Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Ὁ ΠΛΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΑ ΑΦΟΔΙΤΗ


ΠΛΑΤΩΝΟΣ
῾Η Παφίη Κυθέρεια δι' οἴδματος ἐς Κνίδον ἦλθε
βουλομένη κατιδεῖν εἰκόνα τὴν ἰδίην.
πάντῃ δ' ἀθρήσασα περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ
φθέγξατο „Ποῦ γυμνὴν εἶδέ με Πραξιτέλης;”
Πραξιτέλης οὐκ εἶδεν, ἃ μὴ θέμις, ἀλλ' ὁ σίδηρος
ἔξεσεν, οἷά γ' ῎Αρης ἤθελε, τὴν Παφίην.
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ' ὁ σίδαρος
ἀλλ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη.

Ὁ ΠΛΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΑ ΑΦΟΔΙΤΗ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἡ θεά της Πάφου καὶ τῶν Κυθήρων ἦλθε σὰν κῦμα θαλάσσης
γιὰ νὰ δεῖ το ἄγαλμα ποῦ της ἀφιέρωσαν στὴν Κνίδο.
Κι ἀφοῦ θυμήθηκε ὅλους τους τόπους ποῦ πῆγε
Ἀπόρησε: «Πού με εἶδε ἔτσι γυμνή ὁ Πραξιτέλης;».
Δὲν χρειαζόταν νὰ σε δεῖ κυρά ὁ Πραξιτέλης, ἀλλὰ με την σμίλη του
φανέρωσε αὐτὰ ποῦ φανταζόταν ὅτι ἤθελε ἀπὸ σένα ὁ Ἄρης στὴν Πάφο.
Ἐσένα θεά δὲν σε φανερώνει οὔτε ὁ Πραξιτέλης, οὔτε ἡ σμίλη του
ἀλλὰ ἡ παμπάλαια φαντασία τῶν ἀνθρώπων.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

ὉΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ Εἰς Ἀφροδίτην Ἀρχή


ὉΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ Εἰς Ἀφροδίτην
Ἀρχή

Μοῦσά μοι ἔννεπε ἔργα πολυχρύσου Ἀφροδίτης
Κύπριδος, ἥ τε θεοῖσιν ἐπὶ γλυκὺν ἵμερον ὦρσε
καί τ' ἐδαμάσσατο φῦλα καταθνητῶν ἀνθρώπων,
οἰωνούς τε διιπετέας καὶ θηρία πάντα,
5
ἠμὲν ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδ' ὅσα πόντος·
πᾶσιν δ' ἔργα μέμηλεν ἐϋστεφάνου Κυθερείης.
τρισσὰς δ' οὐ δύναται πεπιθεῖν φρένας οὐδ' ἀπατῆσαι·
κούρην τ' αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην·
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἔμπνευση στεῖλε μου, Μοῦσα νὰ πῶ, της χρυσοστόλιστης Ἀφροδίτης
της Κύπριας τα ἔργα, ποῦ καὶ γιὰ τους θεούς γλυκιά ἐπιθυμία ἐπέβαλε
ἀλλὰ καὶ δάμασε τις φυλές των πρόσκαιρων ἀνθρώπων,
ὅπως καὶ τῶν πουλιῶν ποῦ πετοῦν, καὶ ὅλων τῶν θηρίων,
καὶ ὅλα ὅσα τρέφει ἡ στεριά, μαζί κι θάλασσα ἀκόμα.
Μὰ ὅλα αὐτὰ τα ἔκανε ἡ καλοστεφανωμένη (Ἀφροδίτη) τῶν Κυθήρων
ποῦ κανείς δὲν δύναται νὰ της ἐπιβληθεῖ, ἡ νὰ την ἐξαπατήσει
οὔτε καὶ με τα ὅπλα της Ἀθηνᾶς της κόρης του Δία της γλαυκομάτας.
ΕΡΝΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Κατεβαίνοντας στὴν γῆ ἡ Ἀφροδίτη πέρασε ἀπὸ τα Κύθηρα ποῦ νοοῦνται σὰν οὐράνια περιοχή δυσπρόσιτη ἀπὸ τους ἀνθρώπους. Κατά τον ποιητή «τα Κύθηρα ποτέ δὲν θὰ τα βροῦμε... ἄν χάσουμε το πλοῖο γραμμῆς».
Σὰν Κυθέρεια Ἀφροδίτη λατρευόταν ἡ Οὐράνια Ἀφροδίτη ποῦ ἐνέπνεε τον ἀνώτερο ἔρωτα. Χαρακτηριστικό της Οὐράνιας (Κυθέρειας) Ἀφροδίτης το στεφάνι (στεφανωμένη).
Ἀπὸ κεῖ ὅμως ἡ θεά κατέληξε στὴν Κύπρο ὅπου ἐμφανίστηκε στοὺς ἀνθρώπους σὰν δαίμων της σαρκικῆς ἐπιθυμίας, ὅπως μποροῦσαν νὰ την ἀντιληφθοῦν, ἀναλογικά με το ἐπίπεδο της νόησής τους. Καὶ ὅλα αὐτὰ, ὅπως μας ἐξηγεῖ ὁ ὕμνος, εἶναι τεχνάσματα της Οὐράνιας Ἀφροδίτης, ποῦ ἡ δύναμή της εἶναι ἀπεριόριστη ἀκόμη καὶ μεταξύ τῶν θεῶν.
Ἀντίστοιχα με τον «κλέφτη» Ἔρμή ἡ τον «διασκεδαστή» Διόνυσο, κλπ. Σὰν Κύπρια, ἡ Παφία ἀντιστοιχεῖ στὴν Πάνδημο Ἀφροδίτη, γι αὐτὸ καὶ ὁ Πραξιτέλης την ἀπεικόνισε με το ὁλόγυμνο μοντέλο της Φρύνης, σύμφωνα με σχετική διευκρινιστικό ἐπίγραμμα του Πλάτωνα. Γιατί ἡ ἀρχὴ της Ἑλληνικῆς μυσταγωγίας, ξεκινᾶ ἀπὸ κάποια ποταπή συνήθεια του μύστη, ἀπὸ την ὁποία ὁ μυσταγωγός τῶν ὁδηγεῖ βαθμιαία σε ἀνώτερες πράξεις.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΑΝΩ ΜΑΣ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ, ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ, ΙΣΑΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ.



ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΑΝΩ ΜΑΣ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ, ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ, ΙΣΑΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ.

Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲ ὅλα, ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη. Ἀλλιῶς τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Ὅποιος ἀγαπᾶ

τὴν χώρα μας, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός. Οἱ ἀδιάφοροι παιρνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ σὲ ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποὺ κρατᾶμε,

ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν χώρα μας. Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ γιὰ ἀρετή, κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος.


Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας. Τὸ μασκάρεμα ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ὕστερα ἔφθασε καὶ στὸ σῶμα. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Μάλιστα εἶναι χειρότερος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τὰ φερσίματα καὶ τὶς κουβέντες ποὺ βλέπει στὸν κινηματογράφο, ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος. Τὰ ὄμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα μὲ τὴν μέρα. Καὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ διατηροῦνε ἀκόμη λίγα σημάδια ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, παρασέρνονται σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ εἶναι οἱ ἔξυπνοι, οἱ συγχρονισμένοι, οἱ μοντέρνοι, ἀλλὰ ποὺ εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ οἱ ἀναίσθητοι καὶ οἱ ἀποκτηνωμένοι. Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή. Οἱ ἄλλοι τοὺς λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικὸς ἄνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πιὰ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἡ μόδα εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς ἀντιπαθητικός, κρύος, ἄνοστος καὶ μάγκας. Μάλιστα ὅπως ὅλα φραγκέψανε, φράγκεψε καὶ ὁ μάγκας.


Οἱ πιὸ ἀγράμματοι ἀνακατώνουνε στὴν κουβέντα τους κάποια ἐγγλέζικα καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζονται. Ὅσο γιὰ τοὺς γραμματισμένους, ὅλη ἡ γραμματοσύνη τους εἶναι νὰ μιλᾶνε ἐγγλέζικα καὶ σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ ὑπάρχει Ἕλληνας νὰ μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂς καταργηθῇ λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὁλότελα, νὰ μὴν κουράζονται τὰ παιδιά μας στὴν ἄσκοπη ἐκμάθευσή της. Κοιτάχτε τὰ παιδιά μας. Παρατηρεῖστε τὶς φυσιογνωμίες τους, τὸ βλέμμα τους, τὶς κουβέντες τους, τὰ ἀστεῖα τους, τὰ παιχνίδια τους. Ὅλα μυρίζουνε ... Ἑλλάδα, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε! Τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε ἑλληνικὸ εἶναι τὸ «ρέ». Τὸ μασκάρεμα γίνεται γοργὰ καὶ στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχή. Οἱ λιγοστοὶ ποὺ ἀντιστέκονται ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν κατακλυσμό, πῶς νὰ μπορέσουνε νὰ βαστάξουνε; Γύρω τους βογγᾶ ἡ μεθυσμένη ἀνθρωποθάλασσα. Ἔρχεται καινούργιος κόσμος! Τὸ κολοσσαῖο μὲ τὰ οὐρλιάσματά του σκεπάζει τὶς ψαλμῳδίες ποὺ λένε οἱ μάρτυρες, περιμένοντας τὰ θηρία νὰ τοὺς φᾶνε.


Ἀλλὰ ἂν θὰ λείψουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, μήπως θὰ ἀπομείνουν τὰ βουνά, οἱ ἀκροθαλασσιές, οἱ θάλασσες, τὰ νησιὰ καὶ τὰ βράχια μὲ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τὰ περισσότερα τὰ ἔχουνε ἀγοράσει ἄνθρωποι ποὺ ἤρθανε ἀπὸ τὸν βόρειο Ὠκεανό, ἀπόγονοι τῶν Βικίγκων. Ἐκεῖνα τὰ κακόμοιρα νησιὰ τί συμφορὰ ἔχουνε πάθει! Ἡ φτώχεια τους στάθηκε ἡ καταστροφή τους. Σήμερα τὰ ρημάξανε ἄλλοι κουρσάροι, πιὸ ἐπικίνδυνοι ποὺ σφάζουνε μὲ τὸ μπαμπάκι. Σκλαβώσανε τὰ νησιὰ μὲ εὐγενικὸ τρόπο, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Τὰ ἄσπρα σπιτάκια τῶν νησιωτῶν, ποὺ ζούσανε σὲ αὐτὰ ἁπλοϊκοὶ καὶ συμμαζεμένοι ἄνθρωποι, θαρρεῖς πὼς γίνανε δημόσια. Κυκλοφοροῦν χιλιάδες φωτογραφίες τῆς Μυκόνου, τῆς Πάρου, τῆς Αἴγινας, τῆς Ὕδρας, καὶ ἀντὶ νὰ βλέπῃ κανεὶς στοὺς στενοὺς δρόμους τοὺς κάποιους ἀραιοὺς νησιῶτες ψαράδες, ψημένους στὴν θάλασσα καὶ νησιώτισσες μὲ τὰ σεμνά τους ροῦχα, βλέπει νὰ γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ἢ ὁλόγυμνα, ξενόφερτα, ἀγκαλιασμένοι θεατρινίστικα καὶ νὰ κάνουνε κάποιες ἄνοστες ἐπιδείξεις «ταμπλῶ βιβᾶν», σὰ νὰ παίζουν στὸν κινηματογράφο. Καὶ ρωτᾶς, κουνώντας τὸ κεφάλι σου: τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ δίποδα, μὲ ἐκεῖνα τὰ σπίτια καὶ μὲ τὰ στενοσόκκακα τῶν νησιῶν; Ταιριάζουνε μὲ αὐτά, ὅσο ταιριάζουνε οἱ τουρίστες μὲ τὰ σὸρτς μὲ τὸν Παρθενώνα ποὺ μπροστά του φωτογραφίζονται. Ὅμως ἐκεῖ στέκονται ὅσο νὰ φωτογραφηθοῦνε, καὶ δὲν ἔχουνε γιὰ σπίτι τοὺς τὸν ἀρχαῖο ναό, ἐνῷ τοῦτοι στὰ νησιά, κατοικοῦνε μέσα σὲ ἐκεῖνα τὰ ἀταίριαστα σπίτια. Ὅλα ὑπηρετοῦνε τὰ γοῦστα αὐτῶν τῶν ἀφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολὺ ἀγαποῦν αὐτοὶ τὴν Ἑλλάδα, ποὺ εἶναι ἐνθουσιασμένοι πὼς δὲν θὰ ἀφήσουνε τίποτα ἑλληνικὸ ὅπου πατήσουνε.


Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά. Ἀκοῦστε τὴν ἑξῆς ἱστορία: ἡ χταπόδα βοσκᾶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, μαζὶ μὲ τὸ χταποδάκι. Ἄξαφνα τὸ καμακίζουνε. Τὸ χταποδάκι φωνάζει: μὲ πιάσανε μάνα! Ἡ μάνα του τοῦ λέγει: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει τὸ μικρό: μὲ βγάζουν ἀπὸ τὴν θάλασσα! Πάλι λέγει ἡ μάνα: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου. Καὶ πάλι: μὲ σγουρίζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ βράζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ μασᾶνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασὶ μάνα! Τότε ἐκείνη ἀναστέναξε καὶ φώναξε: Ἄχ, σὲ ἔχασα παιδί μου! Γιατὶ τὸ κρασὶ εἶναι ὁ ἀντίμαχος τοῦ χταποδιοῦ, ἐπειδὴ τὸ λιώνει στὸ στομάχι. Δηλαδὴ ἡ μάνα δὲν φοβήθηκε μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὴν φωτιά, μήτε τὰ δόντια, ἀλλὰ τὸ κρασί, ποὺ εἶναι πιὸ ἤρεμο καὶ ἀθῷο μπροστὰ στὰ μαχαίρια καὶ τὰ δόντια. Ἡ Ἑλλάδα σὰν τὸ χταποδάκι πέρασε ἀπὸ φωτιές, δόντια, μαχαίρια, ἀλλὰ πνεῦμα ΔΕΝ παρέδινε. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Ὅπως τὸ χταποδάκι ἔλιωσε στὸ κρασί, ἔτσι καὶ ἡ Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ τὴν μέθυσε καὶ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ ξεγυμνώθηκε καὶ στρήνιασε καὶ ἐκ τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτισεν.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Καὶ σιγά σιγά νὰ φύγετε τώρα εἶναι ἀργὰ σας ἔχουν πάρει χαμπάρι καὶ σας περιμένουν στὴν γωνία..



Δὲν βάζω το χέρι στὴ φωτιά γιὰ την ἀκρίβεια τῶν γεγονότων ἀλλὰ παραπέμπει τόσο πολύ σε σύγχρονες καταστάσεις ὥστε νομίζω ὅτι ἀξίζει νὰ τὴ μεταφέρω.

Στὴν κορύφωση της Γαλλικῆς Ἐπανάστασης πραγματοποιήθηκε στὴν Γκρενόμπλ μία λαϊκή συνέλευση ὅπου διαπιστώθηκε ὅτι ἡ γειτονική Ἰταλία στενάζει κάτω ἀπὸ το βάρος τῶν Αὐστριακῶν.
Ἀποφάσισαν λοιπόν οἱ παριστάμενοι νὰ ἐκστρατεύσουν γιὰ νὰ την ἀπελευθερώσουν.
Μαζεύτηκαν καμιά πεντακοσαριά Γκρενομπλουά με ὅ,τι ὅπλο μπόρεσε νὰ βρεῖ ὁ καθένας, πῆραν τις γυναῖκες τους ἡ ὄπια ἄλλη γυναῖκα ἤθελε νὰ τους ἀκολουθήσει, φόρτωσαν καὶ τρία παλιά κανόνια (χωρίς κιλλίβαντες) σε μουλάρια καὶ ξεκίνησαν ἐνθουσιωδῶς νὰ ἀπελευθερώσουν την Ἰταλία.
Με τα πόδια - διότι μόνο πεντέξι ἄλογα μπόρεσαν νὰ ἐπιτάξουν.
Ἀρχηγός του πολύχρωμου ἀσκεριού ἀνέλαβε ὁ ράφτης της πόλης. Φόρεσε ἕνα καπέλο ἀξιωματικοῦ, ἔβαλε καὶ ἕνα μεγάλο φτερό νὰ ξεχωρίζει καὶ ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς της πορείας.
Ζητωκραυγές, συνθήματα, ἐπαναστατικά τραγούδια - «Ca ira, ca ira», «Dansons la Carmagnole» καὶ τέτοια.
[Ὑποψιάζομαι ἄλλωστε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ την ἀπελευθέρωση της Ἰταλίας, ἴσως νὰ ἀπέβλεπαν καὶ σε κανένα καλό πλιάτσικο...]
Κάπως ἔτσι οἱ ἀπελευθερωτές πέρασαν το Μον Σενί μέσα στὸ πανηγύρι καὶ την καλή χαρά. Ἔφτασαν κοντά στὸ Μπαρντονέκιο, ξεπέζεψαν, ἀκροβολίστηκαν, ἔστησαν καὶ τα τρία κανόνια.
Ὁ ἀρχηγὸς με το φτερό ἐκφώνησε (ἄλλον) ἕναν πατριωτικό λόγο ποῦ ἐνθουσίασε το στράτευμά του.
Καὶ τότε κοίταξαν την πεδιάδα ποῦ εἶχαν πάει νὰ ἀπελευθερώσουν: ἦταν γεμάτη ἀπὸ τις λευκές στολές του αὐστριακοῦ Στρατοῦ.
Χιλιάδες στρατιῶτες, ἑκατοντάδες κανόνια, πλῆθος ἱππικοῦ.
Ὁ ἀρχηγὸς ζορίστηκε με το θέαμα. Δὲν το περίμενε ἔτσι. Γύρισε λοιπόν στὸν ὑπαρχηγό ποῦ ἦταν κάποιος καρεκλοποιός καὶ τον ρώτησε:
- Τώρα τι κάνουμε;
- Τα μαζεύουμε καὶ γυρίζουμε πίσω, ἀπάντησε ἀτάραχος ὁ καρεκλοποιός.
Καὶ πρόσθεσε:
- Σιγά σιγά, ὅμως, μὴ μας ἀκούσουν!
Πρᾶγμα ποῦ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ καλύτερες ἐκστρατεῖες τελειώνουν ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζουν τα πραγματικά δεδομένα.
Θυμήθηκα τὴ χαριτωμένη ἀλλὰ ἀνεξακρίβωτη αὐτὴ ἱστορία βλέποντας πόσοι (ἀπὸ την Ἀθήνα καὶ με ἀσφαλῆ τραπεζικό λογαριασμό) καλοῦσαν τους Ἕλληνες νὰ ἀπορρίψουν τον ἐκβιασμό τῶν Εὐρωπαίων.
Εἶναι οἱ ἴδιοι ποῦ (ἀπὸ την ἀντιπολίτευση καὶ το καφενεῖο της γειτονιᾶς τους) ἀπορρίπτουν ὑπερήφανα ὅλους τους ἐκβιασμούς. Δωρεάν προφανῶς - ἀφοῦ ἄλλοι βγάζουν τελικά το φίδι ἀπὸ την τρύπα.
Γι' αὐτὸ, ἀρχηγὲ Ἀλέξη, ἔπειτα ἀπὸ ὅσα συνέβησαν καὶ στὴν Ἑλλάδα , ἴσως ἦλθε ἡ ὥρα νὰ μαζεύουμε ἐκείνη «τὴ μεγάλη ἀντεπίθεση τῶν λαῶν».
Καὶ σιγά σιγά, πρὶν μας πάρουν χαμπάρ..

Καὶ σιγά σιγά νὰ φύγετε τώρα εἶναι ἀργὰ σας ἔχουν πάρει χαμπάρι καὶ σας περιμένουν στὴν γωνία..

Παρέλαση 25ης Μαρτίου 1963, Αθήνα




Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Το άδοξο τέλος των ηρώων του 1821

Το ότι γιορτάζουμε ελεύθεροι το χρωστάμε σε όλους εκείνους και εκείνες που πολέμησαν με θάρρος τον εχθρό! Δυστυχώς όμως πολλοί ήρωες του 1821 είχαν πολύ άσχημο και άδοξο τέλος.

Ο Νικηταράς πέθανε τυφλός και παραπεταμένος. Ο Ανδρούτσος  δολοφονήθηκε από Έλληνες οι οποίοι τον ζήλευαν για τα κατορθώματά του. Η Μπουμπουλίνα δολοφονήθηκε από σπετσιώτικη οικογένεια. Η Δόμνα Βιζβίζη έδωσε τα πάντα για την επανάσταση αλλά, πέθανε πάμφτωχη .

Η Μαντώ Μαυρογένους το ίδιο. Χιλιάδες γνωστοί αλλά και άγνωστοι ήρωες πέθαναν κυριολεκτικά στην ψάθα. Τον Γέρο του Μοριά, οι Έλληνες τον είχαν κλείσει μέσα σε μια σπηλιά.
Δυστυχώς κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται ώστε να τα θυμόμαστε ώστε να μην τα δούμε να επαναλαμβάνονται ξανά. Η Ελλάδα είναι μια χώρα μεγάλων ηρώων αλλά και μεγάλων προδοτών. Το συμφέρον και η ζήλια σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά το γενικό συμφέρον της χώρας.

Οι Έλληνες πρέπει να είναι ενωμένοι και όχι διαιρεμένοι σε κόμματα και ομάδες γιατί όταν ο λαός δεν είναι ενωμένος, συμβαίνουν πολύ άσχημα πράγματα.

Δείτε:


Να σαι πάντα δοξασμένη ὦ Σημαία Γαλανὴ