Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΔΟΥΛΙΧΙΟΝ-ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ ΚΑΙ Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΙΘΑΚΗ



Το Δουλίχιον-Ακαρνανία και η Ομηρική Ιθάκη...


Ἡ Ἐποχὴ τῶν Τρωικῶν μετὰ τὸν τελευταῖο Κατακλυσμό (νέα θεωρία)

Ἐρευνῶντας τὴν λεγομένη «Μυθολογία» ἤ «Προϊστορία» μας (ἀπὸ Ὅμηρο, Ἡσίοδο, Ὀρφικά, ἕως Διόδωρο Σικελιώτη) καὶ συνδυάζοντας τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα μὲ σύγχρονα πορίσματα Γεωλογικῶν καὶ ἄλλων ἐρευνῶν μποροῦμε νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ νέα ἐκπληκτικὰ συμπεράσματα. Σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς στὴν παροῦσα μελέτη εἶναι οἱ τρεῖς μεγάλοι Κατακλυσμοὶ τῆς Προϊστορίας καὶ ἡ χρονολόγησίς τους. Δεδομένου ὅτι ἔχουμε πλέον τὴν νέα Ἐπιστήμη τῆς Γεωμυθολογίας, μποροῦμε σήμερα νὰ τεκμηριώσουμε μὲ ἀκρίβεια, π.χ. ἄν καὶ πότε τμήματα τῆς σημερινῆς ξηρᾶς ἦσαν προηγουμένως καλυμμένα ἀπὸ θάλασσα καὶ τὸ ἀντίστροφο, ὥστε νὰ τεκμηριώσουμε γεγονότα ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἀρχαῖα μας κείμενα καὶ ἀποτελοῦν «αἰνίγματα» ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἀκόμα τῶν ἀρχαίων Κλασικῶν Ἑλλήνων συγγραφέων. Εἰδικώτερα τὰ τελευταῖα 15.000 χρόνια μὲ τὸ λιώσιμο τῶν πάγων ἔχουν ἐπέλθει μεγάλες ἀλλαγὲς στὴν γεωμορφολογία τῶν ἀκτογραμμῶν μας, ἀφοῦ ἡ στάθμη τῆς θαλάσσης ἀνέβηκε συνολικὰ 120-150 μέτρα. Προσθέτοντας τὶς ἐπιπτώσεις τῶν μεγάλων σεισμῶν καὶ τῶν «τσουνάμι» ἡ περιοχὴ τοῦ Ἰονίου γύρω ἀπὸ τὴν Λευκάδα ἀξίζει ἐνδελεχοῦς μελέτης. Γερμανοὶ καὶ Ἕλληνες ἐπιστήμονες ἔχουν ἤδη ἀνακοινώσει σὲ διεθνὲς συνέδριο στὴν Λευκάδα (2006, Πρακτικὰ στὸν Δαῖρπφελντ), ὅτι τὰ τελευταῖα 3.000 χρόνια ἔχουν γίνει τέσσερα τοὐλάχιστον τσουνάμι ἀπὸ βορειοδυτικά, τὰ δύο ἐξ αὐτῶν μεγάλα: α) μεγάλο τὸ 1.000 π.Χ., β) τὸ 300 π.Χ., γ) τὸ 400 μ.Χ., και δ) μεγάλο ἐπίσης περὶ τὸ 1000 ἕως 1400 μ.Χ. Τὰ εὑρήματα τοῦ Δαῖρπφελντ στὸ Νυδρί (βασιλικοὶ τάφοι) χρονολογοῦνται περὶ τὸ 2.500 π.Χ.

Συνθέτοντας τὶς ὁμηρικὲς μελέτες ἀξιολόγων συγγραφέων, τοῦ Κώστα Δούκα («Τὸ μεγάλο μυστικὸ τοῦ Ὁμήρου»), τοῦ Γεωργίου Παξινοῦ («Ἡ πατρίδα τοῦ Ὀδυσσέα ἀποκαλύπτεται») καὶ τοῦ Γιώργου Παπακωνσταντίνου («Τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ τὸ πραγματικὸ βασίλειο τοῦ Ὀδυσσέα») κυρίως, ἀλλὰ καὶ ἀρκετῶν ἄλλων, ὅπως τοῦ Μάριου Σίδερη («Ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ»), τοῦ Ἀλέκου Φίλιππα («Ἡ Λευκάδα ὡς Ὁμηρικὴ Ἰθάκη»), ἐκφράζουμε μιὰ νέα θεωρία γιὰ τὴν τοπογραφία τῆς Ὁμηρικῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία ἑδράζεται περαιτέρω σὲ οἰκεῖες μελέτες ἀνακοινωμένες σὲ τρία διεθνῆ Συνέδρια («Τὸ βυθισμένο Ράριον πεδίο στὸν κόλπο τῆς Ἐλευσῖνος») γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κελεοῦ τῆς Ἐλευσῖνος, τοῦ Κάδμου τῶν Θηβῶν καὶ τοῦ Δαρδάνου τοῦ γενάρχου τῶν Τρώων, μὲ ἄξονα ἀναφορᾶς τὴν χρονολόγησι τῶν τριῶν μεγάλων Κατακλυσμῶν τῆς Ἑλληνικῆς Προϊστορίας (Ὠγύγου, Δευκαλίωνος καὶ Δαρδάνου). Χρονοθετοῦμε τοιουτοτρόπως τὴν ἐποχὴ τῶν Τρωικῶν σὲ παλαιοτάτη περίοδο (τὴν ἕκτη χιλιετία π.Χ.), ποὺ συνάδει μὲ τὴν πρώιμη, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία κλασική, ὀνοματοδοσία τῶν νήσων τοῦ Ἰονίου καὶ συμφωνεῖ μὲ τὶς Ὁμηρικὲς περιγραφές.

Ἡ παρουσία τῶν Ἑλλήνων στὴν ἀπωτάτη ἀρχαιότητα, μὲ ἀκριβεῖς μάλιστα γραπτὲς ἀναφορὲς σὲ ἀρχαῖα ἱστορικά μας κείμενα, τὴν ὁποία ἔρευνα ἔχει «μπλοκάρει» ἡ λανθασμένη «Ἰνδοευρωπαϊκὴ» θεωρία τοῦ διεθνοῦς ἀκαδημαϊκοῦ κατεστημένου, μᾶς ὠθεῖ νὰ ἑστιάσουμε τὴν ἐποχὴ ἐρεύνης τῶν συναφῶν Γεγονότων καὶ Προσωπικοτήτων μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῶν συγχρόνων Γεωλογικῶν Ἐπιστημῶν σὲ τόσο μεγάλο χρονικὸ βάθος. Μὲ ἀναθέσεις μεταπτυχιακῶν καὶ διδακτορικῶν διατριβῶν σὲ νέους φοιτητὲς θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε λύσει μέσα σὲ μιὰ δεκαετία ἱστορικὰ ζητούμενα, ποὺ «βασανίζουν» χιλιάδες ἐρευνητὲς ἐπὶ αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἔχουν καταφέρει νὰ δώσουν τεκμηριωμένη τελεσίδικη ἀπάντησι. Ὀφείλουμε νὰ ἀναφέρουμε ὡς προλογικὰ στὸ θέμα μας τὰ ἑξῆς πορίσματα οἰκείων ἐρευνῶν:

Α) Κατακλυσμὸς Δαρδάνου (Α΄ καὶ Β΄): σχηματισμὸς ἀνοίγματος Βοσπόρου καὶ Δαρδανελλίων, ξανακλείσιμο Βοσπόρου, ξαναάνοιγμα πορθμοῦ ἐπικοινωνίας Εὐξείνου Πόντου καὶ Αἰγαίου, γεωλογικῶς τεκμηριωμένα πλέον ταῦτα τὰ ἀνοίγματα τὸ 12.500 καὶ τὸ 6.000 π.Χ. περίπου ἀντιστοίχως. Διότι ἔχουμε ἔντονη τῆξι παγετώνων λόγῳ ἀνόδου θερμοκρασίας καὶ στὶς δύο περιπτώσεις. Ἐνδιαμέσως, σημειῶστε, ἔχουμε μείωσι τῆς στάθμης τοῦ Εὐξείνου (παγετωνοποίησις καὶ πάλι λόγῳ παγκοσμίου «κατακλυσμοῦ» ἄλλου τύπου, βλ. Ἀτλαντίς παρακάτω), ἀφοῦ κλείνει ὁ πορθμὸς τοῦ Βοσπόρου. Ἐδῶ ἔχουμε μία ἀκριβεστάτη περιγραφὴ τοῦ κατακλυσμοῦ: «…πρῶτον τοῦ περὶ τὰς Κυανέας στόματος ῥαγέντος (τοῦ Βοσπόρου), μετὰ δὲ ταῦτα τοῦ Ἑλλησπόντου. Τὸ γὰρ ἐν τῷ Πόντῳ πέλαγος… μέχρι τοσούτου πεπληρῶσθαι διὰ τῶν εἰσρεόντων ποταμῶν, μέχρις ὅτου… τὸ ῥεῦμα λάβρως ἐξέπεσεν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, καὶ πολλὴν μὲν τῆς Ἀσίας τῆς παρὰ θάλατταν ἐπέκλυσεν, οὐκ ὀλίγην δὲ καὶ τῆς ἐπιπέδου γῆς ἐν τῇ Σαμοθράκῃ θάλατταν ἐποίησε… ὥς καὶ πόλεων κατακεκλυσμένων. Τῆς δὲ θαλάττης ἀναβαινούσης ἀεὶ μᾶλλον» (Διόδωρος Σικ. Ε΄,47).

Β) Ὤγυγος καὶ Ἐλευσίν: Στὴν «Ὠγυγία» ἀναφέρεται ἐπίσης: «βασιλεύοντος τοῦ Ὠγύγου συνέβη ὁ πρῶτος κατακλυσμὸς εἰς τὴν Ἑλλάδα. Οἱ δὲ ἐγκάτοικοι, ἄλλοι μὲν ἐπνίγησαν, ἄλλοι δὲ ἔφυγον…. Εἶχε δὲ γυναῖκα ὁ Ὤγυγος τὴν Θήβην καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς τὸν Ἐλευσῖνα. Ὁ μὲν οὖν Ἐλευσὶν ἔκτισε τὴν Ἐλευσῖνα καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μετὰ τὸν κατακλυσμόν» (Ἀθ. Σταγειρίτης). Ὁ δὲ Φερεκύδης μᾶς διασώζει, πὼς φευγόντων ἔπειτα «Ὠγύγου καὶ Θήβης, τῶν Ἀττικῶν αὐτοχθόνων, ἐλθόντων ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον, τά τε Μυστήρια πρῶτον αὐτοῖς κατασκευάσασθαι τὰ περὶ τὴν Ἴσιν (Δήμητραν), καὶ θεοὺς ὀνομάσαι μετὰ τὸ κτίσαι Ὤγυγον τὰς ἐκεῖ Θήβας τὴν πόλιν». Εἴμαστε στὸ 12.500 π.Χ. καὶ ἔχουμε τὴν πρώτη Ἐλευσῖνα (σὲ ἄλλη θέσι ἀπὸ τὴν σημερινή), ἀλλὰ καὶ τὶς ἑλληνικὲς Θῆβες τῆς Αἰγύπτου.

Γ) Δάρδανος καὶ Τροία: μὲ ἀκριβεῖς Ὁμηρικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὸ γένος τῶν Τρώων ἐκ Δαρδάνου καὶ γιὰ τὴν πρώτη ἄγνωστη εἰσέτι Τροία (ὄχι τὴν γνωστὴ ἑβδόμη στρωματικὰ πόλι τοῦ 1.200 π.Χ. ἀνασκαμμένη στὸ σημερινὸ Χισσαρλίκ). Μιλᾶμε γιὰ τὴν πρώτη καὶ αὐθεντικὴ Τροία, ποὺ οἰκοδομήθηκε λίγο μετὰ τὸν τελευταῖο κατακλυσμό, περὶ τὸ 6.000 π.Χ. «Περὶ δὲ Δαρδάνου φασὶν οἱ παλαιοί… ἀσκὸν ἤ σχεδίαν μετὰ δερμάτων σκευάσας …προσοκείλας τε τῇ Τροίᾳ, μετὰ τὸ ἀναξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ τὴν Δαρδανίαν ἔκτισεν ὑψηλοτέραν κειμένην τῆς ὕστερον Ἰλίου, φόβῳ τῆς ἐξ ὑετῶν κατακλύσεως» (Ἀρριανός, ἀπόσπ.). Καὶ ὁ Ὅμηρος (Ἰλιάς, Σ,219) ἐπιβεβαιώνει: «Δάρδανον κτίσσε Δαρδανίην, ἐπεὶ οὔπω Ἴλιος ἱρὴ ἐν πεδίῳ πεπόλιστο πόλις». Ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία) παραδίδει τὴν γενεαλογία τῶν Τρώων: «Δάρδανος Βάτειαν γαμεῖ τὴν Τεύκρου θυγατέραν καὶ γίνεται παῖς αὐτῷ Ἐριχθόνιος… Ἐριχθονίου καὶ Καλλιρόης τῆς Σκαμάνδρου γίνεται Τρώς, ἀφ’ οὗ τὴν ἐπωνυμίαν τὸ γένος ἔχει… Ὥς μὲν δὴ καὶ τὸ Τρωικὸν γένος ἀρχῆθεν Ἑλληνικὸν ἦν». Ὁ γιός του ὁ Ἴλος ἔκτισε τὸ Ἴλιον (Τροία). Ἀκολουθοῦν ὁ Λαομέδων, ὁ Πρίαμος καὶ ὁ Ἕκτωρ (ἐπὶ Τρωικοῦ πολέμου).

Δ) Ἀτλαντὶς καὶ Ἀθῆνα: ὁ νικηφόρος κοσμοϊστορικὸς πόλεμος Ἑλλήνων-Ἀτλάντων, ὅταν «εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους ἡ δύναμις τῆς πόλεως (τῆς Ἀθήνας σὲ ἄλλη θέσι τότε) διαφανὴς ἀρετῇ τε καὶ ῥώμῃ ἐγένετο… τῶν Ἑλλήνων ἡγουμένη». Ἔπειτα συνέβη ἡ καταβύθισις Ἀτλαντίδος καὶ Αἰγηΐδος: «σεισμῶν ἐξαισίων καὶ κατακλυσμῶν γενομένων, μιᾶς ἡμέρας καὶ νυκτὸς χαλεπῆς ἐπελθούσης, τό τε παρ’ ἡμῖν μάχιμον πᾶν ἀθρόον ἔδυ κατὰ γῆς (βύθισις Αἰγηΐδος), ἥ τε Ἀτλαντὶς νῆσος ὡσαύτως κατὰ θαλάττης δύσα ἠφανίσθη» (Τίμαιος, 25C). Μὲ τὸν Πλάτωνα νὰ ἐπιμένῃ γιὰ «ἐνακισχίλια ἔτη» πρὸ Σόλωνος (9.500 π.Χ.), «πολλῶν οὖν γεγονότων καὶ μεγάλων κατακλυσμῶν ἐν τοῖς ἐνακισχιλίοις ἔτεσιν» (Κριτίας, 111a), πράγματι, βρισκόμαστε σὲ ἐνδιάμεση ἱστορικῶς περίοδο παγκοσμίων γεωλογικῶν ἀνακατατάξεων. Ἡ μεγάλη λίμνη Τριτωνὶς π.χ. χάνει τὰ νερά της πρὸς τὸν Ἀτλαντικὸ καὶ γίνεται ἔρημος Σαχάρα: «σεισμῶν γενομένων ἀφανισθῆναι, ῥαγέντων αὐτῆς τῶν πρὸς τὸν ὠκεανὸν μερῶν κεκλιμένων» (Διόδωρος Σικ. Γ΄,55,3), ἐνῷ βιώνουμε νέα μικρὴ παγετώδη περίοδο (Younger Dryas), γεωλογικῶς τεκμηριωμένα ταῦτα. Τότε ἔχουμε καὶ τὸν Κατακλυσμὸ τοῦ Δευκαλίωνος, ὅταν σχεδὸν ἐξέλιπε τὸ ἀνθρώπινο γένος, περὶ τὸ 9.000 π.Χ. Ὁ Ἰουστῖνος παραδέχεται (Δευτέρα Ἀπολογία) πὼς αὐτὸς «ὁ κατακλυσμὸς μηδένα λιπών, ἀλλ’ ἤ τὸν μόνον σὺν τοῖς ἰδίοις, παρ’ ἡμῖν (τοὺς Χριστιανοὺς ἐννοεῖ) καλούμενον Νῶε, παρ’ ὑμῖν δὲ (ἐννοεῖ τοὺς Ἕλληνες) Δευκαλίωνα». Ἡ ἐποχὴ αὐτὴ συγχέεται μὲ τὴν περίοδο ἐκρήξεως τοῦ ἠφαιστείου τῆς Θήρας (τὸ 1.650 π.Χ.), ποὺ ἐπέφερε ἀνάλογες πλὴν τοπικὲς ἐπιπτώσεις, ὥστε κάποιοι μελετητὲς τοποθετοῦν ἑτεροχρονισμένα τὴν Ἀτλαντίδα στὶς Κυκλάδες… Ἀγνοῶντας τέτοια κεφαλαιώδους σημασίας ἱστορικὰ θέματα ἑλληνογνωσίαςκαὶ υἱοθετῶντας ἀνιστόρητες θεωρίες περὶ «ἰνδοευρωπαϊκῆς» καταγωγῆς μας προκύπτουν συνακόλουθα σφάλματα ἱστορικῆς συγχύσεως καὶ ἀναληθείας.

Ε) Κάδμος καὶ Εὐρώπη: Μεταγενέστεροι τῷ ὄντι τῶν Ἑλλήνων λαοί, ὡς οἱ Σημιτοφοίνικες τοῦ 1.200 π.Χ. (ἐνῶ προηγοῦνται αὐτῶν οἱ «προϊστορικοὶ» Ἑλληνοφοίνικες Ἀγήνωρ, Κάδμος, Φοῖνιξ, Εὐρώπη), φέρονται ὡς «ἐφευρέτες» τῶν Γραμμάτων ποὺ «υἱοθέτησαν» οἱ Ἕλληνες ἀργότερα (ἐνῷ συνέβη τὸ ἀντίθετο). Ὁ Ἕλλην Κάδμος νυμφεύθηκε τὴν Ἁρμονία, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Δαρδάνου. Γνωρίστηκαν στὴν Σαμοθράκη, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ Κάδμος κατὰ τὴν ἀναζήτησι τῆς ἀδελφῆς του «Εὐρώπης» (…τῆς κατακεκλυσμένης Ἑλλάδος)! Ἡ Φοινίκη ἐκσημιτίσθηκε πολὺ ἀργότερα, εἶναι δὲ ἑλληνικὴ λέξις ἀρχῆθεν καὶ σημαίνει «πορφυρή». Στὸν διάσημο γάμο Κάδμου καὶ Ἁρμονίας παρευρέθησαν ὅλοι οἱ θεοὶ καὶ ἔκαμαν δῶρα στὸ ζεῦγος. Ἡ κόρη τους Σεμέλη γέννησε μάλιστα τὸν Διόνυσο (τὸν Γ΄)! Ὁ Κάδμος θεωρεῖται στὴν Ἑλλάδα παλαιόθεν ἐφευρέτης τοῦ Ἀλφαβήτου! «Ἡ Κάδμου γραμματικὴ ἐπί τε τῶν Τρωικῶν ἠσκεῖτο» (Σχόλ. εἰς Ἑρμογένην). Ὁ Ἡρόδοτος βεβαιώνει: «εἶδον καὶ αὐτὸς Καδμήια γράμματα ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἰσμηνίου ἐν Θήβησι τῇσι Βοιωτῶν, ἐπὶ τρίποσι τισὶ ἐγκεκολαμμένα, τὰ πολλὰ ὅμοια ἐόντα τοῖσι Ἰωνικοῖσι. Ὁ μὲν εἷς τῶν τριπόδων ἐπίγραμμα ἔχει: Ἀμφιτρύων μ’ ἀνέθηκ’ ἐνάρων ἀπὸ Τηλεβοάων». Ὁ Ἀμφιτρύων καὶ ἡ Ἀλκμήνη εἶναι οἱ γονεῖς τοῦ Ἡρακλέους. Ἀπὸ τότε ἔχουμε Ἀλφάβητο (καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ 800 π.Χ.)! Ὁ Παλαμήδης τῶν Τρωικῶν εἶναι μάλιστα ὁ ἐφευρέτης τοῦ Δωρικοῦ Ἀλφαβήτου, ἀλλὰ ἕπεται τοῦ Κάδμου. Τηλεβόες εἶναι οἱ Τάφιοι…

ΣΤ) Κελεὸς καὶ Ἐλευσίνια Μυστήρια: Ὅπως ἡ «Εὐρώπη» (Ἑλλάς) ἀπήχθη ἀπὸ τὸν Δία, ἔτσι καὶ ἡ Κόρη (Περσεφόνη) ἀπήχθη ἀπὸ τὸν Ἅδη τὴν ἴδια ἐποχή (6.000 π.Χ.), προσωποποιῶντας τὸ γεγονὸς τοῦ (τρίτου) Κατακλυσμοῦ (τοῦ Δαρδάνου). Στὴν πρώτη περίπτωσι ὁ μῦθος τῆς «Εὐρώπης» μᾶς δεικνύει τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ ὅλη τὴν Μεσόγειο καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐξαφάνισι-καταστροφὴ ὅλων τῶν παραλιακῶν ἐκτάσεων καὶ πόλεων, μὲ ἐπίκεντρο τὴν Σαμοθράκη (ἕδρα Καβειρίων Μυστηρίων). Στὴν δεύτερη περίπτωσι ὁ μῦθος βοηθάει στὴν κεντρικὴ ἰδέα τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων, ποὺ ἵδρυσε ὁ Εὔμολπος ἐκ Θράκης μαζὶ μὲ τὸν Κελεό, τὸν ἐκλεκτὸ βασιλέα τῆς Ἐλευσῖνος, κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἱερατείου τῆς Σαμοθράκης (ἀνάλογα ἔπραξε καὶ ὁ Κάδμος ἐρχόμενος στὴν Θῆβα). Τὰ Μυστήρια τῆς Μητρὸς καὶ Κόρης ἑρμηνεύουν στοὺς μυημένους τὸ νόημα τῆς (αἰωνίου) Ζωῆς καὶ τοῦ Θανάτου (τελευτῆς προσωρινοῦ ἐπιγείου βίου). Ἔχει καταστραφεῖ ἡ πρώτη Ἐλευσῖνα ἐπὶ Δευκαλίωνος (9.000 π.Χ.), ἔχει κτισθεῖ ἔπειτα ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸν Ἐλευσῖνα γιὸ τῆς Δάειρας καὶ τοῦ Ἑρμοῦ στὴν σημερινὴ θέσι (Παυσανίας), ἀλλὰ μεγάλο μέρος τοῦ Ραρίου πεδίου ἔχει τώρα βυθισθεῖ. Περὶ αὐτῶν συγγράφουμε τὸ ἑπόμενο βιβλίο «Ἱερὰ Ἐλευσίς, Μυστήρια καὶ Ἀποκαλύψεις», μετὰ καὶ τὶς ἀνακοινώσεις μας σὲ διεθνῆ συνέδρια.

Ἐρχόμαστε τώρα στὸ Ἰόνιο κατὰ τὴν Ὁμηρικὴ Ἐποχή, μετὰ τὸν τελευταῖο Κατακλυσμό, γύρω στὸ 6.000 π.Χ. (βλ. εἰκόνα):

Ζ) Δουλίχιον καὶ Ἰθάκη: ἔχουμε τὸ ἀκριβὲς γεωγραφικὸ στίγμα τῆς Ὁμηρικῆς Ἰθάκης τοῦ Ὀδυσσέως, ὡς κειμένης βορειοδυτικῶς τῶν ἄλλων τριῶν μεγάλων νήσων τοῦ Ἰονίου, «πρὸς ζόφον», ἐνῷ ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ μικρότερα νησιά, Τάφος (Θιάκι), Κροκύλεια (Μεγανήσι), Αἰγίλιψ (Κάλαμος), Ἀστερίς (Ἀρκούδι): «Ναιετάω δ’ Ἰθάκην εὐδείελον. Ἕν δ’ ὄρος αὐτῇ Νήριτον, εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές. Ἀμφὶ δὲ νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλοισι, Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος. Αὐτὴ δὲ χθαμαλή, πανυπερτάτη εἰν’ ἁλὶ κεῖται πρὸς ζόφον, αἱ δὲ τ’ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε» (Ὀδύσσεια). «…καὶ Κροκύλει’ ἐνέμοντο καὶ Αἰγήλιπα τρηχεῖαν» (Ἰλιάς). «Ἔστι δέ τις νῆσος μέσσῃ ἁλὶ πετρήεσσα, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης, Ἀστερίς, οὐ μεγάλη, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι» (…οἱ μνηστῆρες ἔστησαν καρτέρι γιὰ τὸν Τηλέμαχο σὲ ἀκατοίκητο μικρὸ νησάκι, ἀνάμεσα σὲ Ἰθάκη-Λευκάδα καὶ Σάμο-Κεφαλληνία, τὴν Ἀστερίδα). Ἡ Τάφος-Θιάκι ἀνῆκε στὸν φίλο βασιλέα Μέντη, γιὸ τοῦ Ἀγχιάλου, ποὺ ὑπεραγαποῦσε τὸν Ὀδυσσέα.

Τὸ μεγαλύτερο νησὶ εἶναι (…ἦταν) τὸ Δουλίχιον (ἡ μετέπειτα Ἀκαρνανία ὡς νῆσος τότε) «πρὸς ἠῶ» (ἀνατολικῶς τῆς Λευκάδος-Ἰθάκης) – σκεφθῆτε πότε ἑνώθηκε ἡ Ἀκαρνανία μὲ τὴν Αἰτωλία λόγῳ προσχώσεων, κυρίως τοῦ ποταμοῦ Ἀχελώου, δηλαδὴ πόσο πίσω πρέπει νὰ πᾶμε στὸν χρόνο… Ἀκολουθεῖ ἡ Σάμη (ἡ σημερινὴ Κεφαλληνία) καὶ ἡ Ζάκυνθος, «πρὸς ἠέλιον» (νοτίως τῆς Λευκάδος-Ἰθάκης). Στὴν Ἰθάκη μποροῦσες νὰ πᾶς καὶ πεζός, «πεζὸν ἐνθάδ’ ἱκέσθαι», μὲ «ἴθμα» (βῆμα) περπατῶντας σὲ μιὰν ἄκρη (μακρόστενη ξηρά), ἐξ οὗ ἡ ὀνομασία ΙΘ-ΑΚΗ (Κ.Δούκας). Ἔξεχε σὰν «κεφάλι» ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα (τὴν «ἀκτὴν ἠπείροιο»), τὴν Ἤπειρο δηλαδή (σημερινὴ Πρέβεζα), γι’ αὐτὸ οἱ ὑπήκοοι τοῦ Ὀδυσσέως ὠνομάζονταν καὶ Κεφαλλῆνες («Κεφαλλήνεσιν ἀνάσσων»). Κατ’ ἀντίθεσιν ἴσως ὠνομάστηκαν ἀργότερα οἱ Δουλιχιεῖς Ἀκαρνᾶνες («ἀ-κέφαλοι», «ἀ-καρα-νᾶνες). Ἡ ὀνομασία «Ἀκαρνανία» εἶναι ἄγνωστη στὸν Ὅμηρο καὶ δόθηκε ἀφοῦ ἐξηπειρώθηκε πλέον τὸ Δουλίχιον μὲ τὶς προσχώσεις τῶν αἰώνων, ὁπότε ἄλλαξε ὄνομα (χάθηκε πλέον τὸ Δουλίχιον).

Ἡ σημερινὴ χερσόνησος τῆς Πλαγιᾶς χωριζόταν τότε διὰ θαλάσσης ἀπὸ τὸ Δουλίχιον-Ἀκαρνανία, ἐνῷ ἦταν προσκολλημένη στὴν Λευκάδα. Ἡ Ὁμηρικὴ Ἰθάκη ἦταν λοιπὸν ἡ σημερινὴ Λευκάδα σὺν ἡ Πλαγιά. Καταφεύγοντας ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ στὴν οὐδέτερη νῆσο Τάφο τοῦ φιλτάτου Μέντη, ὅταν κατεδιώχθησαν ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τῶν μνηστήρων μετὰ τὴν μνηστηροφονία, μεταφέρθηκε πλέον ἐκεῖ καὶ τὸ ὄνομα Ἰθάκη (σημερινὸ Θιάκι). Σημειωτέον, ἀπὸ τὴν Τάφο δὲν ὑπῆρχε κανεὶς μνηστῆρας. Τίποτε ἄλλο δὲν συνδέει τὴν Ἰθάκη μὲ τὸ Θιάκι, ὅπως ἀναλύεται παρακάτω. Ὁ ἐπαναλαμβανόμενος χαρακτηρισμὸς «ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ» καὶ ὄχι «νῆσος» ἀποτελεῖ πρόσθετο στοιχεῖο προσδιορισμοῦ της καὶ ἀποκλείει τὴν σημερινὴ Ἰθάκη καὶ τὴν Κεφαλληνία. Μοιάζει δηλαδὴ περισσότερο μὲ χερσόνησος ἡ Ἰθάκη. Ἀπορρίπτονται ἐπίσης, διότι κεῖνται μακρὰν τῆς ἠπειρωτικῆς στεριᾶς.

«Ἕν ὄρος αὐτῇ Νήριτον» (στὴν Λευκάδα-Ἰθάκη), ἀλλὰ ὡς «παιπαλόεσσα, κραναή, τρηχίη» εἶχε πολλὰ ἄλλα μικρὰ βουναλάκια. Ἀπομένει νὰ ἐντοπισθῇ ἡ ἕδρα τοῦ Ὀδυσσέως (ὁ δῆμος Ἰθάκης) κάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ Νήιον («ὑπονηΐῳ»), ποὺ φαίνεται πὼς ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ Νήριτον. Τὸ Νήιον εἶναι πιθανώτατα: 1) οἱ σημερινοὶ Σκάροι, ὁπότε τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ὀδυσσέως εἶναι εἴτε στὸ Νυδρί, εἴτε στὴν Νικιάνα (ἔνθεν ἤ ἐκεῖθεν τοῦ Νηΐου), ἤ 2) ἡ σημερινὴ χερσόνησος Πλαγιά, ποὺ ξεχωρίζει ἀφ’ ἑνὸς ἀπὸ τὸ Νήριτον (Λευκάδα), ἀφ’ ἑτέρου εἶναι ἐγγύτερα στὸ πέρασμα πρὸς τὴν Ἤπειρο, δικαιολογῶντας ἐτυμολογικῶς τὴν ὀνομασία «Ἰθάκη», τὴν δυνατὴ πρόσβασι πεζῇ, καθὼς καὶ τὴν μεταφορὰ τῶν ζώων στὴν ἀπέναντι ἀκτὴ τῆς Ἠπείρου. Κλίνω πρὸς τὴν δεύτερη ἄποψι, ἐπειδὴ συγκεντρώνει τὰ περισσότερα ταυτοτικὰ στοιχεῖα (Γ.Παξινός).

Ὁ συνδυασμὸς Λευκάδος-Πλαγιᾶς δικαιολογεῖ τὸν χαρακτηρισμό «χθαμαλὴ πανυπερτάτη», δηλαδὴ ἡ Ἰθάκη ἔχει ἕνα χαμηλὸ μέρος στὴν ἀρχή, βλέποντάς την κάποιος ἀπὸ τὸν δῆμο Ἰθάκης καὶ ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ὀδυσσέως (εὑρισκόμενος δηλαδὴ στὴν Πλαγιά) καὶ ἕνα πανύψηλο μέρος κατόπιν (τὴν Λευκάδα). Στὴν Ἰλιάδα ξεχωρίζει ὁ Ὅμηρος τὸ Νήριτον ἀπὸ τὴν Ἰθάκη: «Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους, οἱ ῥ’ Ἰθάκην εἶχον καὶ Νήριτον εἰνοσίφυλλον καὶ Κροκύλει’ ἐνέμοντο καὶ Αἰγίληπα τρηχεῖαν, οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ’ οἵ Σάμον ἀμφενέμοντο, οἵ τ’ ἥπειρον ἔχον ἠδ’ ἀντιπέραι’ ἐνέμοντο…». Ταυτίζουμε ἔτσι τὸ Νήριτον μὲ τὴν Λευκάδα καὶ τὸν δῆμο Ἰθάκης μὲ τὴν Πλαγιά.

«Ναιετάω δ’ Ἰθάκην εὐδείελον», «κατοικῶ στὴν Ἰθάκη μὲ τὰ ὡραῖα δειλινά», λέγει ὁ Ὀδυσσεὺς γιὰ τὴν ἕδρα του (κατοικία). Τὸ δειλινὸ φαίνεται ὅμως μόνον ἀπὸ τὴν Πλαγιά καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Νυδρί ἤ τὴν Νικιάνα (…οὔτε φυσικὰ βλέπει δειλινὸ κανεὶς ἀπὸ τὸ Θιάκι)! Ὁ Λαέρτης, ὁ πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, εἶχε φροντίσει γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ δήμου Ἰθάκης καὶ εἶχε καταλάβει τὴν ἀπέναντι στενὴ ἠπειρωτικὴ παραθαλάσσια περιοχή (σημερινὴ Πρέβεζα), ὅπου ἦταν ἀρχικῶς ἡ πόλις Νήρικος (πιθανώτατα στὰ ὅρια τῆς μετέπειτα Κασσώπης). Ἐκεῖ ἔβοσκαν τὰ βόδια μὲ τὸν Φιλοίτιο, ποὺ τὰ πέρναγε εὔκολα ἀπέναντι μὲ μαούνα-πορθμεῖον (ἀπὸ τὸ μετέπειτα Ἄκτιον ἤ Ἀνακτόριον). Ἡ Νήρικος ἦρθε στὴν Λευκάδα πολὺ ἀργότερα (ἐπὶ Κορινθίων). Ὁ Ἀμβρακικὸς εἶχε πολὺ μεγαλύτερο βάθος, ποὺ προσχώθηκε σταδιακά.

Τὸ Δουλίχιον δὲν ἀνῆκε στὴν ἐπικράτεια τοῦ Ὀδυσσέως. Εἶχε δικό του βασιλέα, τὸν Μέγη. Μάλιστα αὐτὸς ἐξουσίαζε καὶ τὶς ἱερὲς Ἐχινάδες νήσους, πρᾶγμα φυσικόν, ἀφοῦ βρίσκονται στὴν συνέχεια τῆς Ἀκαρνανίας: «Οἵ δ’ ἐκ Δουλίχοιο Ἐχινάων θ’ ἱεράων νήσων, τῶν δ’ αὖ ἡγεμόνευε Μέγης» (Ἰλιάς). Συνεισέφεραν στὸν Τρωικὸ πόλεμο 40 πλοῖα, πρᾶγμα ποὺ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν μεγάλη ἔκτασι τοῦ Δουλιχίου. Ἐπίσης ἐξ αὐτοῦ προέρχονταν οἱ περισσότεροι μνηστῆρες (βλ. πίνακα). Τὸ αἴνιγμα «Δουλίχιον» καὶ «ἀκτὴ ἠπείροιο» ἔλυσε πρῶτος ὁ Γ.Παπακωνσταντίνου. Ἀπομένει ἡ Γεωλογικὴ ἔρευνα!

Ἤδη ἡ Λακεδαίμων τῆς Τρωικῆς ἐποχῆς βρέθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Θ.Σπυρόπουλο, ὄχι στὴν Σπάρτη ἀλλὰ στὴν Πελλάνα τῆς Λακωνίας, καὶ μάλιστα ἀκριβῶς ὡς λέγει ὁ Ὅμηρος. Ἦταν «κητώεσσα» μέσα σὲ λιμνοθάλασσα (Λακε- Lake) μὲ μεγάλα ψάρια, «ἡ τότε ποτέ οὖσα ὑφ’ ἡλίῳ νῆσος ἱερά» (-δαίμων)! Ὁ ἀρχαιολόγος Ἀδαμάντιος Σάμψων ἔχει ἐπίσης ἀνακαλύψει σὲ βραχονησίδα κοντὰ στὴν νῆσο Κῶ μεταλλουργικὴ ἐπεξεργασία Χαλκοῦ, περὶ τὸ 5.500 π.Χ. Αὐτὸ σημαίνει, ἀφ’ ἑνὸς ὅτι δὲν ἰσχύει ἡ κατάταξις περὶ Νεολιθικῆς ἐποχῆς ἕως τὸ 2.800 π.Χ. καὶ ἐποχῆς Χαλκοῦ κατόπιν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου σημαίνει ὅτι δὲν ἦταν βραχονησίδα τότε (μετὰ τὴν Κῶ), ἀλλὰ ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν Μικρασιατικὴ ἀκτή. Ἄρα ὑφίσταται ἐποχὴ Χαλκοῦ πρὶν τὸν τελευταῖο Κατακλυσμό (τοῦ Δαρδάνου), διότι κατόπιν αὐτοῦ ἔγινε βραχονησίδα (…δὲν θὰ ἔφτιαχναν ἐργοστάσιο σὲ βραχονησίδα). Ὥστε ὑπῆρχε δυνατότης χρήσεως χάλκινων ὅπλων ἐπὶ Τρωικοῦ πολέμου (τότε)! Ἄλλο νέο στοιχεῖο ἑτεροχρονισμοῦ εἶναι οἱ χιλιάδες πινακίδες μὲ γραφὴ σὲ περιοχὴ τοῦ Δουνάβεως (Vinca), τῆς ἕκτης χιλιετίας π.Χ. (βλ. καὶ Δισπηλιὸ Καστοριᾶς). Μελετῶνται ἀπὸ τὸν Harald Haarmann (Φινλανδία). Ὥστε ἀνατρέπεται (καὶ) ἡ ἱστορία τῆς Γραφῆς, ὅτι δηλαδὴ προηγεῖται ἡ Μεσοποταμία μὲ πρώτη τὴν εἰκονογραφικὴ γραφὴ τοῦ 3.400 π.Χ.…




Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΘΕΟΥ ΔΙΟΣ



ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΘΕΟΥ ΔΙΟΣ
Τῇ 8η Μεταγειτιώνος, 3ον ἔτος 699ης Ὀλυμπιάδος, σελήνης αὐξούσης,
ἔναρξις κυριαρχίας θεοῦ Διός ἕως τῇ 13η Βοηδρομιώνος . 10.08.2017 ἕως 15.09.2017
Ἀστερισμός : Λέων
Σύμβολα: Κεραυνός, Αἰγίς, Κότινος
Ζῶα: Ἀετός, Ταῦρος, Ἀλλέκτωρ
Δέντρα & Φυτά: Δρῦς,Ἐλελίφασκος. Δευτερεύοντα: Ἐλιά, Μαργαρίτα, Ἀμάραντο, Ματζουράνα, Καρυδιά, Φλόμος, Βερβένα, Ἀμυγδαλέα, Βιολέττα, Κασσιά,Καρυόφυλλο, Σχοῖνος.
Χρῶμα : Ιώδες
Ὀρφικός ὕμνος Διός
θυμίαμα στύραξ
Ζεῦ πολυτίμητε, Ζεῦ ἄφθιτε, τήνδε τοι ἡμεῖς
μαρτυρίαν τιθέμεσθα λυτήριον ἠδὲ πρόσευξιν.
ὦ βασιλεῦ, διὰ σὴν κεφαλὴν ἐφάνη τάδε θεῖα,
γαῖα θεὰ μήτηρ ὀρέων θ’ ὑѱηχέες ὄχθοι
καὶ πόντος καὶ πάνθ’, ὁπόσ' οὐρανὸς ἐντὸς ἔταξε∙
Ζεῦ Κρόνιε, σκηπτοῦχε, καταιβάτα, ὀμβριμόθυμε,
Παντογένεθλ’, ἀρχὴ πάντων πάντων τε τελευτή,
σεισίχθων, αὐξητά, καθάρσιε, παντοτινάκτα,
ἀστραπαῖε, βρονταῖε, κεραύνιε, φυτάλιε Ζεῦ∙
κλῦθί μου, αἰολόμορφε, δίδου δ’ ὑγίειαν ἀμεμφῆ
εἰρήνην τε θεὰν καὶ πλούτου δόξαν ἄμεμπτον.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ μύθο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Ζεύς, ἡ μητέρα του Ρέα, προκειμένου νὰ παραπλανήσει τὸν Κρόνο, τοῦ ἔδωσε μία πέτρα τυλιγμένη σὲ σπάργανα, στὴν θέση τοῦ βρέφους (Ζεύς), ἐνημερώνοντας ταυτόχρονα τὸν Κρόνο ὅτι μέσα στὰ σπάργανα ἦταν τυλιγμένος ὁ νέος του ἀπόγονος. Ὁ Κρόνος καταβρόχθισε ἀμέσως τὴν πέτρα νομίζοντας ὅτι ἦταν ὁ νεογέννητος υἱὸς του ἐνῶ ὁ Δίας ποὺ ἐκπαιδεύονταν κρυφά, λαμβάνει κατὰ τὴν ἐνηλικίωσίν του, τὴν ἐξουσία τοῦ κόσμου». Αὐτὴ ἡ «πέτρα» ἦταν ἕνα πρόσκομμα γιὰ ὅλους τους μελετητές. Ὄπως ἐκλαμβάνεται π.χ. ἡ ἔννοια τοῦ «τέλειου κύβου» ἢ τοῦ «ἀκρογωνιαίου λίθου», ἐκλαμβάνεται ἐπίσης ἡ ἔννοια τοῦ «ὑποκατάστατου τοῦ Διός». Ὁ Δαμάσκιος, Περὶ τῶν Πρώτων Ἀρχῶν, γράφει: «Ἡ Ὀκτάδα ἀναφέρεται στὴν Ρέα, ὡς ὤθηση σὲ κίνηση [θυμηθεῖτε τὴν ἰδέα τῆς ροῆς ποὺ περιέχεται στὸ ὄνομά της] πρὸς τὸ πᾶν, σύμφωνα μὲ τὴν διαφοροποίησή της καὶ ὅμως παραμένει σταθερὰ καὶ κυβικῶς ἑδραιωμένη».
Ὁ Δαμάσκιος χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη «κυβικῶς», ἐπειδὴ τὸ ὀκτὼ εἶναι ἕνας κυβικὸς ἀριθμός. Ἡ Ρέα, ὡς ἐκ τούτου, θεωρεῖται ὅτι ἔχει σταθερὰ ἑδραιώσει τὸν ἀπόγονό της τὸν Δία, μέσα στὸν Κρόνο, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει μὲ ἀπόρευτη ἕνωση καὶ μὲ αἰνιγματικὸ τρόπο λέγεται ὅτι ἔχει δώσει στὸν Κρόνο μία πέτρα ἀντὶ τοῦ Διός, ἡ πέτρα συμβολίζει τὴν ἑδραίωση τοῦ Διὸς στὸν Κρόνο. Ὅλοι οἱ θεῖοι ἀπόγονοι, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἐκπορεύονται ἀπὸ τὶς αἰτίες τους, ἐπίσης παραμένουν στὶς αἰτίες τους. Καὶ ἡ «μυστική» ἐκπαίδευση τοῦ Διός, μᾶς δείχνει ὅτι ἀνατρέφεται στὴν νοητὴ Τάξηˑ αὐτὴ ἡ Τάξη ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους θεολόγους ὡς «ἀπόκρυφη».
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὀμιχλώδη. Ἴσως μποροῦμε ἀπλῶς νὰ προτείνουμε, ὄπως ἡ Ρέα εἶναι ἡ τρίτη ἀπὸ τὶς τρεῖς Ὑπερκόσμιες Μητέρες, ἡ Νύκτα καὶ ἡ Γαία εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη ἀντίστοιχα καὶ ὅτι, ὡς μητέρες ὅλες ἀντιστοιχοῦν σὲ δυάδες, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρίθμηση τῶν Πυθαγορείων, ὡς ἐκ τούτου, ὁ κύβος φυσικὰ ἀναφέρεται στὴν Ρέα (2 χ 2 χ 2 = 8). Τὸ στερεὸ σχῆμα τοῦ κύβου σχηματίζεται ἀπὸ τὸ τετράγωνο στὴν ἐπίπεδη γεωμετρία καὶ τὸ τετράγωνο εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ κάτω ἢ τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, ὁ κυβερνήτης του εἶναι ὁ Ζεύς, ὄπως ἀκριβῶς τὸ τρίγωνο εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ ὑπεραισθητοῦ κόσμου.
Μία ἄλλη ἐνδιαφέρουσα ἐξήγηση αὐτῆς τῆς διάσημης «πέτρας» εἶναι ὅτι σημαίνει «δίσκος», δηλαδή, Σβάστικα, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σύμβολο τῆς τετραπλῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ κόσμου. «Μὲ τὸν Δία ἐννοεῖται ὁ δίσκος, λόγω τῆς πέτρας ποὺ κατάπιε ὁ Κρόνος, ἀντὶ τοῦ Διός, ὄπως λέει ὁ Ἡσίοδος στὴν Θεογονία του, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε τμῆμα τῆς Θεογονίας τοῦ Ὀρφέως».
Ὁ Ζεὺς εἶναι ἡ δημιουργικὴ δύναμη τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου καί, ἑπομένως, ἀντίστοιχη μὲ τὴν δημιουργικὴ ψυχὴ ἢ τὸν νοῦ στὸν ἄνθρωπο, λέγεται ὅτι συνδέεται στενὰ στὴν δημιουργία του μὲ τὴν Εἱμαρμένη, γιατί χτίζει τὸν κόσμο, σύμφωνα μὲ τὶς Εἰμαρμένειες αἰτίες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ προηγούμενους κόσμους, «Ὑπάρχουν πολλὲς ἑρμηνεῖες τῶν Ἄφατων», σύμφωνα μὲ τοὺς Γνωστικοὺς φιλοσόφους. Κατὰ τὸν Πρόκλο, «ὁ Δημιουργὸς [Ζεύς], σύμφωνα μὲ τὸν Ὀρφέα, εἶχε γιὰ Τροφὸ τὴν Ἀδράστεια [ποὺ «ἀπ’ αὐτὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγει», ἀπὸ τὸ στερητικὸ «α» καὶ τὸ «διδράσκω» δράση πρὸς φυγήν]? (Τίμαιος) ἀλλὰ νυμφεύεται τὴν Ἀνάγκη/Θέμιδα καὶ γεννάει τὴν Μοίρα/Τύχη». Ἡ «Ἀδράστεια εἶναι ἡ μία θεότης ποὺ παραμένει μὲ τὴν Νύκτα [τὴν πιὸ οὐράνια Μητέρα, τὴν Προγιαγιὰ ὅλων] καὶ ἡ ἀδελφή της εἶναι ἡ Ἴδη – (Εἴδη/Μορφή) ..........γιὰ τὴν Ἀδράστεια λέγεται [μυστικῶς] ὅτι κρούει τὰ κύμβαλά της στὰ πρόθυρα τοῦ Σπηλαίου τῆς Νύκτας. [Δηλαδή, κατευθύνει τὸν ἦχο, ἔτσι ὥστε ὁ ἦχος «ὠθεῖται σὲ ὅλους τους κόσμους», καὶ ἀπὸ τὸν ἦχο πᾶσα μορφὴ δημιουργεῖται.] (Ἀπὸ τὸ ἄυλο δημιουργεῖται ἡ ὕλη). Πίσω στὸν Ἐσωτερικὸ Θάλαμο [Ἄδυτο] τοῦ Σπηλαίου τῆς Νύκτας βρίσκεται τὸ Φῶς (Φάνητας) ἐν μέσῳ τῆς Νύκτας, ἡ ὁποία παραδίδει προφητικὴ κρίση στοὺς θεοὺς καὶ στὸ στόμιο βρίσκεται ἡ Ἀδράστεια. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἴδια μὲ τὴν Δικαιοσύνη, ἡ Δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει, λέγεται ὅτι εἶναι ἡ κόρη τοῦ Νόμου καὶ τῆς Ἀφοσίωσης ...... λέγεται ὅτι αὐτὲς εἶναι οἱ Τροφοὶ τοῦ Διὸς στὸ Σπήλαιο τῆς Νύκτας». (Σχολ. τοῦ Ἐρμεία, στὸν Φαῖδρο) [ἀναφορά στὴν κατάπωση τοῦ Φάνητος]».
Ἔτσι ἀναφέρει ὁ Πρόκλος (στὴν Πλατωνικὴ θεολογία): Ἡ «Ἀδράστεια λέγεται ἀπὸ τὸν Ὀρφέα ὅτι φρουρεῖ τὸν Δημιουργόˑ «Μὲ μπρούντζινα κύμβαλα καὶ τύμπανα στὰ χέρια της ποὺ ἀκούγονται» στέλνει ἤχους, ἔτσι ὥστε ὅλοι οἱ θεοὶ νὰ μποροῦν νὰ στραφοῦν σ’ αὐτήν».
Στὸν αἰσθητὸ κόσμο, ἡ «γλώσσα τῶν θεῶν», λέγεται ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ἦχο καὶ τὸ χρῶμα». Ἦχοι καὶ χρώματα προσελκύουν ὁρισμένα «στοιχεῖα», τὰ ὁποῖα ἄμεσα καὶ μηχανικὰ ἀνταποκρίνονται στὴν πρόσκληση.
Ὑπάρχει κάποια σύγχυση ὡς πρὸς τὶς Τροφοὺς ἢ φρουροὺς τοῦ Διός. Μερικὲς φορὲς λέγεται ὅτι εἶναι ἡ Ἀδράστεια, ἡ Ἴδη καὶ ἡ Δικαιοσύνη καὶ στὴν συνέχεια καὶ πάλι λέγεται ὅτι εἶναι οἱ τρεῖς Κουρῆτες. Ἀναφέρει ὁ Πρόκλος, στὴν Πλατωνικὴ θεολογία, xiii.382 VI...): «Ἡ ζωωποιοῦσα θεὰ τοποθέτησε τοὺς Κουρῆτες πρῶτα ὡς φρουρούς, οἱ ὁποῖοι λέγεται ὅτι περιβάλλουν τὸν Δημιουργὸ τῶν ὁλοτήτων καὶ χορεύουν γύρω του καὶ ἔτσι ἐκδηλώνεται αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ρέα». Ὁ «Ὀρφέας τοποθετεῖ τοὺς Κουρῆτες ὡς φύλακες τοῦ Διός, εἶναι τρεῖς σὲ ἀριθμόˑ καὶ τὸ σύνολο τῆς Ἑλληνικῆς θεολογίας παραπέμπει στὴν ἁγνὴ καὶ ἀμόλυντη ζωὴ σὲ αὐτὴ τὴν τάξηˑ Κόρον [ποὺ Κουρῆτες καὶ Κορύβαντες] δὲν σημαίνει τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ «Ἁγνό/ Ἀμόλυντο». Οἱ Τροφοί καὶ οἱ φρουροὶ εἶναι, ὡς ἐκ τούτου, προφανῶς ἕξι, τρεῖς ἄνδρες καὶ τρεῖς γυναῖκες.
Ὁ Ζεὺς ἔχοντας φτάσει στo πλῆρες ἀνάστημά του, σύμφωνα μὲ τὸν Ὀρφέα (Πορφύριος, Ἄντ. Νύμφη., Xvi), χρησιμοποιεῖ τὸ μέλι γιὰ νὰ παγιδεύση τὸν γονέα του τὸν Κρόνο. Ἔτσι ὁ Κρόνος «γεμίζει μὲ μέλι, χάνει τὶς αἰσθήσεις του καὶ μεθυσμένος σὰν ἀπὸ κρασί, ἀποκοιμιέται ........ Ἔτσι τὸν συλλαμβάνει καὶ τὸν εὐνουχίζει, ὄπως καὶ ὁ Κρόνος τὸν Οὐρανό». Δηλαδὴ γίνεται ἡ ἀνεξαρτητοποίησή του ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐνέργειες/δυνάμεις
Δηλαδή, οἱ ἀπολαύσεις τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου ὑποδουλώνουν τὴν ψυχὴ καὶ ἔτσι ὁ ἄρχοντας τῶν αἰσθήσεων ἐξουσιάζει ἀντ’ αὐτοῦ.
Ὁ Δίας μὲ τὴν ἐπίτευξη τῆς κυριαρχίας κατασκευάζει τὸν κόσμο μὲ τὴν βοήθεια τῶν δυνάμεων τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Νύκτας, ἡ Νύκτα εἶναι ἡ μεγάλη πρόνοια τῶν θεῶν καὶ διανομέας τῆς θείας πρόνοιας. Λέγεται ὅτι «οἱ θεοὶ ποὺ εἶναι ἱεραρχικὰ ὑπὸ τὸν Δία δὲν εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Φάνητα [ἡ Ἰδανικὴ Αἰτία], ἀλλὰ μόνον ὁ Ζεὺς καὶ αὐτὸς μέσω τῆς μέσης Νύκτας [συζύγου τοῦ Φάνητα]».
Εἶναι ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς Ἕνωσης, ποὺ ὁ Ζεὺς λέγεται «Κατάπωση» καθὼς κατάπιε τὸν Φάνητα. Ἡ δημιουργικὴ θεότητα καὶ ἀρχιτέκτων τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πρέπει πρῶτα νὰ ἐμποτιστεῖ μὲ τὰ ἰδανικὰ καὶ τὰ αἰώνια εἴδη τῶν πραγμάτων προτοῦ μπορέσει νὰ τὰ διαμορφώσει καὶ νὰ τὰ ἐκδηλώσει στὴν συνέχεα σὲ αἰσθητὰ σχήματα. Κατὰ συνέπεια, ὁ Πρόκλος: (σχόλια στὸν Τίμαιο, 267 iv) «Ὁ Ὀρφέας ὀνομάζει τὸν θεὸ (Φάνητα), ὡς ἐκδηλωτὴ (ἐκφαίνων) τῶν νοητῶν μονάδων καὶ ἀποθηκεύονται ἐντός του τὰ εἴδη ὅλων τῶν ζώντων (ζώων/πλασμάτων) [καλώντας τὸν τὸ Ἀπόλυτο Ζῶον ἢ «τὸ Αὐτόζωον»], ὡς τὸ πρῶτο δοχεῖο τῶν νοητῶν ἰδεῶν. Τὸν ὀνόμασε «Κλείδα τοῦ Νοός» ......... καὶ ὁ Δημιουργὸς [Ζεύς] εἶναι ἐξαρτώμενος ἀπὸ τὸν Φάνητα καί, συνεπῶς, ὁ Πλάτων ἀναφέρει ὅτι ὁ Ζεὺς «κοίταξε πρός» τὸ Αὐτόζωονˑ καὶ ὁ Ὀρφέας λέει ὅτι «ὄρμηξε πάνω του καὶ τὸν κατάπιε» ἐνώπιον τῆς Νύκτας».
Ἔτσι, ἡ νοητὴ δημιουργία ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ τὰ Ἄνω εἶναι ἐγκολπισμένα (φωλιάζουν) στὰ Κάτω. Ὁ Πρόκλος στα σχόλιά του στόν Τίμαιο, ii.137 γράφει: «Ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ζεὺς ἐπίσης ὀνομάζεται Μήτις καὶ Ἀπόλυτος Δαίμων - «Μία δύναμη, ἕνας Δαίμων» ἦταν αὐτός, ἡ μεγάλη αἰτία τοῦ παντός». Ἐπίσης: «ὁ Δημιουργὸς περιέχει ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτὸ του τὴν αἰτία τοῦ Ἔρωτοςˑ ἡ Μήτις εἶναι ὁ «Πρῶτος Προγονικὸς καὶ Πανευτυχὴς Ἔρως»: καὶ ὁ Φερεκύδης, δήλωσε ὅτι ὁ Ζεὺς ὅταν ἄρχισε νὰ δημιουργεῖ μετατράπηκε σὲ Ἔρωτα.
Ἐπίσης , (Παρμενίδης, iii.22.): ὁ Ὀρφέας ἀναφέρει ὅτι μετὰ τὴν κατάπωσιν τοῦ Φάνητα, ὅλα τὰ πράγματα δημιουργήθηκαν ἐντὸς τοῦ Διόςˑ ὅλα τὰ πράγματα ἐκδηλώθηκαν πρωταρχικὰ καὶ ἑνωμένα στὸν πρώην (Φάνητα), ἀλλὰ δευτερευόντως καὶ μεριστὰ στὸν Δημιουργό, τὴν αἰτία τῆς Ἐγκοσμίου Τάξεως. Ἐντὸς του εἶναι ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι καὶ ὁ ἴδιος ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ στοιχεῖα καὶ ὁ «Πανευτυχὴς Ἔρως» ὅλα τὰ πράγματα εἶναι ἁπλὰ ἕνα, «ἦταν συσωρευμένα στὴν κοιλιὰ τοῦ Διός».
Συνεπῶς ὁ Πλάτων γράφει γιὰ τὸν Δία: «Ὁ θεός, ὄπως ἡ ἀρχαία Γραφὴ [τοῦ Ὀρφέα] μᾶς λέει, κατέχοντας τὴν ἀρχή, τὸ τέλος καὶ τὸ μέσον ὅλων τῶν πραγμάτων, μὲ ἄμεση μέθοδο ἐπιτυγχάνει τὸν στόχο του, περιφερόμενος σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ ἡ Δικαιοσύνη εἶναι μαζί του γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὰ ἀντίποινα ἐκείνων ποὺ ἐγκαταλείπουν τὸ μονοπάτι τοῦ θείου νόμου».
Ἡ εἰδικὴ ἰδέα ποὺ συνδέεται μὲ τὴν δημιουργία ἦταν αὐτὴ τοῦ Νόμου, στὴν τεκμηρίωση τοῦ ὁποίου πολλὰ σημεῖα θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπισπευσθοῦν. Τὰ ἀκόλουθα, ὡστόσο, ἀπὸ τὸν Πρόκλο, (σχόλια στον Τίμαιο, ii 96) εἶναι ἐπαρκῆ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό: «Μετὰ ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τῆς Νύκτας ὁ Ζεὺς παίρνει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἕναν βοηθὸ καὶ τοποθετεῖ τὸν Νόμο στὸν πλευρό του, ὄπως ἀναφέρει ὁ Ὀρφέας».
Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν, ἡ δημιουργία τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου - ἡ δημιουργία αὐτὴ συνοψίζεται ἀπὸ τὸν Πρόκλο ὡς ἑξῆς (Κρατύλος) «Ὁ Ὀρφέας μεταδίδει ἀπὸ τὴν παράδοση ὅτι ὁ Ζεὺς δημιούργησε τὸ σύνολο τῆς οὐράνιας δημιουργίας καὶ ἔκανε τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι καὶ ὅλους τους ἔναστρους θεοὺς καὶ δημιούργησε τὰ στοιχεῖα κάτω ἀπὸ τὸ φεγγάρι». Ὁ ἴδιος συνοψίζει τὶς δυὸ δημιουργίες, νοητικὴ καὶ αἰσθητή, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ἡ νοερὴ ἐκπόρευση-διακόσμησις τῶν θεῶν ὁριοθετεῖται ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν θείων τάξεων τῶν Ὁλοτήτων [Φάνητα], ἀλλὰ ἐκπορευόμενη ἀπὸ τὶς τρεῖς Νύκτες καὶ τὴν οὐράνια ὑπόσταση [πτυχὲς τοῦ Οὐρανοῦ] στὴν τάξη τῶν Τιτάνων [τῶν ὑπερκόσμιων Ἀρχιτεκτόνων καὶ Οἰκοδόμων], ποὺ πρῶτα χώρισε ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ της τοὺς Πατέρες τὸν [Φάνητα καὶ τὸν Οὐρανό, ὅταν ὁ Κρόνος ἐπαναστάτησε ἐνάντια στὸν Οὐρανό] καὶ τότε ἦταν ποὺ προέκυψε τὸ σύνολο τῆς δημιουργικῆς τάξης τῶν θεῶν ...... Καὶ ὁ Ζεὺς πρὶν ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες δημιουργικὲς δυνάμεις εἰσῆλθε στὴν ἑνωμένη δύναμη ὅλης τῆς δημιουργικῆς σειρᾶς ......... καὶ γέμισε μὲ ὅλες τὶς πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του δυνάμεις [ἀναφερόμενος στὴν κατάπωση τοῦ Φάνητος]».


Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Σαν σήμερα ο Λεωνίδας είπε το "Μολών Λαβέ"

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Ο σκοπός του Εθνικού Ύμνου των Ελλήνων - Τι έγινε σαν σήμερα

Ο σκοπός του Εθνικού Ύμνου των Ελλήνων - Τι έγινε σαν σήμερα

    Παρασκευή, 04 Αύγουστος 2017 15:09
    Ο σκοπός του Εθνικού Ύμνου των Ελλήνων - Τι έγινε σαν σήμερα

    Ήταν 4 Αυγούστου του 1865,

    όταν ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού, καθιερώθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.
    Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» είναι ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), και οι δύο πρώτες στροφές του, σε μουσική του Νικολάου Μάντζαρου (1795-1872), αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (1865) και της Κύπρου (1966).
    Ο Ύμνος εις την Ελευθερία γράφτηκε από τον 25χρονο Σολωμό στη Ζάκυνθο, σε μία περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης.
    Αφορά κάτι που θα γίνει στο μέλλον από εκείνον που θα γνωρίσουμε από «από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», και «από την όψη που με βία μετράει την γη».
    Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
    κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
    'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
    γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
    Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
    περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
    Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
    το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
    Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
    Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
    Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
    και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
    Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
    να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
    Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
    δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
    'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
    άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
    ΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
    «σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
    Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
    ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
    Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
    σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
    Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
    πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
    εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,
    εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
    και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.
    ΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
    και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.
    Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
    κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
    μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
    και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
    Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
    και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
    Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
    και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.
    Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
    κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
    Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
    και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.
    Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
    που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·
    και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
    έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.
    ΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
    δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
    σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
    εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·
    οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
    να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.
    Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
    στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.
    Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
    περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
    τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
    κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
    Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
    ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
    Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
    τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.
    Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
    κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.
    Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν' πολλά·
    δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά;
    Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά.
    για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά 'βρει η συμφορά!
    Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή·
    το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί.
    Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί;
    Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί.
    Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
    τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
    Εκεί μέσα ακαρτερείτε την αφεύγατη φθορά·
    να, σας φθάνει· αποκριθείτε στης νυκτός τη σκοτεινιά!
    Αποκρίνονται και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριά
    από ράχη εκεί σε ράχη αντιβούιζε φοβερά.
    Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών,
    ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών.
    Α, τι νύκτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός!
    ΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός.
    Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
    ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί,
    και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
    επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά·
    Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
    κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί.
    'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη η εντάφια συντροφιά,
    σαν το ρούχο οπού σκεπάζει τα κρεβάτια τα στερνά.
    Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
    όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.
    Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
    σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
    Θαμποφέγγει κανέν' άστρο και αναδεύοντο μαζί,
    ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.
    'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα μες στο δάσος το πυκνό,
    όταν στέλνει μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό,
    Eάν οι άνεμοι μες στ' άδεια τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
    σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
    Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν' αίματα πηχτά,
    και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά·
    και χορεύοντας μανίζουν εις τους ΄Ελληνες κοντά,
    και τα στήθια τους εγγίζουν με τα χέρια τα ψυχρά.
    Εκειό το έγγισμα πηγαίνει βαθειά μες στα σωθικά,
    όθεν όλη η λύπη βγαίνει και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
    Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,
    σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά.
    Κτυπούν όλοι απάνου κάτου· κάθε κτύπημα που εβγεί
    είναι κτύπημα θανάτου χώρις να δευτερωθεί.
    Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχή
    απ' το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί.
    Της καρδίας κτυπίες βροντάνε μες στα στήθια τους αργά,
    και τα χέρια όπου χουμάνε περισσότερο ειν' γοργά.
    Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι, ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
    γι' αυτούς όλους το παν είναι μαζωμένο αντάμα εκεί.
    Τόση η μάνητα κι η ζάλη, που στοχάζεσαι μη πως
    από μία μεριά και απ' άλλη δεν είν΄ ένας ζωντανός.
    Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
    Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,
    και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
    και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά.
    Προσοχή καμία δεν κάνει κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
    πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;
    Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
    Δεν αισθάνονται τον κόπο και λες κι είναι εις την αρχή.
    Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
    και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
    Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
    και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».
    Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
    παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.
    Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
    'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι εις την τέταρτην αυγή.
    Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
    και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.
    Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
    στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι· δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
    εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
    Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί
    τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί.
    Τρέχουν άρματα χιλιάδες σαν το κύμα εις το γιαλό,
    αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό.
    Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·
    τα παιδιά σας θελ' ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας.
    'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται και με πάτημα τυφλό
    εις την Κόρινθο αποκλειούνται κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
    Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,
    που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·
    και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού
    τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.
    Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.
    εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.
    Στη σκια χεροπιασμένες, στη σκια βλέπω κι εγώ
    κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό.
    Στο χορό γλυκογυρίζουν ωραία μάτια ερωτικά,
    και εις την αύρα κυματίζουν μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
    Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος καθεμιάς
    γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
    Μες στα χόρτα, τα λουλούδια, το ποτήρι δεν βαστώ·
    φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
    Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
    μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
    Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
    και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,
    «σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
    Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά.
    Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
    γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό.
    Αγρικάει την ψαλμωδία οπού εδίδαξεν αυτή·
    βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
    Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
    κι άρματ', άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ!
    Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,
    και μακρίθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.
    Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
    φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
    Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
    σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς.
    Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς:
    «Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
    Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: "Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
    πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;
    Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
    κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
    Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς,
    χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δέντρα και θνητούς.
    Και το παν το κατακαίει, και δεν σώζεται πνοή,
    πάρεξ του άνεμου που πνέει μες στη στάχτη τη λεπτή"».
    Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού Του εισ' αδελφή;
    Ποιος είν' άξιος να νικήσει ή με σε να μετρηθεί;
    Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
    που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.
    Την αισθάνονται και αφρίζουν τα νερά, και τ' αγρικώ
    δυνατά να μουρμουρίζουν σαν ρυάζετο θηριό.
    Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες στη ροή
    και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή
    να αποφύγετε; Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό·
    εκεί ευρήκατε το μνήμα πριν να ευρείτε αφανισμό.
    Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας εχθρού,
    και το ρεύμα γαργαρίζει τες βλασφήμιες του θυμού.
    Σφαλερά τετραποδίζουν πλήθος άλογα, και ορθά
    τρομασμένα χλιμιντρίζουν και πατούν εις τα κορμιά.
    Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
    ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί.
    Κεφαλές απελπισμένες, με τα μάτια πεταχτά,
    κατά τ' άστρα σηκωμένες για την ύστερη φορά.
    Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη του Αχελώου νεροσυρμή-
    το χλιμίντρισμα και οι κρότοι και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
    Έτσι ν' άκουα να βουίξει τον βαθύν Ωκεανό,
    και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα αγαρηνό!
    Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία μες στους λόφους τους επτά,
    όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,
    σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του Θεού,
    κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.
    Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει, κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
    μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά.
    Ένα λείψανο ανεβαίνει τεντωτό, πιστομητό,
    κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει και δεν φαίνεται, και πλιο
    και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός·
    πάντα, πάντα περισσεύει· πολύ φλοίσβισμα και αφρός.
    Α, γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;
    Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί,
    το Θεόν ευχαριστούσε στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
    και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός.
    Ακλουθάει την αρμονία η αδελφή του Ααρών,
    η προφήτισσα Μαρία, μ' ένα τύμπανο τερπνόν
    και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές,
    τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές.
    Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
    Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
    όμως, όχι, δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σε.
    Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει κύματ' άπειρα εις τη γη,
    με τα οποία την περιζώνει, κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
    Με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή·
    κάθε ξύλο κινδυνεύει και λιμνιώνα αναζητεί.
    Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη και το λάμψιμο του ηλιού,
    και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού.
    Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο, στην ξηράν εσύ ποτέ·
    όμως όχι δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σέ.
    Περνούν άπειρα τα ξάρτια, και σαν λόγγος στριμωχτά
    τα τρεχούμενα κατάρτια, τα ολοφούσκωτα πανιά.
    Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις, και αγκαλά δεν είν' πολλές,
    πολεμώντας, άλλα διώχνεις, άλλα παίρνεις, άλλα καις.
    Μ' επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ,
    και θανάσιμον τινάζεις εναντίον τους κεραυνό.
    Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει, και σηκώνει μια βροντή,
    και το πέλαο χρωματίζει με αιματόχροη βαφή.
    Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι και δεν μνέσκει ένα κορμί·
    χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.
    Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
    και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.
    Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε τώρα πλέον δεν τες πατεί,
    και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
    'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
    κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος ωσάν να 'τανε φονιάς!
    'Εχει ολάνοικτο το στόμα π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
    τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί
    η κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν να αδικηθεί,
    εις οποίον δεν πολεμήσει κι ημπορει να πολεμει
    Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις τη γη,
    και μουγκρίζοντας ανάβει την αιώνιαν αστραπή.
    Η καρδιά συχνοσπαράζει. Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
    να σωπάσω με προστάζει με το δάκτυλο η θεά.
    Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ' ανησυχιά·
    προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά:
    «Παλληκάρια μου, οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
    και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.
    Απ' εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική,
    αλλά ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί.
    Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
    κουρασμένοι από τη νίκη, αχ, το νου σάς τυραννεί.
    Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
    καθενός χαμογελάει, "πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
    Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·
    μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
    Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
    πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
    Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
    "Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".
    Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθεί
    για θρησκεία και για πατρίδα όμοιαν έχει την τιμή.
    Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
    σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά.
    Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·
    πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
    Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε ένα Σταυρό
    και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»
    Το σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο, και γι' αυτό
    ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό.
    Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούν
    και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν.
    Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό,
    που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ.
    Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;
    Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.
    Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά·
    δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
    Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε να αποκτήσομεν εμείς
    λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;
    Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
    Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"».


    Σχετική Ενημέρωση

    Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

    ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

                                                         ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
                                                    ΑΤΤΙΚΗ    --                  ΣΠΑΡΤΗ
                                              ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ   --         ΚΑΡΝΕΙΟΣ

    Μεταγειτνιών: δεύτερος μὴν παρὰ Άθηναίοις · ἐν δὲ τούτο Άππόλων , μεταγειτνίω θύουσιν ,<< ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΙΔΑ >>
    Μεταγειτνιών:    μην Άθήνασι δεύτερος ώνομάσθαι δὲ φασιν ἀπὸ τῆσ μεταβάσεως της εἰσ τὸ ἄστυ ταύτης τῶ μηνὶ τούτω γενομένης ὑπὸ θησέως
     
    Μεταγειτνιών ὀνομάζεται ὁ δεύτερος μῆνας τῶν Ἀθηναίων διότι κατ αὐτὸν θυσιάζουν στὸν Μεταγείτνιον Ἀπόλλωνα ,                 { Λέγεται ὅτι ὁνομάσθηκε ἔτσι  ἀπὸ τὴν μετάβαση τοῦ θησέως εἰς τὸ ἄστυ ( στὴν πόλη ) ἡ ὁποία ἔγινε κατὰ τον μῆνα αὐτόν