Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» για την Μικρασιατική Καταστροφή (12/7/1935)

Δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» για την Μικρασιατική Καταστροφή (12/7/1935)
Η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα επέλθει λίγο αργότερα και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία, δεν εμπόδισε τον «φυτευτό» από την Σοβιετική Ένωση αρχηγό του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη να γράψει λίγα χρόνια αργότερα: «Αν δεν νικιόμασταν στη Μικρασία, η Τουρκία θα ‘τανε σήμερα πεθαμένη και μεις Μεγάλη Ελλάδα… Γι’ αυτό, εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και την επιδιώξαμε» («Ριζοσπάστης», 12 Ιουλίου 1935), ενώ ο μάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης που συγκλόνισε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας -τον οποίο αρνήθηκε να εγκαταλείψει, παρ’ ότι του προσφέρθηκε η ευκαιρία- με τον μαρτυρικό του θάνατο, δεν ήταν παρά ένας «πράχτορας της ελληνικής μπουρζουαζίας» («Ριζοσπάστης», 26 Νοεμβρίου 1929).




Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Μακρυγιάννης Στρατηγός

                                ΠΡΟΛΟΓΟΣ  ΤΟΥ  ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ



Ἀδελφοί ἀναγνῶστες

Ἐπειδή ἔλαβα αὐτήνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου ( ἄν ἔβγουν εἰς φῶς αὐτὰ ὅπου σημειώνω ἐδῶ καὶ ἐξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτήνη ἡ ἰδέα, — ἀπὸ τὰ 1829 φλεβαρίου 26, εἰς τ΄ Ἄργος — καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικά τῆς πατρίδος ) σᾶς λέγω, ἄν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα δὲν ἔχει τό δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοῦς ἀναγνῶστες νὰ φέρη γνώμη οὔτε ὑπέρ οὔτε κατά. Ὅτι εἷμαι ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ βαστήσω ταχτική σειρά στὰ γραφόμενα καὶ ..'τότε φωτίζεται ὁ ἀναγνώστης. Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἐναντίων τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας ὁποὺ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τήν ἀνοησίαν μας καὶ ἰδιοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικούς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ μᾶς τούς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ΄ οὔλα αὐτὰ, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι , σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς τὴν σήμερον, ὁποὺ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τήν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Γράφοντας αὐτὰ τὰ αἴτια καὶ τίς περιστάσεις, ὅπου φέραμεν τὸν ὄλεθρον τῆς πατρίδας μας ὅλοι μας , τότε ὡς ἔχοντας καὶ ἐγώ μερίδιον εἰς αὐτήνη τὴν πατρίδα καὶ κοινωνία γράφω μὲ πολλὴ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τους ἀλλὰ ὁ ζῆλος τῆς πατρίδος μοῦ δίνει αὐτήνη τήν ἀγανάχτησιν καὶ δὲν μπόρεσα νὰ γράψω γλυκότερα. Αὐτὸ τὸ χειρόγραφον, ἀπὸ τὴν περίστασιν ὅπου μοῦ ἔγιναν πολλὲς καταδρομὲς, τὸ εἶχα κρυμμένο. Τώρα ὅπου τὸ ἔβγαλα, τὸ διάβασα ὅλο καὶ ἔγραψα ὡς τὰ 1850 Ἀπρίλη μήνα, καὶ διαβάζοντὰς τὸ εἶδα ὅτι δὲν ξηγῶμαι γλυκότερα διὰ κάθε ἄτομον, πρῶτο λοιπὸν αὐτὸ, καὶ ὕστερα σὲ πολλὰ μέρη παναλαβαίνω πίσω τὰ ἴδια ( ὅτι εἷμαι ἀγράμματος, καὶ δὲν θυμῶμαι καὶ δὲν βαστῶ σειρά ταχτική ) καὶ τρίτο ἐκεῖνα ὁπού σημειώνω εἰς τήν πρωτοϋπουργίαν τοῦ Κωλέτη, ὁποὺ ἔκαμνεν τόσα μεγάλα λάθη ἀναντίον τῆς πατρίδος του καὶ τῆς Θρησκείας του καὶ τῶν συναγωνιστῶν του ὅλον τῶν τίμιων ἀνθρώπων ­--καὶ νὰ χύση τόσα ἄδικα αἴματα τῶν ὁμογενῶν του καὶ νὰ πάθη ἡ δυστυχισμένη του τοὺς πατρίδα καὶ νὰ πεθάνει καὶ τώρα εἰς τὸ πεθαμὸ του 2 ἀπὸ τοῦς ἴδιους τοῦς μαθητὰς του καὶ συντρόφους του, ὁποὺ μᾶς κυβερνοῦν· καὶ οἱ προκομμένες του οἱ βουλὲς καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι, ὁποὺ δὲν ἄφησαν λεπτὸ εἰς τὸ ταμεῖο , καὶ ὅλο τὸ κράτος τὄφεραν σὲ μίαν μεγὰλη δυστυχία καὶ ἀνωμαλία· καὶ ἕνας μεγάλος στόλος τῶν σκύλων μᾶς ἔχουν μπλοκον3 ὁποὔναι περίπου4 ἀπὸ τρεῖς μῆνες, καὶ μᾶς πῆραν ὅλα τὰ καράβια καὶ μᾶς κατακερμάτισαν ὅλο τὸ ἐμπόριον καὶ τζαλαπάτησαν τὴν Σημαίαν μας καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας οἱ ἄνθρωποι τῶν νησιῶν καὶ ἐκεῖνοι ὁποὔχουν τὰ καράβια γκιζεροῦν 5 εἰς τούς δρόμους καὶ κλαῖνε μὲ μαῦρα δάκρυα. Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ καὶ ἄλλα.

7

Τὸ ὄνομα τοῦ στρατηγοῦ Κριεζώτου πολλαχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς χειρογράφοις τῶν χρόνων τῆς Ἐπαναστάσεως· Κριτζώτης, Κριζώτης, Γκριτζώτης, Γκριζώτης κλπ. Αὐτὸς ὁ στρατηγὸς ὑπεγράφετο διαφόρως.

8 Οἱ μῦλοι τοῦ Γράδου ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἀτάλαντης ἐτέθησαν εἰς ὑποθήκην πρὸς ἐξόφλησιν τῶν ὀφειλόμενων τῷ Μακρυγιάννῃ 7944 φοινίκων τὴν 10ην Δεκεμβρίου 1832 (βλ. ἔγγρ. Α΄. τόμου κατὰ τὴν χρονολογίαν ταύτην).

9 Καὶ τὸν μιστόν, τὸ τρίτο, μοὔκοψε ὁ φίλος μου Ρόδιος· καὶ κάνα παιδὶ τῶν ἀγωνιστῶν δὲν πλερώνει εἰς τοὺς Εὐέλπιδες, ἐγὼ πλερώνω. (Ἐννοεῖ τὰ δίδακτρα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ὀθωνος, ἀποβληθέντος βραδύτερον ἐκ τῆς Σχολῆς μετὰ τὴν ἐπὶ συνωμοσίᾳ σύλληψιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τῷ 1852. Σημ. ἐκδ.).

10 Τὸ ὑπὸ τὸν Ἀντώνιον Κριεζῆν ὑπουργεῖον, διορισθὲν τὴν 2αν Δεκεμβρίου 1849. Ἐν αὐτῷ ὁ Γεωργαντᾶς Νοταρᾶς ἦτο ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν. Ὁ Πέτρος Δεληγιάννης μετέσχε τοῦ ὑπουργείου βραδύτερον (23 Ἰουλίου 1850) ὡς ὑπουργὸς ἐπὶ τοῦ Β. Οἴκου καὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, ὁ δὲ Δημ. Χρηστίδης ὡς ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν τὴν 4ην Αὐγούστου 1850.

11 Λένε τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Κορφιωτάκη· «Ὁ ἀδερφός σου ἔφαγε τόσα ἐθνικὰ ὑποστατικὰ καὶ χρήματα τοῦ Ἔθνους· διατὶ νὰ δώσῃ τῆς χήρας τώρα τὸ Ἔθνος καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μῆνα; - Ἦταν ἄξιος καὶ τὰ πῆρε ὅλα αὐτά, λέγει, κι' ἀπὸ τὴν ἀξιότη του αὐτείνη τὸν ἔβαλε κι' ὁ Βασιλέας δυὸ βολὲς ὑπουργόν, μίαν εἰς τὴν Οἰκονομίαν (καὶ διόρθωσε ὅλα αὐτὰ ὀποῦ εἶχε κάμῃ καὶ πῆρε κι' ἄλλα) - τώρα δι' αὐτὰ πλερῶστε καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μῆνα!» Κάνει τὸ νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὁ ὑπουργὸς ὁ τωρινός της Οἰκονομίας. Πουλεῖ κι' αὐτὸς τὸ σμυρίδι ἕντεκα δραχμὲς τὸ καντάρι· τοῦ δίνουν δεκάξι· «Τὄδωσα τώρα» λέγει. Πιάνει ὁ Μπάλμπης, ὀποῦ ἦταν ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, τὸν συναδερφὸν του τὸν Γιωργαντᾶ Νοταρᾶ, ὑπουργὸν τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοῦ ζητεῖ τὰ ὅσα ἔχει κατακρατήσῃ τοῦ Ἔθνους, 350 χιλιάδες δραχμές. «Κι' ἂν δὲν τὰ δώσῃς, τοῦ λέγει, δὲν συνεδριάζομεν μαζί· ἀπαρατιῶμαι». Τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας· «Εἶναι δεχτὴ ἡ ἀπαραίτησή σου». Κι' ἀπαρατήθη. Κι' ἄλλα κι' ἄλλα πλῆθος τοιοῦτα. (Ὁ Ζ. Ι. Βάλβης, ὑπουργὸς ἐπὶ τῆς Δικαιοσύνης καὶ προσωρινῶς ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν ἐν τῷ ὑπουργείῳ Κριεζῆ παρῃτήθη τὴν 10ην Μαΐου 1850. (Σημ. ἐκδ.).

12 Κλέπται.

13 Βλ. σημ. 2 τῆς σελ. 366.

14 Ἐπειδήτις ὁλοένα λέγω κατάχρησες, μὴ στοχάζεστε ὅτι ἔχω πάθος εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ψάξετε τὴς 'φημερίδες, τηρᾶτε καὶ τὰ πραχτικὰ τῶν Βουλῶν, μ' ὅλον ὀποὖναι τέτοιες Βουλὲς ὀποῦ 'περασπίζονται τὴν κλεψιὰ καὶ 'διοτέλεια καὶ πολεμοῦνε τὴν δικαιοσύνη· καὶ μ' ὄλον αὐτὸ θὰ ἰδῆτε ἂν ἀληθινὰ εἶναι αὐτὰ ὀποῦ σημειώνω. Εἶπα σὲ πολλὰ μέρη, λέγω καὶ τώρα· ἐγὼ τἄγραψα αὐτὰ ὅλα κι' ὅποιος ἀπ' ὅσους μιλῶ προσωπικῶς στοχάζεται ὅτι τὸν ἀδικῶ καὶ εἶναι κακία μου κι' ὄχι ἀλήθεια, ἔχει τὸ ἐλεύτερον νὰ γράψῃ κι' ἀναντίον μου ὅ,τι λάθη ἔκαμα εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος· ὄχι ὅμως παθητικῶς, ἀλλὰ συντροφεμένος μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν παρατήρησιν. Ὅμως δὲν ἔχει κανένας τὸ δικαίωμα νὰ γράψῃ οὔτε ὑπέρ μου, οὔτε κατὰ ἂν δὲν διαβάσῃ πρῶτα ὅλο τοῦτο ἀρχὴ καὶ τέλος κι' ὅλα μου τ' ἀποδειχτικᾶ καὶ τὰ χαρτιά μου - καὶ τότε ἃς γράψῃ ὅ,τι ὁ Θεὸς τὸν φωτίσῃ. Κι' ὅταν τὰ διαβάσῃ, τότε ἃς κάμῃ τὴν παρατήρησή του, ὄχι πρωτύτερα. Κ' ἐγὼ ἔκαμα λάθη καὶ κάνω· ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ πρέπει νὰ γράφωνται καὶ τὰ καλά μας καὶ τὰ κακά μας.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Υπέρτατος και Πρότυπο Έλληνα.

 









Υπέρτατος και Πρότυπο Έλληνα.




Ο 97 χρόνος εφοπλιστής Ιάκωβος Τσούνης και νεότερος βετεράνος του Β Παγκοσμίου Πολέμου βραβεύτηκε από τον Αρχηγό ΓΕΝ Φλώρο για την τιτάνια προσφορά του στις ένοπλες δυνάμεις.
Θέλω να φύγω από τη ζωή όπως ήρθα.
Ξυπόλυτος
Συνολικά δώρισε στις •Άγιες• ένοπλες δυνάμεις 23.000.000 και 60 αποβατικά. Επίσης στην διαθήκη του αφήνει όλη του την περιουσία στις ένοπλες δυνάμεις


Σχόλια

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω

 



Φωνή βοώντος εν τη ερήμω

06 Ιανουάριος 2021

Όταν ρώτησαν οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων

τον Ιωάννη τον Ταξιδευτή, όταν κατείχε το σώμα του Ιωάννη του Βαπτιστή, ποιός είναι, τους είπε ότι είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Προσέξτε!!! μία φωνή, όχι φυσική παρουσία, όχι αυτοπροσώπως, αλλά μία φωνή, που μιλάει μέσα από την έρημο, όπως ακριβώς το βιώνετε εσείς εδώ στην έρημο taklamakan.gr.

Κάτι ήξερε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν το είπε λοιπόν.

Τρἰτη και Φαρμακερή

 




ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΤΙΝΑ



Πριν από μερικά χρόνια,

επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, έτσι τυπικά αλλά και δημόσια, ο λαός αποφάσισε τρεις διαδοχικά ότι δεν τον ενδιαφέρει αν τον κυβερνούν άτομα που τυπικά δηλώνουν άθεοι, αφού οι περισσότεροι πολιτικάντηδες αντίχριστοι είναι σε όλα τα κόμματα.

Δεν ζήτησα με την ανοικτή μου επιστολή από τον Μητσοτάκη να επιτρέψει να πάνε μερικά άτομα στους ναούς για το τυπικόν και την συμβολική επιβεβαίωση της εξουσίας του κλήρου επί των ναών, αλλά ζήτησα να πάνε τρεις ιερείς σε κάθε Μητρόπολη και να ζητήσουν δημόσια από τον Χριστό να αγιαστούν οι μεγάλες υδάτινες μάζες.

Δηλαδή δεν ζήτησα την τυπολατρική  επιβεβαίωση της εξουσίας της Μαύρης Αδελφότητας στο μαγαζί της, αλλά την συμβολική πράξη του δημόσιου και όχι κρυφού μέσα στους ουσιαστικά άδειους ναούς, αγιασμού των υδάτων.

Ήταν πολύ καθαρό το δίλλημα που έθεσα. Ή οι ναοί και η εξουσία του ιερατείου σε αυτούς, ή ο δημόσιος αγιασμός των υδάτων. Κανείς από αυτούς που συναποφάσισαν, δεν μπορεί να πει ότι δεν το ήξερε, αφού όταν μιλάω ή γράφω πάντα με "τσεκάρουν".

Στην πραγματικότητα, η δύναμη του Χριστού κάνει και από απόσταση ότι Του ζητήσουμε στο όνομά Του, αλλά δόθηκε από ότι βλέπετε η επιλογή.  Ή η τυπική λειτουργία στους ναούς, όπου ο κλήρος και όχι η Πολιτεία κάνουν κουμάντο, ή ο δημόσιος αγιασμός των υδάτων, όπου δημόσια και όχι πίσω από κλειστές πόρτες θα δηλωνόταν η εμπιστοσύνη στον Χριστό και θα το έβλεπαν όλοι. Θα μου πείτε τυπικό είναι και αυτό, αλλά έχει τον συμβολισμό του. Φανερά και δημόσια πλέον αυτό το κράτος δεν ασχολείται με τον Χριστό.

Μετά την άρνηση της δημόσιας περιφοράς του Επιταφίου, την άρνηση της δημόσιας συμμετοχής στον εορτασμό της Ανάστασης του Χριστού, έχουμε την άρνηση του δημόσιου αγιασμού των υδάτων με συμφωνία Πολιτικού κατεστημένου (Λευκή Αδελφότητα) και Εκκλησίας (Μαύρη Αδελφότητα).

Έτσι σ΄ αυτό το κράτος από όπου θα ξεκινήσουν όλα, τρεις φορές αποστάτησε ο λαός, τρείς φορές και η εξουσία (Πολιτεία - Εκκλησία) που εκπροσωπεί τη Λευκή Αδελφότητα (πολιτικό κατεστημένο) και τη Μαύρη Αδελφότητα (Εκκλησία).

Τρίτη και φαρμακερή λοιπόν.

Όλα έγιναν.

Να είστε έτοιμοι.



Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑς ΕΛΛΑΔΟΣ

                                                     ΤΟ  ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ  
                                                   ΣΗΣΤΗΜΑ 
                                               ΤΗΣ   ΑΡΧΑΙΑς  ΕΛΛΑΔΟΣ   

Βασικὲς ἀρχές:  Ἄμεση φορολογία  Οἱ πενέστεροι εἶναι ἀφορολόγητοι

ὸ ἀρ χαῖ ο ἑλ λη νι κὸ φο ρο λο γι κὸ σύ στη μα βα σι ζό ταν κυ ρί ως στὴν ἄ με ση φο ρο λό γη ση, πρω τίστως για τὶ εἶ ναι πιὸ δί καιη(1) καὶ συ νε πῶς πιὸ κον τὰ στὴν ἀρ χαι ο ελ λη νι κὴ δη μο κρατι κὴ νο ο τρο πί α. Καὶ θὰ πρέ πει νὰ μὴ λη σμο νοῦ με, πὼς καὶ σή με ρα οἱ ἄ με σοι φό ροι θε ω ροῦν ται πιὸ δί και οι(2). Ἡ χρή ση τοῦ νο μί σμα τος εἶχε θε σμο θε τη θῆ,(3) καὶ τὸ νό μι σμα ἦ ταν βέβαι α με ταλ λι κό. Οἱ ὑ πο δι αι ρέ σεις τῆς δραχ μῆς σὲ με ταλ λι κὰ νο μί σμα τα θὰ ἦταν ἀρ κε τὰ δύ σκο λο νὰ κα τα σκευ ά ζων ται σὲ με γά λες πο σό τη τες. Αὐ τὴ ἡ τε χνι κὴ δυ σκο λί α θὰ ἔ κα νε τὴν ἔμ με ση φο ρο λο γί α ὄ χι καὶ τό σο ἐ φαρ μό σι μη(4) τόσο γιὰ λό γους τε χνι κοὺς ὅσο καὶ ἰ δε ο λο γι κούς. Θε με λι ώ δης πο λι τι κο-οἰ κο νο μι κὴ ἀρ χὴ τῶν ἑλ λη νι κῶν πό λε ων ἦ ταν, ὅ τι πλή ρη πο λι τι κὰ δι και ώ μα τα (ἐ λευ θε ρί α πρώ του βαθ μοῦ) εἶ χαν μό νον ὅ σοι συμ με τεῖ χαν στὰ ἔ ξο δα τῆς πό λης, ὅ σοι φο ρο λο γοῦν ταν. Ὁ θε σμὸς αὐ τὸς δι α παι δα γω γοῦ σε τοὺς πλου σιώ τε ρους νὰ θε ω ροῦν τι μή τους νὰ ξο δεύ ουν γιὰ τὴν πό λη τους.


                           Ὑ πο λο γι σμὸς τῶν ἐ νι αυ σί ων ἐ σό δων τῆς Ἀ θή νας 

ὰ  τή σια τα κτι κὰ ἔ σο δα τῆς πό λης ἀ πὸ τὴν φο ρο λο γί α τῶν τρι ῶν πρώτων τά ξε ων ἦ ταν 360 τά λαν τα σύμ φω να μὲ τὴν φο ρο λο γι κὴ ρύθ μι ση τοῦ Σό λω να. Σ’ αὐ τὰ θὰ πρέ πει νὰ προ στε θῇ καὶ ἡ φο ρο λό γη ση τῶν θη τῶν, ποὺ τὸ ἀ πο τέ λε σμά της δὲ θὰ ἦ ταν κα θό λου εὐ κα τα φρό νη το, μιὰ καὶ οἱ θῆ τες ἦ ταν πο λυ ά ριθ μοι, γύ ρω στὶς 20.000. Ἂν λοι πὸν ὑ πο λο γί σου με σὲ 100 μέ δι μνους, δη λα δὴ 100 ἀτ τι κὲς δραχ μές, τὸ μέ σο ἐ νια ύσιο εἰ σό δη μα τῶν θη τῶν καὶ 10 δραχ μὲς τὸν μέ σο ἐ τή σιο φό ρο κα θε νὸς ἀ πὸ τοὺς θῆ τες, τό τε οἱ θῆ τες θὰ πλή ρω ναν 20.000 × 10 = 200.000 δραχ μὲς ἢ 200.000 × 6.000 = 33 τά λαν τα καὶ 2.000 ἀτ τι κὲς δραχ μές. ∆η λα δὴ τὸ συ νο λι κὸ πο σὸ θὰ γι νό ταν 393 τά λαν τα καὶ 2.000 ἀτ τι κὲς δραχ μές. Τὰ ἐ τή σια τα κτι κὰ ἔ σο δα τῆς πό λης ἀ πὸ τοὺς θῆ τες τὸν και ρὸ τῶν Πει σι στρα τιδῶν πρέ πει νὰ ἦ ταν τὸ μι σὸ τῆς ἐ πο χῆς τοῦ ἴ διου τοῦ Πει σί στρα του, για τὶ κα τὰ τὸν Θου κυ δί δη (ΣΤ΄ 54, 5) ἡ φο ρο λο γί α δὲν ἦ ταν πιὰ ἡ «δε κά τη» ἀλ λὰ ἡ «εἰ κοστή». Ἔ τσι τὰ ὑ πο λο γί ζου με στὰ 16 τά λαν τα καὶ 3.000 ἀτ τι κὲς δρχ. ∆η λα δὴ τὸ συ νο λι κὸ πο σὸ θὰ γι νό ταν 376 τά λαν τα καὶ 5.000 ἀτ τι κὲς δρχ. Ἡ πό λη εἰ σέ πρατ τε δα σμοὺς γιὰ εἴ δη ποὺ εἰ σά γον ταν· αὐτοὶ οἱ δα σμοὶ βέ βαι α με τα φρά ζον ταν σὲ ἔμ με σους φό ρους, μιὰ καὶ βά ραι ναν τε λι κὰ τὸν ἀ γο ρα στή. Τὰ ἐμ πο ρεύ μα τα, ποὺ φο ρο λο γοῦν ταν, ἦ ταν εἴ δη πο λυ τε λεί ας, ἐ νῷ σι τά ρι καὶ ἄλ λα εἴ δη πρώ της ἀ νάγ κης, ἂν καὶ εἰ σαγ μέ να, δὲν φαί νε ται νὰ φο ρο λο γοῦν ταν, ὅ πως δὲν φο ρο λο γοῦν ταν τὰ ἐγ χώ ρια εἴ δη, με ρι κῶν ἐκ τῶν ὁποίων μά λι στα, ὅ πως τῶν σύ κων στὴν Ἀτ τι κή, ἀ πα γο ρευ ό ταν ἡ ἐ ξα γω γή, ἂν δὲν ὑ πῆρ χε ἐ πάρ κεια γιὰ τὴ δι α τρο φὴ τῶν πο λι τῶν καὶ γε νι κώ τε ρα ὅ λων τῶν κα τοί κων τῆς χώ ρας. Οἱ ἀ γο ρα στὲς τῶν φο ρο λογη μέ νων ἐμ πο ρευ μά των, δη λα δὴ τῶν εἰ δῶν πο λυ τε λεί ας, ἦ σαν κα τὰ κα νό να πλού σιοι. Ἔ τσι πά λι οἱ πλού σιοι ἦ ταν ἐκεῖνοι, ποὺ πλή ρω ναν τοὺς φό ρους, ἀ κό μα καὶ ἂν ἡ φο ρολό γη ση ἦ ταν ἔμ με ση.

Στὴ δημοκρατικὴ

Ἀθήνα τὰ ἔξοδα

τῆς πόληςκράτους τὰ εἶχαν

ἀναλάβει, μὲ βάση

τὰ δημοκρατικὰ

θέσμια, οἱ

οἰκονομικὰ

εὐρωστότεροι καὶ

ποτὲ οἱ φτωχοί.



Οἱ λει τουρ γί ες καὶ ἡ εἰ σφο ρὰ

ομως ἐ κτὸς ἀ πὸ τὸν ἐ τή σιο φό ρο τους, οἱ πλού σιοι Ἀ θη ναῖ οι ἦ σαν ὑ πο χρε ω μέ νοι νὰ ἐ κτε λοῦν καὶ τὶς λει τουρ γί ες, ποὺ τοὺς ὥ ρι ζε ὁ Ἐ πώ νυ μος Ἄρ χον τας ἢ κά ποι α ἄλ λη ἁρ μό δια ἀρ χή. Ἡ «λει τουρ γί α» καὶ ἡ «δη μι ουρ γί α» εἶ ναι ἔρ γα, ὑ πη ρε σί ες γιὰ τὸ λα ό, τὸ ∆ῆ μο, ἀν τίστοι χα, πο λι τι κὲς ἢ θρη σκευ τι κές, ποὺ προ σφέ ρον ταν ἀ πὸ κά ποι ο πλού σιο ἢ κά ποι ον ἱ ε ρέ α, ποὺ κα λοῦ σε τὶς θε ϊ κὲς δυ νά μεις γιὰ τὸ κα λὸ τοῦ Λα οῦ. Ὁ Ἀ ρι στο τέ λης μά λι στα ἐ πι ση μαί νει, πὼς σὲ και ροὺς πα λι ό τε ρους χρη σι μο ποιοῦν ταν ἡ λέ ξη «δη μι ουρ γί α» στὴ χρή ση τῆς λέ ξης «λει τουρ γί α» (Πολ. Ε, 1310β 22). Ἡ λέ ξη «δη μι ουρ γός», ποὺ χρη σι μο ποι εῖ ται, ὅ πως ἔ χει ἐ πι ση μαν θῆ πολ λὲς φο ρές, σὰν ὀ νο μα σί α μιᾶς ἀ πὸ τὶς πλού σι ες τά ξεις τῆς Ἀ θή νας, ἐ πι βε βαι ώ νει τὴ ρή ση τοῦ Ἀ ρι στο τέ λη.
Οἱ κύ ρι ες καὶ πο λὺ δα πα νη ρὲς λει τουρ γί ες(5) ἦ σαν:

ἡ τρι η ραρ χί α,

ἡ χο ρη γί α,

Στὴ δημοκρατικὴ

Ἀθήνα τὰ ἔξοδα

τῆς πόληςκράτους τὰ εἶχαν

ἀναλάβει, μὲ βάση

τὰ δημοκρατικὰ

θέσμια, οἱ

οἰκονομικὰ

εὐρωστότεροι καὶ

ποτὲ οἱ φτωχοί.

∆ΑΥΛΟΣ 319, ∆εκέμβριος 2008  22751

ἡ γυ μνα σι αρ χί α,

ἡ ἑ στί α ση,

ἡ ἀρ χι θε ω ρί α καὶ

ἡ ἀρ ρη φο ρί α ἢ ἐρ ρη φο ρί α

Ἕ νας ἄλ λος ἔ κτα κτος φό ρος ἦ ταν ἡ εἰσφο ρά,(6) ποὺ τὸν πλή ρω ναν οἱ πλού σιοι Ἀ θη ναῖ οι σὲ πε ρί πτω ση πο λέ μου γιὰ τὶς ἀ νάγ κες τῆς πό λης.

                                                           Ἡ ἀν τί δο ση

  κυ ρι ώ τε ρος ὅ μως θε σμὸς τοῦ ἀ θη να ϊ κοῦ φο ρο λο γι κοῦ συ στή μα τος, αὐ τὸς δη λα δὴ ποὺ κρα τοῦ σε τὸ σύ στη μα τῶν λει τουρ γι ῶν σὲ ἐ γρήγορ ση, ἀ πέ τρε πε κά θε ἰ δέ α γιὰ ἀ πό κρυ ψη πε ρι ου σια κῶν στοι χεί ων καὶ ἐμ πό δι ζε τὴν φο ρο δι α φυ γή, χω ρὶς ἀ νάγ κη ἠ λε κτρο νι κῆς ὀρ γά νωσης, ἦ ταν ἡ ἀν τί δο ση. Τί ἦ ταν ὅ μως ἡ ἀν τί δο ση; Ἡ λέ ξη βγαί νει ἀ πὸ τὸ ρῆ μα ἀν τι δί νω, «ἀν τι δί δω μι» στὰ ἀρ χαῖ α, τὸ ὁ ποῖ ο ση μαί νει δί νω κά τι γιὰ κά τι, ποὺ μοῦ ἔ δω σαν, ἀν ταλ λάσ σω. Ἡ ἀν τί δο ση ἦ ταν μί α ἀν ταλ λα γή, ἀλ λὰ ὄ χι μιὰ κοι νὴ καὶ συ νη θι σμέ νη ἀν ταλ λα γή· ἦ ταν ἡ ἀν ταλ λα γὴ τῶν πε ρι ου σι ῶν. Πό τε γι νό ταν αὐ τή; Ἡ πε ρι ου σια κὴ κα τά στα ση κά θε Ἀ θη ναί ου ἦ ταν ἀ πὸ γνω στὴ ὣς πο λὺ κα λὰ γνωστὴ ἀ πὸ τὸν τρό πο τῆς ζω ῆς του, ἀ πὸ τὴν φο ρο λο γι κὴ κλί μα κα, στὴν ὁ ποί α εἶ χε δη λώ σει ὁ ἴ διος ὅ τι ἀ νῆ κε, ἀ πὸ τοὺς ὁ μο δη μό τες, ὁ μο φύλους, συμ πο λί τες του, ποὺ ἔ βλε παν τὴ ζω ή του. Οἱ δι ά φο ρες λει τουρ γί ες πά λι ἦ ταν συ νει σφο ρὲς στὰ ἔ ξο δα ὑ πὲρ τοῦ Ἀ θη να ϊ κοῦ ∆ή μου, ποὺ τὶς ἀ νε λάμ βα ναν πο λὺ συ χνὰ αὐ τό βου λα οἱ πλούσιοι Ἀ θη ναῖ οι. Ὅ μως οἱ λει τουρ γί ες δὲν ἦ ταν προ αι ρε τι κὲς ἀλ λὰ ὑ πο χρε ω τι κὲς γιὰ τοὺς πλού σιους Ἀ θη ναί ους, κι ἂν ὑ πῆρ χε ἀ δι α φο ρί α γιὰ τὴν ἀ νά λη ψή τους, οἱ κά θε φο ρὰ ἁρ μό διοι ἄρ χον τες, μὲ βά ση τοὺς κα τα λό γους τῶν πο λι τῶν, ὥ ρι ζαν τὸν πο λί τη, ποὺ εἶ χε σει ρὰ νὰ «λει τουρ γή σῃ». Κα νεὶς δὲ μπο ροῦ σε νὰ ἀρ νη θῇ τὴ λει τουρ γί α, ἐ κτὸς ἂν εἶ χε ξα να λει τουρ γή σει πρό σφα τα καὶ μέ σα στὰ χρο νι κὰ ὅ ρια, ποὺ ἐ πέ φε ρα ν ἀ παλ λα γὴ ἀ πὸ τὶς λει τουρ γί ες, ἀ κρι βῶς ἐ ξ αἰ τί ας πο λὺ πρό σφα της ἀ νά λη ψης. Κα νεὶς δὲ μπο ροῦ σε νὰ ἀρ νη θῇ νὰ λει τουρ γή σῃ· μπο ροῦ σε ὅ μως νὰ ἰ σχυ ρι σθῇ, πὼς δὲν ἦ ταν ἐ παρ κῶς πλού σιος, γιὰ νὰ μπο ρέ σῃ νὰ ἀν τε πε ξέλ θῃ στὰ ἔ ξο δα καὶ νὰ ὑ πο δεί ξῃ κά ποι ον ἄλ λον πλου σι ώ τε ρό του, ποὺ θὰ μπο ροῦ σε νὰ Ἀθηναϊκὸ νόμισμα τοῦ ε΄ αἰ. π.Χ. 22752  ∆ΑΥΛΟΣ 319, ∆εκέμβριος 2008 ἀναλάβῃ τὴ λειτουργία. Ὁ ὑποδειγμένος ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὴν ὑπόδειξη μποροῦσε νὰ δεχθῇ νὰ κάνῃ τὴ λειτουργία, μὲ τὸν ὅρο νὰ δεχθῇ ὁ ἀντίδικός του νὰ ἀνταλλάξουν τὶς περιουσίες τους ἔτσι, ὥστε νὰ φανῇ ποιός εἶναι πλουσιώτερος. Εἶναι φανερό, πὼς ἕνας τέτοιος θεσμὸς δὲν εὐνοοῦσε μὲ κανένα τρόπο τὴν ἀπόκρυψη περιουσιακῶν στοιχείων.

Βέβαια παρόμοιοι θεσμοὶ εἶναι ἀδιανόητοι μέσα στὸ πλαίσιο τῶν θεσμῶν

τῶν σύγχρονων πολιτευμάτων, ποὺ εἶναι ὅλα ὀλιγαρχικὲς παραλλαγὲς παρὰ τὶς

ποικιλωνυμίες τους. ∆είχνει ὅμως, πὼς δὲν εἶναι ἡ μὴ ἀνάπτυξη τῆς Τεχνολογίας

τὸ αἴτιο, ποὺ εὐνοεῖ τὴν φοροδιαφυγή, ἀλλὰ τὸ πλαίσιο τῶν μὴ δημοκρατικῶν

θεσμῶν. Ἀντίθετα ἁπλοῖ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ εἶναι πολὺ πιὸ ἀποτελεσματικοί.

Καὶ τελικὰ μόνο τέτοιοι θεσμοὶ μποροῦν νὰ παραγάγουν Παρθενῶνες, Θέατρο,

Ἐπιστήμη, Φιλοσοφία, Ἐλεύθερη Σκέψη.




Οἱ διάφορες

λειτουργίες ἦταν

συνεισφορὲς

στὰ ἔξοδα ὑπὲρ

τοῦ Ἀθηναϊκοῦ

∆ήμου, ποὺ τὶς

ἀναλάμβαναν πολὺ

συχνὰ αὐτόβουλα οἱ



πλούσιοι Ἀθηναῖοι


Θὰ πρέπει νὰ γίνῃ μία σύγκριση μὲ τὰ σημερινά. Στὴ ∆ημοκρατία, ὅπως σεμνύνεται ὁ Περικλῆς (Θουκ. Β, 38) τὸ βασικὸ αἴτημα εἶναι ὁ ἐλεύθερος χρόνος καὶ ἡ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς γιὰ τοὺς πολλούς. Ἔτσι μὲ βάση τὴν ἄμεση φορολόγηση τὸ βάρος τῶν φόρων ἦταν ὁλοκληρωτικὰ στοὺς πλούσιους. Ἡ πενέστερη τάξη καὶ πολυαριθμότερη, οἱ θῆτες, ἦσαν ἀφορολόγητοι. Στὶς σημερινὲς ὀλιγαρχίες, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ὁ Κοινοβουλευτισμός, τὸ βασικὸ αἴτημα εἶναι νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἐλεύθερος χρόνος καὶ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς γιὰ τοὺς πολλούς. Ἔτσι τὸ μεγάλο βάρος τῆς φορολογίας τὸ σηκώνουν, μὲ βάση τὴν ἔμμεση φορολόγηση, οἱ πολλοὶ καὶ πενέστεροι. Μὲ τὴν ἔμμεση φορολογία τὸ 80% τοὐλάχιστον τῶν φόρων προέρχεται ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς μικρομεσαίους, γιατὶ εἶναι πολὺ περισσότεροι. Τὸ ρόλο τῆς ἔμμεσης φορολογίας ἔρχονται νὰ ἐνισχύσουν οἱ περιοδικὲς οἰκονομικὲς κρίσεις, τὰ κράχ, ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ἀναγκαστικὰ δάνεια, ποὺ γίνονται σὲ βάρος τῶν πολλῶν πρὸς ὄφελος τῶν λίγων καὶ τὸ κράτος, ποὺ τοὺς ἐκπροσωπεῖ.

                                                                  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 



 Εἶναι πραγματικὰ περίεργο, πὼς ὁ Φίνλεϊ (Moses I. Finley, Démocratie antique et démocratie moderne, Ed. Payot, σελ. 100) λέει, ὅτι οἱ Ἕλληνες θεωροῦσαν τοὺς ἄμεσους φόρους τυραννικούς. Ὅμως, ἂν ὑποθέσουμε, γιὰ παράδειγμα, πὼς ἕνα κιλὸ ψωμὶ κοστίζει ἑκατὸ δραχμές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ δέκα εἶναι ὁ ἔμμεσος φόρος, ἡ φορολόγηση δὲν εἶναι οὔτε ἀναλογικὴ οὔτε δημοκρατική, ἐπειδὴ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς πληρώνουν τὸν ἴδιο φόρο. Στὴν ἀρχαιότητα οἱ τυραννίες χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἄμεση φορολόγηση γιὰ λόγους περισσότερο τεχνικοὺς καὶ λιγώτερο πολιτικούς. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πεισίστρατου ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι πλήρωναν τὴ δεκάτη, ἐνῷ στὴν ἐποχὴ τοῦ Σόλωνα καὶ γενικὰ στὴ δημοκρατία οἱ θῆτες ἦσαν Οἱ διάφορες λειτουργίες ἦταν συνεισφορὲς στὰ ἔξοδα ὑπὲρ τοῦ Ἀθηναϊκοῦ ∆ήμου, ποὺ τὶς ἀναλάμβαναν πολὺ συχνὰ αὐτόβουλα οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι.

ἀτελεῖς, εἶχαν ἀτέλεια, δὲν πλήρωναν φόρους καὶ εἶχαν σχεδὸν τὰ ἴδια πολιτικὰ δικαιώματα μὲ τοὺς πλούσιους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι μὲ ὅλα τὰ κρατικὰ ἔξοδα (Πολυδεύκης, «Ὀνομαστικό», Η, 130).  Τὸ ἄρθρο 4, παρ. 5 τοῦ Συντάγματος τοῦ 75/86 λέει: «5. Οἱ Ἕλληνες πολίται συνεισφέρουν ἀδιακρίτως εἰς τὰ δημόσια βάρη ἀναλόγως τῶν δυνάμεών τους.» Τὸ ἄρθρο αὐτό, μὲ τὴν ἔκφρασή του «ἀναλόγως τῶν δυνάμεών τους», θεσπίζει τυπικὰ τὴν ἄμεση φορολόγηση καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια τῆς προγονικῆς δημοκρατικῆς φορολογικῆς σκέψης στὸ νεοελληνικὸ Σύνταγμα. Στὴν πράξη βέβαια ἡ ἔμμεση φορολογία καταργεῖ τὴν ἀναλογικὴ φορολόγηση. Φυσικὰ τὸ ἀθηναϊκὸ ∆ίκαιο ἦταν πιὸ σαφὲς ἀπὸ τὸ νεοελληνικό, γιατὶ καθορίζοντας τὶς τέσσερις φορολογικὲς κλίμακες, ποὺ θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, ἀπάλλασσε τοὺς φτωχούς, τοὺς θῆτες, ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ ἀπὸ κάθε φορολόγηση. Καὶ οἱ θῆτες ἀποτελοῦσαν τὰ 2/3 τῶν πολιτῶν.  «Τὰ πρῶτα νομίσματα κόπηκαν πρὸς τὸ τέλος τοῦ ζ΄ αἰ. π.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἰωνία καὶ τὴ Λυδία, ὅπως μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ οἱ ἀνασκαφὲς στὸ Ἀρτεμίσιο τῆς Ἐφέσου.» Μαντὼ Οἰκονομίδου, «Ἀρχαῖα Νομίσματα», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1996.  Ἡ ἔμμεση φορολογία πραγματοποιοῦνταν μέσῳ τῶν λιμενικῶν φόρων εἰσαγωγῆς προϊόντων, ποὺ τὸ κράτος τοὺς πουλοῦσε στοὺς τελῶνες. Οἱ τελῶνες προπλήρωναν στὴν πόλη τοὺς φόρους καὶ κέρδιζαν τὴ ζωή τους αὐξάνοντας τὴν τιμὴ τῶν εἰσαγόμενων προϊόντων. Ὅμως ἡ τιμὴ τῶν βασικῶν προϊόντων, ὅπως τὰ δημητριακά, καθωριζόταν ἀπὸ τοὺς σιτοφύλακες στὴν Ἀθήνα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ἀθηναῖοι πολίτες, κληρωμένοι γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ μὲ ἐνιαύσια θητεία, κατὰ τὰ ἀθηναϊκὰ θέσμια, πιθανώτατα φτωχοὶ θῆτες. ∆ὲ θὰ ἦταν εὔκολο γιὰ τοὺς σιτοφύλακες, κι ἂν ἀκόμα τὸ ἤθελαν, νὰ κάνουν τὰ στραβὰ μάτια καὶ νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερη τὴν κερδοσκοπία σὲ βάρος τῶν συμπολιτῶν τους: ἡ θέση τους θὰ ἦταν πολὺ δύσκολη, ὅταν στὸ τέλος τῆς θητείας τους θὰ τοὺς ἔβρισκαν μὲ αὐξημένη τὴν περιουσία τους οἱ δέκα κληρωτοὶ λογιστές, στοὺς ὁποίους θὰ λογοδοτοῦσαν. Ἡ κερδοσκοπία καὶ ἡ «ἐλεύθερη» διαμόρφωση τῶν τιμῶν, ἡ «ἐλεύθερη ἀγορά», ἰδιαίτερα τῶν εἰδῶν πρώτης ἀνάγκης, ἦταν ἄγνωστη στὴν Ἀθηναϊκὴ ∆ημοκρατία. Ὁ φτωχὸς καταναλωτής, ὁ μέσος πολίτης, προστατεύονταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν κερδοσκοπία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κακὴ ποιότητα τῶν προϊόντων. Γιὰ παράδειγμα: δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὴ ἡ ἐξαγωγὴ τροφίμων, ὅπως δημητριακῶν καὶ σύκων, γιὰ ἀναζήτηση καλύτερης τιμῆς στὸ ἐξωτερικό. Ὁ Σόλων ἐπέτρεψε τὴν ἐξαγωγὴ μόνο τοῦ ἐλαιόλαδου, ἐπειδὴ ἀφθονοῦσε στὴν Ἀττική. Ὁ ὑπεύθυνος ἄρχοντας, σύμφωνα μὲ τὴ νομοθεσία τοῦ Σόλωνα, θὰ πλήρωνε ἕνα πρόστιμο ἑκατὸ δραχμῶν σὲ περίπτωση ἐξαγωγῆς προϊόντων, ποὺ δὲν ἀφθονοῦσαν στὴν Ἀττικὴ (Πλούταρχος, «Σόλων», 25). Ἡ ∆ημοκρατία ἐπόπτευε ἔτσι, ὥστε οἱ πολίτες νὰ ἔχουν νὰ φᾶνε, νὰ ζήσουν. Κι ἔπειτα ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐξαγωγῆς ὤθησε συχνὰ αὐτούς, ποὺ εἶχαν μεγάλη παραγωγή, νὰ τὴ διανέμουν δωρεάν. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἦταν ὁ Κίμων. 22754  ∆ΑΥΛΟΣ 319, ∆εκέμβριος 2008 Γενικὰ στὴν Ἀθήνα, λόγῳ τοῦ πολιτεύματος, ὑπῆρχε ἡ πρόβλεψη νὰ μὴν αἰσθάνεται ὁ φτωχότερος ὑποδεέστερος μπροστὰ στὸν πλούσιο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀγοράσῃ ὁτιδήποτε, ἐνῷ ὁ φτωχὸς θὰ τὸ στεροῦνταν λόγῳ τῆς διαμορφωμένης ὑψηλῆς τιμῆς ἀπὸ μία ἐνδεχόμενη «ἐλεύθερη ἀγορά». Νὰ ἀκόμα ἕνα δεῖγμα κατὰ τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» καὶ ὑπὲρ τῆς διατίμησης καὶ συγκράτησης τῶν τιμῶν. Ἂν πολλοὶ πολίτες διεκδικοῦσαν τὴν ἴδια αὐλητρίδα ἢ ψάλτρια (κοπέλα ποὺ ἔπαιζε λύρα) ἢ κιθαρίστρια, ἡ τιμὴ τῆς κοπέλας δὲ μποροῦσε νὰ ἀνεβῇ περισσότερο ἀπὸ δύο δραχμές, καὶ οἱ ἀστυνόμοι, δέκα κληρωτοὶ ἐνιαύσιοι ἄρχοντες, μὲ κλῆρο ἀποφάσιζαν, ποιός θὰ τὴν πάρῃ: δὲν τὴν ἔπαιρνε δηλαδὴ ὁ πλουσιώτερος πελάτης, γιατὶ θὰ πρόσφερε περισσότερα χρήματα! Εὔκολα καταλαβαίνει κανείς, πόσο ἀποτελεσματικοὶ ἦταν οἱ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ στὴ διατήρηση τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης. Ἔτσι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ποτὲ ὁ πλούσιος δὲν ἔζησε περιχαρακωμένος στὴν ἰδιοκτησία του, ἀνάμεσα σὲ σωματοφύλακες, ἀπὸ τὸν φόβο μὴν τοῦ ἐπιτεθοῦν. Ἀντίθετα οἱ πλούσιοι εἶχαν τὰ σπίτια τους ἀνοιχτά, προσιτὰ στὸν καθένα, ἔθιμο ποὺ διατηρήθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπαρχία μέχρι πρόσφατους καιρούς.  Κοντολογὶς ἡ τριηραρχία ἦταν ὁ ἐξοπλισμὸς καὶ ἡ συντήρηση μιᾶς τριήρους· οἱ τριήραρχοι ἐπιλέγονταν ἀπὸ τοὺς 500μέδιμνους, ποὺ ἦσαν 1.200 ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σόλωνα. Τὸν 5ο αἰῶνα π.Χ., ἕνας τριήραρχος ἐπωμιζόταν τὸν ἐξοπλισμὸ μιᾶς τριήρους, ποὺ τὴ διακυβέρνησή της τὴν ἀναλάμβανε ὁ ἴδιος προσωπικά, ἀλλὰ τὸν 4ο τὴν τριηραρχία τὴν ἐπωμιζόταν μία ὁλόκληρη συμμορία. (∆ημοσθ. «Περὶ τῶν συμμοριῶν», 16 καὶ 19. Πρβλ. Glotz, La cité... index, mot triérarchie κ.λπ. καὶ Λυσίας, «∆ιαφθορᾶς ἀπολογία», ὅπου ὁ ρήτορας μιλάει γιὰ ὅλες τὶς λειτουργίες.) Ὁ Θουκυδίδης (Β΄, 13) λέει, πὼς στὸ Ἱππικὸ ὑπηρετοῦσαν 1.200 ἄτομα στὴν ἀρχὴ τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. Ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἄσχετος μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν 500μεδίμνων. Ἡ χορηγία ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ τὸ ἀνέβασμα μιᾶς ἀπὸ τὶς τρεῖς τετραλογίες στὸ θέατρο κατὰ τὰ Μεγάλα ∆ιονύσια καὶ τὰ δράματα γενικὰ κατὰ τὰ Λήναια ἢ γιὰ τὴ διοργάνωση τοῦ χοροῦ σὲ κάποια ἄλλη γιορτή. Ἡ γυμνασιαρχία ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ ἐπίδειξη ἀθλητισμοῦ κατὰ τὴ διάρκεια κάποιας γιορτῆς. Ἡ ἑστίαση ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ κοινὸ λαϊκὸ γεῦμα πάλι μὲ τὴν εὐκαιρία κάποιας γιορτῆς. Ἡ ἀρρηφορία ἢ ἐρρηφορία ἦταν τὰ ἔξοδα γιὰ τὴ συμμετοχὴ δύο κοριτσιῶν (8-11 χρόνων) στὴν ὕφανση τοῦ πέπλου γιὰ τὰ Μεγάλα Παναθήναια ἢ γιὰ τὴ διοργάνωση τῆς γιορτῆς τῶν Ἀρρηφορίων (Βλ. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τ. Γ2 σελ. 257 καὶ Λυσίας, «Ὀλυμπικός».)  Βλ. Glotz, La cité... index, λέξη eisphora καὶ Λυσίας, «∆ιαφθορᾶς ἀπολογία», ὅπου ὁ ρήτορας μιλάει γιὰ ὅλες τὶς λειτουργίες. Ἀλέξανδρος Κόντος Φιλόλογος-γλωσσολόγος-κοινωνιολόγος

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ὁ Τζορντά νο Μπροῦνο ὁδηγεῖται στὴν πυρὰ


«–ΣΤΗΝ  ΠΥΡΑ!»
«– ΔΕΝ  ΦΟΒΑΜΑΙ!»
Ἡ ἀθεΐα, ἡ δίκη καὶ ἡ καύση
τοῦ φιλοσόφου Τζ. Μπροῦ νο




Ὁ Τζορντά νο Μπροῦνο ὁδηγεῖται στὴν πυρὰ (Giulio Tamburrini, 2000).



Τὸ 1564 μὲ συντροφιὰ τὸ ἡμίφως τῶν ἰταλικῶν μοναστηριακῶν βιβλιοθηκῶν, ψά χνοντας παπύρειους κώδικες τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Ἐπίκουρου ἕνας 18χρονος δο μηνικανὸς καλόγερος, ὁ Τζορντάνο Μπροῦνο, ἀγωνιζόταν νὰ φέρῃ στὸ φῶς τὴ «Λο γική» καὶ «Ἠθική» τοῦ Σταγειρίτη φιλοσόφου. Ποιός ἦταν ὁ πρωτοπόρος αὐτὸς σκαπανέας τῆς «ἐπικίνδυνης» γιὰ τοὺς ἀφώτιστους καὶ ἀδαεῖς κληρικοκράτες, φι λοσοφικῆς- ἀνθρωπιστικῆς γνώσεως;

Ὁ βιογράφος του C. Martin («Giordano Brunno, Mystic and Martyr», 1921) ἀρχίζει μ’ ἕνα σημαντικὸ ἐρώτημα: Τί ἔψαχνε νὰ βρῇ ὁ Μπροῦνο στὶς ἐρεβώδεις βιβλιοθῆκες τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη;


Μὲ τὴν ἀθεμελίωτη διδασκαλία τοῦ Μεσαιωνικοῦ Καθολικισμοῦ, ὅτι «ἡ Φιλοσοφικὴ γνώση ἀπο τελεῖφύσει καὶ θέσει θεραπαινίδα τῆς παποκαισαρικῆς θεολογίας», οἱ παπικοὶ ὕψωσαν ὡς λάβαρο θριάμβου τὰ κακομεταφρασμένα κυρίως ἀπὸ τοὺς Ἀβερό η, Ἀβεκίνα καὶ Μαιμονίδη (οἱ δύο πρῶ τοι Μαυριτανοὶ Ἄραβες καὶ ὁ τρίτος Ἰουδαῖος τῆς Ἱσπανίας) κείμενα τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὴν Ἀ ραβικὴ στὴ Λατινικὴ Γλῶσσα. Ὁ Μπροῦνο ἀντιστεκόταν πεισματικὰ στὴν Ἀριστοτελικὴ παραχά ραξη, ὥστε νὰ χωρέσῃ στὴν παπικὴ τιάρα ὁ ἀχώρητος Ἀριστοτέλης. Ἀποτέλεσμα, ν’ ἀρχίσῃ μεγά λη διαμάχη ἀνάμεσα στὸν ἀπόφοιτο τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης καὶ τὸ Βατικανό.

Ἐπιπλέον ὁ νεαρὸς Μπροῦνο ἔβρισκε τὴν ἡλιοκεντρικὴ θεωρία ν’ ἀνταποκρίνεται στὰ πειράματα τοῦ Κοπέρνικου (1473-1543) καὶ στὶς ἡλιοκεντρικὲς θεωρίες τοῦ Γα λιλαίου Γαλιλέι, ὁ ὁποῖος ἐκ βιαζόμενος καὶ ἐπαπειλούμενος ἐκραύγαζε «καὶ ὅμως κινεῖται», , ὑποτονθορίζοντας «ἡ Γαία περὶτὸν Ἥλιον».
                           Ἀποσχηματισμὸς καὶ ζωὴ περιπλανώμενου

τὰ εἴκοσιπέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του ὁ Μπροῦνο ἀπέβαλε τὸ μοναστικὸ ράσο τῶν δομηνικανῶν «ψευδοαδελφῶν» του, ὅπως ἀποκαλοῦσε τοὺς συμμοναστές του, κι ἄρχισε τὸν πλάνηταβίο φορῶντας σανδάλια. Με τὰ τὸν ἀποσχηματισμό του αἰσθανόταν ὅτι ζοῦσε ὡς «ἐλεύθερος ἄνθρωπος». Εἶχε ἀπαλλαγῆ ἐπὶτέλους ἀπὸ τὰ φιλύποπτα βλέμματα τῶν «ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν». Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἀνοιγόταν διάπλατος. Ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκε ὅτι καὶ ὡς περιπλανώμενος ἀποτελοῦσε στόχο τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης. Βεβαίως οἱ δομηνικανοὶ τὸν κατηγοροῦ σαν ἀνοιχτὰ ὡς «ἀχάριστο πλάσμα, για τὶ δὲν τὸν ἔστειλαν κα τ’ εὐθείαν στὰ
βασανιστήρια», ἀλλὰ τὸν ἄφησαν νὰ μολύνῃ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν μοναστηριῶν μὲ βλάσφημες θεωρίες. Ὁ γνωστὸς συγγραφέας Henry Van Loon μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ὁ Μπροῦνο κατέφυγε στοὺς φυγᾶδες Ἰταλοὺς συμπατριῶτες του στὴν δυτικὴ Ἑλβετία, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔδωσαν ροῦχα νὰ ντυθῇ καὶ φαγητὸ νὰ φάῃ. Στὸ πτωχοκομεῖο, ποὺ τὸν τοποθέτησαν, κάθε βράδυ μέ χρι τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες κάτω ἀπὸ τὸ λιγο στὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ μελετοῦσε διαρκῶς κι ἔγραφε. Καρπὸς τῆς περιόδου ἐκείνης τὸ «De Incantationibus» («Περὶ τῶν ἐπῳδῶν») καὶ «Περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς». Ἐνῷ ἔγραφε αὐτὲς τὶς πραγματεῖες, παράλληλα χτυποῦσε τὰ πάθητοῦ ἱερατείου α) τὴν φιλαργυρία, β) τὴν ἐγωϊστικὴ συμπεριφορά, γ) τὴ σαρκολατρία. Ἡ δράσητου αὐτὴ ἄρχισε νὰ προκαλῇ τὴν ἑλβετικὴ κοινωνία στὸ σύνολότης· τὸν χαρακτήριζαν ὡς ἀσεβῆ καὶ ἄθεο. Τὸ τραγικὸ γεγονὸς γι’ αὐτὸν εἶναι, ὅτι οἱ καθολικοὶ ὅσο καὶ οἱ καλβινιστὲς ἑνώθηκαν ἐναντίον του, γιατὶ οἱ προτεστάντες τῆς Ἑλβετίας εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐκ κοσμικεύωνται ἀγκαλιάζοντας τὴν νεοπαγῆ μεταρρυθμιστική, δηλαδὴ ἐπαναστατικὴ κατὰ τοῦ παπισμοῦ, ἐξουσία, ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ εὐγενεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσχωρήσει στὴν Λουθηροκαλβινιστικὴ μεταρρύθμιση. Οἱ δραστηριότητες λοιπὸν τοῦ Μπροῦνο γιὰ κάθαρση τοῦ καθολικοῦ καὶ προτεσταντικοῦ Κλήρου δὲν ἄρεσαν στοὺς πάστορες τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, γι’ αὐτὸ διάφοροι πράκτορές τους ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν πληροφορίες γιὰ τὸ παρελθόντου. Οἱ φάκελλοι διωγκώθηκαν τόσο, ὥστε ἄρχισαν νὰ σχίζωνται. Παράλληλα ἡ Ἀστυνομία, φανερὴ καὶ μυστική, ἄρχισε τὶς παρακολουθήσεις καὶ στὸ τέλος ἡ Ἱερατικὴ Ἀστυνομία, ἡ ὁποία ἦταν ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν παρακολούθηση τοῦ «κοινωνικοῦ ἠθικοῦ ἐξοπλισμοῦ», τὸν ἀπέλασε, γιὰ νὰ καταφύγῃ στὴν φιλελεύθερη Ὁλλανδία.

 
                       Ἡ ἀπαγωγὴ καὶ μετα φορά του στὴν Βενετία 

Τὴν χώρα αὐτή, ἡ ὁποία εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ χιλιάδες Γάλλους Οὐγενότους , δηλαδὴ θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἀντιρρησίες, βρῆκε ἀκαδημαϊκὴ ἕδρα, γιὰ νὰ διδάξῃ ὁ Τζορντάνο Μπροῦνο. Ὅμως κι ἐκεῖ οἱ Βατικάνει οι πράκτορες ἄρχισαν νὰ τὸν ἐνοχλοῦν μὲ ἀθεϊστικὲς ἐρωτήσεις, κρυμμένοι μέσα στὸ πανεπιστημιακὸ ἀκροατήριο. Βεβαίως ποτὲ δὲν προσχώρησε στὸ μαχητικὸ ἀθεϊσμό, ἀλλά, ὅταν τὸν προκαλοῦ σαν ἐ π’ ἀκροατηρίῳ νὰ δηλώσῃ σὲ ποιά θρησκεία ἀνήκει, ἡ ἀπάντηση ἦταν κατηγορηματική: «Ἡ κάθε θρησκεία εἶναι συστηματικὸ περιτύλιγμα, ἄρα δὲν ἀνήκω σὲ κανένα θρυσκευτικὸ περιτύλιγμα ἢ σὲ ἰδεολογικὲς φωλίτσες.»

Ὁ Μπροῦνο
ἀντιστεκόταν
πεισματικὰ στὴν
Ἀριστοτελικὴ
παραχάραξη,
ὥστε νὰ χωρέσῃ
στὴν παπικὴ τιάρα
ὁ ἀχώρητος
Ἀριστοτέλης

Ὅμως δὲν σταματοῦσε ἐκεῖ: Μαστίγιο ἡ γλῶσσα του, προφητικὴ ράβδος ταλάνιζε εὐκαίρως- ἀκαίρως τὴν ἠθικὴ διαφθορὰ τοῦ Κλήρου, ἰδιαίτερα τοῦ καθολικοῦ ἀνύπανδρου ρωμαιοκαθολικοῦ Κλήρου τὴν ἀθεράπευτη σοδομία. (Σημ: Τί θἄλεγε ἆραγε, ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Μπροῦνο, γιὰ τοὺς φυλακισμένους ἐπὶσοδομιτισμῷ καρδινάλιους στὶς Η.Π.Α. ;) 

Οἱ ἀντίλαλοι τῆς φωνῆς του «ὥπερ φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» ἔφθασε πέρα κι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὁλλανδία μέχρι κάτω τὸ Βατικανό. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν προετοιμάσθηκε, μελετήθηκε ἡ ἀπαγωγή του ἀπὸ πληρωμένους Βενετοὺς ναῦτες, οἱ ὁποῖοι ἔφθαναν μέχρι τὸ Ἄμστερνταμ μὲ ἐμπορικὲς ἀποστολές. Ἕνα βράδυ, ἐνῷ εἶχε τελειώσει τὰ μαθήματά του, τὸν συλλαμβάνουν, τοῦ κλείνουν τὰ μάτια καὶ τὸν μεταφέρουν σὲ ἐμπορικὸ πλοῖο. Ὑπέστη ἱεροεξεταστικὰ βασανιστήρια. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ θεμελιωτὴς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ φιλοσοφικοῦ Ρασιοναλισμοῦ Βαροὺχ Σπινόζα συνελφθη ἀπὸ ὑπηρέτες. Ὁ Μπροῦνο ἀντιστεκόταν πεισματικὰ στὴν Ἀριστοτελικὴ παραχάραξη, ὥστε νὰ χωρέσῃ στὴν παπικὴ τιάρα ὁ ἀχώρητος Ἀριστοτέλης. τῆς ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς τῶν Παρισίων, ἐρραβδίσθη στὴ γυμνή του πλάτη, δεχόμενος παρὰ ἕναν τεσσαράκοντα ραβδισμούς, δηλ. 39, ἐπειδὴ δὲν δεχόταν τὴν κατὰλέξη διδασκαλία τῆς Παλαιοδιαθηκικῆς «Γενέσεως», καὶ τιμωρήθη κε δημοσίως καὶ παραδειγματικῶς, «ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχουσι».

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο σὲ «πανηγυρικὴ σύναξη» μπροστὰ στὴν βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴν Βενετία μαστιγώθηκε ὁ Μπροῦνο. Στὴ συνέχεια ἑπτὰ μαυροντυμένοι ἱεροεξεταστὲς μὲ καφὲ κουκοῦλλες τοῦ ἔκαναν ὡρισμένες ἐντελῶς προσωπικὲς ἐρωτήσεις, ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐρωτική του ζωή. Σκοπὸς τῶν ἐρωτήσεων αὐτῶν, ὅπως ἑρμηνεύουν δύο ἄλλοι βιογράφοι του, οἱ Boylting Willian («Giordano Bruno.-His life thought and martyrdom», London 1914) καὶ Foxe John («The book of mediaval martyrs», London 1900), νὰ τὸν ἐξευτελίσουν στὰ μάτια τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖο μὲ ἀνάμεικτα αἰσθήματα παρακολουθοῦσε τὴ δίκη τοῦ ἐπικίνδυνου αἱρετικοῦ. (Σημ.: Κάθε αἱρετικὸς ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ἀνισόρροπος καὶ ἐγκληματίας.) 






 Ὁ Ἰταλὸς φιλόσοφος Τζιορντάνο  
 Μπροῦνο (1548-1600) ὑποστήριζε,
 ὅτι τὸ Σύμπαν εἶναι ἄπειρο καὶ
ὁ μογενές. Θεωρήθηκε 
ἐπικίνδυνος καὶ αἱρετικός.
Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν
Ἱερὰ Ἐξέταση σὲ διὰ 
πυρᾶς θάνατο.

 

 Ἰδοὺ ἡ ἀνάκριση, ὅπως διασώθηκε: «Πρώην ἱερομόναχε Μπροῦνο, ἀφοῦ αὐτοκαθαιρέθηκες τοῦ ἱεροῦ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖο, ὅπως ἔγραφες, σ’ ἐμπόδιζε νὰ νυμφευθῇς, γιατί σήμερα ἐμφανίζεσαι ἐνώπιον τοῦ θείου ∆ικαστηρίου ὡς ἄγαμος;». Μπροῦνο: «Ποιός σὲ ἔβαλε μεσάζοντα ἀνάμεσα στὴν ἠθικὴ τοῦ θεοῦ καὶ τὴν ἀτομικὴ ἠθική μου συνείδηση; Τὸν γάμο ὡς μυστήριο τῶν παπάδων δὲν τὸν δέχομαι, ὡς δεσμευτικὸν τῆς ἐλευθερίας μου καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς μιᾶς γυναίκας ποὺ θὰ ἔσερνα ἰσοβίως μαζί μου. Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισα ὅτι μοῦταιριάζει νὰ ἔχω ἀντὶ μιᾶς πολλὲς γυναῖκες, ἀφοῦ ἠμποροῦσα νὰ τὶς θρέψω καὶ γενικὰ καλῶς νὰ τὶς συντηρσω.» Μέγας Ἱεροεξεταστής: «Θεὲ καὶ Κύριε, πῶς ἐπιτρέπεις νὰ ζοῦν ἀκόμα τέτοια βλάσφημα
 Ὁ Ἰταλὸς φιλόσοφος Τζιορντάνο Μπροῦνο (1548-1600) ὑποστήρζε, ὅτι τὸ Σύμπαν εἶναι ἄπειρο καὶ ὁ μογενές. Θεωρήθηκε ἐπικίνδυνος καὶ αἱρετικός. Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση σὲ διὰ πυρᾶς θάνατο.  Κτήνη καὶ νὰ μολύνουν μὲ τὴν ἀνηθικότητάτους τὸ σύνολο τῆς εὐσεβέστατης κοινωνίας μας; ∆υστυχισμένε αὐτοκαθῃρημένε ἱερομόναχε, συνειδητοποιεῖς ὅτι παίζεις μὲ τὴν φωτιά, αὐτὸ δὲν τὸ φοβᾶσαι;» Μπροῦνο:
 «Ὄχι. Ἐγὼ φοβᾶμαι τὴν φωτιὰ ποὺ σύντομα ὡς θρησκευτικὴ καταστροφικὴ μεταρρύθμιση θὰ κάψῃ τὰ γένεια καὶ τὰ χρυσοΰφαντα ἄμφιάσας». Μέγας Ἱεροεξεταστής: «Τὸ μήνυμα τῆς θεοστυγοῦς αἱρέσεως τὸ λάβαμε… Τὸ στίγμα, ὅπου στέκεσαι, γιὰ νὰ καταπατᾷς τὸ δόγμα καὶ τὴν ἠθικὴ τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πλέον γνωστό. Ποιᾶς περισσότερης μαρτυρίας ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν γυμνοκέφαλη αἵρεση τῆς ἀσέβειας καὶ πολυγαμίας; Εἶναι ἀσήκωτα τὰ κρίματά σου, πρώην καλόγερε. Ἐνώπιον θεοῦ καὶ ἀνθρώπων τὸ ἱεροδικεῖο ἀποσύρεται σὲ σύσκεψη.» Ἡ ἀπόφαση ἀργοῦσε, γιὰ νὰ δειχθῇ στὸ φιλοθεάμον κοινὸ τῆς πλατείας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ὅτι ἡ κατάσταση ἦταν τρομερὰ σοβαρή, γι’ αὐτὸ χρειαζόταν βαρύγδουπη ἀ πόφαση… Τὸ εὐσεβέστατο ποίμνιο σεριάνιζε μέσα στὴ μεγάλη πλατεῖα μασουλίζοντας μαντολάτα καὶ πασατέμπο. –
                                                                                                                                                                   Οἱ ἱεροεξεσταστὲς
ἔσυραν ἀπὸ τὶς
φαρδειὲς τσέπες
τῶν κατάμαυρων
ράσων τους τὰ
ἱερώτατα «βιβλία
προσευχῶν»
τους. Ἡ ἀπόφαση
ἐλήφθη. Στὴν πυρά,
στὴν πυρά, ἀφοῦ
προηγουμένως
τὸν ξανακτύπησαν
μὲ παρὰ ἕναν
τεσσαράκοντα
ραβδισμούς




                                    «Στὴν πυρά!» – «∆ὲν σᾶς φοβᾶμαι!»

 ἐπὶτέλους με τὰ τὸ μεσημέρι, τὶς πρῶτες ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς 14ης Αὐγούστου, ξημερώνοντας τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Beata Virgine, ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη. Στὴν πυρά, στὴν πυρά, ἀφοῦ προηγουμένως ξανακτυπήθηκε μὲ παρὰ ἕναν τεσσαράκοντα ραβδισμούς, καὶ ἐπὶ πλέον ἀπολογία ἐπίσημη δὲν χρειαζόταν, γιατὶ ἁπλῶς οἱ θεοστυγεῖς πράξεις του καὶ ὁ ἔκνομος ἀπὸ τοῦ θεοῦ τὸ δρόμο βίος του καταμαρτυροῦ σαν 


. Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς, ὅπου διαβαζόταν ἡ «ἱεροκαταδίκη», ἄρχισαν νὰ κρούωνται οἱ κώδωνες τοῦ ναοῦ τῆς Santa Maria Sambra Minerva. Οἱ ἱεροεξεσταστὲς μαρμάρωσαν καὶ ἔσυραν ἀπὸ τὶς φαρδειὲς τσέπες τῶν κατά μαυρων ράσων τους τὰ ἱερώτατα «βιβλία προσευχῶν» τους. «Ὦ τῆς ἀνίερης εὐσέβειας – τῶν ἀνθρωποφάγων ἱεροεξεταστῶν», ἄρχισε νὰ κραυγάζῃ τὸ κατηγορούμενο θῦμα. Ἀφοῦ ἔγινε καὶ ὁ σύντομος ἑσπερινὸς τῆς Beata Virgine, προχώρη σαν στὴν ἐκτέλεση, πρὶν ὅμως προχωρήσουν στὴν πράξη τους τῆς «διὰ πυρὸς ἐκτελέσεως», ὁ καταδικασμένος ἀπαντοῦσε στοὺς ἱεροεξεταστὲς ρασοφόρους: «∆ὲν σᾶς φοβᾶμαι» 

.Οἱ ἱεροεξεταστὲς ἔσυραν ἀπὸ τὶς φαρδειὲς τσέπες τῶν κατάμαυρων ράσων τους τὰ ἱερώτατα «βιβλία προσευχῶν» τους. Ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη. Στὴν πυρά, στὴν πυρά, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν ξανακτύπησαν μὲ παρὰ ἕναν τεσσαράκοντα ραβδισμούς.  Τὴν πληροφορία γιὰ τὸ κάψιμο τοῦ Μπροῦνο τὴ διέσωσε ἕνα μοναστικὸ χρονικὸ μὲ τ’ ἀκόλουθα ἀπαξιωτικὰ λόγια: «Τὴν Πέμπτη στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1600 ἡ Ἁγία Καθολικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία διὰ τοῦ Ἱεροῦ Συνοδικοῦ τῶν ∆ομηνικανῶν Πατέρων Ἱεροδικείου κατεδίκασε στὸ πρόσωπο τοῦ παραβάτη καὶ ἀποστάτη θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τὸν Ἰορδάνη Μπροῦνο, ἡ μνήμη του ἂς εἶναι ἀπαίσια καὶ τερατώδης.» Μιὰ ἄλλη σημείωση, ποὺ εἶχε ἡμερομηνία 16 Αὐγούστου 1600, γράφει: «Χθὲς τὸ πρωὶ κάηκε ζωντανὸς στὴν πεδιάδα τῶν λουλουδιῶν ὁ ἁμαρτωλὸς ἐκεῖνος πρώην δομηνικανὸς μοναχὸς ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ ἀπὸ τὴν Νόλα τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ὑπῆρξε ἕνας ἀρχιεγωϊστὴς τυχοδιώκτης καὶ ἐρωτύλος.» 

Ὁ Cantu, χωρὶς ν’ ἀναφέρῃ τὴν πηγή, γράφει τὰ ἑξῆς: «Λένε, ὅτι, ὅταν τοῦ πρόσφεραν τὸν σταυρωμένο, αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ τὸν φιλήσῃ καὶ ἐπανέλαβε τοὺς λόγους τοῦ Πλωτίνου: “Χρειάστηκε τεράστια δύναμη, γιὰ νὰ ἑνώσῃ πάλι αὐτὸ ποὺ ἦταν θεῖον σ’ ἐμένα μ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι θεῖον στὸ Σύμπαν”». 

Ὁ Schopp γράφοντας στὸν προτεστάντη φίλο του Conrad Rittershausen τὴν ἴδια μέρα, δηλαδὴ στὶς 17 Φεβρουαρίου τοῦ 1600, τοῦ λέει, ὅτι, ὅταν ὁ Μπροῦνο «ὡδηγήθηκε στὴν πυρὰ σήμερα, ἂν καὶ ἐπρόκειτο σὲ λίγο νὰ πεθάνῃ                                      

                                                                                                                                                          Ἀρνήθηκε νὰ
φιλήσῃ τὸν
σταυρωμένο, ποὺ
τοῦ ἀκούμπησαν
στὰ χείλη του, καὶ
ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ
πρόσωπό του μὲ
ἀγανάκτηση


ὡστόσο ἀρνήθηκε νὰ φιλήσῃ τὸν σταυρωμένο, ποὺ τοῦ ἀκούμπησαν στὰ χείλη του, καὶ ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του μὲ ἀγανάκτηση». Καὶ συνεχίζει: «Ἐπὶ τέλους εἶχε φτάσει στὴν πραγματικὴ ἀξία τῶν διαλεκτικῶν καὶ σὲ μία ἐπίσημη θρησκεία τῆς ἀγάπης. Εἶχε τελειώσει μὲ τὶς κοροϊδίες τῶν ἠλίθιων ζηλωτῶν, ποὺ ἀπὸ τὸ γολγοθᾶ μετατρέψανε τὸ σύμβολο τῆς αὐτοθυσίας σὲ μία μηχανὴ γιὰ τὴν ἐξαπόλυση ὅλων τῶν διαβόλων ποὺ ἐλλοχεύουν στὸ ἀνθρώπινο στῆθος, γιὰ νὰ καταστρέφουν καὶ νὰ ρημάζουν. Εἶχε ἐξυμνήσει τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὸν θάνατο. Εἶχε πεῖ, ὅτι κατεχόταν τόσο πολὺ ἀπὸ ἄλλες σκέψεις, ὥστε δὲν θὰ αἰσθανόταν τὴν ἀγωνία τῶν τελευταίων του στιγμῶν. Ξέρουμε, ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ νικητὴς πάνω στὸ μνῆμα. Ἐκείνη ἡ ὑπέρτατη ἐμπιστοσύνη πρὸς ἕνα λογικὸ Σύμπαν γέμιζε τόσο πολὺ τὴν ψυχή του, ὥστε οἱ αἰσθήσεις του ἦταν νεκρὲς στὸ βασανιστήριο καὶ στὴν πυρά. Αὐτὸ μποροῦμε εὐλαβικὰ νὰ ἐλπίζουμε. » Ἔτσι τελείωσε μία ζωή, ἡ ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ὑπέρτατη ἑνότητα σκοποῦ, δηλαδὴ νὰ γνωρίζῃ κανεὶς τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν βροντοφωνῇ.»

 (Πηγή: William Boulting, Giordano Bruno, μετάφραση Γεωργίου Β. Παπαστάμου, σελ. 303 κ.ἐπ.) Γεώργιος Μουστάκης ∆ρ Θεολογίας - Κοινωνιολογίας