Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κολοκοτρώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κολοκοτρώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Ο Γέρος του Μοριά (1770-1843)

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Αὐτὴ ἦταν ἡ συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη!



  ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξιάρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαπούτα».
  Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμεινε γνωστός καὶ ὥς Γέρος του Μοριά.
Το 1833, ὅμως, οι διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεία τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ιτς-Καλέ στὸ Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.
  ἀπολογία του
Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.
Ὁρκίζομαι.  (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).
Πώς ὀνομάζεσαι;
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ἀπὸ
πού κατάγεσαι;
Ἀπὸ
το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
Πόσων ἐτῶν εἶσαι;
Ἑξῆντα
τέσσερων.
Τι ἐπάγγελμα κάνεις;
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;
Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ στεφανώσω εν' ἀντρόγενο. Ἀπῶ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια- Μονῆς. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.
Εἶχες
προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
Δὲν
εἶχα πρίν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.
Καὶ
τι λέγατε;
Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.
Δὲν
  εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλείας;
Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.
Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;
Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' δειχθῆναι με παραδείγματα.
Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
Ναί
, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δῆ το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.
Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Οὔτε εἶχα καί τίποτα να του παραγγείλω.
Ποιοί
ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;
Νικηταράς καὶ Πλαπούτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.
Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Αντιβασιλείας καὶ των Βαυαρών;
Δὲν
ἄκουσα τίποτα οὔτε καί μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.
Δὲν
ἄκουσες τίποτα;
Ὄχι.
Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.
Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;
Ναὶ.
Είν' ἕνα ξόανο παρέλασαι.
Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα και συγγενής μου.
Ἤξερες
πῶς θὰ πήγαινε στη Λιβαδειά;
Όχι, δεν το ήξερα. Απ' τον κόσμο το ἄκουσα πὼς πῆγε.
Δὲν
τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;
Ὄχι.
(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;
Ναὶ
, εἶναι.
Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;
Ἦταν
ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτό ἔκαμα κι ἐγώ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' εμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.
Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;
Τίποτις ἄλλο ἀπ' τη σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τη θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με πιὸ πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ
Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δω;
Δὲ
θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.
Καὶ γιατί ἔφυγες;
αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ο Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.
Καὶ
σ' ὅσους ἀρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;
Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.
Ἔχεις
ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;
Τούτῳ
δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη ἡ Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγώ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορά στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ήρθ' ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.
Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεῖα.
Ἐγώ
ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμού ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγώ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θὰ πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».
Αὐτὰ
εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.
Στὶς
25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Ἡ επιστολή του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ,στους προσκυνημένους…





“Εἷς Ἐλόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, ὅλα ἀπὸ Ζάτουνα ἑως Ἄσπρα Ὁσπήτια. Εὐθύς ὅπου λάβετε το παρόν μου νὰ ἀκούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον ὁποῖον διορίζω με πληρεξουσιότητα νὰ πάρη τα ἅρματα σας καὶ ὅλοι μαζύ νὰ ἔλθητε το ὀγληγορώτερον κατά το χρέος σας.
Του ἔδωσα ἄδεια διὰ ἐκείνους ἀπὸ ἐσᾶς ὅπου δὲν θελήσουν νὰ θύση καὶ νὰ ἀπολέση με φωτιά καὶ με τζεκούρι, οἱ δὲ λοιποί εἶσθε εἰς την ἀγάπην μου καὶ κάμνετε το χρέος σας με προυθυμίαν, καὶ ἐλπίζω ὅτι θ’ ἀκολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ἀκολουθήσατε λοιπόν καθώς σας γράφω καὶ ἀκολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη νὰ προφθάσετε το ὀγληγορώτερον.
15 Ἰουνίου 1822, Σαραβάλι ἐκ της πολιορκίας Πατρῶν.

Ο Στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

epistoli

Ρώτησαν κάποτε τον Κολοκοτρωνη

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ἀπρίλιος 1770 - 4 Φεβρουάριος 1843)


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ἀπρίλιος 1770 - Φεβρουάριος 1843)
Ανάμεσα στις ηγετικές μορφές πού ἀνέδειξε ὁ ἐθνικὸς ἀγῶνας τῶν Ἑλλήνων γιὰ ἀνεξαρτησία του 1821 ξεχωρίζει αὐτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το ὄνομα του ἁγνοῦ αὐτοῦ πολεμιστή πέρασε στὸ πάνθεον των ἀθανάτων της Ἱστορίας μας, ὄχι μόνο ἐξαιτίας της ἡρωικῆς του συνεισφοράς στὸν ἔνοπλο ξεσηκωμό ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ για την γενικότερη παρουσία του στὰ μετεπανασταστικά χρόνια, ὅταν το νεοσύστατο Ἑλληνικό Κράτος ἐπιχειροῦσε τα πρῶτα του ἄρρυθμα βήματα.
ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ «ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩΝ»
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὰ ἀπομνημονεύματά του, εἶδε το φῶς της ζωῆς «εἰς τα 1770, Ἀπριλίου 3, τὴ Δευτέρα της Λαμπρῆς... εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δέντρο ἀπὸ κάτω, εἰς την παλαιά Μεσσηνία, ὀνομαζόμενο Ραμαβούνι». Η περιοχή βρίσκεται στὸ ἀκατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι του Δήμου Φαλάνθου, σε ἀπόσταση 30 χιλιομέτρων ἀπὸ την Τρίπολη. Κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας το Λιμποβίσι διοικητικά ἀνῆκε στὸ Βιλαέτι της Καρύταινας, ἀλλὰ με την λήξη της ἐπανάστασης του 1821 οἱ κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στὴν Κατσίμπαλη. Στὸ ἐπίσης ἐγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Ἀρκουδόρεμα οἱ Κολοκοτρωναίοι διατηροῦσαν προεπαναστατικά τα λημέρια τους. Προερχόταν ἀπὸ φημισμένη οἰκογένεια κλεφτῶν καὶ ἀρματολῶν, ποῦ ἡ δράση τους ἐκτείνεται στὴν προεπαναστατική περίοδο, κατά τὴ διάρκεια της Ἐπανάστασης καθώς καὶ μετά την ἀπελευθέρωση. Ἡ οἰκογένεια καταγόταν ἀπὸ την Πελοπόννησο καὶ πολλά μέλη της διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ἀπὸ τις ἀρχὲς του 16ου αἰῶνα, στούς ἀγῶνες ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἀποκορύφωμα αὐτῆς της δραστηριότητας ὑπῆρξε ἡ δράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν ἐπανάσταση του 1821. Ὑπολογίζεται ὅτι μόνο στὰ διάστημα 1760-1806 σκοτώθηκαν περίπου 70 μέλη της οἰκογένειας.                                                                               Το ἐπωνύμῳ της οἰκογένειάς του ἀρχικὰ ἦταν Τζεργίνη (κατ’ ἄλλους Τσεργίνη), καὶ ζοῦσε στὸ χωριό Ρουμπάκι του Λεονταρίου (Ἀρκαδία). Ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔκαψαν το χωριό του, ὁ Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης, ποῦ θεωρεῖται καὶ ὁ γενάρχης τῶν Κολοκοτρωναίων, κατέφυγε το 16ο αἰῶνα στὸ Λιμποβίσι. Ὁ γιὸς του, Δημητράκης, ἀπέκτησε 3 γιοὺς: τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δῆμο. Οἱ Τζεργίνιδες, ἔγιναν κλέφτες στὶς ἀρχὲς του 16ου αἰῶνα, ὅταν ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τῶν Τούρκων κατά τὴ ναυτική ἐκστρατεία του Γενουάτη ναυάρχου Ἀντρέα Ντόρια στὴν Πελοπόννησο (1532). Ὁ Ντόρια κατάλαβε τὴ Μεθώνη, την Πάτρα, το Ρίο καὶ ξεσήκωσε του Πελοποννήσιους ἐναντίον του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεποῦς. Ἀποχώρησε ὅμως ἕνα χρόνο ἀργότερα, ἀφήνοντας ἐκτεθειμένους τους κατοίκους. Το γεγονός αὐτὸ σήμανε την ἀπαρχὴ της συνεχοῦς πολεμικῆς δραστηριότητας της οἰκογένειας.

Το 1667, στὸν πόλεμο μεταξύ Τουρκίας καὶ Βενετίας γιὰ την κυριαρχία της Κρήτης, οἱ ἀπόγονοι του Λάμπρου Τζεργίνη, Χρόνης, Δῆμας καὶ Λάμπρος, πῆγαν ἀπὸ την Πελοπόννησο στὰ λημέρια τῶν κλεφτῶν στὴ Ροῦμελη. Μετά ἀπὸ πόλεμο 20 ἐτῶν με τους Τούρκους της Ρούμελης, οἱ γιοὶ του γύρισαν στὴν Πελοπόννησο, ὅταν κυρίαρχος ἦταν ὁ Ἐνετός Μοροζίνι, φέρνοντας μαζί τους καὶ κλέφτες της Ροῦμελης. Ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔδιωξαν του Ἐνετούς καὶ κυριάρχησαν στὴν Πελοπόννησο, οἱ ἀγῶνες τῶν Κολοκοτρωναῖων ἀναζωπυρώθηκαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ Χρόνης ἦταν ὁ προπάππους του. Κάποια στιγμή ὁ Δῆμος ἄλλαξε το ὄνομα του σε Μπότσικας, ποῦ στὰ ἀρβανίτικα σημαίνει μαυριδερός (ὁ ἴδιος ἦταν πράγματι μικρόσωμος καὶ μελαψός). Ὅταν ἕνας ντόπιος Ἀρβανίτης εἶδε το παιδί ποῦ ἀπέκτησε ὁ Δῆμος, τον Γιάννη, το ἀποκάλεσε «μπιθεκούρα», δηλαδή με πισινό σὰν πέτρα. Ἔτσι ἔμεινε το ἐπίθετο Κολοκοτρώνης.

Γιάννης ἀπέκτησε 5 γιοὺς: τον Ἀναγνώστη, τον Κωνσταντῆ, τον Βασίλη, τον Ἀποστόλη καὶ τον Γιώργη. Ὅλοι τους ἀκολούθησαν το παράδειγμα τῶν προγόνων καὶ καταπιάστηκαν με τον ἀγῶνα ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλους διακρίθηκε ὁ Κωνσταντῆς, μετέπειτα πατέρας του Θεόδωρου, ποῦ ἀναδείχθηκε ἡγέτης τῶν Ἀρματολῶν της Κορινθίας. Ἡ δράση του ὑπῆρξε τόσο φοβερή, ὥστε οἱ Τουρκαλβανοί ὁρκίζονταν με την φράση «νὰ μὴν σώσω ἀπὸ του Κολοκοτρώνη το σπαθί!»Το καλοκαίρι του 1769, κι ἐνῶ μαινόταν ὁ Ρῶσο-τουρκικός πόλεμος του 1768 - 1774, ἡ Αἰκατερίνη Β' της Ρωσίας διέταξε 14 πλοῖα με 600 στρατιῶτες νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ το λιμάνι της Κρονστάνδης γιὰ την Πελοπόννησο, με σκοπό νὰ ἀναπτύξουν πολεμική δράση σε βάρος των Τούρκων, ὑποκινῶντας ταυτόχρονα ἐπανάσταση. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ναυτική μοῖρα τῶν Ρώσων πού στάλθηκε στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, ἡ ὁποία ἐνεργοποίησε ἄμεσα την ἀνταπόκριση τῶν τοπικῶν προκρίτων καὶ του κλήρου. Ὁ Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου, ἦταν ἀπὸ τους πρώτους ποῦ ἔσπευσαν στην Μάνη γιὰ νὰ πάρουν μέρος στὴν ἔνοπλη ἐξεγέρσει γιὰ την ἀνεξαρτησία. Ὅταν στὶς ἀρχὲς του 1770 ἀφίχθη στὸ Οἴτυλο της Μάνης ἡ δεύτερη ρωσική ναυτική μοῖρα με ἐπὶ κεφαλῆς τον Θεόδωρο Ὀρλόφ καὶ τον ναύαρχο Σπυριδόφ, ὁ Κωνσταντῆς ἤδη βρισκόταν σε ἐμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους της Μάνης. Η σύζυγός του, Ζαμπία ἡ Ζαμπέτα (το γένος Κωτσάκη), κρυβόταν στὸ βουνό γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Οὐσιαστικά ἀητός ἦταν ὁ λόγος ποῦ ο γιος του, Θεόδωρος, γεννήθηκε με αὐτὸν τον ἄβολο καὶ ὀδυνηρό τρόπο (μολονότι το νὰ γεννοῦν οἱ γυναῖκες στὶς ἐρημιές ἐκείνη την ἐποχῆ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀσύνηθες).
Ὁ ἐρχομὸς τῶν «Μοσχόβων», του «ξανθοῦ γένους», ὅπως ἀποκαλούσανε τους Ρώσους, εἶχε ἀναθαρρέψει τι ἐλπίδες του ὑπόδουλου γένους καὶ οἱ κληρικοί ἔτρεχαν νὰ τους προϋπαντήσουν με εἰκονίσματα καὶ σταυρούς στὰ χέρια, διακηρύσσοντας πῶς εἶχε φτάσει ἡ ὥρα ποῦ ὁ Θεός θὰ ἐλευθέρωνε το χριστιανικό βασίλειο τῶν Ἑλλήνων καὶ θὰ ἀναβίωνε το θρυλικό Βυζάντιο! Ἡ ἀποτυχία ἐκείνης της πρόωρης ἐπανάστασης ἔμελλε νὰ σημαδέψει βαθιά τὴ ζωή του Θεόδωρου. Ὁ πατέρας του συνέχισε τον πόλεμο γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια, ὥσπου το 1780 φονεύθηκε σε συμπλοκή με δυνάμεις του πασᾶ Χασάν Τζεζαερλή, κατά την πολιορκία τῶν πύργων της Καστάνιτσας. Μαζί του σκοτώθηκαν καὶ δύο ἀπὸ τους ἀδελφούς του, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ φημισμένος Κλέφτης Παναγιώταρος με πολλούς ἀκόμη πατριῶτες. Ὁ Ἀναγνώστης ἐπέζησε καὶ φρόντισε γιὰ την ἀσφάλεια της χήρας του ἀδερφοῦ του καὶ των δύο ὀρφανῶν (τα ἀλλὰ τέσσερα παιδιά πέθαναν), φυγαδεύοντάς τους στὸ χωριό Μηλιά της Μάνης, ὅπου ἔμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πῆγαν στὴν Ἀλωνίσταινα της Μαντινείας, στὰ Σαμπάζικα, ἀπὸ ὁποῦ κρατοῦσε ἡ καταγωγή της μητέρας του Θεόδωρου.
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ - ΖΑΧΑΡΙΑ
Τα χρόνια ποῦ ἦρθαν ἦταν γεμᾶτα φόβο καὶ ὑποψίες. Ἡ οἰκογένεια ἔπρεπε νὰ φυλάγεται, κρυβόταν συνέχεια, «στεκόταν στὸ πόδι, πλάγιαζε με το μάτι ἀνοιχτὸ καὶ τ' ἀφτί στὸ πορτί». Οἱ Τοῦρκοι ποτέ δὲν λησμόνησαν το ὄνομα Κολοκοτρώνης. Σε ἡλικία 15 ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ την Ἀλωνίσταινα, ὅπου ἔμενε τότε, ἔγινε Ἀρματολός, μὰ σύντομα εἰσχώρησε στὰ σώματα τῶν Κλεφτῶν της Πελοποννήσου.

Το 1790, σε ἡλικία 20 ἐτῶν, νυμφεύθηκε την Αἰκατερίνη Καροῦζου, κόρη προεστοῦ του Λεονταρίου. Ἀπὸ τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 ἀγόρια (ὁ Πᾶνος, ποῦ σκοτώθηκε το 1825, ὁ Γιάννης ὁ Γενναῖος, ποῦ ἔγινε στρατιωτικός καὶ μετέπειτα πρωθυπουργός καὶ ὁ Κωνσταντῖνος) καὶ 3 κορίτσια, τα ὁποία φρόντισε νὰ παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της ἐποχῆς. Ἕνα ἀπὸ τα κορίτσια ἦταν καὶ ἡ Ἑλένη, μετέπειτα σύζυγος του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά). Εἶχε ἤδη ἀποκτήσει την δική του κλέφτικη ὁμάδα, ποῦ γρήγορα ἔγινε τρόμος τῶν Τούρκων καὶ «κακό σπυρί» των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυποῦσε κι ἀμέσως κρυβόταν στὰ «ἀπάτητα», προκαλῶντας το τρελό μῖσος τῶν ἐχθρῶν του. Δύο χρόνια ἔμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια τῶν ὁποίων διακρίθηκε γιὰ την ἀνδρεία του καὶ ὀνομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Οἱ πρῶτες του σημαντικές μάχες με τους Τούρκους σημειώθηκαν ὅταν βοήθησε τον Ἀνδρέα Ἀνδρούτσο(πατέρα του Ὀδυσσέα) νὰ περάσει στὴ Στερεά Ἑλλάδα μαζί με τους 400 ἄνδρες του, ὅταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε ἡ ζωή του, καθώς ὁ τελευταῖος εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὴ Μεγάλη Αἰκατερίνη της Ρωσίας. Η 40ήμερη αὐτὴ μάχη ἀνέδειξε την ἡγετική μορφή του Κολοκοτρώνη. Κατόπιν, χρίστηκε «τέσσερις πέντε χρόνους Ἀρματολός», ἔχοντας στὴν ἐπιβλέψη του το Λεοντάρι καὶ την Καρύταινα. Μετά την κατάληψη της Ἐπτανήσου ἀπὸ τον Ναπολέοντα (1797) ἡ ἐθνικοαπελευθερωτική κίνηση ἐντάθηκε καὶ ἔφερε τον Κολοκοτρώνη πάλι στὸ μέτωπο της μάχης.
Ἀπὸ τον πρῶτο κιόλας καιρό ὁ Θεόδωρος ξεχώρισε γιὰ την εὐφυΐα του στὴν στρατηγική καὶ την ὡριμότητα κατά την λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ἔχαιρε ὄχι μόνο της ἀποδοχῆς τῶν ἀνδρῶν του, ἀλλὰ καὶ της ἐκτίμησης τῶν παλαιότερων ὁπλαρχηγῶν καὶ των κατοίκων των χωριῶν ποῦ τύγχανε νὰ τον γνωρίζουν. Στὸ ἄκουσμά του ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ὑποτακτικοί ξεσπάθωναν. Οἱ Τοῦρκοι, ποῦ στὸ μεταξύ εἶχαν βάλει σκοπό νὰ ἀφανίσουν τους ἀντάρτες τῶν βουνῶν, ὁρκίστηκαν νὰ «χαλάσουν» τους Κολοκοτρωναίους. Πρὸς τοῦτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (ποῦ ἔβλεπαν
 με φθόνο την ἀναπτύξη του ἐπαναστατικοῦ κινήματος, γιατί μία τυχόν ἐπιτυχία του θὰ διακινδύνευε τα προνόμιά τους) καὶ κατάφεραν νὰ ἐξαγοράσουν ἀρκετούς.
Το 1802 ὁ Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας ἔστειλε φιρμάνι στοὺς προεστούς καὶ τους Κοτζαμπάσηδες νὰ δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη καὶ τον ἀγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταῖο ἤδη τον εἶχε «στριμώξει» ὁ Ἀλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστοῦ τῶν Καλαβρύτων, ἐνῶ ὁ ἰσχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ἰωάννης Δεληγιάννης, ὅρκισε δύο προεστούς νὰ δολοφονήσουν τον πρῶτο. Μετά ἀπὸ καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ὅτι ο Κολοκοτρώνης εἶναι Ἀρματολός, οἱ Τοῦρκοι ἀρμάτωσαν 400 ἄνδρες τους καὶ τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν νὰ ἀποκλείσουν τους Κολοκοτρωναῖους σε κάποιο χωριό. Μετά ἀπὸ μάχη δύο ἡμερῶν αὐτοὶ κατάφεραν νὰ διαφύγουν κάνοντας ἔξοδο. Τόπο δὲν εἶχαν νὰ σταθοῦν. Ἔτσι κατέφυγαν στὴν Τσακωνιά ζητῶντας βοήθεια ἀπὸ τους ἐκεῖ προεστούς, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπάντησαν πῶς «γιὰ τα τομάρια σας ἔχουμε μόνο βόλια!» Ἀκολούθησε μακελειό. Οἱ Κολοκοτρωναῖοι κατάσφαξαν τους προεστούς καὶ ὅσους εἶχαν ταχθεῖ με το μέρος τους. Κάποιοι ποῦ κατάφεραν νὰ σωθοῦν διέφυγαν στὴν Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στὸν Τοῦρκο διοικητή. Αὐτὸς προθυμοποιήθηκε νὰ συγκεντρώσει ἕνα ἰσχυρὸ σῶμα ἐκστρατείας καὶ νὰ ριχτεῖ στὸ κυνήγι τῶν ἐπαναστατῶν.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ




Ἔπειτα ἀπὸ προδοσία ντόπιων προεστῶν (7 Μαρτίου 1805) ὁ Κολοκοτρώνης πολιορκήθηκε στὴν Ξεροκερπινή ἀπὸ τους Τούρκους, ἀλλὰ τελικά ξέφυγε ἀπὸ τον κλοιό τους καὶ κατέφυγε στὴ Ζάκυνθο, ποῦ τότε ὑπαγόταν στὴν Ἰόνιο Πολιτεία. Μαζί με αὐτὸν πῆγαν στὴ Ζάκυνθο καὶ πολλοί Ρουμελιῶτες, Σουλιῶτες καθώς καὶ συμπατριῶτες του Πελοποννήσιοι. Ἔχοντας ἀποκτήσει πείρα καὶ στὴ θάλασσα ὡς κουρσάρος, πῆρε μέρος στὶς ναυτικές ἐπιχειρήσεις του ρωσικοῦ στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Κάποια στιγμή οἱ Ἕλληνες πατριῶτες θεώρησαν σκόπιμο νὰ ἀπευθύνουν ἔκκληση βοηθείας πρὸς τον τσάρο Ἀλέξανδρο, ἀλλὰ ἡ Ἁγία Πετρούπολη ἀπέφυγε νὰ δεσμευτεῖ καὶ ἀντιπρότεινε την κατάταξή τους στὸν Ρωσικό Στρατό με σκοπό νὰ μεταφερθοῦν στὴν Ἰταλία καὶ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν καὶ πῆγαν πράγματι στὴν Νάπολη. Ὅμως, ὁ Κολοκοτρώνης ἀπέρριψε την πρόταση του Ρώσου ἀξιωματικοῦ Αντρέπ γιὰ βοήθεια, ἐπειδή δὲ δέχθηκε τον ὅρο ποῦ του ἔθεσε (νὰ συμμετάσχει στὸν ἀγῶνα τῶν Ἄγγλων, τῶν Ρώσων καὶ των Τούρκων κατά της ἐπαναστατικῆς Γαλλίας), γιατί τον θεωροῦσε ἄσχετό πρὸς τον ἑλληνικό ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα.

Ἀπογοητευμένος, το 1806 ἐπέστρεψε ἄπρακτος στὴ Μάνη, ὅπου συνάντησε το μῖσος καὶ την ἔχθρα τόσο τῶν Τούρκων ὅσο καὶ τῶν ντόπιων προεστῶν, ἀκριβῶς στὴν πιὸ κρίσιμη περίοδο των τουρκικῶν βιαιοτήτων κατά τῶν ἐπαναστατημένων πατριωτῶν, ἰδίως τῶν Κλεφτῶν καὶ τῶν Κολοκοτρωναῖων. Ἡ πίεση του Σουλτάνου εἶχε ἐξαναγκάσει τον Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τὸν Ἰανουάριο ἐκείνης της χρονιᾶς, νὰ βγάλει διάταγμα δίωξής του καὶ νὰ ἀφορίσει την οἰκογένειά του, προσδίδοντας στὴ προδοτική στάση των προεστῶν μία ἐπίφαση νομιμότητας κι ἐθνικοφροσύνης. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἦταν νὰ ἀκολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης καὶ δραματική καταδίωξη του ἀπὸ τους Τούρκους σε πολλά χωριά καὶ πόλεις της Πελοποννήσου. Σχεδόν ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του ἐξοντώθηκε (σκοτώθηκαν 28 πρῶτα ξαδέρφια του καὶ ὁ ἀδελφὸς του, Γιάννης Ζορμπάς), ἀλλὰ καὶ παλιοί σύντροφοι του βουνοῦ, ὅπως ὁ Πετιμεζάς καὶ ὁ Ζαχαρίας,                                 ὕστερα ἀπὸ προδοσία τῶν καλόγερων της μονῆς Αἰμυαλών.
 Ὁ ἴδιός σώθηκε, ἐπειδὴ δὲ βρισκόταν στὸ μοναστήρι. Συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ το Θεόδωρο, οἱ 150 περίπου ἐναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ὁρκίστηκαν «καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο» καὶ χωρίστηκαν σε ὁμάδες διαφυγῆς. Ὁ Θεόδωρος ἀπέμεινε με 19 συγγενεῖς του κι ἕναν ὀνόματι καπετάν Γιώργη. Ἦταν οἱ μόνοι ποῦ τελικά σώθηκαν. Μετά ἀπὸ δραματική καταδίωξη ἀπὸ τους Τούρκους καὶ τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, κατάφερε - μαχόμενος - νὰ διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας ἀπὸ περιοχή στὰ ἀνατολικά του Λακωνικοῦ κόλπου καὶ περνῶντας στὰ ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ἐνδιάμεση στάση στὴν Ἑλαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφτασε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου ἦρθε σε ἐπαφῆ με τον στρατηγό του Ρωσικοῦ Στρατοῦ Παπαδόπουλο. Γιὰ ἄλλη μία φορά ἀρνήθηκε νὰ ἐνταχθεῖ στὶς τσαρικές δυνάμεις, ὑποστηρίζοντας πῶς σκοπός του ἦταν ἡ ἐπιστροφή στὸν Μοριά γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ το χαμό τῶν συγγενῶν καὶ φίλων του. Στὴ Ζάκυνθο γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια καὶ τους ἀρματολούς Μπότσαρη, Τζαβέλα κ.ά., ποῦ εἶχαν καταφύγει στὰ Ἐπτάνησα γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τους διωγμούς του Ἀλή πασᾶ. Συνεργάστηκε με τους αρματολούς Γιάννη Σταθά, Νίκο Τσάρα,Βλαχάβα κ.ά. στη συγκρότηση του πρώτου πολεμικού στόλου των Ἑλλήνων ἀπὸ 70 πλοῖα, ποῦ ἐπέδειξε σημαντική δράση κατά τα ἔτη 1806-8, ἡ ὁποία ἀνακόπηκε ὕστερά ἀπὸ ἐπεμβάσῃ τοῦ πατριαρχείου. Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στὴν σύσκεψη, ποῦ ἔλαβε χώρα στὴν Λευκάδα ὑπὸ τονἸωάννη Καποδίστρια προκειμένου νὰ ἀποφασιστεῖ ἡ στάση των Ἑλλήνων ἔναντι της ἀπειλῆς τῶν Ἰονίων νησιῶν ἀπὸ τον Ἀλή πασᾶ. Την ἴδιά χρονιά, ὅταν ἡ ναυτική ρωσική μοῖρα ὑπὸ τον ναύαρχο Σενιάβιν ἀναχώρησε ἀπὸ την Κέρκυρα με σκοπό την ὑποκίνηση ἐξέγερσης των νησιῶν του Αἰγαίου ἐναντίον τῶν Τούρκων, ὁ Κολοκοτρώνης γιὰ διάστημα 10 μηνῶν δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχή μεταξύ Σκιάθου καὶ Αἰγίου Ὄρους με το πλοῖο του Γεωργίου Ἀλεξανδρή. Στὴ συνέχεια, την ἄνοιξη του 1808, ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε στενή ἐπαφῆ με τον Τουρκαλβανό πατρικό φίλο του, Ἀλή Φαρμάκη, με τον ὁποῖο κατάστρωσαν σχέδια ἐναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασᾶ καὶ γιὰ την ἀπελευθέρωση της Πελοποννήσου. Η προσπάθεια ὅμως ματαιώθηκε ὅταν τα Ἐπτάνησα βρέθηκαν ὑπὸ ἀγγλικὴ κυριαρχία (1809).


Κατόπιν γύρισε στὴ Ζάκυνθο καὶ το 1810 κατατάχθηκε στὸ ἑλληνικό στρατιωτικό σῶμα του ἀγγλικοῦ στρατοῦ στὴ Ζάκυνθο, ποῦ με παρακίνηση καὶ ἐπιβλέψη τῶν Ἄγγλων εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ την ἀντιμετώπιση τῶν Γάλλων. Κατόρθωσε νὰ φτάσει μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη γιὰ τὴ δράση του κατά τῶν Γάλλων (γι’ αὐτὸ συχνά ἀπεικονίζεται με τὴ χαρακτηριστική περικεφαλαία τῶν Ἄγγλων ἀξιωματικῶν με τον λευκό σταυρό), ὑπηρετῶντας στὸ σῶμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στὸ διάστημα αὐτὸ μορφώθηκε, μελέτησε την ἑλληνική ἱστορία κι ἀπεκόμισε σημαντική πείρα στὶς πολεμικές ἐπιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στὸ συμπέρασμα πῶς ἡ Ἑλλάδα θὰ ἔπρεπε μόνη νὰ κερδίσει την ἐλευθερία της, δίχως νὰ ὑπολογίζει στὴν βοήθεια καμιᾶς ξένης δύναμης. Το 1817 ἀντιστρατεύθηκε καὶ ἀσχολήθηκε προσωρινά με το ἐπάγγελμα του ζωέμπορου.
ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ


Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στὴν ἐκκλησία του Ἁγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στὴνΦιλική Ἑταιρία.Ὕστερα ἀπὸ 30 χρόνια κλέφτικης ζωῆς, ὁ Κολοκοτρώνης συνδέθηκε γιὰ πρώτη φορά με την πανελλήνια ὀργάνωση του ἐθνικοαπελευθερωτικού ἀγῶνα. 3 χρόνια ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο καὶ ἐπέστρεψε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἀναλάβει τον ξεσηκωμό της περιοχῆς. Σύντομα ὁ Κολοκοτρώνης διακρίθηκε τόσο γιὰ τὴ γενναιότητά του ὅσο καὶ γιὰ τις μεγάλες στρατιωτικές του ἱκανότητες. Συναντήθηκε με τὸνἸωάννη Καποδίστρια στὴν Κέρκυρα καὶ συνομίλησε μαζί του γιὰ θέματα της ἐπανάστασης. Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ἑλλάδας γνώριζε γιὰ αὐτὴν πολύ πρὶν ὁ Ἐμμανουήλ Ξάνθος τον ἐπισκεφθεῖ στὴν Πετρούπολη γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει την ἡγεσία της Φιλικής Ἑταιρείας. Στὰ τέλη του 1820 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης

εἰδοποίησε τον Κολοκοτρώνη νὰ βρίσκεται σε ἑτοιμότητα. Ἡ ἀποφασιστική μέρα ἦταν ἡ 25η Μαρτίου.

Στὶς 6 Ἰανουαρίου 1821 ἡ κινητοποίηση στὴν Μάνη ἔγινε ἐντονότερη, ἀλλὰ ἀκόμη οἱ διαφορές ποῦ κατέτρωγαν τα «μεγάλα τζάκια» δὲν εἶχαν ξεπεραστεῖ. Ὁ Κολοκοτρώνης φρόντισε νὰ μονιάσει τις οἰκογένειες καὶ κατάφερε νὰ συσπειρώσει γύρω του ὀνομαστές προσωπικότητες, ὅπως ὁ Μούρτζινος, ὁ Νικηταράς, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Ἀναγνωσταράς, οἱ Καπετανάκηδες καὶ οἱ Κουμουνδούροι.Στὶς 22 Μαρτίου αὐτὸς καὶὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης 

τέθηκαν ἐπὶ κεφαλῆς ὁμάδας 2.000 ἐνόπλων καὶ ἐπιτέθηκαν στὴν τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την ἑπόμενη μέρα ἡ ἀπελευθερωμένη πόλη ὕψωνε την σημαία της ἐπανάστασης. Στὶς 24 Μαρτίου ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Παπαφλέσσας ἔφτασαν στὴν Σκάλα Ἀρκαδίας, ὅπου προσπάθησαν νὰ ἐμψυχώσουν τους ντόπιους, ἀναφερόμενοι στὴν ἡρωική καταγωγή τῶν Ἑλλήνων καὶ στὸ θέλημα του Θεοῦ γιὰ μία ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ὑποσχέθηκαν μάλιστα ὅτι μέσα στὶς ἑπόμενες μέρες οἱ ἴδιοι θὰ ἐνίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ἀκόμη καὶ οἱ πλέον διστακτικοί τότε ἐντάχθηκαν στὸ πλευρό τους καὶ πῆραν τα ἅρματα.

Ἡ ἄμεση ἀντίδραση τῶν Τούρκων ἦταν νὰ ἐνισχύσουν τα κάστρα στὰ παράλια της Πελοποννήσου, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πιθανότητα ἐνίσχυσης τῶν ἐπαναστατῶν με ἀποβάσῃ ξένου στρατοῦ (πιθανόν της Ρωσίας) ἡ ἄλλων Ἑλλήνων ἀπὸ την Ρούμελη καὶ τα νησιά. Οἱ ὁπλαρχηγοί ὑποστήριξαν την ἄποψη νὰ χτυπήσουν αὐτὰ τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης καὶ του Ναυπλίου), ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης πρότεινε την ἅλωση της Τρίπολης ὡς ἐνδεδειγμένη ἑπόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, ἐξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες καὶ διέθεταν ἰσχυρές ὀχυρώσεις, ὥστε ἡ ἑλληνική πλευρά θὰ ἀναγκαζόταν νὰ χύσει πολύ αἷμα σε ἀλλεπάλληλες μετωπικές ἐφόδους -καὶ πάλι ἡ κατάληψή τους ἦταν ἀμφίβολη. Ἀντίθετα, ἡ «Τριπολιτσά» ἦταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του ἐχθροῦ καὶ ὁρμητήριό του. Η πτώση της θὰ ἦταν σωστή συμφορά γιὰ τους Τούρκους, ἀκόμη καὶ γιὰ λόγους ψυχολογικούς. Ὅλοι συμφώνησαν καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ὅρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητῶν, δίνοντας ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν ὀχύρωσή του, φοβούμενος ἐπέμβαση τῶν Τούρκων ἀπὸ ἄλλα μέρη της χώρας γιὰ βοήθεια.

Πράγματι, ὁ Χουρσίτ πασᾶς,

ποῦ την ἐποχῇ ἐκείνη βρισκόταν στὴν Ἤπειρο γιὰ την καταστολή της ἐξέγερσης του Ἀλή πασᾶ ἐναντίον της Πύλης, ἀπέσπασε σημαντική δύναμη καὶ την ἔστειλε στὴν Πελοπόννησο με ἐπικεφαλῆς τον Μουσταφά πασᾶ. Αὐτὸς κατέκαψε τὴ Βοστίτσα Ἀχαΐας, προχώρησε πρὸς την Ἀκροκόρινθο καὶ διέλυσε τους Ἕλληνες πολιορκητές του κάστρου καὶ μέσω του Ἄργους κατευθύνθηκε πρὸς Τρίπολη. Μπῆκε στὴν πόλη στὶς 6 Μαΐου, ἀναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη νὰ ὀχυρωθεῖ στὸ Βαλτέτσι, ἀπὸ ὅπου ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς ὅλες τις προσπάθειες ἐξόδου τῶν ἔγκλειστων Τούρκων. Μετά ἀπὸ πολιορκία 6 μηνῶν, ἡ Τρίπολη ἔπεσε στὶς 23 Σεπτεμβρίου. Οἱ ἐπαναστάτες προέβησαν σε πράξεις ἀντεκδίκησης κατά τις ὁποῖες σφαγιάστηκαν 30.000 ἄμαχοι Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης μπόρεσε νὰ τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Ἀλβανούς ὑπερασπιστές ἀπὸ καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ἠθικὸ μεγαλεῖο του ἡγέτη.

Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ του Κολοκοτρώνη στὰ ἀπομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
«Ὅταν ἐμβῆκα εἰς την Τριπολιτσά, με ἔδειξαν τον Πλάτανο εἰς το παζάρι ὅπου ἐκρέμαγαν του Ἕλληνας. Ἀναστέναξα καὶ εἶπα: ‘Αἰντε, πόσοι ἀπὸ το σόγι μου καὶ ἀπὸ το ἔθνος μου κρεμάστηκαν ἐκεῖ’, καὶ διέταξα καὶ το ἔκοψαν».

Μετά ἀπὸ αὐτὴν την πρώτη σημαντική νίκη οἱ ἔριδες μεταξύ προκρίτων καὶ στρατιωτικῶν, ποῦ ἀπὸ τα πρῶτα κιόλας βήματα της ἐπανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, ἀναζωπυρώθηκαν. Στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου ἔφτασε στὴν Πελοπόννησο ὁΔημήτριος Ὑψηλάντης με σκοπό την πολιτική ὀργάνωση του ἀγῶνα. Οἱ πρόκριτοι ἀντέδρασαν πρὸς τις ἀπόψεις του, ἐξαιτίας κυρίως του περιορισμοῦ τῶν προνομίων τους ποῦ αὐτὲς συνεπάγονταν, ἐνῶ ὁ Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις ἀποδέχθηκαν. Ὁ ἴδιος μεσολάβησε ἐπιτυχῶς στὸ νὰ ἀποτραπεῖ μία ὀλεθρία γιὰ την ἐπανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων καὶ Ὑψηλάντη, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ ἀποτινάξει ἀπὸ πάνω του τον φθόνο ποῦ ἔτρεφαν γιὰ αὐτὸν τον ἴδιο. Ὅταν πρότεινε την ἐπανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης δὲν τον ὑποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ἐνέκρινε την εἰσήγησή του, ἀλλὰ στὴν κρίσιμη φάση δὲν τον ὑποστήριξε με ἐνισχύσεις, ἀφήνοντάς τον με 600 περίπου ἄνδρες. Ἔτσι, στὶς 23 Ἰουνίου 1822 ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει την προσπάθεια καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν Γαστούνη. Ἔπρεπε νὰ ἀναδιοργανώσει τις δυνάμεις του γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ νέος κίνδυνος ἀπὸ την ἄφιξη του Δράμαλη.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Στίς ἀρχὲς Ἰουλίου 1822, μετά ἀπὸ ἐπιτυχῆ πορεία στὴν Ρούμελη, ὁ Δράμαλης καθηλώθηκε στὴν Κόρινθο. Ὕστερα ἀπὸ πρόταση του Κολοκοτρώνη στὸ συμβούλιο τῶν ὁπλαρχηγῶν της 10ης Ἰουλίου στὸν Ἀχλαδόκαμπο, Οἱ Ἕλληνες εἶχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στὴν Ἀργολίδα, ἀκινητοποιῶντας οὐσιαστικά τις ἰσχυρές δυνάμεις του ἐχθροῦ. Ἡ προσπάθεια του Δράμαλη νὰ προελάσει πρὸς το ἐσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στὰΔερβενάκια στὶς 26 Ἰουλίου 1822, ὅπου ἡ στρατιά του ἀποδεκατίστηκε. Σε ἐπίπεδο στρατηγικῆς, ἡ ἑλληνική νίκη ὀφειλόταν καθαρά στὴν ἀξία κρίση του Κολοκοτρώνη, ποῦ πλέον ὁρίστηκε ἀρχιστράτηγος ὅλων τῶν ἐνόπλων δυνάμεων της Πελοποννήσου. Στὶς 30 Νοεμβρίου 1822 κατέλαβε το Ναύπλιο.
Κατόπιν ὁ Κολοκοτρώνης ἔστρεψε την προσοχή του σε ἄλλα σημεῖα του ἀγῶνα, καθώς οἱ ἐσωτερικές ἀντιθέσεις τῶν Ἑλλήνων ἔπαιρναν ἀνησυχητικές διαστάσεις. Πολύ σύντομα, τις τιμητικές διακρίσεις καὶ τὴ δόξα ἀκολούθησαν οἱ ταπεινώσεις καὶ οἵ ἐξευτελισμοί, καθώς την περίοδο 1823-25 ξέσπασε ὁ ἐμφύλιο πόλεμος στὶς γραμμές της Ἐπανάστασης. Ἡ μία παράταξη ἀπαρτιζόταν ἀπὸ προεστούς καὶ πολιτικούς καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ ὁπλαρχηγούς. Καὶ οἱ δύο διεκδικοῦσαν την ἐξουσία στὶς ἀπελευθερωμένες περιοχές. Γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἐμφύλιος πόλεμος, ἀποδέχθηκε την θέση του ἀντιπροέδρου του ἐκτελεστικοῦ σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον ἀντίπαλο του, Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δὲν ἀποφεύχθηκε. Στή διάρκεια του Ἐμφυλίου πολέμου, στὸν ὁποῖο δὲν ἦταν ἀμέτοχες καὶ οἱ ξένες δυνάμεις, πολλές φορές προσπάθησε νὰ ἀμβλυνεῖ τις ἀντιθέσεις ἀνάμεσα στοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ δὲν ἀπέφυγε τὴ ρήξη. Οἱ Κοτζαμπάσηδες καὶ οἱ νησιῶτες, ἰδίως οἱ Ὑδραίοι, βρέθηκαν ἀπέναντι του. Στὶς 13 Νοεμβρίου 1824 οἱ πολιτικοί ἀντίπαλοι του Κολοκοτρώνη ὀργάνωσαν την δολοφονία του γιοῦ του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται ἀπὸ τους συμπατριῶτες του στὸ μοναστήρι της Ὕδρας. Τότε προτάθηκε γιὰ πρώτη φορά ἡ καταδίκη του σε θάνατο. Το παλιό μῖσος γιὰ τους Κολοκοτρωναίους δὲν εἶχε σβήσει.

Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει την Ἐπανάσταση, ὁ σουλτᾶνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τον πασᾶ της Αἰγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αὐτὸς ἀνταποκρίθηκε στέλνοντας ἰσχυρές δυνάμεις με ἐπικεφαλής τον γιὸ του, Ιμπραήμ πασᾶ, διάδοχο του αἰγυπτιακοῦ θρόνου. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αἰγυπτιακά στρατεύματα ἀποβιβάστηκαν στὴν Μεθώνη, κατέλαβαν τὴ Σφακτηρία καὶ το Ναβαρίνο, καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς το νεωτερικό της Πελοποννήσου. Στὶς 18 Μαΐου ἡ ἑλληνική κυβέρνηση, ποῦ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τον Ἱμπραήμ εἶχε διορίσει ἀρχιστράτηγο τον Ὑδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ὑστέρα ἀπὸ τις ἐπιτυχίες του ἐχθροῦ ὑποχρεώθηκε νὰ χορηγήσει ἀμνηστία στὸν Κολοκοτρώνη, νὰ τον ἀποφυλακίσει καὶ νὰ ἀναθέσει σε αὐτὸν καὶ στὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την ἀρχηγία τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, με την ὑποστολή νὰ ἀνακόψει την προέλαση του Ἱμπραήμ πασᾶ. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Ὑψηλάντη, τον Μακρυγιάννη καὶ ἄλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 ἄνδρες καὶ με τον Κολοκοτρώνη στὴν ἀρχηγία προσπάθησαν μάταια νὰ ἀναχαιτίσουν τον ὑπέρτερο σε ἀριθμὸ καὶ ὁπλισμὸ εἰσβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οἱ ἐλεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ἦταν ἐλάχιστες καὶ το ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων καταρρακωμένο. Ἡ ἐπανάσταση σώθηκε τότε χάρη στὸ ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Βασική ἀνησυχία του ἦταν το πεσμένο ἠθικὸ του λαοῦ καὶ κύριο μέλημά του νὰ ἀποτρέψει το «προσκύνημα», ἀνησυχῶντας γιὰ τὴ στάση των προεστῶν. Ὅταν ὁ Ἱμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους νὰ ἐγκαταλείψουν τον Ἀγῶνα καὶ νὰ «προσκυνήσουν», ὁ Κολοκοτρώνης κήρυξε γενική ἐπιστράτευση, διαλαλῶντας την περίφημη φράση: «Πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα νὰ μὴ μείνει, ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Μόνον ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει ἐμεῖς θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πώς την γῆν μας θὰ την κάμεις δικήν σου. Φωτιά καὶ τσεκούρι στοὺς προσκυνημένους». Βέβαια, δὲν κατατρόπωσε τον Ἱμπραήμ καὶ δὲν ἀνέκτησε οὔτε την Τρίπολη οὔτε την Πάτρα, κατόρθωσε ὅμως νὰ διατηρήσει ζωντανό τον ἔνοπλο Ἀγῶνα μέχρι την ἡμέρα ποῦ ὁ σουλτᾶνος ὑποχρεώθηκε νὰ ἀναγνωρίσει την ὕπαρξη του πρώτου ἀνεξάρτητου νεοελληνικοῦ κράτους. Μέχρι την λήξη του ἀγῶνα ὁ Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ἰμπραήμ, ποῦ διήρκεσε μέχρι το 1828, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ἔφτασετο στράτευμα του στρατηγοῦΜεζόν με ἐντολὴ του Καρόλου Ι' της Γαλλίας, γιὰ νὰ διασώσει την Ἑλλάδα ἀπὸ τα αἰγυπτιακά στρατεύματα. Η δράση τουΚολοκοτρώνη συνέβαλε ἀποφασιστικά στὴν πρόκληση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου (8 Ὀκτωβρίου 1827), κατά την ὁποία ὁἸμπραήμ ἡττήθηκετελικά ἀπὸ τις μεγάλες δυνάμεις της Εὐρώπης, καὶ ἀργότερα στὴ δημιουργία του αὐτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους.
Ἀξίζει νὰ τονιστεῖ ἡ στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικοῦσε τα στρατεύματα με ἰδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιῶντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀντεπεξέρχεται το στράτευμα στὴν ἀριθμητική ὑπεροχή του ἀντιπάλου. Ἐνδεικτικό της δυσκολίας του ἀγῶνα του 21 εἶναι το παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τα ἀπομνημονεύματα του.
«Ὁ Ἰμπραΐμης μου ἐπαράγγειλε μία φορά διατί δὲν στέκω νὰ πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Ἐγὼ του ἀποκρίθηκα, ἄς πάρη πεντακόσιους, χίλιους, καὶ παίρνω καὶ ἐγὼ ἄλλους τόσους, καὶ τότε πολεμοῦμε, ἡ ἄν θέλη ἄς ἔλθη καὶ νὰ μονομαχήσωμεν οἱ δύο. Αὐτὸς δὲν με ἀποκρίθηκε εἰς κανένα. Καὶ ἄν ἤθελε το δεχθῆ το ἔκαμνα με ὅλην την καρδιάν, διότι ἔλεγα ἄν χανόμουν, ἄς πήγαινα, ἄν τον χαλοῦσα, ἐγλύτωνα το ἔθνος μου».
Ἐπίσης μεγάλη σημασία ἔδινε στὴν καταστροφή των πόρων (τροφές - ζωοτροφές) του ἀντιπάλου καθώς καὶ στὴν ἐξασφάλιση τροφῆς γιὰ το στράτευμα του. Ἀναγνώρισε πολλές φορές το ἔργο καὶ την σημασία τῶν Ἑλλήνων κτηνοτρόφων, ποῦ ἐξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζῶα τους τροφή γιὰ την ὑποστήριξη τῶν μαχητῶν καὶ γενικά της ἐπανάστασης.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑ
Ὡς το τέλος της Ἐπανάστασης ὁΚολοκοτρώνης συνέχισε νὰ διαδραματίζει ἐνεργὸ ρόλο στὰ στρατιωτικά καὶ πολιτικά πράγματα της ἐποχῆς. Παρά το ὅτι εἶχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ἐνστίκτῳ καὶ κριτική σκέψη. Πολλές ἀποφάσεις της Τρίτης Ἐθνοσυνέλευσης του 1826 - 1827 (ἀρχικὰ στὴν Ἑρμιόνηκαὶ κατόπιν στὴνΤροιζήνα) εἶχαν την δική του σφραγῖδα. Μετά την ἀπελευθέρωση ὁ Κολοκοτρώνης στήριξε την ἐκλογὴ του Καποδίστρια, στάθηκε στὸ πλευρό του, ὑπῆρξε ἔνθερμος ὀπαδός της πολιτικῆς του καὶ συνέχισε νὰ εἶναι με το μέρος του ἀκόμη καὶ στὶς δυσκολότερες στιγμές του, ὅταν ἡ ἀντιπολίτευση εἶχε στρέψει ἐναντίον του τα πιὸ φαρμακερά της βέλη. Ὀργίστηκε με τὴ δολοφονία του καθώς καὶ με τις μηχανορραφίες των προστάτιδων δυνάμεων. Μετά τὴ δολοφονία του Κυβερνήτη, οἱ Κολοκοτρώνης, Ἀνδρέας Μεταξᾶς, Ἰωάννης Κωλέττης, Ἀνδρέας Ζαΐμης καὶ Δημήτρης Μπουντούρης ὁρίστηκαν ἀπὸ την Ἐθνικὴ Συνέλευση ὡς κυβερνητική ὁμάδα της χώρας μέχρι την ἄφιξη του Ὄθωνα.Ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν ἀμέσως λόγω διαφωνιῶν του με τον Κωλέττη.

Πρωτοστάτησε στὰ γεγονότα γιὰ την ἐνθρόνιση τουὌθωνα.Σύντομα ὅμως ἐπῆλθε καὶ ἡ ταπείνωση του ἀγωνιστή: ἕνα ἀπὸ τα πρῶτα μελήματα της Ἀντιβασιλεῖας ὑπῆρξε ἡ διάλυση τῶν ἐνόπλων δυνάμεων της Ἐπανάστασης, με τὴ συγκρότηση τακτικοῦ στρατοῦ, στὶς τάξεις του ὁποίου δὲν συμπεριλήφθηκε οὔτε ὁ Κολοκοτρώνης, οὔτε ἡ πλειοψηφία τῶν ὁπλαρχηγῶν του 1821, καταδικάζοντάς τους στὴν ἀνυποληψία. Γιὰ νὰ λυγίσει το φρόνημα τῶν κλεφτῶν, ἡ βαυαρική Ἀντιβασιλεῖα ἀποφάσισε νὰ συλλάβει - με τὴ σύμφωνη γνώμη των προστάτιδων δυνάμεων, ἰδίως τηςἈγγλίας καὶ της Γαλλίας - ὅλους τους μεγάλους ἀρχηγούς της. Πρῶτος συνελήφθηκε (7 Σεπτεμβρίου 1833) ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ ὁποῖος κατηγορήθηκε γιὰ ἀνατρεπτική δράση καὶ ἐσχάτη προδοσία, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν οἱ Πλαπούτας, Ν. Κριεζώτης, Τσάμης, Μετερλής κ.ά. Ὁ πρωθυπουργός Σ. Τρικούπης καὶ οἱ ὑπουργοί Πραίδης καὶ Ψύλλαςπαραιτήθηκαν ἀμέσως σε ἔνδειξη διαμαρτυρίας, ἡ Ἀντιβασιλεία ὅμως συνέχισε ἀπτόητη, διορίζοντας νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τονΑ. Μαυροκορδάτο, ὑπουργό Ἐσωτερικῶν τον Ι. Κωλέττη καὶ ὑπουργό Δικαιοσύνης τον Κ. Σχινά, ἐχθρούς τῶν Κολοκοτρωναίων καὶ γενικά τῶν ὁπλαρχηγῶν.```````````````````````````````````````````````

Σε ἡλικία 64 ἐτῶν, ταλαιπωρημένος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ μία ζωή γεμάτη ἀγῶνες, κακουχίες καὶ στερήσεις, ὁ Γέρος του Μοριά κλείστηκε στὶς φυλακές του Ἰτς Καλέ(Ἀκροναυπλία)γιὰ πέντε μῆνες μέχρι νὰ προετοιμαστεῖ ἡ δίκη, μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, Πλαπούτα. Η δίκη ξεκίνησε στὶς 3 Ἀπριλίου 1834, ἀφοῦ βρέθηκαν οἱ ἀπαιτούμενοι ψευδομάρτυρες. Ὁ Ἄγγλος εἰσαγγελέαςMason, ποῦ προηγουμένως εἶχε ἀγωνιστεῖ νὰ σώσει τον δολοφόνο του Καποδίστρια, Γ. Μαυρομιχάλη,δήλωσε ἀπερίφραστα ὅτι θεωροῦσε τους κατηγορούμενους ἐνόχους καὶ ἀπαίτησε το θάνατό τους.

Ἡ διαδικασία ἀπέδειξε το ψεῦδος τῶν κατηγοριῶν. Ἴσως ἡ μοναδική ἀλήθεια ποῦ ἀκούστηκε ἦταν ἡ δήλωση τουΚολοκοτρώνη: «Ἐγὼ κρατῶ στὸ σολδάτο 49 χρόνους καὶ πολεμῶ γιὰ την πατρίδα». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Πολυζωίδης καὶ ὁ δικαστής Γ. Τερτσέτης ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν στὶς ἐντολὲς του Ἄγγλου εἰσαγγελέα καὶ δὲν ὑπέγραψαν την ἀπόφαση (26 Μαΐου 1834), ἡ ὁποία ἀνέφερε ὅτι «ὁ Δ. Πλαπούτας καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εἰς θάνατον ὡς ἔνοχοι ἐσχάτης προδοσίας» καὶ ὅριζε ὅτι «ἡ παροῦσα ἀπόφασις θέλει ἐκτελεσθεῖ εἰς την ἐκτὸς του φρουρίου Ναυπλίου πλατεῖαν». Ἡ λαϊκή ἀγανάκτηση κορυφώθηκε καὶ ξέσπασαν ἐξεγέρσεις. Ἡ Ἀντιβασιλεία ὑπαναχώρησε καὶ ἡ ποινή δὲν ἐκτελέστηκε. Ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Πλαπούτας, παρέμειναν στὴ φυλακή καὶ ἔλαβε χάρη μετά την ἄφιξι τοῦ Ὄθωνα το 1833, ὁπότε καὶ ὀνομάστηκε στρατηγός καὶ ἔλαβε το ἀξίωμα του «Συμβούλου της Ἐπικρατείας».
Το 1834 ὁ Γέρος του Μοριά ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἔζησε ἑως το τέλος της ζωῆς του. Στά τελευταία χρόνια της ζωῆς του ὁ Κολοκοτρώνης ἀσχολήθηκε με την ὑπαγόρευση τῶν Ἀπομνημονευμάτων του στὸν Γεώργιο Τερτσέτη, ποῦ κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπὸ τα 1770 ἑως τα 1836 καὶ τα ὁποία ἀποτελοῦν πλέον πολύτιμη πηγή καὶ θεμελιῶδες ἀνάγνωσμα γιὰ την κατανόηση του ἱστορικοῦ πλαισίου της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μία νύχτα του 1843 (4 Φεβρουαρίου) ἀπὸ ἀποπληξία, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ γλέντι στὰ βασιλικά ἀνάκτορά.
Σημεῖο ἀναφοράς της ὁμιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴ Πνύκα (1838) ἀποτελεῖ το παρακάτω ἀπόσπασμα:
«Ὅταν ἀποφασήσαμε νὰ κάμομε την Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλογισθήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πῶς δὲν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τα κάστρα καὶ τας πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μας εἶπε: ‘ποὺ πάτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα’, ἀλλὰ , ὡς μία βροχή, ἔπεσε σε ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία της ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοί, καὶ οἱ προεστοί, καὶ οἱ καπεταναῖοι, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι, καὶ οἱ ἔμποροι, μικροί καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ το σκοπό καὶ ἐκάμαμε την Ἐπανάσταση».`

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Ομιλία του Κολοκοτρώνη την 8η Οκτωβρίου 1838 προς τους Γυμνασιόπαιδες του τότε Βασιλικού γυμνασίου εις την Πνύκα..


Ομιλία του Κολοκοτρώνη την 8η Οκτωβρίου 1838 προς τους Γυμνασιόπαιδες του τότε Βασιλικού γυμνασίου εις την Πνύκα..


Διερχόμεθα τό ἄκρον ἄωτον τῆς παρακμῆς καί τῆς ξεφτίλας.


Ἀπό τόν Περικλέα στόν Τσίπρα.


Ἀπό τόν πίνακα ΕΛΛΑΣ Η ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ, στό παρδαλό σκιάχτρο


Ὁμιλία τοῦ Κολοκοτρώνη τῇ 8ῃ Ὀκτωβρίου 1838 πρὸς τοὺς Γυμνασιόπαιδες τοῦ τότε Βασιλικοῦ γυμνασίου εἰς τὴν Πνύκα

Ἡ ὁμιλία τοῦ μεγίστου ἥρωα μας Κολοκοτρώνη ἀκόμη καί διά σήμερα ἀποτελεῖ μία πνευματική παρακαταθήκη, ἀρχίζει τήν ὁμιλίαν του λέγοντας:




Παιδιά μου!


Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁποὺ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας....


Καί πράγματι εἰς αὐτόν ἐδῶ τόν τόπον ἔχουν περπατήσει τά σοφότερα πνεύματα τῆς παγκοσμίου κοινότητος οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ θεμελιωταί τῆς συγχρόνου ἐπιστήμης καί τῆς δημοκρατίας. Εἰς πρόσφατον ἔρευναν πανεπιστημίου τῆς Ἀμερικῆς διά τήν ἀξιολόγησιν τῶν 10 διασημοτέρων προσωπικοτήτων τῆς τελευταίας 6.000ετίας κατέδειξεν ὅτι ἐκ τῶν 10 πρώτων οἱ ἕξ εἶναι Ἕλληνες: 1ος Ἀριστοτέλης, 2ος Πλάτων, 4ος Σωκράτης, 5ος Μέγας Ἀλέξανδρος, 9ος Ὅμηρος, 10ος Πυθαγόρας. Βέβαια ὁ Ἀρχιμήδης παρ΄ὅτι δέν εἶναι εἰς τούς 10 πρώτους, ὁφείλομεν νά τονίσωμεν ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἰδιοφυΐα ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ Ἑλλάδα μας εἶναι ἡ χώρα τοῦ μύθου και τοῦ παραμυθιοῦ τῶν ἡρώων και τῶν φιλοσόφων τῶν Βασιλέων καί τῶν Αὐτοκρατόρων.


Εἰς αὐτόν ἐδῶ τόν τόπον ἔχει περπατήσει καί ἔχει δημηγορήσει ὁ δημιουργός μιᾶς ἐποχῆς πού λέγεται «ΧΡΥΣΟΥΣ ΑΙΩΝ» καί αὐτός εἶναι ὁ Περικλῆς. Τά ἔργα τοῦ Περικλέους, μεταξύ αὐτῶν ὁ Παρθενών ἔρχονται νά θαυμάσουν ἀπό ὅλην τήν οἰκουμένην. Ὁ Περικλῆς ὁ ὁποῖος καί αὐτός θά ἡδύνατο νά ἦτο εἰς τούς δέκα πρώτους, ἔκαμεν καί αὐτός μία ὁμιλίαν, γνωστήν ὡς «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ» διά νά ἀποδώση τιμήν εἰς τούς νεκρούς πού ἐθυσιάσθησαν διά νά εἶναι ἡ Πατρίδα του ἐλεύθερη. Ἀρχίζει τήν ὁμιλίαν του λέγοντας: «῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν·»


Δηλ. «Θά ἀρχίσω πρῶτα ἀπό τούς προγόνους, διότι δ΄αὐτούς καί δίκαιον ἀλλά καί πρέπον εἶναι αὐτήν τήν τιμήν εἰς τήν μνήμην των νά ἀποδώσωμεν. Αὐτήν τήν χώραν πάντοτε οἱ ἴδιοι κατοικούσαν διαδέχοντας ἡ μία γενεά τήν ἄλλην, ἐλευθέραν καί μέ ἀρετήν μᾶς παρέδωσαν. Καί ἐκεῖνοι εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου καί εἰσέτι περισσότερον οἱ πατέρες ἡμῶν».


Αὐτά ἔλεγεν ὁ δημιουργός τοῦ «ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΟΣ». Μία μεγάλη πνευματική καί πολιτιστική κληρονομία τοῦ Ἐλληνικοῦ πνεύματος εἶναι ἠ ἀπόδοσις τιμῶν εἰς αὐτούς πού ἐθυσιάσθησαν καί ἐπότισαν μέ τό αἷμα τους τό δένδρον τῆς ἐλευθερίας διά νά ἀναπνέομεν ἐμεῖς τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας. Ἐπί πλέον Ὁ Περικλῆς μᾶς λέγει ὅτι αὐτόν ἐδῶ τόν τόπον τόν κατοικούσαν πάντοτε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, δηλ. τό γένος τῶν Ἑλλήνων.


Ἐπ΄αὐτοῦ ὁ Ἰσοκράτης πρός τιμήν τῆς 100ης Ὀλυμπιάδος (εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὡς ἔτος ἐνάρξεως τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων ἀναφέρεται τό 776 Π.Χ καί ἕως τό 56 Μ.Χ συμμετεῖχον ἀποκλειστικῶς καί μόνον Ἕλληνες) γράφει τόν πανηγυρικόν του καί λέγει: «ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες».

Δηλ. Εἰς αὐτήν τήν χώραν κατοικοῦμεν χωρίς νά ἐκδιώξωμεν ἄλλους, οὔτε ἤταν ἔρημος καί τήν καταλάβαμεν, οὔτε ἀπό πολλά ἔθνη ὡς μιγάδες συγκεντρωθήκαμεν, ἀλλ΄ οὕτως καλῶς καί γνησίως ὑπάρχομεν, ὥστ΄ἐξ αὐτῆς ἀκριβῶς γεννηθήκαμεν, ταύτην κατέχοντες καθ΄ὅλον τόν χρόνον ἐξακολουθοῦμεν νά ζῶμεν, καθ΄ὅτι εἴμαστε αὐτόχθονες.

Αὐτά λέγει ὁ σοφός Ἰσοκράτης, τοῦ ὁποίου οἰ αὐτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί μίαν ἄλλην φράσιν του, τήν ἔχουν παραχαράξει καί παρερμηνεύσει, εἴτε ἀπό ἄγνοιαν εἴτε ἀπό δόλο, ἀλλοιώνοντας οὕτως τό πνεῦμα του καί τήν σκέψιν του.

Οὕτως ἐσκέπτοντο καί ἔπραττον εἰς τά χρόνια τῆς μεγαλοπρέπειας καί τῆς δόξας τά μεγαλύτερα μυαλά μέ τό ὑψηλότερον I.Q. Σήμερα ὅλοι δηλώνουν ὅτι εἴμεθα σέ παρακμή καί μάλιστα εἰς ψυχικήν παρακμή, ἡ ὁποία δυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι συνίσταται εἰς τήν διάβρωσιν τοῦ εἶναι, τήν ἀποσύνθεσιν τοῦ ἐγώ, τήν ἀπώλειαν ἀγάπης διά τόν ἑαυτόν μας. Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ γεννεσιουργοί τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἡθικῶν κανόνων καί ἐμεῖς δυστυχῶς τά ἐνταφιάζομεν. Τό ταχύτερον δυνατόν ὁφείλομεν νά ἀφήσωμεν πίσω μας τήν παρακμή.








ΕΛΛΑΣ Η ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ


Αὐτός ὁ πίνακας κοσμοῦσεν τό πρωθυπουργικόν γραφεῖον. Φιλοτεχνήθηκεν ἀπό τόν μεγάλον μας ζωγράφο Κον Θεόδωρον Βρυσάκη τό 1858. Ἀναπαριστᾶ τό μεγαλεῖον, τήν δόξα καί τήν λαμπρότητα τοῦ 1821. Οἱ ἥρωες τοῦ 1821 γονυπετεῖς προσφέρουν τήν ζωήν τους καί τήν περιουσίαν τους διά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς μητέρας Ἑλλάδος, αὐτή δέ εὐγνωμονεῖ τά παιδιά της. Τόσον πολύ ἐνοχλοῦσεν τόν Τσίπρα ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς Τούρκους, ὁ ὁποῖος ἄμα τῇ εἰσόδῳ εἰς τό πρωθυπουργικόν γραφεῖον τό ἔτος 2015 καί μάλιστα ὁλίγας ἡμέρας πρό τῆς 25ης Μαρτίου τόν πέταξεν ἔξω καί τό ἀντικατέστησεν μέ τό παρδαλό σκιάχτρο. Αὐτή ἡ ἐνέργεια ἀπό μόνη της δηλώνει: ἀσέβεια, ἐμπάθεια, ἐχθρότητα, μῖσος διά τήν Ἑλληνικήν ἱστορίαν καί τάς ἙλληνοΧριστιανικάς παραδόσεις.

Ἐάν αὐτό εἶχεν διαπράξει εἰς τά χρόνια τοῦ ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΟΣ τοῦ Περικλέους δύο τινά θά συνέβαιναν, ἤ θάνατος ἤ ἐξωστρακισμός, διότι ἡ φιλοπατρία καί ὁ σεβασμός εἰς τούς προγόνους ἦσαν τά μεγάλα ἰδανικά.




Φυσική ἀκολουθία τῆς βεβήλου ἐνεργείας πετάγματος ἔξω ἀπό τό πρωθυπουργικόν γραφεῖον τοῦ ἱστορικοῦ πίνακος εἶναι νά δηλώνη ὁ Τσίπρας ὅτι, ἡ Ἑλλάδα δέν ἔχει σύνορα, νά μήν ἀναγνωρίζη τήν γενοκτοντίαν τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν νά φτιάχνη ἕνα ὑπερταμεῖον τά κλειδιά τοῦ ὁποίου τά ἔχουν ξένοι, ξεπουλόντας ἔτσι τήν Ἑλληνικήν περιουσίαν, νά γεμίζη τήν Ἑλλάδα μέ λαθρομετανάστες διά νά ἀλλιοώση τήν καθαρότητα τοῦ γένους, ἄλλωστε τό πρῶτον νόμον πού ψήφισεν ἤταν νά μετασχηματίζη σέ Ἕλληνα κάθε λαθρομετανάστη. Προκειμένου ὁ Τσίπρας νά σέ παραπλανίση καί νά κερδίση τάς ἐκλογάς, ὥστε νά προξενίση τό μέγιστον κακόν εἰς τήν Ἐλλάδα μας, μετεμφιέσθη ἀκόμη καί σέ (Παπά). Ἀρκεῖ νά ἐνθυμηθῶμεν ὅτι τήν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων παρευρέθει εἰς τόν Πειραιάν καί ἄφησεν περιστέρια, ἐπεσκέφθη τό Ἅγιον Ὅρος, καί τόν Πάπα. Μερικοί εἰς τήν Ἑλλάδα μας, ἕνας ἀριθμός πού δέν ὑπερβαίνει τούς 5.000 ἀνά τήν Ἑλληνικήν ἐπικράτειαν σκέπτονται καί πράττουν ὅπως οἱ Τούρκοι, ὡς νά ὑπάρχει συγγένεια αἵματος. Εἴχαμεν καί Τουρκοκρατία. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶπεν: «μερικές για ταῖς δόξες καί ταῖς ἡδονές ἄλλαξαν τήν πίστην τους καί ἔγιναν μουσουλμάνες». Π.Χ Ἡ κυρά φροσίνη πῆγε στό χαρέμι. Διαπράττοντας ἕνα σφάλμα ἡθικοῦ περιεχομένου τήν λέμε κυρά. Δέν ἦτα καθόλου κυρά ἀλλά μιά τσούλα, μιά ξεπεσμένη πού γιά ταῖς ἡδονές ἐγκατέλειψεν τόν ἄνδρα της καί τά παιδιά της, γιά νά μπῆ εἰς τό χαρέμι. Αὐτές λοιπόν οἱ ξεπεσμένες πῆγαν μέ τούς ἄπλυτους, βρωμιάρηδες, ἄξεστους Τούρκους πού μᾶς εἴχαν γιά 400 χρόνια σκλαβωμένους. Φυσικόν εἶναι μερικοί σήμερα κουβαλάνε αὐτά τά χαρακτηριστικά, μιᾶς ξεπεσμένης καί τοῦ βάρβαρου Τούρκου.


Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...




Η μάχη του Βαλτετσίου σημειώθηκε στὶς 12-13 Μαΐου 1821 καὶ θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τις πιὸ ἀποφασιστικές μάχες της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης του 1821, ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἅλωση της Τριπολιτσᾶς. Πρωτοστάτης της μάχης αὐτῆς ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.




Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη

Κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὀργάνωσε στρατόπεδα στὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ την πόλη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1821 διέταξε την ὀχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στὸ χωριό Βαλτέτσι.

Ταυτόχρονα, οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦταν κλεισμένοι στὴν Τριπολιτσά, με ἀγωνία περίμεναν βοήθεια ἀπὸ τον Χουρσίτ, ποὺ βρισκόταν στὰ Γιάννενα καὶ πολεμοῦσε τον Ἁλή Πασᾶ. Ο Χουρσίτ ἔστειλε ἰσχυρὸ στράτευμα με ἐπὶ κεφαλῆς τον Κιοσέ Μεχμέτ, ὁ ὁποῖος το χώρισε σε δύο τμήματα. Στὸ πρῶτο ἡγήθηκε ὁ ἴδιος με τον Ὁμέρ Βρυώνη, με 14.000 στρατό]καὶ κατευθύνθηκε ἀνατολικά. Το δεύτερο, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ 3.500 Ἀλβανούς, κατευθύνθηκε πρὸς τὴ δυτική Ἑλλάδα, ὑπὸ την ἡγεσία του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά.

Ὁ στρατός του Κεχαγιάμπεη πέρασε το Ἀντίρριο χωρίς ἀπώλειες. Πέρασε ἀπὸ την Πάτρα, πυρπόλησε τὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) καὶ στὴ συνέχεια ἔλησε τις ἑλληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο καὶ Ἀργός, γιὰ νὰ μπεῖ,τελικά, στὴν Τριπολιτσά.




Η πρώτη μάχη




Στὶς 24 Ἀπριλίου, ὁ Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 4.000 ἄνδρες καὶ ἐπιτέθηκε στὸ Βαλτέτσι . Οἱ ὀλιγάριθμοι ὑπερασπιστές του ὑποχώρησαν, χάνοντας ζῶα καὶ προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριοῦ ὅπου ὁ Κυριακοῦλης Μαυρομιχάλης εἶχε βρεθεῖ σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του ἔσπευσε ὁ Δημήτρης Πλαποῦτας χτυπῶντας τους Τούρκους ἀπὸ τα νῶτα. Οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν σε ὑποχώρηση καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.

Μετά τὴ μάχη, το στρατόπεδο ἁνασυγκροτήθηκε ταχύτατα με φρουρά 1.000 ἀνδρῶν καὶ ἐπικεφαλῆς τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη καὶ δημιουργήθηκαν ἐκ νέου ταμπούρια καὶ κατέφθασαν ἐνισχύσεις. Στὸ πρῶτο ταμποῦρι βρέθηκαν ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με ὅλους τους Μανιάτες στὸ δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ὁ Παπατσώνης, ὁ κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ὁ Παναγιῶτης Κατριβάνος ἀπὸ το σαρι Μεγαλόπολης καὶ ὁ Θανάσης Δαγρές ἀπὸ τὴ Βρωμόβρυση Μεσσηνίας, με τους στρατιῶτες τους. Στὸ τρίτο ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Νικήτας Φλέσσας, ὁ Σιώρης, ὁ Νικηταράς καὶ πολλοί Λιονταρίτες καὶ Γορτύνιοι.



Η δεύτερη μάχη

Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 10.000 Τουρκαλβανοῦς με προορισμό την Καλαμάτα. Κάποιοι Βαρδουνιώτες,με σκοπό τὴ λαφυραγωγία καὶ με ἀρχηγὸ τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή,ἀντιλήφθηκαν την παρουσία Ἑλλήνων στὸ Βαλτέτσι, ἀρχίσαν τις ἁψιμαχίες μαζί τους, γιὰ νὰ προστεθοῦν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄλλοι]. Τότε κατέφθασε ὁ Κολοκοτρώνης,ἀφοῦ εἰδοποιήθηκε, με 700 ἄνδρες. Ο Ρουμπῆς, ποὺ βρέθηκε πλέον περικυκλωμένος, ζήτησε ἐνίσχυση ἀπὸ τον Κεχαγιάμπεη ποὺ μέχρι τότε παρακολουθοῦσε τὴ μάχη ἐπικεφαλίς 3.000 ἱππέων.

Το ἀπόγευμα ἔφτασε ὁ Δημήτρης Πλαπούτας, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης με 700 ἄνδρες]. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τὴ νύχτα χωρίς νὰ ὑποχωρεῖ καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οἱ Τοῦρκοι ξεκίνησαν νέα ἐπίθεσή.




1. Ἡ φυγή τῶν Τούρκων καὶ ἡ νίκη του Κολοκοτρώνη

Μετά ἀπὸ 4 ὧρες μάχης καὶ ἐνῶ ὁ Ρουμπής κινδύνευε, ὁ Κεχαγιάμπεης διέταξε ὑποχώρηση. Βλέποντας αὐτὴν την κίνηση, ὁ Κολοκοτρώνης ξεκίνησε γενική ἀντεπίθεση. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι τράπηκαν σε ἄτακτη φυγή, πετῶντας τα ὅπλα τους.

Συνολικά οἱ Τοῦρκοι εἶχαν 300 νεκρούς καὶ πάνω ἀπὸ 500 τραυματίες, ἐνῶ οἱ Ἕλληνές μόλις 2. Ἀνάμεσα στὰ λάφυρα τῶν ἐπαναστατῶν ἦταν πολλά τουφέκια, 1 πυροβόλο καὶ 8 σημαῖες]. Η μάχη ὑπῆρξε καθοριστική γιὰ το ἠθικὸ τῶν ἀντιμαχομένων. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν γιὰ πρώτη φορά κάτω ἀπὸ σωστή ὀργάνωση, πῆραν θάρρος συνειδητοποιῶντας την ἀνωτερότητά τους ἔναντι τῶν Τούρκων, ἐνῶ οἱ δεύτεροι κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἦταν κάτι σοβαρότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐξέγερση ὀλιγάριθμων Ἑλλήνων.




Η λαϊκή μοῦσα τίμησε τὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι με το ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι:




Τι ἔχεις, καημένε κόρακα, ποῦ σκούζεις καὶ φωνάζεις;

Μήπως διψᾶς γιὰ αἵματα, γιὰ τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε ἀπὸ τα Τρίκορφα καὶ σῦρε στὸ Βαλτέτσι,

ὅπου είν' ὁ τόπος δυνατός καὶ δυνατά ταμπούρια,

ἐκεῖ θὰ βρεῖς τα αἵματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ χώρα,

το ἕνα πάει στὰ Τρίκορφα, τ' ἄλλο στοὺς Ἁραχαμίτες,

κι αὐτὸς ὁ Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στὸ Βαλτέτσι.

Ὁ Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

«Πού πᾶς, βρὲ Κεχαγιάμπεη, τ' Ἀλή πασᾶ κοπέλι;

Ἐδῶ δὲν εἶναι Κόρινθος, δὲν εἶναι Πέρα Χώρα,

δὲν εἶναι τ' ἀργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Ἐδῶ είν' ὀρδὴ Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης ἀρχηγὸς με το Μαυρομιχάλη».

Ἀφῆστε τα ντουφέκια σας καὶ βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους ἐμπροστὰ, σὰν πρόβατα, σὰν γίδια.

Μοιραστεῖτε το!Η λαϊκή μοῦσα τίμησε τὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι με το ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι:





Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα.

«Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αυτή τη φορά τους Έλληνες» (Θόδωρος Κολοκοτρώνης)
Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές απο τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις

«Τα πρωτεῖα στὸν Σταυρό καὶ αἰώνια δόξα στοὺς σταυρωμένους γιὰ την πίστη καὶ γιὰ το γένος μας»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ἔκανε σύνθημα την πίστη

Μιλῶντας μετά την ἀπελευθέρωση σε μαθητές Γυμνασίου στὴν Πνύκα, ἀπὸ το ἴδιο βῆμα ποὺ μιλοῦσε στὴν ἀρχαιότητα ὁ Δημοσθένης, ὁ Περικλῆς καὶ οἱ ἄλλοι σπουδαῖοι πρόγονοι, τους εἰπέ: «Ὅταν πιάσαμε τα ἅρματα πρῶτα εἴπαμε ὑπὲρ πίστεως καὶ μετά ὑπὲρ πατρίδος». Στὴν ἰδία ὁμιλία του συνέστησε στοὺς Ἕλληνες «φρόνιμον ἐλευθερία».

Συχνά προσευχόταν γιὰ την Ἐπανάσταση: «Ὅταν την 1η Ἀπριλίου 1821 τσακίστηκε το ἑλληνικό στράτευμα ἀπὸ τους Τούρκους, ὁ Ἀναγνωσταράς καὶ οἱ ἄλλοι πήγανε στὸ Λεοντάρι, ἐγώ ἔμεινα μόνος με το ἄλογο μου στὸ Χρυσοβίτσι. Ἔκατσα μέχρι πού ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι με τα μπαϊράκια τους καὶ κατέβηκα κάτω. Ἦταν στὸ δρόμο ἡ Παναγιά, μιά ἐκκλησιά του χωριοῦ καθόμουν κι ἔκλαιγα γιὰ την Ἑλλάδα. Παναγία μου, εἶπα, βοήθησε κι αὐτὴ τὴ φορά τους Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν».

Ἐξ’ αἰτίας της ἐπανάστασης οἱ κλέφτες δὲν εἶχαν την εὐχέρεια νὰ τηροῦν πλήρως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ὅταν τὴ Μεγάλη Τετάρτη του 1821 ὁ Kολοκοτρώνης καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἔφαγαν ψητό ἀρνῆ, το ἔφεραν βαρέως ἐπὶ χρόνια, μολονότι ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός εἶχε λύσει τὴ νηστεία γιὰ τους μαχόμενους.

Σε κάθε ἐκκλησία ἡ ἐξωκλήσι ποὺ συναντοῦσε ἔκανε το σταυρό του καὶ ἄναβε κεριά. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σε κατάστιχα δαπανῶν της ἐποχῆς ἐκείνης βρέθηκαν καταγραφές: «Διά κεριά ἀρχιστρατήγου Κολοκοτρώνη…».

Δὲν Βασιζόταν στοὺς ξένους

Το εἶχε χωνέψει ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ ἀπελευθερώνονταν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις: «Η Γαλλική Ἐπανάσταση Βοήθησε τους ἀνθρώπους νὰ ἀνοίξουν τα μάτια τους καὶ νὰ ριζώσει ἡ δικαιοσύνη στὸν κόσμο, νὰ ξεχωριστοῦν τα ὅρια της ἐξουσίας καὶ της ὑποταγής, οἱ Βασιλιᾶδες νὰ μὴν εἶναι πλέον σὰν θεοί στὴ γῆ. Η δικαιοσύνη εἶναι ἡ πραγματική Βασίλισσα καὶ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὅμως εἶδα ὅτι στὰ συμβούλια της Βιέννης δὲν ἔγινε τίποτα καλό γιὰ μας, ἀπελπίστηκα ἀπὸ τους ξένους καὶ εἶπα ὅτι δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐλπίδα λύτρωσης ἐκτὸς ἀπὸ τον ἑαυτό μας καὶ τον Θεό».

Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει μία συνομιλία του με τον ἀρχηγό τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων στὴ Ζάκυνθο το 1805: «Πῆγα καὶ μίλησα μαζί του. Μου εἰπέ ὅτι ὁ βασιλιάς του τον πρόσταξε νὰ δεχτεῖ στὸ στράτευμά του ὅποιους θέλουν νὰ πολεμήσουν τον Ναπολέοντα. Του ἀποκρίθηκα, τι ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω με τον Ναπολέοντα; Ἄν θέλετε στρατιῶτες γιὰ νὰ βοηθήσετε στὴν ἀπελευθέρωση της πατρίδας μου σας ὑπόσχομαι 5 καὶ 10 χιλιάδες».

Πῶς ἔκοψε το κάπνισμα

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος ποὺ ἔκοψε το κάπνισμα ὁ Κολοκοτρώνης. Ὅταν κάποτε ξέμεινε ἀπὸ καπνό, ἔξυσε το τσιμπούκι του γτα νὰ καπνίσει ὅσα ὑπολείμματα εἶχαν μείνει, ἀλλὰ ἀηδίασε ἀπὸ την πίκρα. «Ὁρίστε ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ἐλευθερώσει τον τόπο του καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ το πάθος του. Θεέ μου συγχώρα με», εἶπε καὶ πέταξε το τσιμπούκι. Ἄν καὶ ἔκοψε το κάπνισμα, του ἄρεσε νὰ ρουφάει με τὴ μύτη τὴ μυρωδιά του καπνοῦ ἀπὸ μία ταμπακιέρα ποὺ του εἶχε χαρίσει ὁ Καποδίστριας.

Ο Κολοκοτρώνης εἶχε βαφτίσει 120 παιδάκια στὴ Ζάκυνθο καὶ εἶχε κάνει ἑκατοντάδες κουμπαριές. Μόνο στὰ Τρίκορφα ὑπῆρχαν 40 Θοδωράκηδες.

Ἀρκετὲς φορές παραπονιόταν ὅτι ἀπὸ την πολλή καβάλλα στὸ ἄλογο πρήζονταν τα ἀχαμνά του.

Ο Κολοκοτρώνης ἔλεγε το 1842 στὴν Ἀθήνα, λίγους μῆνες πρὶν τον θάνατό του: «Ο Χάρος δὲν μου δίνει ἄλλη διορία, θὰ πάω νὰ δῶ τα λημέρια μου καὶ ὅσους ἀπὸ τους παλιούς συντρόφους μου ζοῦνε. Θὰ με ρωτήσουν στὸν κάτω κόσμο τι κάνουν οἱ σύντροφοί μας στὸν πάνω κόσμο καὶ θὰ ἔχω κάτι νὰ τους λέω».

Ἔδεσε στὰ καπούλια του ἀλόγου του τον μικρό γιὸ του Πάνο τον Β’, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει με την πρώην καλόγρια Μαργαρίτα Βελισσάρη, καὶ πῆρε τον δρόμο πρὸς το Μόριά.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Αὐτὴ ἦταν η συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη! ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Ἡ ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαποῦτα».

Ὁ Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμηνε γνωστός καὶ ὡς Γέρος του Μωριᾶ.

Το 1833, ὅμως, οἱ διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεῖα τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ἱτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.

Ἡ ἀπολογία του

Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.

Ὁρκίζομαι. (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).

Πώς ὀνομάζεσαι;

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ἀπὸ πού κατάγεσαι;

Ἀπὸ το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

Πόσων ἐτῶν εἶσαι;

Ἑξῆντα τέσσερων.

Τι ἐπάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου νὰ ξεψυχᾶνε μπροστά μου. Μὰ δὲ δείλιασα. Πίστευα πῶς ὁ Θεός εἶχε βάλει την ὑπογραφή του γιὰ τὴ λευτεριά μας καὶ πῶς δὲν θὰ την ἔπαιρνε πίσω.

Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;

Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ να στεφανώσω ἐν' ἀντρόγενο. Ἀπὸ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.

Εἶχες προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

Δὲν εἶχα πρὶν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.

Καὶ τι λέγατε;

Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.

Δὲν εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλεῖας;

Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.

Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;

Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' ἀπόδειχνα με παραδείγματα.

Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

Ναὶ, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δή το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.

Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ἀνάπλι;

Τίποτα. Οὔτε εἶχα καὶ τίποτα νὰ του παραγγείλω.

Ποιοί ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;

Ὁ Νικηταράς καὶ Πλαποῦτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.

Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Ἀντιβασιλεῖας καὶ τῶν Βαυαρῶν;

Δὲν ἄκουσα τίποτα οὔτε καὶ μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.

Δὲν ἄκουσες τίποτα;

Ὄχι.

Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;

Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.

Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;

Ναὶ. Είν' ἕνα ξόανο παιδαρέλι.

Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα καὶ συγγενής μου.

Ἤξερες πῶς θὰ πήγαινε στὴ Λιβαδειά;

Ὄχι, δὲν το ἤξερα. Ἀπ' τον κόσμο το ἄκουσα πῶς πῆγε.

Δὲν τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;

Ὄχι.

(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;

Ναὶ, εἶναι.

Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;

Ἦταν ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτὸ ἔκαμα κι ἐγὼ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' ἐμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.

Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;

Τίποτις ἄλλο ἀπ' τὴ σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τὴ θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με ποῖο πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ

Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δῶ;

Δὲ θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.

Καὶ γιατί ἔφυγες;

Ἡ αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ὁ Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.

Καὶ σ' ὅσους ἐρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;

Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.

Ἔχεις ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;

Τούτω δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγὼ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορὰ στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ἦρθ' ὁ Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.

Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεία.

Ἐγὼ ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμοῦ ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγὼ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα εἶμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θα πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.

Στὶς 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.