Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν



Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν.

Ξένος καὶ βάρβαρος…..ξένος Ἕλλην ἀπό ἄλλην γῆν.

Ὅπως τὸ ἀντιλαμβανώμεθα εἰς τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, ὁ Ἕλλην ταξειδιώτης προσφωνεῖται ὡς ξένος εἰς τὰ Ἑλληνικὰ ἐδάφη ὅπου εὑρίσκεται , προστατεύεται ἀπὸ τὸν ξένιον Δία, καὶ φιλοξενεῖται μὲ ὅλας τὰς τιμάς.Ἡ Ἔννοια «Ξένος» εἰς τὴν Ἀρχαῖαν Ἑλλάδαν


Πρῶτον τοῦ κάνουν τὸ τραπέζι, ξεκινῶντας βεβαίως μαζύ του μὲ τὰς καθιερωμένας εὐχὰς καὶ σπονδὰς εἰς τοὺς θεούς, καὶ μετὰ ἀφοῦ «τάρπησαν ἐδωδῇς» χόρτασαν φαγητό, τὸν ἐρωτοῦν ποῖος εἶναι, ποὶα ἡ προέλευσις καὶ ὁ προορισμὸς του.

Ὅλοι ὁμιλοῦν τὴν ἴδιαν γλῶσσαν, τὴν Ἑλληνικήν, ἔχουν τὰ ἴδια ἤθη καὶ τιμοῦν τοὺς ἴδιους θεοὺς.

Εἶναι Ἕλληνες, συνδέονται ἐτυμολογικῶς αἱ λέξεις ξένος/ξεῖνος, σὺν/ξὺν καὶ κοινός.


Ὅπως καὶ ἡ προσφώνησις εἰς τὸν τύμβον τῶν πεσὸντων εἰς τὰς Θερμοπὺλας:

«ξεῖν᾿ ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῆδε κείμεθα τοῖς κείνων ῤήμασι πειθόμενοι»

Εἶναι γραμμένη εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν ,μὲ Ἑλληνικὰ γράμματα, καὶ ἀπευθύνεται εἰς τὸν διαβάτην ποὺ ὄχι μόνο γνωρίζει νὰ διαβάζῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ Ἑλληνικά, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἔχοντας τὴν ἰδίαν ψυχήν, θὰ αἰσθανθῇ βαθειὰ μέσα του τὸ νὸημα τῆς ἐντολῆς.


Ἀκὸμα καὶ σὴμερα ὅταν λὲγομεν «ἔχω ξένους εἰς τὸ σπίτι», ὅπως οἱ ξένοι «πατρῷοι» ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὰ ἀρχαῖα κείμενα, δὲν ἐννοοῦμε ἀλλοδαπούς, ἀλλὰ φιλικὰ πρόσωπα ποὺ ἦλθαν ἀπὸ μακριά.

Διότι Ἕλληνες ὑπάρχουν εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.


Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΟΡΦΙΚΑ (ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ) ...... ΣΥΝΕΧΕΙΑ:

ΟΡΦΙΚΑ (ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ) ...... ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
. ὃν ῥα Φάνητα ὁπλότεροι καλέουσι βροτοί. πρῶτος γὰρ ἐφάνθη.
Βριμοῦς τ' εὐδυνάτοιο γονὰς, ἠδ' ἔργ' ἀΐδηλα Γηγενέων, οἳ λυγρὸν ἀπ' οὐρανοῦ ἐστάξαντο σπέρμα γονῆς, τὸ πρόσθεν ὅθεν γένος ἐξεγένοντο θνητῶν, οἳ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀιὲν ἔασι. θητείαν τε Ζηνὸς, ὀρεσσιδρόμου τε λατρείαν μητρὸς ἅτ' ἐν Κυβέλοις ὄρεσιν μητίσατο κούρην Φερσεφόνην περὶ πατρὸς ἀμαιμακέτου Κρονίωνος. εὐμήλου θ' ῾Ηρακλῆος περίφημον ἄμυξιν. ὅρκιά τ' ᾿Ιδαίων, Κορυβάντων τ' ἄπλετον ἰσχύν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ:
Αὐτὸν λοιπόν τον εἶπαν Φάνητα ἀργότερα οἱ θνητοί. Διότι πρῶτος τους φανερώθηκε.
Ὅμως της παντοδύναμης Βριμοῦς ἦταν γεννήματα, καὶ γνώριζαν τα ἔργα των τέκνων της Γῆς, ποῦ συνέλαβε ἀπὸ το σπέρμα του Οὐρανοῦ, ἐνῶ δὲν ἀντιλαμβάνονταν το προηγούμενο γένος, ποῦ ἦταν ἄσχετό με την Γαῖα. Καὶ ἀντιλήφθηκαν τον Δία ποῦ κατοικεῖ στὰ ὄρη, λάτρεψαν την μητέρας θεά Κυβέλη και την κόρη Περσεφόνη, σὰν ἀπογόνους του. Καὶ τα πλαισίωσαν αὐτὰ με τον ἡρῶα Ἡρακλῆ, καὶ με τα Ἰδαία μυστήρια, των παντοδύναμων Κορυβάντων.

ΣΧΟΛΙΟ: Το κρίσιμο σημεῖο της Ὀρφικῆς θεολογίας:

Ἡ Βρωμῶ εἶναι νοητή θεότητα καὶ ἀφορᾶ την ὀντολογία σε ἀντίθεση με τους κοσμικούς θεούς ποῦ ἀφοροῦν την κοσμολογία. Ἐδῶ ὁ Ὀρφέας μετατρέπει την μυθολογία σε θεολογία. Δὲν ἱδρύει θρησκεία ὅπως διατείνονται πολλοί, ἀλλὰ ἐξηγεῖ με ἐπιστημονικό τρόπο (θεολογεῖ) τις λατρευτικές παραδόσεις ποῦ παρέλαβαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τους γειτονικούς λαούς, δίνοντάς τους Ἑλληνικό χαρακτῆρα ποῦ τον χαρακτηρίζει ὁ ὀρθολογισμός καὶ ἡ ἐλευθερία της σκέψεως.
Σε αὐτὸ συνετέλεσε καὶ το δημοκρατικό (φιλελεύθερο) ἦθος τῶν Ἑλληνικῶν φυλῶν, ποῦ μετέτρεπαν τα ἀπόρρητα των βαρβαρικῶν ἱερατείων σε ἄρρητα, δηλαδή κοινοποιήσιμα στοὺς πολλούς ποῦ θὰ παρέμεναν ἀνεξήγητα (ἄρρητα) σε ὅσους δὲν εἶχαν την ὡριμότητα νὰ τα κατανοήσουν.
Με ἁπλά λόγια ἡ ἐπιλογή τῶν ἀρίστων νὰ εἶναι φυσική μέσα ἀπὸ το πλῆθος τῶν πολλῶν παρά μέσα ἀπὸ την ὀλιγαρχία με την ἀπόρριψη τῶν πολλῶν πρὸς χάριν των ἔστω καὶ χωρίς ἀρετὲς ὀλίγων.
Ἡ Ὀντολογία διαφέρει ἀπὸ την Κοσμολογία διότι ἡ πρώτη ἐπιδιώκει την ἐξήγηση τῶν φαινομένων ἐνῶ ἡ Κοσμολογία περιγράφει τα φαινόμενα



ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟ.



Apollonius Rhodius Epic., Argonautica

Book 1, line 853


1.853 ἔνθ' ὁ μὲν Ὑψιπύλης βασιλήιον ἐς δόμον ὦρτο Αἰσονίδης· οἱ δ' ἄλλοι ὅπῃ καὶ ἔκυρσαν ἕκαστος, Ἡρακλῆος ἄνευθεν, ὁ γὰρ παρὰ νηὶ λέλειπτο αὐτὸς ἑκὼν παῦροί τε διακρινθέντες ἑταῖροι. αὐτίκα δ' ἄστυ χοροῖσι καὶ εἰλαπίνῃσι γεγήθει καπνῷ κνισήεντι περίπλεον· ἔξοχα δ' ἄλλων ἀθανάτων Ἥρης υἷα κλυτὸν ἠδὲ καὶ αὐτήν Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε μειλίσσοντο. Ἀμβολίη δ' εἰς ἦμαρ ἀεὶ ἐξ ἤματος ἦεν ναυτιλίης. δηρὸν δ' ἂν ἐλίνυον αὖθι μένοντες, εἰ μὴ ἀολλίσσας ἑτάρους ἀπάνευθε γυναικῶν Ἡρακλέης τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπεν·


1.865 “Δαιμόνιοι, πάτρης ἐμφύλιον αἷμ' ἀποέργει ἡμέας, ἦε γάμων ἐπιδευέες ἐνθάδ' ἔβημεν κεῖθεν, ὀνοσσάμενοι πολιήτιδας, αὖθι δ' ἕαδεν ναίοντας λιπαρὴν ἄροσιν Λήμνοιο ταμέσθαι; οὐ μάλ' ἐυκλειεῖς γε σὺν ὀθνείῃσι γυναιξίν ἐσσόμεθ' ὧδ' ἐπὶ δηρὸν ἐελμένοι, οὐδὲ τὸ κῶας αὐτόματον δώσει τις ἑλεῖν θεὸς εὐξαμένοισιν.

ἴομεν αὖτις ἕκαστοι ἐπὶ σφεά· τὸν δ' ἐνὶ λέκτροις Ὑψιπύλης εἰᾶτε πανήμερον, εἰσόκε Λῆμνον παισὶν ἐπανδρώσῃ, μεγάλη τέ ἑ βάξις ἔχῃσιν.”


ΕΡΜΗΝΕΙΑ


1.853 Καὶ ἐδῶ στὴν Λῆμνο ὁ μὲν Ἰάσων (γιὸς του Αἴσονα) ἐξαφανίστηκε στὰ βασιλικά δώματα της Ὑψιπύλης, οἱ δὲ ἄλλοι με ὁποία βρῆκε ὁ καθ’ ἕνας, ἐκτὸς ἀπὸ τον Ἡρακλῆ, ὁ ὁποῖος οἰκειοθελῶς παρέμεινε νὰ φυλάει την Ἀργῶ, φερόμενοι με ἀνάξιο τρόπο. Ἀμέσως ἀρχίσαν στὴν πόλη οἱ χοροί καὶ τα φαγοπότια ποῦ γέμισε ἀπὸ τους καπνούς της τσίκνας . Ἐκτὸς ἀπὸ τον Ἡρακλῆ τίμησαν (οἱ ἄλλοι) ἰδιαίτερα με θυσίες καὶ τραγούδια την Ἀφροδίτη, ἡδονιζόμενοι. Ἔτσι ἀναβαλλόταν ἀπὸ μέρα σε μέρα ὁ ἀπόπλους. Φαινόταν ὅτι δὲν εἶχαν σκοπό νὰ ἀποπλεύσουν, ἐὰν δὲν τους μάζευε ὁ Ἡρακλῆς ἀπὸ τις ἀγκαλιές τῶν γυναικών καὶ δὲν τους ἔβαζε τις φωνές με αὐτὰ τα λόγια.

1.865 "Ρὲ δαιμονισμένοι, ἤρθαμε ἐδῶ ἀπὸ την πατρίδα μας γιὰ νὰ χαρίσουμε το αἷμα της φυλῆς μας ἀνενδοίαστα στὶς γυναῖκες αὐτῆς της πόλης ποὺ ὀργανώνουν τέτοιους γάμους, κι ἀμέσως ξεπέσατε σε αὐτὴν την ντροπιαστική ἐκμετάλλευση της Λήμνου; Δὲν θὰ κερδίσουμε καμιά δόξα ἄν χρονοτριβοῦμε με γυναῖκες ποῦ μας παρασύρουν σε μπασταρδέματα, οὔτε το μαλακό στρωσίδι εἶναι ἱκανὸ νὰ σας δώσει κάτι ποῦ μπορεῖ νὰ ζητήσετε ἀπὸ την θεά. Νὰ ξαναγυρίσουμε ἀμέσως ὅλοι στὰ καθήκοντά μας. Κι αὐτὸν ποῦ στὰ κρεβάτια της Ὑψιπύλης βάλθηκε νὰ γεμίσει την Λῆμνο πιτσιρίκια, ἐνημερῶστε τον ὅτι ἀρκετά .. [βάξις - βλ.λ. βατεύω]".

ΠΙΝΑΚΑΣ: ΗΡΑΚΛΗΣ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΚΑΚΙΑ του Carracci.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.



Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΖΕΥΣ ἡ ΔΙΑΣ; (Ἀνάλυση Ὀνομασίας)


ΖΕΥΣ ἡ ΔΙΑΣ ;

Το ὄνομα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι “Ζεύς” – “Δίας” ἀλλὰ “Ζεύς” – “Ζῆν”

ΖΕΥΣ ἡ ΔΙΑΣ; (Ἀνάλυση Ὀνομασίας)

Ζεύς: Ὁ θεός. Κορνοῦτος ἐν τῷ περὶ Ἑλληνικῆς θεολογίας φησὶν, ὅτι ψυχή ἐστι τοῦ παντὸς κόσμου, παρὰ τὸ ζωὴ καὶ αἰτία εἶναι τοῖς ζῶσι τοῦ ζῆν• καὶ διὰ τοῦτο βασιλεὺς λέγεται τῶν ὅλων, ὡς καὶ ἐν ἡμῖν ἡ ψυχή. ῍Η ὅτι ἔζησε μόνος τῶν τοῦ Κρόνου παίδων, καὶ οὐ κατεπόθη. ῍Η ἀπὸ τοῦ ζῆν καὶ τοῦ ἄω• τὸ γὰρ ζωοποιόν ἐστι πνεῦμα. ῍Η παρὰ τὸ ΖΑ καὶ τὸ αὔω, τὸ βοῶ, ὁ μεγάλως αὔων. ῍Η παρὰ τὸ δέος• φοβερὸς γάρ. ῍Η παρὰ τὸ δεύω, τὸ βρέχω, δεύσω, Δεὺς καὶ Ζεύς• ὑέτιος γὰρ ὁ θεός. ῍Η παρὰ τὴν ζέσιν• θερμότατος γὰρ ὁ ἀήρ. ῍Η παρὰ τὸ ζέω, Ζεὺς, ὡς τρέω Τρεὺς, καὶ Ἀτρεύς. Σημαίνει δὲ τέσσαρα• τὸν θεὸν, ἢ τὸν οὐρανὸν, ὡς τὸ, Ζεὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν Τρῶας• σημαίνει καὶ τὸν Ποσειδῶνα, ὡς τὸ, Ζεὺς δὲ κατὰ πόντον ἐτάραξεν σημαίνει καὶ τὸν καταχθόνιον θεὸν, ὡς τὸ, Ζεύς τε καταχθόνιος. Ὁ Πλούτων, Ἰλιάδος ι. σημαίνει καὶ τὸν ἥλιον, ἵκετ᾽ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς. Διός• ὁ κανών• δύο κανόνες εἰσὶν οἱ μαχόμενοι• ὁ μὲν εἷς λέγει, ὅτι πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον ὀξύτονον μακροκατάληκτον εἰς λῆγον διὰ καθαροῦ τοῦ ΟΣ κλινόμενον τὸν χρόνον τῆς εὐθείας φυλάττει καὶ ἐν τῇ γενικῇ• οἷον, δμὼς, δμωός• θὼς, θωός• καὶ ὤφειλεν εἶναι Ζεὺς, Ζευός• ὁ δὲ ἕτερος λέγει, ὅτι τὰ εἰς «εὺς» διὰ τοῦ «έοσ» κλίνονται• καὶ ὤφειλεν εἶναι Ζεὺς, Ζέος. Τῶν οὖν δύο κανόνων μαχομένων, εἰσῆλθεν ἡ τῶν Βοιωτῶν διάλεκτος, καὶ ἐγένετο Ζεὺς Διός.




(Βλ., Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό στὸ λῆμμα «Ζεὺς»)

Δίας: Παρὰ τὴν Διὸς γενικὴν, Δίας. ῍Η εἷς τῶν Πελοπιδῶν. Γίνεται παρὰ τὸ Δέος, Δεΐας• καὶ ἐν συναλοιφῇ, Δείας, διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου• ὁ δέος ἐμποιῶν. (Βλ., Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό στὸ λῆμμα «Δίας»)




[...] το όνομα του Διός: Ζεύς, Διός, Διί, Δία. Ζῆν, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα. – Τον ὀνομάζουν Δία, δι’ οὐ τα πάντα ἐγένετο, καὶ Ζήνα διότι ἐχάρισε το ζῆν. Ὀνομάζεται ἀκόμη Ζᾶν, Ζῆς, Ζάς, Δίς, Δάν, Δήν, Τήν, Τάν, Σάν, Σδεύς, Δεύς (ἐξ οὐ δεύω=βρέχω). Μία ἐπιγραφή της Κρήτης τον ἀναγράφει καὶ ὡς Ττήνα καὶ μία ἄλλη ὡς Ζήνα Βιδάταν (=Ζήνα Ἰδαίον) ἐκ του ὄρους Ἴδῃ της Κρήτης, ὁπού ἐγεννήθη: Ἴδη, Fίδη, Βίδη.

(Βλ., Ἄννα Τζιροπούλου- Εὐσταθίου «Ὁ ἕν τηι Λέξει Λόγος» σελ. 623, εκδ. Γεωργιάδη)




Ἐπίσης ὁ Σωκράτης στὸν Κρατύλο λέει: ” ἀτεχνῶς γάρ ἐστίν οἷον λόγος τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα, διελόντες δὲ αὐτὸ διχῇ οἱ μὲν τῷ ἑτέρῳ μέρει, οἱ δὲ τῷ ἑτέρῳ χρώμεθα— οἱ μὲν γὰρ “Ζῆνα,” οἱ δὲ “Δία” καλοῦσιν—συντιθέμενα δ᾽ εἰς ἓν δηλοῖ τὴν φύσιν τοῦ θεοῦ, ὃ δὴ προσήκειν φαμὲν ὀνόματι οἵῳ τε εἶναι ἀπεργάζεσθαι. οὐ γὰρ ἔστιν ἡμῖν καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ὅστις ἐστὶν αἴτιος μᾶλλον τοῦ ζῆν ἢ ὁ ἄρχων τε καὶ βασιλεὺς τῶν πάντων. συμβαίνει οὖν ὀρθῶς ὀνομάζεσθαι οὗτος ὁ θεὸς εἶναι, δι ὃν ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχει• διείληπται δὲ δίχα, ὥσπερ λέγω, ἓν ὂν τὸ ὄνομα, τῷ “Διὶ” καὶ τῷ “Ζηνί.“. (Βλ., Πλάτων “Κρατύλος” 396.a.2 – 396.b.3)

Δηλαδή:

“Διότι, πράγματι, το ὄνομα του θεοῦ (Διός) εἶναι λόγος ἀκέραιος, τον ὁποῖο ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι καὶ τον διχοτομοῦν καὶ, ἀφοῦ τον διχοτομήσουν, ἄλλοι μὲν χρησιμοποιοῦν το ἕνα μέρος, ἄλλοι δὲ το ἄλλο – γι’ αὐτὸ ἄλλοι μὲν τον ἀποκαλοῦν “Ζήνα“, ἄλλοι δὲ “Δία” – μέρη πάντως, ποὺ, ἄν ἐνωθοῦν, δηλώνουν ἄμεσος τὴ φύση του θεοῦ, φανερώνοντας δηλαδή ὅ,τι ἀκριβὸς προσήκει στὸ ὄνομα νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖ καὶ νὰ ἀπεργάζεται με μία λέξη: νὰ κάνει. Διότι αἴτιος του ζῆν του δικοῦ μας καὶ του ζῆν ὅλων τῶν ἄλλων ὄντων δὲν εἶναι δυνατόν νὰ’ ναί ἄλλος κανείς, πλὴν ὁ ἄρχων καὶ ὁ βασιλιάς των πάντων, ὁ ἄρχων καὶ ὁ βασιλιάς του σύμπαντος κόσμου. Ὀρθότατα, λοιπόν, ὀνομάζεται ὅπως ὀνομάζεται ὁ θεός αὐτὸς, στὸν ὁποῖο ὀφείλουν αἰωνίως το ζῆν τους ὅλα τα ζωντανά ὄντα. Το δὲ ὄνομα του, ἐνῶ είταν ἕνα, ἐνιαίο καὶ ἀκέραιο, ἔχει διχοτομηθεῖ, ἔχει διαιρεθεῖ, ὅπως εἶπα, σε δύο ὀνόματα: στὸ “Δία” καὶ στὸ “Ζήνα”.




Απόδοση από τις εκδόσεις Πόλις.




“Τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ἔθος ἦν τοῖς Πυθαγορείοις τῷ τοῦ Διὸς καὶ Ζηνὸς ὀνόματι σεμνύνειν. δι’ ὃν γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῇν τοῖς πᾶσιν ὑπάρχει, τοῦτον δίκαιον ἀπὸ τῆς ἐνεργείας ὀνομάζεσθαι“. (Βλ., Ἱεροκλῆς “Ὑπόμνημα εἰς τα Χρυσά Ἔπη τῶν Πυθαγορειών, 25″) .

Δηλαδή:

“Ἦταν συνήθεια των Πυθαγορείων νὰ ἐξυμνοῦν τον δημιουργό καὶ πατέρα τούτου του σύμπαντος με το ὄνομα του Διός καὶ Ζηνός. Διότι αὐτὸς λόγῳ του ὁποίου τα πάντα ἀποκτοῦν “εἶναι”=ὕπαρξη καὶ ζωή, εἶναι δίκαιο νὰ ὀνομάζεται ἀπὸ αὐτὴ την ἐνέργειά του”.

"Εἷς δὲ ὢν πολυώνυμός ἐστι, κατονομαζόμενος τοῖς πά θεσι πᾶσιν ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ. Καλοῦμεν γὰρ αὐτὸν καὶ Ζῆνα καὶ Δία, παραλλήλως χρώμενοι τοῖς ὀνόμασιν, ὡς κἂν εἰ λέγοιμεν δι᾽ ὃν ζῶμεν."


(Βλ., Αριστοτέλης «Περί Κόσμου» 401a.12-15)


Δηλαδή:




Ἕνας εἶναι (ὁ θεός) ἀλλὰ ἔχει πολλά ὀνόματα, καὶ κατονομάζεται ἀπὸ τις καταστάσεις ποῦ ὁ ἴδιος δημιουργεῖ. Τον καλοῦμε καὶ Ζήνα καὶ Δία, χρησιμοποιῶντας παράλληλα τα ὀνόματα, σὰν νὰ λέμε “δι’ ὄν ζῶμεν” (αὐτὸς διὰ του ὁποίου ζοῦμε).

Ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι Ζεὺς (Ζαν), Διός, Διί, Δία, Ζεῦ καὶ Ζῆν, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα.

Ἄν κάποιος δεῖ, ὅσα κείμενα φυσικά μπορέσει, θὰ διαπιστώσει ὅτι η λέξη “Δίας” δὲν βρίσκεται σε ὀνομαστική κλίση. Ὅταν εἶναι ὀνομαστική, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγω το Ζεὺς ἡ το Ζῆν.

Το σημαντικό ὅμως δὲν εἶναι ἕν τέλει πῶς γράφεται, ἀλλὰ αὐτὸ πού λέει ὁ Πλάτων, ὅτι το ὄνομα δὲν εἶναι διαφορετικό, ἀλλὰ «ἓν ὂν τὸ ὄνομα», του Διός – Ζηνός!


ΑΓ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: ΦΟΝΙΑΣ, ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΕΛΛΗΝ!!



Ὁ "ἅγιος" Ἀθανάσιος ὑπῆρξε μέγας ἐχθρὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ συμμετεῖχε σε μαζικές καταστροφές ἔργων τέχνης των προγόνων μας καὶ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἀπαγόρευσε την ὀνομασία Ἕλλην καὶ την ἀντικατέστησε με το Ρωμιός!! Προέτρεπε τούς βυζαντινούς κατακτητές τῆς πατρίδος μας σε σφαγές Ἑλλήνων καὶ ἀπειλοῦσε με ἀφορισμό ὅποιον τολμοῦσε νὰ ἀναφερθεῖ σε ὁτιδήποτε ἑλληνικό!! Ἔγραψε βιβλίο με τίτλο κατά τῶν Ἑλλήνων ὁποῦ καταφέρεται με λύσσα κατά του ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας!!Αὐτόν τον ἀνθέλληνα τιμοῦν οἱ ἰουδαιοχριστιανοί΄ ἀποδεικνύοντας γιὰ μία φορά ἀκόμα ὅτι ἄν εἶσαι χριστιανός δὲν μπορεῖ νὰ εἶσαι Ἕλληνας..

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


ΔΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ!!...


ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: ΦΟΝΙΑΣ-ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΟΣ- ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ-ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ


Ὁ Μέγας καὶ Ἅγιος της 18ης Ἰανουαρίου

«Οὐκοῦν εἰ μήτε ἄνθρωπος ἁπλῶς μήτε μάγος μήτε δαίμων τις ἐστίν ὁ Σωτήρ, ἀλλὰ καὶ την παρά ποιηταῖς ὑπόνοιαν καὶ δαιμόνων φαντασίαν καὶ Ἑλλήνων σοφίαν τὴ ἑαυτούς θεότητι κατήργησε καὶ ἐπεσκίασε.»

(Ἅγιος Ἀθανάσιος, «Κατά Ἑλλήνων», κεφ.48, παρ. 9).




Ὁ Ἀθανάσιος, Ἅγιος καὶ Μέγας της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γεννήθηκε το 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια της Αἰγύπτου πιθανότατα ἀπὸ ἑλληνικῆς καταγωγῆς γονεῖς. Ἀπὸ πολύ μικρή ἡλικία κατηχήθηκε στὸν Χριστιανισμό ξεχνῶντας ὁλοκληρωτικά την καταγωγή του. Κατά την ἐφηβεία του μαθήτευσε δίπλα στὸν φανατικό ἀσκητὴ ἅγιο Ἀντώνιο τον Μέγα, στὴν ἔρημο της Ἐρυθραίας. Ὁ δάσκαλός του πέθανε στὴν ἔρημο μέσα σε ἕνα ξεροπήγαδο προσευχόμενος στὸν Γιαχβέ.




Ὁ Ἀντώνιος, κατά την περίοδο ποὺ ἀσκήτευε, δὲν ἄλλαξε ποτέ κανένα ἔνδυμα, δὲν ἔπλυνε ποτέ το σῶμα του καὶ τρεφόταν μέρα παρά μέρα με ἕνα ξερό παξιμάδι. Γυναῖκα δὲν γνώρισε ποτέ. (Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», λῆμμα «Ἅγιος Ἀντώνιος»). Τα ὁράματα του με μεταφυσικά ὄντα καὶ ἡ κατά φαντασίαν μάχη του με τον ἴδιο τον Διάβολο ἦταν οἱ πνευματικές καθημερινές του ἐνασχολήσεις. Με τις παράλογες καὶ σχιζοφρενικές αὐτὲς διδαχές γαλουχήθηκε ὁ χαρακτῆρας του ἁγίου Ἀθανασίου, ἑνὸς ἀπ΄ τους πλέον φανατικούς ἀνθρώπους της Ἱστορίας.


Κατά την περίοδο του 4ου μ.Χ. αἰῶνος στὴν ἐπικράτεια της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν σε ἐξελίξη ἕνας ἀνελέητος διωγμός ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ποῦ καθοδηγεῖτο ἀπὸ χριστιανούς. Την ἴδια ἐποχῆ κορυφώνονταν καὶ οἱ ἀλληλοσφαγές μεταξύ τῶν διαφόρων χριστιανικῶν αἱρέσεων. Τα σχίσματα πλήθαιναν, καθώς καὶ ὁ ἀδυσώπητος ἐμφύλιος πόλεμος ἀναμεταξύ τους γιὰ το ποιό δόγμα θὰ ἐπικρατούσατε ὡς ἐπίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.




Το 328 μ.Χ. καὶ σε ἡλικία τριάντα τριῶν περίπου ἐτῶν ὁ Ἀθανάσιος ἀνέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Ἀλεξάνδρειας. Ἦταν μικρόσωμος καὶ φιλάσθενος, ἀλλὰ τρομερά δραστήριος καὶ πανοῦργος. Σύμφωνα με ὅλους τους ὑποστηρικτές του, ἀλλὰ καὶ τους μὴ, μέθοδοί του ἦταν οἱ κολακεῖες, οἱ δωροδοκίες, οἱ πλαστογραφίες, οἱ συκοφαντίες, ἡ βία ἐναντία στοὺς ἐχθρούς του, οἱ πυρπολήσεις ναῶν καὶ οἱ δολοφονίες. Ἀπ΄ την Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἀθανάσιος ἐκδιώχθηκε πέντε φορές μέσα σε μία χρονική περίοδο 18 ἐτῶν. Ὁ Γερμανός ἱστορικός καὶ πρώην ἱερέας Καρλ Χάιν Ντέσνερ στὸ ἔργο του «Ἢ ἐγκληματική Ἱστορία του Χριστιανισμοῦ» λέει γιὰ τον Ἀθανάσιο: «Ὑπῆρξε ἕνας ἀπ΄ τους σκληρότερους καὶ πιὸ ἀδίστακτους ἐκκλησιαστικούς δημαγωγούς» (σελ. 475).




Ἐπίορκοι «ἔκλεψαν» την πατριαρχεῖα ὑπέρ του Ἀθανασίου




Ἡ ἐκλογὴ του στὸ ἀξίωμα του πατριάρχη ἔγινε με τον πλέον σκοτεινό καὶ ἀμφιλεγόμενο τρόπο, ἀφοῦ ἀπ΄ τους πενήντα τέσσερις ἐκλέκτορες ἀρχιμανδρίτης τον χειροτόνησαν μόνον οἱ ἑπτὰ, ποὺ παρεμπιπτόντως ἦταν καὶ ἐπίορκοι: «Ταυτά μὲν Απολλινάριος γράφει περί Ἀθανασίου, οἱ δὲ ἀπὸ της Ἀρείου αἱρέσεως λέγουσιν ὡς Ἀλεξάνδρου (προηγούμενος πατριάρχης) τελευτήσαντος ἐκοινώνουν ἀλλήλοις οἱ τα Ἀλεξάνδρου καὶ Μελιτίου φρονοῦντες, συνελθόντες τε ἐκ Θηβαΐδος καὶ της ἄλλης Αἰγύπτου πεντήκοντα καὶ τέσσαρες ἐπίσκοποι ένωμότως συνέθεντο κοινή ψήφῳ αἱρεῖσθαι τον ὀφείλοντα την Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίαν ἐπιτροπεύειν· επιορκίσαντας δὲ ἑπτὰ τινας τῶν ἐπισκόπων παρά την πάντων γνώμην κλέψαι του Ἀθανασίου χειροτονίαν καὶ διὰ τοῦτο πολλούς του λαοῦ καὶ τῶν ἀνὰ την Αἴγυπτον κληρικῶν ἀποφυγεῖν την πρὸς αὐτὸν κοινωνίαν» (Σωζόμενος, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», βιβλίο 2, κεφ. 17, 4). Ἡ παράνομη καὶ σκανδαλώδης αὐτὴ ἐκλογὴ του δημιούργησε μεγάλες ἀναταραχές. Πιστοί του Ἀθανασίου προέβησαν σε ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις καὶ δολοφονίες ἐναντίον ὅσων ἀμφισβητούσανε τον ποιμένα τους. Ἡ δράση του ἁγίου ἐπικεντρώθηκε κυρίως ἐναντίον τῶν Αρειανιστῶν καὶ των Μελιτιανῶν χριστιανῶν. Ἐκ παραλλήλου κι ἄλλες αἱρέσεις μπῆκαν δυναμικά στὸν αἱματηρό χριστιανικό ἐμφύλιο γιὰ την μοιρασιά της πίτας, ὅπως οἱ Ἀπολλιναριστές, οἱ Μασσαλιανοί, οἱ Νοβατιανοί, οἱ Ιακωβίτες κ.α.




Δολοφόνησε ἐπίσκοπο καὶ βίασε γυναῖκα




Το 335 μ.Χ. εἶχαν συσσωρευτεῖ πολλές κατηγορίες ἐναντίον του πατριάρχη Ἀθανασίου. Οἱ κύριες ἦταν: Γιὰ ὑπερβολική φορολογία, ποὺ εἶχε ἐπιβάλλει στὴν ἐπαρχία της Ἀλεξάνδρειας, γιὰ βίαιες ἐνέργειες αἰτοῦ καὶ τῶν πιστῶν του ἐναντίον πολλῶν ἐκ τῶν ἐχθρῶν του ἀκόμα καὶ μέσα σε ἐκκλησίες, γιὰ την κρυφή βοήθεια σε πολιτικούς ἀντιπάλους τοῦ αὐτοκράτορα καὶ γιὰ την παρεμπόδιση της ἀποστολῆς σιταριοῦ ἀπ΄ το λιμάνι της πόλης, ποὺ κατευθυνόταν πρὸς τους φτωχούς.




Οἱ κατηγορίες αὐτὲς τον ὁδήγησαν στὴν καθαίρεσή του ἀπ΄ τον ἴδιο τον ὀρθόδοξο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τον Μέγα, με ἔγγραφο ποῦ ἔστειλε στὴν σύνοδο της Τύρου. Ὅμως, ὁ Ἀθανάσιος παραποίησε το ἔγγραφο αὐτὸ δύο φορές, ἀναδημοσιεύοντας την ἐπιστολή με ψεύτικα λόγια του Κωνσταντίνου, πού ἔλεγαν δῆθεν, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος συκοφαντήθηκε. Οἱ κατηγορίες γιὰ βία καὶ ἐπιθέσεις πλήθαιναν, ὅπως ὅτι διέταξε τον ἱερέα Μακάριο νὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον του Ἀρειανιστή ἱερέα Ἰσχυρά, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος εἶχε δολοφονήσει τον ἐπίσκοπο Ἀρσένιο κι ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε διαφθείρει κάποια γυναῖκα. Με ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀθανάσιος ἐξορίστηκε στὰ Τρέβηρα της Γαλατίας γιὰ δύο χρόνια. Οἱ ἀπολογητές του λένε, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦταν συκοφαντίες καὶ πίσω τους βρίσκονταν οἱ Ἀρειανιστές καὶ οἱ Μελιτιανοί.




Οἱ αἱρέσεις τῶν Ἀρειανιστών καὶ τῶν Μελιτιανῶν πρέσβευαν, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν θνητός ἄνθρωπος, κάτι το ὁποῖο οἱ ὀρθόδοξοι καὶ οἱ καθολικοί πολέμησαν μετά μανίας. Ὁ Ἀθανάσιος τους βρίζει σε κάθε ἔργο του ἀποκαλῶντας τους «δυσεβεστάτους», «ὑποκριτές», «μανιακούς», «μοχθηρούς», «ἀπατεῶνες», τον δὲ ἀρχηγὸ του Ἀρειανισμοῦ Ἄρειο, «βλάσφημο», «παρανοϊκό», «πρόδρομο του Ἀντιχρίστου» κ.ά..




Ποιός «ἔχυσε τα ἔντερα» του πατριάρχη στὴν τουαλέτα;




Ἔτσι καλλιεργήθηκε το ἀνάλογο κλίμα καὶ το 336 μ.Χ., την ἐποχῆ της πρώτης ἐξορίας του ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ Ἄρειος δολοφονεῖται με ἄγριο τρόπο. Ἡ δολοφονία ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη κατά την διάρκεια διαλείμματος κοινῆς συλλειτουργίας του Ἀρείου με ὀρθοδόξους με μαφιόζικο τρόπο: «Ἦσαν δὲ τότε πατριάρχαι εἰς μὲν την Κωνσταντινούπολιν Ἀλέξανδρος, εἰς δὲ την Ἀντιόχειαν Εὐστάθιος καὶ εἰς τα Ἱεροσόλυμα Μάξιμος. Εἰς την Ἀλεξάνδρειαν οὐδεὶς ἐχειροτονήθη ἐξωρισμένου του Ἁγίου Ἀθανασίου. Τούτων οὕτως ἐχόντων, πεισθείς ὁ βασιλεύς ὑπὸ του Εὐσεβίου καὶ τῶν λοιπῶν, διέταξε τον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ἀλέξανδρον, ὅπως συλλειτουργήση ἀπροφασίστως μετά του Ἀρείου ἡ ἄλλως νὰ παραιτηθῆ του θρόνου. Ἰδών ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι καὶ τα δύο δεινά εἶναι, ἔστρεψε την ἐλπίδα αὐτοῦ πᾶσαν πρὸς τον Θεόν καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ κάμη την διεκδίκησιν.




» Ὅτε δὲ ἔφθασεν ἡ ὡρισμένη ἡμέρα, την ὁποίαν καθώρισεν ὃ βασιλεύς, μεταβάς ὁ Ἄρειος πρὸς ἐκπλήρωσιν της σωματικῆς του ἀνάγκης, παρευθύς -ὦ της δικαίας κρίσεως του Θεοῦ!- ἐχύθησαν τα ἐντόσθια του ἀποκάτω αὐτοῦ καὶ ἔλαβεν την ἀξίαν τιμωρίαν ὁ θεομᾶχος, ἀπολαύσας το αἰώνιον πῦρ, το ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»

(«Μέγας Συναξαριστής», Ἰανουαρίου ΙΗ , σελ. 419).




Καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἐπιβεβαιώνει την δολοφονία: « ...;καὶ ὥς ἀντιπεμπούσης της δίκης το ξύλον ἐν αὐτῷ την ἰδίαν κοιλίαν ἔπληξε καὶ ἀντί του θρόνου τὴ πληγή τα ἴδια ἐξήνεγκεν ἔντερα καὶ μᾶλλον ὁ θρόνος ἐκείνου το ζῆν ἀπέσπασεν ἡ αὐτὸς ἀπεσπάσθη παρ΄ ἐκείνου· ἐξεχύθη γοῦν, ὡς γέγραπται κατά τον Ἰούδαν, τοῖς σπλάγχνοις καὶ καταπεσών ἐβαστάχθη καὶ μετά μία ἡμέραν ἀπώλετο» (Ἅγιος Ἀθανάσιος, «Πρὸς τους ἀπανταχοῦ μοναχούς περί των γεγενημένων παρά των Ἀρειανών», κεφ. 57, παρ. 3-4).




Βεβαίως, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ «δικαία κρίση» του ξεκοίλιασαν τον Ἄρειο, ἀλλὰ οἱ φανατικοί ὀρθόδοξοι ἀντίπαλοί του. Ὡς δολοφόνος κατηγορήθηκε ἀπ΄ τους Ἀρειανιστές ὁ ὀρθόδοξος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Παῦλος. Ἄλλωστε ὅ,τιδήποτε διαφοροποιεῖται ἀπ΄ το δόγμα τους ἀποτελεῖ γι΄ αὐτούς ἔργο του Σατανᾶ. Ἐδῶ ἐπιβεβαιώνεται γιὰ ἀκόμα μία φορά καὶ στὴν πράξη ἡ γνωστή ρήση του τυφλοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ: «Ὀρθοδοξία ἡ θάνατος». Ἡ δολοφονία αὐτὴ ἔρριξε κι ἄλλο λάδι στὴν φωτιά, ποὺ εἶχε ἤδη ἀνάψει μεταξύ ὅλων τῶν παρατάξεων καὶ θρησκειῶν: «Ὑπὸ γὰρ τοῦδε του ἐμφυλίου τῶν χριστιανῶν πολέμου συνεχεῖς ἐγίγνοντο κατά την πόλιν στάσεις, πολλοί τε ἐκ των γιγνομένων συντριβέντες ἀπώλοντο» (Σωκράτης, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», βιβλίο 2, κεφ.12, παρ.17-20).




Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος πέρασε χρόνια στὴν ἔρημο ὑπηρετῶντας τον ἅγιο Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος τον ὑποστήριξε ἀργότερα στὴν πολεμική του κατά του Ἀρείου. Στὴν εἰκόνα φαίνονται νὰ πατοῦν καὶ οἱ δύο μαζί τον Ἄρειο. (Το ὕφασμα, ποὺ κρατοῦν, εἶναι -σύμφωνα με την παράδοση- αὐτὸ ποὺ φοροῦσε ὁ ἅγιος Παῦλος, προτοῦ «ἀναχωρήσει γιὰ τον Παράδεισο).»




Ἡ δυναμική ἐπιστροφή του Ἀθανάσιον στὴν Ἀλεξάνδρεια σημαδεύτηκε ἀπὸ αἱματηρά ἐπεισόδια με την προσπάθεια τῶν ὀρθοδόξων νὰ ἐπανέλθουν στὴν ἐξουσία: «Παντοῦ μετά την προπαγανδιστική του περιοδεία (του Ἀθανασίου) ἀνέβηκαν στοὺς θρόνους ἀντιεπίσκοποι, προκλήθηκε διχόνοια καὶ προέκυψαν νέες διασπάσεις. Γιατί με τους νέους ἀντιεπισκόπους δημιουργοῦνταν διαρκῶς ἀναταραχές καὶ ὁδομαχίες, με ἀποτέλεσμα τα λιθόστρωτα να καλύπτονται ἀπὸ ἑκατοντάδες πτώματα» (Καρλ Χάιν Ντέσνερ, «Ἡ ἐγκληματική Ἱστορία του Χριστιανισμοῦ», σελ. 487).




Πιστός ἰδεολογικός ὑποστηρικτής του στὴν μάχη ἐναντίον ὅλων ἦταν ὁ δάσκαλός του, ἅγιος Ἀντώνιος, θαυματοποιός καὶ ἀντιαρειανιστής, ποὺ τότε ζοῦσε ἀσκητεύοντας σε πηγάδια της ἐρήμου. Καὶ ἐπειδὴ ἡ διαμονή σε ξεροπῆγαδα ὑπῆρξε μόδα της ἐποχῆς, ὁ Ἀθανάσιος κατέφυγε ἐκεῖ γιὰ ἔξει χρόνια, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τους διῶκτες του Ἀρειανιστές: «Καὶ ὁ μὲν Ἀθανάσιος ἔβλεπεν ἑαυτόν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν καὶ φυγών ἐκρύβη εἰς ἐν ξηροπῆγαδον, ἐκεῖνοι δὲ ζητήσαντες καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ἔγραψαν δευτέραν καθαίρεσιν κατ΄ αὐτοῦ ...; Ἔμεινε λοιπόν κεκρυμμένος εἰς τον λάκκον ἐκεῖνον ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔτη ἐξ» («Συναξαριστής», Τόμος Ἰανουαρίου, σελ. 422).




Ἱερέας Παῦλος: Ἡ «μαύρη χεὶρ» του Ἀθανασίου




Ἀκολούθησε ἡ δεύτερη ἐξορία του ἁγίου ἀπ΄ το 339 ἑως το 346 μ.Χ., ποὺ ἔγινε ἐπὶ του Ἀρειανιστή αὐτοκράτορα Κωνστάντιου ἀπ΄ την Σύνοδο της Ἀντιοχείας καὶ διήρκεσε ἐπτάμισυ ἔτη. Ἡ ἐξορία του ἀποτέλεσε ἀκόμη μία φορά πυροδότηση της βίας καὶ τῶν ὀδομαχιῶν στὴν πολύπαθη Ἀλεξάνδρεια: «Οἱ ἀστυνομικές καὶ στρατιωτικές ἐπεμβάσεις, οἱ ἐξορίες, οἱ θάνατοι στὴν πυρά καὶ οἱ ἐκτελέσεις δὲν ἔπαιρναν τέλος, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος ὑποστήριζε μονίμως, πῶς εἶχε την ὁμόφωνη ὑποστήριξη του λαοῦ της Ἀλεξανδρείας, ἄν καὶ ἴσχυε μᾶλλον το ἀντιθέτῳ» («Ἡ ἐγκληματική Ἱστορία του Χριστιανισμοῦ», σελ.48Cool.




Ἄς δοῦμε ὅμως, πῶς περιγράφει καὶ ἕνας ὀρθόδοξος ὑποστηρικτής του Ἀθανασίου τον μαινόμενο ἐμφύλιο τῶν χριστιανῶν: «Ἄλλοι δὲ ξιφῶν πληγάς ἐπεδείκνυντο, ἄλλοι λιμόν ὑπομεμενηκέναι παρ΄ αὐτῶν ἀπωδύροντο καὶ ταῦτα οὐχ οἱ τυχόντες ἐμαρτύρουν ἄνθρωποι, ἀλλ΄ ἐκκλησίαι ὅλαι ἦσαν ὑπέρ ὤν οἱ ἀπαντήσαντες καὶ πρεσβεύοντες ἐδίδασκον, στρατιώτας ξιφήρεις, ὄχλους μετά ροπάλων, δικαστῶν ἀπειλάς, πλαστῶν γραμμάτων ἀποβολάς, πρὸς τούτοις παρθένων γυμνώσεις, ἐμπρησμούς ἐκκλησιών, φυλακάς κατά των συλλειτουργῶν καὶ ταυτά πάντα δι΄ οὐδὲν ἕτερον ἡ διὰ την δυσώνυμον αἵρεσιν τῶν Ἀρειομανιτ[Ων» (Θεοδώρητος «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», κεφ. 105 παρ. 6-17).




Το 342 μ.Χ. ὁ στρατηγός του Ἱππικοῦ Ἐρμογένης ἀνέλαβε νὰ ἀποκαταστήσει την τάξη καὶ νὰ θέσει τέλος στὸν ἐμφύλιο ἐκκλησιαστικό πόλεμο ὑστέρα ἀπὸ διαταγή του Κωνστάντιου. Ὁ Ἐρμογένης, ὑστέρα ἀπὸ παγίδα, ποὺ του εἶχε στήσει το πλῆθος τῶν φανατικῶν ὀρθοδόξων, ἐγκλωβίζεται μέσα στὸ σπίτι του καὶ καίγεται ζωντανός: «Ὡς δὲ ἐπέκειτο ὁ Ερμογένης διὰ στρατιωτικῆς χειρός ἀπελάσαι τον Παῦλον, παροξυνθέν τότε το πλῆθος οἵα ἐν τοῖς τοιούτοις φιλεῖ γίγνεσθαι, ἀλογωτέρας ἐποιεῖτο κατ΄ αὐτοῦ τας ὁρμᾶς καὶ ἐμπίπρησι μὲν αὐτοῦ την οἰκίαν, αὐτὸν δὲ σύραντες ἐπέκτειναν» (Σωκράτης, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», βιβλίο 2, κεφ. 13, παρ. 9-13).




Ὡς ἐγκέφαλος της πράξης καταδείχθηκε ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας Παῦλος, ὁ δολοφόνος του Ἀρείου. Ὁ Παῦλος ἐξορίζεται στὴν περιοχή της Μικρῆς Ἀρμενίας, ὁποῦ ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα θὰ στραγγαλιστεῖ με την σειρά του ἀπὸ Ἀρειανιστές. Πίσω ἀπ΄ αὐτὸν βρισκόταν γιὰ ἄλλη μία φορά ὁ ἐγκέφαλος του ὅλου ἐγχειρήματος Ἀθανάσιος.




Την ἴδια ἐποχῆ δρομολογεῖται γιὰ πρώτη φορά το μετέπειτα σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν ἀπ΄ τον ἐξόριστο στὰ Τρέβηρα Ἀθανάσιο, ποὺ ἔχει πείσει τους καθολικούς καὶ τον αὐτοκράτορα της Δύσης Κώνσταντα νὰ ἀντιταχθοῦν στὸν Κωνστάντιο καὶ στοὺς Ἀρειανιστές. Ἐκεῖ συνομόσητε με τον ἐξόριστο Παῦλο, πείθοντας τον αὐτοκράτορα καὶ ἀδελφὸ του Κωστάντιου, Κώνστα, νὰ τους στείλει πίσω στὴν Ἀλεξάνδρεια ὑπὸ την προστασία του. Οὐσιαστικά ὁ Ἀθανάσιος προσπαθοῦσε νὰ πείσει τον Κώνσταντα νὰ ξεκινήσει την ἀναπροσάρτηση της Ἀνατολίτικής Αὐτοκρατορίας στὴν Ρώμη μέσο πολέμου.


Ὁ Κωνστάντιος φοβούμενος τον ἐμφύλιο πόλεμο ζήτησε την ἐπιστροφή του Ἀθανασίου στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου τον ὑποδέχθηκε ὁ ἴδιος με δάφνες καταστρέφοντας ὅλα τα ἔγγραφα, ποὺ τον ενοχοποιούσαν. Με την ἐπιστροφή του ἁγίου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ χωρίς χρονοτριβές στήθηκαν οἱ διορισμοί δικῶν του ἐπισκόπων καὶ οἱ βίαιοι διωγμοί τῶν ἀντιπάλων του. Ὁ Ἀθανάσιος ἔστησε καὶ μία μικρή Ἐκκλησιαστική Σύνοδο στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἀποκατέστησε την φήμη καὶ την δόξα του.




Ὁδομαχίες, πυρές, βεβηλώσεις καὶ δολοφονίες




Ἡ τρίτη ἐξορία του ἔγινε ἀπὸ το 356 ἕως το 362 μ.Χ. πάλι ἀπὸ τον Κωνστάντιο. Το 357 μ.Χ. ἔγραψε ἕνα ἔργο πρὸς τον αὐτοκράτορα Κωνστάντιο, την «Ἀπολογίαν πρὸς τον βασιλέα Κωνστάντιον», ὁποῦ κολακεύει ὑπερβολικά τον Ἀρειανιστή αὐτοκράτορα, ἀποκαλῶντας τον «θεοφιλέστατον», «δίκαιον» ζητῶντας την συγγνώμη του: «Συγχώρησον εἰπόντι μοι ταῦτα, φιλανθρωπότατε Αὔγουστε, καὶ πολλήν μοι συγγνώμην δὸς» (παρ. 3), ἐνῶ το 358 μ.Χ. στὸ «Πρὸς τους πανταχοῦ μοναχούς περί των γεγενημένων παρά τῶν Ἀρειανών ἐπὶ Κωνσταντίου» ἐξαπολύει λεκτική ἐπίθεση ἐναντίον του.




Οἱ ἀπόψεις του γιὰ τον Κωνστάντιο ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλούς ἄλλους μεταβάλλονταν ἀρκετές φορές ἀνάλογα με την περίσταση. Την ἴδια περίοδο οἱ πράξεις βίας, οἱ ὀδομαχίες, οἱ βεβηλώσεις, οἱ πυρές καὶ οἱ καταστροφές ἐπεκτάθηκαν γρήγορα σε ὅλη την ἀνατολική ἐπικράτεια της αὐτοκρατορίας. Ἀντιόχεια, Ἄγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Ἀνδριανούπολη, Γάζα καὶ πολλές ἄλλες πόλεις ἀλληλοσπαράσσονταν.




Ὁ Κωνστάντιος, γιὰ νὰ σταματήσει τον ἀνεξέλεγκτο ἐμφύλιο, ἔλαβε σκληρά μέτρα. Την νύχτα της 9ης Φεβρουαρίου του 356 μ.Χ. ὁ Ἀθανάσιος ἰερουργοῦσε σε ἀγρυπνία στὸ ναό του ἁγίου Θεωνά. Τότε 5.000 στρατιῶτες κύκλωσαν την ἐκκλησία, γιὰ νὰ συλλάβουν τον Ἀθανάσιο: «Μερισθέν δὲ το πλῆθος εἰς δύο μέρη καὶ τῶν μὲν θελόντων τον Γρηγόριον, τῶν δὲ τον Μέγαν Ἀθανάσιον, σύγχυσις μεγάλη ἐγένετο. Βλέπων δὲ ὁ στρατηγός Συριανός, ὅτι κινδυνεύει νὰ γίνη ἐμφύλιος πόλεμος, καὶ ὅτι ἔκαυσαν ἕνα ναό, του Διονυσίου καλούμενον, ἐσκέφθη νὰ φονεύση τον Ἀθανάσιον, διὰ νὰ παύση ἡ σύγχυσις» («Συναξαριστής», Τόμος Ἰανουαρίου, σελ. 423).

Παρά την αἱματηρή μάχη ποὺ ἀκολούθησε, ὁ ἅγιος κατάφερε νὰ φυγαδευτεῖ ἀπὸ τους κληρικούς του. Ὁ πρόωρος θάνατος του Κωνστάντιου τον ἔφερε καὶ πάλι πίσω στὴν Ἀλεξάνδρεια. Το 358 μ.Χ. δολοφονεῖται ἀπὸ καθολικούς καὶ ὀρθοδόξους ὁ Ἀρειανιστής πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Γεώργιος.




Ἡ τέταρτη ἐξορία του Ἀθανασίου κράτησε ἐνάμισυ χρόνο καὶ ἔγινε το 362 μ.Χ. ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του «Παραβάτη», ἐπειδὴ συνέχιζε νὰ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῶν ταραχῶν καὶ ἐπειδὴ κατηχοῦσε καὶ βάπτιζε μετά βίας Ἑλληνίδες γυναῖκες στὸ Χριστιανισμό. Ὁ Ἰουλιανός ἔστειλε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνα στρατηγό του με 200 ἄνδρες, νὰ συλλάβουν τον ταραχοποιό Ἀθανάσιο. Ὅμως ἐκείνος κατάφερε νὰ ξεφύγει καὶ ἔμεινε κρυμμένος στὸ σπίτι ἑνὸς χριστιανοῦ της Ἀλεξάνδρειας μέχρι καὶ τον θάνατο του Ἰουλιανοῦ. Μετά την δολοφονία του αὐτοκράτορα ἀπὸ τον στρατιώτη του ἅγιο Μερκούριο καὶ την στέψη του ὀρθόδοξου αὐτοκράτορα Ἰοβιανοῦ, ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε το 363 μ.Χ. πίσω στὰ καθήκοντά του καὶ στὸν θρόνο του.




Ἡ ἐπιστροφή του ἔφερε ξανά πόλεμο καὶ συμπλοκές με κινητοποιήσεις του Στρατοῦ. Πολλοί αἱρετικοί ἐπίσκοποι διαπομπεύτηκαν ἡ ἐξορίστηκαν. Ἡ πέμπτη ἐξορία του ἔγινε το 365 μ.Χ. γιὰ ἕξι μῆνες ἐπὶ του Ἀρειανιστή αὐτοκράτορα Οὐάλεντος. Ὁ Οὐάλης κινήθηκε ἐναντίον του θεωρῶντας τον ὑπαίτιο τῶν ταραχῶν. Το φανατικό πλῆθος, ποὺ καθοδηγοῦσε ὁ Ἀθανάσιος, στασίασε καὶ πάλι. Ὁ ἅγιος ἀπειλοῦσε τον αὐτοκράτορα με αἱματηρό ἐμφύλιο. Ὁ Οὐάλης φοβούμενος τον Ἀθανάσιο καὶ θέλοντας νὰ ὁμαλοποιήσει τις ταραχές σταμάτησε καὶ την δίωξη του πανίσχυρου πατριάρχη. Ὁ Ἀθανάσιος πέθανε στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ.. Τα γεγονότα ποὺ χαρακτηρίζουν τον συνολικό τυχοδιωκτικό του βίο εἶναι πραγματικά ἀτελείωτα καὶ θὰ χρειαζόμασταν πολλές σελίδες, γιὰ νὰ τα στοιχειοθετήσουμε.




Το μῖσος του Ἁγίου Ἀθανασίου κατά του Ἑλληνικοῦ Ἔθνους



Ὁ Ἀθανάσιος στὰ γραπτά του ἀντεπιτίθεται κατά πάντων μὴ ὀρθοδόξων καὶ εἰδικὰ κατά τῶν Ἑλλήνων:«Ταύτας δὲ καὶ τας τοιαύτας της εἰδωλομανίας εὑρέσεις ἄνωθεν καὶ πρὸ πολλοῦ προεδίδασκεν ἡ γραφή λέγουσα. Ἀρχὴ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων, εὕρεσις δὲ αὐτῶν φθορά ζωῆς· οὔτε γὰρ ἤν ἀπ΄ ἀρχῆς, οὔτε εἰς τον αἰῶνα ἔσται, κενοδοξία γὰρ ἀνθρώπων ἦλθεν εἰς τον κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο σύντομον αὐτῶν (τῶν Ἑλλήνων) τέλος ἐπενοήθη» (Ἀθανάσιος, «Κατά Ἑλλήνων», κεφ. 11, 1-6).




Επίσης




«Εἴθε δὲ καὶ οἱ τῶν τοιούτων ψευδοθεῶν κήρυκες καὶ μάντεις (οἱ Ἕλληνές), ποιηταί λέγω καὶ συγγραφεῖς, ἁπλῶς θεούς αὐτούς εἶναι γεγραφήκεσαν. Ἀλλὰ μὴ καὶ τας πράξεις αὐτῶν πρὸς ἔλεγχον ἀθεότητος καὶ αἰσχροποιοῦ πολιτείας ἀναγεγραφήκεσαν; ἠδύναντο γὰρ καὶ μόνω τῷ της θεότητος ὀνόματι την ἀλήθειαν ὑφάρπασαι, μᾶλλον δὲ τους πολλούς ἀπὸ της ἀληθείας πλανῆσαι, νῦν δὲ ἔρωτας καὶ ἀσελγείας διηγούμενοι του Διὸς καὶ παιδοφθορίας τῶν ἄλλων καὶ ζηλοτυπίας πρὸς ἡδονὴν τῶν θηλειῶν καὶ φόβους καὶ δειλίας καὶ τας ἄλλας κακίας, οὐδὲν ἄλλο ἡ ἑαυτούς ἐλέγχουσιν, ὅτι οὐ μόνον οὗ περί θεῶν διηγοῦνται, ἀλλὰ οὐδὲ περί ἀνθρώπων, περί δὲ αἰσχρῶν καὶ του καλοῦ μακράν ὄντων μυθολογοῦσιν» (κεφ. 15, 12-22).




Ἐπίθετα καὶ φράσεις ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων ἐξακοντίζονται σε ὅλα τα ἔργα του ὅπως «βλάσφημοι», «τρελλοί», «ψεῦτες», «δουλοπρεπεῖς», «ἄθεοι», «πρέπει νὰ ἐξοντωθοῦν», «θὰ καοῦν στὴν Κόλαση», «ἀποτρόπαιοι δαίμονες» κ.ά.: « ...;ἐξιλεούσθαι οὖς Ἕλληνες καλοῦσιν ἀποτροπαίους δαίμονας» (Σωζόμενος, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», βιβλίο 5, κεφ. 5, παρ. 1).




ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ



«Τοιοῦτοι θεοί εἰς αὐτούς ὁ Ἔρως καὶ ἡ Ἀφροδίτη της Πάφου, εἰς την Κρήτην ὁ περιβόητος ἐκεῖ Ζεύς, καὶ ὁ ἐν Ἀρκαδία Ἑρμῆς... ἡμεῖς ἔχομεν ἕνα παράδειγμα ἐναντίον πάσης εἰδωλολατρίας, ὅτι δηλαδή οἱ ἄνθρωποι την ἐφεύρον ὄχι δι΄ ἄλλο τίποτε ἀλλὰ διὰ τα πάθη ἐκείνων ποὺ την ἔπλασαν, ὅπως καὶ ἡ σοφία του Θεοῦ πρό πολλοῦ μαρτύρησε λέγουσα "Ἀρχὴ της πορνείας ἡ ἐπινόησις τῶν εἰδώλων".»


(Σοφ. Σολ. 14,12: 9,15-10.) (Ἀπὸ το ἔργο του «Κατά Ἑλλήνων», ἔκδοση «Ἔργα Ἀπολογητικά», ἐποπτεία του καθηγητή της Θεολογικῆς Σχολῆς Παν. Χρήστου, μτφρ. του καθηγητή της Θεολογικῆς Σχολῆς Στέργιου Σάκκου.)




- «...οἱ λεγόμενοι φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες τῶν εἰδωλολατριῶν, ὅταν μὲν κατηγοροῦνται, δὲν ἀρνοῦνται ὅτι οἱ παρουσιαζόμενοι ὡς θεοί εἶναι μορφαί καὶ τύποι ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, ὅταν δὲ ἀπολογοῦνται, λέγουν ὅτι ἔχουν τα ὁμοιώματα, διὰ νὰ τους ἀπαντᾶ το θεῖον διὰ μέσου αὐτῶν καὶ νὰ τους ἐμφανίζεται -διότι, λέγουν, δὲν εἶναι δυνατόν ἀλλιῶς νὰ γνωρίσουν τον ἴδιον τον ἀόρατον, παρά μόνον με τα τοιαῦτα ἀγάλματα καὶ τας τελετάς. Ἐκεῖνοι δὲ ποῦ εἶναι ἀκόμη φιλοσοφώτεροι ἀπ΄ αὐτούς καὶ νομίζουν ὅτι λέγουν περισσότερον βαθυστόχαστα πράγματα, ἰσχυρίζονται ὅτι τα ὁμοιώματα κατεσκευάσθησαν καὶ ἐζωγραφήθησαν, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται δι΄ αὐτῶν καὶ νὰ ἐμφανίζωνται θεῖοι ἄγγελοι καὶ θεῖαι δυνάμεις, ὥστε ἐμφανιζόμενοι διὰ μέσου αὐτῶν νὰ τους διδάσκουν την γνῶσιν του Θεοῦ. Καὶ λέγουν, ὅτι αὐτὰ εἶναι διὰ τους ἀνθρώπους ἕνα εἶδος γραμμάτων, τα ὁποία διαβάζοντες οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τον Θεόν, διὰ της ἐμφανίσεως τῶν θείων ἀγγέλων ποὺ γίνεται διὰ μέσου αὐτῶν. Αὐτὰ βέβαια ἐκεῖνοι ἔτσι τα μυθολογοῦν, διότι ἀσφαλῶς δὲν θεολογοῦν, μὴ γένοιτο.» («Κατά Ἑλλήνων», 19, 5-20.)




- «Καὶ το ἀξιοθαύμαστον, καθώς λέγουν αὐτοί ποὺ ἰστοροῦν, εἶναι το ἐξῆς· ὅτι, ἐνῶ οἱ Πελασγοί ἔμαθαν τα ὀνόματα τῶν θεῶν ἀπὸ τους Αἰγυπτίους, δὲν γνωρίζουν αὐτοὶ τους θεούς ποὺ λατρεύονται εἰς την Αἴγυπτον καὶ λατρεύουν ἄλλους θεούς διαφορετικούς ἀπὸ τους θεούς ἐκείνων. Καὶ εἶναι τελείως διαφορετική η θεωρία καὶ ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι κατελήφθησαν ἀπὸ την μανίαν τῶν εἰδώλων, καὶ δὲν συναντῶνται τα αὐτὰ εἷς τους αὐτούς.» («Κατά Ελλήνων», 23.)


Την ἐπιθέση κατά της Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας συνεχίζει ὁ Ἀθανάσιος καὶ στὸ ἀπολογητικό ἔργο του «Περί Ἐνανθρωπήσεως»:




- «Οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων ἔγραψαν πολλά με ᾶληθοφάνειαν καὶ τέχνην· ἐπαρουσίασαν λοιπόν κάτι τόσον μέγα ὅσον ὁ σταυρός του Χριστοῦ; Διότι μέχρι του θανάτου των τα σοφίσματά τῶν εἶχον την ἀληθοφάνειαν, ἀλλὰ καὶ ὅσα θεωροῦσαν, ὅταν ἦσαν ζῶντες, ὅτι ἔχουν ἰσχύν, ἦσαν ἀντικείμενα ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ των, καὶ ἐφιλονείκουν μεταξύ των διὰ την θεωρίαν των. Καὶ το παραδοξότατον εἶναι, ὅτι, ἐνῶ ὁ Λόγος του Θεοῦ ἐδίδαξε με πτωχοτέρας λέξεις, ἐπεσκίασε τους περιφήμους σοφιστάς καὶ κατήργησε τας διδασκαλίας ἐκείνων καὶ προσήλωσεν ὅλους πλησίον του καὶ ἐγέμισε τας ἐκκλησίας αὐτοῦ. Καὶ το ἀξιοθαύμαστον εἶναι, ὅτι με την κάθοδόν του ὥς ἀνθρώπου εἷς τον θάνατον κατήργησε τα μεγάλα λόγια των σοφῶν περί τῶν εἰδώλων. Ποίου ἀλήθεια ὁ θάνατός πότε ἐξεδίωξε δαίμονας;» (50, 5-15.)




- «Τῶν Ἑλλήνων ἡ σοφία μεμώραται». («Περί ἐνσαρκώσεως του λόγου», κεφ. 46, τμ. 4, γρ. 3).




- «Πάντα ψευσάμενοι Ἕλληνες». («Περί ἐνσαρκώσεως του λόγου», κεφ. 50, τμ. 6, γρ. 2).




- «Την Ἑλληνικήν ἀφροσύνην». («Τρεῖς λόγοι κατ΄ Ἀρειανών», τομ. 26, σελ. 177, γρ. 16).




- «Τῶν Ἑλλήνων ἀγνωσίαν». («Τρεῖς λόγοι κατ΄ Ἀρειανών», τομ. 26, σελ. 673, γρ. 24).


Ὁ βίος του ἁγίου Ἀθανασίου Ἀκολουθεῖ την πεπατημένη γραμμή της Ὀρθοδοξίας, ποὺ πρεσβεύει, ὅτι ὅσο πιὸ φανατικός, μισαλλόδοξος, αἱμοβόρος καὶ βίαιος εἶναι κάποιος ἱερέας ἡ πιστός της, τότε ἀγιοποιεῖται. Ἀρκεῖ βέβαια νὰ ὑποστηρίζει με ὁποιοδήποτε τρόπο τα ἐξουσιαστικά συμφέροντα της Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος καὶ Μέγας Ἀθανάσιος ἑορτάζεται στὶς 18 Ἰανουαρίου κάθε ἔτους μαζί με τον Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, τον ἐγκέφαλο της κατακρεούργησης της φιλοσόφου Ὑπατίας.

Σε κόντρα του Ἅγιου Ἀθανασίου καί του Θεοδοσίου καὶ ἄλλων ψευτο ἁγίων

                   ΗΜΑΣΤΕ  ΕΛΛΗΝΕΣ, ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Ν.Σ

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Ἡ τραγουδιστὴ γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων



Η τραγουδιστη γλωσσα των Ελληνων


Ἡ πρώτη γλώσσα τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἦταν τὸ τραγούδι.


Στὸν κολοσσὸ αὐτοῦ ποῦ λέγεται ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλώσσα, ἡ προσωδία εἶναι τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα. Διότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα εἶναι τὸ πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Χωρὶς τὴν ἀνεπτυγμένη σκέψη μὲ τὴ γραφική της ἀποτύπωση, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κόσμου δὲν θὰ εἶχε φτάσει στὰ μεγάλα της ἐπιτεύγματα.


Ἀποκτώντας οἱ ἄνθρωποι γνωριμία μὲ τὸ περιβάλλον, ἀκούγοντας καὶ παρατηρώντας, ἄρχισαν νὰ ξεχωρίζουν τοὺς ἤχους ἀπὸ τὴ φύση. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ σημαντικὸ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ μάθει νὰ μιλάει. Οἱ ἤχοι τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἦταν οἱ πνευματικοὶ σπόροι ποὺ βοήθησαν, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μιλήσει ἀργότερα ὁ ἄνθρωπος.


Ὅπως ἦταν φυσικὸ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἡ ὁμιλία τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ μιλήσουμε προηγουμένως παίρνουμε ἀνάσα, ἡ ἀνάσα ἔχει ἦχο, μετὰ τὸν ἦχο τῆς ἀνάσας ἀρθρώνουμε τὸ λόγο.


Στὸ παλαιὸ λεξικὸ Νικ. Λωρέντη συναντᾶμαι δύο λέξεις ποῦ μᾶς προκαλοῦν ἐρωτηματικά:


Μέροψ –οπος, οἱ μέροπες = οἱ ἔχοντες ἔναρθρο λόγο. Σύνθετη λέξη ἀπὸ τὸ μείρομαι + όψ = φωνή. Ἐπίσης γράφει ὅτι: Οἱ Μέροπες ἦταν μυθώδης λαὸς ποὺ κατοικοῦσε «ἐκτὸς τοῦ κόσμου τούτου ἤπειρον», ἐπίσης, ἀναφέρονται ὡς κάτοικοι στὴ νῆσο Κῶ…. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἡ λέξη μὲ τὴν ἔννοια, οἱ ἔχοντες ἔναρθρο λόγο, ἄρα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν εἶχαν ἔναρθρο λόγο.


Ἄλλη λέξη ποὺ συναντᾶμε στὸ λεξικὸ τοῦ Ἡσύχιου εἶναι γιὰ τοὺςἝλλοπες. Σύνθετη λέξη καὶ αὐτή, ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἐλλείπω + όψ = ἄλαλοι. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤξεραν ἀρχικὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ γλωσσικό τους ὄργανο, νὰ πλάσουν λέξεις καὶ νὰ μιλήσουν «ἦταν ἄλαλοι», αὐτὸ σημειώνει ὁ Ἡσύχιος στὸ λεξικό τους γιὰ τοὺς Σελλούς. Περνώντας τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοὺς βρίσκουμε μὲ τὸ ὄνομα: Ἑλλοί, Σελλοί, Ἕλλοπες, Πελασγοί, Προσέληνες κατὰ τὸν Ἰ. Πασσᾶ στὸ βιβλίο του Προϊστορία, ἐλέγοντο οἱ Ἕλληνες πρὶν ἐμφανισθεῖ ἡ Σελήνη ποὺ εἶναι τεχνητὸς δορυφόρος. Ἔπειτα ὀνομάσθησαν Ἕλληνες. Οἱ Ἕλλοπες ἔζησαν ἐκεῖ γύρω στὴ Δωδώνη. Μετὰ ἀπαντῶνται ὡς Πελασγοὶ ποὺ πρωτομίλησαν τὴν Ἑλληνικὴ καὶ ἐξαπλώνονται καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς γῆς.


Τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, ὅπου κι ἄν ὑπῆρξαν ἄνθρωποι, δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα σ’ ὅλη τὴ γῆ ποὺ νὰ ἐπεβλήθη διὰ τῆς προσωδίας, μόνο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Δικαίως οἱ γνωρίζοντες τὴν ἀπεκάλεσαν μητέρα ὅλων τῶν γλωσσῶν. Ἀπὸ συνέδρια ἱστορικῶν και γλωσσολόγων μαθαίνουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρῶτα τραγούδησαν κι ἔπειτα μίλησαν. Ἔτσι βεβαιωνόμαστε ὅτι, αὐτοὶ ποὺ ἀνέπτυξαν τὸ πνεῦμα τους ὥστε νὰ τραγουδᾶνε τὴν ὁμιλία τους, δηλαδή, νὰ ἐναρμονίζεται ἡ σκέψη τους μὲ τὴν ψυχή τους καὶ νὰ ἐκφράζονται μελωδικά, ἦταν οἱ Ἕλληνες.


Τὶ σημαίνει ἀκριβῶς ἡ λέξη προσωδία.


Ἡ λέξη εἶναι σύνθετα πρὸς + ἄδω. Δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀκριβῶς τραγούδι, ἀλλὰ κάτι μεταξὺ ὁμιλίας καὶ τραγουδιοῦ. Σὰν μουσικὴ ἀπαγγελία, στὴν οὐσία εἶναι ἡ ψυχικὴ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε στὸ μυαλό μας ἄλλο τραγουδῶ κι ἄλλο προσωδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ἄριες ἀπὸ ὄπερες, οὔτε δημοτικὸ τραγούδι, μὰ οὔτε καὶ βυζαντινὴ ψαλμωδία. Ἐδῶ θὰ παραθέσω τὶ εἶπε πάνω σ’ αὐτὸ ὁ Βασιλιὰς Σολομών:


«Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν ὁμιλία τους, καταφέρνουν νὰ δημιουργοῦν δίνες στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἡ μαγεία εἶναι πῶς νὰ χειρίζεσαι τὶς ἐνέργειες μέσω τῆς γλώσσας καὶ τῆς ὁμιλίας».

Ἐπίσης οἱ Ἑβραῖοι στὸ Ταλμούδ, αὐτὴ τὴν τεχνικὴ τῆς ὁμιλίας τῶν Ἑλλήνων ὄχι μόνο τὴν παραδέχονται, ἀλλὰ τὴν ὀνομάζουνGematria, δηλ. Γεωμετρία. Κι ἐνῶ ἄλλοι λαοὶ θαυμάζουν αὐτὴ τὴ γλώσσα ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες δὲν τὴν ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὸ σεβασμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε ἀλλὰ τὴν κακομεταχειριζόμαστε.


Δυστυχῶς ὅμως, ὅλοι μας ἀσχημονοῦμε! Ἀκόμα κι ἐμεῖς ποὺ εἴδαμε καὶ καταλάβαμε τὴν ἀξία της. Κατ’ ἀρχήν, κανένας μας δὲν σκέφτηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἀρχαία γλώσσα πρέπει νὰ τὴν μαθαίνουμε νὰ τὴν μιλᾶμε κι ὄχι ν΄ ἀποστηθίζουμε γραμματικοὺς κανόνες καὶ νὰ μεταφράζουμε. Ἡ μεγαλύτερη ὀμορφιά της εἶναι νὰ τὴν μιλᾶμε ἀπταίστως, μὲ εὐχέρεια, ὅπως ὑπερηφανευόμαστε ὅταν μιλᾶμε κάποια ἀπὸ τὶς παραφυάδες τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ὅπως εἶναι ἡ Ἀγγλική, ἡ Γαλλικὴ κλπ. Ἐκεῖ προςέχουμε τὴν προφορά μας πὼς θὰ πρέπει νὰ προφέρουμε τὴ γλώσσα ποὺ μαθαίνουμε. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ κάνουμε καὶ ταξίδια στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν σωστὴ προφορά. Ἀλλά, μὲ τὴν Ἑλληνικὴ προφορὰ ποιός ἀσχολήθηκε ποτέ;


Ἀνάλυση στοιχείων τῆς γλώσσας


Γιὰ νὰ ἀναλύσουμε τὴ γλώσσα, χρειάζεται νὰ πάρουμε ἕνα-ἕνα τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν ἀποτελοῦν, γιὰ νὰ βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Ἔτσι θὰ ἐξετάσουμε τὰ φωνήεντα, τὰ σύμφωνα, τὸν τονισμὸ τὼν λέξεων καὶ τὴν κυματοειδὴ προφορά, ὅταν ἐκφωνεῖται ὁ ἀρχαῖος λόγος.


Ἄς ἀναλύσουμε πρῶτα τὴ λέξη φωνῆεν, τὶ σημαίνει φωνῆεν: τὸ Φκατὰ τὸν κώδικα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀλφαβήτου σημαίνει φῶς καὶ τὸ Ωσημαίνει ὁ νοῦς. Φῶς τοῦ νοός. Τὰ φωνήεντα λέγονται καὶ φθόγγοι.Φθόγγος σημαίνει ἦχος παραγόμενος διὰ τοῦ λάρυγγος, ἀπὸ τὸ ῥῆμα φάω, ἀρχικὰ τὰ φωνήεντα ἦταν 5: α, ε, ι, ο, υ καὶ ἐπροφέροντο μουσικά, ἔχουμε δὲ τραγούδια ποὺ στηρίζονται σε 5 φθόγγους εἶναι τὰ λεγόμενα 5φθογγα πολυφωνικὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου, πρόδρομος τῆς πολυφωνικῆς μουσικῆς. Ἀργότερα στὰ 5 φωνήεντα προσετέθη το η και ω. Ὅταν τα φωνήεντα ἔγιναν 7, παρατηρεῖται συγχρόνως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ν΄ ἀκούγονται κλίμακες μὲ 7 μουσικοὺς φθόγγους. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 7 φθόγγους ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἐνδιάμεσοι φθόγγοι. Ὅλοι ἔχετε δεῖ τὰ πλῆκτρα τοῦ πιάνου, τοῦ ἁρμόνιου, αὐτὰ εἶναι ἄσπρα, ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ λίγο μακρόστενα εἶναι τὰ μαῦρα. Αὐτὰ τὰ μαῦρα πλῆκτρα ἀντιπροσωπεύουν ἐνδιάμεσους ἤχους. Ἡ Ἑλληνικὴ μουσικὴ καὶ ἡ Βυζαντινὴ ψαλμωδία τὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ ἔχουν εἶναι ὅτι περνᾶνε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐνδιάμεσους ἤχους. Εἶναι σὰν νὰ λέμε ἀπὸ τὸ μαῦρο χρῶμα νὰ πᾶμε στὸ ἄσπρο, θὰ περάσουμε μὲ τόνους τοῦ γκρίζου.


Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἤχους, ἀπὸ τὸ Ντὸ γιὰ νὰ πᾶμε στὸ Ρέ, χρησιμοποιοῦμε ἐνδιάμεσους ἠχητικοὺς τόνους.


Ὅμως, σὲ πολλὲς ξένες γλῶσσες τὰ φωνήεντα ἀποδίδονται καὶ μὲ ἐνδιάμεσους ἤχους. Οἱ Γάλλοι τὸ Ε ἄλλοτε τὸ λένε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἄλλοτε μὲ κλειστό. Τὸ Ι πότε μὲ ἀνοιχτό, πότε U μὲ κλειστὸ τὸ στόμα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀποκλείσει ὅτι οἱ Γάλλοι δὲν τὸ πῆραν ἀπὸ τὴν προφορὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; Μήπως δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ξεχωρίσουμε κι ἐμεῖς κατὰ τὸν ίδιο τρόπο τό: Ἡμῶνμὲ το Ὑμῶν μὲ κλειστὸ τὸ στόμα;


Τὶς ποικιλίες τῶν φωνηέντων, σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦμε, ἔχουν χάσει ὄχι μόνο τὴν προσωδιακή τους χρήση ἀλλὰ καὶ τὴν ἠχητική τους ἰδιαιτερότητα στὴν προφορά. Ὅλα τὰ η ι υ καὶ τὶς διφθόγγουςοι, ει, κλπ. τα προφέρουμε τὸ ἴδιο, ὑπάρχουν μόνο γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς γραφῆς. Καινό = καινούργιο, κενό = ἀδειανό.


Στὰ λεξικὰ βρίσκουμε λέξεις μουσικὲς ὅπως: ἀ-ά-α-τον=ἀκατάβλητον, ἀάσχετος=ἀκατάσχετος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες παρατηροῦνται δίφθογγοι καὶ τρίφθογγοι οἱ ὁποῖοι δὲν προφέρονται, ἀλλὰ μόνο γράφονται. Ὁπως οἱ Γάλλοι τὸ νερὸ τὸ γράφουν μὲ τρία φωνήεντα καὶ τὸ προφέρουν μὲ ἕνα ποὺ δὲν περιέχεται στὴ λέξη. ΕΑΥ= Ο. Άλλὰ καὶ στὴν Ἑλληνικὴ ἀεί = πάντοτε, τὸ βρίσκουμε καὶ αἰεί = πάντοτε. Μία λέξη τέσσερα φωνήεντα, 2 συλλαβές. Μόνο μία προσωδιακὴ προφορὰ μὲ ἐνδιάμεσους φθόγγους, μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει αὐτὴ τὴ γραφή. Κι αὐτὸ ἦταν ποὺ δυσκόλευε τοὺς μὴ Ἕλληνες. Δὲν μποροὺσαν ν’ ἀκούσουν τοὺς διάφορους ἤχους ποὺ γλιστροῦσαν μέσα σὲ μία λέξη. Κι ὅταν τὸ αὐτὶ δὲν συλλαμβάνει ὅλους τοὺς ἤχους ποὺ ἀκούγονται, δὲν μπορεῖ καὶ ἡ νόηση νὰ προσδιορίσει περὶ τίνος πρόκειται. Δηλαδὴ τὸ αὐτὶ ἀκούει μόνο τοὺς ἰσχυροὺς ἤχους, τοὺς ἀσθενεῖς ἤχους ὅταν δὲν ἔχει ἐξασκηθεῖ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξεχωρίσει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα μὲ τὴ δημοτικὴ μουσικὴ καὶ τὴ βυζαντινή. Αὐτὸς ποὺ ἔχει μάθει ν΄ ἀκούει μόνο τὴ συγκερασμένη μουσικὴ μὲ τὶς 7 νότες ὅπως εἶναι ἡ δυτικὴ ἁρμονία (εὐρωπαϊκὴ μουσική), τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ παρακολουθήσει καὶ νὰ τραγουδήσει τὶς φυσικὲς κλίμακες ὅπως εἶναι οἱ ἑλληνικές.


Οἱ ἄνθρωποι πρῶτα σκέφτηκαν, μετὰ μίλησαν κι ἔπειτα ἔγραψαν. Ἄρα ὅπως μιλοῦσαν ἔτσι τὰ ἔγραφαν, ἄλλως τὶ νόημα θὰ εἶχαν οἱ δίφθογγοι.


Τὸ θαῦμα αὐτῆς τῆς ἐπιστημονικῆς γλώσσας εἶναι ὅτι, καὶ ἀκουστικὰ καὶ ὀπτικὰ εἶχε ὄχι μόνο τὴν ξεχωριστὴ γραφή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εἰδικὴ προφορὰ τῶν φωνηέντων, ποὺ ἀπέδιδαν τὴν ἔννοια τραγουδιστά. Πολλὲς φορὲς ὅταν συνομιλοῦμε, δὲν ἀκοῦμε καλὰ τὶς λέξεις, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς καταλαβαίνουμε τὶ θέλει ὁ ἄλλος νὰ μᾶς πεῖ.


Ἀναλύοντας τὴν προφορὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας


Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα, πῶς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες προφέρουμε τὰ σύμφωνα. Τὰ λέμε σύμφωνα ἐνῶ εἶναι ἄφωνα, διότι μόνο μαζὶ μὲ τὸ φωνῆεν ἀποκτοῦν τὴ δική τους δυναμική.


Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι κάποια σύμφωνα δὲν τὰ περιλαμβάνει τὸ Ἰωνικό μας ἀλφάβητο, διότι ὅπως εἶναι γνωστὸ τὰ ἀλφάβητα τῶν Ἑλλήνων ἦταν πολλά. Κάθε Ἑλληνικὴ πόλη εἶχε καὶ τὸ δικό της Ἀλφάβητο. Ἔτσι ἔχουμε Ἰωνικό, Κορινθιακό, Ἀττικό, Χαλκιδικό, Θηραϊκό, Κρητικό, Ἀρχαῖο Λατινικό, κ.ἄ. Αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα καὶ ἔχει ἐπικρατήσει εἶναι τὸ Ἰωνικὸ τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε ὡς 4ο γράμμα τὸ ΝΤΕ ποὺ ἔχουν οἱ Λατῖνοι γιὰ μᾶς εἶναι Δέλτα, γι΄ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ προφέρουμε τὸ ντὲ ὅπως τὸ προφέρουν οἱ Λατινόφωνοι. Δηλ. δὲν πρέπει νὰ λέμε φωνήε(d)-ντα ἀλλὰ φωνήεν-ντα, Πάν-ντα ὄχι Πά(d)-ντα, Ἀν-ντοχή, ὄχι Ἀ(d)-ντοχή, Φαν-ντασία, ὄχι Φα(d)-ντασία.


Στὸ δικό μας τὸ Ἰωνικὸ ἀλφάβητο τὸ τρίτο γράμμα εἶναι τὸ Γάμα, ἐνῶ οἱ Λατίνοι ὡς τρίτο γράμμα ἔχουν τὸ ΣΕ, αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ μισοφέγγαρο. Τὸ ὁποῖον προφέρετε ἄλλες φορὲς ὡς σέ, ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ Βυζαντινοί, ἄλλες φορὲς ὡς τσέ, ἤ κάπα. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ σὲ ποιὸς μπορεῖ ν’ αμφισβητήσει ὅτι οἱ Σελλοὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν κτηνοτρόφοι δὲν προφερότανε ὡς ΤΣΕ δηλ. Τσελλοί, διότι ἔχουμε τὰ παράγωγα Τσέ-λιγκας, Τσα-ρούχι, Τσοπάνος, Τσολιάς.


Στὸ δημοτικό μας τραγούδι καὶ στὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ἀκοῦμε τοὺς ἤχους νὰ γλιστρᾶνε ἀπὸ τὸν ἕνα ἦχο στὸν ἄλλον. Δὲν εἶναι οἱ ἤχοι σταθεροὶ-συγκερασμένοι ὅπως εἶναι π.χ. στὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα εἶχε 45 κλίμακες, ἐνῶ ἡ Δύση χρησιμοποίησε μόνο 2 κλίμακες, δηλαδὴ τὴν μείζοντα καὶ τὴν ἐλάσσονα κλίμακα. Ένῶ τὰ μουσικὰ σύμβολα ὑπολογίζονται 1600.


Άπόπειρα προσωδιακῆς ἀπόδοσης


Ὅπως προαναφέραμε, ἡ Γαλλικὴ τὸ U τὸ πρφέρει μὲ μισόκλειστο στόμα, εἶναι ἐνδιάμεσο τοῦ Ι και ου. Ἐμεῖς ὅταν τὸ Υ εἶναι μετὰ ἀπὸ ἕνα φωνῆεν τὸ προφέρουμε μὲ σύμφωνο ὅπως λέμε «Αὔριο» τὸ προφέρουμε κάπως βάρβαρα «ἄβριο» μήπως οἱ πρόγονοί μας αὐτὰ τὰ δύο φωνήεντα τὰ πρόφεραν κλείνοντας λίγο τὸ στόμα τους σουφρώνοντας τὰ χείλη καὶ τὸ αὔριο ἀκουγόταν «αὔριο»; Τὴν Εὔβοια ὄχι ἔβια ἀλλὰ Εὔ-βο-ι-α. Ἀλλὰ χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ φράση γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ ἡ μουσικότητα, μία λέξη σκέτη δὲν ἀποδίδει τίποτα.


Πάνω σ’ αὐτὸ ποὺ λέμε, πρέπει νὰ θυμόμαστε καὶ τὴν ἐποχή. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βιάζονταν, ἦσαν ἥρεμοι, ὁπότε καὶ ἡ ὁμιλία τους ἦταν ἀργή, εἶχαν τὸ χρόνο πολλὲς φορὲς καὶ ξαπλωμένοι στὰ ἀνάκλιντρα νὰ φιλοσοφοῦν συζητώντας. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα ἀπὸ τὸ ἄγχος μας μιλᾶμε γρήγορα, τρῶμε τὶς λέξεις μας πολλὲς φορὲς δὲν καταλαβαίνουμε τὸν ἄλλον τὶ θέλει νὰ μᾶς πεῖ καὶ τὸν ξαναρωτᾶμε νὰ μᾶς ἐπαναλάβει αὐτὸ ποὺ εἶπε.


Οἱ δίφθογγοι-δύο φθόγγοι ὅπως: ὁ τοῖχος, τὰ τείχη, ἡ τύχησήμερα προφέρονται μὲ ἕνα ι. Μήπως οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόφεραν τὶς διφθόγγους ὅπως προαναφέραμε καὶ γιὰ τὰ σύμφωνα; Το-ῖ-χος, τε-ί-χη, τ-ύ-χη.


Ἐπίσης τὰ πνεύματα ποὺ ἔχουν τὴν ἔννοια τῆς ἀνάσας, ἐμεῖς σὰν Ἕλληνες δὲν τὰ χρησιμοποιήσαμε καὶ ἡ ψιλὴ καὶ ἡ δασεία ἔμειναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ χωρὶς ἀκουστικὴ διάκριση. Ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζουμε ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα τοῦ τονισμοῦ δὲν χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν προφορά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴ γραφή. Ἐνῶ οἱ Λατινόφωνοι προφέρουν τὸ (χ) ἐλαφρὰ (χ)έλεν, (χ)ιστορία, (χ)ήρως, σήμερα λέμε«Χαίρετε» τότε πρόφεραν ἐλαφρὰ καὶ σύντομα Χάϊρε. Τὸ βρῆκα σὲ παλαιὸ λεξικὸ μὲ τὴν ἔνδειξη ποιητικά. Ἄλλη μία λέξη ποὺ συνάντησα: Ἔρως καὶ Ἔρος. Διαφορετικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ διαφορετικὴ γραφὴ καὶ προφορά. Τὸ ἀεί= πάντοτε, τὸ συνάντησε σὲ ποίημα τῆς Σαπφοῦς ΑΙΕΙ. Κατὰ τὴ γνώμη μου εἴτε ΑΕΙ εἴτε ΑΙΕΙ πρέπει νὰ εἶχε μία παραπλήσια προφορά, ἀπὸ τὸ Α γλιστροῦσαν στὸΙ. Σὲ παλιὸ λεξικὸ συνάντησα τὴν πόλη Τροία γραμμένη Τρο-ι-ίακαὶ δίπλα εἶχε τὴν ἔνδειξη ποιητ. ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγγλικὴ γράφει α καὶ προφέρει εϊ γράφει ε καὶ προφέρει ιι κλπ. ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ὑπολείμματα προσωδιακῆς γλώσσας.

Ἄλλη παρατήρηση ποὺ κάναμε εἶναι τὰ διπλὰ σύμφωνα μέσε σὲ μία λέξη, ὅπως θάλασσα, γλώσσα, ἄμμος, ἵππος, σίγουρα ὑπῆρχε κάποια διάκριση κατὰ τὴν προφορά. Μοῦ εἶπαν ὅτι σὲ διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ἔχουν μία ἰδιάζουσα προφορὰ ὅταν προφέρουν π.χ. τὸἵππος διακρίνεις ὅτι γράφεται μὲ δύο πί. (Λέγοντάς το στὰ γρήγορα ἀκούγεται ἵποπος).


Έξ αἰτίας τῆς προφορᾶς ἔχουμε παραλλαγὲς πολλῶν λέξεων καὶ στὰ φωνήεντα καὶ στὰ σύμφωνα. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀκουστικὴ ἀντίληψη δὲν ἦταν πάντοτε εὐδιάκριτη κατὰ τὴν προφορά, μὲ ἀποτέλεσμα μία λέξη ν’ ἀκούγεται μὲ διαφορετικὰ φωνήεντα. Ὅπως τὸ φῶς ἀρχικὰ προφερόταν Φάος – Φόως, Ὑμέναιος – Ὑμήναος διακρίνουμε στὴν Σαπφώ, ἀέλιος – ἥλιος εἰδικὰ τὸ λάμδα οἱ ξένοι τὸ προφέρουν ἐλαφρὰ ὅπως καὶ σὲ μερικὲς περιφέρειες τῆς Ἑλλάδος, ἄκουσα Βορειοηπειρώτες νὰ λέγουν Ἐλι-ές κι ὄχι ἐλιές. Τὸ ἴδιο μοῦ εἶπαν προφέρουν καὶ στὴν Κρήτη, στὴν Κέρκυρα παλαιότερα σὲ χωριὰ προφέρανε ἐλι-ὲς καὶ ἐγιές.


Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀκουστικὲς ἀντιλήψεις ποὺ δημιουργοῦσαν ἀκουστικὲς διαλέκτους.


Ὁ τονισμὸς ἀντικαθιστᾶ τὴν προσωδία


Ἄλλο ἀξιοπρόσεκτο, στὴν ἐκφορὰ καὶ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς ὁμιλίας εἶναι ὁ τονισμός. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔβαζαν τόνους. Οἱ ἄνθρωποι τότε ὅπως μιλοῦσαν ἔγραφαν κι ὅπως ἔγραφαν μιλοῦσαν. Ὅταν δημιουργήθηκε ἡ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό, τότε ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν λέξεων μέσα σὲ μία φράση. Κι αὐτὸ ἦταν μία ἀπὸ τὶς σοβαρὲς ἀπώλειες τοῦ προσωδιακοῦ χαρακτήρα. Διότι μπῆκε ἕνας φραγμὸς στὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου, χάνοντας ἔτσι τὸν ποιητικὸ καὶ μουσικὸ εἰρμό.


Τὸ πολυτονικὸ καὶ σήμερα μονοτονικὸ δὲν εἶχε ἐπίδραση στὴν ὁμιλία, χρησιμοποιήθηκε μόνο γιὰ τὴ γραφή. Ὅλα τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι ἀποδίδονταν φωνητικὰ μόνο μὲ τὴν ὀξεία. Δηλαδὴ μόνο γραπτῶς διατηρήθηκε ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα, διότι ἠχητικὰ δὲν ἔγινε ἀπὸ τότε καμία προσπάθεια νὰ διατηρήσουμε κάποια στοιχεῖα. Οὔτε ἐνδιαφερθήκαμε ποτὲ σοβαρὰ γιὰ τὴν προφορὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας.


Δυστυχῶς ὅλοι οἱ διανοούμενοι ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τὸ ἐπιστημονικὸ μέρος τῆς γλώσσας, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη λόγῳ ἀδυναμίας τὸ ἐξίσου σημαντικὸ μέρος τὸ προσωδιακό.


Τὸ γιατὶ εἶναι ἐξίσου σημαντικό, θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε κάποια πράγματα. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἦχος δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ γλώσσα, οὔτε ἐξέλιξη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ περιβάλλοντός του. Πῶς θὰ μιλούσαμε; Μὲ νοήματα; Πῶς θὰ γράφαμε ἀφοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ προφέρουμε αὐτὰ ποὺ ὁ νοῦς μας ἐπεξεργάζεται; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα σκέλος.


Τὸ ἄλλο εἶναι ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς ἤχους τοῦ περιβάλλοντος. Ὅταν θέλει νὰ μιλήσει θὰ ἐκφραστεῖ ἀφοῦ αἰσθανθεῖ πρῶτα κάποια ἐρεθίσματα. Ἕνα Α!ααα ἤ ἕνα Ω!ωωω ἤ ἕνα ὁποιοδήποτε φωνῆεν ἀναλόγως τὶ θέλει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως νὰ ἐκφράσει, θὰ βγάλει ἀπὸ μέσα του τὸν ἀνάλογο ἦχο. Μ’ ἕνα Α! θὰ ἐκφράσει: ἔκπληξη, θαυμασμό, θυμό, τρόμο κλπ. Αὐτὸ θὰ τὸ ξεχωρίσει ὁ ἄνθρωπος αὐθόρμητα μὲ τὴ χροιὰ τῆς φωνῆς του χωρὶς νὰ τὸ διδαχθεῖ.


Ὅταν λοιπὸν ἔχουμε μία φράση πόνου: «Ὤχ Θεέ μου χτύπησες πονᾶς; Γιὰ νὰ δῶ, πώ! πώ!…» Ἡ φωνή μας δείχνει τὴν ἀνησυχία γιατὶ ἔτσι τὸ αἰσθανόμαστε. Ὅταν ὅμως ἔχουμε μία ἀνάλογη ἀρχαία φράση; Πῶς θὰ πρέπει νὰ ἐκφραστοῦμε; Δεδομένου ὅτι οἱ λέξεις σὲ μία ἀρχαία φράση ἔχουν διαφορετικὴ σύνταξη. Ὁπότε ἀλλάζει ἡ ἠχητικὴ ῥοὴ τοῦ λόγου. Δὲν εἶναι λοιπὸν ὀρθὸ καὶ ἀπαραίτητο νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ὁμιλία καὶ προφορὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, περισσότερο, ἤ καὶ τὸ ἴδιο ἐξ ἴσου μὲ τὴ γραμματική;


Τὸ μουσικὸ μέρος τῆς γλώσσας μας ὅπως γνωρίζουμε ἀπετέλεσε τὸ θεμέλιο λίθο γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ μουσικὴ τέχνη. Πάρα πολλὰ στοιχεῖα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἔγιναν οἱ βάσεις ὥστε νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ μουσικὴ στὴν Δύση.


Μετὰ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, στὴν Εὐρώπη δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ μουσικὴ τῆς Δύσεως. Ὁ Βάγκνερ καὶ ἄλλοι μουσικοὶ τοῦ περασμένου αἰώνα, τὸ λέγουν ξεκάθαρα ὅτι, ἄν δὲν ὑπήρχαν τὰ συγγράμματα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ σημερινὴ ἐξέλιξη τῆς μουσικῆς, διότι πάνω σ’ αὐτὰ βασίστηκαν γιὰ νὰ δημιουργήσουν τὴν νεότερη τέχνη.


Ὁ Θρασύβουλος Γεωργιάδης στὸ βιβλίο του, Μουσικὸς Ῥυθμός, διαπιστώνει ὅτι: «Ἡ μουσικὴ στὴν ἀρχαῖα Ἑλλάδα δὲν κατεῖχε σὰν τέχνη, παρόμοια μὲ τὴ σημερινὴ τῆς Δύσεως. Ἡ μουσικὴ τότε βρισκόταν στὴν κορυφή τῆς ἀγωγῆς, ὡς ἡ προσδιοριστικὴ δύναμη τοῦ ἤθους, μὲ τὸν συνδυασμὸ γλωσσικῆς καὶ μουσικορρυθμικῆς δύναμης.»


Πρέπει νὰ μᾶς γίνει κατανοητὸ ὅτι ἡ μουσικὴ διὰ τοῦ λόγου εἶναι αὐτὴ ποὺ διαπλάθει χαρακτῆρες, ἐρεθίζει τὸ συναίσθημα καὶ συμβάλλει στὴν καλυτέρευση τοῦ ἀνθρώπου.


Μὲ λίγα λόγια ἡ γλώσσα μὲ τὰ γράμματα ἀναπτύσσουν τὸ πνεῦμα, τὴ διάνοια, ἐνῶ ἡ μουσική, καλλιεργεῖ καὶ ἀπευθύνεται στὸ ψυχικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλες τὶς γνώσεις τοῦ σύμπαντος, τὰ παιδιὰ τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων τὶς μάθαιναν διὰ τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ παιγνιδιοῦ.


Ἀλλὰ ἄς συνεχίσουμε τὸ θέμα τοῦ τονισμοῦ.






Ἄν προσέξουμε θα παρατηρήσουμε ὅτι, ἡ παρασημαντικὴ γραφὴ τῶν Βυζαντινῶν ἀποτελεῖται, ἀπὸ ὀξεῖες, βαρεῖες, περισπωμένες, ψιλή, δασεία. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀραβικὴ γραφή, μοιάζει σὰν νὰ μιμεῖται τὴν ἐν λόγῳ παρασημαντική.






Προσωπικὰ διατηρῶ τὸ πολυτονικὸ σύστημα γραφῆς, καὶ ὅλα ὅσα ἡ παράδοσή μας ἔχει ἀφήσει γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς γλώσσας μας.


Πότε σταμάτησε ἡ «προσωδία»


Πέρασαν περίπου 400-600 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου μέχρι νὰ ὁριοθετήσουν τὴ γλώσσα μὲ τοὺς γραμματικοὺς κανόνες καὶ νὰ σβήσει σιγά-σιγὰ ἡ προσωδία.


Πότε ἀκριβῶς σταμάτησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ προσωδοῦν δὲν γνωρίζουμε. Στὴν ἱστορία ἔχει καταγραφεῖ σὰν τελευταῖος ποὺ εἶχε πάρει ἀρχαιοελληνικὴ παιδεία καὶ τὴν εἶχε ἀσπασθεῖ, σπουδάσει, μελετήσει καὶ ἐμπεδώσει τὴν ἀρχαῖα Ἑλληνικὴ Γλώσσα, εἶναι ὁ Μιχαήλ Ψελλός. Εἶχε ἀφήσει ἐποχὴ ἡ μόρφωσή του καὶ ἡ μουσικότητα μὲ τὴ λογοτεχνικὴ ἀπόδοση τῶν λόγων του.


Δυστυχῶς ὅμως, δὲν εἶχαν σκεφτεῖ ὅταν ἐπέβαλαν τὴ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν προνοήσει μαζὶ μὲ τὴ γραμματικὴ νὰ διδάσκεται καὶ ἡ προσωδιακὴ ἔκφραση. Ἄν ὁ ἄνθρωπος μάθαινε τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλώσσα ὅπως ὁμιλεῖτο κάποτε μὲ ὅλη της τὴν πανοπλία, δὲν χρειάζεται ἄλλη μόρφωση, τὰ περικλείει ὅλα αὐτή. Ὁ χορός, μαζὶ μὲ τὴ μουσικὴ καὶ τὸ λόγο μαθαίνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐκφράζεται, ἔτσι ἀνυψώνοντας τὸ πνεῦμα του, μέσα ἀπὸ τὰ ἀρχαία συγγράματα, γαληνεύει καὶ κατευνάζει τὰ πάθη του.

Κι αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ στόχος μας κι ὄχι ἄχρηστες γνώσεις νὰ ταλαιπωροῦν τὸν νέον ἄνθρωπο ποὺ τελικὰ ἐπιτυχαίνουν ἀντίθετα ἀποτελέσματα.


Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δυσκόλεψαν τὴν ἐκμάθηση τῆς Ἑλληνικῆς. Πιὸ εὔκολα μᾶς ἔρχεται νὰ μάθουμε τὰ Γερμανικὰ ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ξένη γλώσσα παρὰ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Τὰ ὁποῖα βεβαίως κανένας μας δὲν ξέρει νὰ μιλήσει εὐχερῶς. Ποτὲ δὲν σκεφτήκαμε νὰ μάθουμε νὰ μιλᾶμε ἀρχαῖα. Ἄν τὸ εἴχαμε σκεφτεῖ, ὅλα θὰ ἦταν διαφορετικά.


Σήμερα πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε ὁρισμένους κανόνες διαφορετικὰ χαρακτηριζόμαστε σὰν ἀγράμματοι. Ἔτσι ἐνῶ οἱ ῥίζες τῶν λέξεών μας κατὰ τὴν καθομιλουμένη εἶναι ὁμηρικὲς εἴτε καὶ ἀρχαιότερες, – πάρτε ἕνα Ὁμηρικὸ λεξικὸ καὶ δεῖτε πόσες καὶ πόσες λέξεις μεταχειριζόμαστε -, κατὰ τὴν σύνταξη ἑνὸς ἀρχαίου κειμένου σκοντάφτουμε γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἑρμηνεία.


Ἡ προσωπική μου ἄποψη εἶναι ὅτι ὅταν μαθαίνουμε ἀρχαῖα Ἑλληνικά, εἶναι πιὸ δημιουργικὸ ἀρχικὰ τουλάχιστον, ν΄ ἀφήνουμε τὸν Ἕλληνα μόνο του νὰ βρίσκει τὴν ἔννοια κάποιου κειμένου κι ὄχι αὐτὸ ποὺ κάποιος ἄλλος μικρὸς ἤ μεγάλος δάσκαλος δίνει τὴ δική του ἑρμηνεία ὅτι αὐτὴ εἶναι σωστὴ κι ὄχι ἄλλη. Εἶναι πιὸ ἐνδιαφέρον καὶ δημιουργικό, τὸ μυαλὸ νὰ δουλεύει τὴ σκέψη του ὅπως νομίζει αὐτὸς κι ὄχι νὰ σερβίρουμε τὴν δική μας ἐκδοχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ ὀρθή.


Θὰ ἦταν πολύτιμο γιὰ τὸν Ἕλληνα νὰ μαθαίνει νὰ ἀποστηθίζει περικοπὲς ἀπὸ ἀρχαῖα κείμενα, μὲ εὐφράδεια, καὶ μὲ ἐλεύθερη ἔκφραση, μέχρις ὅτου ἀποκτήσει τὸ διάβασμά μας ἄνεση ὁπότε, θὰ ἐμπεδώναμε καὶ τὸ νόημα. Ἄν ἀποδεσμευτοῦμε ἀπὸ τὴ δυσκολία αὐτὴ τότε ὁ Ἕλληνας μὲ τὴν ἐξοικείωση τοῦ ἀρχαίου λόγου ἐπειδὴ ἐκφράζεται μὲ τὴν ψυχή του θὰ ἔβγαζε καὶ τὴν προσωδία του.


Ἑλλήνων













Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Τί Σημαίνει Μῦθος;



Τί Σημαίνει Μῦθος;



Κατά τό λεξικόν (Ι. Σταματάκου): ΜΥΘΟΣ= λόγος- ὁμιλία- συμβουλή- γνώμη κ.λ.π.


Στήν Λέξιν ΜῦΘος ἐνυπάρχει ἡ προστακτική ”ΜᾶΘε”. Ὁ δεχόμενος αὐτήν τήν προτροπήν ἐρωτᾶ ”τί νά μάθω;”

Μία λογική ἀπάντησις δίδεται ἀπό τό ρῆμα Μῶ = ἐπιθυμῶ κάτι, τό ἐπιδιώκω θερμῶς, τό ποθῶ (λεξικόν Ι. Σταματάκου). Ἄρα στήν μάθησιν ὁδηγούμεθα, ὅταν θερμότατα τό ἐπιθυμήσουμε. Ἄν μᾶς ἑλκύση ἡ Γνῶσις, τότε ὁ Μῦθος ἔχει πολλά νά μᾶς διδάξη.


Διά τῆς χρήσεως τοῦ Κώδικος τοῦ Ἕλληνος Λόγου, τοῦ Δρος Θεολόγου Σημαιοφόρου, ἡ Λέξις Μῦθος ἀποδίδει τά νοήματα:


ΜΥ = ἡ ὁρατή μας φύσις (καί πᾶν φυσικόν σῶμα) σέ μεγάλην συσσώρευσιν (φωτός), ἡ ὁποία

ΘΟΣ = θεᾶται, σέ χῶρον ὡρισμένον – σῶμα.


Ο Μῦθος, δῆλα-δή, φέρει σέ θέασιν κάθε πληροφορίαν, σχετικήν μέ τήν ὁρατήν – φυσικήν δημιουργίαν.


Ὅποιος μελετᾶ ἐπιμελῶς τά νοήματα τῶν Μύθων, λαμβάνει Μύησιν. Τό γράμμα -Σ-, κατά τόν Κώδικα, σημαίνει τό κρυμμένο ἔσω. Ἡ Μύησις, λοιπόν, μᾶς ὁδηγεῖ στήν κρυμμένην ἔννοιαν τοῦ Μύθου. Ὁ λαμβάνων Μυθικήν Γνῶσιν ἤ Μύησιν γίνεται Μύστης, διότι μετέχει αὐτών τῶν γνωστικῶν πληροφοριῶν.


Κατά τήν Μυθικήν ἐκδοχήν, τήν Μύησιν μᾶς παρέχουν οί Μοῦσες. Εἶναι οἱ κόρες τοῦ Διός καί τῆς Μνημοσύνης.

Ὁ Δίας, κωδικῶς, σημαίνει πᾶσαν δύναμιν, ἐνῶ ἡ Μνημο-σύνη εἶναι αὐτή πού κρατᾶ στήν μνήμην, κάθε φωτεινήν πληροφορίαν. Ἀσφαλώς καί τά ὀνόματα τῶν Μουσῶν ἔχουν πολλά νοήματα νά μᾶς φαμερώσουν, διά τής χρήσεως τού Κώδικος.


Ἄν ἀληθῶς καί σφοδρῶς τό ἐπιθυμοῦμε, ὁ Μῦθος εἶναι πρόθυμος νά μᾶς παραδώση ὅλα τά φωτεινά του νοήματα, διότι ὁ Μῦθος εἶναι ὁ σοφός ἵστωρ κάθε φυσικῆς γνώσεως.