Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Διάσημοι Λευκαδίτες

Διάσημοι Λευκαδίτες



Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού και ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη, ηπειρωτικής καταγωγής και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλήτη Φραμμάτων και Επιστημών από το εκεί Κολλέγιο), στο Παρίσι (νομικά) και τέλος στην Πίζα της Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Το επάγγελμα του δικηγόρου δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.

Το 1846 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό κι επέστρεψε στη Λευκάδα. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα, μελέτησε γερμανική φιλολογία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Στιχουργήματα στην Κέρκυρα». Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία.

Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του λογίου της Βενετίας Αιμιλίου Τυπάλδου, την Ελοΐζα. Το 1852, σε ηλικία 25 ετών, την παντρεύτηκε και την υπεραγαπούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δυο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο.

Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άνδρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε Άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει ξανά στην Ιταλία. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μνημόσυνα», που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο. Παράλληλα με την ποίση επιδόθηκε και στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, επτά ολόκληρα χρόνια (1857 έως το 1864) και αγωνίστηκε για τα δίκαια των επτά νησιών.

Το 1864 επισκέφθηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Μετά την ένωση των Επτανήσων, έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα. Εκλέχθηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Οι αγορεύσεις του είχαν ποιητικό χαρακτήρα και η ρητορική του δεινότητα έμεινε αλησμόνητη. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό γραφικό νησάκι κοντά στη Λευκάδα, για να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

Εκεί συνέθεσε το ποίημα «Διάκος» και τον «Αστραπόγιαννο», έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Μετά από πρόσκληση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε στη Λευκάδα το 1879 από καρδιακή πάθηση. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του «Φωτεινού», έργου που έμεινε ημιτελές, λόγω του θανάτου του. Ο «Φωτεινός» εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις («Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου, το 33ο άσμα της «Κόλασης» του Δάντη κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού.

Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του '21. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν στην εποχή τους, αλλά εξακολουθούν να εκτιμώνται ακόμη και σήμερα. Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς και οι αγώνες του για την πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ήταν ακόμα στη ζωή, ως ο πρώτος που έσκυψε «στις εγχώριες πηγές με την απόφαση να κάνει ελληνική ποίηση».

Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ριΐδης, Σικελιανός), έως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).

Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία.

Έργα:
Ποιήματα

Η Κυρά Φροσύνη (1859)

Αθανάσιος Διάκος (1867)

Θανάσης Βάγιας (1867)

Αστραπόγιαννος (1867)

Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)

Ο Φωτεινός (ημιτελές)

Συλλογές

Στιχουργήματα (1847)

Μνημόσυνα (1857)

Διάφορα

Ποιήματα (δίτομο) (1891)

Εργα (1893)

Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)

Ποιήματα ανέκδοτα (1937)

Τα άπαντα (δίτομο) (1968)

Σπυρίδων Ζαμπέλιος (Λευκάδα 1815 – Ελβετία 1881)


Iστορικός και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1815, από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, απώτερης ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του, Ιωάννης, ήταν δικαστικός, λόγιος και δραματικός ποιητής. Ο Σπυρίδων παρακολούθησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη Λευκάδα και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (όπου γνωρίστηκε με το Σολωμό, πιθανόν και με τον Κάλβο). Όταν αποφοίτησε από την Ιόνιο Ακαδημία πήγε στην Ιταλία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πίζας (όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ του εκεί Πανεπιστημίου). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και στη Γερμανία, όπου φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και παρακολούθησε παραδόσεις του Hegel, από τον οποίο επηρεάστηκε.

Η γνωριμία του με το μεσαιωνολόγο Ανδρέα Μουστοξύδη τον ώθησε στη μελέτη μεσαιωνικών και γλωσσολογικών χειρογράφων στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Τουρκίας. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντός του για την μεσαιωνική ιστορία ήταν και το μεγάλο έργο του «Βυζαντιναί Μελέται», που έγραψε αργότερα.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1845 και έμεινε στην Κέρκυρα, όπου δημοσίευσε ανώνυμα το ποίημα «Η ύστερη νυχτιά του καταδίκου» (1845).

Στη συνέχεια έφυγε ξανά για την Ευρώπη για νέες μελέτες και επέστρεψε το 1856, λόγω του θανάτου του πατέρα του. Τα χρόνια εκείνα άρχισε και το συγγραφικό του έργο που κάλυπτε κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό που είχε συγκεντρώσει από τα ταξίδια του στην Ευρώπη και στην Τουρκία. Το 1852 δημοσίευσε έκδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος». Ως εκδότης όμως των δημοτικών τραγουδιών επικρίθηκε για τις αυθείρετες επεμβάσεις του στα κείμενα, ενώ κρίθηκε ως μέτρια και η επίδοσή του στη λογοτεχνία.

Το 1857 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Λουκία και δημοσίευσε την ιστορική μελέτη «Αι βυζαντιναί μελέται» («Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ.»), το κυριότερο ιστορικό-φιλολογικό του έργο. Στην εκτενή εισαγωγή διατύπωσε την άποψη για την ιστορική και γλωσσική ενότητα του ελληνικού έθνους από την εποχή του Ομήρου μέχρι τη σύγχρονη εποχή, με συνδετικό κρίκο το Βυζάντιο και εισηγήθηκε την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα.

Το 1859 δημοσίευσε το φυλλάδιο «Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσία». Στην περίοδο 1859-1860 τοποθετείται και η σημαντική για την ιστορία της νεοελληνικής κριτικής διαμάχη Ζαμπελίου - Πολυλά. Ο Ζαμπέλιος ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, σε επίπεδο κριτικής, και δημοσίευσε το φυλλάδιο «Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ;» και «Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως», με αφορμή την έκδοση των «Ευρισκομένων» του Σολωμού από τον Πολυλά, υποστηρίζοντας τον ελεγειακό χαρακτήρα των έργων της ώριμης περιόδου του Σολωμού. Η άποψή του ανασκευάστηκε από τον Πολυλά στο φυλλάδιο «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σ. Ζαμπελίου» (Κέρκυρα 1860).

Με αφορμή τις ιστορικές περιπέτειες της Κρήτης έγραψε τα ιστορικά μυθιστορηματικά έργα «Ιστορικά σκηνογραφήματα» (1860) και «Οι Κρητικοί γάμοι» (1871), με υποθέσεις από την ιστορία της Ενετοκρατίας στο νησί. Το 1864 δημοσίευσε στην Αθήνα τη γλωσσολογική μελέτη «Ιταλοελληνικά». Δημοσίευσε επίσης το ιταλόφωνο μυθιστόρημα «Αναμνήσεις μοναχής». Προς το τέλος της ζωής του ξεκίνησε να γράφει ένα ετυμολογικό ελληνικό λεξικό, του οποίου το πρώτο μέρος εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879 με τίτλο «Parlers grecs et romains». Εντάχθηκε στην πολιτική παράταξη των Μεταρρυθμιστών και στις εκλογές του 1850 υπέβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας με το κόμμα των Μεταρρυθμιστών στη Θ΄ Βουλή των Επτανήσων. Υπήρξε συνεργάτης της κερκυραϊκής πολιτικής εφημερίδας «Πατρίς του Βραΐλα» και της εφημερίδας του Μουστοξύδη «Το μέλλον».

Αποσύρθηκε από την πολιτική, ταξίδεψε στην Αθήνα και προς το τέλος της ζωής του (1870) εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή έπαυλη στο Λιβόρνο για δέκα χρόνια. Πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Zug της Ελβετίας το 1881.

Τα κυριότερα έργα του

. Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος [Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού (1852)]

. Βυζαντιναί Μελέται [Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. (1857)]

. Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; [Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως (1859)]

. Ιστορικά Σκηνογραφήματα (1860)

. Ιταλλοελληνικά [κριτική πραγματεία περί των εν τοις αρχείοις Νεαπόλεως ανεκδότων ελλληνικών περγαμηνών (1864)]

. Οι Κρητικοί Γάμοι [Ανέκδοτον επεισόδιον της Κρητικής Ιστορίας επί Βενετών (1570) (1871)]

. Parlers Grecs et Romans, leur point de contact préhistorique (1880)

. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης [συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη (1897]


Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λυρικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Στα ποιήματά του τονίζει την ελληνική ιστορία, το θρησκευτικό συμβολισμό και την παγκόσμια αρμονία. Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.


«Άρχοντα της λαλιάς μας» τον αποκάλεσε ο νομπελίστας ποιητής μας Σεφέρης. Ο Δημαράς μιλά για «ρουμελιώτικη αίσθηση του γλωσσικού οργάνου, άνεση, ωριμότητα, δύναμη, αισθητική αφομοίωση της παράδοσης Σολωμού».

Βιογραφία
Στις 15 Μαρτίου του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομά του Άγγελος. Και του ταίριαξε. Θα μπορούσε να ονομαστεί και Απόλλωνας ή Ορφέας και αυτά τα ονόματα θα του πήγαιναν. Οι γονείς του, άνθρωποι καλλιεργημένοι και γλωσσομαθείς θα μεταδώσουν στα παιδιά τους αγάπη και σεβασμό για τους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης. Πρόγονοι της οικογένειας δεν είχαν διστάσει να διαθέσουν την περιουσία τους στον Αγώνα και αυτοί θα γίνουν φωτεινό παράδειγμα για όλη τη ζωή του Αγγελου, που δεν θα πάψει ποτέ να τους μνημονεύει με θαυμασμό. Σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του θα παίξει και η παραμάνα του, θεία Μαρία. Αυτή η απλοϊκή γυναίκα με τη θέρμη της αγάπης της και του λόγου της θα ποτίσει τον Αγγελο με γεύσεις, αρώματα και λέξεις, που ο ποιητής θα τα κρατήσει για πάντα φυλαγμένα μέσα του. Πολύ αργότερα, θα της αφιερώσει κάποιες σελίδες από το ημερολόγιό του, ενώ θα βρίσκεται στο Αγιο Ορος («Κόλλυβα για τη θεία Μαρία»). Αξέχαστοι και καθοριστικοί για την ανάπτυξη και τον μετέπειτα προσανατολισμό του ήταν και οι περίπατοι με τον πατέρα του στους λευκαδίτικους ελαιώνες. Εδώ ο πατέρας θα τον μυήσει στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στην απόλυτη σχέση της με την ελληνική φύση και θα τον εισαγάγει με πολύ φυσικό τρόπο στην Ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαιότητας.

Στη Λευκάδα διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Εκεί έγραψε σε ηλικία μόλις 13 ετών και τα πρώτα του ποιήματα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Στρέφει το ενδιαφέρον του σε λογοτεχνικές αναζητήσεις, στην ποίηση, στο θέτρο και στα ταξίδια. Θα μείνει αυτοδίδακτος. Από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο, αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες, όπως Νίτσε και τον Ιταλό ποιητή Ντ' Αννούντσιο (στον οποίο θα αναγνωρίσει μια συγγένεια ύφους). Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Ήταν γεννημένος να γίνει ποιητής και άρχισε να δημοσιεύει από καιρό σε καιρό ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Νουμάς και Παναθήναια). Η γνωριμία του με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνη τον οδηγεί να παίζει ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες στη «Νέα Σκηνή» που αυτός είχε δημιουργήσει. Αυτό ίσως και να συνέβαλε αργότερα στην ιδέα του Σικελιανού για την αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές».

Το 1905 γνωρίζεται με την πλούσια Αμερικανίδα Eva Parlmer, που σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία, πράγμα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του και στην εκπλήρωση των πόθων του. Η συνάντηση με την αρχαιολάτρη Αμερικανίδα γίνεται στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν, στον Κοπανά. Η ένωση είναι άμεση και ενδιαφέρουσα, μια που και οι δύο τρέφονται από την ίδια αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό. Ομως ο γάμος αναβάλλεται, γιατί ο Αγγελος έχει ήδη προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Ο Σικελιανός αγαπούσε τα ταξίδια και στην Αίγυπτο σε μια έξαρση νοσταλγίας για την πατρίδα θα γράψει το 1907 σε ηλικία 23 ετών, «μέσα σε μια εβδομάδα» όπως λέει ο ίδιος, την πρώτη του μεστή ποιητική συλλογή, τον «Αλαφροΐσκιωτο», που ο τίτλος του είναι παρμένος από το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού. Σε πλήρη απομόνωση, νηστικός, σ’ έκσταση σχεδόν, όπως εξάλλου συνήθιζε να εργάζεται, θα συνθέσει αυτό το μεγάλο συνθετικό ποίημα σαν να επρόκειτο για μια λυρική αυτοβιογραφία. Το έργο δημοσιεύεται τελικά το 1909 και προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωρίζεται ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων και καταλαμβάνει το δικό του χώρο στην ελληνική ποίηση.

Στο μεταξύ, η Εύα περιμένει τον Άγγελο στο πατρικό του σπίτι, στη Λευκάδα. Οταν αυτός επιστρέφει, θα ορίσουν το γάμο τους, ο οποίος θα τελεστεί το 1907 στην Αμερική και ήταν σημαντικός σταθμός στη ζωή του ποιητή. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ενώ το 1909, έτος έκδοσης του «Αλαφροΐσκιωτου» θα γεννηθεί και ο γιος τους, ο Γλαύκος. Η Εύα ήταν η πρώτη γυναίκα του, που του αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και στήριξε οικονομικά όλα του τα οράματα. Εκτών των άλλων, αντιμετώπισε μεγαλόψυχα τις ερωτικές απιστίες του Σικελιανού και αργότερα τον έρωτά του με την Άννα Καραμάνη, δίνοντας τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους που έγινε το 1940.

Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ποιητή είναι η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο στρατό. Εμειναν μαζί 40 μέρες στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκαν τις μονές, έζησαν όπως οι μοναχοί. Ηδη από το 1910, ο Σικελιανός είχε συλλάβει την ιδέα των «Συνειδήσεων», του έργου που θα πραγματοποιήσει αργότερα. Η γνωριμία με τον Καζαντζάκη, η κοινή τους αναζήτηση, η περιπλάνησή τους στην Ελλάδα από το 1914-1917 με σκοπό να συνειδητοποιήσουν τη Γη και τη φυλή τους, θα συμβάλει σημαντικά στην πραγματοποίηση του έργου του ποιητή που αφορά τις συνειδήσεις. Οι δύο συγγραφείς ήταν συγγενικά πνεύματα, αλλά και πολύ διαφορετικοί στις απόψεις τους για τη ζωή. Ο Σικελιανός ήταν ένας κοσμικός άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και με σταθερή πίστη στις συγγραφικές του ικανότητες. Ο Καζαντζάκης, αντίθετα, ήταν λιγόλογος και ερημίτης, γεμάτος αμφιβολίες και είχε, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, μια τάση να επικεντρώνεται στην ουσία των γεγονότων, πέρα από την επιφάνεια. Όμως και οι δυο συμμερίζονταν το αμοιβαίο ενδιαφέρον στη προσπάθεια εξευγενισμού και ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύμα μέσω καλλιτεχνικών επιδιώξεων. Η θρησκευτικότητα του Αγίου Ορους θα βρει εύφορο έδαφος στην ψυχή του. Μετά την παραμονή του εκεί θα γράψει ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα, το «Μήτηρ Θεού». Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίησή του, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς. Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κοπέλας που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν, σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.

Η περίοδος της έντονης αναζήτησης καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής «Πρόλογος στη Ζωή» με τις 5 περίφημες «Συνειδήσεις»: «Η Συνείδηση της Γης μου» (1915), «Η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), «Η Συνείδηση της Γυναίκας» (1916) και «Η Συνείδηση της Πίστης» (1917). Ο «Πρόλογος στη Ζωή» ολοκληρώθηκε αργότερα με τη «Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας». Ακολουθεί η τρίτη συλλογή του με τον τίτλο «Στίχοι» και μετέπειτα τα χαρακτηριστικά ποιήματα «Το Πάσχα των Ελλήνων» και «Μήτηρ Θεού» (1917 – 1920), καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Με την έκδοση των έργων του «Ακριτικά» και «Αντίδωρο» ο Σικελιανός συγκέντρωσε όλο το ποιητικό του έργο σε 3 τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος».


Δελφική Ιδέα

Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για το σκοπό αυτό, το Μάϊο του 1927, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια της γυναίκας του, ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια αναβίωσης των «Δελφικών Εορτών», σαν ένα μέρος του οράματός του για την αναβίωση της «Δελφικής Ιδέας». Σ’ αυτήν την προσπάθεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για πάνω από 10 χρόνια. Ο ποιητής δούλεψε όσο και όπως μπορούσε, με άρθρα, μελέτες και διαλέξεις. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς που περιλάμβαναν Ολυμπιακούς αγώνες, ένα κονσέρτο Βυζαντινής μουσικής, μια έκθεση λαϊκής τέχνης όπως και την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» στο αρχαίο θέατρο. Η προσπάθεια ήταν πολλή πετυχημένη και παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος. Το 1930 ανεβάζει και το έργο «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Πίστευε ότι τα αρχαία ιδανικά που διαμόρφωσαν τον κλασικό πολιτισμό, αν επανεξετάζονταν, θα μπορούσαν να προσφέρουν πνευματική ανεξαρτησία και θα χρησίμευαν ως μέσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών. Από τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά να παίζονται τα έργα των κλασικών τραγωδών σε αρχαία θέατρα. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος αργυρά μετάλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν...». Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι «Δελφικές Εορτές». Από το 1932 ο Σικελιανός ασχολείται και με τη συγγραφή τραγωδίας. Αν και οι προσπάθειες του Σικελιανού σημείωσαν επιτυχία και είχαν απήχηση, ωστόσο η προσέλευση των θεατών, αν εξαιρέσουμε τους προσκεκλημένους, τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες γιορτές, ήταν ελάχιστη. Το όραμά του δεν είχε συνέχεια. Κάποια στιγμή ματαιώθηκε, κυρίως κάτω από το βάρος των οικονομικών συνθηκών. Μετά την οικονομική καταστροφή ήρθε κι ο χωρισμός του ζεύγους, αφού η Eva Parlmer εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.

Το 1934 η Βουλή αποφασίζει την ανάθεση των Δελφικών Εορτών σε είκοσι δύο μέλη, εξοστρακίζοντας το ζεύγος Σικελιανού από την ιδέα που οι ίδιοι είχαν συλλάβει. Ο ποιητής θα αναρτήσει έξω από την πόρτα του γραφείου του μια φράση του Νίτσε: «Εκεί που τελειώνει το κράτος εκεί αρχίζει ο άνθρωπος».

Γύρω στο 1938, ο ποιητής γνωρίζει την Άννα Καραμάνη που θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Ο γάμος του στην Αμερική θεωρείται άκυρος από τον ελληνικό νόμο, όμως η Άννα είναι παντρεμένη και θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και να χυθούν πολλά δάκρυα πριν το ζευγάρι μπορέσει τελικά να ενωθεί. Η Άννα Σικελιανού περιγράφει πολύ όμορφα και τρυφερά την ιστορία τους στο βιβλίο «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (εκδ. Ικαρος): «Μείναμε λίγες μέρες στο άσπρο σπιτάκι να ετοιμάσουμε το ταξίδι για τη Φτέρη Αιγίου, που μας το είχε συστήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθώς και το σπιτάκι. Κι όπως πάντα μικρό και φτωχικό χωρίς φως, χωρίς νερό αλλά που αγνάντευες μέσα από τα έλατα όλο τον κόσμο. Το αγαπήσαμε και ετοίμασα ένα βασιλικό κελί για τον Άγγελο με μπλε υφάσματα και ασημένια καντηλέρια. Εκεί έγραψε για πρώτη φορά την τραγωδία του «Σιβύλλα» που την είχε ήδη αναγγείλει στον Ed. Shure το 1926. Μου έδινε τόση ευτυχία να περιμένω ώρες έξω από το πορτάκι του κελιού ότι θα γράψει για να μου το διαβάσει. Και το απόβραδο πηγαίναμε στο ξάγναντο του ξενοδοχείου και βλέπαμε τα φώτα της πόλεως».

Η κατοχή

Στις μέρες της γερμανικής κατοχής που είναι δραματικές για όλους, ο Σικελιανός γίνεται πηγή έμπνευσης κι αναφοράς για τους Έλληνες και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ενώ δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα έντυπα του ΕΑΜ για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (1942). Τότε έγραψε και τα σπουδαία θεατρικά του έργα μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα» με αντιστασιακό περιεχόμενο. Ο Σικελιανός απευθύνει και γραπτή έκκληση μέσω του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στους Γερμανούς για να σώσουν τις ζωές των Ελλήνων Εβραίων. Η επιστολή υπογράφεται και από πολλούς επιφανείς Ελληνες πολίτες για την υπεράσπιση των Εβραίων που καταδιώκονταν. Δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο έγγραφο διαμαρτυρίας κατά των Ναζί στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που να ήρθε στο φως, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σικελιανός δίνει διαλέξεις με κεντρικό θέμα τη λευτεριά, ενώ το 1943, βλέποντας την επικείμενη τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού γράφει το ποίημα «Το μήνυμά της». Στην κηδεία του Παλαμά, το 1943, θα απαγγείλει το γνωστό στίχο: «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», γεγονός που φανερώνει την ευαισθησία και την αγωνία του για την τύχη του ελληνικού λαού στα χρόνια του πολέμου. Σε εκδήλωση στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1944 απαγγέλλει με την βροντώδη κρυστάλλινη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του.

Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ στη Λογοτεχνία. Η δεύτερή του γυναίκα Άννα Σικελιανού είπε πριν λίγα χρόνια για το θέμα αυτό σε συνέντευξή της: «Αυτοί που πολέμησαν με όλους τους τρόπους, για να μην πάρει Νόμπελ ο Σικελιανός, ήταν ο Σπύρος Μελάς, ο Ντίνος Τσαλδάρης, οι οποίοι τα συμφώνησαν με τον Σουηδό πρεσβευτή. Πήγε ο ίδιος ο Μελάς στη Σουηδία. Ενώ υπήρχαν πολλοί Σουηδοί λογοτέχνες που υποστήριζαν τον Άγγελο. Ένας απ’ αυτούς μου είπε: ‘Ξέρετε, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές. Η αντίδραση για την απονομή του Νόμπελ στον Σικελιανό έρχεται από την Ελλάδα’...».

Ο επιφανής λυρικός ποιητής και πεζογράφος μας, Άγγελος Σικελιανός, άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου του 1951, μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε στους Δελφούς.

Το ποίημά του «Πνευματικό εμβατήριο» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από τους Ελληνες στον καιρό της δικτατορίας.


Ο ποιητής

Ο Σικελιανός είναι ποιητική φύση ολότελα διαφορετική από αυτή του Παλαμά και του Καβάφη. Το γεγονός ότι ήταν Επτανήσιος και πως το πατρικό του σπίτι βρίσκονταν στην Λευκάδα, συντέλεσαν σημαντικά έτσι ώστε να έχει ζωντανή μέσα του την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, βαθύτατη αίσθηση και γνώση της λαϊκής γλώσσας, αλλά και οικείωση με τις ξένες λογοτεχνίες. Ο Σικελιανός είναι ο κατεξοχήν ποιητής της Ελληνικής παράδοσης. Κανένας άλλος ίσως νεοέλληνας λογοτέχνης δε γνώρισε και δεν έζησε ποτέ με τέτοιο πάθος το Ελληνικό πνεύμα στη μακραίωνη ιστορία του. Η ψυχή του διακατέχεται από έντονο πάθος για την Ελληνική γη. Θεωρεί πως η απομάκρυνση από τη φύση αποτελεί σημαντικό λόγο της πτώσης του ανθρώπου και πως καθίσταται επιτακτική η επιστροφή του σ' αυτή. Στην ποίησή του η επαφή με τη φύση και το θείο είναι μυστική, τελετουργική.

Ο Σικελιανός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον με τα Ορφικά και Ελευσίνια μυστήρια, το Απολλώνιο και Διονυσιακό πνεύμα των αρχαίων, με την φιλοσοφία των Ιώνων. Μέσα από τα ποιήματα του Σικελιανού ξεδιπλώνεται η αγάπη του για τη φύση, η αγνή φύση του νησιού των παιδικών του χρόνων, η λατρεία του για την Ελλάδα, η Δελφική ιδέα, καθώς και μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.

O Σικελιανός λοιπόν μέσα στην ποίηση του συνδέει τον Έλληνα και κάθε άνθρωπο, με τις αρχέγονες και τις πανανθρώπινες δυνάμεις της φύσης και του σύμπαντος. Αυτές εκφράστηκαν μέσα από τον αρχαίο μυστικισμό και τις θρησκευτικές δοξασίες με κέντρο πάντα την ελληνική πνευματική παρουσία ανά τους αιώνες. Ένας βαθύς λυρισμός διαπνέει τα ποιήματά του. Τον συνθέτουν εικόνες μυστηριακής γαλήνης και ηρεμίας που παραπέμπουν στο μεγαλόπνοο στοιχείο της ποίησης του.

Γενικά ο Σικελιανός είναι ο ποιητής που κατάφερε με την λυρικότητα της έκφρασης και των συναισθημάτων να παρουσιάσει μια αυτόνομη σχεδόν και ξέχωρη λογοτεχνική παρουσία και να αποτελέσει ένα καινούργιο κεφάλαιο της ελληνικής ποίησης. Ο πόθος του να δημιουργήσει ένα σημείο ένωσης των λαών και πολιτιστικής ανταλλαγής με κέντρο τους Δελφούς, όσο ανεδαφικός και αν υπήρξε ή όσο μη πραγματοποιήσιμος αποδείχτηκε στην πορεία, φανερώνει την πρόθεση ολόκληρης της ποίησης και της φιλοσοφίας του.

Διάφορα


Ο Σικελιανός είχε εξοχική κατοικία στη Σαλαμίνα μπροστά από τη Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας. Εκεί ο Βασιλεύς Παύλος επισκέπτοταν τον ποιητή κάθε φορά που μετέβαινε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηρούσε επίσης εξοχική κατοικία στη Συκιά Κορινθίας.

Για να τιμήσει τη μνήμη του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών αγόρασε και αποκατάστησε το σπίτι τους στους Δελφους. Που σήμερα είναι το Μουσείο των Φεστιβάλ σων Δελφών.

Το σπίτι που γεννήθηκε ο Σικελιανός στη Λευκάδα αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα με δωρεά υπέρ του Δήμου Λευκάδας έναντι του ποσού των 280.000 ευρώ. Η Διοίκηση της Τράπεζας διέθετε επιπλέον το ποσό των 150.000 ευρώ για την αποκατάσταση της οικίας Σικελιανού. Ο Δήμος Λευκάδας όφειλε να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της αποκατάστασης και στην ανάληψη της διαχείρισης της όλης δαπάνης του έργου. Ο Δήμος όμως από την πλευρά του δεν έκανε τίποτα, μη μπορώντας να εξασφαλίσει και άλλα κονδύλια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του έργου. Αργότερα η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δια μέσου του Μορφωτικού της Ιδρύματος αποφάσισε να γίνει όλο το έργο με δικιά της χορηγία και να δημιουργηθεί «Μουσείο Επιφανών Λευκαδίων» μιας και δεν υπάρχει η απαιτούμενη ποσότητα εκθεμάτων (πολλά από τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή βρίσκονται ήδη στην ιδιοκτησία του Δήμου Δελφών και στο Μπενάκειο Μουσείο) για την μετατροπή της οικίας αποκλειστικά σε Μουσείο Άγγελου Σικελιανού. Το κόστος της όλης δαπάνης υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 1.300.000 ευρώ και ότι το έργο θα έχει ολοκληρωθεί σε τρία έως τέσσερα χρόνια, οπότε και θα αποδοθεί από την Εθνική Τράπεζα στο Δήμο και τους Λευκαδίτες.

Έργο
Ποιήματα


Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος» (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δεν θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.

Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου.

Πεζά κείμενα


Συγκεντρωτική έκδοση των «Απάντων»:


Πεζός Λόγος Α (1978)


Πεζός Λόγος Β (1980)


Πεζός Λόγος Γ (1981)


Πεζός Λόγος Δ (1983)


Πεζός Λόγος Ε (1985)



Τραγωδίες


Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1932)


Σίβυλλα (1940)


Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1942)


Ο Χριστός στη Ρώμη (1946)


Ο Θάνατος του Διγενή (1947)


Ασκληπιός (ημιτελής)


Συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Θυμέλη», Α και Β 1950, Γ 1954

Κομμάτια από τα έργα του:

«Αλαφροΐσκιωτος»

«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;»

Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο
κι ως την Όσσα
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα Εσύ, Λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,
Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας
που Τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «ο Παλαμάς!»
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά Του η Οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, βούκινα πολέμου… Οι ιερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά Νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»

Το πνευματικό εμβατήριο

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα.
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο!
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
‘Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στηλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»


Λευκάδιος Χερν (Patricio Lefcadio Tessima Carlos Hearn)

Άγγλος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, που χαρακτηρίστηκε «Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής». Γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου του 1850 και πέθανε στο Οκούμπο της Ιαπωνίας, το 1904. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε στη Δύση γνωστό τον ιαπωνικό πολιτισμό.

Δεύτερος γιος του Ιρλανδού Charles Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη. Η μητέρα του ήταν ευγενούς καταγωγής, κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του στρατιωτικός γιατρός (χειρουργός) από το Δουβλίνο και υπηρετούσε στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στα Κύθηρα υπάρχει ακόμα και σήμερα.

Το 1856 ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρονιά αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξιδέψε με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην ξένη χωρά αλλά και στο σπίτι της οικογένειας του άντρα της και έτσι μετακόμισε στην Σάρα Μπρέναν, συγγενικό πρόσωπο που έδειχνε συμπάθεια στον Λευκάδιο και τη μητέρα του. Μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με τον πατέρα του, η μητέρα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και έθεσε εκτός ισχύος τον γάμο του.

Έτσι, σε ηλικία 5 ετών ο Λευκάδιος Χερν αποχωρίστηκε από τη μητέρα του χωρίς να την δει ποτέ ξανά. Στην ηλικία αυτή ένιωθε φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του για να τον κάνει να ξεπεράσει τις φοβίες του αυτές τον κλείδωνε στο υπόγειο.

Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία και άρχισε να διαβάζει, κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δήλωσε ενθουσιασμένος. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος: «Εισήλθα στη δική μου αναγέννηση». Αργότερα, και αφού είχε περάσει από το γαλλικό κολλέγιο του Υβενό στάλθηκε στο κολλέγιο Σαίντ Κούθμπερτ (Ushaw Roman Catholic College). Στα 16 του χρόνια, στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε την όρασή του από το αριστερό του μάτι. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του πέθανε και λόγω οικονομικών δυσχερειών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο.

Σε ηλικία 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι, όπου για κάποιο χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Όταν γνώρισε τον Χένρυ Γουώτκιν βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Με τη βοήθεια του βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Σιγά - σιγά άρχισε να δουλεύει σε υψηλότερες θέσεις και έφτασε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Σινσινάτι (Cincinnati Daily Enquirer). Την ίδια εποχή άρχισε και η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία.

Το 1877 μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη για μια σειρά άρθρων και παρέμεινε εκεί για 10 χρόνια, μεταφράζοντας έργα ξένων λογοτεχνών. Το 1887 η εκδοτική εταιρεία, για την οποία δούλευε, τον έστειλε στις Γαλλικές Αντίλλες και συγκεκριμένα στη Μαρτινίκα, όπου παρέμεινε έως το 1889. Τις εμπειρίες του από την εκεί διαμονή του περιέλαβε στο βιβλίο «Δυο χρόνια στις γαλλικές δυτικές Ινδίες» (1890).

Το 1890 στάλθηκε ως ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Πολύ σύντομα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα αυτή. Αργότερα και με τη βοήθεια του Μπάζιλ Τσάμπερλαιν και του Ίτζιτο Χαττόρι βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη ΒΔ Ιαπωνία.

Στο 15ο μήνα διαμονής του στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Κόρη μίας οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας.

Μετά το γάμο του έγινε Ιάπωνας υπήκοος και υιοθέτησε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν ονομάζεται Κοϊζούμι Γιάκουμο (小泉八雲).[1] Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Ταυτόχρονα απαρνήθηκε τον χριστιανισμό και ασπάστηκε τον Βουδισμό.

Το Δεκέμβριο του 1896, το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του πρόσφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, την οποία κράτησε μέχρι το θάνατό του. Στην Ιαπωνία ο Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίστηκε ως ο πιο αυθεντικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση, ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας για δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν 8 μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε.

Ο Λευκάδιος Χερν πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 ύστερα από πνευμονικό οίδημα. Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σωρό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελεύθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για το νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο: Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.

Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά διηγήματα και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Εντός του κύκλου των ψυχών», «Η χώρα των χρυσανθέμων» (εκδόσεις Κέδρος), «Ιαπωνικοί Θρύλοι» (εκδόσεις Σιδέρη), «Ηλέκτρα», «Καϊνταν», «Κείμενα από την Ιαπωνία» (εκδόσεις Ίνδικτος), «Όλεθρος και άλλα διηγήματα», «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Εστία), «Εντός του Κύκλου των Ψυχών» (εκδόσεις Ίνδικτος).

[1] Η μετάφραση του ιαπωνικού του ονόματος του είναι πολύ ποιητική, σημαίνει: «το μέρος όπου γεννιούνται τα σύννεφα».

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Ἡ θνητή φύσις - Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεύς



Ἡ θνητή φύσις - Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεύς

Ὁ Χαιρωνεύς Πλούταρχος στὸ ἔργο του “Περί του ΕΙ του ἐν Δελφοῖς, 392.A.10 – 392.E.6” σχετικά με την ὑπόσταση της θνητῆς φύσις μας ἀναφέρει το ἐξῆς :

“Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δὲν ἔχουμε κανένα μερίδιο στὸ ὄντως Εἶναι, ἀλλὰ κάθε θνητή φύση βρίσκεται μεταξύ της γενέσεως καὶ της φθοράς καὶ παρέχει μόνο ἕνα φάσμα καὶ μία ἀμυδρὴ καὶ ἀβέβαιη εἰκόνα του ἐαυτού της. Ἄν τώρα προσηλώσεις την διάνοιά σου ἐπιθυμῶντας νὰ τὴ συλλάβεις : ὅπως το δυνατό δράξιμο του ὕδατος κάνει νὰ χαθεῖ το περιεχόμενο διαρρέοντας με την πίεση καὶ τὴ συγκέντρωση του ὕδατος στὸ ἴδιο σημειῶ, ἔτσι καὶ ἡ λογική ἀποτυγχάνει , ὅταν την ἄκρα σαφήνεια γιὰ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ ἐκεῖνα ποῦ μποροῦν νὰ ἀλλοιωθοῦν καὶ νὰ μεταβληθοῦν, ἐπειδή ἄλλοτε ἐξετάζει το γιγνόμενο καὶ ἄλλοτε το φθορά του, με ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τίποτα ἀπὸ τα σταθερά καὶ ὄντως Ὄντα.

“Ἀδύνατον νὰ μπεῖς δύο φορές στὸ ἴδιο ποτάμι”, κατά τον Ἡράκλειτο, οὔτε νὰ ἀγγίξεις θνητή οὐσία δύο φορές στὴν ἴδια κατάσταση, ἀλλὰ ἐξαιτίας της ὀξύτητας καὶ της ταχύτητας της μεταβολῆς “σκορπᾶ καὶ πάλι μαζεύεται”, ἡ καλύτερα οὔτε πάλι οὔτε ὑστέρα, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ συγκεντρώνεται καὶ διαλύεται καὶ “ἔρχεται καὶ φεύγει”. Γιὰ αὐτὸ τον λόγο καὶ δὲν ὁδηγεῖ στὸ Εἶναι το γιγνόμενο ἀπὸ αὐτὴ ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ γένεσι ποτέ δὲν σταματᾶ οὔτε στέκεται, ἀλλὰ μεταβάλλοντας το ἀδιάκοπα, ἀπὸ τότε ποῦ εἶναι ἀκόμα σπέρμα, δημιουργεῖ το ἔμβρυο, ἔπειτα το βρέφος, μετά τομ παίδα, κατόπιν στὴ σειρά το μειράκιο, τον νεανίσκο ἔπειτα, τον ἄνδρα, τον ὥριμό ἄνθρωπο, τον γέροντα, καταστρέφοντας τις πρῶτες γενέσεις καὶ ἡλικίες με τις ἑπόμενες. Κι ἐμεῖς με τρόπο γελοῖο φοβόμαστε ἕνα καὶ μόνο θάνατο, τὴ στιγμή ποῦ ἔχουμε πεθάνει καὶ πεθαίνουμε τόσους θανάτους! Γιατί δὲν ἰσχύει μόνο, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος, ὅτι “ὁ θάνατος του πυρός εἶναι γένεσι ἀέρος καὶ ὁ θάνατος του ἀέρος εἶναι γέννεσι του ὕδατος”, ἀλλὰ ἀκόμα σαφέστερα στὴ δική μας περίπτωση ὁ ἄνθρωπος ποῦ βρίσκεται στὴν ἀκμὴ του καταστρέφει ὅταν γεννιέται ὁ γέροντας, καταστρέφεται ὁ νέος μεταπίπτοντας στὸν ἀκμάζοντα, ὁ παῖς σε νέον, το νήπιο στὸν παῖδα.

Ὁ χθεσινός ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μεταπίπτοντας στὸν σημερινό, ἐνῶ ὁ σημερινός ἔχει πεθάνει μεταπίπτοντας στὸν αὐριανό. Κανείς δὲν μένει ὁ ἴδιος καὶ κανείς δὲν εἶναι ἕνας, ἀλλὰ γιγνόμεθα πολλοί, καθώς ἡ ὕλη περιστρέφεται καὶ γλιστρᾶ γύρω ἀπὸ ἕνα φάντασμα καὶ ἕνα κοινό ἐκμαγεῖο. Γιατί πῶς παραμένουμε οἱ ἴδιοι, ἐνῶ χαιρόμαστε τώρα με ἀλλὰ πράγματα, πρωτύτερα με ἄλλα, ἐνῶ ἀγαπᾶμε καὶ μισοῦμε, θαυμάζουμε καὶ ψέγουμε κάθε φορά ἀντίθετα πράγματα, ἐνῶ διαθέτουμε διαφορετικά λόγια καὶ διαφορετικά συναισθήματα, χωρίς νὰ διατηροῦμε το ἴδιο εἶδος, την ἴδια μορφή, οὔτε κἄν την ἴδια διάνοια ;; Γιατί οὔτε εἶναι λογικό νὰ νιώθει κανείς διαφορετικά συναισθήματα ἄνευ μεταβολῆς, οὔτε καὶ κανείς ἄν μεταβληθεῖ μένει ὁ ἴδιος. Ἄν, τώρα, κανείς δὲν εἶναι πάντα ὁ ἴδιος, τότε οὔτε καὶ ὑπάρχει, ἀλλὰ μεταβάλλει την ἴδια του την φύση καθώς γίνεται ἄλλος ἀπὸ ἄλλον. Καὶ ἡ αἰσθήση, ἐπειδή ἀγνοεῖ το ΟΝ, ἀποφαίνεται λανθασμένα ὅτι αὐτὸ ποῦ φαίνεται ὑπάρχει στὰ ἀλήθεια.




“Ἡμῖν μὲν γὰρ ὄντως τοῦ εἶναι μέτεστιν οὐδέν, ἀλλὰ πᾶσα θνητὴ φύσις ἐν μέσῳ γενέσεως καὶ φθορᾶς γενομένη φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν καὶ ἀβέβαιον αὑτῆς· ἂν δὲ τὴν διάνοιαν ἐπερείσῃς λαβέσθαι βουλόμενος, ὥσπερ ἡ σφοδρὰ περίδραξις ὕδατος τῷ πιέζειν καὶ εἰς ταὐτὸ συνάγειν διαρρέον ἀπόλλυσι τὸ περιλαμβανόμενον, οὕτω τῶν παθητῶν καὶ μεταβλητῶν ἑκάστου τὴν ἄγαν ἐνάργειαν ὁ λόγος διώκων ἀποσφάλλεται τῇ μὲν εἰς τὸ γιγνόμενον αὐτοῦ τῇ δ᾽ εἰς τὸ φθειρόμενον, οὐδενὸς λαβέσθαι μένοντος οὐδ᾽ ὄντως ὄντος δυνάμενος.

“ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ” καθ᾽ Ἡράκλειτον (fr. 91) οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν· ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς “σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει”, μᾶλλον δ᾽ οὐδὲ πάλιν οὐδ᾽ ὕστερον ἀλλ᾽ ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει καὶ “πρόσεισι καὶ ἄπεισιν”. ὅθεν οὐδ᾽ εἰς τὸ εἶναι περαίνει τὸ γιγνόμενον αὐτῆς τῷ μηδέποτε λήγειν μηδ᾽ ἵστασθαι τὴν γένεσιν, ἀλλ᾽ ἀπὸ σπέρματος ἀεὶ μεταβάλλουσαν ἔμβρυον ποιεῖν εἶτα βρέφος εἶτα παῖδα, μειράκιον ἐφεξῆς, νεανίσκον, εἶτ᾽ ἄνδρα, πρεσβύτην, γέροντα, τὰς πρώτας φθείρουσαν γενέσεις καὶ ἡλικίας ταῖς ἐπιγιγνομέναις. ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἕνα φοβούμεθα γελοίως θάνατον, ἤδη τοσούτους τεθνηκότες καὶ θνήσκοντες. οὐ γὰρ μόνον, ὡς Ἡράκλειτος (fr. 76) ἔλεγε, “πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις,” ἀλλ᾽ ἔτι σαφέστερον ἐπ᾽ αὐτῶν ἡμῶν φθείρεται μὲν ὁ ἀκμάζων γινομένου γέροντος, ἐφθάρη δ᾽ ὁ νέος εἰς τὸν ἀκμάζοντα, καὶ ὁ παῖς εἰς τὸν νέον, εἰς δὲ τὸν παῖδα τὸ νήπιον·

ὅ τ᾽ ἐχθὲς εἰς τὸν σήμερον τέθνηκεν, ὁ δὲ σήμερον εἰς τὸν αὔριον ἀποθνήσκει· μένει δ᾽ οὐδεὶς οὐδ᾽ ἔστιν εἷς, ἀλλὰ γιγνόμεθα πολλοί, περὶ ἕν τι φάντασμα καὶ κοινὸν ἐκμαγεῖον ὕλης περιελαυνομένης καὶ ὀλισθανούσης. ἐπεὶ πῶς οἱ αὐτοὶ μένοντες ἑτέροις χαίρομεν νῦν, ἑτέροις πρότερον, τἀναντία φιλοῦμεν καὶ μισοῦμεν καὶ θαυμάζομεν καὶ ψέγομεν, ἄλλοις χρώμεθα λόγοις ἄλλοις πάθεσιν, οὐκ εἶδος οὐ μορφὴν οὐ διάνοιαν ἔτι τὴν αὐτὴν ἔχοντες; οὔτε γὰρ ἄνευ μεταβολῆς ἕτερα πάσχειν εἰκός, οὔτε μεταβάλλων <οὐδεὶς> ὁ αὐτός ἐστιν· εἰ δ᾽ ὁ αὐτὸς οὐκ ἔστιν, οὐδ᾽ ἔστιν, ἀλλὰ τοῦτ᾽ αὐτὸ μεταβάλλει γιγνόμενος ἕτερος ἐξ ἑτέρου. ψεύδεται δ᾽ ἡ αἴσθησις ἀγνοίᾳ τοῦ ὄντος εἶναι τὸ φαινόμενον“


Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Τα Κάρνεια ἦταν η μεγάλη γιορτή των Δωριέων της Πελοποννήσου καὶ ἰδιαίτερα των Λακεδαιμονίων.



Τα Κάρνεια ἦταν η μεγάλη γιορτή των Δωριέων της Πελοποννήσου καὶ ἰδιαίτερα των Λακεδαιμονίων.

1. Ἑορτάζονταν με ἰδιαίτερη λαμπρότητα στὸ Γύθειο, στὸ Οἴτυλο καὶ στὰ Λεύκτρα της Λακωνίας, στὴ Καρδαμύλη καὶ στὶς Φαρές Μεσσηνίας, στὴν Σικυῶνα της Κορινθίας, στὸ Ἄργος της Ἀργολίδος, στὴ Θήρα, στὴν Κῶ, στὶς Συρακοῦσες ἀλλὰ καὶ προπάντων στὸ Ἱερὸ Ἄλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ἡ Καρνειάσιον στὴ μεσσηνιακή Οἰχαλία. Το Ἄλσος αὐτὸ βρισκόταν δίπλα στὴν ὄχθῃ του ποταμοῦ Χάραδρου καὶ το κοσμοῦσαν τα περικαλλῆ ἀγάλματα του Κριοφόρου Ἑρμοῦ, της Ἁγνῆς (τοπική ὀνομασία της Περσεφόνης) καὶ του Καρνεῖου Ἀπόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνικά 2,2). Οἱ ἐορταστές μεταμφιέζονταν ὅλοι καὶ συμμετεῖχαν σε μυστήρια παρόμοια με ἐκεῖνα της Ἐλευσίνας, τα ὁποία κατά την μυθολογική παράδοση ἵδρυσε ὁ Ἐλευσίνας Καύκων, ὁ γιὸς του Κελαίνου, ἐνῶ κατά το πέρας της γιορτῆς γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια καὶ «πανηγυρισμοί»!

Τα Κάρνεια ἦταν προδωρική γιορτή ἀφιερωμένη στὸν τοπικό θεό Κάρνειο ἡ Κάρνο Οἱκέτα. Εἶχε ὀνομαστεῖ Οἱκέτας ἐπειδὴ το κέντρο της λατρείας του ἦταν το σπίτι του μάντη Κριοῦ καὶ δὲ λατρευόταν σε κάποιο ναό. Ὅταν οἱ Δωριεῖς κυρίευσαν τὴ Σπάρτη με τὴ βοήθεια του Κάρνειου καὶ του Κριοῦ, ταύτισαν τον Κάρνειο με τον Ἀπόλλωνα.

Η γιορτή στὴ Σπάρτη γινόταν πρὸς τιμή του Κάρνειου Ἀπόλλωνα με την πανσέληνο του Κάρνειου μῆνα (τέλος Αὐγούστου με ἀρχὲς Σεπτεμβρίου) κάθε τέσσερα χρόνια καὶ διαρκοῦσε ἐννιά ἡμέρες.

Ὁ Δημήτριος ὁ Σκήψιος στὸ πρῶτο βιβλίο του Tρωικού διακόσμου μας πληροφορεῖ ὅτι ἡ γιορτή τῶν Καρνείων ἀπὸ τους Λακεδαιμόνιους ἦταν μίμηση της στρατιωτικῆς ἐκπαίδευσης. Τις ἡμέρες της γιορτῆς οἱ Σπαρτιᾶτες ἔστηναν ἕνα πρόχειρο "στρατόπεδο" με ἐννιά σκηνές (σκιάδες) ποῦ σε κάθε μία δειπνοῦσαν ἐννέα ἄνθρωποι, τρεῖς ἀπὸ κάθε φρατρία (ὁμάδα συγγενῶν). Ζοῦσαν σὰν σε στρατόπεδο καὶ τα πάντα ἐκεῖ ἐκτελοῦνταν ὑποχρεωτικά με το πρόσταγμα της σάλπιγγας.

Κατά τὴ διάρκεια των Καρνεῖων ἀπαγορεύονταν οἱ ἐχθροπραξίες καὶ γιὰ το λόγο αὐτὸ οἱ Σπαρτιᾶτες δὲ συμμετεῖχαν στὴ Μάχη του Μαραθῶνα. Ὅταν τελείωσαν τα Κάρνεια, ἔστειλαν στρατεύματα γιὰ βοήθεια, ἀλλὰ τότε ἡ μάχη εἶχε τελειώσει.

Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῶν σπαρτιατικῶν Καρνεῖων ἦταν ὁ ἀγῶνας τῶν σταφυλοδρόμων. Στὸν ἀγῶνα αὐτὸν ἕνας ἀπὸ τους Καρνεάτες με μία ταινία στὰ μαλλιά ἔτρεχε εὐχόμενος ἀγαθὰ γιὰ την πόλη. Οἱ ὑπόλοιποι τον κατεδίωκαν κρατῶντας μεγάλα τσαμπιά σταφύλια γιὰ νὰ δυσκολεύονται στὸ τρέξιμο. Τὴ σύλληψη του νέου τὴ θεωροῦσαν καλό οἰωνό γιὰ την πόλη ἐνῶ ἀντίθετα τὴ μὴ σύλληψή του τὴ θεωροῦσαν κακό οἰωνό.

Οἱ δοῦλοι συνήθιζαν νὰ θυσιάζουν πρὸς τιμή του Ἀπόλλωνα στὴ γιορτή των Καρνείων ἕνα κριάρι, το ὁποῖο ἔτρεφαν εἰδικὰ γι' αὐτὸν το σκοπό.

Στὰ Κάρνεια γίνονταν καὶ μουσικοί ἀγῶνες, στοὺς ὁποίους εἶχε νικήσει καὶ ὁ Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος.

Κάθε τέταρτο χρόνο ἀπὸ τους ἄγαμους ἄνδρες ἐκλέγονταν πέντε ἀπὸ κάθε φυλή, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν Καρνεάτες καὶ εἶχαν την ὅλη ἐπιμέλεια της γιορτῆς. Την ἐπιμέλεια τῶν θυσιῶν εἶχε ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν ἀγητής. Ἡ ἡμέρα τῶν θυσιῶν ὀνομαζόταν Ἀγητόρια.

Τα Κάρνεια στὴν Ἑλληνική Μυθολογία

Ἄν ἀνοίξουμε τον Ὅμηρο, σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ἰλιάδας ὅσο καὶ της Ὀδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντᾶμε τὴ λέξη «καρ» καὶ τα παράγωγά της. Η λέξη αὐτὴ σημαίνει «κεφάλι» καὶ σύγχρονη ἐπιβίωσή της εἶναι βεβαίως ἡ «κάρα». Ἐάν τώρα προσθέσουμε καὶ το εὐφωνικό «ν» στὴν ὁμηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στὴ λέξη «κάρνος». Τι σημαίνει η λέξη αὐτή;

Ἡ Ἑλληνική Μυθολογία μας πληροφορεῖ ὅτι ο Κάρνος ἦταν κάποιος μάντης του Θεοῦ Ἀπόλλωνα ἀπὸ την Ἀκαρνανία, τον ὁποῖο σκότωσε ὁ Ἡρακλείδης Ἱππότης, ὁ γιὸς του Φύλαντος. Οἱ συγγενεῖς του Ἱππότου μάλιστα ἀναγκάστηκαν στὴ συνέχεια νὰ προσφέρουν πλούσιες θυσίες στὸν Ἀπόλλωνα προκειμένου νὰ ἐξευμενίσουν την ὀργῇ του γιὰ τον φόνο του Κάρνου.

Ὁ περιηγητής Παυσανίας ἀναφέρει τον Κάρνο καὶ ὡς Κριό (Λακωνικά 13, 4) γεγονός ποῦ δὲν ἀφήνει καμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ λέξη «κάρνος» σημαίνει «κριός».

Κάρνος ὀνομαζόταν ἐπίσης κι ἕνας ἀρχαιότατος ποιμενικός, κριόμορφος καὶ ἱθιφαλλικός Θεός τῶν Πελοποννησίων, προστάτης της γονιμότητας, ἄγνωστος ἴσως σήμερα στοὺς περισσότερους ἀλλὰ ἀντίστοιχος περίπου με τον γνωστότερο Πρίαπο του Ἑλλησπόντου. Οὐσιαστικά δηλαδή ὁ Κάρνος ἦταν ἕνας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων ὅσο καὶ τῶν Μεσσηνίων, πρὶν ἀπὸ την ἐπικράτηση τῶν Δωριεῶν στὴ νότια Πελοπόννησο, ἐντεταγμένος στὴν χορεία τῶν ζωόμορφων θεοτήτων οἱ ὁποῖες, σύμφωνα με την ἱστορία τῶν θρησκειῶν, προηγήθηκαν τῶν ἀνθρωπόμορφων.

Ἀπὸ το οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο «Κάρνειος» παράγεται στὸν πληθυντικό ἡ ὀνομασία της ἑορτῆς «τα Κάρνεια»

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1928 ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ





ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1928 ΓΕΝΝΗ

ΘΗΚΕ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΛΥΣΗ

ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΚΥΠΡΟΥ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΡΩΑΣ ΚΥΠΡΙΟΣ ΥΠΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΟ

ΚΑ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΤΡΑΓΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΠΑΝΘΡΑΚΩΘΕΙΣ ΣΕ ΡΙΨΗ ΒΟΜΒΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 10ΩΡΗ ΜΑΧΗ ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΣΤΟ ΤΡΟΟΔΟΣ ΜΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 60 ΑΓΓΛΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ



ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ( 1928-1957 ) ( ΕΙΚΟΝΑ 1η )


Ήρωας του ελληνοκυπριακού αγώνα κατά των άγγλων δυναστών στη μεγαλόνησο. ( ΕΙΚΟΝΑ 1η )

Γεννήθηκε στο χωριό Λύση Αμμοχώστου στις 22 Φεβρουαρίου 1928. ( ΕΙΚΟΝΑ 3η - 4η )

Με την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο μετέβη στην Ελλάδα για να σπουδάσει στη Στρατιωτική Σχολή

Ευελπίδων ( ΕΙΚΟΝΑ 5η ).

Μπήκε τελικά στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών( ΕΙΚΟΝΑ 7η ) και παράλληλα μελετούσε για να εγγραφεί

στη Φιλοσοφική.

Υπηρέτησε στα ελληνογιουγκοσλαβικα σύνορα ως Ανθυπολοχαγός πεζικού,στο φυλακιο χωριου Ακριτα

Κιλκις και μετά επέστρεψε στην Κύπρο, όπου εργάστη

κε ως οδηγός ταξί ( ΕΙΚΟΝΑ 6η ) .

Στις 20 Ιανουαρίου 1955 έγινε η πρώτη συνάντηση του Αυξεντίου με τον Γεώργιο Διγενή – Γρίβα ( ΕΙΚΟΝΑ 8η ),

που ήταν αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) ( ΕΙΚΟΝΑ 2η )και μπήκε στον αγώ

να κατά των Άγγλων.

Την άνοιξη του ιδίου χρόνου συμμετείχε στις επιθέσεις κα

τά της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του Ραδιοφωνικού Στα

θμού της Λευκωσίας.

Πολύ γρήγορα διακρίθηκε για τις ηγετικές του ικανότητες και του δόθηκε η θέση του υπαρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α ( ΕΙ

ΚΟΝΑ 2η ), της μεγαλύτερης απελευθερωτικής οργάνω

σης στο νησί, με κύριο στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιστασιακής του δράσης έλαβε τα ψευδώνυμα «Ζήδρος», «Ρήγας», «Αίαντας»,

«Άρης», «Μάστρος» και «Ζώτος».

Οι Άγγλοι κατακτητές έκαναν πολλές προσπάθειες για να τον συλλάβουν και τον επικήρυξαν με 5.000 λίρες. ( ΕΙΚΟ

ΝΑ 9η )

Ο Αυξεντίου πάντα τους ξέφευγε και ποτέ δεν έχασε το κου

ράγιο του.

Μια φορά μεταμφιέστηκε σε καλόγερο και κέρασε τους άγ

γλους διώκτες του χωρίς να τον αναγνωρίσουν( ΕΙΚΟΝΑ

10η ).

Στις 10 Ιουνίου του 1955 βρήκε την ευκαιρία να παντρευτεί την αγαπημένη του Βασιλική στο μοναστήρι του Αχειχοποι

ήτου Κερυνειας ( ΕΙΚΟΝΑ 11η - 12Η ).

Στις 12 Δεκεμβρίου 1955 ο Αυξεντίου και όλη η ιεραρχία της ΕΟΚΑ παγιδεύτηκαν από τους Βρετανούς στο όρος Τρόο

δος, κοντά στο χωριό Σπίλια ( ΕΙΚΟΝΑ 13η ).

Ο Αυξεντίου, όχι μόνο οδήγησε τους συντρόφους του σε ασ

φαλές μέρος, αλλά άφησε τους Άγγλους να αλληλοπυρο

βολούνται και να έχουν πολλά θύματα( ΕΙΚΟΝΑ 14η ).

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1957 οι αγγλικές δυνάμεις ασφαλεί

ας έλαβαν την πληροφορία από ένα βοσκό ότι ο Αυξεντίου και η ομάδα του κρύβονται σε μια σπηλιά Μονής Μαχαιρά

( ΕΙΚΟΝΑ 15η – 15Αη )πλησίον της Μονής Μαχαιρά στο όρος Τρόοδος (ΕΙΚΟΝΑ 16η)

Αμέσως, απόσπασμα από 60 στρατιώτες έφθασε εκεί το απόγευμα της 2ας Μαρτίου.

Περικύκλωσε τη σπηλιά και κάλεσε τον Αυξεντίου να παρα

δοθεί. Ο επικεφαλής του βρετανικού αποσπάσματος,Ανθυ

πολοχαγός Μίντλετον, πλησίασε την είσοδο της σπηλιάς και φώναξε: «Ρίξε τα όπλα σου και παραδώσου, αλλιώς

θα επιτεθούμε».

Κάποιος απάντησε: «Καλά παραδινόμαστε». Τέσσερις άνδ

ρες βγήκαν έξω, όχι και ο Αυξεντίου.

Ο Μίντλετον τον κάλεσε και πάλι να παραδοθεί, αλλά έλα

βε την υπερήφανη απάντηση «Μολών λαβέ».

Αμέσως, τέσσερις στρατιώτες όρμησαν μέσα στην σπηλιά.

Ο Αυξεντίου τους υποδέχτηκε με καταιγιστικά πυρά.

Οι τρεις Βρετανοί οπισθοχώρησαν έντρομοι, ο τέταρτος, ένας δεκανέας, έπεσε νεκρός.

Ο Μίντλετον ζήτησε ενισχύσεις, οι οποίες κατέφθασαν αμέ

σως με ελικόπτερα.

Η μάχη συνεχίσθηκε για 10 ώρες, χωρίς αποτέλεσμα για τους επιτιθέμενους.

Μπροστά στο αλύγιστο θάρρος του Αυξεντίου και αφού χρησιμοποίησαν όλων των ειδών τα όπλα, οι Βρετανοί έρ

Ριψαν στη σπηλιά βόμβες πετρελαίου.

Σύμφωνα με μαρτυρία του συμπολεμιστή του Αυγουστή Ευσταθίου, που μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύ

γετο επέστρεψε, με υπόδειξη των Άγγλων, για να εξακρι

βώσει αν ο Αυξεντίου ήταν ζωντανός και να τον πείσει να

παραδοθεί.

Ο Αυγουστής προτίμησε να μείνει μαζί με τον αρχηγό του.


Ο Γρηγόρης φώναξε: «Τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας

πάρετε». Και η μάχη συνεχίστηκε ως το απόγευμα. Προσπάθειά τους ήταν να κρατήσουν τη μάχη μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να διαφύγουν.

Οι Άγγλοι στρατιώτες, που αντιλήφθηκαν τον σκοπό τους, περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη, το πυρπόλησαν

και έκαψαν ζωντανό τον Αυξεντίου, ενώ ο Αυγουστής Ευσταθίου, με βαριά εγκαύματα, επιχειρεί έξοδο και συλλα

μβάνεται ( ΕΙΚΟΝΑ 17η ).

Τεράστιες φλόγες κάλυψαν το σπήλαιο, για να τυλίξουν σε λίγο το κορμί του Αυξεντίου.

Η μάχη τελείωσε στις 2 το βράδυ της 3ης Μαρτίου 1957.

Το πτώμα του ηρωικού πατριώτη βρέθηκε απανθρακωμένο ( ΕΙΚΟΝΑ 18η )και τάφηκε την επομένη στις Κεντρικές Φυ

λακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως «Τα Φυλακισμένα Μνήματα». ( ΕΙΚΟΝΑ 19Η ) για αποφυγη

επεισοδειων κατά την ταφη.( τακτικη που εφαρμοσε η Αγγλι

κη αρμοστεια σε ολους τους θανατους ηρωων της ΕΟΚΑ}

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου ήταν μόλις 29 ετών

Οι γονεις του και η γυναικα του Βασιλικη μετα αναγγελια θανατου του ( ΕΙΚΟΝΑ 20η ).

Στη ΕΙΚΟΝΑ 21η ,ο Γρηγορης Αυξεντιου ως ποδοσφαιρισ

της της Ανορθωσης.

Η Κυπρος για να τιμησει το παλικαρι της ,τον ηρωα της εχει κανει τοπο προσκυνηματος την σπηλια θυσιας του( ΕΙΚΟ

ΝΕΣ 15η - 15Αη ) και εχει αναγειρει πολλα αγαλματα του και αδριαντες σε ολο το νησι ( ΕΙΚΟΝΑ 23η )

Στις 14 Απριλιου 2016 εγκαινιαστηκε το ιστορικό Μουσείο-Φυλάκιο «Γρηγόρης Αυξεντίου» στον οικισμό Ακρίτα( ΕΙΚΟ

ΝΑ 24η ) του δήμου Κιλκίς από τον ο υπουργός 'Αμυνας της Κύπρου Χριστόφορος Φωκαΐδης ( ΕΙΚΟΝΑ 25η )

Υπενθυμίζεται ότι στο συγκεκριμένο φυλάκιο είχε υπηρετή

σει ως έφεδρος ανθυπολοχαγός Πεζικού, ο ήρωας του εθνι

κοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, Γρηγόρης Αυξεντίου

( ΕΙΚΟΝΑ 26η - 27η ).

Την 26 Σεπτεμβριου 2016 εγινε εκδήλωση τιμητικής προα

γωγής του ήρωα της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου στο βαθμό του Αντιστράτηγου, πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Κιλκίς της Ελλάδας,παρουσια του της ιεραρχιας του ΥΠΕΘΑ ( ΕΙ

ΚΟΝΑ 28η ).

Οχτώ χιλιόμετρα έξω από τη Ξάνθη, υπάρχει ένα χωριό αφιερωμένο στον Γρηγόρη Αυξεντίου, το Αυξέντιο( ΕΙΚΟ

ΝΑ 29η ).

Το χωριό πήρε το όνομα του το 1960, μόλις τρία χρόνια με

τά τον ηρωικό θάνατο του Σταυραετού του Μαχαιρά στις 3 Μαρτίου του 1957.

Μέχρι τότε το χωριό ονομαζόταν Νέο Κατράμιο. Οι κάτοικοι του, στην πλειονότητα τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφτασαν στην περιοχή το 1926 ήθελαν να απαλλαγούν από το τουρκικό όνομα (Κατράμι=μαυρο στα τούρκικα) και να δώσουν στο χωρίο τους ένα ελληνικό όνομα.

Κοντά στην περιοχή που στέκει σήμερα το Αυξέντιο βρισκό

ταν το Παλίο Κατράμιο στο οποίο κατοικούσαν Τούρκοι, μέχ

ρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης για ανταλλαγή πληθυσμών.

Το 1960 όταν οι κάτοικοι αποφάσισαν να αλλάξουν το όνο

μα, γραμματέας του χωρίου ήταν κάποιος συμπολεμιστής του Γρηγόρη Αυξεντίου που υπηρέτησε μαζί του στην περιο

χή του Κιλκίς στα Ελληνογιουγκοσλαβικα σύνορα ( ΕΙΚΟ

ΝΑ 24η ), όταν ακόμα ο Γρηγόρης Αυξεντίου υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό πριν κατηφορίσει στην Κύπρο για τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ.

Εκει εχουν δημιουργησει Μουσειο ΓρεηγορηΑυξεντιου με ηρωο και αδριαντα του ( ΕΙΚΟΝΑ 30η - 31η ) , ως και νηπιαγωγειο στο ονομα του ( ΕΙΚΟΝΑ 32η )

ΠΗΓΗ sansimera














































Τὸ κουφάρι τῆς Ἑλλάδος καὶ οἱ γῦπες -ἡ τεράστια εὐθύνη τοῦ πολιτικοῦ συστήματος-


Ἡ ἔννοια τῆς κρίσης εἶναι καθολικὴ καὶ ἀναφέρεται σὲ καταστάσεις καὶ γεγονότα ποὺ περιέχουν ἀπειλή. Ὅλοι μας τὴν ἐπικαλούμαστε χωρὶς ὅμως νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὸ βάθος τῆς τραγικότητας τῆς περιπλοκῆς μᾶς μέσα σὲ τόσες ἀντιφατικὲς καταστάσεις, τὰ τρομερὰ διλήμματα καὶ ἀδιέξοδα μαζὶ μὲ τὰ συνεπακόλουθα αὐτῶν τῶν καταστάσεων. Ὅπως π.χ. τίς δικές μας εὐθύνες, ἐνοχές, ψευδαισθήσεις, στερεότυπες χειρονομίες, ἀγωνίες καὶ φόβους. Ὡς Λαὸς ἀδυνατοῦμε νὰ κατανοήσουμε ἀκόμη καὶ τοὺς κινδύνους μπροστὰ εἰς τὴν θέα τῆς καταστροφῆς. Ἡ σχιζοφρένεια, ἡ ψυχωτικὴ συμπεριφορά μας, αὐτὲς οἱ ἀσθένειες τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς κοινωνίας, εἶναι ὅλως ἀντίθετες μὲ τίς ἱστορικὲς παραδόσεις καὶ καταβολές, μὲ τὴν εὐθύνη καὶ τὴν δύναμη τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς. Ἑνὸς Λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ἀρχαιότητα μὲ τὴν ἰσορροπία μεταξὺ τῆς ἐσωστρέφειας καὶ ἐξωστρέφειας ἀνέδειξε τὸν μεγαλύτερο Πολιτισμὸ καὶ Οἰκουμενισμό.





Δυστυχῶς καὶ ἀτυχῶς γιὰ ὅλους μας, ὅσο περισσότερο ὀξύνεται ἡ οἰκονομικὴ κρίση, μὲ ὅλες τίς ὀλέθριες συνέπειες γιὰ τὸν ἐδῶ καὶ 12 χρόνια καθημαγμένο Λαό μας τόσο περισσότερο ὀξύνεται ἡ πολιτικὴ ἀντιπαράθεση μεταξὺ τῶν κομμάτων τοῦ πολιτικοῦ συστήματος εἰς βάρος τοῦ Ἔθνους. Τὸ ὁποῖο ἂν καὶ εὐθύνεται τεράστια γιὰ τὴν χρεοκοπία τῆς Πατρίδας μας, ὄχι μόνον συνεχίζει ἀκάθεκτο καὶ ἀτιμώρητο τὴν ἐθνοκτόνο συμπεριφορά του, ἀλλὰ παράλληλα δημιουργεῖ διχαστικὲς καὶ συγκρουσιακὲς καταστάσεις μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων. Ὡς ἀντιπερισπασμὸ γιὰ νὰ διασώσει τὴν πολιτικὴ καὶ κομματική του ὕπαρξη.


Ὁ ἐθνικὸς διχασμὸς εἶναι συνέπεια μίας συστηματικῆς προπαγάνδας ἡ ὁποία ἐμπεδώνει εἰς τὸ σύνολο τοῦ Λαοῦ τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἀφέλεια, τὴν ἀμάθεια μὲ τὴν παράλληλη παραπληροφόρηση καὶ πλύση ἐγκεφάλου σὲ θέματα κοινωνικῆς, ἐθνικῆς εὐθύνης καὶ συμπεριφορᾶς. Μία προπαγάνδα, κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς ὁποίας εἶναι, ὁ ἀποπροσανατολισμὸς τοῦ Λαοῦ ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς ὑπαίτιους τῆς πολιτικῆς διαφθορᾶς, τῆς κοινωνικῆς ἀθλιότητας τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, καὶ ὡς συνέπεια αὐτῶν τῆς οἰκονομικῆς τώρα κατάρρευσης τῆς χώρας μας, ἐπιρρίπτοντας ὅλες τίς εὐθύνες αὐτῆς τῆς ἄφρονας καὶ ἐθνοκτόνου πολιτικῆς εἰς τὸ διεθνὲς περιβάλλον.


Ἡ προπαγάνδα εἶναι το δηλητηριώδης ἐργαλεῖο καὶ ὅπλο τῆς Ἐξουσίας, εἰς τὴν χώρα μας τοῦ διεφθαρμένου πολιτικοῦ συστήματος. Μὲ τὸ ἐργαλεῖο αὐτὸ ἐπὶ δεκαετίες διέλυε τὴν κοινωνικὴ συνοχή, ὑπέθαλπε τίς Ἀρχὲς τοῦ Δικαίου καὶ τῆς ἰσότητας τῶν πολιτῶν, τὴν ἰσχὺ τῶν Νόμων καὶ τοῦ Κράτους Δικαίου, ἀλλὰ καὶ τὸ οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς εὐθύνης τῶν πολιτῶν ἀπέναντι τῆς Πατρίδας. Ἄπειρα εἶναι τὰ παραδείγματα καὶ οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς προπαγανδιστικῆς πολιτικῆς καὶ ἀνεύθυνης συμπεριφορᾶς ἀπέναντι τοῦ Ἔθνους. Πρόσφατα μάλιστα καὶ ἡ καθιέρωση ὄχι μόνον τῆς Ἐπετείου τοῦ Πολυτεχνείου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνήλικων Ἀλέξη Γρηγορόπουλο . καὶ τοῦ Νίκου Ρωμανοῦ, ἀμφότεροι γόνοι πλουσιότατων οἰκογενειῶν, ὡς ἐθνικοὺς ἥρωες καὶ ἐπετείους ἐθνικῆς καταστροφῆς καὶ ὄχι ἱστορικῆς μνήμης. Κάθε χρόνο μὲ πυρπολήσεις, βανδαλισμούς, καταστροφὲς δημόσιας περιουσίας ἀλλὰ καὶ περιουσίας ἰδιωτῶν βιοπαλαιστῶν, ἐπαίσχυντες πράξεις οἱ ὁποῖες ἐκθέτουν καὶ διεθνῶς τὴν Πατρίδα μας.

Ἀνεξαρτήτως τῆς σημασίας τῶν συντελεστῶν καὶ τῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ τιμᾶμε ὁ καθεὶς ἀπὸ ἐμᾶς μὲ σεβασμὸ καὶ ἐθνικὴ εὐθύνη, δὲν ὀφείλει ὁλόκληρος ὁ Λαὸς νὰ πληρώνει ἐπὶ δεκαετίες γιὰ τὸν θάνατο  αὐτῶν, τίς συνέπειες δηλαδὴ μίας ἐγκληματικῆς πολιτικῆς συμπεριφορᾶς. Εἰς τὸ κάτω τῆς γραφῆς, ἐὰν ἔχουμε ὄντως τὴν διαίσθηση, ὅτι γιὰ ὅλα αὐτὰ φταίει τὸ πολιτικὸ σύστημα, τότε ὀφείλουμε ὡς Λαὸς νὰ στραφοῦμε εὐθέως ἐναντίον τοῦ καὶ ὄχι νὰ αὐτοκαταστρεφόμαστε καὶ νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ αὐτό.

Ὡς ἐκ τούτου τεράστια εἶναι ἡ εὐθύνη ὅλων μας οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν συμπεριφορά μας μετατρέψαμε τὴν Πατρίδα ἐπὶ δεκαετίες σὲ ἕνα ὑπὸ ἀποσύνθεση κουφάρι γιὰ νὰ τὸ κατασπαράζουν οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ξένοι τώρα σαρκοφάγοι γῦπες.


Ὅμως, δυστυχῶς, οὐδεὶς ἀπὸ αὐτοὺς αἰσθάνεται τὴν παραμικρὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἐθνικὴ καταστροφή, γιὰ τὴν κατάρρευση τῆς Πατρίδας μας. Τοὐναντίον τὸ πολιτικὸ σύστημα ἀπευθύνεται καὶ πάλιν εὐθαρσῶς εἰς τὴν προσεχῆ δημοκρατικὴ ἐτυμηγορία ἑνὸς τώρα τελείως διαλυμένου, ἀνίσχυρου καὶ λιπόθυμου, καὶ ὄχι ἑνὸς ἐλεύθερου καὶ δυνατοῦ Λαοῦ. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, καὶ ἡ τραγωδία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ συνεχίζεται.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Οἱ θρυλικοί Ἕλληνες stratioti της Βενετίας - Οἱ πρόδρομοι Κλεφτῶν καὶ Ἀρματωλῶν








Οἱ θρυλικοί Ἕλληνες stratioti της Βενετίας - Οἱ πρόδρομοι Κλεφτῶν καὶ Ἀρματωλῶν

Στά τέλη του 15ου αἰῶνα εἰσέρχονται στὸν εὐρωπαϊκό τρόπο πολέμου δύο νέα στοιχεῖα: το πρῶτο προέρχεται ἀπὸ το παρελθόν καὶ πρόκειται γιὰ το πυκνό, δορυφόρο πεζικό ποῦ κινεῖται μαζικά ὡς συμπαγής φάλαγγα με ἐξέχοντες σε αὐτὸ το εἶδος μάχης τους ὀρεσίβιους Ἐλβετοῦς.

Το δεύτερο στοιχεῖο θὰ καθορίσει το μέλλον της στρατιωτικῆς τακτικῆς καὶ εἶναι ἡ χρήση της πυρίτιδας.

Το πεδίο στὸ ὁποῖο θὰ δοκιμαστοῦν καὶ θὰ ἐφαρμοστοῦν μαζικά αἰτοῦ του εἴδους οἱ νεωτερισμοί ἦταν οἱ Ἰταλικοί πόλεμοι μεταξύ των ἐτῶν 1494-1559 κατά τους ὁποίους οἱ μεγάλες δυνάμεις της ἐποχῆς (Γαλλία, Ἀψβουργική Ἰσπανία, Βενετία) συγκρούστηκαν γιὰ τον ἔλεγχο τῶν ἰταλικῶν κρατιδίων.

Η στρατιωτική φιλολογία θεωρεῖ αὐτούς τους πολέμους καὶ στρατούς ὡς τους πρώτους σύγχρονους της νεώτερης ἐποχῆς.

Σε αὐτὸ λοιπόν το πεδίο μάχης πού σφυρηλατήθηκε το νέο εἶδος πολέμου ἔκαναν την ἐμφάνισή τους οἱ stratioti, οἱ πρῶτοι Ἕλληνες μεταβυζαντινοί πολεμιστές.

Οἱ stratioti ἦταν ἐλαφρύ ἱππικὸ, μετεξέλιξη τῶν στρατιωτῶν του ὑστεροβυζαντινού στρατοῦ (στρατιώτης σήμαινε τον ἐλαφρὸ ἱππέα), ποῦ ὑπηρετοῦσαν τους τελευταίους βυζαντινούς δεσπότες της Πελοποννήσου.

Κατά την κατάληψη της Πελοποννήσου ἀπὸ τους Ὀθωμανούς αὐτὰ τα μοσθοφορικά σώματα χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τους Βενετοῦς γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τις κτήσεις τους στὸ Ναύπλιο, τὴ Μεθώνη, τὴ Κορώνη καὶ τὴ Μονεμβασιά.

Ὅταν ξέσπασαν οἱ ἰταλικοί πόλεμοι οἱ Βενετοί μετέφεραν τα στρατεύματα αὐτὰ στὴν Ἰταλική χερσόνησο καὶ ἐπηρέασαν με την ἰδιαίτερη μαχητική τους ἱκανότητα την ἐξελίξη τῶν στρατιωτικῶν σχηματισμῶν, συμβάλλοντας καίρια σ' αὐτὸ ποῦ οἱ στρατιωτικοί ἱστορικοί ὀνομάζουν ὡς «ἀναβίωση της τακτικῆς του ἱππικοῦ».

Ο τρόπος πολέμου των stratioti στηρίζονταν στὴν ταχύτητα, την εὐελιξία, τὴ τακτική της παρακολούθησης καὶ παρενόχλησης, την αἰφνιδιαστική ἐπιθέση καὶ καταδίωξη του ἐχθροῦ. Ἦταν μία μέθοδος πολέμου ποῦ ἀνταποκρίνονταν στὸ βαλκανικό πολεμικό σκηνικό ποῦ ἐπικρατοῦσε κατά τον 14ο καὶ 15ο αἰῶνα.

Τα πολυάριθμα στρατεύματα των Ὀθωμανῶν μποροῦσαν νὰ ἀντιμετωπιστοῦν ἀπὸ τους χριστιανούς ἡγεμόνες των Βαλκανίων μόνο με γρήγορες, τακτικές κινήσεις ποῦ εὐνοοῦνταν ἀπὸ την ὀρεινή φυσιογνωμία της χερσονήσου του Αἴμου.

Το ἐλαφρὺ ἱππικὸ μποροῦσε νὰ ἀντεπεξέλθει ἄριστα σε αὐτὴν την ὑποστολή ἐνῶ φαίνεται ὅτι οἱ χριστιανοί υἱοθέτησαν καὶ ὁρισμένα στοιχεῖα ἀπὸ τους Ὀθωμανούς, ὅπως τον ἐλαφρὺ ἐπιθετικό ἐξοπλισμό καὶ ἐξάρτυση σε ἀντίθεση με τους σιδηρόφρακτους Εὐρωπαίους ἱππεῖς.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δυτικές πηγές συχνά μπερδεύουν τους stratioti με το κατεξοχήν ἐλαφρὸ ἱππικὸ τῶν Ὀθωμανῶν, τους ἀκιντζήδες.

Οἱ stratioti ἦταν ντυμένοι με βαμβακερό ἐπενδυτῆ ποῦ γιὰ τους ἐπικεφαλῆς ἦταν χρώματος πορφυροῦ με χρυσοκέντητη διακόσμηση. Στὸ κεφάλι φοροῦσαν σκοῦφο ἡ σπανιότερα κράνος, ἐνῶ κάποιοι ἔφεραν ἕνα εἶδος θώρακα (panciera).

Ὁ ἐξοπλισμός τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μία μικρή στρογγυλή ἀσπίδα (scudo), ἕνα σπαθί τύπου schiavona VII, ἕνα κοντό δόρυ (το κατεξοχήν ὅπλο τους) με μία μικρή σημαία στὸ πάνω ἄκρο καὶ ἕνα ρόπαλο (mazzocca) συχνά μεταλλικό.

Τα ἄλογα τους ἦταν μεγάλα, γρήγορα καὶ ἀνθεκτικά στὴν κούραση καὶ στὶς κακουχίες ὅπως ἅρμοζε στὴν πολεμική τους τακτική.

Ἐπειδή συναντᾶμε τους stratioti στὶς πηγές ἀρκετὰ ἀργὰ, ὅταν ἤδη ἔχουν γίνει γνωστοί στὴν Εὐρώπη καὶ ἔχουν ἀποκρυσταλλωθεῖ τα χαρακτηριστικά τους, εἶναι δύσκολο νὰ ἐξακριβώσουμε τις ἐπιρροές καὶ την καταγωγή τους.

Φαίνεται ὅτι τα στρατιωτικά στοιχεῖα των stratioti ἀποτελοῦν ἕνα μεῖγμα βυζαντινῶν, βαλκανικῶν, τουρκικῶν καὶ λατινικῶν στρατιωτικῶν ἐπιδράσεων ποῦ σφυρηλατήθηκε στὶς συνεχεῖς μάχες της ἐποχῆς.

Ἡ ἐθνολογική τους προέλευση ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο ζήτημα. Στίς πηγές οἱ stratioti χαρακτηρίζονται ὡς Ἕλληνες, ἄλλοτε παρουσιάζονται ὥς ἀνομοιογενές σύνολο ἀπὸ Ἕλληνες,ἀλλὰ καὶ Ἀλβανούς, Δαλματοῦς, Ἀρμένιους ἀκόμη καὶ Τούρκους.

Οἱ stratioti ζοῦσαν μέσα στὴν ἑλληνική παράδοση καὶ διὰ μέσου αὐτῆς ἐξέφρασαν τους πόθους τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν γιὰ ἐλευθερία.

Ἡ καταγωγή τῶν stratioti ὑπαγόρευσε την ἰδιόμορφη στρατιωτική τους ὀργάνωση καὶ πρακτική. Ἡ μικρότερη μονάδα, ἡ compagnia, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 25-50 ἱππεῖς ποῦ συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς καὶ εἶχαν ἐπὶ κεφαλῆς τον capo.

Συνήθως ἡ μεσαία μονάδα ἀριθμοῦσε 90-110 stratioti ( δηλαδή περίπου ὅσοι χώραγαν σε ἕνα ἐπιβατικό πλοῖο μαζί με τα ἄλογα τους) ἐνῶ ἕνα μεγάλο ἐκστρατευτικό σῶμα, ὅπως αὐτὸ ποῦ μεταφέρθηκε ἀπὸ τους Βενετοῦς στὴν Ιταλία ἔφτανε τα χίλια περίπου ἄτομα.

Τέλος οἱ φρουρές τῶν κάστρων σε καιρό πολέμου ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 5.000 stratioti. Κάθε capo μεταβίβαζε την ἀρχηγία στὰ παιδία του, ἦταν δηλαδή κληρονομικό ἀξίωμα, ἀλλὰ δὲν ἀποκλειόταν καὶ ἡ ἐκλογὴ μεταξύ τῶν stratioti στούς ὁποίους ἐπικρατοῦσε ἔντονα το αἴσθημα της ἰσότητας καὶ της ἀνεξαρτησίας.

Ὅταν το 1494, κατά τις διαπραγματεύσεις με τὴ βενετική γερουσία γιὰ τὴ μισθοδοσία τους, ὁ δόγης της Βενετίας ἔδωσε το χέρι του μόνο στὸν ἀρχηγὸ τῶν stratioti Πέτρο Βουζύκη οἱ ὑπόλοιποι capi ἀρνήθηκαν νὰ δεχτοῦν τους ὄρους της συνθήκης καὶ διαμαρτυρήθηκαν ὅτι εἶναι ὅλοι ἴσοι.

Ἡ Βενετία γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τις φιλοδοξίες τους ἀπένειμε σε αὐτούς τον τίτλο του ἱππότη.

Μέσα στοὺς ὄρους ποῦ ἔθεσαν οἱ τελευταῖοι ἦταν νὰ πληρώνονται ὄχι ὥς μισθοφόροι με σταθερό ποσό ἀλλὰ ἀνάλογα με τον ἀριθμὸ τῶν ἐχθρῶν ποῦ σκοτώνουν καὶ αἰχμαλωτίζουν.

Δεύτερος ὅρος ἦταν νὰ ὑπηρετοῦν ὑπὸ Βενετό εὐγενῆ καὶ ὄχι ἄλλου ξένου ἀρχηγοῦ («διότι ἔχουσιν ὅλως διάφορα ἔθιμα»).

Οἱ ἀξίες της τιμῆς καὶ της γενναιοφροσύνης ποῦ διέθεταν σε ὑψηλὸ βαθμό οἱ στρατιῶτες τους καθιστοῦσαν ἐξαιρετικούς πολεμιστές ἀλλὰ καὶ ἀπείθαρχους. Λειτουργοῦσαν περισσότερο ὡς ἄτακτο σῶμα εἰδικῶν ἀποστολῶν παρά ὥς ὀργανικό τμῆμα ἑνὸς πειθαρχημένου στρατιωτικοῦ συνόλου.

Ἔτσι οι stratioti κατηγορήθηκαν ὅτι κατά τὴ μάχη στὸ Φόρνοβο (1494) ἄφησαν τα ἐχθρικὰ γαλλικά στρατεύματα νὰ ξεφύγουν ἐπειδή οἱ stratioti προτίμησαν τὴ λαφυραγωγία ἀπὸ την ἐκδίωξη του ἐχθροῦ, πράξη ποῦ κόστισε τὴ νίκη στούς Βενετούς.

Οἱ stratioti διέθεταν τους δικούς τους κώδικες ἀξιῶν ποῦ τηροῦσαν με ἄτεγκτη αὐστηρότητα. μία ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ὁ ἀπόλυτος σεβασμός καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐθίμων, κυρίως αὐτῶν ποῦ συνδέονταν με την ἰσότιμη διανομή των λαφύρων.

Οἱ stratioti κατηγορήθηκαν ἐπίσης ἀπὸ τους συγχρόνους τους γιὰ τὴ σκληρότητα καὶ τα βάρβαρα ἔθιμα τους καὶ κυρίως γιὰ την ἀποκοπή τῶν κεφαλῶν του ἐχθροῦ προκειμένου νὰ ἀνταμειφθοῦν ἀπὸ τους βενετούς ἀξιωματούχους (ἡ τιμή εἶχε ὁριστεῖ σε ἕνα δουκάτο ἐπὶ ἑκάστης ἐχθρικῆς κεφαλῆς).

Ἡ πρακτική αὐτὴ ὅμως ἦταν πολύ κοινή στούς νομαδικούς πληθυσμούς της βαλκανικῆς καθώς εἶχε ἰδιαίτερο συμβολικό χαρακτῆρα καὶ δὲν συνδέεται με τὴ λογική της σκύλευσης του νεκροῦ ἀλλὰ με την ἐπίτευξη του ἰδανικοῦ της τιμῆς του πολεμιστή- κυνηγού.

Το κεφάλι του ἐχθροῦ ἀντιστοιχοῦσε στὴν ἀσπίδα του ἐχθροῦ τῶν ἀρχαίων κλασικῶν χρόνων: ἀπέδιδε στὸν στρατιώτη ὄχι μόνο ὑλικὸ ὄφελος ἀλλὰ καὶ δόξα.

Μία ἐξαιρετική εἰκόνα των stratioti μας δίνει ὁ βενετός χρονογράφος Marco Sanudo: «Οἱ Στρατιῶται εἶναι Ἕλληνες, καὶ φοροῦσι πλατεῖς ἐπενδύτας καὶ ὑψηλούς πίλους, τινές δὲ καὶ θώρακας.

Κρατοῦσι λόγχην εἰς την χεῖρα καὶ ρόπαλον, ἐν δὲ τῷ πλευρῷ κρεμώσι σπάθην. Τρέχουσιν ὡς πτηνοί, καὶ μένουσιν ἀπαύστως ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν, οἵτινες δὲν τρώγουσι χόρτον ὡς οἱ ἰταλικοί. Εἰθισμένοι εἰς ληστείας συνεχῶς δηοῦσι την Πελοπόννησον.

Ἄριστος κατά των Τούρκων προμαχών, διοργανίζουσι κάλλιστα τας ἐπιδρομάς καὶ λεηλασίας, ἐπιτίθενται ἐξ ἀπροόπτου κατά του ἐχθροῦ, καὶ εἶναι πιστοί εἰς τον κύριόν των.

Δὲν αἰχμαλωτίζουσιν, ἀλλ' ἀποκόπτουσι τας κεφαλάς, ἐφ' ἑκάστης τῶν ὁποίων λαμβάνουσιν ἐν δουκάτον κατά την συνήθειάν των. Τρώγουσιν ὀλίγον καὶ εὐχαριστοῦνται με το παρατυχόν, πολύ δ' ἐπιμελοῦνται τους ἵππους των.

Μέγας τούτων ἀριθμὸς κατοικοῦσιν εἰς τας χώρας της Αὐθεντεῖας, την ὁποίαν προθύμως ὑπηρετοῦσι, διότι ἀριστεύοντες ὀνομάζονται ἱππόται καὶ λαμβάνουσι συντάξεις, μεταβιβαζομένας εἰς τους υἱούς των» (Κ. Σάθας, Ἕλληνες Στρατιῶται ἐν τὴ δύσει καὶ ἀναγέννησις της ἑλληνικῆς τακτικῆς, Ἀθήνα 1885, σ. 161).

Εἶναι γεγονός ὅτι οι stratioti εἶχαν ἕνα ἰδιότυπο καθεστώς ὀργάνωσης καὶ ἀνέπτυξαν μία ἰδιαίτερη κουλτούρα. Οἱ ἀρχηγοί τῶν στρατιωτῶν πίστευαν ὅτι συνέχιζαν τον ἀγῶνα τὠν βυζαντινῶν δεσποτῶν.

Ἡ Βενετία ἀπένειμε σε αὐτούς το παράσημο του Ἁγίου Μάρκου καὶ τους ἔντυνε με χρυσοΰφαντες στολές ὅπως αὐτὲς ποῦ φόραγαν οι βυζαντινοί ἀξιωματοῦχοι.

Ὁ Μερκούριος Μπούας, ὁ πιὸ διάσημος ἴσως στρατιώτης στὴν Εὐρώπη, εἶχε ὡς λάβαρό του την αὐτοκρατορική σημαία τῶν Παλαιολόγων, ἐνῶ οι stratioti ὀρμούσαν στὶς μάχες φωνάζοντας το ὄνομα του βυζαντινοῦ στρατιωτικοῦ ἁγίου: «Ἅγιε Γεώργιε, Ἅγιε Γεώργιε».

Φρόντιζαν νὰ χτίζουν καὶ νὰ γίνονται προστάτες ὀρθόδοξων ἐκκλησιῶν ποῦ βρίσκονταν σε καθολικά ἐδάφη ὅπως στὴν πόλη της Βενετίας καὶ στὴν Νάπολη.

Ἡ πομπώδης ἐμφάνιση καὶ ἡ ξεχωριστή συμπεριφορά τους ἀποτυπώθηκε στῆ λογοτεχνία της ἐποχῆς ποῦ δημιούργησε τον τύπο του stratioti palikari, του γενναίου Ἕλληνα στρατιώτη ποῦ μας θυμίζει το Διγενή Ἄκριτα, τον κατεξοχήν βυζαντινό ἡρῶα.

Ἀπὸ την Πελοπόννησο στὴν Εὐρώπη Κατά τον πρῶτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479) οἱ stratioti ἀποδείχτηκαν το πιὸ ἀξιόμαχο σῶμα του μισθοφορικού βενετικού στρατοῦ, ὄχι ὅμως καὶ το πιὸ ἔμπιστο καθώς δροῦσε πολλές φορές αὐτόνομα σύμφωνα με τις ἀνάγκες των «στρατιωτῶν».

Η στάση αὐτὴ πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ μέσα ἀπὸ το πρίσμα της ἀναρχίας ποῦ ἐπικρατοῦσε στὴν Πελοπόννησο ἐκείνη την ἐποχῆ. Οἱ Ὀθωμανοί λεηλατοῦσαν καὶ κατέστρεφαν συστηματικά την ὕπαιθρο ἐνῶ οἱ Βενετοῖ δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ ἐκπληρώσουν τις οἰκονομικές τους ὑποσχέσεις πρὸς τους stratioti οὔτε νὰ τηρήσουν την ἐπισιτιστική τους πολιτική με ἀποτέλεσμα νὰ ζοῦν οἱ «στρατιῶτες» καὶ οἱ οἰκογένειές τους διαρκῶς ὑπὸ το φάσμα του λιμοῦ, της αἰχμαλωσίας καὶ του θανάτου.

stratioti"Μερικές εἰδήσεις γιὰ τὴ συμμετοχή τους σε διάφορες φάσεις των ἐχθροπραξιῶν προσφέρουν βενετικές πηγές, ποῦ ἀναφέρονται στὶς προαγωγές, συντάξεις καὶ ἄλλες ἀμοιβές τῶν ἡγετῶν τους, ὅπως τῶν Εμμανουήλ, Νικολάου καὶ Μιχαήλ Ράλλη, του ὁμώνυμου Μιχαήλ Ράλλη- Ἴση, τῶν ἀδελφῶν Μάρκου- Ἐπιφανεῖου καὶ Κορκοδείλου Κλαδά, του Ματθαίου Σφραντζή, του Νικολάου Γρίτσα, του Ἰσαακίου Ράλλη-Λάσκαρι, τῶν ἀδελφῶν Πέτρου, Ἀλεξίου καὶ Γκίνη Μποῦα, τῶν ἀδελφῶν Γεωργίου, Ἰωάννου καὶ Νικολαόυ Μενάγια, του Μιχαήλ Ράλλη-Δρίμη, του Γεωργίου καὶ Νικολάου Παγωμένου, του Νικολάου Μπόχαλη καὶ των ἀδελφῶν του, του Πελλεγρίνου Μποζίκη, του Ἰσαακίου Ρένεση, του Ἰωάννη Γαβαλά, πλειάδος στρατιωτικῶν με το (γνήσιο ἡ πλαστό) ἐπώνυμο τῶν Παλαιολόγων κ.α."

"Γιὰ τους Ἕλληνες ἡ λήξη του πολέμου ἔκλεισε μία δεκαπενταετῆ περίοδο γεμάτη σφαγές, αἰχμαλωσίες καὶ καταστροφές. Σε ὁρισμένες περιοχές ὁ πληθυσμός ἀραίωσε, ἄλλοτε ἐξ αἰτίας τῶν σφαγῶν καὶ του λοιμοῦ, ἄλλοτε ἐξαιτίας τῶν ὁμαδικῶν ἐκπατρισμῶν, ἀπὸ τους ὁποίους ἀρκετοί ἔγιναν χωρίς την θέληση τῶν κατοίκων. [.] ὅπως κυρίως ἡ μετανάστευση πολλῶν οἰκογενειῶν Πελοποννησίων «στρατιωτῶν» πρὸς τα Ἐπτάνησα, προπάντων πρὸς τὴ Ζάκυνθο (1464, 1485 κ.ε.), την Κύπρο (1473-1474), την Κρήτη (1479), την Ἱστρία καὶ Δαλματία (μετά το 1479) καὶ την ἴδια τὴ Βενετία (από το 1479 κ.ε.)"

"Ἡ ἔξοδος αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τις πατρογονικές τους ἑστίες της Πελοποννήσου ἔγινε με την ἐνθάρρυνση τῶν Βενετῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπεδίωκαν ταυτόχρονα πολλαπλά ὠφελήματα: νὰ ἐνισχύσουν ἀπὸ τὴ μία μεριά τις φρουρές τους στὶς νέες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, νὰ πυκνώσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στὶς εὐπαθεῖς βάσεις τους στὴ Δαλματία καὶ Ἱστρία, νὰ ἐξασφαλίσουν δυνάμεις πεζικοῦ ἐν ὄψει κρίσεων στὴν Terra Ferma ἐξ αἰτίας του πολέμου της Φερράρας, νὰ ἀποδυναμώσουν, τέλος, τα στοιχεῖα ἐκεῖνα του ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, τα ὁποία με την τακτική τους καὶ την ἀντιτουρκική τους παράδοση ἐμπόδιζαν την ὁμαλὴ ἐπιστροφή στὴν ὁμαλότητα καὶ ὑπονόμευαν γενικά την ἀποκατάσταση εἰρηνικῶν σχέσεων με τους ὀθωμανούς. " (Ι. Χασιώτης, Ἱστορία του Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Ι΄, σ. 265, 275)

Ἡ σημασία των statioti γιὰ την ἀντιμετώπιση τῶν Ὀθωμανῶν ἔγινε ἀντιληπτή ἀπὸ τους Βενετούς κατά τὴ διάρκεια τῶν τουρκικῶν ἐπιδραμών στὸ Φρίουλι στὴ Βόρεια Ἰταλία το 1472. Το στράτευμα των Τούρκων ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἀκιντζήδες με ἐπικεφαλίς τον Χασάν μπέη.

Οἱ Βενετοί στρατολόγησαν Ἰταλούς μισθοφόρους καὶ πεζικάριους ἀπὸ τὴ βενετική ἐνδοχώρα (Terra ferma).

Οἱ πεζικάριοι ὅμως δὲν ἦταν ἐπαγγελματίες στρατιῶτες ἀλλὰ χωρικοί ποῦ ἦταν ἐπιφορτισμένοι με τὴ φύλαξη των κάστρων τῶν περιφερειῶν τους, ἕνα εἶδος ἐθνοφυλακής ποῦ δέν εἶχε καμία πείρα ἀπὸ πολεμικές συγκρούσεις με τους Ὀθωμανούς, το ἴδιο ἐξάλλου συνέβαινε καὶ με τα ἔφιππα μοσθοφορικά τμήματα τῶν Ἰταλῶν.

Ὁ βενετικός στρατός ἡττήθηκε κατά κράτος.

Βενετοί Το 1477 οἱ Βενετοί κατάλαβαν ὅτι ὁ ἰταλικός τρόπος πολέμου δὲν εἶχε ἀποτέλεσμα ἀπέναντι στοὺς Ὀθωμανούς καὶ ἀποφάσισαν νὰ πολεμήσουν τους Τούρκους με τα ἴδιά ὅπλα: μικρές, αἰφνιδιαστικές ἐπιθέσεις, συνεχεῖς παρενοχλήσεις, προσποιητές ἀποχωρήσεις, καταιγιστικά χτυπήματα.

Τον Ἀπρίλιο του 1477 τα ἰταλικά στρατεύματα ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ Ἕλληνες «στρατιῶτες» καὶ τοξότες ἀπὸ τὴ Σερβία.

Καθώς το βάρος τῶν ἐπιχειρήσεων σήκωσαν κυρίως οἱ stratioti (προερχόμενοι ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο, το Δυρράχιο καὶ την Πελοπόννησο), ἡ τακτική αὐτὴ γνώρισε ἀπόλυτη ἐπιτυχία. Οἱ Ὀθωμανοί δὲν προσπάθησαν ἄλλη φορά νὰ εἰσβάλλουν στὴ Δύση ἀπὸ αὐτὸ το σημεῖο.

Το ἀξιόμαχο τῶν stratioti ἔπεισε τους Βενετούς ἀλλὰ καὶ τους ὑπόλοιπους δυτικούς ἡγεμόνες νὰ τους χρησιμοποιήσουν καὶ στοὺς ἄλλους πολέμους στὴν Ἰταλική χερσόνησο.

Ἔτσι τον Μάϊο του 1482, 300 «στρατιῶτες» ξεκίνησαν ἀπὸ το Ναύπλιο γιὰ τὴ Φερράρα με ἀρχηγό τον Ἰωάννη Παλαιολόγο. Την ἴδιά στιγμή ὁ Βασιλιάς της Ἱσπανίας προσλαμβάνει ἄλλους 600 stratioti γιὰ νὰ πολεμήσουν στὴν Ἀπουλία καὶ Καλαβρία.

Ἡ παρουσία τῶν Ἑλλήνων ἔφιππων λογχοφόρων στὴν Ἰταλία ἔκανε τρομερή ἐντύπωση στοὺς σύγχρονους παρατηρητές.

Ὁ ἱστορικός M. Sanudo περιγράφει ὥς ἐξῇς την ἄφιξη τῶν stratioti στὴν Βενετία: «Ἐκ Ναυπάκτου κατέπλευσαν ἑννενήκοντα Στρατιῶται μετά των βαρβαρικῶν ἵππων των, καὶ ἀποβιβασθέντες ἐν Λίδω, την ἐπιοῦσαν ἐξετέλεσαν παρέλασιν ἀποδείξασαν τον ταχύτατον δρόμον των εἰς τους συρρεύσαντας ἀναριθμήτους πατρικίους καὶ πλήθη του λαοῦ [.].

Οἱ Στρατιῶται ὀνομαζόμενοι ὑπὸ τῶν λατίνων Ἡπειρώται, Τοῦρκοι, Ἕλληνες καὶ Ἀλβανοὶ, εἶναι ἄνδρες καρτερόθυμοι καὶ πρόθυμοι εἰς πάντα κίνδυνον. Φύσει ἁρπαγὲς καὶ τῶν λεηλασιῶν φίλοι καταστρέφουσι την χώραν διά τῶν ἐπιδρομῶν καὶ φονεύουσι τους ἀνθρώπους πρὸς οὐδέν θεωροῦντες τον θάνατον» (Σάθας, ο.π., σ. 155-156).

Ὡστόσο ἡ πανευρωπαϊκή φήμη των «στρατιωτῶν» ὀφείλεται στὴ συμμετοχή τους στοὺς ἰταλικούς πολέμους των ἐτῶν 1494-1559 ποῦ ξεκίνησαν με την εἰσβολή του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η΄ στὴν βόρεια Ἰταλία.

Σε αὐτούς τους πολέμους ποῦ ἔλαβαν μέρος στρατοί ἀπὸ ὅλες σχεδόν τις χῶρες της Εὐρώπης (Γάλλοι, Ἱσπανοί, Ἐλβετοί, Γερμανοί) οἱ Ἕλληνες «στρατιῶτες» ἀπέδειξαν τὴ σημασία του ἐλαφροῦ ἱππικοῦ.

Ὅπως ἀναφέρει ο Pierre Brantome de Bourdeilles: «οὗτοι οἱ Στρατιῶται μας ἐδίδαξαν τον διοργανισμόν του ἐλαφροῦ ἱππικοῦ το ὁποῖον πρότερον ἥκιστα ἐτιμᾶτο ἐν Γαλλία καὶ ἐστερεῖτο πάσης τάξεως» (Σάθας, ο.π., σ. 183). Μέχρι τότε το ἐλαφρὺ ἱππικὸ εἶχε μόνο βοηθητικό ρόλο στὴ μάχη.

Το κύριο σῶμα ποῦ ἔπαιρνε τις νῖκες ἦταν το δορυφόρο πεζικό. Στούς ἰταλικούς πολέμους ὅμως οἱ stratioti κατάφεραν νὰ νικήσουν τους Γάλλους καὶ τους διάσημους Ἑλβετούς πεζικάριους χωρίς τὴ βοήθεια του φίλιου πεζικοῦ, (μάχη της Νοβάρα το 1496), «πρᾶγμα ἀνήκουστον», ὅπως το χαρακτηρίζουν οἱ πηγές της ἐποχῆς.

Οἱ «στρατιῶτες» ἔκτοτε προκαλοῦσαν τρόμο στοὺς ἐχθρούς ἐνῶ ὁ Γάλλος βασιλιάς θέλησε νὰ στελεχώσει τον στρατό του με τέτοιους ἱππεῖς. Ἔτσι το 1498 ὁ Λουδοβίκος ΙΒ΄ ζήτησε ἀπὸ τον Μερκούριο Μπούα νὰ ὑπηρετήσει στὸ γαλλικό στρατό, ἐνῶ το 1503, μετά τὴ μάχη του Γαρηλιανού ὀνομάσθηκε κόμης καὶ ἀρχηγὸς του ἐλαφροῦ ἱππικοῦ.

Ὁ ἴδιος τιμήθηκε ἀπὸ τον αὐτοκράτορα Μαξιμιλιανό με τον τίτλο του στρατηγοῦ καὶ του κόμη του Ἰλάζ καὶ του Σοάβε.

Ἀπὸ το ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἱππέων πῆρε το ὄνομα του καὶ το γαλλικό ἐλαφρύ ἱππικὸ: estradiot. Τή διαδικασία ἐνσωμάτωσης αὐτοῦ του σώματος στὸν γαλλικό στρατό περιέγραψε ὁ πρῶτος Ἕλληνας ἱστορικός ποῦ ἀσχολήθηκε ἐπιμελῶς με το ζήτημα τῶν stratioti Κωνσταντῖνος Σάθας:

"Οἱ «Στρατιῶται» δὲν ἐχρησίμευσαν εἰς διοργανισμόν μόνου του ἐλαφροῦ ἱππικοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν βαρέων ἱππέων καὶ αὐτοῦ του τιμωριωτικοῦ στρατοῦ. Κατά την ἐν ἔτει 1534 συγγραφείσαν Discipline militaire του Bellay, ἕκαστος Γάλλος τιμαριοῦχος ὤφειλεν ἀπὸ ἡλικίας δεκαεπτά ἐτῶν νὰ ὑπηρετήση ἐπὶ ἐξ μέχρις ἐννέα ἐτῶν εἰς τας τρεῖς σχολάς του ἐλαφροῦ ἱππικοῦ, τας λεγομένας τῶν τουφεκοφόρων, τῶν Στρατιωτῶν καὶ των ἐλαφρῶν ἱππέων, ἶνα μάθη ὅλην την ἐπιστήμην καὶ καταρτισθῆ ἄξιος του ὀνόματος πολεμιστής." (Σάθας, ο.π., σ. 234)

Μετά τὴ δεκαετία του 1530, με την εὐρεῖα διάδοση του ἀρκεβουζιοφόρου πεζικοῦ (ἰσπανικής ἐμπνεύσεως) ἡ σημασία τῶν stratioti μειώνεται.

Ἐξάλλου διασκορπισμένοι στὶς διάφορες γωνίες της Εὐρώπης σταδιακά οἱ Ἕλληνες πολεμιστές ἀφομοιώνονται πολιτισμικά μέσω της μακράς διαμονῆς σε ξένους τόπους. Χαρακτηριστικό τῶν αἰσθημάτων τῶν stratioti εἶναι το ποίημα του «στρατιώτη» καὶ λογίου Μιχαήλ Μάρουλου Ταρχανιώτη:

Σωριάστηκε συθέμελα καὶ σπίτι καὶ πατρίδα

Καὶ νὰ, καὶ σε, γλυκέ ἀδελφέ, ὁ Χάρος μου σε πῆρε

Καὶ ἄγουρο σε ἔστειλε στ' ἀνήλιαγα παλάτια.

Ἀλοιά, κακόμοιρο παιδί, ποία τύχη μου σε πῆρε;

Σε ποιόν ἀφίνεις, φεύγοντας, τα' ἀραχνιασμένο σπίτι;

Πρώτη ἡ πατρίδα, ὕστερα σῦ, μου τάραξες τα στήθια.

Μαζί σου ὅλα τάθαψα καὶ πόθους μου κ' ἐλπίδες,

Ὅλα μαζί στὸ σκοτεινό το μνῆμα, ποῦ σε κρύβει

Ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων






















Ὁ ἀγῶνας γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ὑπῆρξε ἡ σημαντικότερη στρατιωτική ἀντιπαράθεση μεταξύ Ἑλλάδας καὶ Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στὸ μέτωπο της Ἠπείρου,

κατά τὴ διάρκεια του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου (5 Ὀκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913). Ἡ πολεμική ἀναμέτρηση γιὰ την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ἠπείρου κράτησε σχεδόν τρεῖς μῆνες, ἀπὸ τις 29 Νοεμβρίου 1912 ἕως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, ὁπότε οἱ ὀθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο, ποῦ ἡγεῖτο τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων.

Με το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου, τα ἑλληνικά στρατεύματα, ποῦ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν περιοχή της Ἄρτας ὑπὸ τον ἀντιστράτηγο Κωνσταντῖνο Σαπουντζάκη (1846-1931), κράτησαν ἀρχικὰ ἀμυντική στάση, με στόχο νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ μεθόριο. Οἱ ἑλληνικές δυνάμεις στὸ μέγεθος μεραρχίας ἀπολείπονταν τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, ποῦ διέθεταν γιὰ την ὑπεράσπιση της περιοχῆς δύο μεραρχίες ὑπὸ την διοίκηση του Ἐσάτ Πασᾶ (1862-1952), ἑνὸς Ὀθωμανοῦ στρατηγοῦ ποῦ εἶχε γεννηθεῖ στὰ Ἰωάννινα. Το σχέδιο προέβλεπε ὅτι μετά την ὁλοκλήρωση τῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Μακεδονία, θὰ ἐλευθερώνονταν στρατεύματα γιὰ την ἀναλήψη ἐπιθετικῆς πρωτοβουλίας στὴν Ἤπειρο.

Ἀλλὰ ἀπὸ τις 6 Ὀκτωβρίου κιόλας ἀρχίσαν οἱ ἁψιμαχίες. Γρήγορα, ὁ ἑλληνικός στρατός ἀνέλαβε ἐπιθετικές πρωτοβουλίες καὶ τις ἑπόμενες ἡμέρες κατέλαβε τὴ Φιλιππιάδα (12 Ὀκτωβρίου) καὶ την Πρέβεζα (21 Ὀκτωβρίου). Στή συνέχεια κινήθηκε πρὸς την πεδιάδα τῶν Ἰωαννίνων, ὁποῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὁ κύριος ὄγκος τῶν τουρκικῶν δυνάμεων, ποῦ ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἐνισχυθεῖ με νέες δυνάμεις ἀπὸ την περιοχή του Μοναστηρίου. Ἔτσι, ἐξαιτίας αὐτοῦ του γεγονότος, ἀλλὰ καὶ τῶν δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἡ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἀνακόπηκε.

Ἡ κατάληψη τῶν Ἰωαννίνων φάνταζε δύσκολή ὑπόθεση, καθότι ὁ ἑλληνικός στρατός ἔπρεπε νὰ ἐκπορθήσει τα ὀχυρὰ του Μπιζανίου. Ὁ ὀρεινός ὄγκος του Μπιζανίου, ποῦ δεσπόζει νότια τῶν Ἰωαννίνων, ἀποτελοῦσε ἐξαιρετικά ἰσχυρή ἀμυντική τοποθεσία, ποῦ ἐπιπλέον εἶχε ἐνισχυθεῖ πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεῖα, κατασκευασμένα ὑπὸ την ἐπιβλέψη γερμανῶν εἰδικῶν.

Ἡ κυβέρνηση Βενιζέλου ἐπιζητοῦσε τὴ γρήγορη ἀπελευθέρωση της Ἠπείρου, πρὶν ἀπὸ τὴ σύναψη συνθήκης εἰρήνης μεταξύ τῶν ἐμπολέμων στὴ Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ποῦ βρισκόταν σε ἐξελίξη. Ἔτσι, ὁ στρατός της Ἠπείρου ἐνισχύθηκε με μία ἀκόμη μεραρχία ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὑπὸ την ἡγεσία του ἀντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ἀνέλαβε την πρώτη σημαντική ἐπιθετική ἐνέργεια κατά των ὀχυρῶν του Μπιζανίου στὶς 29 Νοεμβρίου 1912, ἡ ὁποῖα ἀπέτυχε πρὸς μεγάλη ἀνησυχία της ἑλληνικῆς κυβέρνησης.

Στὶς 8 Δεκεμβρίου ἀποφασίστηκε ἡ ἀποστολή δύο ἀκόμη μεραρχιῶν στὴν περιοχή, ἐνῶ την ἑπομένη ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος με τηλεγράφημά του πρὸς την πολιτική ἡγεσία ἔθετε θέμα ἀντικατάστασης του ἀντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον ὁποῖον χαρακτήριζε «ἀδέξιον». Το ἴδιο βράδυ, το Ὑπουργικό Συμβούλιο ἀποφάσισε νὰ ἀναθέσει την ἡγεσία του Στρατοῦ της Ἠπείρου στὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος παρά τις ἀρχικὲς ἀντιρρήσεις του δέχτηκε. Στὶς 3 Ἰανουαρίου 1913 ἡ σχετική διαταγή ἔφθασε στὸ Στρατηγεῖο Ἠπείρου, ἡ ὁποία περιλάμβανε καὶ τὴ ρητή ἀπαγόρευση πρὸς τον στρατό της Ἠπείρου νὰ ἐνεργήσει ὁποιαδήποτε ἐπιθετική ἐνέργεια πρὶν ἀπὸ την ἄφιξη του Κωνσταντίνου.

Ἕνα ἀπρόοπτο γεγονός ἄλλαξε τὴ φορά των πραγμάτων. Ἕνα αὐτοκίνητο με δύο ἄνδρες αὐτομόλησε πρὸς τις τουρκικές γραμμές. Ὁ Σαπουντζάκης, ποῦ ἤθελε νὰ ἀποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, ἐξέφρασε τους φόβους του πρὸς το Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν ὅτι οἱ ἐπιβάτες του αὐτοκινήτου θὰ πρόδιδαν στοὺς Τούρκους τὴ διάταξη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων καὶ διατύπωσε τὴ γνώμη ὅτι μία αἰφνιδιαστική ἐπιθέση πρὶν ἀπὸ την ἄφιξη του διαδόχου θὰ ἀπέφερε οὐσιαστικά ἀποτελέσματα. Το αἴτημα του ἔγινε δεκτό ἀπὸ το ἐπιτελεῖο καὶ ἡ νέα ἐπίθεση κατά τῶν ὀχυρῶν του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ἰανουαρίου 1913. Οἱ ἀμυνόμενοι κατόρθωσαν νὰ ἀποκρούσουν καὶ αὐτὴ την ἐπίθεση, προκαλῶντας ἀπώλειες στοὺς Ἕλληνες ἐπιτιθέμενους.

Τὸ ἀπόγευμα της 10ης Ἰανουαρίου 1913 ἔφθασε στὸ μέτωπο ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος μετά την ἐνημέρωσή του ἀπὸ τον ἀντιστράτηγο Σαπουντζάκη, ἔδωσε ἐντολὴ την ἑπόμενη ἡμέρα γιὰ κατάπαυση του πυρός. Ὁ νέος ἀρχηγὸς βρῆκε ἀποδεκατισμένο τον στρατό, ὄχι τόσο ἀπὸ τις ἀπώλειες στὴ μάχη, ὅσο ἀπὸ τα ἐπακόλουθα του σκληροῦ χειμῶνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) καὶ της ὑπερκόπωσης τῶν ἀνδρῶν. Οἱ μάχιμοι ἀπὸ 40.000 εἶχαν περιοριστεῖ στὶς 28.000 ἄνδρες, δύναμη μικρή γιὰ τον Κωνσταντῖνο, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει την τρίτη ἐπίθεση γιὰ την κατάληψη του Μπιζανίου, ποῦ θὰ σήμαινε καὶ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων. Στίς 30 Ἰανουαρίου ὁ Κωνσταντῖνος ζήτησε ἐνισχύσεις, ἀλλὰ ὁ Βενιζέλος ποῦ ἐπισκέφθηκε το μέτωπο ἀπέρριψε το αἴτημα του, καθώς δὲν μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν μονάδες ἀπὸ τὴ Μακεδονία. Το σχέδιο ποῦ ἐκπόνησε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ οἱ ἐπιτελεῖς του γιὰ την ἐκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την ἐκδήλωση της κύριας ἐπίθεσης στὶς 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στὶς 17 Ἰανουαρίου, με ἐπιστολή του πρὸς τον Ἐσᾶτ Πασᾶ τοῦ εἶχε ζητήσει την παράδοση τῶν Ἰωαννίνων γιὰ λόγους ἀνθρωπιστικούς, μιᾶς καὶ ἡ Τουρκία εἶχε οὐσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Ἡ ἀπάντηση του Τούρκου διοικητή ἦταν ἀρνητική.

Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικῆς ἐπίθεσης, ὁ Κωνσταντῖνος με κάποιες ἐνισχύσεις της τελευταίας στιγμῆς, διέθετε 41.000 ἑτοιμοπόλεμους ἄνδρες καὶ 105 κανόνια, τα ὁποία ἄρχισαν νὰ βάλουν με ἐπιτυχία κατά των τουρκικῶν θέσεων στὸ Μπιζάνι. Ὁ Ἐσᾶτ Πασᾶς παρέταξε 35.000 στρατιῶτες, ἄγνωστο ἀριθμὸ ἀτάκτων καὶ 162 κανόνια. Η γενική ἑλληνική ἐπιθέση ἐκδηλώθηκε τις πρωινές ὧρες της 20ης Φεβρουαρίου καὶ μέχρι τις πρῶτες βραδυνὲς ὧρες της ἴδιας ἡμέρας τα ἑλληνικά στρατεύματα με ἐφ’ ὅπλου λόγχη καὶ μάχες ἐκ του συστάδην εἶχαν φθάσει στὶς παρυφές τῶν Ἰωαννίνων, στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Καθοριστική συμβολή στὴν ἐξελίξη αὐτὴ εἶχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Εὐζώνων ὑπὸ τον ταγματάρχη Ἰωάννη Βελισσαρίου, ποῦ ὑπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις καὶ βρέθηκε στὰ μετόπισθεν του ἐχθροῦ. Οἱ εὔζωνες φρόντισαν νὰ καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την ἐπικοινωνία της τουρκικῆς διοίκησης με τον στρατό της, ποῦ παρέμενε ἀποκομμένος, ἀλλὰ ἄθικτος στὸ Μπιζάνι.

Ἡ παράδοση ἦταν πλέον μονόδρομος γιὰ τον Ἐσᾶτ Πασᾶ. Στὶς 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου ἔφθασε στὶς προφυλακές του 9ου Τάγματος Εὐζώνων ἕνα αὐτοκίνητο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαιναν ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης, ὁ ὑπολοχαγός Ρεούφ καὶ ἀνθυπολοχαγός Ταλαάτ. Ἔφεραν μαζί τους ἐπιστολή, ποῦ ἀπογραφόταν ἀπὸ τους προξένους στὰ Ἰωάννινα της Ρωσίας, Αὐστρο-Οὐγγαρίας, Γαλλίας καὶ Ρουμανίας καὶ περιεῖχε πρόταση του Ἐσᾶτ Πασᾶ πρὸς τον Κωνσταντῖνο γιὰ ἄμεση καὶ χωρίς ὄρους παράδοση τῶν Ἰωαννίνων καὶ του Μπιζανίου.

Στὶς 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οἱ τρεῖς ἀπεσταλμένοι, συνοδευόμενοι ἀπὸ τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, ἔφθασαν στὸ στρατηγεῖο της 2ας Μεραρχίας. Ἐκεῖ περίμεναν την ἄφιξη ἑνὸς αὐτοκινήτου, ποῦ τους ὁδήγησε στὶς 4:30 π.μ. στο χάνι του Ἐμίν Ἀγά, ὅπου ἕδρευε το ἑλληνικό στρατηγεῖο. Ὁ Κωνσταντῖνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της ἐπιστολῆς καὶ στὶς 5:30 το πρωί δόθηκε ἐντολὴ κατάπαυσης του πυρός σε ὅλες τις μονάδες. Στή διήμερη μάχη γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ὁ ἑλληνικός στρατός εἶχε 284 νεκρούς καὶ τραυματίες. Οἱ ἀπώλειες γιὰ τους Τούρκους ἦταν 2.800 νεκροί καὶ 8.600 αἰχμάλωτοι.

Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οἱ πρῶτες μονάδες του ἑλληνικοῦ στρατοῦ παρέλασαν στὴν πόλη ὑπὸ τις ἐπευφημίες τῶν κατοίκων. Τα Ἰωάννινα, μετά ἀπὸ 483 χρόνια δουλείας, ἦταν καὶ πάλι ἐλεύθερα. Το χαρμόσυνο ἄγγελμα γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ἔγινε ἀμέσως γνωστό στὴν Ἀθήνα, σκορπῶντας φρενίτιδα ἐνθουσιασμοῦ. Ὁ Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στὸ Ρωμιό το ἀκόλουθο ποίημα:

Τα πήραμε τα Γιάννινα

μάτια πολλά το λένε,

μάτια πολλά το λένε,

ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε.

Το λέν πουλιά τῶν Γρεβενῶν

κι ἀηδόνια του Μετσόβου,

ποῦ τα ἔκαψεν ἡ παγωνιά
κι ἀνατριχίλα φόβου.

Το λένε χτύποι καὶ βροντές,

το λένε κι οἱ καμπάνες,

το λένε καὶ χαρούμενες

οἱ μαυροφόρες μάνες.

Το λένε καὶ Γιαννιῶτισσες

ποῦ ζοῦσαν χρόνια βόγγου,

το λένε κι Σουλιῶτισσες
στὶς ράχες του Ζαλόγγου.

Ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων, πέρα ἀπὸ την ἐξουδετέρωση κάθε σοβαρῆς τουρκικῆς ἀπειλῆς στὴν Ἤπειρο καὶ την κυρίευση σημαντικοῦ πολεμικοῦ ὑλικοῦ, εἶχε ἐπίδραση στὸ ἑλληνικό γόητρο, το ὁποῖο μετά την ἐπιτυχία αὐτή ἐξυψώθηκε διεθνῶς. Οἱ ἐπιχειρήσεις στὸ Μπιζάνι σήμαναν οὐσιαστικά καὶ τη λήξη του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου στὸ στρατιωτικό πεδίο. Τις ἑπόμενες ἡμέρες ὁ ἑλληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα καὶ ὡς τις 5 Μαρτίου 1913 εἶχε ἀπελευθερώσει τὴ Βόρειο Ἤπειρο.