Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

ΟΥ ΚΙΑΜΙΛ ΜΠΕΗ





[Ό Κιαμίλ μπέης της Κορίνθου ἦτο κατά το 1821 ὁ ἰσχυρότατος καί πλουσιότατος των ἐν Πελοποννήσῳ Τούρκων. Φοβηθείς ἐκ της προόδου της ἐπαναστάσεως των Ἑλλήνων, κατέφυγεν εἰς την Τρίπολιν, καταλιπών την οἰκογένειάν του εἰς τον Ακροκόρινθον, ὅπου ενέκρυψε καί τους θησαυρούς αὐτοῦ, τους ὁποίους ὁ λαός ἐφαντάζετο ὡς ἀνερχόμενους εἰς πολλά ἑκατομμύρια Κατά την ἅλωσιν της Τριπόλεως συνελήφθη αἰχμάλωτος καί καθείρχθη εἰς τον Ακροκόρινθον. Ότε δ' ἐπιδραμόντος του Δράμαλη κατά το 1822 ὁ φρούραρχος Ἀχιλλεύς Θεοδωρίδης ἐγκατέλιπε τον Ακροκόρινθον, ἔκρινεν ἀναγκαῖον νά θανατώση τον Κιαμίλ, ὅστις ηρνείτο ν' ἀποκαλύψη εἰς τους Ἕλληνας τας κρύπτας των χρημάτων του. Μέρος τούτων λέγεται ὅτι εὗρεν ὁ Δράμαλης, ὅστις καί ἐνυμφεύθη την χήραν του Κιαμίλ μπέη].

Πῆραν τα κάστρα, πῆραν τα, πῆραν καί τα ντερβένια,

πῆραν καί την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.

Κλαίουν ταχούρια γι’ ἄλογα καί τα τζαμιά γι’ αγάδες,

κλαίουν ‘ς τους δρόμους Τούρκισσαις, κλαίουν εμιροπούλαις,

κλαίει καί μία χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη.

Ἄχ! ποῦ σαὶ καί δὲν φαίνεσαι, καμαρωμένε ἀφέντη;

Ἤσουν κολόνα ‘ς το Μοριά καί φλάμπουρο ‘ς την Κόρθο,

ἤσουν καί 'ς την Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.

'Στὴν Κόρθο πλια δὲ φαίνεσαι, οὐδέ μεσ 'ς τα σαράγια.

Ἕνας παπᾶς σου τα κάψε τα γέρμα τα παλάτια.

Σκλάβος ραγιάδων ἔπεσες καί ζῆς ραγιᾶς ραγιάδων"

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

O Κίτσος Τζαβέλας ή Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Αθήνα, 9 Μαρτίου 1855)



O Κίτσος Τζαβέλας ή Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Αθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ήταν Έλληνας – Αρβανίτης αγωνιστής της επανάστασης του ’21 από το Σούλι της Ηπείρου και μετέπειτα στρατηγός, υπουργός και πρωθυπουργός.
— Βιογραφία
— Ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Γεννήθηκε στο Σούλι, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα τους, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος – αρχηγός, σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή Πασά, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822 γύρισε και πήρε μέρος ως αρχηγός 35 Σουλιωτών, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 και στη μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πήρε μέρος και στη Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
— Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών, ως αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και κατέφυγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ” αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά.
— Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.
Το 1854, όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε.
Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.





Ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης τοῦ Νικηταρά




Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος ἢ Νικηταρὰς ἢ Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στὴ Νέδουσα Μεσσηνίας, ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ βρίσκεται στοὺς πρόποδες τοῦ Ταϋγέτου, 25 χλμ ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καλαμάτας. Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Τουρκολέκα, τοῦ δήμου Φαλαισίας τῆς Μεγαλόπολης. Ἦταν ἀνηψιὸς τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ὁ Νικηταρὰς συνελήφθῃ τὸ 1839 καὶ καταδικάστηκε, ἂν καὶ παντελῶς ἀθῶος, σὲ ἑνάμιση χρόνο φυλακή, τὴν ὁποία ἐξέτισε στὶς φυλακὲς τῆς Αἴγινας. Ὅταν ἀποφυλακίστηκε, ἢ ὑγεία του ἦταν ἐξασθενημένη ἐνῶ ἔχασε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ὅραση τοῦ. Βίωσε τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας ὅταν τοῦ ἀρνήθηκε μιὰ ἀξιοπρεπῆ σύνταξη ὥστε νὰ ζεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ εὐπρεπῶς καὶ ἀντὶ αὐτοῦ, τοῦ χορηγήθηκε "ἄδεια ἐπαιτείας" στὸν ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Τὸ 1843 του ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ ὑποστράτηγου μαζὶ μὲ μία πενιχρὴ σύνταξη. Πέθανε τὸ 1849 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν. Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ταφεῖ δίπλα στὸ Κολοκοτρώνη ὅπως κι ἔγινε.
Ὁρισμένες ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης του :
Ὁ Νικηταρὰς ἄνοιξε τὴν αὐλαία τῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές της. Τὴ νύκτα τῆς 16ης πρὸς 17η Μαρτίου 1821 συνεπλάκῃ μὲ μιὰ ὁμάδα Τούρκων ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμάτα. Στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1829 ἔριξε τοὺς τελευταίους πυροβολισμοὺς τοῦ Ἀγῶνα στὴν Πέτρα τῆς Βοιωτίας.
Στὴ νεκρολογία ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Αἰών», ἀναφέρθηκε ὅτι οἱ μάχες στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας του. Τὰ παραπάνω δὲν παρουσιάζονται ὡς ὑπερβολὴ ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τίς μεγαλύτερες καὶ ἀποφασιστικότερες μάχες τοῦ Ἀγῶνα (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Ἀράχωβα, Μεσολόγγι, Φάληρο κλπ.) συμμετεῖχε καὶ δεκάδες ἄλλες. Μέσα σὲ τέσσερις μόνο μῆνες (ἀπό τα Μαΐου μέχρι τίς 23 Σεπτεμβρίου 1821) συμμετεῖχε σὲ περισσότερες ἀπὸ εἴκοσι μάχες καὶ συμπλοκὲς γύρω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μάχης στὰ Δερβενάκια ἄλλαξε τέσσερα σπαθιά, καθὼς τὰ τρία ἔσπασαν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς σύγκρουσης χρειάστηκε ἰατρικὴ βοήθεια γιὰ νὰ ξεκολλήσει τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι του, καθὼς εἶχε ὑποστεῖ βαριᾶς μορφῆς ἀγκύλωση. Κατὰ τὴν ἴδια μάχη ὅταν ἔνιωθε τὴν κούραση νὰ τὸν καταβάλλει ἔδινε κουράγιο στὸν ἑαυτό του λέγοντας «κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις».
Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες συμπολεμιστῶν του ὁ Νικηταρὰς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης ἐξολόθρευσε πάνω ἀπὸ 300 Τούρκους. Ὁ ἀριθμὸς δὲν εἶναι ὑπερβολικὸς ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν ἀριθμὸ τῶν μαχῶν στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε, τὴν τρομακτικὴ ὀρμητικότητα καὶ τὴν ἰδιαίτερη μαχητική του ἱκανότητα. Ὁ ἴδιος ὁ ἥρωας σὲ μιὰ συνάντησή του μὲ τὸν Γερμανὸ φιλέλληνα C. F. Bojons τοῦ εἶπε πὼς εἶχε ἐξολοθρεύσει 300 Τούρκους μέσα σὲ ἕνα ἑξάμηνο!
Ὅταν τὸ γαλλικὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα, ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Μαιζόν, ἀποβιβάστηκε στὸ Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας μὲ ἀποστολὴ τὴν ἐπιτήρηση τῆς ἀποχώρησης τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰμπραήμ, ὁ Νικηταρὰς ἔσπευσε νὰ προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του. Καθόταν τυλιγμένος μὲ τὴν κάπα του στὴ σκηνή του τρέμοντας ἀπὸ τὸν πυρετό. Μοναδική του τροφὴ ἦταν λίγες ἐλιὲς μέσα σὲ ἕνα πήλινο δοχεῖο. Ὅταν τὸν ἐπισκέπτονταν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ ἔκρυβε τίς ἐλιὲς κάτω ἀπὸ τὴν κάπα του. Ὁ Μαιζόν, ὅταν του τὸ ἀνέφεραν, θέλησε νὰ τὸν περιποιηθεῖ ὅπως τοῦ ἅρμοζε. Ὁ περήφανος ὁπλαρχηγὸς ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι δὲν τοῦ ἔλειπε τίποτα καὶ ὅτι ἡ Ἑλλάδα μποροῦσε νὰ θρέψει τοὺς στρατιῶτες της. Ταυτόχρονα ἔκρυβε ἐπιμελέστερα τὸ δοχεῖο μὲ τίς ἐλιές του.
Σὲ ἕναν περίπατο τοῦ Τερτσέτη καὶ τοῦ Πολυζωίδη, ἀμέσως μετὰ τὴν πολύκροτη δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν πεισματικὴ ἄρνηση τῶν δύο δικαστῶν νὰ τὸν καταδικάσουν, ὁ λαὸς τοῦ Ναυπλίου στάθηκε εὐλαβικὰ μπροστὰ στοὺς διερχόμενους, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὸν ἀπεριόριστο θαυμασμὸ γιὰ τὴ στάση τους. Ξαφνικὰ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος ξεπρόβαλε ὁ Νικηταράς, πλησίασε τὸν Πολυζωίδη καὶ τοῦ εἶπε δακρυσμένος: «Πρόεδρε μὲ τὴν ἡρωική σου διαγωγή μου πῆρες τίς δάφνες τῶν Δερβενακίων».
Ὁ Νικηταρὰς ἐτάφῃ δίπλα στὸν Θ. Κολοκοτρώνη στὸ Α' Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν. Ὡστόσο φαίνεται πὼς ὁ θάνατος τῆς γυναίκαςκαι τῶν παιδιῶν του καὶ ἡ ἔλλειψη στενῶν συγγενῶν καὶ ἄμεσων ἀπογόνων στάθηκε ἀφορμὴ νὰ μὴν ἐνδιαφερθεῖ κανένας γιὰ τὴ σορό του. Τὴ στιγμὴ ποὺ χῶρες μὲ σαφῶς μικρότερη στρατιωτικὴ ἱστορία ἀπὸ αὐτὴ τῆς Ἑλλάδας «κτενίζουν» τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν ὀστᾶ στρατιωτῶν τους, νὰ τὰ ἐπαναφέρουν στὴν πατρίδα καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μὲ τίς πρέπουσες τιμές, ἡ χώρα μας ἀγνοεῖ τὴν τύχη τῶν ὀστῶν τῶν περισσοτέρων πολεμιστῶν ποὺ χάρη στὴν προσωπική τους θυσία τῆς ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει τὴν ἱστορική της πορεία.





  

— Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες,



— Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες, ἀποδείχθηκαν ὅτι δὲν ἦσαν ἀρκετὲς γιὰ ἐπαναστάτες - γίγαντες, σὰν τὸν Ἕλληνα - Ἀρβανίτη ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ. Χρειάζεται ἡ οἰκουμένη!!!!!!


=== Διονυσίου Σολωμοῦ: Εἰς τὸν Μάρκο Μπότσαρη

— ἡ Δόξα δεξιὰ συντροφεύει

τὸν ἄντρα, ποὺ τρέχει μὲ κόπους

τῆς Φήμης τοὺς δύσβατους τόπους,
καὶ ὁ Φθόνος τοῦ στέκει ζερβά,
μὲ μάτια, μὲ χείλη πικρά.
— Ἀλλ᾿ ὅποτε ἡ μοῖρα τοῦ γράψει
τὸν δρόμον τοῦ κόσμου νὰ πάψει,
ἡ Δόξα καθίζει μονάχη
στὴν πλάκα τοῦ τάφου λαμπρή,
καὶ ὁ Φθόνος ἀλλοῦ περπατεῖ.
— Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει
ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη.
Κλεισμένο γιὰ πάντα τὸ μάτι,
ὁποῦχε πολέμου φωτιά. -
Ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα,
μὴ λάχῃ σᾶς βλάψω τ᾿ αὐτία.
Τρεχάτε στὰ μνήματα μέσα,
καὶ ψάλτε μὲ λόγια τρελλὰ -
ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Τὸ λείψανο, ποῦχε γλυτώσει
ὁ Πρίαμος μὲ θρήνους, μὲ δῶρα,
ἐγύριζε ὀπίσω τὴν ὥρα
ποὺ πέφτει στὴν ὄψι τῆς γῆς
τὸ φῶς τὸ γλυκὸ τῆς αὐγῆς.




ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ 2 ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ — Ἐβγῆκαν


μαζὶ τῆς θλιμμένης

Τρωάδας ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη

γυναῖκες, παιδάκια καὶ γέροι,

θρηνῶντας, νὰ ἰδοῦν τὸ κορμὶ

ποὺ χάνει γί᾿ αὐτοὺς τὴν ψυχή.

— Κλεισμένο δὲν ἔμεινε στόμα

ἀπάνου στοῦ Μάρκου τὸ σῶμα.

Ἀπέθαν᾿ ἀπέθαν᾿ ὁ Μάρκος.

Μία θλίψη, μία ἄκρα βοή,

καὶ θρῆνος καὶ κλάψα πολλή.

— Παρόμοια ἠχὼ θὰ λαλήσει,

τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,

παντοῦ στὸν καινούργιον ἀέρα.

Παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεῖ

νὰ κάμει καθένας νὰ ἐβγεῖ.











Αθανάσιος Διάκος (1788-1821 24 Απριλίου). «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω»

Αθανάσιος Διάκος (1788-1821 24 Απριλίου). «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω»
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!».
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και μάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1782). Ο τόπος γέννησης του Αθανάσιου Διάκου, αποτελεί σημείο τριβής και διεκδικείται από δύο χωριά, την Άνω Μουσουνίτσα και την Αρτοτίνα. Και τα δυο, χωριά της Φωκίδος.
Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα.
Σημείο τριβής, αποτελεί και το πραγματικό επώνυμο του Διάκου. Αναφέρονται τα Μασαβέτας (γράφεται και Μασσαβέτας) και Γραμματικός. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια αμφισβήτηση μεταξύ αρκετών ιστορικών, με στοιχεία που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους, τόσο για το γενεαλογικό δέντρο του Διάκου, κυρίως απ’ την πλευρά του πατέρα του, όσο και για τον τόπο γέννησης και διαμονής του 
Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και το κανονικό όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραμματικός.
Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραμματικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραμματικό, έναν εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραμματικός, εμφανίζεται και με το επώνυμο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραμματικός, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά μεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο.
Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραμματικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόμησε ένα κοπάδι πρόβατα και μια στάνη για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του.
Η μοίρα όμως ήταν σκληρή με την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν.
Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.
Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον μοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθμό (Διάκος).
Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία και σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή.
Ήταν διάκονος ακόμα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ’ αυτόν τον γάμο αναγκάστηκε αμυνόμενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ηττήθηκε απ’ τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισμό σκοποβολής.
(Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιασμένος απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού, του έκανε άσεμνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.)
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «λημέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη Τσαμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην μάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε με ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισμό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη.
Παρ’ όλη την παλληκαριά του όμως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόμη κι έτσι, νομίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαμένει για έναν χρόνο (συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια). Μετά από προδοσία όμως, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου.
Επειδή ο Τσαμ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασμά του χωρίστηκε σε τρία μικρότερα αποσπάσματα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί με τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρματολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντομα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα), στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρμάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόμενο του φιρμανιού, τον συμβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που εκείνον τον καιρό είχε καλές σχέσεις με τον Αλή πασά.
Οι δυο άντρες πράγματι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το φιρμάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων), στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.
Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιμασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άμφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα Κλεφτών.
Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, με την σύμφωνη γνώμη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρματολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρματολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο.
Η σημαία του Αθανάσιου Διάκου
Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λειβαδιά με σκοπό την κατάληψη της.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση.
Στις 31 Μαρτίου, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου.
Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαμία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη η ώρα για ξεσηκωμό και απέτυχε.
Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς (ενώ την άλλη μέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτομα) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός.
Όμως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε.
Θυμήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις μυριάδες των Περσών. «Αγίασε» με το αίμα του άλλη μια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέμησε λοιπόν με πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα.
Κι αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά μόνο 20-30 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν…
Η άνιση μάχη αρχίζει κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.
Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ’ τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυματίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαμβάνουν ζωντανό, μες τα αίματα και τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.
Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν οι τραυματίες.
Οι πασάδες, έχοντας αιχμάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Λαμία (Ζητούνι). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά μπροστά πεζός. Φοβούμενοι όμως σύντομα, μην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μουλάρι που είχε ελαφρά δεμένα το πόδια του για να μην μπορεί να τρέξει.
Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον του σημείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί.
Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιμές, με αντάλλαγμα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα.
Ο Μεχμέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Ομέρ Βριώνη), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυμος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχμέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».
Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.
Ο Χαλήλ μπέης μάλιστα, απαίτησε στο σημείο του μαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να μην βασανίζεται μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.
Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε μερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να με σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να με παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είμαι» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν).
Κάποιοι απ’ τον συγκεντρωμένο κόσμο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τομάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά, «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωμιός ή Χριστιανός).
Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί με πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση «Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει. Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι».
Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Πως όμως γινόταν ο ανασκολοπισμός από τους Τούρκους;
Μια λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire:
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.
Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».
Παρ’ ότι ο ανασκολοπισμός του Διάκου είναι αδιαμφισβήτητος, εν τούτοις οι πληροφορίες που αφορούν τον τόπο και τις ώρες του μαρτυρίου του, είναι συγκεχυμένες.
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μεταφέρθηκε στην Αλαμάνα κι αφού σουβλίστηκε, τον έστησαν όρθιο και τον αποτελείωσαν οι Τούρκοι με πυροβολισμούς.
Κατά μία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».
Σύμφωνα πάντως με τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου, μετά το σούβλισμα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόματι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγμένο πανί και το έφερε με τρόπο στο στόμα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε.
Το ψήσιμο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από μερικούς αμφισβητήσιμο, αναφέρεται και στην επίσημη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέμει τιμητικά μετά θάνατον τον βαθμό του Στρατηγού.
Οι Τούρκοι, μετά από 6 ημέρες (κατ’ άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώμα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισμένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και μαζί με τα υπόλοιπα μαρτυρικά κορμιά να τα πετάξουν.
Όπως μαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώμα σκεπάστηκε με κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ’ ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισμό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.
Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραμένει εώς σήμερα ένα ερωτηματικό.
Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά μετά από μερικές μέρες και ξέθαψε το σώμα. Το μετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα μικρό ερημοκκλήσι της Λαμίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σημείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, με ψήφισμά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχμών για «…την ανακομιδή των λειψάνων του αοίδομου πρωτομάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την μεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν…».
Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «…το μέρος ηρευνήθη, αλλ’ ουδέν ίχνος ευρέθη».
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπάρχει έγγραφο με θέμα μια αίτηση (η οποία έγινε δεκτή) προς την Κρατική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, την οποία είχε υποβάλλει ο αγωνιστής του 1821 και πρώην διερμηνέας του Ομέρ Βρυώνη, Παναγιώτης Σκορδής. Ο Σκορδής ζητά την οικονομική βοήθεια της πολιτείας, καθώς ξόδεψε όλη του την περιουσία στον Αγώνα. Ανάμεσα στις πράξεις τις οποίες γράφει και πιστεύει ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν, αναφέρει και την εξαγορά έναντι 5.000 γροσίων απ’ τους Τούρκους της σορού του Αθανάσιου Διάκου, με 130 ακόμα «κεφαλάς», καθώς και την απελευθέρωση 24 αιχμαλώτων.
Το έγγραφο αυτό, αν και δεν διευκρινίζεται εδώ που ακριβώς έθαψε ο Σκορδής τις σορούς, υποστηρίζεται από ανάλογο του συνταγματάρχη Ζαφειρόπουλου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Πιθανότατα ακόμη, αν ο Δήμος Λαμιέων επανέλθει επί του ψηφίσματος της 16-8-1843, μια νέα έρευνα επί του σημείου της ταφής του Διάκου, να είναι επιτυχής. Αν σκεφτούμε μάλιστα πως στην περιοχή αυτή, εκτός του σώματος του ήρωα ερρίφθησαν και τα κεφάλια 130 αγωνιστών, τότε μάλλον πρέπει να υποθέσουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ομαδικό τάφο».
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του…
Το μνημείο του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα Στο σημείο του μαρτυρικού του θανάτου, στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Το 1886 με πρόταση του ταγματάρχου Ρούβαλη και αργότερα (1889) με ενέργειες του δημάρχου Λαμιέων, Σκληβανιώτου, κατασκευάστηκε σε ανάμνηση της τραγικής θυσίας του Αθανασίου Διάκου.
Είναι ένας Γολγοθάς, δηλαδή συσσώρευση μεγάλων λίθων πού έχει στην κορυφή του μαρμάρινο σταυρό τον οποίο περιβάλλουν φύλλα δάφνης. Στην πρόσοψη του Γολγοθά υπάρχει η επιγραφή:
«Ούτος ο τόπος ενθα τήν 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».
Σε άλλη πλάκα πού τοποθετήθηκε το 1930 με την συμπλήρωση 100 χρόνων ελεύθερης Λαμίας, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε τούς ακόλουθους στίχους:
«Και των ηρώων καύχημα στην δόξα του Κυρίου,
Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα».
Πίσω ακριβώς από το μνημείο επί υψηλού τοίχου εντός κόγχης υπάρχει η προτομή του Αθανασίου Διάκου. Επίσης η είσοδος είναι μαρμάρινη με δύο πυρσούς σε κάθε κολώνα λεπτής τέχνης.
Κενοτάφιο Αθανασίου Διάκου
Στην ομώνυμη πλατεία της Λαμίας, υπάρχει το άγαλμά του, όπου τον παρουσιάζει να μάχεται με το σπασμένο σπαθί…
Το άγαλμα του Διάκου, στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, στη Λαμία
Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες».
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου», φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε.
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα.
Τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια.
Κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις;
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;».
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω ‘γω κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Τον Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι».


















ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ

ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ

Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ

Στο πολύστιχο αυτό ποίημα, ο ήρωας περιπλανιέται σαν ένας άλλος Oδυσσέας σε χώρες και τόπους και καταγράφει τις εντυπώσεις του. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το δεύτερο Άσμα και αναφέρεται στην επίσκεψή του στην Ελλάδα. Η σύγκριση ανάμεσα στην ένδοξη αρχαιότητα και στον υπόδουλο ελληνισμό προκαλεί στον ποιητή συναισθήματα νοσταλγίας, λύπης και οργής. Το έργο αυτό επηρέασε τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς και συνέβαλε στην ενίσχυση του φιλελληνισμού, που τόσο βοήθησε την ελληνική επανάσταση. O Μπάυρον διέθεσε την περιουσία αλλά και τη ζωή του στον αγώνα για την εθνική μας απελευθέρωση και πέθανε στο Μεσολόγγι το 1824. Στις στροφές που ακολουθούν ο ήρωας ανάμεσα στους στύλους του Oλυμπίου Διός ατενίζει την Ακρόπολη και κάνει πικρές σκέψεις για τη φθορά του χρόνου, αλλά και για τη λεηλασία των μνημείων από το λόρδο Έλγιν.
Ελγίνεια Μάρμαρα

Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,
εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος
ήταν, του Κρόνου ω Oλύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι
πάντα κανείς απ' το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.
Ω απίστευτο· μήδε κι αυτό της φαντασίας το μάτι
δεν πλάθει ό,τι με κάματο* λες σβήσαν οι καιροί.
Μα οι στύλοι οι περήφανοι δε θεν απ' το διαβάτη
καν να στενάξει· πάνω τους ο Τούρκος ξαποσταίνει*
με δίχως έννοια, κι ο Ρωμιός σφυρίζει και διαβαίνει.

Μ' απ' όλους όσους το Ναό κουρσέψαν κει ψηλά,
όπου η Παλλάδα ίσαμε* χτες λημέρευε μονάχη,
πονώντας και μη θέλοντας ν' αφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα νά 'χει
γραφτό ήταν ο υστερότερος στη φαύλην αρπαγή;
Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα.
Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,
τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.
Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν αποτροπιασμένο.

Oι Πίκτοι* να και σήμερα τι θε ν' αφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,
που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.
Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!
Όσοι ν' αρπάξουν σκέφτηκαν απ' τη γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ' ακρογιάλι.
Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί* μπρος στους βωμούς της τώρα,
να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.

Τώρα, το κρένει Βρετανός, ποιος το 'λπιζε, στοχάσου,
πως η Αλβιόνα* έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
μη στην Ευρώπη, είναι ντροπή, μην πεις το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι, διαφεντεύτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, που και χρόνια
και τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.

Η αιγίδα* σου η θαυματουργή που ξάφνιασε στη στράτα
τον θεριωμένο Αλάριχο*, Παλλάδα*, τι έχει γίνει;
Τι του Πηλέα γίνηκεν ο γιος*, που τον εκράτα
του κάκου ο Άδης σκλάβο του, και που τη μέρα εκείνη
πετάχτη η σκιά του πάνοπλη στο φως· μη δεν μπορούσε
ξανά ν' αφήσει ο Πλούτωνας* τον ήρωα να βγει,
να σκιάζει* κι άλλον άρπαγα μπροστά στην αρπαγή!
Ω! μπρος στης Στύγας* τις οχθές ανέμελα γυρνούσε
κι αφήκεν απροστάτευτες, τη μαύρη εκείνην ώρα,
μετόπες που διαφέντευεν είκοσι αιώνες τώρα.
Θεόδωρος Βρυζάκης, «Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι»

Θεόδωρος Βρυζάκης, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι

Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα,
ό,τι εραστής όπου θεωρεί μπρος του νεκρή ερωμένη,
κι αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη* απομένει,
μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα
να σου τα γδύνουν Βρετανοί, που θα 'πρεπε ταμένοι
να στέκουν φυλακάτορες στα λείψανα τεμένη*.
Ανάθεμά τη τη στιγμή κουρσάροι που αρμενίζαν
απ' το νησί τους, κι έσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, αρπάζοντας να παν στα βορινά
και μισητά τους κλίματα, θεούς που ανατριχιάζαν.


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ὁ ἀφορισμός τῶν Κλεφτῶν καὶ τῶν Ἀρματολῶν της Πελοποννήσου ἀπὸ το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο το 1805


Ὁ ἀφορισμός τῶν Κλεφτῶν καὶ τῶν Ἀρματολῶν της Πελοποννήσου ἀπὸ το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο το 1805


Στὶς ἀρχὲς του 1800, ὁ ἐπαναστατικός ἀναβρασμός ποῦ ἐπικρατοῦσε στὰ Βαλκάνια γιά την ἀποτίναξη του οθωμανικού ζυγοῦ, αποτελούσε ἕναν διαρκῆ πονοκέφαλο γιά τους Τούρκους. Στὸν ἑλλαδικό χῶρο, οἱ Κλέφτες καί οἱ Ἀρματολοί, ποῦ ἐνῶ ἀρχικά δροῦσαν γιά ιδιοτελείς σκοπούς, ἄρχισαν νά ὀργανώνονται καί έμἔμελλε νά αἀποτελέσουν κατά την Ἐπανάσταση του 1821 τον βασικό στρατιωτικό κορμό των ἐπαναστατημένων ραγιάδων. Γι’ αὐτὸ καί μετά την ἀπελευθέρωση, ἡ ἀναφορά στοὺς Κλέφτες δέν εἶχε ἀρνητική σημασία. Κλέφτες καί Ἀρματολοί ἦταν, ἡρωικές μορφές του Ἀγῶνα, ὅπως
 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ἀθανάσιος Διάκος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, κ.ά.


Το 1805, το ἀνέκαθεν πιστό σκυλί του Σουλτάνου, ὁ πατριάρχης καὶ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ὁ Καλλίνικος Ε’, ἐξέδωσε μία ἀφοριστική ἐγκύκλιο ποῦ αφορούσε τους Κλέφτες της Πελοποννήσου. Τα πραγματικά κίνητρα, δὲν ἦταν ἡ διατήρηση της «ἔννομης τάξης», ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ το πατριαρχικό κείμενο, ἀλλά ἡ υποψία-ανησυχία του Σουλτάνου πῶς οἱ Κλέφτες καὶ οἱ Ἀρματολοί στρατολογοῦνταν ἀπὸ τους Ρώσους. Θέλησε ἔτσι νά διαφυλάξει τα νῶτα του διώκοντάς τους πρὶν ὀργανωθοῦν Τον ρόλο του ἐντολοδόχου, ἀνέλαβε -γιά μία ἀκόμη φορά- το Πατριαρχεῖο, το οποίο ἡ Πύλη εἶχε ὁρίσει ὡς τσοπανόσκυλο ἐπί του «ποιμνίου» ποῦ ἀποτελοῦσαν οἱ χριστιανοί ραγιᾶδες καὶ δὴ οἱ «Ρωμιοί».


Ο Καλλίνικος Ε’, δείχνοντας μεγάλη «φιλοτιμία», σπεύδει ἐκ μέρους της «κραταιοτάτης βασιλείας, καὶ του ὑψηλοῦ δοβλετίου» (ὄχι γιὰ γιὰ πρώτη φορά, ὅπως διαπιστώνεται κι ἀπ’ το κείμενο [«Πολλούς ὑψηλούς προσκυνητούς ὁρισμούς καὶ ὑψηλά φερμάνια ἐξαπέστειλα κατά διαφόρους καιρούς»]), νά καλέσει τις ἄρχουσες τάξεις της Πελοποννήσου νά προνοήσουν «διά την ἡσυχίαν καὶ καλήν κατάστασιν ὅλων των ὑπηκόων καὶ πιστῶν ραγιάδων», τηρῶντας «ἀπαρασάλευτα ὅσα προστάζεται» με «μεγάλην δουλικήν κλίσιν καὶ νά «ἐμποδίζουν με κάθε τρόπον καὶ με ὅλην τους την δύναμιν κάθε κίνημα». Γιὰ τον σκοπό αὐτὸ, καλοῦνται «χωρίς ἀργοπορίαν νά πιάνωσι τους τοιούτους κλέπτας καὶ νά τους δίδωσι εἰς τον βοϊδόνδαν καὶ ζαπίτην καὶ εἰς τους ἀγιάννηδες, ἀπὸ τους ὁποίους νά ἀποστέλλωνται εἰς τον μόρα βαλῆ πασιά ἐφέντη μας, διά νά λάβωσι κατά νόμους τα ἐπίχειρα της κακίας των».Σε περίπτωση δὲ, ποῦ δέν καταφέρουν νά καταλαγιάσουν τον «δικαιότατον θυμόν του φιλόπτωχου, φιλοδίκαιου, ὑψηλοῦ δοβλετίου», ὁ Καλλίνικος, φροντίζει νά προειδοποιήσει πῶς ἡ ἀγνόηση ἡ παρέκκλιση ἀπὸ την «ὑψηλήν ἀπόφασιν καὶ προσταγήν», θὰ ἐπιφέρει «χαλεπώτατα παιδευτήρια» ἀκόμη καὶ τον «πικρόν θάνατον της ζωῆς» τους.


Το «καταπληκτικό» με τον Καλλίνικο, εἶναι ὅτι την ἴδια στιγμή ποῦ καλεῖ τους πρόκριτος, κοτσμπάσηδες, ἱερεῖς κ.ά. νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ καταδίδουν τους Κλέφτες, ἐμμέσως πλήν σαφῶς κατακρίνει καὶ τους ἴδιους ἐπειδὴ κατατυραννοῦν καὶ βασανίζουν τους «πτωχούς ραγιᾶδες με παράνομα καὶ ἄδικα χαράτζια καὶ παρσίματα» Πέραν ὅμως των συνεπειῶν ποῦ θά ἔχει ἡ μή ἐφαρμογή του σουλτανικού φιρμανίου, ὁ Καλλίνικος, σάν καλός «χριστιανός» καὶ «ποιμήν», διαβεβαιώνει πῶς ὁ «ἀντιχριστιανικός» βίος τους θά ἐπιφέρει καὶ την μήνη της Ἐκκλησίας καὶ θά εἶναι «κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι, καὶ μετά θάνατον ἄλυτοι, καὶ τυτυμπανιαῖοι καὶ πάσαις ταῖς πατριαρχικαῖς καὶ συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπεύθυνοι καὶ ἔνοχοι του πυρός της γεένης, καὶ τωτο αἰωνίῳ ἀναθέματι ὑπόδικοι». Δέν παραλείπει πάντως νὰ κλείσει την «φιλόστοργη» καὶ γεμάτη χριστιανικό «ἦθος» ἐπιστολή, με ἕνα χριστιανικότατον «ἡ δὲ του Θεοῦ χάρις είη μεθ’ ὑμῶν»…


                      Θεοφιλέστατε ἀρχιεπίσκοπε Δημητζάνης, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητέ                        ἀδελφέ καί                                    συλλειτουργέ της ἡμῶν μετριότητος, κυρ Φιλόθεε, καί ενἐντιμότατοι κληρικοί, εὐλαβέστατοι ἱερεῖς καί τίμιοι προεστῶτες καί δημογέροντες καί κοκοτζαμπασίδες καί πρόκριτοι καί λοιποί ἀπαξάπαντες εὐλογημένοι χριστιανοί της ἐπαρχίας ταύτης, τέκνα ἐν κυρίως ἡμῶν ἀγαπητά χάρις είη ὑμῖν καί εἰρήνη παρά Θεοῦ

               H κραταιοτάτη καὶ εὐεργετικωτάτη εἰς ἡμᾶς βασιλεία, το δικαιότατον καὶ                                        πολυχρονιώτατον δοβλέτι, με το νὰ προνοῆται πάντοτε διά την ἡσυχίαν καὶ καλήν                                 κατάστασιν ὅλων των ὑπηκόων καὶ πιστῶν ραγιάδων, ὅπου εἶναι ἀποκείμενοι εἰς την βασιλικήν του ἐπικράτειαν καὶ με το νὰ ἐπαγρυπνῆ καὶ προστάζη με πᾶσαν δύναμιν ὅλους τους ἡγεμόνας καὶ κυβερνήτας, ὅπου εὑρίσκονται εἰς κάθε χώραν καὶ τόπον διά νὰ ἔχουν μεγάλην ἐπιστασίαν καὶ προσοχήν εἰς ἐκεῖνα, ὁπόσα ἁρμόζουν εἰς ἐξολόθρευσιν καὶ τέλειον ἀφανισμόν των κακοποιῶν ἀνθρώπων καὶ εἰς ἐκεῖνα ὅπου συγχύζουσι καὶ προξενοῦν ταραχήν εἰς την κοινήν καὶ την κατά μέρος ἀσφάλειαν, εἰς τους πολλούς δηλαδή καὶ εἰς τον καθ’ ἕναν ξεχωριστά. Πολλούς ψηλούς προσκυνητούς ὁρισμούς καὶ ὑψηλά φερμάνια ἐξαπέστειλα κατά διαφόρους καιρούς καὶ μνημονικάς ἐξουσίας καὶ ἐφανέρωναν εἰς τους κατά καιρόν ὑψηλοτάτους μόρα βαλήδες, την ψηλήν αὐτῆς βούλησιν καὶ θέλησιν ὡς πατρικήν καὶ περιεῖχον τας νέας καὶ κατά πολλά γνωστικωτάτας διατάξεις καὶ προσταγάς, των ὁποίων ὑψηλῶν προσταγῶν, ἡ κατά το γράμμα ἐνεργητική πρᾶξις καὶ ἡ ἀπὸ μέρους ὅλων ἡμῶν των ὑπηκόων χρεωσομένη διαφύλαξις, χωρίς ἀμφιβολίαν συμφέρει διά την καλήν κατάστασιν καὶ ἡσυχίαν ὅλων ἐκείνων ὅπου κατοικοῦν εἰς τον Μωρέα· καὶ διὰ την ἀποφυγήν της δεινῆς τιμωρίας καὶ παιδεύσεως, τας ὁποίας εἶναι ἀπαραίτητον νὰ πάθωσι καὶ δοκιμάσωσιν, ὅσοι ἀπὸ ἐσᾶς φέρονται ἐναντίοι της ὑψηλῆς προσταγῆς ἀπὸ κακοπροαίρετον γνώμη τους. Πολλές φορές καὶ ἡμεῖς με ὑψηλήν προσκυνητήν προσταγήν ἐγράψαμεν καὶ εἰς την ἀρχιερωσύνην σου καί εἰς τους λοιπούς συναδέλφους ἀρχιερεῖς του Μωρέως καί εἰς ἄλλους κατά τόπους προεστῶτας καί ἡγουμένους, ὅπου εἶναι του κλήρου καί της τάξεώς μας. Καθώς ὁμοίως ἐγράψαμεν καί εἰς τους κοτζαμπασίδες, δημογέροντας προεστώτας καί λοιπούς κατοικοῦντας εἰς τον Μωρέα φανερώνοντας εἰς ὅλους τους πατρικῶς καί ἀντιεκκλησιαστικός τα πρέποντα εἰς ἐσᾶς καί τα συμφέροντα, παρακινοῦντες σας ὅλους εἰς το νὰ ἔχετε μεγάλην προσοχήν, νὰ φυλάττετε ἀπαρασάλευτα ὅσα προστάζεσθε με κάθε ὁμόνοιαν καί με μεγάλην δουλικήν κλίσιν καί νὰ ἐμποδίζετε με κάθε τρόπον καί με ὅλην σας την δύναμιν κάθε κίνημα, ὁπού εἶναι ἐναντίον εἰς τας βασιλικάς προσκυνητάς προσταγάς καί ὡς αἴτιον κάθε παιδεύσεως καί πικράς τιμωρίας εἰς ἐκείνους ὁπού ἀποτολμοῦν νὰ εὐγοῦν ἀπὸ τα ὅρια τους.

Καὶ κατά το παρόν με το νὰ βεβαιώθη ἡ κραταιοτάτη βασιλεία, καὶ το ὑψηλόν δοβλέτι, ὅτι πολλοί κακοποιοί κλέπται ἀπὸ τους ἰδίους Μωραῗτας
, παραφυλάττουν εἰς ταῖς στράταις καὶ σκοτώνουν κρυφίως καὶ με ἀπάτην τους διαβάτας καὶ ἄλλοι πάλιν αὐθαδῶς με ὅπλα καὶ ἅρματα ἀντιστέκονται μετά των σεϊμένιδων. Από το ἄλλο μέρος πολλοί ἀπὸ τούς κοτζαμπασίδες καὶ δημογέροντες (χωρίς νὰ ἔχετε εἴδησιν ἐσεῖς οἱ ἱερωμένοι, ὡς εἴμεθα βέβαιοι) με μίαν πρόφασιν, ὅτι εἰς τον τάδε καζάν ἐφάνησαν κλέπται καὶ ἐσκότωσαν τον τάδε διαβάτην καὶ ἀκολούθως διά νὰ ταιριαχθώσιν ἐδόθησαν τόσα ἄσπρα καὶ ἄλλοτε πάλι λέγουν ὅτι οἱ κλέπται ἔπιασαν τον τάδε ἀνθρώπων εἰς την στράταν καὶ τον ἐπῆραν σκλάβον καὶ διά την ἐξαγοράν του ἐδόθησαν τόσα ἄσπρα καὶ με αὐτάς τας αἰτίας χαρατζώνουσι με πλῆθος ἄσπρον τους πτωχούς ραγιᾶδες, χωρίς ἔλεος καὶ καμμίαν συνείδησιν καὶ κερδίζουν ἄσπρα ἀσεβῶς καὶ παρανόμως καὶ κάμουσι τον ἑαυτόν τους ὅμοιον με τούς κακοτρόπους κλέπτας καὶ διά νὰ εἴπωμεν καλύτερα, χειρότερον ἀπὸ αὐτούς, καὶ νομίζουσιν ἕνα τυχερόν εὕρημα, το νὰ εἶναι οἱ κλέπται, διά τα ἐδικά τους τέλη καὶ κέρδη, καὶ ἀκολούθως ὄχι ὅτι δὲν συμβοηθοῦσιν, ἀλλὰ καὶ ἐκ του ἐναντίον κρυφίως καὶ με τρόπους πλαγίους καὶ μυστικούς γίνονται ἐμπόδιον εἰς την καταστροφήν καὶ ἀφανισμόν αἰτῶν των κακοποιῶν κλεπτῶν Καὶ ἐπειδή κάθε πρόφασις καὶ αἰτία εἶναι ἀβέβαιος καὶ ἀνεμπίστευτος, ὅτι δὲν ἔχουν καμμίαν μετοχήν με τους κλέπτας οἱ Μωραΐτες, ὦσαν ὅπου ὁ Μωρέας ἀπὸ ὅλα τα μέρη κατά την φυσικήν κατάστασιν εἶναι περιτριγυρισμένος με θάλασσαν καὶ διατρέφει πάντοτε τούς ἰδίους Μωραΐτες καὶ με εὐκολίαν φυλάττεται σίγουρα ἀπὸ κάθε διάφορον εμβασίαν των κακοποιῶν αἰτῶν ἀπὸ τα ἕξω μέρη καὶ το περισσότερον, ὅπου ἔχει καὶ διωρισμένους διά περισσοτέραν φύλαξιν τόσους καὶ τόσους μπελουκμπασάδες, τζερβετζίδες καὶ ἄλλους καπομπασίδες εἰς κάθε πολιτείαν καὶ χωρίον.

Δι’ αὐτὰς λοιπόν τας προφάσεις καί τα κάτω ὅπου ἀκολουθοῦν, ὠργίσθη καί ἄναψε τον δικαιότατον θυμόν το φιλόπτωχον, φιλοδίκαιον, ὑψηλόν δοβλέτι καί ἤθελε κάμη εὐθύς τώρα την ὀλοϋστερινήν βαρυτάτην παίδευσιν εἰς ἐκείνους ὅπου ἐτόλμησαν νὰ κάμουν τα τοιαῦτα, ἄν ἴσως ὁ φιλάνθρωπος καί φιλυπῆκοος στοχασμός του κραταιοτάτου καί πολυχρονίου δοβλετίου, δὲν ἤθελεν ἐμποδίση καί δυσκολεύση αὐτήν την ὀγλήγωρον ἐπιχείρησιν καί ὥστε νὰ σταλῶσι προτήτερα βασιλικαί ὑψηλαί προσταγαί καί νέα ζιζάνια, ὅπου πημπορούν νὰ μεταβάλουν καί σωφρονίσουν τους τοιούτους κακοποιούς αὐτούς Λοιπόν κατά την σφοδράν εἰς ἡμᾶς γενομένην ὑψηλήν προσταγήν, φανερώνομεν εἰς ὅλους σας τους Μωραΐτας ἱερωμένους καί λαϊκούς, την ὑψηλήν αὐτήν βουλήν καί θέλησιν, κατά τον τρόπον ὅπου ἐφεξῆς κατά πλάτος σημειώνομεν με τας παρούσας ἐκκλησιαστικάς ἐπιστολάς εἰς ὅλους σας, γράφομεν δὲ καί τή ἀρχιερωσύνη σου καί εἰς τους προεστῶτας της ἐπαρχίας σου καί δημογέροντας καί κοτζαμπασίδες, φανερώνοντας ὅτι ἐξεδόθη νέον προσκυνητόν καί φοβερόν βασιλικόν φερμάνι καί ἐστάλη πρός τον ὑψηλότατον μόρα βαλή πασιά ἐφέντη μας καί προστάζει εἰς το νὰ βάλη εἰς κάθε σύστασιν καί πρᾶξιν με τον πλέον σιγουρότερον καί ἀκινδυνότερον τρόπον ἐκείνους τους πρώτους ὑψηλούς ὁρισμούς, νέας βασιλικάς προσταγάς καί ἀποφάσεις διά περισσοτέραν αὔξησιν καθώς ἀναφέρει το ὑψηλόν φερμάνι εἰς Τούρκους καί ραγιᾶδες, ὅθεν διά μὲν τους Τούρκους ἔχουσι χρέος νὰ φροντίζωσιν οἱ ἀγιάννηδες καί βοϊβοντάδες, καθώς θέλετε βεβαιωθῆ ἀπὸ το ὑψηλόν φερμάνι του πολυχρονεμένου βασιλέως μας, ὅπου ἔχει νὰ διαβασθῆ εἰς Τριπολιτζάν εἰς το ὑψηλόν τζιβάνι, ὅπου νὰ το ἀκούσουν ὅλοι καί ὅσα ὀνομαστί φανερώνει διά τους ραγιᾶδες Ἰδοῦ κεφαλαιωδῶς καταγράφομεν εἰς την παροῦσαν ἡμῶν ἐπιστολήν καί ἀκούσατε

α) Κεφάλαιον προστάζει ὅτι εἰς ὅποιον χωρίον ἡ τζιφλίκι εὐθύς ὅπου φανῶσιν οἱ κλέπται, οἱ ππροεστώτες καὶ δημογέροντες ἐκείνων των χωρίων φανερώνοντες εἰς τους κοτζαμπασίδες του καζά ἐκεῖ ὅπου ἀποτάσσονται τα χωρία καὶ τζτσιφλίκια ἔχουσι χρέος οἱ κοτζαμπασίδες χωρίς ἀργοπορίαν νὰ πιάνωσι τους τοιούτους κλέπτας καὶ νὰ τους δίδωσι εἰς τον βοϊδόνδαν καὶ ζαζαπίτην καὶ εἰς τους αγιάννηδες, ἀπὸ τους ὁποίους νὰ αἀποστέλλωνται εἰς τον μόρα βαλή πασιά ἐφέντη μας, διὰ νὰ λάβωσι κατά νόμους τα ἐπίχειρα της κακίας των. Ἀνίσως δὲ οἱ ρηθέντες προεστῶτες καὶ δημογέροντες του χωρίου καὶ τζιφλικίου ἡ οἱ κοτζαμπασίδες των καζάδων ἀπὸ ἀμέλειάν των, ἤθελε φανῶσιν ἐναντίοι εἰς την ὑψηλήν βασιλικήν προσταγήν, παραβλέποντες, τους τοιούτους κακοποιούς κλέπτας, ἀφ’ οὐ δοκιμάσωσι βαρυτάτην καὶ μεγάλην ζημίαν εἰς ἄσπρα θέλει θανατωθῶσι με σταυρόν καὶ πικρόν θάνατον διά νὰ γίνουν καὶ παράδειγμα εἰς ὅλους βῇ) Ὅλοι οἱ κοτζαμπασίδες του καθ’ ἑνός καζά ἔχουσι χρέος νὰ βάλωσιν ὅλους τους εὑρισκομένους ραγιᾶδες εἰς τα χωρία καὶ τζιφλίκια εἰς τους ἀναμεταξύ των κεφιλεμέδες, ὥστε ὅπου νὰ ὑπόσχεται ὁ ἕνας διά τον ἄλλον, καὶ ἀπὸ τους κοτζαμπασίδες νὰ πέρνωνται ἰδιοχείρως γεγραμμένοι κεφιλεμέδες καὶ νὰ ἀπερνοῦν εἰς το σιγκίλι του ἱεροῦ μεχκαμέ της Τριπολιτζάς. γ) Το ἐναντίον δὲ μεταξύ εἰς αὐτούς τους κεφιλεμέδες, ὅποιος ἀπὸ τους ραγιᾶδες ἤθελε φανῆ κλέπτης καὶ κακοποιός, ὁ μητροπολίτης ἐκεῖνος ὅπου ὁρίζει τον καζάν ἐκεῖνον, ἀπὸ τον ὁποῖον εὐγένουν οἱ κλέπται, θέλει ἀποδιωχθῇ ἀπὸ την ἐπαρχία του, με ἀπόφασιν κατά το παλαιόν ὑψηλόν φερμάνι, ὅτι νὰ μὴν πέρνη ποτέ ἄλλην ἐπαρχίαν δέ) Κατά τον κεφιλεμέ ὅπου ἤθελε γένη, ὅποιος ἀπὸ τους ραγιᾶδες ήθελε σκοτώση κανένα ἄπταιστον οἱ πρῶτοι κοζαμπασίδες του καζαπά ἐκείνου ἡ του χωρίου ἡ τζιφλικίου, ὅπου ἤθελε γένη ὁ φόνος, ἔχουσι χρέος νὰ παραστήσωσι τον φονέα, παραδίδοντές τον εἰς τον βοϊβόνδα καί ἀγιάννηδες, ἀπὸ τους ὁποίους νὰ στέλλεται ὁ φονεύς με ἱλάμι της ἱερᾶς κρίσεως εἰς τον ὑψηλότατον πασιά ἐφέντη μας. ε) Τα πράγματα καὶ ὑπάρχοντα του φονέως με ἰζίνι της ἱερᾶς κρίσεως, νὰ πωλῶνται καὶ νὰ δίδωνται εἰς τούς κληρονόμους του σκοτωμένου, ἄν ἴσως καὶ ὁ φονεύς ἐκεῖνος δὲν ἤθελε ἔχη πράγματα καὶ μούλκια, πρέπει ἐκεῖνοι ὅπου εὑρίσκονται εἰς τον καζάν ἐκείνου ἡ εἰς το χωρίον ἡ εἰς το τζιφλίκι, εἰς το ὅποιον ἔγινε ὁ φόνος διά δυσώπησιν καὶ ἀνάπαυσιν των κληρονόμων του φονευθέντος θέλει ἀποδοθῆ καὶ ἡ τιμή του αἵματος καὶ νὰ δίδουν καὶ ὑπόσχεσιν ὅτι ἀνίσως καὶ ὁ φονεύς ἐκεῖνος ἤθελε φύγη νὰ μὴ γυρίση εἰς το ἐξῆς πώποτε ὀπίσω εἰς τον καζάν ἐκεῖνον ἡ εἰς το χωρίον ἡ εἰς το τζιφλίκιον.

Αὐταὶ εἶναι αἱ ὑψηλαί βασιλικαί γενόμεναι προσταγαί εἰς ὅλους τους πιστούς ραγιᾶδες, τας ὁποίας θέλω βεβαιωθῇ το περισσότερον, ὁπόταν με ὑψηλήν προσταγήν του ψηλοτάτου μόρα βαλῆ ἐφέντη μας, θέλει συναχθῆτε εἰς Τριπολιτζάν ὅλοι οἱ μητροπολῖται καὶ ἐπίσκοποι του Μωρέως, μαζί με τους κοτζαμπασίδες προεστούς καὶ δημογέροντας, καὶ θέλετε παραλάβη την παροῦσαν ἡμῶν πατριαρχικήν ἐπιστολήν καθώς θέλει ἀκούσετε καὶ τας ψηλάς προσταγάς διά το καθολικόν καὶ κοινόν νιζάμι, ὅπου θέλουν ἀποφασισθῆ ἀπὸ του ψηλοτάτου ἀφέντου μας χωρίς καμμίαν ἀργοπορίαν Ὅθεν ἐπειδή καὶ εἶναι προσταγή ἀπαραίτητος νά λάβουν τέλος καὶ νά φυλάττωνται ακριβώς αὐτὰ τα βασιλικά νιζάμια, καὶ ἐπειδή φοβερίζονται φοβεραί παιδεύσεις καὶ πικρότατοι θάνατοι εἰς ἐκείνους ὅπου ἐναντιούμενοι ἤθελε φανῶσιν ὑπόδικοι, παρακινούμενοι εἰς τοῦτο εἴτε ἀπὸ ἀμέλειαν εἴτε ἀπὸ πονηράν γνώμην, διά τοῦτο ἅμα ἐκκλησιαστικῶς καὶ πατρικῶς προλαμβάνοντες φανερώνομεν εἰς ὅλους σας τα ἴδια συμβουλεύοντάς σας ὅλους περισσότερον την μεταξύ σας σύμφωνον ὀμογνωμίαν καὶ εἰρήνην, ὡσάν ὅπου εἶναι αἰτία καὶ ἀρχὴ διά την καλήν τελείωσιν των νέων αὐτῶν βασιλικῶν προσταγῶν γιὰ την ἡσυχίαν καὶ ἀσφάλειαν ὅλης της κοινότητος, διά το ὁποῖον καὶ βεβαιωθέντες, την δυνατήν βασιλικήν ἀπόφασιν το σταθερόν καὶ ἀμετάτρεπτον διά την τελείωσιν, το πρωτόγνωρον διά την ἐνέργειαν καὶ την πρᾶξιν καὶ τον βαρύτατον καὶ μεγάλον βασιλικόν θυμόν.

Προσέχετε ἀκριβῶς με ὅλην σας τὴ δύναμιν καὶ φυλάττετε ἀπαρασάλευτα τα ὅσα προστάζεσθε με ὑψηλήν ἀπόφασιν καὶ προσταγήν καὶ εἶναι χρέος ἀπαραίτητον εἰς ὅλους, διότι ἡ προσταγή εἶναι βασιλική καὶ ὑψηλὴ καὶ ὁπόταν ἡ δικαιοσύνη ἔχῃ θεμέλιον καὶ συμφέρον διά την ἀσφάλειαν καὶ ἡσυχίαν εἰς ὅλην την κοινότητα καὶ εἰς την μερικήν των ραγιάδων, τότε περισσότερον ἔχετε χρέος νὰ λαμβάνετε περισσότερον ζῆλον, καὶ με καλήν συνείδησιν νὰ τελειώνετε τας βασιλικάς προσταγάς, καὶ με τα ἔργα ἐμπράκτως έχοντες αυτά πάντοτε εἰς τον νοῦν σας· ἀνίσως ὅμως (το ὁποῖον ἄμποτε νὰ μὴν ἤθελε γίνη) καὶ κάμνοντες τα ἐναντία, ἤθελεν ἀντιστέκεσθε εἰς τα ὑψηλὰ φερμάνια καὶ ἐναντιήσθε θέλει κατακριθῆτε ὥς παρήκοοι, καὶ οἱ μὲν λαϊκοί, ἀφ’ ου δοκιμάσετε τα χαλεπώτατα παιδευτήρια θέλει λάβετε καὶ πικρόν θάνατον της ζωῆς σας, οἱ δε ἱερωμένοι θέλετε χάσετε το ἐκκλησιαστικόν σας ἀξίωμα, καὶ η ἀρχιερωσύνη σου ἀποδειωχθῆς παντοτινά ἀπὸ την ἐπαρχίαν σου καὶ ἀπὸ κάθε ἐκκλησιαστικόν ἀξίωμα. Προσέχετε λοιπόν μήπως καί κατά συνήθειαν ἡ ἀψηφησίαν νομίζοντες τας φοβεράς ταύτας γραφομένας ὑψηλάς προσταγάς, ἤθελε καταφρονήσετε το πλέον παραμικρότερον, σηκώνοντες ἐναντίον του ἑαυτούς σας τον βασιλικόν θυμόν καί αγἀγανάκτησιν, ὅπου προξενεῖ τα πολυστένακτα δάκρυα, καί δέ θέλει εὕρητε κανένα βοηθόν, μήτε καμμίαν ἄλλην ὠφέλειαν ἀπὸ την ἀνωφελῆ μετάνοιάν σας.

Διά την ἡσυχίαν καί καλήν κατάστασιν ὅλου του Μωρέως, ἔγινεν αὐτὸ το θεοφώτιστον νιζάμι, καί ἀποβλέπει εἰς την ἀσφάλειαν καί ἡσυχίαν όλης της κοινότητος· διά τοῦτο εἶναι ἀκόλουθον με ἰδίαν σας προθυμίαν καί αὐτοθέλητον προαίρεσιν, καί με ὅλην σας την δύναμιν, νά προσπαθήσετε διά την ἀκριβεστάτην διαφύλαξιν των προσταζομένων, διά νά μένετε ἐλεύθεροι πάσης βλάβης των κακοποιῶν ἀνθρώπων, καί θέλετε εὕρητε εἰς το ἐξῆς τα βασιλικά ἐλεῆ, ὅπου νά τρέχωσιν εἰς ἐσᾶς πλούσια καί ἀδιάλειπτα· ἀνίσως ὅμως, καθένας ἀπὸ σας διά την πλεονεξίαν του διά νά ὠφελῆ τον ἑαυτόν του, κατατυραννή ἀσεβῶς καί βασανίζη τους πτωχούς ραγιᾶδες με παράνομα καί ἄδικα χαράτζια καί παρσίματα, καί νομίζει ἕνα τυχηρόν εὕρημα διά τα χωριστά ἄλλα τέλη το νά εὑρίσκωνται κακοποιοί εἰς αὐτὴν την λησταρχικήν ζωήν, καί χαίρονται εἰς τα φονικά, καί προδίδουν τους ἀνθρώπους διά νά σκοτώνωνται, οὗτος θέλει πέση εἰς τας πολιτικάς παιδείας καί εἰς τας ἐκκλησιαστικάς ἡμῶν κατάρας καί ἀφορισμούς καθώς καί συνοδικῶς γράφοντες ἀποφαινόμεθα ἐναντίον εἰς τους τοιούτους, ὅτι ὅταν εἰς το ἐξῆς δὲν ἤθελε κάμωσι με προθυμίαν καί μεγάλην ὑπομονήν, κατά τας σταλείσας ὑψηλάς βασιλικάς προσταγάς καί φερμάνια καί δὲν ἤθελε παύσωσιν ἀπὸ τας τοιαύτας ἀσυγχώρητους κακίας καί πονηρίας, ὑπάρχωσιν ἀφωρισμένοι, κατηραμένοι καί ἀσυγχώρητοι, καί μετά θάνατον ἄλυτοι, καί τυμπανιαῖοι καί πάσαις ταῖς πατριαρχικαῖς καί συνοδικαῖς αραίς ὑπεύθυνοι καί ἔνοχοι του πυρός της γεένης, καί τῷ αἰωνίῳ ἀναθέματι ὑπόδικοι· ὅθεν διά νά μήν πάθετε τα τέτοια μισητά καί ἀποτρόπαια, ποιήσατε ὥς γράφομεν ἐξ ἀποφάσεως· ἡ δέ του Θεοῦ χάρις εἴη μεθ’ ὑμῶν

αωε (1805) Ὀκτωβρίου κε (25)

Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς καί εὐχέτης Καισαρείας Φιλόθεος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Κυζίκου Ἰωακείμ καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Θεσσαλονίκης Γεράσιμος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Βερροίας Χρύσανθος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Προϊλάβου Παρθένιος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και ευεὐχέτης Παλαιῶν Πατρῶν Μακάριος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Ἡρακλείας Μελέτιος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Νικομηδείας Ἀθανάσιος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Προύσσης Άνθιμος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και ευεὐχέτης Ἀγκύρας Ιωαννίκιος καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Ξᾶνθης Ναθαναήλ καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς και εὐχέτης Μυτιλήνης Ἱερεμίας καί ἐν Χρηστῷ ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης