Ἡ Ψυχὴ στὴν σωκρατικὴ φιλοσοφίανὰ ἀποκαλυπτικὸ κείμενο γιὰ τὸ πῶς βλέπει τὸ θέμα τῆς ψυχῆς ἡ Ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ Θρησκεία, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ὕπαρξη τῆς ψυχῆς εἶναι μία θεμελιώδης καὶ ἀκλόνητη ἀρχή! Κι ὄχι μόνο! Τί πρεσβεύει ἡ σωκρατικὴ φιλοσοφία γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου;
Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὸν ὅρο «ψυχή», καλοῦμε τὴν ζωτικὴ ἀρχή, ποὺ ξεχωρίζει στὴ φύση τὰ ζῶα ἀπὸ τὰ ἄψυχα ὄντα.
Μιὰ παραπέρα διάκριση μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζώων θέτει τὸ πρόβλημα ἑνὸς πιὸ συγκεκριμένου ὁρισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἑνὸς ὁρισμοῦ ποὺ νὰ ἐξηγεῖ μὲ τὴν παρουσία τῆς ψυχῆς. τὴν πνευματικότητα (λογική, εὐαισθησία, ἠθικὴ κλπ.) ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα.
Τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τέθηκε ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θρησκεία καὶ αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ θὰ γίνουμε πιὸ διεξοδικοὶ στὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιχειρημάτων μας.
Ἡ φιλοσοφικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φυσιοκρατία των προσωκρατικῶν δὲν εἶχε μιὰ πραγματικὴ ἔννοια τῆς ψυχὴ καὶ γι' αὐτὸ δέχτηκε μιὰ οὐσία -ὁ ἀέρας κατὰ τὸν Aναξιμένη ἢ ἡ φωτιὰ κατὰ τὸν Ἡράκλειτο- ὡς ἀρχὴ τῆς ζωῆς τοῦ σύμπαντος καὶ ἑπομένως καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Πλάτωνας διετύπωσε τὴν πλήρη θεωρία της ψυχή: εἶναι οὐσία ἄϋλη, ἄφθαρτη καὶ ἑπομένως ἀθάνατη· ἀπὸ αὐτὴν ἐξαρτῶνται ἡ γνώση καὶ ἡ ἠθικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὅρισε τὴν ψυχὴ μορφὴ μιᾶς ὕλης, ἔτσι ποὺ τὸ ἄτομο παρουσιάζεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς στενῆς τοὺς ἀλληλοσύνδεσης. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅμως ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πλέον μετὰ τὸν θάνατο.
Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ψυχή, οὐσιαστικὰ πολὺ πλησιέστερη στὴ θεωρία τοῦ Πλάτωνα, προσπάθησε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα νὰ συμβιβάσει τὸν αρἱστοτελισμὸ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀθανασίας. Ἀλλὰ ἡ φιλοσοφία τῆς Ἀναγέννησης ἀπέδειξε τὸ ἀσυμβίβαστό τους καὶ ἐπανεξέτασε τὸ ἀριστοτελικὸ κείμενο ἀνεξάρτητα ἀπὸ θρησκευτικὲς προκαταλήψεις.
Ἀπὸ τὸν Ντεκὰρτ ἡ ψυχὴ θεωρήθηκε, κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Aγίου Αὐγουστίνου, ὡς ἀτομικὴ συνείδηση στὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν Θεὸ καὶ ὡς πηγὴ κάθε βεβαιότητας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ντεκὰρτ δέχτηκε τὴν ψυχὴ ὡς πνευματικὴ οὐσία.
Ἡ νομιναλιστικὴ πολεμικὴ ποὺ ἀκολούθησε ἐναντίον τῆς ἔννοιας τῆς οὐσίας, πρῶτα τὸν 17o καὶ ἀργότερα τὸν 18o αἰ., ἀποκάλυψε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ψυχῆς - οὐσίας εἶναι κενὴ καὶ ἀδιανόητη.
Συγχρόνως ἡ ἐμπειριοκρατία, μὲ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ ψυχικοῦ συνειρμοῦ, ἐπεξεργάστηκε τὴν ἰδέα της ψυχὴ ὡς δέσμης αἰσθήσεων. Ἡ κατεύθυνση τῆς ἐμπειριοκρατίας ἐπηρέασε καὶ τὸν Κάντ, ποὺ πίστευε ὅτι ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ψυχὴ δὲν μποροῦσε νὰ καταλήξει πουθενά.
Ὁ μετακαντιανὸς ἰδεαλισμὸς μετατόπισε τὸ ἐνδιαφέρον του πρὸς ὑπερατομικὲς ὀντότητες (ἀπόλυτο Ἐγώ, Πνεῦμα, Ἱστορία), ἐνῶ ὁ θετικισμὸς ξαναγύρισε στὴν ἀντίληψη τοῦ συνειρμοῦ, ποὺ ὑποστήριζε ἡ ἐμπειριοκρατία γιὰ τὴν ψυχή.
Ἡ θρησκευτικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς
Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία διδάσκει ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι μιὰ οὐσία ἄϋλη, ἀθάνατη, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ρυθμίζει τὴ ζωὴ τοῦ σώματος.
Ὡστόσο, αἴσθηση προκάλεσε στὸν γράφοντα μία τηλεοπτικὴ ἐκπομπὴ ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἀνιχνεύσεις», ποὺ παρουσιάζει ὁ ἐκλεκτὸς συνάδελφος κ Παντελὴς Σαββίδης στὸν κρατικὸ τηλεοπτικὸ δίαυλο ΕΤ-3, ὅπου ὁ προσκεκλημένος του καὶ γνωστὸς κληρικὸς καὶ θεολόγος κ Νικόλαος Λουδοβίκος, κάτοικος Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ἀνέπτυξε τὴν συγκλονιστικὴ θεωρία περὶ μιᾶς μορφῆς ὕλης τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν προσδοκώμενη ἀνάσταση!
Μάλιστα, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἐπιχειρηματολογία του, ἀνέφερε διάφορους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ποὺ ἔχει κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ στὴ θεωρία αὐτή!
Παρὰ ταῦτα, νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα: ἡ ψυχὴ εἶναι αὐτόνομη γιατί εἶναι πνεῦμα ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι ὕλη. «Ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ πνευματικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὸς ζεῖ, ἀντιλαμβάνεται καὶ εἶναι ἐλεύθερος».
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς ὑπάρχει ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος συνθέτει μέσα του, μὲ τὴν ἴδια τὴ σωματική του ὑπόσταση, τὰ στοιχεῖα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἔτσι ποὺ αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο φτάνουν στὴν ἔσχατη τελείωσή τους καὶ ἀποκτοῦν φωνὴ γιὰ νὰ ὑμνήσουν ἐλεύθερα τὸν Δημιουργό.
Μὲ τὸν θάνατο ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει αἰώνια. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἀθάνατη φύση της μπορεῖ ἀπὸ μόνη τῆς vα ἀντιπροσωπεύει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, ποὺ εἶναι ὑπεύθυνη ἀπέναντι στὸν Θεὸ γιὰ κάθε πράξη ποὺ ἔκανε στὴ Γῆ.
Ἡ χριστιανικὴ αὐτὴ ἀντίληψη δὲν βρίσκει ἀντιστοιχία σὲ ὅλες τίς θρησκεῖες καὶ ἀκόμα καὶ μέσα στὸν χριστιανικὸ κόσμο μερικὲς λαϊκὲς ἀντιλήψεις προϋποθέτουν ἰδέες περὶ ψυχὴ ποὺ διαφέρουν ἀπὸ τὰ διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν ἱστορία τῶν θρησκειῶν διατυπώθηκαν πολυάριθμες ἀντιλήψεις πάνω στὸ τί κατὰ προσέγγιση μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγεται ψυχή.
Μποροῦμε ὅμως νὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μιὰ τυπολογικὴ ταξινόμηση, ἀνατρέχοντας σὲ δύο στοιχειώδεις ἀντιλήψεις ποὺ μποροῦν νὰ συνδυαστοῦν κατὰ διαφόρους τρόπους: τὴ δυναμικὴ ἀντίληψη καὶ τὴν περσοναλιστικὴ ἀντίληψη.
Δυναμικὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ βλέπει κυρίως τὴν ψυχὴ ὡς ἀπρόσωπη δύναμη ποὺ κάνει τὸ σῶμα νὰ ζεῖ. Μερικὲς φορὲς ἡ δύναμη αὐτὴ ἑδρεύει σὲ ἕνα μέρος τοῦ σώματος ἢ ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ αὐτό.
Ἄλλες φορὲς ἡ ψυχὴ νοεῖται ὡς ζωτικὴ πνοή, ὅπως ἡ ἴδια ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἀνθρώπου: τὸ ἰνδικὸ ἀτμάν, τὸ ἑλληνικὸ ψυχή, τὸ λατινικὸ animus π.χ., ὅλες λέξεις, ποὺ ἐκφράζουν διάφορες ἀντιλήψεις περὶ τῆς ψυχῆς, προέρχονται ἀπὸ ρίζες ποὺ σημαίνουν τὴν πνοὴ τοῦ ἀνέμου ἢ τῆς ἀναπνοῆς.
Ἡ ἴδια ἡ λέξη πνεῦμα (ὅπως καὶ τὸ λατινικὸ spiritus), μὲ τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἡ οὐσία της ψυχή, σήμαινε ἀρχικὰ τόσο τὸν ἄνεμο ὅσο καὶ τὴν ἀναπνοή.
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε πὼς καὶ στὴ βιβλικὴ περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεὸς «ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ (τοῦ ἀνθρώπου) πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γένεσις, Β, 7).
Περσοναλιστικὴ ἀντίληψη, ἀντίθετα, εἶναι αὐτὴ ποὺ θεωρεῖ τὴν ψυχὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου, μὲ μορφὲς ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο ἀπεικονίζουν τὸ ζωντανὸ ἄτομο. Χαρακτηριστικὴ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχὴ σκιά, τῆς ὁποίας μὲ μορφικὰ στοιχεῖα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν πραγματικῶν σκιῶν ποὺ ρίχνουν τὰ σώματα. Μιὰ παρόμοια ἀντίληψη βρίσκουμε π.χ. στὴν ἐτρουσκικὴ θρησκεία.
Ψυχιατρικὴ καὶ ψυχολογία
Ὅπως δείχνει ἡ ἐτυμολογία τῶν λέξεων (ψυχολογία = ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς, ψυχιατρικὴ = ἰατρικὴ τῆς ψυχῆς), οἱ ἐπιστῆμες αὐτὲς μελετοῦν τίς ψυχικὲς λειτουργίες (συναίσθημα, νόηση, συνείδηση κλπ.) καὶ τίς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους, τὰ διάφορα ἐπίπεδα ὡριμότητας ἢ τίς ἀνωμαλίες.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι τελευταίως ὅλο καὶ πληθαίνουν οἱ πανεπιστημιακὲς σχολὲς ποὺ μελετοῦν τὸ θέμα τῆς ψυχῆς (γιὰ παράδειγμα, στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὑπάρχει εἰδικὸ τμῆμα Ψυχολογίας), ἐνῶ ἀκόμη καὶ οἱ τηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν παρουσία ἑνὸς ψυχολόγου γιὰ κάθε θέμα ποὺ συζητοῦν.
Καὶ δὲν θὰ μιλήσουμε, ἀσφαλῶς, γιὰ τὴν ψυχιατρικὴ ἐπιστήμη ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς καλεῖται νὰ δώσει ἀπαντήσεις καὶ νὰ ἐξηγήσει διάφορες δυσερμήνευτες ἢ δυσεξήγητες συμπεριφορὲς ἀτόμων τῆς κοινωνίας...
Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Πλάτωνος καὶ ἡ θεωρία περὶ ψυχῆς
Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο «Προσεγγίσεις στὸν Πλάτωνα», ἀπὸ τὴν Ὁμάδα Μελέτης Ἑλλήνων Συγγραφέων τοῦ 1ου Λυκείου Κερατσινίου, θὰ διαπιστώσει ὅτι:
«Τρεῖς εἶναι οἱ σφαῖρες, ποὺ κινεῖται ὁ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς τοῦ Πλάτωνος: α) ὁ αἰσθητὸς κόσμος, β) ὁ κόσμος τῶν Ἰδεῶν καὶ γ) ὁ ὑπερβατικὸς κόσμο; τῆς Ἰδέας τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ Θεοῦ.
Κεντρικὴ ἔννοια τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας, ποὺ ἁπλώνεται καὶ στοὺς τρεῖς αὐτοὺς κόσμους εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ψυχῆς.
Ἡ πλατωνικὴ ἔννοια περὶ ἀνθρώπου, ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ φιλοσόφου, δὲν νοεῖται χωρὶς τὸν ἀγῶνα, ποὺ διεξάγεται στοὺς διάλογους γιὰ τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς καὶ χωρὶς τὴν μέριμνα γιὰ τὴν παιδεία της καὶ τὴν μεταφυσική της τύχῃ καὶ σωτηρία.
Ἡ ἔννοια τῆς ψυχῆς ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει μεταφυσικὴ ρίζα, καὶ τοῦτο σημαίνει, ὅτι ἡ ψυχὴ ὡς προσωπικὴ μονάδα εἶναι αἰώνια.
Ἡ κατανόηση τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς συμπίπτει μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν δυνάμεων, ποὺ τὴν συνιστοὺν καὶ γενικῶς μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ψυχὴ καὶ ἡ ἰδέα ἀνταποκρίνονται ἡ μία στὴν ἄλλη, ἡ ἑρμηνεία τῆς ψυχῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνει χωρὶς συνεχῆ ἀναφορὰ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν.
Ὁ ἠθικὸς ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν πολιτεία, ὅπως καὶ ὁ μόχθος του γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, εἶναι κεφάλαια τῆς ψυχικῆς ζωῆς, καὶ αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθοῦν, μόνον ἐφόσον ἀποκτήσουμε σαφῆ γνώση γιὰ τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχὴ ἐκφράζεται καὶ δρᾷ.
Ὁ Πλάτων ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι τὸ αἰώνιο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, παραδέχεται καὶ μία ψυχὴ τοῦ κόσμου, μία ψυχὴ τοῦ σύμπαντος, ἡ ὁποία εἶναι στοιχεῖο καταστατικὸ τῆς δομῆς τοῦ κόσμου.
Ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ψυχῆς τοῦ σύμπαντος εἶναι γνήσια Ἑλληνικὴ καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν προσωκρατικὴ φιλοσοφία, ἐνῶ ἡ ἔννοια τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς ἔρχεται ἀπὸ τὴν ὀρφικὴ καὶ πυθαγόρεια διδασκαλία. Ὅμως στὸν Πλάτωνα ἡ θρησκευτικὴ αὐτὴ ἰδέα περὶ ἀτομικῆς ψυχῆς μεταβάλλεται σὲ φιλοσοφικὴ καὶ θεμελιώνεται καὶ διαφωτίζεται μὲ κριτήρια λογικά. Ἡ ψυχὴ γίνεται τὸ κέντρο τῆς γνώσης καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας.»
Ἡ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΩΝΑ»
Ἐὰν θελήσουμε τώρα νὰ κάνουμε μία εὐρύτατη περίληψη τοῦ διαλόγου τοῦ Πλάτωνος, ὅπως εἶναι ὁ «Φαίδων», μέσα στὸν ὁποῖο θὰ ἀναζητήσουμε καὶ τίς σκέψεις τοῦ Σωκράτους περὶ ψυχῆς, ἀφοῦ ὁ Πλάτων, κατὰ βάσιν, ἀπεικόνιζε τίς ἀπόψεις τοῦ διδασκάλου του, θὰ παρακολουθήσουμε τίς σκέψεις τῆς Ὁμάδας Μελέτης Ἑλλήνων Συγγραφέων, ἡ ὁποία, μέσα στὸ ἔργο «Προσεγγίσεις στὸν Πλάτωνα» γράφει, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς:
Βρισκόμαστε στὸν Φλειούντα, πόλη στὰ νοτιοδυτικὰ τῆς Κορίνθου, κάπου ἀνάμεσα στὴν Σικυωνίδα καὶ τὴν Ἀργολίδα, δύο ἢ τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σωκράτους. Ἕνας Φλειάσιος, ὀπαδὸς τοῦ φιλοσόφου Πυθαγόρα, ὁ Ἐρράτης, παρακαλεῖ τὸν Φαίδωνα, μαθητῆ τοῦ Σωκράτους καὶ αὐτόπτη μάρτυρα τῶν τελευταίων στιγμῶν τοῦ μεγάλου δασκάλου, νὰ τοῦ ἀφηγηθεῖ τὸ τέλος τοῦ Σωκράτους καὶ ὅ,τι εἶπε, πρὶν πεθάνει.
Ὁ Φαίδων δέχεται νὰ μιλήσει καὶ ἀρχίζει νὰ ἀφηγεῖται τὴν συζήτηση, ποὺ ἔγινε στὴν φυλακὴ μεταξὺ τῶν Σωκράτους καὶ τῶν μαθητῶν καὶ φίλων του, τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
Ἔτσι, ἀρχίζει ἐκθέτοντας τὴν ψυχολογικὴ κατάσταση καὶ τὰ ὀνόματα τῶν παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).
Οἱ φίλοι καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Σωκράτους ἔρχονται στὴν φυλακή.
Μὲ ἀφορμὴ τὴν θλιβερὴ ἀποχώρηση τῆς γυναίκας τοῦ Ξανθίππης, ὁ Σωκράτης παρατηρεῖ, ὅτι ὁ στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ τοῦ εὐχάριστου καὶ τοῦ λυπηροῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει θέμα κάποιου μύθου τοῦ Αἰσώπου.
Ὁ Κέβης ρωτᾷ τὸν Σωκράτη, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀπορία τοῦ ποιητῆ Εὐήνου, γιατί στιχούργησε τοὺς μύθους τοῦ Αἰσώπου στὴν φυλακή. Ὁ φιλόσοφος ἀπαντᾷ, ὅτι τὸ ἔκανε, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἐξηγήσει κάποιο ὄνειρο τοῦ καὶ εὔχεται νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ὁ Εὔηνος σὲ αὐτὴν τὴν καλλιτεχνικὴ δραστηριότητα ὕστερα ἀπὸ λίγο.
Ὁ Σιμμίας ἐξεπλάγῃ, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν φιλόσοφο, ὅτι ἐπιδιώκει τὸν θάνατο, καὶ ρωτᾷ μαζὶ μὲ τὸν Κέβητα τὴν γνώμη τοῦ Σωκράτους γιὰ τὴν αὐτοκτονία.
Ὁ Σωκράτης, τότε ἐξηγεῖ, ὅτι ὁ φιλόσοφος ἀποζητᾷ τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ αὐτοκτονήσει.
Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ ψυχή μας βρίσκεται σὲ μία "φυλακὴ" καὶ ὡς κτήματα τῶν θεῶν ποὺ εἴμαστε, κατὰ τὸν Σωκράτη, δὲν ἐπιτρέπεται σὲ καμμία περίπτωση νὰ διαπράξουμε αὐθαίρετη ἀπόδραση ἀπὸ αὐτὴν (τὴν φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).
Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τοῦ Σωκράτους, ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ αὐτοκτονεῖ, ὁ Κέβης παρατηρεῖ, ὅτι θὰ ἦταν βλακῶδες νὰ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποχωρίζεται τοὺς θεούς, ποὺ φροντίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιπλέον οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν χτήματα τούς.
Ρωτάει, ἔτσι, τὸν Σωκράτη, γιατί πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸν θάνατο καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾷ, ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ στὸν Ἅδη θὰ βρεῖ, πιθανότατα, ἀνθρώπους καλύτερους ἀπὸ αὐτούς, ποὺ εἶναι στὴν γῆ καὶ ἀσφαλῶς θεοὺς ἐπίσης ἀγαθούς.
Παράλληλα, δὲν ὑπακούει σὲ σύσταση τοῦ δημίου, νὰ διακόψει τὴν συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).
Ὁ Σωκράτης, προσπαθῶντας νὰ ἀποκρούσει φαινομενικὴ ἀντίφαση, λέει, ὅτι ἂν ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι θάνατος, ὁ φιλόσοφος, ἐπειδὴ παραμελεῖ τὸ σῶμα καὶ φροντίζει τὴν ψυχή, ἐπειδὴ χωρίζει δηλαδὴ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχή, διώχνει τὸν θάνατο.
Ἔτσι ὁ φιλόσοφος στὴν ζωὴ κυνηγᾷ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Σ' αὐτὴν φτάνει ὄχι μὲ τίς αἰσθήσεις, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ξεγελάσουν ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν σκέψη, δηλαδὴ μέσῳ καθαρῆς διανοητικῆς ἐργασίας. Πράγματι τὸ σῶμα μὲ τίς ἀδυναμίες του μόνον ἐμπόδια φέρνει στὴν ψυχή, ποὺ κυνηγᾷ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Ἑπομένως, ἡ φιλοσοφία εἶναι ἐξάσκηση γιὰ τὸν θάνατο.
Ἡ ἀρετὴ συνίσταται στὴν ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τίς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 9-11).
Ἀπὸ τὸ προηγούμενο συμπέρασμα τοῦ, ὁ Σωκράτης ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ ἀληθινὸς φιλόσοφος τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ ζωὴ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὸν θάνατο, χαίρεται, ὅταν πεθαίνει, καθὼς μόνον μετὰ τὸν θάνατο, ὅταν δηλαδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ βρεῖ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ ἀληθινὸς φιλόσοφο; ἔχει τὴν ἀληθινὴ ἀνδρεία, ἀφοῦ δὲν φοβᾷται τὸν θάνατο, καὶ τὴν ἀληθινὴ σύνεση, ἀφοῦ παραμελεῖ τὸ σῶμα του καὶ τίς ἡδονές, ποὺ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τοῦ πρόσφερα· ἀντίθετα ἡ σύνεση καὶ ἡ ἀνδρεία τῶν πολλῶν εἶναι παρωδίες τῆς ἀρετῆς καί, κατά του ἱδρυτὲς τῶν μυστηρίων, αὐτὸς ποὺ θὰ ἔχει καθαρθεῖ, θὰ κατοικεῖ στὸν Ἄδῃ μὲ τοὺς θεοὺς καὶ μὲ ἀγαθοὺς φίλους.
Ἑπομένως ὁ φιλόσοφος, ποὺ ἐπιζητεῖ τὸν θάνατο δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβᾷται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).
Σὲ ἔνσταση τοῦ Κέβητος, ὅτι ἡ χαρὰ τοῦ φιλοσόφου, ὅταν πεθαίνει εἶναι δίκαιολογημένη μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη, ὁ Σωκράτης ἀναλαμβάνει νὰ ἀποδείξει, ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Συνακόλουθα ὁ Σωκράτης ὑποστηρίζει, ὅτι, κατὰ γενικὸ κανόνα, τὸ ἀντίθετο δίνει γέννηση στὸ ἀντίθετο τοῦ καὶ ἐξηγεῖ στὴν συνέχεια, ὅτι κάτι, ποὺ εἶναι μεγάλο, ἔγινε μεγάλο, ἐφόσον ἦταν προηγουμένως πιὸ μικρό.
Ἐὰν αὐτό, λέει, ἀληθεύει, συνεπάγεται, ὅτι τὰ ἀντίθετα διαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο χωρὶς σταμάτημα. Π.χ. ἡ κατάσταση τῆς ζωῆς, ἀντίθετη στὴν κατάσταση τοῦ θανάτου, διαδέχεται τὸν θάνατο.
Αὐτὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν μία κατάσταση σὲ μίαν ἄλλη μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ πρὸς τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη κατεύθυνση, γιατί ἂν ἕνα πέρασμα δὲν πραγματοποιεῖτο παρὰ μόνον πρὸς μία κατεύθυνση, πάντα τὴν ἴδια, το κάθε τί θὰ ἔβρισκε τελικὰ μία σύγχυση σὲ μία ἀκίνητη μονάδα.
Ἄρα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτή, ποὺ ἐφαρμόζεται στὴν ἀντίθεση μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, προκύπτει ὅτι δὲν πρέπει μόνο νὰ ὑπάρχει, ὅπως τὸ δείχνει ἡ ἐμπειρία, πέρασμα μόνο ἀπὸ τὴν ζωὴ πρὸς τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἐπίσης πέρασμα καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή.
Ὁ θάνατος, λοιπόν, δὲν εἶναι μιὰ ἐξαφάνιση, ἀφοῦ οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν βρίσκονται κάπου στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐπανέλθουν στὴν ζωή. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀναβίωση, ἡ μετεμψύχωση, θὰ εἴχαμε εὐθεῖα γραμμὴ ἀπὸ τὴν ζωὴ στὸν θάνατο, καὶ ὄχι κύκλο, ὁπότε τὰ πάντα θὰ ἐξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17).
0 διάλογος συνεχίζεται μὲ μία παρατήρηση τοῦ Κέβητος, ποὺ θὰ φέρει τὸ δεύτερο ἐπιχείρημα.
Ὁ Κέβης λέει, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία τῆς ἀνάμνησης, ἔχουμε ὁπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αὐτό, ποὺ ξαναβρίσκει τὸ μυαλό μας στὸ παρόν.
Ὁ Σωκράτης ἐπανέρχεται σὲ αὐτὴν τὴν θεωρία καὶ τονίζει, ὅτι ἡ ἀνάμνηση παρουσιάζεται, ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ μίαν ἔννοια ἰδεατή, τὴν ὁποία ἴσως γνωρίσαμε, προτοῦ νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Αὐτὸ ἀποδεικνύεται, καθὼς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν καθοδηγοῦνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ποτὲ πιὸ πρὶν δὲν διδάχτηκαν στὴν ζωή. Ἄλλωστε κάθε ἀνάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, ἡ ὁποία ἀνακαλεῖται στὴν μνήμη, ὅταν βλέπουμε ὅμοιες ἢ παρόμοιες παραστάσεις.
Μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπλαση ὁμοίων παραστάσεων συνδέεται καὶ ἡ κρίση μας γιὰ τὴν ὁμοιότητα ἢ μὴ αὐτῆς τῆς παράστασης πρὸς τὴν παλιότερη" ἐπειδὴ ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων, ἀπὸ τίς ὁποῖες ἀποκτοῦμε τίς παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων, ἀρχίζει μὲ τὴν γέννηση, οἱ ἰδέες, μὲ τίς ὁποῖες συγκρίνουμε τὰ αἰσθητά, εἶναι ἤδη γνωστές, ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, καθὼς θὰ ἔχουμε ἀσφαλῶς γνωρίσει αὐτὲς τίς ἰδέες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση.
Ἄν γνωρίζουμε κάποιες ἰδέες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση ἢ ἂν ἔχουμε αὐτές, καθὼς γεννιόμαστε καὶ γιὰ ὅλη μας τὴν ζωὴ ἢ ἂν τίς χάσαμε κατὰ τὴν γέννηση, τίς ἀποκτοῦμε ὕστερα μὲ τὴν βοήθεια τῶν αἰσθήσεων, μὲ τὴν ἀνάμνηση, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνάπλαση ἀπὸ ὅμοια ἢ ἀνόμοια.
Ἄν, λοιπόν, ἡ πρώτη ἀπόδειξη ἦταν σωστή, τότε οἱ ἄνθρωποι γιὰ ὅλη τους τὴν ζωὴ θὰ κατέχουν τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας.
Ἡ πεῖρα, ὅμως, διαψεύδει αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἀπὸ ἐδῶ ἀληθεύει ἡ δεύτερη. Οἱ ψυχὲς ἔλαβαν τὴν γνώση πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση μᾶς καί, ὅπως ἤδη ἀποδείχτηκε, ἔχουν γνωστικὴ δύναμη.
Ἄρα προϋπάρχουν τῆς γεννήσεως. Μία τρίτη ὑπόθεση, ὅτι δηλαδὴ παίρνουμε τὴν γνώση κατὰ τὴν γέννηση καὶ τὴν ἀποβάλλουμε ἀμέσως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς, εἶναι γελοία.,γελοῖα.
Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν λογικὴ ἀναγκαιότητα, κατὰ τὴν ὁποία δεχόμαστε τὴν ὕπαρξη τῶν ἰδεῶν καὶ τὴν γνώση τους πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση μᾶς, νὰ δεχτοῦμε, ὅτι ἡ ψυχή μας, αὐτὴ ποὺ γνωρίζει αὐτά, προϋπῆρξε τῆς γεννήσεως μᾶς (Κεφ. 18-22).
Στὴν ἐρώτηση τοῦ Κέβητος σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο, ὁ Σωκράτης ἀπαντᾷ, ὅτι, ὅπως ἀποδείξαμε μέχρι τώρα "ἄ,τί ξὴ γεννιέται ἀπ' αὐτό, ποὺ εἶναι πεθαμένο".
Ἄρα, ἂν ἡ ψυχὴ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση καὶ ἂν γεννιέται, ὅταν ἔρχεται στὴν ζωή, αὐτή της ἡ γέννηση δὲν ἔχει ἄλλη προέλευση παρὰ τὴν κατάσταση τοῦ θανάτου.
Τότε πῶς δὲν εἶναι ἀπαραίτητο ἡ ψυχὴ νὰ ὑπάρχει, ἰδίως μετὰ τὸν θάνατο της, μιὰ καὶ ὀφείλει νὰ ξαναγεννηθεί;
Ὁ Σωκράτης κάνει ἐδῶ τὴν σύνδεση τῶν δύο ἐπιχειρημάτων: Τῶν ἀντιθέτων καὶ τῆς ἀνάμνησης.
Ἄν ἡ ἀνάμνηση ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τῶν ψυχῶν, τὸ ἐπιχείρημα τῶν ἀντιθέτων ἀποδεικνύει, ὅτι οἱ ψυχές, ποὺ ἐπιζοῦν, εἶναι ἐκεῖνες τῶν πεθαμένων.
Ἄν ἡ ψυχὴ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνσώματη ζωὴ καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει στὴν ζωὴ ἀπὸ καμμιὰ ἄλλη κατάσταση παρὰ μόνον ἀπὸ τὸν θάνατο, εἶναι ἀπαραίτητο, ἀφοῦ ἐγκαταλείψει τὸ σῶμα, νὰ συνεχίζει νὰ ζῇ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ξαναγεννηθεὶ στὴν ζωή.
Ἡ ἀνάμνηση χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πρώτου ἐπιχειρήματος.
Ἡ ὕπαρξη τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο χαρακτηρίζεται, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὴν πρωτύτερη ὕπαρξη τῆς, ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τῆς σκέψης.
T
ἅ δύο πρῶτα ἐπιχειρήματα ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο, ἀλλὰ ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀθανασίας της ψυχῆς εἶναι ἀκόμα ἐλλιπής, ὅπως προσδιορίζει ὁ Πλάτων, δείχνοντας, ou ὁ Σιμμίας καὶ ὁ Κέβης δὲν ἔχουν ἀκόμα πειστεῖ, πῶς ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ μετὰ τὸν θάνατο. Γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ ἡ σκέψη, δὲν μένει παρὰ νὰ ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ ψυχὴ ἀνήκει στὴν φύση τῶν ἐννοιῶν, εἶναι ἄρα ἁπλῆ καὶ ἀσώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κέφ.23).
Ἡ βάση, στὴν ὁποία στηρίζεται τὸ τρίτο ἐπιχείρημα εἶναι, ὅτι "τὸ ὅμοιο εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸ ὅμοιο". Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως, νὰ μελετηθεῖ βαθύτερα τὸ θέμα τοῦ θανάτου, μὲ σκοπὸ νὰ νικηθεῖ τελικὰ ὁ φόβος του.
Ὁ Σωκράτης ἐπιχειρεῖ τὴν ἀπόδειξη τοῦ τρίτου ἐπιχειρήματος λέγοντας, πὼς κάθε τί σύνθετο μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ, κάθε ἁπλό, ὅμως, εἶναι ἀδιάλυτο.
Αὐτό, ποὺ ἀλλοιώνεται συνεχῶς, εἶναι σύνθετο, ἐνῶ τὸ ἀναλλοίωτο εἶναι ἁπλό. Tα αἰσθητὰ εἶναι ἀντιληπτὰ μὲ τίς αἰσθήσεις, ἐνῶ οἱ ἰδέες, ποὺ εἶναι ἀόρατες, γίνονται ἀντιληπτὲς μὲ τὸ πνεῦμα.
Ἀπὸ τὰ ὄντα ἄλλα εἶναι ὁρατὰ καὶ ἄλλα ἀόρατα, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁρατὰ εἶναι μεταβλητά, ἐνῶ τὰ ἀόρατα ἀμετάβλητα καὶ ἀναλλοίωτα.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο συστατικὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι: τὸ σῶμα ὁρατὸ καὶ ἡ ψυχὴ ἀόρατη.
Ἐπειδή, ὅμως, τίς ἰδέες τίς ἀντιλαμβανόμαστε μόνο μὲ τὴν ψυχή - καὶ τίς ἀντιλαμβανόμαστε καλύτερα, ὅσο περισσότερο ἡ ψυχὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σώματος - ἡ ψυχὴ εἶναι ὅμοια μὲ τίς ἀθάνατες καὶ ἀναλλοίωτες ἰδέες, ἐνῶ τὸ σῶμα μὲ τὰ αἰσθητά.
Ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ μοιάζει μὲ τὸ θεῖο καὶ τὴν ἀρχικότητα, συνεπάγεται ὅτι, ἀφοῦ εἶναι ὅμοια μὲ τὸ θεῖο καὶ τίς ἰδέες, ἔχει καὶ ὅλες τίς ἰδιότητες τούς. Εἶναι δηλαδὴ θεία, ἀθάνατη, νοητή, ἁπλῆ, ἀδιάλυτος, καθὼς δὲν μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ ἀναλλοίωτη. Τὸ ἀντίθετο εἶναι τὸ σῶμα.
Ἔτσι τὸ σῶμα εἶναι διαλυτό, ἡ ψυχὴ ἀδιάλυτη, ἀλλὰ ἂν κάποια σώματα καὶ ἰδίως κάποια τμήματα τοὺς εἶναι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀδιάλυτα, ὅπως τὰ ταριχευμένα σώματα, π.χ. τὰ ὀστᾶ, σχεδὸν ἀθάνατα, πολὺ περισσότερο ἀθάνατη ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ ψυχή, καὶ μάλιστα ἂν ἔμενε κατὰ τὴν ζωὴ καθαρὴ ἀπὸ τὸ σῶμα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 24-29).
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθεται τὸ ζήτημα, τοῦ τί περιμένει τίς ψυχὲς μετὰ τὸν θάνατο, καὶ τῆς μετεμψύχωσης. Οἱ ψυχὲς τῶν φαύλων, καθὼς εἶναι συνδεδεμένες μὲ τὰ σώματα καὶ βεβαρημένες ἀπὸ τίς ἐπιθυμίες τους, ἕλκονται στὴν γῆ καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ὥσπου νὰ ἐνταχθοῦν σὲ νέο σῶμα. Ἔτσι, οἱ ψυχὲς αὐτῶν ἐντάσσονται σὲ σώματα ζώων, ποὺ ἔχουν ἀνάλογα ἤθη μὲ αὐτές.
Στοὺς θεοὺς φτάνουν μόνον οἱ ἀληθινοὶ φιλόσοφοι, αὐτοὶ ποὺ αὐστηρὰ ἀπέχουν ἀπὸ τίς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἔχουν καθάρει τὴν ψυχή τους μὲ τὴν φιλοσοφία.
Ἡ φιλοσοφία, ὅταν βρίσκει τὴν ψυχὴ τοῦ φιλοσόφου φυλακισμένη στὸ σῶμα καὶ ἀξιοθρήνητη, ζητᾷ νὰ λύσει τὰ δεσμά της, μὲ τὸ νὰ διδάσκει, ὅτι οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἀπατηλές, οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ λῦπες τὴν καθηλώνουν στὸ σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγκάζεται νὰ γίνει ὁμόδοξη, ὁμότροπη καὶ ὀμότροφη, ἀνίκανη νὰ ἀνέλθει στὴν κοινωνία τῶν θεῶν.
Μόνον ἡ φρόνηση ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια. Ἡ ψυχή, ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν φιλοσοφία καὶ ἐπιδιώκει τὴν καθαρὴ ἀλήθεια στὴν ζωή, μετὰ τὸν θάνατο ἀπέρχεται στοὺς θεούς, χωρὶς νὰ φοβᾷται μήπως στὴν πορεία διαλυθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34).
Ἐνῶ ὅλοι σιωποῦν, ὁ Σιμμίας καὶ ὁ Κέβης εἶναι στενοχωρημένοι. Ἀμφιβάλλουν καὶ διστάζουν νὰ μιλήσουν. Ὁ Σωκράτης, ὅμως, ποὺ τὸ κατάλαβε, τοὺς προτρέπει νὰ μιλήσουν χωρὶς δισταγμό.
Ὁ Σιμμίας, λοιπόν, συγκρίνει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἁρμονία καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν λύρα καὶ τίς χορδές της. Λέει, ὅτι ἡ ἁρμονία εἶναι πρᾶγμα ἀόρατο, ἀσώματο, τέλειο στὴν κουρδισμένη λύρα, ἀλλὰ ἡ λύρα αὐτὴ καθαυτὴ καὶ οἱ χορδές της εἶναι σώματα, ἑπομένως συγγενικὰ μὲ τὴν θνητὴ φύση.
Ἄς ὑποθέσουμε, ὅτι ἡ λύρα σπάει καὶ ὅτι οἱ χορδές της κόβονται.
Ἡ ἁρμονία θὰ καταστραφεῖ. Τότε ποιό θὰ εἶναι τὸ πρῶτο πρᾶγμα, ποὺ θὰ δεχτεῖ τὴν φθορά; Ἡ ἁρμονία ἢ ἡ λύρα; (Κεφ. 35-36).
0 Κέβης δέχεται, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἰσχυρότερη καὶ πιὸ μακρόζωη ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ νομίζει, ὅτι καὶ αὐτὴ στὸ τέλος, καθὼς διέρχεται μέσα ἀπὸ πολλὰ σώματα ἐξαντλεῖται καὶ πεθαίνει.
Ὅπως ὁ ὑφαντῆς, ἀφοῦ ὑφάνει πολλὰ ἱμάτια καὶ τὰ κατατρίψει, στὸ τέλος πεθαίνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἀφοῦ φθαρεῖ σὲ πολλὰ σώματα, στὸ τέλος ἐξαντλεῖται ἡ ἴδια καὶ φθείρεται. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίρρηση οἱ παρευρισκόμενοι, ἂν καὶ προηγουμένως εἶχαν πεισθεῖ, τώρα ἀρχίζουν νὰ δυσπιστοῦν.
Ὁ Ἐχεκράτης, ποὺ διακόπτει τὸν Φαίδωνα κατὰ τὴν ἀφήγηση τοῦ, δικαιώνει αὐτοὺς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38).
0 Σωκράτης παραδέχεται, ὅτι τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἁπλὸ καὶ προσπαθεῖ ὅλους νὰ ἴνς ἐνθαρρύνει. Μόνο μία ἀτυχία δὲν πρέπει νὰ τοὺς καταβάλλει: μεταξὺ τῶν ἐπιχειρημάτων συμβαίνει, ὅ,τι συμβαίνει καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὸ αὐτοὺς πολλοὶ εἶναι μέτριοι ἀλλὰ ἐλάχιστοι οἱ ἐξαιρετικοί. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μιλοῦν μὲ μισόλογα, ἀλλὰ νὰ ζητήσουν νέα ἐπιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40).
Ὁ Σωκράτης ἐπαναλαμβάνει τὴν ἄποψη τοῦ Σιμμία καὶ ἀποδεικνύει: α) ὅτι αὐτὴ βρίσκεται σὲ ἀντίφαση πρὸς τὴν θεωρία τῆς ἀνάμνησης, γιατί ἂν ἡ ψυχὴ ἦταν ἀρμονία, δὲν θὰ ἦταν νοητὴ ἡ προΰπαρξη τῆς ψυχῆς, β) ὅτι ἡ ἁρμονία ἔχει διάφορους βαθμούς, ἐνῶ ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει, γ) ὅτι ἂν ἡ -ψυχὴ ἦταν ἁρμονία, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθεῖ τὰ μέρη στὰ ὁποῖα βρίσκεται, ἐνῶ ἡ ψυχὴ ἐναντιώνεται στὸ σῶμα.
Ἡ ψυχή, ἄρα εἶναι δύναμη, ἡ ὁποία ἐξουσιάζει καὶ διευθύνει τὸ σῶμα (Κεφ. 41-43).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Σωκράτης ἔρχεται στὴν ἀντίρρηση τοῦ Κέβητος, ὁ ὁποῖος παραδέχεται τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς ἀλλὰ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία της.
Ἔτσι, ὁ μεγάλος φιλόσοφος ἐκθέτει, πῶς κατέληξε νὰ παραδεχτεῖ τὴν θεωρία τῶν ἰδεῶν.
Ἡ φυσικὴ φιλοσοφία τῶν Ἰώνων ἐξετάζει, βέβαια, πλῆθος δευτερευόντων στοιχείων ὡς αἰτίων, ἀλλὰ δὲν φτάνει στὴν πρώτη αἰτία.
Ὁ Ἀναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ὅτι ὁ νοῦς εἶναι αἰτία ὅλων τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ συγχρόνως ἀπέδιδε τὴν αἰτία στὸν ἀέρα, τὸν αἰθέρα καὶ σὲ ἄλλα.
Ἔτσι ὁ Σωκράτης ἀναγκάστηκε νὰ χαράξει ἴδια πορεία καὶ νὰ λύσει τὸ πρόβλημα, ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ. Αἰτία λοιπὸν τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς ἀλλὰ καὶ τῆς ὕπαρξης εἶναι μόνον ἡ ἰδέα, ἡ ἰδανικὴ καὶ ἡ ἀπόλυτη ὕπαρξη μὲ τὴν παρουσία καὶ κοινωνία τῆς ὁποίας εἶναι ὸ τιδήποτε εἶναι καὶ γίνονται, ὅσα γίνονται (Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).
Ἡ δεύτερη ἀπόδειξη τῶν ἀντιθέτων ἔχει ὡς ἑξῆς; Κάθε πρᾶγμα εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, μόνον ἐπειδὴ συμμετέχει σὲ μίαν ὁρισμένη ἰδέα. Καμμία ἰδέα δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὸ ἀντίθετο τῆς.
Χωρὶς ἀμφιβολία, ἕνα συγκεκριμένο ὑποκείμενο μπορεῖ νὰ εἶναι μεγάλο ἢ μικρό, ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, ἀλλὰ ἡ ἰδέα τῆς μεγαλοσύνης σὲ καμμία περίπτωση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὴν μικρότητα ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἔτσι, τὰ συγκεκριμένα καὶ ἀτομικὰ πράγματα, τῶν ὁποίων ἡ οὐσία ὑπονοεῖ μόνον τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ἀντίθετους ὅρους, εἶναι ἀπρόσιτα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο.
Δὲν εἶναι μόνον ἡ ἰδέα τῆς ὁμοιότητας, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὴν ἰδέα τῆς ἀνομοιότητας, ἀλλὰ ἕνας ὁποιοσδήποτε ζυγὸς ἀριθμὸς δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει μονὸς ἤ, ἀκόμα, to χιόνι δὲν εἶναι περισσότερο προσιτὸ στὴν ζέστη ἀπ' ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ κρύου σὲ αὐτὴν τοῦ ζεστοῦ.
Ἄρα ἡ ψυχὴ ἔχει γιὰ οὐσία τὴν ζωή, τὴν ὁποία φέρει παντοῦ μαζί της. Ἀπορρίπτει ἑπομένως τὸ ἀντίθετο τῆς, τὸν θάνατο, καὶ ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄλλο δυνατὸ ξαναγέννημα τῆς ζωῆς παρὰ μόνο ὁ θάνατος, ἡ "ψυχὴ εἶναι ἄφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Πλάτων περιγράφει, ὅπως φαντάζεται, τὴν Γῆ ἐσωτερικὰ κὰ ἐξωτερικά, καθὼς καὶ τὴν κρίση τῶν ψυχῶν στὸν Ἅδη.
Ἐκεῖ οἱ ψυχὲς τῶν κακῶν. ἀναλόγως, βέβαια, μὲ τὰ ἐγκλήματα, ποὺ ἔκαναν στὴ ζωή, θὰ τιμωρηθοῦν ἢ θὰ καθαρθοῦν, ἐνῶ οἱ ψυχὲς τῶν ἀγαθῶν θὰ ἀμειφθοῦν καὶ περισσότερο ὅσες καθὰρ θηκαν στὴν Γῆ μὲ τὴν φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63)
Ἐπειδὴ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ Σωκράτους πλησίαζε, ὁ Κρίτων ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ τοῦ πεῖ τίς τελευταῖες ἐπιθυμίες του.
Ὁ Σωκράτης ἐγκαταλείπει τὸ δωμάτιο του, γιὰ νὰ λουστεῖ καὶ οἱ μαθητές του θρηνοῦν. Μόλις ἐπέστρεψε, ὁ ὑπηρέτης τῶν ἔνδεκα τὸν εἰδοποίησε νὰ ἑτοιμαστεῖ.
Ὁ Σωκράτης, χωρὶς νὰ περιμένει τὴν δύση, ζητάει νὰ τοῦ φέρουν τὸ κώνειο. Τὸ πίνει ἀτάραχος, ἐνθαρρύνει του μαθητές του καὶ πεθαίνει ἥσυχος. Ὁ Φαίδων τελειώνει τὴν ἀφήγηση τοῦ, μιλῶντας μὲ συγκινητικὸ τρόπο γιὰ τὸν δάσκαλο τοῦ (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 64-67).
VIDEO