐκπίπτει ἀπὸ αὐτά. Γιὰ αὐτὸ καὶ δικαιολογημένα οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς χαρακτηρίζονται θνητοὶ θεοί, καθὼς κάποιες φορὲς πεθαίνουν χάνοντας τῆς θεῖα εὐζωία μὲ τὴν φυγὴ ἀπὸ τὸν θεὸ καὶ πάλι τὴν ξαναζοῦνε μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν θεό, καὶ μὲ τὸν ἕνα τρόπο ζοῦν τὴν θεία εὐζωία ἐνῶ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο πεθαίνουν, ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον μιὰ ἀθάνατη οὐσία νὰ συμμετέχει στὴν μοῖρα τοῦ θανάτου, ὄχι μὲ τὴν ἔξοδό της στὴν ἀνυπαρξία ἀλλὰ μὲ τὴν ἔκπτωση της ἀπὸ τὴν εὐδαιμονία. Γιατί θάνατος τῆς λογικῆς οὐσίας εἶναι ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἄνοια, ποὺ τίς ἀκολουθεῖ ἡ ἄμετρη ἐπανάσταση τῶν παθῶν. Γιατί λόγῳ τῆς ἄγνοιας τῶν κρειττόνων πραγμάτων ἐξ ἀνάγκη γίνεται δοῦλος τῶν χειρότερων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀλλιῶς παρὰ μόνον μὲ τὴν δια τῆς ἀναμνήσεως ἐπιστροφὴ στὸν νοῦ & στὸν θεό.»[22]

Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ Πυθαγόρειοι προέτρεπαν ἀφενός:

«Ἀπέφευγε τίς λεωφόρους καὶ βάδιζε ἀπὸ τὰ μονοπάτια».

Ἐπεξηγῶντας ὁ θεῖος Ἰάμβλιχος λέγει ὅτι:

«Αὐτὸ μᾶς προτρέπει νὰ ἀφήσουμε τὴν δημώδη καὶ ἀνθρώπινη ζωή, καὶ ἀξιώνει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ξεχωριστὴ καὶ θεία, καὶ λέει ὅτι πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τίς κοινὲς δοξασίες καὶ νὰ θεωροῦμε σημαντικὲς τίς ἰδιωτικὲς καὶ ἀπόρρητες, καὶ νὰ ὑποτιμᾶμε τὴν τέρψη ποὺ μᾶς φέρνει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ὐπερτιμᾶμε τὴν εὐδαιμονία ποὺ ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν θεία βούληση, καὶ νὰ ἀφήνουμε τίς ἀνθρώπινες συνήθειες ὡς δημώδης, καὶ νὰ τίς ἀνταλλάσουμε μὲ τὴν λατρεία τῶν θεῶν ὡς ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δημώδη ζωή.»[23]

Ἀφετέρου οἱ Πυθαγόρειοι ἔλεγαν
:
«Ἄπεχε ἀπὸ τὸ μελανούρι. Γιατί ἀνήκει στοὺς χθόνιους Θεούς.»[24]

Ἐπεξηγῶντας ὁ θεῖος Ἰάμβλιχος λέγει ὅτι:

«αὐτὸ μᾶς καλεῖ νὰ μένουμε σταθεροὶ στὴν οὐράνια πορεία τῶν ψυχῶν καὶ νὰ συνδεόμαστε μὲ τοὺς νοητικοὺς Θεούς, νὰ ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὴν ἔνυλη φύση καὶ νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὴν ἄϋλη καὶ καθαρὴ ζωή, καὶ νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἄριστη λατρεία τῶν Θεῶν καὶ αὐτὴν ποὺ ἁρμόζει τοὺς πρώτιστους Θεούς. Αὐτά, λοιπόν, τὰ σύμβολα προτρέπουν στὴν τῶν Θεῶν γνώση καὶ θρησκεία».[25]
-------------------------
[1]  Συγκρατοῦμε ὅτι «Ἔνδειξη τῆς ἀνωτερότητας καὶ τῆς κατωτερότητάς τους ὡς πρὸς τὴν οὐσία τους - τῶν ἐγκόσμιων θεῶν - εἶναι ἡ σειρὰ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν, ποὺ καθεμία ἔλαβε τὴ θέση της ἀνάλογα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμή της, ὥστε ὁ νόμος νὰ στηρίζεται στὴν οὐσία τους καὶ ἡ σειρὰ νὰ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ἀξία τους».

[2]  Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.10.3 - 1.12.11»:
In aureum carmen 1.10.3 ` to     In aureum carmen 1.12.11

νόμὸς μὲν ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούλησις ἡ ἀϊδίως παράγουσα τὰ πάντὰ καὶ εἰς ἀεὶ διασῴζουσα, τάξὶς δὲ ἔννομος ἡ ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων καὶ δημιουργοῦ τοῖς ἀθανάτοις θεοῖς συνεισελθοῦσα καὶ ποιοῦσα ἐν αὐτοῖς τοὺς μὲν πρώτούς, τοὺς δὲ δευτέρους. εἰ γὰρ καὶ ὡς ἐν παντὶ τῷ λογικῷ διακόσμῳ τὴν ἀκρότητα ἔλαχον, ὅμως ἐν ἑαυτοῖς ποικίλλονται κάί εἰσιν ἄλλοι ἄλλων θειότεροι. μήνυμα δὲ τῆς κάτ᾽ οὐσίαν αὐτῶν ὑπεροχῆς τε καὶ ὑποβάσεως ἡ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν τάξὶς κάτ᾽ οὐσίαν καὶ δύναμιν τὴν θέσὶν διαλαχοῦσα, ὡς ἐν τῇ οὐσίᾳ αὐτῶν κεῖσθαι τὸν νόμὸν καὶ τὴν τάξὶν ὁμοφυῆ εἶναι αὐτῶν τῇ ἀξίᾳ. οὐ γὰρ ὡς ἔτυχεν ὑποστάντες ὕστερον διεκρίθησαν, ἀλλὰ τεταγμένοι προῆλθον εἰς τὸ εἶναι ὥσπερ ἐν ἑνὶ ζώῳ τῷ ὅλῳ οὐρανῷ διάφορα ὄντες μέρὴ καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα σύνταξιν ἐν τῇ κάτ᾽ εἶδος διαστάσει ἅμα καὶ συναφῇ ἀποσῴζοντες, ὥστε μηδὲ ἐπάλλαξιν τῆς θέσεως αὐτῶν ἐπινοηθῆναί ποτε δύνασθαι εἰ μὴ μετὰ τῆς φθορᾶς τοῦ πάντός, ἣν ἀδύνατον ἐπισυμβῆναι, ἔστ᾽ ἂν ᾖ τὸ πρῶτον αὐτῶν αἴτιον ἀμετάβλητον πάντῃ καὶ ἄτρεπτον καὶ τὴν οὐσίαν τῇ ἐνεργείᾳ τὴν αὐτὴν κεκτημένον καὶ τὴν ἀγαθότητα οὐκ ἐπίκτητον ἔχον, ἀλλ᾽ οὐσιωμένην κάθ᾽ αὑτὴν καὶ δί᾽ αὐτὴν τὰ πάντὰ πρὸς τὸ εὖ εἶναι παράγον.

3] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.16.1 - 1.17.1»:
In aureum carmen 1.16.1 ` to In aureum carmen 1.17.1

τίς δὲ ὁ νόμὸς καὶ ἡ τούτῳ ἑπομένη τίμή; πάλὶν λέγωμεν, ὅτι νόμὸς μὲν ἡ ἄτρεπτος τοῦ θεοῦ καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένὴ καὶ τάττουσα ἀϊδίως τε καὶ ἀμεταβλήτως, ἡ δὲ σύμφωνος τῷ νόμῳ τιμὴ ἡ τῆς οὐσίας ἐστὶ τῶν τιμωμένων γνῶσις καὶ ἡ πρὸς αὐτὴν κατὰ δύναμιν ἐξομοίωσις. ὃ γὰρ ἄγαταί τις, καὶ μιμεῖται, ὅσον αὐτῷ οἷόν τε, καὶ τιμὴν ποιεῖται τοῦ ἀνενδεοῦς τὴν τῶν ὑπ᾽ ἐκείνου προτεινομένων ἀγαθῶν ὑποδοχήν.

[4] Βλ., Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 2.1.3 - 2.3.9» :
In aureum carmen 2.1.3 ` to In aureum carmen 2.3.9

ὅρκον δὲ νῦν ἑπομένως ἂν τῷ νόμῳ λέγοιμεν τὴν ἐν ταὐτότητι τὰ πάντα διατηροῦσαν αἰτίαν καὶ οὕτως αὐτὰ βεβαιουμένην ὡς ἐν ὅρκου πίστει κρατούμενα καὶ διασῴζοντα τοῦ νόμου τὴν τάξιν, ὥστε ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ νόμου εἶναι τὸ ἀπαράβατον τῆς ἐν τοῖς δημιουργηθεῖσιν εὐταξίας. τὸ γὰρ διαμένειν τὰ πάντα, νόμῳ ὡς διάκειται, προηγούμενον ἔργον ἂν εἴη τοῦ θείου ὅρκου, ὃς ἐν μὲν τοῖς ἀεὶ νοοῦσι τὸν θεὸν μάλιστά τε καὶ ἀεὶ διασῴζεται. ἐν δὲ τοῖς ποτὲ μὲν νοοῦσι, ποτὲ δὲ ἀφισταμένοις τῆς θείας γνώσεως καὶ ὁ ὅρκος ὁμοίως παραβαίνεται μὲν ὑπὸ τῶν ἀφισταμένων, αὖθις δὲ τηρεῖται ὑπὸ τῶν πρὸς τὴν θείαν στροφὴν ἀναγομένων. ἡ γὰρ τήρησις τῶν θείων νόμων ὅρκος νῦν λέγεται, ᾧ δέδεται καὶ ἀνήρτηται πάντα πρὸς τὸν δημιουργὸν θεὸν τὰ γινώσκειν αὐτὸν πεφυκότα, ὧν τὰ μὲν ἀεὶ ἐχόμενα αὐτοῦ ἀεὶ σέβει τὸν ὅρκον, τὰ δὲ ἀφιστάμενά ποτε τότε καὶ περὶ τὸν ὅρκον ἀσεβεῖ, οὐ μόνον τοῦ θείου νόμου τὴν τάξιν ἀλλὰ καὶ τοῦ θείου ὅρκου τὴν πίστιν παραβαίνοντα. τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ τοῖς λογικοῖς γένεσιν ἐνουσιωμένος ὅρκος· ἔχεσθαι τοῦ πατρὸς αὐτῶν καὶ ποιητοῦ καὶ μὴ παραβαίνειν μηδαμῆ τοὺς ὑπ᾽ ἐκείνου διορισθέντας νόμους.

[5] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.22.2 - 1.22.5» :
In aureum carmen 1.22.2 ` to In aureum carmen 1.22.5

ἐπειδὴ δὲ τὸν νόμὸν τῆς τοῦ παντὸς διατάξεως ἄτρεπτος φρουρὰ διατηρεῖ καὶ τὸν τῆς φρουρᾶς ταύτης φύλακα τοῖς παλαιοῖς ἔθος ἦν δί᾽ ἀπορρήτων ὅρκον ὀνομάζειν,

[6] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 27.9.4 - 27.9.8» :
In aureum carmen 27.9.4 ` to In aureum carmen 27.9.8

ἀκροτάτη δὲ ἀρετὴ τοῖς τε τῆς δημιουργίας ὅροις ἐμμένειν, οἷς πάντὰ κάτ᾽ εἶδος διακέκριται, καὶ τοῖς τῆς προνοίας ἕπεσθαι νόμοίς, δί᾽ οὓς τὰ πάντὰ κατὰ τὴν οἰκείαν δύναμιν πρὸς τὸ σύμμετρον ἀγαθὸν οἰκειοῦται.

[7]   Ἡ ἀΐδιος & λογικὴ ψυχὴ κατερχόμενη ἐκ τοῦ νοητοῦ ἐν τῇ γενέσει, μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ ἅμα τὴν τελειοποίησή της(νεοτελεὶς ψυχές), ἐνδύεται ΠΑΝΤΑ ἄνθρωπο. Δὲν ἐμψυχώνει ἄλλο εἶδος σώματος.
[8]  Ἡ ἀΐδιος & λογικὴ ψυχὴ κατερχόμενη ἐκ τοῦ νοητοῦ ἐν τῇ γενέσει, μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ ἅμα τὴν τελειοποίησή της(νεοτελεὶς ψυχές), ἐνδύεται ἄνθρωπο καὶ ἀνήρ, δηλ. λογικὴ δηλ. ζωή.

9] Ἡ ἀΐδιος & λογικὴ ψυχὴ κατερχόμενη ἐκ τοῦ νοητοῦ ἐν τῇ γενέσει ἐνδύεται ἄνθρωπο, μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ ἅμα τὴν τελειοποίησή της(νεοτελεὶς ψυχές), ἐνδύεται ἄνθρωπο καὶ ἀνήρ, δηλ. λογικὴ δηλ. ζωή, ἂν ὅμως περιπέσει σὲ σφάλματα, στὴν δεύτερη γέννησή της -πλέον πηγαίνει ἀπὸ γέννηση σὲ γέννηση - ἐνδύεται μιὰ ζωὴ ἐνδιάμεση τῆς λογικῆς καὶ ἄλογης, αὐτὴ ἡ ζωὴ συμβολίζεται μὲ τὴν γυναῖκα. Ἡ Λογικὴ ζωὴ μὲ τὸν ἄνδρα καὶ ἡ ἄλογη μὲ τὸν πίθηκο.

[10] Βλ., Πρόκλος «Εἰς Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε', 3.301.24 - 3.303.32» :

Επὶ δὲ τὴν λέξὶν χωρήσαντες ἐκεῖνο πρῶτον πιέσωμεν, ὅτι πάντὰς τοὺς εἱμαρμένους νόμοὺς διὰ τῆς δεκάδος περιέλαβε, διότι καὶ συμφυής ἐστιν ἡ δεκὰς πρὸς τὴν δημιουργικὴν αἰτίαν· †ἤγουν καὶ ὅσα ἀγαθὰ τῷ παντὶ κόσμῳ δέδωκεν ὁ δημιουρ γός, εἰς τοῦτον τελοῦντα τὸν ἀριθμόν, ὄντα τὰ πάντὰ δέκά· καὶ γάρ ἐστιν ἡ δεκὰς κοσμική, καθάπερ ὁ <ὕμνος ὁ Πυθαγόρειοσ> λέγεί, <πανδεχέα, πρέσβειραν> αὐτὴν καλῶν, <ὅρον περὶ πᾶσι τιθεῖσαν, ἄτροπον, ἀκαμάτην· δεκάδα κλείουσί μὶν ἁγνήν>. εἰσὶν οὖν καὶ οἱ νόμοὶ οἱ περὶ τῶν ψυχῶν οἱ εἱμαρμένοι πάντὲς οἱ εἰρημένοι δέκά· δεῖ σπαρῆναι τὰς ψύχάς. δεῖ μίὰν εἶναι πάσαὶς κάθοδον κοινὴν ἐν ἑκάστῃ περιόδῳ. δεῖ κατιοῦσαν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ θεοσεβὲς κατιέναι ζῷον. δεῖ τὴν κατιοῦσαν εἰς ἀνθρωπίνην φύσὶν εἰς ἀνδρὸς ἰέναι πρῶτον γόνήν. δεῖ τὴν ἐν σώματι ψυχὴν μεριστὰς φῦσαι καὶ ἐνύλους ζώάς. δεῖ τὴν μὲν κρατοῦσαν τῆς ἐνύλου ζωῆς δικαίαν εἶναι, τὴν δὲ κρατουμένην ὑπ᾽ αὐτῆς ἄδικον. δεῖ τὸν δίκαιον εἰς τὸ σύννομον ἄστρον ἀνατρέχειν. δεῖ τὸν ἁμαρτόντα κατιέναι πάλὶν εἰς γυναικὸς φύσὶν ἐν δευτέρᾳ γενέσει. δεῖ τὸν ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει.
σφαλέντα κατὰ τὴν τρίτὴν ἀπόστασιν εἰς θήρειον μεταβάλλειν φύσίν. καὶ ἐπὶ πᾶσι νόμὸς δημιουργικὸς δέκατος· μίὰ σωτηρία τῆς ψυχῆς, παύουσα τὸν κύκλὸν τῆς ἐν τῇ γενέσει τῆς πλάνής, ἡ πρὸς τὴν ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδον ἀνάγουσα ζώή. πάντὲς δὴ οὖν οἱ εἰρημένοι νόμοί, διὰ τῆς δεκάδος περιληφθέντες, διότι τὴν δεκάδα καὶ τῷ δημιουργῷ προσοικειοῦσι καὶ τῇ εἱμαρμένῃ <Πυθαγορείων παῖδεσ>, ἐνεσπάρησαν ταῖς ψυχαῖς, ἵνα δὴ καὶ ἑαυτὰς ἄγωσι (καὶ γὰρ οἱ θεοὶ βούλονται τῶν αὐτοκινήτων ἄρχειν ὡς αὐτοκινήτων ὄντων), καὶ ἵνα τῶν ἔπειτα κακῶν αὐταὶ ἑαυταῖς ὦσιν αἴτιαι καὶ ὁ δημιουργὸς ἀναίτιος·

[11] Βλ., Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 9».
[12] Πεθαίνουμε στὸν νοητὸ Κόσμο γιὰ νὰ ἔρθουμε στὸν αἰσθητὸ καὶ πεθαίνουμε στὸν αἰσθητὸ γιὰ νὰ γυρίσουμε στὸν νοητό.
[13] ἀπώλεια τῶν φτερῶν τῆς ψυχῆς.
[14] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 24.1.1 - 24.9.6» :
In aureum carmen 24.1.1 ` to In aureum carmen 24.9.6




Τῆς τῶν ἀσωμάτων καὶ σωματικῶν γενῶν καλῶς γνωσθείσης διατάξεως ἕπεται καὶ τὴν ἀνθρώπου οὐσίαν ἀκριβῶς γνωρίζεσθαι, οἵα τε οὖσα τυγχάνει καὶ οἵων δεκτικὴ παθημάτων, καὶ ὅτι ἐν μεθορίῳ ἐστὶ τῶν τε ἀπτώτων εἰς κακίαν καὶ τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐ πεφυκότων ἀνάγεσθαι· διὸ καὶ ἐπαμφοτερίζει ταῖς σχέσεσιν, ὁτὲ μὲν ἐκεῖ ζῶν τὴν νοερὰν εὐζωΐαν, ὁτὲ δὲ ἐνταῦθα τὴν αἰσθητικὴν ἐμπάθειαν προσλαμβάνων, ἔνθεν καὶ λέγεται ὀρθῶς ὑπὸ Ἡρακλείτου, ὅτι ζῶμεν τὸν ἐκείνων θάνατον, τεθνήκαμεν δὲ τὸν ἐκείνων βίον. κάτεισι γὰρ καὶ ἀποπίπτει τῆς εὐδαίμονος χώρας ὁ ἄνθρωπος, ὡς Ἐμπεδοκλῆς φησιν ὁ Πυθαγόρειος, φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης, νείκεϊ μαινομένῳ πίσυνος. ἄνεισι δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν ἕξιν ἀπολαμβάνει, εἰ φύγοι τὰ περὶ γῆν καὶ τὸν ἀτερπέα χῶρον, ὡς ὁ αὐτὸς λέγει, ἔνθα Φόνος τε Κότος τε καὶ ἄλλων ἔθνεα Κηρῶν, εἰς ὃν οἱ ἐκπεσόντες Ἄτης ἂν λειμῶνα κατὰ σκότος ἠλάσκουσιν. ἡ δὲ ἔφεσις τοῦ φεύγοντος τὸν τῆς Ἄτης λειμῶνα πρὸς τὸν τῆς ἀληθείας ἐπείγεται λειμῶνα, ὃν ἀπολιπὼν τῇ ὁρμῇ τῆς πτερορρυήσεως εἰς γήινον ἔρχεται σῶμα ὀλβίου αἰῶνος ἀμερθείς. τούτοις δὲ καὶ ὁ Πλάτων ἐστὶ σύμφωνος περὶ μὲν τῆς καθόδου ταυτὶ λέγων· ὅταν δὲ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μὴ ἴδῃ καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη πτερορρυήσῃ τε καὶ ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην εἰς ζῷον θνητὸν εἰσοικίζεσθαι. περὶ δὲ τῆς ἀνόδου ταῦτα· ὅτι τὸν προσφύντα ὕστερον ὄχλον ἐκ γῆς καὶ ὕδατος καὶ ἀέρος καὶ πυρός, θορυβώδη καὶ ἄλογον ὄντα, λόγῳ κρατήσας ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ τῆς πρώτης καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως, ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος· ὑγιὴς μὲν τῇ τῶν παθῶν ὡς νοσημάτων ἀπαλλαγῇ, ὃ διὰ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς παραγίνεται, ὁλόκληρος δὲ τῇ νοῦ καὶ ἐπιστήμης ὡς οἰκείων μερῶν ἀναλήψει, ὃ διὰ τῆς θεωρητικῆς ἀληθείας κατορθοῦσθαι πέφυκεν. καὶ πάλιν, ὡς δέοι τῇ ἐντεῦθεν φυγῇ τὴν ἀπὸ τῶν κρειττόνων γενομένην ἀπόστασιν ἐξιάσασθαι, σαφῶς παρίστησι φυγὴν τῶν τῇδε κακῶν τὴν φιλοσοφίαν ὁριζόμενος. συμπεφυκέναι γὰρ τὰ πάθη μόνοις τοῖς θνητοῖς ἀποφαίνεται διὰ τούτων· ἀλλ᾽ οὐδὲ ἀπολέσθαι τὰ κακὰ δυνατὸν οὔτε ἐν θεοῖς εἶναι, περὶ δὲ τόνδε τὸν τόπον καὶ τὴν θνητὴν φύσιν περιπολεῖν ἐξ ἀνάγκης. τοῖς γὰρ ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ πάντως που καὶ τὸ παρὰ φύσιν διατεθῆναι δύνασθαι παρέπεται, ὅπερ ἦν τῶν κακῶν ἀρχή. πῶς δὲ δεῖ ταῦτα φυγεῖν ἐπάγει· διὸ δεῖ ἐνθένδε ἐκεῖσε φυγεῖν. φυγὴ δὲ ὁμοίωσις θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ· ὁμοίωσις δὲ δίκαιον καὶ ὅσιον μετὰ φρονήσεως γενέσθαι. τὸν γὰρ ἀποδρᾶναι βουλόμενον τὰ κακὰ τὴν θνητὴν φύσιν πρῶτον ἀποστραφῆναι δεῖ· οὐ γὰρ οἷόν τε ταύτῃ συμπεφυρμένους μὴ καὶ τῶν ἑπομένων αὐτῇ κακῶν ἐξ ἀνάγκης ἀναπίμπλασθαι. ὥσπερ οὖν ἡ θεόθεν φυγὴ καὶ ἡ πτερορρύησις τῶν κουφιζόντων ἡμᾶς πρὸς τὰ ἄνω πτερῶν εἰς τὸν τῶν θνητῶν ἤνεγκε τόπον, οἶς τὰ κακὰ συνεισέρχεται, οὕτω καὶ ἡ τῆς θνητῆς προσπαθείας ἀποβολὴ καὶ ἡ τῶν ἀρετῶν οἷον πτερῶν τινων ἔκφυσις πρὸς τὸν τῶν κακῶν καθαρὸν τόπον, πρὸς τὴν θείαν εὐζωΐαν ἡμᾶς ἀνάξει. μέση γὰρ οὖσα ἡ τοῦ ἀνθρώπου οὐσία τῶν τε ἀεὶ νοούντων τὸν θεὸν καὶ τῶν μηδέποτε νοεῖν πεφυκότων ἄνεισί τε πρὸς ἐκεῖνα καὶ κάτεισι πρὸς ταῦτα, νοῦ κτήσει καὶ ἀποβολῇ πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν καὶ τὴν θήρειον διὰ τὸ τῆς φύσεως ἀμφίβιον ἀνὰ μέρος οἰκειουμένη.

[15] Βλ. Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 60.1-7».
[16] Βλ. Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 51».
[17] Βλ., Ἰάμβλιχος «Περὶ Μυστηρίων, 10.5.7 - 10.5.11» :
Myst 10.5.7 ` to Myst 10.5.11
ὁ θεωτὸς νοούμενος ἄνθρωπος, ἡνωμένος τὸ πρόσθεν τῇ θέᾳ τῶν θεῶν, ἐπεισῆλθεν ἑτέρᾳ ψυχῇ τῇ περὶ τὸ ἀνθρώπινον μορφῆς εἶδος συνηρμοσμένῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τῆς ἀνάγκης καὶ εἱμαρμένης ἐγένετο δεσμῷ.

[18] Βλ., Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 3».
[19] Βλ., Ἰάμβλιχος «Περὶ Μυστηρίων, 8.6.4 - 8.6.15» :
Myst 8.6.4 ` to Myst 8.6.15

 Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ   ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.

Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.

[20] Βλ., Στοβαῖος «Ἀνθολόγιο : ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰάμβλιχου στὸν Μακεδόνιο γιὰ τὴν εἱμαρμένη, 2.8.43.1 - 2.8.48.12» :
Anthologium 2.8.43.1 ` to Anthologium 2.8.45.12

Οὐσία ἐστὶν ἄϋλος ἡ τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἑαυτήν, ἀσώματος, ἀγέννητος πάντῃ καὶ ἀνώλεθρος, παρ᾽ ἑαυτῆς ἔχουσα τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῆν, αὐτοκίνητος παντελῶς καὶ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τῶν ὅλων κινήσεων. Αὕτη δὴ οὖν καθ᾽ ὅσον ἐστὶ τοιαύτη, καὶ τὴν αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἀπόλυτον περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ ζωήν. <Καὶ> καθ᾽ ὅσον μὲν δίδωσιν ἑαυτὴν εἰς τὰ γιγνόμενα καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ παντὸς φορὰν ἑαυτὴν ὑποτάττει, κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην ἄγεται καὶ δουλεύει ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις· καθ᾽ ὅσον δὲ αὖ τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ᾽ ἀληθείας ἐφάπτεται.

[21] Βλ., Στοβαῖος «Ἀνθολόγιο : ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰάμβλιχου στὸν Μακεδόνιο γιὰ τὴν εἱμαρμένη, 2.8.44.2 - 2.8.44.7» :
Anthologium 2.8.44.2 ` to Anthologium 2.8.44.7


Τὸν κατὰ νοῦν ἄρα βίον καὶ τὸν ἐχόμενον τῶν θεῶν διαζῆν μελετητέον· οὗτος γὰρ ἡμῖν μόνος ἀποδίδωσι τὴν ἀδέσποτον τῆς ψυχῆς ἐξουσίαν, ἀπολύει τε ἡμᾶς τῶν ἀναγκαίων δεσμῶν καὶ ποιεῖ ζῆν οὐκ ἀνθρώπινόν τινα βίον, ἀλλὰ τὸν θεῖον καὶ τῇ βουλήσει τῶν θεῶν ἀγαθῶν ἀποπληρούμενον.

[22] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.3.1 - 1.6.5» :
In aureum carmen 1.3.1 ` to In aureum carmen 1.6.5



τὴν δὲ ὄντως ἀξίαν τοῦ κοσμοποιοῦ καὶ ἀριστοτέχνου θεοῦ μόνως ἂν ἐξεύροιμεν, εἰ καὶ θεῶν αἴτιον αὐτὸν καὶ ἀτρέπτων λογικῶν οὐσιῶν ποιητὴν θησόμεθα. τούτους γὰρ νῦν ἀθανάτους θεοὺς ὠνόμασεν ὁ λόγος τοὺς ἀεὶ καὶ ὡσαύτως νοοῦντας τὸν δημιουργὸν θεὸν καὶ ἀεὶ πρὸς τὸ ἐκείνου ἀγαθὸν συντεταγμένους καὶ ἀπ᾽ ἐκείνου τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι ἀμερίστως τε καὶ ἀτρέπτως λαμβάνοντας, ὡς τῆς δημιουργικῆς αἰτίας εἰκόνας αὐτοὺς ὄντας ἀπαθεῖς καὶ ἀκακύντους. πρέπει γὰρ τῷ θεῷ καὶ τοιαύτας ὑποστῆσαι ἑαυτοῦ εἰκόνας καὶ μὴ πάσας τρεπτὰς καὶ ἐμπαθεῖς τῇ εἰς κακίαν ὑποφορᾷ, οἶαί εἰσιν αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαί, τῶν λογικῶν φύσεων τὸ ἔσχατον οὖσαι γένος, ὥσπερ αὖ ἀκρότατον ἦν νῦν τὸ τῶν ἀθανάτων θεῶν λεγόμενον γένος. καὶ μήποτε πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἀθάνατοι θεοὶ οὗτοι ἐκλήθησαν ὡς μὴ ἀποθνήσκοντες τὴν θείαν εὐζωΐαν μηδὲ ἐν λήθῃ ποτὲ γιγνόμενοι μήτε τῆς ἑαυτῶν οὐσίας μήτε τῆς τοῦ πατρὸς 1.5 ἀγαθότητος. τούτοις δὲ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ τοῖς πάθεσιν ὑπόκειται, ποτὲ μὲν νοοῦσα τὸν θεὸν καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀξίαν ἀπολαμβάνουσα, ποτὲ δὲ τούτων ἀποπίπτουσα. διὸ καὶ εἰκότως θνητοὶ θεοὶ λέγοιντο ἂν αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ ὡς ἀποθνῄσκουσαί ποτε τὴν θείαν εὐζωΐαν τῇ ἀπὸ θεοῦ φυγῇ καὶ ἀναβιωσκόμεναι αὐτὴν πάλιν τῇ πρὸς θεὸν ἐπιστροφῇ καὶ οὕτω μὲν ζῶσαι τὸν θεῖον βίον, ἐκείνως δὲ ἀποθνῄσκουσαι, ὡς οἷόν τε ἀθανάτῳ οὐσίᾳ θανάτου μοίρας μεταλαχεῖν, οὐ τῇ εἰς τὸ μὴ εἶναι ἐκβάσει, ἀλλὰ τῇ τοῦ εὖ εἶναι ἀποπτώσει. θάνατος γὰρ λογικῆς οὐσίας ἀθεΐα καὶ ἄνοια, οἷς ἕπεται καὶ ἡ περὶ τὸν βίον ἄμετρος τῶν παθῶν ἐπανάστασις. ἐν γὰρ τῇ ἀγνοίᾳ τῶν κρειττόνων ἀνάγκη δουλεύειν τοῖς χείροσιν, ὧν ἐλευθεριάσαι ἄλλως οὐχ οἷόν τε ἢ τῇ δι᾽ ἀναμνήσεως εἰς νοῦν καὶ θεὸν ἐπιστροφῇ.

[23] Βλ. Ἰάμβλιχος «Προτρεπτικὸς ἐπὶ Φιλοσοφία, 111.17 - 111.28» :
Protr 111.17 ` to Protr 111.28

Οἶμαι δ᾽ ὅτι καὶ τὸ ἐπὶ τούτοις εἰς τὸ αὐτὸ συντείνει· <τὰς λεωφόρους ὁδοὺς ἐκκλίνων διὰ τῶν ἀτραπῶν βάδιζε.> καὶ γὰρ τοῦτο τὴν μὲν δημώδη καὶ ἀνθρωπίνην ζωὴν ἀφιέναι παραγγέλλει, τὴν δὲ χωριστὴν καὶ θείαν μεταδιώκειν ἀξιοῖ, καὶ τὰ μὲν δοξάσματα τὰ κοινά φησι δεῖν ὑπερορᾶν, τὰ δὲ ἴδια καὶ ἀπόρρητα περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, καὶ τὴν μὲν πρὸς ἀνθρώπους φέρουσαν τέρψιν ἀτιμάζειν, τὴν δὲ τῆς θείας βουλήσεως ἐχομένην εὐπραγίαν περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, καὶ τὰ μὲν ἀνθρώπινα ἔθη ἐᾶν ὡς δημώδη, τὰς δὲ τῶν θεῶν θρησκείας ὡς ὑπερεχούσας τὴν δημώδη ζωὴν ἀνταλλάττεσθαι.

[24] Testimonia et fragmenta c6.33 ` to Testimonia et fragmenta c6.34
μελαν ούρου ἀπέχου· χθονίων γάρ ἐστι θεῶν.

[25] Βλ. Ἰάμβλιχος «Προτρεπτικὸς ἐπὶ Φιλοσοφία, 111.29 - 112.8» :
Protr 111.29 ` to Protr 112.8

Συγγενὲς δ᾽ ἐστὶ τούτῳ καὶ τὸ ἐφεξῆς· <μελανούρου ἀπέχου· χθονίων γάρ ἐστι θεῶν.> τὰ μὲν οὖν ἄλλα περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ Περὶ συμβόλων ἐροῦμεν, ὅσα δὲ εἰς προτροπὴν ἁρμόζει, παραγγέλλει τῆς οὐρανίας πορείας ἀντέχεσθαι καὶ τοῖς νοεροῖς θεοῖς συνάπτεσθαι, τῆς τε ἐνύλου φύσεως χωρίζεσθαι καὶ περιάγεσθαι πρὸς τὴν ἄυλον καὶ καθαρὰν ζωήν, θεῶν τε θεραπείᾳ χρῆσθαι τῇ ἀρίστῃ καὶ μάλιστα τοῖς πρωτίστοις θεοῖς προσηκούσῃ.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 20 Δεκεμβρίου 1522: Πολιορκία καὶ πτώση τής Ρόδου ἀπό Τούς ὀθωμανοὺς

Μετὰ ἀπὸ ἑξάμηνη πολιορκία, ἡ φρουρὰ τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν τῆς Ρόδου παραδίδεται στὸν Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπῆ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ ἡ Ρόδος ὑπέκειτο σὲ πολιορκία μέσα σὲ κάτι περισσότερο ἀπὸ 40 χρόνια, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ἡ καλύτερη προετοιμασία τῶν Ὀθωμανῶν, τὸ πυροβολικό, ἡ προσωπικὴ παρουσία τοῦ σουλτάνου καὶ οἱ 140.000 στρατιῶτες λύγισαν τοὺς πολιορκημένους.


Οἱ Ὀθωμανοὶ ἀποβιβάστηκαν ἀρχικὰ ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ρόδου μὲ 400 πλοῖα καὶ μερικὲς δεκάδες χιλιάδες ἄνδρες ὑπὸ τὴ διοίκηση τοῦ Τσομπὰν Σουλεϊμάν-πασᾶ γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν μὲ τὸ κύριο σῶμα τῶν 100.000 ἀνδρῶν ὑπὸ τὸν ἴδιο τὸν σουλτᾶνο λίγες μέρες μετά. Ἀπέναντί τους οἱ Ἰωαννίτες καὶ Ἕλληνες παρέτασσαν κάτι περισσότερο ἀπὸ 6 χιλιάδες ἐνόπλους καὶ σαφῶς λιγότερα πυροβόλα.


Ἡ πολιορκία ξεκίνησε μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς νὰ ἀποκλείουν τὴν πόλη ἀπὸ τὴ θάλασσα ἐνῶ βομβάρδιζαν ἀπὸ τὴν ξηρὰ ἐξαπολύοντας ἐπιθέσεις πρὸς τὰ ἰσχυρὰ τείχη ποὺ μονίμως ἀποκρούονταν μὲ μεγάλες ἀπώλειες. Τὰ τείχη τῆς Ρόδου εἶχαν ἐνισχυθεῖ μετὰ τὴν τελευταία πολιορκία μὲ καινοτομίες τῆς ἰταλικῆς πολιορκητικῆς σχολῆς μὲ χαμηλὰ κεκλιμένα ἀναχώματα ποὺ ἔκαναν τίς μπάλες του πυροβολικοῦ νὰ ἐξοστρακίζονται.


Στὶς 4 Σεπτεμβρίου, οἱ Ὀθωμανοί, ποὺ ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἔσκαβαν δύο σήραγγες κάτω ἀπὸ τίς ὀχυρώσεις, ἀνατίναξαν μιὰ μεγάλη ποσότητα ἐκρηκτικῶν ποὺ ἄνοιξε ἕνα ρῆγμα 11 μέτρων στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀγγλικοῦ προμαχῶνα γκρεμίζοντας τίς πολεμίστρες καὶ γεμίζοντας τὴν τάφρο μὲ χώματα. Ἀμέσως μεγάλη σύγκρουση ξέσπασε στὰ ἐρείπια διάσπαρτα ἀπὸ τὰ κομματιασμένα πτώματα τῶν ὑπερασπιστῶν, μὲ τὸ ρῆγμα νὰ ἀλλάζει χέρια ἀρκετὲς φορὲς ἀλλὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Μεγάλου Μαγίστρου Philippe Villiers de L'Isle-Adam καὶ τῶν ἱπποτῶν του, οἱ ὑπερασπιστὲς παρέμειναν κύριοι τῶν ὀχυρώσεων.

Οἱ Ὀθωμανοὶ ἐπιτέθηκαν ξανὰ καὶ ξανὰ ἀλλὰ πάντα ἀποκρούονταν ἂν καὶ μὲ μεγάλο κόστος. Ὁ Σουλεϊμὰν ὀργισμένος καταδίκασε τὸν γαμπρό του καὶ ἀρχιστράτηγο σὲ θάνατο γιὰ τὴν ἀνικανότητά του νὰ καταλάβει τὴν πόλη, ἀναλαμβάνοντας ὁ ἴδιος τὴ διεύθυνση μὲ τὸν Ἀχμὲτ πασᾶ, ἔμπειρο στὶς πολιορκίες, ὡς βοηθό. Οἱ Ὀθωμανοὶ θὰ συνεχίσουν τίς ἐφόδους καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῶν τειχῶν ποὺ ὑπερασπίζονταν Γερμανοὶ καὶ Ἱσπανοὶ ἱππότες ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία.

                                           Ὁ Μέγας Μάγιστρος τοῦ τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν 
                                                          τῆς Ρόδου, Philippe Villiers de L'Isle-Adam


Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα ποὺ διεξήγαγαν, μὲ τὰ τείχη τῆς πόλης σχεδὸν ὁλοκληρωτικὰ κατεστραμμένα καὶ καμία ὁρατὴ βοήθεια, οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ τάγματος καὶ οἱ Ἕλληνες ἄρχοντες τῆς πόλης ἀποδέχτηκαν τοὺς ὁμολογουμένως ἔντιμους ὅρους τοῦ Σουλεϊμάν. Ὅσοι Λατῖνοι τὸ ἐπιθυμοῦσαν μποροῦσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ νησὶ ἐντὸς 12 ἡμερῶν παίρνοντας μαζί τους τὰ ὑπάρχοντά τους. Οἱ ἐκκλησίες δὲν θὰ καταστρέφονταν καὶ δὲν θὰ μετατρέπονταν σὲ τζαμιά, οἱ Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ ἐγκαταλείψουν κι αὐτοὶ τὸ νησὶ ἐντὸς τριῶν ἐτῶν, ἐνῶ ὅσοι παρέμεναν εἶχαν ἀπαλλαγῇ ἀπὸ φόρους γιὰ πέντε χρόνια.

Τὸ τάγμα τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν, ποὺ εἶχε συσταθεῖ ἀρχικὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους μὲ σκοπὸ τὴν προστασία καὶ φροντίδα τῶν προσκυνητῶν καὶ εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν θρησκευτικὸ καὶ στρατιωτικὸ ὀργανισμό, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετεγκαταστάθηκε στὴ Ρόδο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ 200 χρόνια. Μετὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ ἀνασυσταθεὶ στὴ Μάλτα ὅπου θὰ παραμείνει μέχρι τὴ διάλυσή του ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Ἥφαιστος: Ὁ ἄγνωστος Θεὸς καὶ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου

 

Οἱ Ὀλύμπιοι θεοί, ἐνῶ ἦταν πλασμένοι ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ ἀνθρώπινο σῶμα, διακρίνονταν γιὰ τὴν ἐξαιρετική τους ὀμορφιά. Τὰ μαλλιὰ καὶ τὸ πρόσωπό τους ἀκτινοβολοῦσαν καὶ ἡ μορφή τους μποροῦσε νὰ μαγέψει καὶ νὰ γαληνέψει καὶ τὰ πιὸ ἄγρια θηρία τῆς φύσης. Τὰ σώματά τους ἦταν ἁρμονικὰ πλασμένα μὲ τίς τελειότερες ἀναλογίες.


Ὅμως ἀνάμεσά τους ζοῦσε καὶ ἕνας θεὸς ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή του καὶ τὴν ἀθανασία του, δὲν ἔμοιαζε καθόλου μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ηφαἱστος, ὁ θεος προστάτης τῆς φωτιᾶς, τῆς σιδηρουργίας τῶν πέτρινων κατασκευῶν καὶ τῆς γλυπτικῆς. Γιος του Δία καὶ τῆς Ἥρας ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ἀκόμη γνώρισε τὴν ἐγκατάλειψη, τὸν ἐκδιωγμὸ καὶ τὴν περιφρόνηση.


Ὁ Ἥφαιστος εἶναι ὁ πιὸ ἄσχημος ἀπὸ τοὺς θεούς, μαυριδερὸς καὶ κουτσὸς τόσο ποὺ ἡ ἀποκρουστική του ὄψῃ τὸν κάνει ἀνεπιθύμητο μεταξὺ τῶν ὑπολοίπων Ὀλύμπιων θεῶν. Παρουσιαζόταν μὲ παχιὰ καὶ μακριὰ γενειάδα, μὲ χοντρὰ καὶ ἄσχημα χαρακτηριστικά. Ἐπιπλέον, ἦταν κοντὸς καὶ χοντρός, μὲ ἀδύναμα πόδια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν εὔκολα τὸ βάρος του. Εἶχε δασύτριχο στῆθος καὶ τὰ μπράτσα του ἦταν τεράστια ἀπὸ τὴ συνεχῆ δουλειὰ στὸ ἐργαστήρι του.


Σχετικὰ μὲ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἀναπηρία ποὺ ἀντιμετώπιζε στὸ πόδι του,δίνονται πολλὲς καὶ ποικίλες ἐξηγήσεις. Μιὰ παράδοση μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἥρα μόλις γέννησε τὸν Ἥφαιστο πάνω στὸν Ὄλυμπο,ζήτησε νὰ δεῖ τὸ μωρό της. Μόλις ὅμως ἀντίκρισε τὸ κουτσὸ καὶ μαυριδερὸ βρέφος ποὺ τῆς παρουσίασαν ἔγινε ἔξω φρενῶν. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ γεννήσει αὐτή, μιὰ πανέμορφη θεά, ἕνα τόσο ἄσχημο μωρό; Σκέφτηκε ὅτι δὲ θὰ μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο ν' ἀντιμετωπίσει τίς κοροϊδίες τῶν ὑπόλοιπων θεῶν καὶ τὰ εἰρωνικά τους γέλια.


Ἔτσι λοιπὸν ἅρπαξε μανιασμένη τὸ μωρὸ καὶ τὸ πέταξε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο. Ὁ Ἥφαιστος κατέληξε στὸν Ὠκεανό. Ἐκεῖ τὸν βρῆκαν καὶ τὸν περιμάζεψαν ἡ Θέτιδα καὶ ἡ Εὐρυνόμη. Ὁ Ἥφαιστος πέρασε μαζί τους τὰ ἐννιὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του, σὲ μιὰ θαλάσσια σπηλιά, τὸ παλάτι τοῦ Νηρέα. Μὲ τὰ κοράλλια καὶ τὰ μαργαριτάρια ὁ Ἥφαιστος ἔφτιαχνε θαυμαστὰ κοσμήματα στὶς θεὲς ποὺ τὸν προστάτευαν. Ἔτσι τοὺς ἔδειχνε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του.


Ἕνας ἄλλος μῦθος διηγεῖται ὅτι ὁ Ἥφαιστος ἔπαθε τὸ ἀτυχὲς γεγονὸς σὲ μεγαλύτερη ἡλικία. Ἦταν μιὰ μέρα, ὅπως πολλὲς ἄλλες, ποὺ τὸ θεϊκὸ ζευγάρι ὁ Δίας καὶ ἡ Ἥρα μάλωναν. Οἱ φωνὲς τῆς πρώτης θεᾶς ἀντηχοῦσαν σ' ὁλόκληρο τὸν Ὄλυμπο καὶ προκαλοῦσαν τὰ σχόλια τῶν ὑπολοίπων. Δὲν μποροῦσε νὰ διανοηθεῖ πῶς κατάφερε ὁ σύζυγός της, παρόλες τίς δικές της προσπάθειες νὰ τὸν παρακολουθεῖ συνέχεια, νὰ συνάψει ἐρωτικὲς σχέσεις μὲ μιὰ θνητή, τὴν Ἀλκμήνη. Τὸ χειρότερο ἀπ' ὅλα ἦταν ὅτι ἀπέκτησε μαζί της κι ἕνα γιο, τὸν Ἡρακλῆ. Ὁ Δίας ἄρχισε ν' ἀστράφτει καὶ νὰ βροντᾷ ἀπὸ τὰ νεῦρα του· δὲν ἄντεχε ἄλλο τὴν ἀρρωστημένη ζήλια τῆς Ἥρας.


Ὁ καημένος ὁ Ἥφαιστος σ' αὐτὸν τὸν τρικούβερτο καβγᾶ πῆρε τὸ μέρος τῆς μητέρας του. Ὁ πατέρας τοῦ τότε, θολωμένος καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ὀργή του, ἅρπαξε τὸν ἄσχημο γιο του, ποὺ ποτὲ δὲν τὸν συμπάθησε πραγματικά, καὶ τὸν πέταξε μ' ὅλη του τὴ δύναμη κάτω ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο. Ὁ Ἥφαιστος μιὰ ὁλόκληρη μέρα στροβιλιζόταν στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τελικὰ κατέληξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὴ Λῆμνο. Τὸ σῶμα του βρόντηξε σὲ κάποια βράχια τοῦ νησιοῦ καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἥφαιστος κουτσάθηκε γιὰ ὅλη του τὴ ζωή.


Γενικά, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Ἥφαιστος ἔζησε μακριὰ ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο καὶ εἴτε ἀπὸ μόνος του, εἴτε μὲ τὴ βοήθεια κάποιου δασκάλου ἔγινε ὁ πρῶτος τεχνίτης ἀνάμεσα στοὺς θεούς. Οἱ γονεῖς του δὲν τὸν ἀντιμετώπισαν ποτὲ ὡς ἴσο μὲ τὰ ὑπόλοιπα παιδιά τους. Ὁ Ἥφαιστος ἦταν καλόκαρδος καὶ ὑπομονετικός, ὅμως πάντα σκεφτόταν τὴ συμπεριφορὰ τῶν γονιῶν του καὶ ἐκνευριζόταν· τὸν ἔπιανε τὸ παράπονο καὶ πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε τὴν ἐκδίκησή του.


Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ μῦθος στὸν ὁποῖο ὁ Ἥφαιστος στὴν γιορτὴ τῆς μητέρας του στὸν Ὄλυμπο, τῆς κατασκεύασε καὶ τῆς ἔδωσε ὡς δῶρο ἕναν ὁλόχρυσο θρόνο μὲ ἀνάγλυφες σκαλιστὲς παραστάσεις ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν θεῶν. Μόλις της τὸν πρόσφερε, ἡ Ἥρα ἀμέσως τὸν δοκίμασε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση ἀφοῦ ὅπως ἦταν γνωστό, οἱ κατασκευὲς τοῦ Ἡφαίστου δὲν εἶχαν ἰσάξιές τους. Πέρασε λίγη ὥρα καὶ ἡ Ἥρα ἄκουγε καὶ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς ὑπολοίπους θεοὺς ἀπὸ τὸ νέο της θρόνο, ὅταν ὅμως θέλησε νὰ σηκωθεῖ διαπίστωσε πὼς κάτι τέτοιο τῆς ἦταν ἀδύνατο. Ὁ Ἥφαιστος τὴν εἶχε αἰχμαλωτίσει μὲ ἀόρατα δεσμὰ τὰ ὁποῖα κανεὶς ἄλλος δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ λύσει.


Αὐτὸ εἶναι τὸ δῶρο μου γιὰ ἐσένα μητέρα καὶ γιὰ τὴ ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔδειξες ὅταν ἤμουν μικρός. Τί φταίω ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα ἄσχημος καὶ μαυριδερὸς καὶ μὲ πέταξες ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο; τῆς εἶπε. Μάταια τὸν παρακαλοῦσε ἡ Ἥρα νὰ τὸν ἀπελευθερώσει, μάταια καὶ οἱ ὑπόλοιποι θεοὶ νὰ τὸν μεταπείσουν μαλώνοντας τον, μάταια καὶ ὁ Ἄρης θέλησε μὲ τὴν βία νὰ τοῦ ἀλλάξει γνώμη καθὼς ὁ Ἥφαιστος τὸν ἀντιλήφθηκε ἔγκαιρα καὶ τοῦ πέταξε ἕναν ἀναμμένο δαυλὸ κάνοντάς τον νὰ πάει καὶ νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τίς θεές.


Στὴ συνέχεια ἀποχώρησε γιὰ τὸ ἀγαπημένο του νησί, τὴν Λῆμνο ὅπου ὁ φίλος του ὁ Διόνυσος κατάφερε ἀφοῦ τον μέθυσε πρῶτα μὲ κρασὶ νὰ τὸν μεταπείσει καὶ νὰ ταξιδέψουν στὴ συνέχεια πείσω στὸν Ὄλυμπο. Ἐκεῖ ὁ Δίας ἀπαίτησε ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο νὰ ἀπελευθερώσει τὴν μητέρα του καθὼς ὅπως τοῦ εἶπε παρατράβηξε τὸ ἀστεῖο.


Ὁ Ἥφαιστος του ἀπάντησε πὼς θὰ τὸ ἔκανε μὲ τὴν προϋπόθεση ὁ ἴδιος νὰ τοῦ ἱκανοποιοῦσε μία χάρη. Ἀφοῦ δέχτηκε ὁ Δίας, ὁ Ἥφαιστος ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς Ἥρας καὶ τότε ζήτησε ἀπὸ τὸν Δία την χάρη ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε. Μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς θεοὺς ὁ Ἥφαιστος ζήτησε ἀπὸ τὸν Δία γιὰ γυναῖκα του τὴν Ἀφροδίτη. Ὅλοι σάστισαν, ὅλοι μείνανε ἔκπληκτοι, κανεὶς δὲν τὸ πίστευε ὁ πιὸ ἄσχημος ἄντρας νὰ παντρευτεῖ τὴν ὀμορφότερη θεά. Περισσότερο ἀπὸ ὅλους ντράπηκαν ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Δίας καθὼς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τιμήσει τὸν λόγο του. Ἔτσι ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ὀμορφιᾶς ἔγινε σύζυγος τοῦ πιὸ ἄσχημου ἀπὸ τοὺς θεούς.


Ὁ Ἥφαιστος ἦταν ὁ θεϊκὸς σιδηρουργός. Κατασκεύαζε ὅπλα, παλάτια, κοσμήματα, ὅλα περίτεχνα καὶ σπουδαῖα. Τὸ παλάτι του στὸν Ὄλυμπο ὁλόχρυσο μὲ πολύτιμους λίθους στολισμένο. Τὰ δῶρα του στοὺς θεοὺς ἀσύλληπτης ἔμπνευσης καὶ ὀμορφιᾶς. Αὐτὸς δώρισε στὸν Δία τὴν αἰγίδα (ποὺ μετὰ ἔδωσε στὴν Ἀθηνᾶ) καὶ τὸ σκῆπτρο του, στὴν Δήμητρα τὸ δρεπάνι, στὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμη τὰ χρυσᾶ τους βέλη, στὸν ἥλιο τὰ λαμπρό του ἅρμα καὶ στὸν Διόνυσο τὸ ὁλόχρυσο κύπελό του. Αὐτὸς κατασκεύασε τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέα, ποὺ τοῦ ζήτησε ἡ μητέρα του ἡ Θέτιδα. Ἀκόμη, στὸν Ἥφαιστο ἀποδίδεται καὶ ἡ κατασκευὴ τοῦ Τάλου.



Ὁ Τάλως ἦταν ἕνα τεράστιο ἀνθρωπόμορφο, χάλκινο κατασκεύασμα τὸ ὁποῖο ὁ θεὸς δώρισε στὸν βασιλιᾶ τῆς Κρήτης Μίνωα. Ὁ Τάλως προστάτευε ὁλόκληρο τὸ νησὶ καθὼς μὲ τὰ τεράστια βήματά του ἦταν ἱκανὸς νὰ ταξιδεύει τόσο γρήγορα ποὺ λέγεται ὅτι ἔκανε τρεῖς φορές το γῦρο τοῦ κοσμου σὲ μία ἡμέρα. Ὁ προστάτης τῆς Κρήτης ποὺ κατάστρεφε μὲ τὴν καυτή του ἀνάσα ὅποιο ἐχθρικὸ πλοῖο στρεφόταν ἐνάντια στὸ νησὶ ἀπενεργοποιήθηκε τελικὰ ἀπὸ τοὺς Ἀργοναῦτες, οἱ ὁποῖοι στὸν γυρισμό τους ἀπὸ τὴν Κολχίδα καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς μάγισσας Μήδειας, ἡ ὁποία τοῦ προκάλεσε σύγχυση, κατάφεραν νὰ τὸν τραυματίσουν στὸ πόδι, ἀπὸ ὅπου ἔτρεξε ἀπὸ τὴν μοναδική του φλέβα σὰν λιωμένο μέταλλο τὸ αἷμα του. Δὲν ἦταν ὅμως οἱ μόνες κατασκευές του.


Λιγότερο γνωστὲς εἶναι ἀκόμα οἱ :


Χρυσὲς Κηλήδονες


Ἦσαν χρυσᾶ κινούμενα ἀγάλματα κατασκευασμένα ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο, εἴτε μὲ τὴν μορφὴ γυναικών,γυναικῶν, εἴτε δρυοκολάπτη, εἴτε μὲ μορφὴ παρόμοια τῶν Σειρήνων, ποὺ εἶχαν τὸ χάρισμα τοῦ τραγουδιοῦ καὶ εἶχαν δοθεῖ στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα στοὺς Δελφούς.


Ὁ Καυκασιος Ἀετός


ἦταν γιγάντιος χάλκινος ἀετός, κατασκευασμένος ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἀποστολὴ νὰ κατατρώγει τὸ ἀναπαραγόμενο συκώτι τοῦ Τιτᾶνα Προμηθέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἁλυσοδεθεῖ ἀπὸ τὸν Δία στὸν Καύκασο διότι εἶχε παραδώσει στοὺς θνητοὺς τὴν φωτιά.


Ὁ ἀετὸς ἄλλοτε περιγράφεται ὡς χάλκινο αὐτόματον κατασκευασμένο ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο καὶ ἄλλοτε ὡς μέλος πλασμάτων γεννημένων ἀπὸ τὸν δαίμονα Ἔχιδνα. Στὰ «ἀδελφὰ» πλάσματα περιλαμβάνονται ὁ λέων τῆς Νεμέας καὶ ἡ Λερναία Ὕδρα.


Χρυσὸς & ἀργυρὸς κύων (σκύλος)


Κατασκευασμένοι ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο, ἦσαν ζεῦγος σκύλων - φυλάκων (ἕνας χρυσὸς καὶ ἕνας ἀργυρὸς) ἀθάνατοι καὶ ἀγέραστοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς ἀποστολὴ νὰ φυλᾶνε τὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ τοῦ βασιλέα τῶν Φαιάκων Ἀλκίνου (πατέρα τῆς Ναυσικᾶς).


Χάλκινοι Ταῦροι


Ζεῦγος χάλκινων ταύρων μὲ πύρινη ἀναπνοή, κατασκευασμένοι ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο γιὰ τὸν βασιλέα τῆς Κολχίδας Αἰήτη. Ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς ἄθλους τοῦ Ἰάσονα ὁ ὁποῖος προκειμένου νὰ πάρει τὸ χρυσόμαλλο δέρας, ἔπρεπε νὰ ζέψει τοὺς ἐν λόγῳ ταύρους καὶ νὰ σπείρει ἕνα χωράφι χρησιμοποιῶντας ὡς ἀλέτρι τὰ μαγικὰ δόντια τοῦ δράκοντα.


Χρυσὲς Κόρες


Ζεῦγος χρυσῶν πανέμορφων κορασίδων κατασκευασμένων ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο, οἱ ὁποῖες διέθεταν τὸ χάρισμα τοῦ λόγου καὶ τῆς σκέψης, μὲ ἀποστολὴ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν Ἥφαιστο στὴν Ὀλύμπια κατοικία του.


Καβειρικοὶ Ἵπποι


Ἦσαν ζεῦγος χάλκινων ἵππων μὲ πύρινη ἀνάσα κατασκευασμένοι ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς ἀποστολὴ νὰ σύρουν τὸ ἅρμα τῶν Καβείρων.


Χρυσοῖ Τρίποδες

Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 20 χρυσοῦς αὐτοκινούμενους τρίποδες μὲ τροχούς, τοὺς ὁποίους εἶχε κατασκευάσει ὁ Ἥφαιστος προκειμένου νὰ μετακινοῦνται οἱ θεοὶ στὶς αἴθουσες τοῦ Ὀλύμπου κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἑορτῶν.


Ἡ Λῆμνος εἶναι ἕνα ἠφαιστειογενὲς νησὶ καὶ ἡ κυριότερη κορυφή του, ὁ Μόσυχλος, ἔγινε τὸ σημαντικότερο κέντρο τῆς λατρείας τοῦ Ἡφαίστου. Ὁ Ἥφαιστος εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαίνων Θεός, καθὼς σχετίζεται μὲ τὴν φωτιὰ (νοητικὸ πῦρ -γνώση). Μπορεῖ ὁ Προμηθέας νὰ ἔκλεψε τὴ φωτιὰ (νοητικὸ πύρ -γνώση) γιὰ νὰ τὴ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους, δημιουργὸς ὅμως τόσο τῆς φωτιᾶς, ὅσο καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ὁ Ἥφαιστος...


Ὁ Ἥφαιστος θεωροῦνταν ὁ θεὸς τῶν μεταλλουργῶν καὶ σιδηρουργῶν, οἱ ὁποῖοι διδάχθηκαν ἀπὸ αὐτὸν τὴν κατεργασία τῶν μετάλλων καὶ τὴ χρησιμοποίηση τῆς φωτιᾶς . Ὁ Ἥφαιστος λατρεύονταν στὴν Λῆμνο ὅπου βρισκόταν τὸ ἐργαστήρι τοῦ σιδηρουργοῦ-θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὰ τυχαῖο πὼς στὴν Λῆμνο τελοῦνταν τὰ σεπτὰ καὶ πανάρχαια Καβείρια μυστήρια.


Σύμφωνα μὲ τὸν Λήμνιο συγγραφέα Φιλόστρατο, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Καβειρίων μυστηρίων, ἔσβηναν ὅλες τίς φωτιὲς ἐπὶ ἐννιὰ μέρες σὲ ὅλο τὸ νησί. Τὴν ἔνατη μέρα ἔφτανε στὸ λιμάνι ἕνα πλοῖο ποὺ τὸ εἶχαν στείλει στὴ Δῆλο γιὰ νὰ φέρει τὴ φωτιά. Τὸ περίμενε ἀνυπόμονα ἕνα μεγάλο πλῆθος ποὺ ὅλο τὸ διάστημα προσευχόταν. "Σὰν ἔφτανε τὸ πλοῖο στὸ λαὸ μοίραζαν τὴ φωτιά, ὄχι γιὰ τὴν καθημερινὴ χρήση, μὰ γιὰ τῶν τεχνιτῶν τὰ ἐργαστήρια, ἄρχιζε καὶ πάλι στὸν τόπο μιὰ νέα ζωή".



Δὲν εἶναι φυσικὰ ἐπίσης τυχαῖο, πὼς τὸ πῦρ ἀποτελοῦσε στὴν ἀρχαία - καὶ ὄχι μόνο - σκέψη, τὸ βασικὸ συστατικὸ δημιουργίας τοῦ σύμπαντος. Ὁ Πυθαγόρας δίδασκε λ.χ, πὼς ὅλα τὰ οὐράνια σώματα περιστρέφονται γύρω ἀπὸ ἕνα «κεντρικὸ πῦρ» μὲ ἁρμονία. Πιὸ συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τὸ Ἰωάννη Στοβαῖο ( Ἀνθολόγιο) τὸ κοσμολογικὸ πρότυπο τοῦ Πυθαγόρειου Φιλόλαου:


«τοποθετεῖ τὸ πῦρ στὸ μέσον, στὸ κέντρο. Τὸ ὀνομάζει ἑστία τῶν πάντων, οἶκον τοῦ Διός, μητέρα τῶν θεῶν, βωμὸ καὶ συνοχὴ καὶ μέτρο φύσεως. Ἐπίσης τοποθετεῖ ἕνα δεύτερο πῦρ, ἀνώτατο ὅλων, ποὺ περιέχει μέσα του τὸν κόσμο. Τὸ κέντρο, λέει, εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του πρῶτο, γύρῳ,γύρω ἀπ' αὐτὸ τὰ δέκα διαφορετικὰ σώματα ἐκτελοῦν τὸν ὁμαδικό τους χορό.»


Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ ἱερὸ πῦρ, συμβολιζόταν ἀπὸ τὴν ἱερὴ καὶ ἄσβεστη ἑστία κάθε βωμοῦ καὶ ναοῦ, ἀλλὰ καὶ οἰκιῶν. To ὄνομα τοῦ Ἡφαίστου, προέρχεται ἀπὸ τὴν ρίζα «ἀφ-» τοῦ δασυνόμενου ρήματος «ἅπτω», ποὺ σημαίνει «ἀνάβω, καίω», συνεπῶς Ἥφαιστος εἶναι «αὐτὸς ποὺ καίει, ὁ πύρινος». Σύμφωνα δὲ μὲ τὸν Σωκράτη (Πλάτων Κρατύλος περὶ ὀνομάτων), τὸ ὄνομα Ἥφαιστος σημαίνει ὁ φωτεινὸς ἀπὸ τὸ «Φαῖστος», προσλαμβάνοντας τὸ γράμμα Ἦτα.


Στὴν Λῆμνο τιμοῦσαν τὸν Ἥφαιστο καὶ ὡς θεὸ θεραπευτῆ. Δῶρο του γιὰ τὴν φιλοξενία τῶν Λημνίων ἦταν ἡ περίφημη θεραπευτικὴ Λημνία γῆ. Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο, ὁ Φιλοκτήτης ὁ διάσημος τοξοβόλος τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν ἐκστρατεία τῆς Τροίας, ἀφέθηκε ἐδῶ, ὥστε νὰ γιατρευτεῖ ἀπὸ ἡ πληγὴ τοῦ ἀπὸ τὸ δάγκωμα φιδιοῦ μὲ τὴν Λημνία γῆ.


Ἡ συνεισφορὰ καὶ ὁ συμβολισμὸς τοῦ Ἡφαίστου τόσο στὴν θεϊκή, ὅσο καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία εἶναι ὑποτιμημένη...

Τὸ πῦρ, καὶ ἡ μεταλλουργία εἶναι ἐνδεικτικὰ τῆς σπουδαιότητας τῶν δυνάμεων ποὺ ἐκφράζει ὁ θεός, τὸ σημαντικότερο ὅλων ὅμως εἶναι ἡ ἀναπηρία τοῦ Θεοῦ. Πὼς μπορεῖ ἕνας θεὸς νὰ εἶναι κουτσός, ἔστω καὶ μετὰ ἀπὸ ἀτύχημα (στὴν πραγματικότητα τιμωρία);

Ἄς δοῦμε τί μᾶς ἀποκαλύπτουν οἱ ἀρχαῖες πηγές.

«Τὴν δική σας χίλια χρόνια πρὶν τὴν δική μας, παίρνοντας τὸ σπέρμα σᾶς ἀπὸ τὴν γῆ καὶ τὸν Ἥφαιστο, -Προτέραν μὲν τὴν πάρ᾽ ὑμῖν ἔτεσι χιλίοις ἐκ γῆς τε καὶ ἡφαίστου τὸ σπέρμα παραλαβοῦσαν ὑμῶν,» - λέγει ὁ αἰγύπτιος Ἱερέας στὸν Σόλωνα, ἀναφερόμενος στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.

(Τίμαιος, 23.d-e).

Τί θὰ ὑποστήριζε κανεὶς γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ Ἡφαίστου;

Ὅπως μᾶς λέγει ὁ Πρόκλος, στὸ «Εἰς τὸν Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α', 142.22 - 144.19», ὅτι ἀνήκει (ὁ Ἥφαιστος) στὴν δημιουργικὴ σειρὰ καὶ ὄχι στὴν ζωογονικὴ ἢ στὴν συνοχικὴ (συνεκτκὴ) ἢ σὲ κάποια ἄλλη σειρά, τὸ δηλώνουν οἱ θεολόγοι τῶν Ἑλλήνων παρουσιάζοντάς τον νὰ δουλεύει τὸν χαλκὸ καὶ νὰ κουνάει τὰ φυσερὰ καὶ γενικὰ σὰν «ἐργοτεχνίτη». Ὅτι εἶναι δημιουργὸς τῶν αἰσθητῶν καὶ ὄχι τῶν ψυχικῶν ἢ τῶν νοητικῶν ἔργων, καὶ αὐτὸ τὸ δηλώνουν οἱ ἴδιοι. Γιατί ἡ κατασκευὴ τοῦ ἐσόπτρου καὶ «ἡ χαλκεῖα καὶ ἡ χωλεία καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα σύμβολα τῆς περὶ τὸ αἰσθητὸν αὐτοῦ ποιήσεώςἐστι».


Ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶναι δημιουργός, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τοὺς ἴδιους, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ ψηλά, ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, μέχρι γῆς καὶ ὑμνοῦν ὅλες τίς ὑποδοχὲς τῶν ἐγκόσμιων θεῶν σὰν «ἡφαιστοτεύκτους». Ἄν, λοιπόν, ὑποστηρίζουμε ὅτι τὰ πράγματα ἔχουν ἔτσι, τοῦτος ὁ θεὸς θὰ εἶναι ὁ καθολικὸς δημιουργὸς «τῆς σωματοειδοῦς ἁπάσης συστάσεως», καὶ τὰς «ἐμφανεῖς ἕδρας προευτρεπίζων» [προετοιμάζει] τῶν θεῶν, συμπληρώνοντας τὰ πάντα γιὰ τὴν μία/ἑνιαία ἁρμονία τοῦ Κόσμου, γεμίζοντας ὅλα τὰ δημιουργήματα μὲ σωματικὴ ζωή, καὶ διακοσμῶντας καὶ συγκρατῶντας μὲ τὰ Εἴδῃ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν πυκνότητα τῆς ὕλης. Γιὰ αὐτό, λοιπόν, λέγεται κι ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῶν Ἑλλήνων ὅτι χαλκεύει (δουλεύει τὸν χαλκό), «ὡς στερεῶν καὶ ἀντιτύπωνἐργάτης», ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ «χάλκεος ὁ οὐρανὸς ὡς μίμημα ὢν τοῦ νοητοῦ», καὶ ὁ τοῦ οὐρανοῦ ποιητὴς (δημιουργὸς) χαλκουργός.


«Χωλεύειν δὲ ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν» (είναι χωλός/κουτσός και τα δύο του πόδια), επειδή είναι δημιουργός των εσχάτων/τελευταίων όντων και τις προόδους του όντως Όντος – γιατί τέτοια είναι τα σώματα – και επειδή δεν μπορεί πλέον να προχωρήσει σε άλλη τάξη και επειδή είναι δημιουργός του σύμπαντος που δεν έχει σκέλη (πόδια), όπως θα πει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 34.a».


Λέγεται ὅτι πέφτει ἀπὸ ψηλὰ στὴ γῆ, ἐπειδὴ ἁπλώνει τὴ δημιουργία σὲ ὁλόκληρη τὴν αἰσθητὴ οὐσία. Εἴτε, λοιπόν, κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχουν φυσικοὶ Λόγοι (φυσικὲς λογικὲς ἀρχὲς) μέσα στὸ σύμπαν εἴτε σπερματικὲς ἀρχές, πρέπει νὰ ἀναγάγουμε τὴν αἰτία ὅλων αὐτῶν σὲ τοῦτον τὸν θεό. Γιατί αὐτὸ τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ ἡ Φύση βυθιζόμενη μέσα στὰ σώματα, αὐτὸ διαπλάθει καὶ τοῦτος ὁ θεὸς μὲ τρόπο θεϊκό, κινῶντας τὴ Φύση καὶ χρησιμοποιῶντας τὴ σὰν ὄργανο γιὰ τὴν δική του δημιουργία. Γιατί καὶ ἡ ἔμφυτη θερμότητα προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο καὶ παράγεται ἀπὸ αὐτὸν γιὰ τὴν σωματικὴ δημιουργία.


Τὴν καθολικὴ αἰτία, λοιπόν, τῶν γιγνομένων (γεννημένων) ὄντων ὁ Πλάτων, στὸν «Τίμαιο, 23d-e», τὴν ἀνήγαγε σὲ αὐτὸν τὸν θεό. Ἐπειδή, ὅμως, χρειάζονται καὶ ὕλη τὰ γιγνόμενα (γεννημένα) ὄντα - γιατί καὶ οἱ οὐράνιοι θεοὶ δανείζονται «μέρη ἀπὸ τὸ σύμπαν, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιστραφοῦν καὶ πάλι πίσω - μόρια ἐκ τοῦ παντὸς ὡς αὖθις ἀποδοθησόμενα», «Τίμαιο, 42e» - ,μὲ τρόπο πολὺ θαυμαστὸ τὴν ἔχει ὑποδείξει καὶ αὐτὴν μὲ τὴ γῆ.


Γιατί καὶ στὸ ἴδιο τὸ σπέρμα ὑπάρχουν λόγοι (λογικὲς ἀρχὲς) καὶ ὑπόστρωμα στὸ ὁποῖο αὐτὲς οἱ ἀρχὲς ἐφαρμόζονται, καὶ οἱ πρῶτες προέρχονται ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ Ἡφαίστου, ἐνῶ τὸ δεύτερο ἀπό τη γῆ, γιατί στὸ συγκεκριμένο πλατωνικὸ χωρίο ὡς γῆ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κάθε ὑλικὸ αἴτιο, ὄχι ἐπειδὴ οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν αὐτόχθονες, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ὁλόκληρο τὴν γένεσιν συνηθίζουν νὰ τὴν ἀποκαλοῦν γῆ καὶ καθετὶ ὑλικὸ νὰ τὸ ἀποκαλοῦν γήινο, ἀναγκαστικά, λοιπόν, τὰ σπέρματα προέρχονται ἀπὸ τὴ γῆ.


Ὄργανο, λοιπόν, τοῦ Ἡφαίστου εἶναι τὸ πῦρ καὶ ὕλη ἡ γῆ, ἡ δια τοῦ πυρὸς κινούμενη καὶ ζωογονοῦσα, ἐνῶ ἡ ἴδια εἶναι «ἀπεψυγμένη» (παγωμένη). Γιὰ αὐτὸ καὶ στὸ συγκεκριμένο χωρίο ἔχει χρησιμοποιηθεῖ σὰν νὰ παίζει τὸν ρόλο τῆς ὕλης γιὰ τὸν Ἥφαιστο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι τὸ σπέρμα τοῦ Ἡφαίστου μαζὶ μὲ τὴ γῆ πραγματοποίησε τὴ γέννηση τῶν Ἀθηναίων. Γιατί «καὶ κατὰ τὸν μῦθον ὁ ῞ηφαιστος ἐρῶν τῆςἈθηνᾶς ἀφῆκε τὸ σπέρμα εἰς γῆν» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ βλάστησε τὸ τῶν Ἀθηναίων γένος.


Πάντα, λοιπόν, καὶ γενικὰ ὁ Ἥφαιστος εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Ἀθηνᾶ, ἐπειδὴ μιμεῖται μὲ τὰ αἰσθητὰ ἔργα τὴ νοητική της ἰδιότητα. Καὶ αἱ «Αθηναϊκαὶ ψυχαὶ μάλιστα κατὰ ταύτην τοῦ ἡφαίστου τὴν ἐνέργειαν δέχονται τὰ ὀχήματα πάρ᾽ αὐτοῦ» καὶ «εἰσοικίζονται» [ἐγκαθίστανται] στὰ σώματα ποὺ λαμβάνουν ὑπόσταση ἀπὸ τοὺς Λόγους τοῦ Ἡφαίστου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λάβει τὰ συνθήματα (σύμβολα) τῆς Ἀθηνᾶς, καὶ ἀπὸ τὴν γῆ. Γιατί αὐτὸς εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Φύση ὁ τελεστὴς (τελειοποιητὴς) τῶν σωμάτων, βάζοντας σὲ καθένα τους διαφορετικὸ σύμβολο τῶν θεῶν.

                                                          


Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

16 Δεκεμβρίου 1803 : Ὁ Χορὸς τοῦ Ζαλόγγου - Μιὰ πράξη αὐτοθυσίας τῶν γυναικῶν νὰ πέσουν στὸν γκρεμὸ ἀντὶ νὰ ἀτιμαστοῦν στὸν ἐχθρό



Στὴ κορυφὴ τοῦ ὄρους Ζάλογγο, ἐξελίχθηκαν γεγονότα τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα μιὰ ὁμάδα Σουλιωτισσῶν μὲ τὰ παιδιά τους νὰ ἀποφασίσουν νὰ πεθάνουν ἐλεύθερες παρὰ νὰ πέσουν στὰ χέρια τῶν Τουρκαλβανῶν. Ἐπέλεξαν λοιπόν, μὲ μία πράξη αὐτοθυσίας, νὰ πέσουν ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ "ἐν χορῷ" καὶ τραγουδῶντας, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Σουλεϊμὰν ἀγᾶς, Ἀλβανὸς ἀξιωματικός, περίλυπος μάρτυρας αὐτῆς τῆς ἀξιομνημόνευτης τραγωδίας- ἀντὶ νὰ ἀτιμαστοῦν στὸν αἰώνιο ἐχθρό τους.


Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ συνέβῃ μετὰ τὴν ὁριστικὴ κατάληψη τοῦ Σουλίου ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Ἀλὴ πασᾶ μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν Σουλιωτῶν ἀπὸ τὰ μέρη τους, κατὰ τὰ συμφωνηθέντα καὶ ὑπογραφέντα μεταξὺ τοῦ Ἀλὴ πασᾶ καὶ τῶν Σουλιωτῶν στὶς 12 Δεκεμβρίου 1803.


Στὰ τέλη τοῦ 1803 ὁ Ἀλὴ Πασᾶς θέλησε νὰ ἐξοντώσει τοὺς Σουλιῶτες γι'αὐτὸ τὸ λόγο τους πολιόρκησε στενὰ καὶ τοὺς ἐξανάγκασε νὰ συνθηκολογήσουν στὶς 12 Δεκεμβρίου 1803. Ὁ βασικὸς ὅρος τῆς συμφωνίας, ποὺ δὲν τηρήθηκε ὅμως, ἦταν νὰ ἐκκενώσουν τὰ χωριά τους οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Στὶς 16 Δεκεμβρίου οἱ Σουλιῶτες χωρίστηκαν σὲ τρεῖς φάλαγγες ἀφήνοντας πίσω τους τὴν πατρογονικὴ γῆ.
Δύο ἡμέρες ἀργότερα, ἡ τρίτη φάλαγγα, ποὺ κατευθυνόταν νότια, δέχθηκε ἐπίθεση στὸ Ζάλογγο ἀπὸ πολυάριθμο σῶμα Τουρκαλβανῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σφοδρῆς σύγκρουσης ποὺ ἀκολούθησε, μία ὁμάδα Σουλιωτῶν ἐγκλωβίστηκε ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ἀνάμεσά τους καὶ περίπου 60 γυναῖκες. Μία ὁμάδα ἀπὸ Σουλιώτισσες (22 ἕως 57), προκειμένου νὰ μὴ συλληφθοῦν ζωντανὲς ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς ποὺ τίς πολιορκοῦσαν στὸ Ζάλογγο, στήνουν κυκλικὸ χορὸ καὶ στὴ συνέχεια ρίχνονται στὸν γκρεμὸ μὲ τὰ παιδιά τους.

       Τὸ Ζάλογγο μὲ τὰ χρόνια μεταβλήθηκε σὲ σύμβολο ἡρωισμοῦ καὶ αὐτοθυσίας.

Ἡ μοναδικὴ συγκεκριμένη μαρτυρία γιά το Χορὸ τοῦ Ζαλόγγου προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό του Ἀλὴ πασᾶ, Σουλεϊμὰν ἀγᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρα τοῦ περιστατικοῦ. Τὸ ἀφηγήθηκε στὸν ἐξισλαμισμένο Γάλλο μισθοφόρο Ἰμπραὴμ Μανσοὺρ Ἐφέντι, ὁ ὁποῖος τὴ συμπεριέλαβε σὲ βιβλίο του ποὺ κυκλοφόρησε στὸ Παρίσι τὸ 1828 μὲ τίς ἀναμνήσεις τοῦ ἀπὸ τὴν Αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ.


Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία αὐτή, οἱ γυναῖκες «πιάστηκαν ἀπὸ τὰ χέρια κι ἄρχισαν ἕνα χορό, ποὺ τὰ βήματά του τὰ κινοῦσε ἕνας ἀσυνήθιστος ἡρωισμὸς καὶ οἱ ἀγωνία τοῦ θανάτου τόνιζε τὸ ρυθμό του... Στὸ τέλος τῶν ἐπωδῶν, οἱ γυναῖκες βγάζουν μία διαπεραστικὴ καὶ μακρόσυρτη κραυγή, ποὺ ὁ ἀντίλαλός της σβήνει στὸ βάθος ἑνὸς τρομακτικοῦ γκρεμοῦ, ὅπου ρίχνονται μαζὶ μὲ ὅλα τὰ παιδιά τους».


Ὁ Πρῶσος διπλωμάτης καὶ περιηγητὴς Γιάκοπ Μπαρτόλντι εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ κατέγραψε τὸ γεγονὸς ἐνῶ βρισκόταν στὰ Ἰωάννινα, χωρὶς νὰ ἀναφέρεται στὸ χορό. Ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ '21 καὶ ἀπομνημονευματογράφος Χριστόφορος Περραιβὸς εἶναι ὁ πρῶτος 'Ἑλληνας συγγραφέας, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Χορὸ τοῦ Ζαλόγγου στὴ δεύτερη ἔκδοση τῆς «Ἱστορίας τοῦ Σουλίου καὶ τῆς Πάργας» (1815). Ὡστόσο, στὴν ἔκδοση τοῦ 1857 δὲν κάνει ἀναφορὰ σὲ χορό.


Τὸ 1888 ὁ Συριανὸς λόγιος καὶ ἱστορικὸς Περικλῆς Ζερλέντης διατύπωσε ἐπιφυλάξεις καὶ ἀμφιβολίες γιά το χορὸ τοῦ Ζαλόγγου, ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀμφισβητεῖ τὸ γεγονός. Ὁ φιλόλογος Ἀλέξης Πολίτης, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, ὑποστήριξε σὲ ἄρθρο του στὸ περιοδικὸ «Ὁ Πολίτης» (2005), ὅτι τραγούδι, ποὺ συνόδευε τὸ χορό, τὸ πασίγνωστο «Ἔχε γεια καημένε κόσμε» ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ μόλις τὸ 1908.


Τὸ ἔτος αὐτὸ ὁ συγγραφέας τῆς "Γκόλφως", Σπυρίδων Περεσιάδης παρουσίασε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ θεατρικὸ ἔργο «Ὁ Χορὸς τοῦ Ζαλόγγου», ποὺ διαδόθηκε εὐρύτατα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, μέσα ἀπὸ παραστάσεις ἐρασιτεχνικῶν τοπικῶν θιάσων.


Ἡ περίπτωση τοῦ Ζαλόγγου προκάλεσε ἰδιαίτερη συγκίνηση καὶ θαυμασμό.