Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

 ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

2ο μέρος
Η ζωή έσβηνε σιγά-σιγά μέσα στα μάτια της ωραίας πολεμίστριας κι ο Αχιλλέας γέμισε απέραντη θλίψη, που έγινε αντιληπτή από τους παριστάμενους συμπολεμιστές του. Ο μόνος που φάνηκε ασυγκίνητος από το τέλος της Πενθεσίλειας ήταν ο αισχρός Θερσίτης, που περιγέλασε τον Αχιλλέα κι ασχημόνησε πάνω στο σώμα της βασίλισσας καρφώνοντας το δόρυ του στο μάτι της. Αυτό προκάλεσε την οργή του Αχιλλέα που σκότωσε με τις γροθιές του το Θερσίτη.
Στη συνέχεια, σήκωσε απαλά τη βασίλισσα και την έβγαλε από το πεδίο της μάχης. Το σώμα της, μαζί με τα πτώματα 12 άλλων Αμαζόνων, τα παρέδωσαν με ολόκληρο τον οπλισμό τους στους Τρώες. Κι αυτοί τα έκαψαν και έθαψαν τις στάχτες με όλες τις τιμές.
Ο Κόιντος Σμυρναίος για τον αισχρό Θερσίτη και την τιμωρία του από τον Αχιλλέα καθώς και για την ταφή της Πενθεσίλειας από τους Τρώες μας λέει:
[[ Τότε τα γενναία τέκνα των αντρειόκαρδων Αργείων
Τα αιματοβαμμένα όπλα των νεκρών με βιάση παίρναν
αναζητώντας τους παντού. Κι ο Πηλείδης βλέποντας
της κόρης την φανταχτερήν ομορφιά μέσα στη σκόνη
θλίβουνταν· γι’ αυτό δαγκώναν την καρδιά του ολέθριες λύπες,
όπως κι όταν ο Πάτροκλος σκοτώθη ο σύντροφός του.
Τότε στήθηκε ο Θερσίτης μπρος του κ’ είπε εμπαίζοντάς τον:
«Πολυκάτοχε Αχιλλέα, τι είναι αυτό, που σε μαραίνει;
Ποιο πράγμα σε ξεγέλασε γι αυτή τη σιχαμένη
την Αμαζόνα, που κακά πολλά μέσα στο νου της
ανάδευε. Ένας γυναικάς είσαι, που τη γνοιάζεσαι
σαν να ‘τανε πολύφερνη σύζυγός σου, που με δώρα
κόρη την εμνηστεύτηκες γυναίκα να την πάρεις.
Είθε πρώτα μα σ’ εχτύπα με το δόρυ της στη μάχη,
αφού τόσον οι γυναίκες σου αρέσουν κι ούτε γι’ άλλο
ένδοξον έργον ο νους σου ο βλαμμένος νοιάζεται
από τη στιγμή που είδες τη γυναίκα αυτή. Πανάθλιε,
πού ‘ναι τώρα η δύναμή σου και η παλιά σου φρόνηση;
Γιατί από τη γυναίκα άλλη δεν υπάρχει για τον άντρα
ολεθριότερη· ηφονή, που ξεμυαλίζει ακόμη
κι έναν φρόνιμον. Η δόξα τον αγώνα ακολουθεί·
κ’ είναι δόξα για τον άντρα τον πολεμιστή η νίκη
στις μάχες, ο φιλόμαχος τη γυναικεία μισεί κλίνη».
Έτσι περιπαίζοντάς τον είπε κι ο αψυόθυμος
Πηλείδης αγανάκτησε και μια γροθιά του ζάφτει
στο σαγόνι και στ’ αφτί του· κι όλα του δόντια χάμου
έπεσαν και τ’ ανάσκελα σωριάστηκε κι ο ίδιος
κι έβγαζε απ’ το στόμα του αίμα βρύση κ’ η ψυχή του αμέσως
του κοτή, του τιποτένιου άντρα πέταξε απ’ τα στήθη.
Χάρηκαν όλοι οι Δαναοί γιατί φιλονεικούσε
κι έβριζε κατηγορώντας όλους πάντοτε, κι ας ήταν
ο ίδιος επιλήψιμος, των Δαναών το αίσχος!
…………………………………………
Αλλά και οι δυο βασιλιάδες οι Ατρείδες λυπηθήκαν
τη γενναία Πενθεσίλεια και θαμάζοντας κ’ εκείνοι
τα κάλλη της την έδωσαν στους Τρώες να τη φέρουν
στην ένδοξη την Ίλιον μαζί με τ’ άρματά της,
γιατί ένιωσαν πως ο Πρίαμος θα τη ζητούσε· εκείνος
σκέφτουνταν τη λιοντόκαρδη κόρη με τ’ άρματά της
και τον ίππο της να βάλει στον τάφο του μεγάλου,
του πλούσιου Λαομέδοντα· άναψε μπρος απ’ την πόλη
φωτιά μεγάλη πλούσια κι έβαλε την κόρη επάνω
μ’ άλλα δικά της πράγματα πολλά που της αξίζαν
να καούνε με την πλούσια τη βασίλισσα στη φλόγα.
Έτσι του Ήφαιστου η τρανή δύναμη η φλόγα, η φάουσα
την έκαψε κ’ οι γύρω της άλλος αλλούθε οι Τρώες
με γλυκομύριστο κρασί σβήσαν τη φωτιά. Και μάσαν
τα κόκκαλα και μ’ άλειμμα μυρουδάτο μπόλικο
τα ‘λειψαν και σε κασέλα βαθουλή τα θέσαν· λίπος
πάνω τους πρόσθεσαν παχύ λίπος βοδιού, που βόσκει
στα ψηλά βουνά της Ίδης, του κοπαδιού καμάρι.
Οι Τρώες σαν αγαπητή κόρη τους γύρω θλιμμένοι
τη θρηνούσαν και τη θάψαν στο καλόχτιστο το τείχος
όπου κι ο Λαομέδοντας στον ψηλό κοντά τον πύργο
και τον Άρη έτσι ευφραίναν και την Πενθεσίλεια.]] (Κόιντος Σμυρναίος, “Τα μετά τον Όμηρο”, 717- 749 και 782- 803)
Ο μεγάλος ήρωας των Αχαιών, ο γιος της θεάς Θέτιδας Αχιλλέας είχε ερωτευτεί εκείνη που ο ίδιος της πήρε τη ζωή, την Αμαζόνα Πενθεσίλεια. Οι ματιές των δύο νέων συναντήθηκαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια ο έρωτας να νικήσει τον θάνατο. Έτσι, γεννήθηκε και πέθανε σε μια στιγμή ένας μεγάλος έρωτας!
Γι’ αυτό ο Οβίδιος γράφει στις “Μεταμορφώσεις” του:
[[ Κι αν σου μελλόταν εσέ σε μάχη με μια γυναίκα να καταπέσεις
θα προτιμούσες απ’ το τσεκούρι της Αμαζόνας κάτω να καταπέσεις.]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. ΧΙΙ, 610- 611)
Για την Πενθεσίλεια ο Απολλόδωρος κάνει μια μικρή αναφορά:
[[ Η Πενθεσίλεια, κόρη της Οτρηρής και του Άρη, αφού σκότωσε άθελά της την Ιππολύτη και εξαγνίστηκε από τον Πρίαμο, σκότωσε πολλούς στη μάχη, μεταξύ των οποίων και τον Μαχάονα. Αργότερα τη σκότωσε ο Αχιλλέας, ο οποίος ερωτεύτηκε την Αμαζόνα μετά τον θάνατό της και σκότωσε τον Θερσίτη, που τον κορόιδευε.]] (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη”, Επιτομή, βιβλ. V, 1)
Από τότε που διαδραματίστηκε η θλιβερή συνάντηση που αντί να οδηγήσει σε ένας έρωτα κατέληξε σε έναν θάνατο, πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι συγγραφείς εμπνεύστηκαν συγκινημένοι από τον άτυχο έρωτα του Μυρμηδόνα και της Αμαζόνας. Το επόμενο κείμενο με τον ίδιο τίτλο “Αχιλλεύς και Πενθεσίλεια” έχει αναρτηθεί από άγνωστο bloger με το όνομα “Άναξ Αυτόν”:
[[ Η Απόλυτη Σύγκρουση που γέννησε μια Αιώνια Αγάπη....
Στέκονται οι νέοι και κοιτούν τον γέρο-Όμηρο να πλησιάζει την ιστορία του στην έλευση των Αμαζόνων...
Και το μυαλό του σταματάει...
Τα μάτια του σα να βρίσκουν το φώς τους και κοιτούν αυτή τη μεγάλη στιγμή που χάραξε μια αιώνια ιστορία...
Οι νέοι παρακολουθούν τα μάτια του γερο-Ομήρου να δακρύζουν μελαγχολικά...
"Ήταν εκείνη η στιγμή που ο καθένας θα μπορούσε κατάρες να στείλει στις Μοίρες για τους δρόμους που χάραξαν σε αυτούς τους δύο νέους... ΄Ηταν εκείνη η στιγμή που ακόμη και οι σκληρόκαρδοι Θεοί δάκρυσαν και λύγισαν μπροστά στο θέαμα... Ήταν εκείνη η στιγμή που ακόμη και ο Άδης δίστασε για μια στιγμή να κάνει το χρέος του...
Η μάχες έξω από τα μεγαλειώδη τείχη της Τροίας έφταναν στην αποκορύφωση τους... Ο νεαρός Αχιλλέας δόξαζε την αθανασία του ονόματος του και στο πλάϊ του τόσοι άλλοι έλληνες βασιλιάδες...
Μα την "ηρεμία" της μάχης, καλπασμοί αλόγων και κραυγές εξωτικές έμελε να ταράξουν...
"Oι Αμαζόνες...." πρόλαβε να φωνάξει κάποιος έλληνας πολεμιστής πρίν, μια από αυτές, του πάρει για λάφυρο το κεφάλι...
Μάχη βγαλμένη από τις Τιτανομαχίες... Ήρωες να πέφτουν άψυχοι και γενναίοι και από τις δυο πλευρές...
Μέχρι που κανείς τίποτα δεν έβλεπε από την σκόνη που σηκώθηκε... Παρά μόνο αλαλαγμούς και άγριες κραυγές άκουγε...
Ώσπου τα πάντα έπαψαν... Σιγή παντού... Ο Μέγας Άρης την σκόνη έδιωξε να δει κι ο ίδιος τι συμβαίνει...
Δυο νέοι έστεκαν αντιμέτωποι... Δυο νέοι που ήταν έτοιμοι ο ένας να διεκδικήσει την ζωή του άλλου...
Ο Αχιλλέας, ο Βασιλιάς των Μυρμηδόνων και η Πενθεσίλεια η Βασίλισσα των Αμαζόνων...
Έστεκαν ακίνητοι. Μόνο τα μεγάλα και όμορφα μάτια τους συναντιόντουσαν...
Ήταν σα να περίμεναν αιώνες οι ψυχές του τη στιγμή αυτή... μόνο που δεν ήξεραν για ποιό λόγο...
Οι ασπίδες έπεσαν... Τα σπαθιά σηκώθηκαν... Τα βλέμματα χτύπησαν πρώτα... Και μετά... τα σώματα...
Εχθροί και σύμμαχοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα μια στιγμή που όμοιά της μόνο στους μύθους γνώριζαν...
Έτρεξε ο Αχιλλέας... Έτρεξε η Πενθεσίλεια... Και τα μέταλλα των σπαθιών τους συναντήθηκαν...
Νόμιζες ότι ο κρότος της επαφής τους ενόχλησε την γή κι εκείνη ταρακουνήθηκε...
Ακόμη και οι Θεοί έμειναν σαν κοινοί θνητοί να παρακολουθούν αυτό το θέαμα...
Ιδρώτας... Πείσμα... Θάρρος... Τέχνη...
Μια απόλυτη σύγκρουση δύο λαμπρών πολεμιστών...
Τα δόντια σφιγμένα... Καμιά κραυγή...
Πότε γινόντουσαν ένα σώμα και πότε χώριζαν για να χτυπηθούν...
Ακόμη κι ο Θεός του Έρωτα θα ζήλευε αυτές τις στιγμές...
Θεοί! Ποτέ κανείς δεν είδε κάτι τέτοιο.... Θεός ή θνητός...
Τα σώματα τους γέμιζαν ουλές, το αίμα έτρεχε και ήταν θεϊκό...
Οι ψυχές χτυπιόντουσαν κι αυτές πάνω από τα σώματα τους...
Βήματα προς τα πίσω...
Χτύπημα των σπαθιών...
Ξανά ένα σώμα...
Ξανά και ξανά...
Μέχρι που ο θεϊκός Αχιλλέας έμπηξε στο στήθος της Πενθεσίλειας την μύτη του σπαθιού του...
Η Βασίλισσα έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή...
Γούρλωσε τα πανέμορφα μάτια της κοιτώντας μέσα στα μάτια του Αχιλλέα...
Ο Κόσμος ολόγυρα σκοτείνιασε... έμειναν μόνοι τους... λίγα δευτερόλεπτα που κράτησαν αιώνες...
Του Αχιλλέα η καρδιά ράγισε ολοκληρωτικά... Ο Έρωτας του την διαπέρασε...
Μα ήταν αργά...
Οι πολεμιστές τριγύρω κοιτούσαν σαν χαμένοι...
Κανένας δεν ζητωκραύγαζε...
Γονάτισε ο Αχιλλέας... και ένιωσε την αγάπη να τον έχει νικήσει...
Τα δάκρυα των ματιών του ενώθηκαν με τα δάκρυα στο πρόσωπο της Βασίλισσας...
Καμιά παράκληση προς τους Θεούς δεν ήταν δυνατή πίσω στην ζωή να την φέρουν...
Η ψυχή του έφευγε αγκαλιά με την ψυχή της πολεμίστριας...
Παρηγοριά πουθενά...
Δυο βλέμματα που ποτέ δεν αποχωρίστηκαν μεταξύ τους...
Δυο ψυχές που ξεκίνησαν το ταξίδι τους...
Μόνο τα κενά σώματα έμειναν στο πεδίο της μάχης...
Πόνος και οργή...
Πόνος και αγάπη...
"Θα συναντηθούμε ξανά... κάτω από άλλες συνθήκες... Αυτές που θα έπρεπε να είχαμε βρεθεί από πριν... Βασίλισσα μου..."
Ήταν τα λόγια που κατάφερε να βγάλει με μια πνοή ο Αχιλλέας...
Σήκωσε το σώμα της και το παρέδωσε στις Αμαζόνες...
Με σκυμμένο το κεφάλι, με το σώμα από την κούραση να μη τον κρατά, αποχώρισε με μια μόνο ευχή... Σύντομα να έρθει η στιγμή που θα την ξαναδεί σε έναν κόσμο όπου ο πόλεμος δεν θα υπάρχει πια...
Σε έναν κόσμο όπου τα σώματα τους θα γίνουν ένα ξανά χωρίς πανοπλίες και σπαθιά...
Και σα να μη του χάλασαν την ευχή οι Θεοί... δεν πέρασε καιρός... και τον έστειλαν την αγαπημένη του να βρεί...
στα σκοτεινά δωμάτια του Άδη... Εκεί που οι δυό τους θα πλημύριζαν με Φώς το Βασίλειο των Σκιών... Ο Ηράκλειτος... είπε... ότι όλα είναι γέννημα της Φωτιάς.
Η ζωή προέρχεται από το Πύρ...
Έτσι κι εδώ... μια Απόλυτη Σύγκρουση γέννησε την Απόλυτη Αγάπη...
Έφτανε μονάχα μια στιγμή για να γεννηθεί μια Αγάπη που κράτησε αιώνια...]]
Παραθέτουμε ακόμη ένα κείμενο από (http://aretimaurogianni17.blogspot.com/.../blog-post_712...):
[[Ο ορισμός του ήρωα, κι ο ορισμός του θανάτου... Βίοι Παράλληλοι, κι ο Πλούταρχος απών... σύντομη ζωή, πρόωρος θάνατος στη μάχη κι η εξίσωση τη λύση της θα βρει... Πλήρες βίαιων συναισθημάτων θα βιαστεί το πεπρωμένο να συναντήσει μα μ' απούσα τη λογική... την έχει εξοστρακίσει άλλωστε προ πολλού η οργή που έχει φωλιάσει στο μυαλό, στην καρδιά, σ' όλο το σώμα. Οργή και θάρρος αδελφωμένα να βαδίζουν, κοντά κι η ζηλευτή η τέχνη του πολεμιστή του να μοιράζει θάνατο, κι αυτά περίτεχνα δεμένα μεταξύ τους...
Σκληρός χαλκός... κασσίτερος, πολύτιμο χρυσάφι κι ασήμι να τον ντύνουν... πέντε οι πτυχές μετάλλων περίτεχνα δεμένες, δοράτων και βελών αιχμές να αποκρούουν... λαμπρό στεφάνι, τρίδιπλο κι αργυρός τελαμώνας να κρέμεται, το σύνολο να δένει... το σώμα Αυτού που έμελλε να την κρατά, αλώβητο ν' αφήσει...
Θνητός κι αθάνατος ο ισόθεος Πηλείδης… Και πόσο τρομερός αυτός ο θυμός που από την αρχή τον κατευθύνει… Μα πόσο πιο τρομερός ο ‘Ερωτας που στα δεσμά του άρματός του θα τον δέσει εκεί που δεν τον περιμένει και σαν του Πριάμου το γιο πίσω του θα τον σέρνει, νεκρό, γυμνό, στο γύρο του θριάμβου…
Νεκρώνεται η σάρκα όταν παραλύει, το θάνατο πλησιάζει… Μα όταν παραλύουν τα συναισθήματα, η αιχμή του βέλους του θεού απλά το στόχο της έχει βρει… Κι ας τυλίγουν τα δώρα των θεών το θείο σώμα του ήρωα, κι ας σπάνε πάνω δόρατα, βέλη ξίφη… αδύναμα, θνητών τα χέρια τα βαστούν και τα εκσφενδονίζουν… Τα λαμπρά τα δώρα των θεών δεν είναι εύκολο από θνητούς να νικηθούν…
Κι εκείνους τους παντοδύναμους θεούς, ο Έρως εξουσιάζει, πόσο τους θνητούς…
Πέντε οι πτυχές μετάλλων στην ασπίδα, στην πανοπλία την αστραφτερή, κι η ομορφιά κι η τρομερή η λάμψη της τον τρόμο γύρω να σκορπά…
Πέντε οι αισθήσεις που παραλύουν όταν η αιχμή του βέλους του θεού, το σώμα διαπεράσει…
Πενθεσίλεια…
Τι θέλησες, τι γύρευες, κόρη του Άρη και βασίλισσα του αλαργινού του Πόντου στη ματωμένη άμμο της Τρωάδος; Χρόνια ατέλειωτα, θνητοί κι αθάνατοι με λύσσα και οργή ζωές σαν τα γιομωμένα στάχια εκεί θερίζουν… και ματωμένος, άχαρος κι ασήμαντος ο λιγοστός καρπός τους…
Ανδρεία εκ του ανδρός… Και πόση η ταπείνωση, η οργή μα κι ο κρυφός ο θαυμασμός για την ανδρεία της Αμαζόνας που τα πλήθη των Αχαιών ως τα καράβια τους θ’ ακολουθήσει η ανδροκτόνος, σκορπώντας μ’ ορμή το θάνατο ανάμεσά τους…
Η περίτεχνη η προσωπίδα της θεάς με το λοφίο που ανεμίζει, μια τρομερή όψη στα μάτια των Αχαιών… Ποιος δαίμονας ξεχύθηκε και τις ζωές αρπάζει, στου Αϊδωνέα την αυλή με βία να τις στέλνει, αέναα να βολοδέρνουν κάτω από το μαύρο, το ανήλεο της γης το χώμα;
Ο άνδρας της ζωής της κι άνδρας που θα της πάρει τη ζωή, όλα σε μια στιγμή πλεγμένα… Η μοίρα τάχει κλώσει, μ’ ασημένια και χρυσή κλωστή δεμένα όλα. Μα πόσος χρυσός, πόσο ασήμι ν’ αναλογεί στον καθένα..;
Ζωές κομμένες γύρω της, δόρατα κι ασπίδες τσακισμένες, ματωμένα σώματα, τσακισμένα μέλη… Βία, οργή… θρήνος. Σαν την μαινάδα που με ξέπλεκα μαλλιά κι ακάλυπτο το σώμα στα δάση θα χαθεί, το δαίμονά της ν’ ακολουθήσει…
Τι νά νιωσες, βασίλισσα, του Πηλέα το γιο αρματωμένο μες το φως σαν είδες; Ούτε στιγμή δε σκέφτηκες, τρελή, ποιος ο θεός μπροστά σου που ορθώθηκε, αφού οι θνητοί σκόρπισαν μπροστά στου δόρατός σου την ορμή;
Στιγμή δε δείλιασες… με δύναμη το δόρυ εκσφενδόνισες, το νήμα της ζωής του φοβερού εχθρού να κόψεις… Τσακίστηκε το όπλο σου, χίλια κομμάτια το κοντάρι πάνω στη φοβερή ασπίδα, την καλοδουλεμένη… πέντε πτυχές, τις δυο θα διαπεράσει… Χρυσός, το δώρο των θεών… η αιχμή το σώμα δε θα αγγίξει… Το δεύτερο κοντάρι του πρώτου την πορεία και την τύχη την πικρή θε ν’ ακολουθήσει…
Τι να σκεφτόσουν, Αμαζόνα, όταν το δόρυ του ισόθεου μ’ ορμή στο στήθος σε χτυπούσε, στη ματωμένη άμμο σ’ έριχνε ένα μ’ αυτή για να γενείς; Ποιες σκέψεις άραγε να πέρασαν σε μια στιγμή μπροστά σου;
Τι ένιωσες, πώς ένιωσες όταν το χέρι του ανδρός που τη ζωή σου πήρε, την κρύα προσωπίδα από το κεφάλι σου τραβάει, το βλέμμα του εχθρού του νικημένου ν’ αντικρίσει; Ποτάμι τα χρυσά μαλλιά – δώρο θεών κι αυτά… κάθε χρυσό – μες το ποτάμι του αίματος βουτηγμένα…
Δύο ρίψεις δόρατος… δύο χαμένες ευκαιρίες το στόχο για να βρεις… Μα ακόμη και στου θανάτου το κατώφλι, ο έρωτας καραδοκεί… Και βρίσκει πάντα στόχο…
Πώς χάνονται οι αισθήσεις; Πώς παγώνει ο χρόνος; Τι είναι αυτό που ανοίγεται όταν τα μάτια συναντιόνται και το βλέμμα σώμα ψυχή τα διαπερνά και στην καρδιά φωλιάζει;
Σκόρπισε ο θυμός, συγκίνηση ευθύς για να καλύψει το κενό απλώνεται… Τίποτα δεν είναι γραφτό του κενό κι αδειανό να μείνει… Λύγισαν τα γόνατα, κι η ασπίδα που σε τύλιγε, στο χώμα πεταμένη… Αγκαλιά μ’ αυτό που αγνοούσες την ύπαρξή του, να του χαϊδεύεις τα μαλλιά, το πρόσωπο, το αίμα από τα μάγουλα πασχίζεις για να διώξεις…
Κόκκινο το αίμα που χάνεται… ροδαλά τα μάγουλα να ξεπροβάλλουν από κάτω… Βλέμματα που χαϊδεύουν το ένα το άλλο, ανάμεσα σε θάνατο και πόνο… Και το μοναδικό μα και στερνό φιλί τα χείλη που θα δέσει, είναι κι αυτό που το κενό ευθύς θα ξαναφέρει… Δάκρυα και συγκίνηση που θα χαθούν, κι η οργή στα γέλια του Θερσίτη πίσω σου, το χρόνο θα κινήσει… ξανά. Και πόσο πιότερη οργή το νου σου θα τυλίξει, όταν το δόρυ του θρασύδειλου, στο μάτι το άψυχο, του έρωτά σου του νεκρού θα καρφωθεί…
Κι οργή τα χέρια σου με το λαιμό του θα τα πλέξει… Άψυχος ο βέβηλος, δίπλα σε ό,τι πιο πολύ αγάπησες κι ας ήταν για μια στιγμή, ένα βλέμμα, μια πνοή, ένα φιλί…
Τι νά νιωσες, ισόθεε, κοιτώντας τα χέρια σου μες τη ζεστή σκηνή σου; Το αίμα κι αν ξεπλύθηκε, μες την ψυχή σου απλώθηκε, την τύλιξε, την κάλυψε, ένα μαζί της έγινε…
Πώς παίζεις, Έρωτα, με τις ψυχές; Συνείδηση δεν έχεις; Τυλίξου με τον φωτεινό μανδύα της περηφάνιας, στο γύρο του θριάμβου να χαθείς… μα μην γυρίσεις πίσω σου να δεις στο άρμα σου ποιους σέρνεις …]]
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Εσείς και 188 ακόμη
4 σχόλια
Μου αρέσει!
Σχόλιο

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Ο ΠΕΡΙ ΣΤΥΓΟΣ ΜΥΘΟΣ



Ο ΠΕΡΙ ΣΤΥΓΟΣ ΜΥΘΟΣ

Α. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ: Ἡ στὺξ εἶναι τριτόκλιτον οὐρανικόληκτον οὐσιαστικὸν τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ σημασίας μὲ τὸ ῥῆμα στυγέω= μισῶ, ἀποστρέφομαι, φρίττω (στύξ= φρίκη, ἀποτροπιασμός). Κατὰ πληθυντικὸν ἀπαντᾶται ἅπαξ «αἱ στύγες» εἰς τὸν Θεόφραστον (Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, Ε, 14, 4) μὲ τὴν σημασίαν τοῦ παγεροῦ καὶ διαπεραστικοῦ ψύχους. Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης στὺγ παράγεται τὸν ὁμηρικὸν ῥῆμα (Α186 κ.π.ἀ.,) στυγέω, καθὼς καὶ οὐσιαστικὰ καὶ ἐπίθετα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σημειώνομεν τὰ ἀπαντώμενα καὶ εἰς τὴν Κοινὴν Νέαν Ἑλληνικήν: στυγερός, στυγνός. Ἐξ αὐτῶν τὸ πρῶτον εἶναι συχνῶς ἀπαντώμενον εἰς τὸν Ὅμηρον (Γ104) μὲ τὸ ἐπίρρημά του (Π723).

Β. ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ: Ὁ Ὅμηρος φέρει τὴν Στύγα ὡς ποταμὸν τοῦ Ἄιδου μὲ ἀποτόμους καὶ ἀποκρήμνους ὄχθας (Β755: Στυγὸς ὕδωρ, αἰπὰ ῥέεθρα), τοῦ ὁποίου ἀπόρροια εἶναι ὁ ποταμὸς Κωκυτός= κλαυθμών (κ514: Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ).
Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Στυγὸς ὡρκίζοντο οἱ θεοὶ τὸν φοβερώτερον καὶ ἱερώτερον ὅρκον (Ο37, ε185 «Στυγὸς ὕδωρ, ὅστε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι»). Εἰς τὴν Ὀδύσσειαν (ι513-514) ὁ ποιητὴς κάμνει λόγον καὶ περὶ τοῦ ποταμοῦ Πυριφλεγέθοντος, ὁ ὁποῖος ὁμοῦ μετὰ τοῦ Κωκυτοῦ εἰσβάλλουν εἰς τὸν Ἀχέροντα.

Ὁ Ἡσίοδος (Θεογονία, 361) θεωρεῖ τὴν Στύγα μίαν ἐκ τῶν νυμφῶν, θυγατέρα τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, περὶ τῆς ὁποίας γράφει ὅτι εἶναι «προφερεστάτη ἁπασῶν», δηλ., ἡ πλέον ἀξιομνημόνευτος ἁπασῶν τῶν ἄλλων. Ἀναφέρει αὐτὴν τελευταίαν εἰς τὸν κατάλογον τῶν νυμφῶν, παρόλον ποὺ εἰς ἄλλους στίχους (775-777) τὴν θεωρεῖ θεὰν καὶ πρεσβυτέραν εἰς τὴν ἡλικίαν “θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο πρεσβυτάτη” καὶ τὴν θέλει νὰ κατοικῇ εἰς τὸν Ἅιδην. Ἡ Στὺξ κατὰ τὸν αὐτὸν συγγραφέα (Θεογονία, 383-384) ἐγέννησε μὲ τὸν Πάλλαντα (τὸν πατέρα τῆς Σελήνης) τὸν Ζῆλον (προσωποποίησιν τῆς προθυμίας καὶ τῆς φιλοπονίας) καὶ τὴν Νίκην (προσωποποίησιν τῆς νίκης εἰς μάχας καὶ ἀγῶνας).

Γ. ΣΧΟΛΙΑ:Ὁ σχολιαστὴς Κούρτιος θεωρεῖ ὅτι ὁ μῦθος ἐδημιουργήθη ἐξ αἰτἰας τοῦ ὁμωνύμου ποταμοῦ τῆς Ἀρκαδίας, ὁ ὁποῖος ῥέει ἐξ ἑνὸς ὄρους πλησίον τῆς ἀρχαίας πόλεως Νωνάκριδος, διαιρεῖται εἰς δύο βραχίονας, ἐντὸς ἀπὸ ὀρθίας μελαίνης πέτρας κατακρημνίζεται ὡς καταρράκτης καὶ κατόπιν οἱ δύο βραχίονες γίνονται εἷς καὶ εἰσβάλλει εἰς τὸν Κρᾶθιν, μὲ τὸ σημερινὸν ὄνομα «Μαυρονέρια». Τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ ἐθεωρεῖτο ὑπὸ τῶν ἀρχαίων θανατηφόρον, ὅπως ὁ Ἡρόδοτος μαρτυρεῖ (6, 74) «ἐξορκοῦν τὸ Στυγὸς ὕδωρ».
Κατὰ τὸν Ἰ. Πανταζίδη ὁ βοτανολόγος Θεόδωρος Ὀρφανίδης εἶχεν ἐπισκεφθῇ πολλάκις τὸ ὕδωρ τῆς Στυγός καὶ ἔλεγεν ὅτι ἦτο ἐπικίνδυνον πρᾶγμα, ὄχι ἡ πόσις τοῦ ψυχροῦ πράγματι ὕδατος ὑπὸ ἑνὸς ὑγιοῦς ἀτόμου ἀλλὰ ἡ προσπέλασις αὐτοῦ, διότι οἱ πέριξ τόποι εἶναι ἀπρόσιτοι καὶ ἄβατοι. Προσθέτει καὶ τὴν ἑξῆς μαρτυρίαν: Τὸ ὕδωρ τῆς Στυγὸς δὲν εἰσβάλλει εἰς τὸν Κρᾶθιν, ἀλλὰ καταβυθίζεται εἰς καταβόθραν καὶ χύνεται κατά τινα τρόπον εἰς τὸν Ἄιδην.
Ἴσως διὰ τὸ ἀπρόσιτον καὶ φοβερὸν τοπίον ἐμυθολογήθη ὅτι εἶναι ποταμὸς τοῦ Ἄιδου. Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν ἦτο μοναδικὸς ποταμὸς ῥέων κατὰ τοιοῦτον τρόπον ἀπὸ τοιούτου ἐδάφους, διότι καὶ εἰς ἄλλα μέρη ὑπάρχουν τοιοῦτοι ποταμοὶ χυνόμεοι εἰς καταβόθρας ἢ εἰς ἀφανεῖς καταρράκτας καὶ χάνονται εἰς ὑπογείους λίμνας, ἢ καὶ πάλιν ἀναφαίνονται ῥέοντες εἰς ὁμαλὰς ὄχθας.
Ἐμυθολογήθη ὅτι ἡ Θέτις ἐνεβάπτισε τὸν Ἀχιλλέα εἰς τὰ ὕδατα τῆς Στυγὸς κρατοῦσα αὐτὸν ἀπὸ τῆς πτέρνης, προκειμένου νὰ τὸν καταστήσῃ ἀθάνατον. Οὐδεμία ἑλληνικὴ πηγὴ μνημονεύει τοιοῦτόν τι. Αὐτὸς ὁ μῦθος ἐπενοήθη μεταγενέστερον ὑπὸ τοῦ Ῥωμαίου Π. Π. Στατίου (PubliusPapiniusStatius), ποιητοῦ τοῦ 1ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, διεδόθη ταχύτατα καὶ διεσώθη μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν. Τὸ ὅτι ἡ πτέρνα ἦτο τὸν τρωτὸν σημεῖον τοῦ ἥρωος, ἐπειδὴ δὲν ἐνεβαπτίσθη εἰς τὸ ὕδωρ, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ λοιπὸν σῶμα ἦτο ἀθάνατον. Ὁ Ὅμηρος δὲν ἀναφέρει τὸν ἥρωα ὡς ἀθάνατον, ἀπεναντίας εἰς πολλὰ σημεῖα τῆς Ἰλιάδος προλέγει τὸν θάνατον αὐτοῦ.
Ἡ ἀλήθεια ὅτι ἦτο ἄτρωτος ἀλλὰ ὄχι ἀθάνατος ἀναζητεῖται καὶ ἀνευρίσκεται ἀλλαχοῦ: Ὁ ὁπλισμὸς τοῦ ἥρωος, τόσον ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἐδώρισε ὁ πατὴρ καὶ ἔφερε εἰς τὴν Τροίαν, ὅσον καὶ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο κατεσκεύασε ὁ Ἥφαιστος κατὰ παραγγελίαν τῆς μητρός, ἦτο ὁ ἀρτιώτερος καὶ τελειότερος πάντων τῶν πολεμιστῶν καὶ δὴ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐμάχοντο ἀπὸ τοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ ἅρματος, ὅπως ὁ Ἀχιλλεύς.
Ἡ περικεφαλαία μὲ τὸ ἐπίκρανον, μὲ τὸν φαλὸν καὶ τὰ φάλαρα, ὁ θώραξ μὲ τὸ ζῶμα καὶ τὸν ζωστῆρα, ἡ μίτρα, τὰ προστατευτικὰ τῶν γονάτων, ἡ κνημὶς μὲ τὰ ἐπισφύρια καὶ ἡ ἰδιαιτέρως μεγάλη ἀσπίδα (ὁ σάκος) ἦσαν τόσον καλῶς σχεδιασμένα καὶ συνηρμοσμένα, ὥστε νὰ καλύπτουν πᾶν μέρος τοῦ σώματος. Οὕτως ὁ Ἀχιλλεὺς ἐφαίνετο καὶ ἦταν κατάφρακτος, ὥστε νὰ μὴ δύναται τὸ ἐχθρικὸν βέλος νὰ ἐπιτύχῃ γυμνὸν σημεῖο τοῦ σώματος.
Ὅμως, τὸ πλέον τρωτὸν σημεῖον μιᾶς τοιαύτης πανοπλίας εἶναι ἡ ἀδυναμία τῆς πλήρους καλύψεως καὶ προστασίας τῆς πτέρνης, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐνέπνεε οὐδεμίαν ἀνησυχίαν καὶ κίνδυνον εἰς τὸν πολεμιστήν, διότι οἱ τοξόται ἐστόχευον εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος. Ἦτο δύσκολον καὶ μᾶλλον ἀδύνατον νὰ τοξεύσῃ τις ἐπιτυχῶς τὴν πτέρναν μαχητοῦ εὑρισκομένου ἐπὶ τοῦ ἅρματος.
Οἱ Τρῶες ἔμαθον περὶ τῆς τελείας καὶ ἀψόγου πανοπλίας εἰς τὸ τελευταῖον ἔτος τοῦ πολέμου, ὅτε ὁ Ἕκτωρ ἐφόνευσε τὸν Πάτροκλον καὶ ἐσκύλευσε τὰ ὅπλα αὐτοῦ. Φαίνεται ὅτι ἐμελέτησαν τὸν ὁπλισμὸν τοῦ Ἀχιλλέως καὶ κατέληξαν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ μόνον τρωτὸν σημεῖον ἦταν ἡ πτέρνα, ἢ μᾶλλον καὶ αἱ δύο πτέρναι, διότι δὲν γίνεται ἀναφορὰ εἰς συγκεκριμένην. Εἷς τοξότης, ὁ Πάρις, ἀπὸ τοῦ τείχους ἐστόχευσεν ἐπιτυχῶς τὴν μίαν πτέρναν τοῦ Ἀχιλλέως, ὅτε αὐτὸς πεζὸς κατεδίωκε τοὺς Τρῶας εἰς τὰς Σκαιὰς Πύλας. Ἡ εὐστοχία ἦτο ἀπόλυτος καὶ ἀπεδόθη εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, διότι μόνον θεὸς θὰ ἠδύνατο νὰ τρώσῃ ἢ νὰ κατευθύνῃ τὸ βέλος τοῦ Πάριδος εἰς τὸ πλέον ἀδύνατον λόγῳ μὴ πλήρους καλύψεως σημεῖον, τὴν πτέρναν.
Κατὰ μίαν παραλλαγὴν ὁ Ἀχιλλεὺς ἐβλήθη ὑπὸ τοῦ Πάριδος ἐντὸς τοῦ ναοῦ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος, διὰ συνεργείας τοῦ θεοῦ. Σώζεται μάλιστα ἀγγειογραφία, εἰς τὴν ὁποίαν παρίσταται ὁ ἥρως νὰ πλησιάζῃ τὸν ναὸν μετὰ πάσης προφυλάξεως.




Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Ένας Παλαιολόγος... θαμμένος στην Αγγλία! (ΦΩΤΟ)

Ένας Παλαιολόγος... θαμμένος στην Αγγλία! (ΦΩΤΟ)
Βρέθηκε ο τάφος απογόνου του τελευταίου Παλαιολόγου μέσα σε αγγλικανικό ναό στην Κορνουάλη
Σε μια γωνιά ενός ναού απολαμβάνει τον αιώνιο ύπνο του ένας απόγονος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Ο λόγος για τον Θεόδωρο Παλαιολόγο, ανηψιό του τελευταίου αυτοκράτορα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου.
Ήταν ο γιος του Θωμά Παλαιολόγου, αδελφού του αυτοκράτορα, ο οποίος ακολούθησε το δρόμο του προγόνου του, του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου στη Γηραιά Αλβιώνα.
Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος διέφυγε από τον Μυστρά κι εγκαταστάθηκε στην Αγγλία όπου έζησε ως το 1636, οπότε και απεβίωσε σε βαθύ γήρας. Τάφηκε στον μεσαιωνικό ναό του αγίου Λεονάρδου, στην περιοχή Λάνταλφ της νοτιοανατολικής Κορνουάλης.
Όπως μας ενημερώνει το anastasiosds.blogspot.gr, ο τάφος βρίσκεται σήμερα δυστυχώς χαμένος κάτω από το δάπεδο του Ναού, αλλά μια μπρούτζινη αναμνηστική πλάκα ενημερώνει τους προσκυνητές για το σχετικό ιστορικό. Πάντως οι τοπικοί εκκλησιαστικοί παράγοντες εκεί, έχουν γνώση και συνείδηση της μεγάλης σημασίας που έχει για εμάς τους Έλληνες το σημείο εκείνο, κι έτσι αντιμετωπίζουν με σεβασμό και ευγένεια την συγκίνηση που μας δημιουργεί η επίσκεψή μας στο Ναό αυτό.
Γιατί στην Αγγλία
Όπως προαναφέραμε, οι σχέσεις της Ανατολικής Αυτοκρατορίας με τη Μεγάλη Βρεταννία έφθασαν στο απόγειό τους όταν ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος έφτασε στην αυλή του Ερρίκου του Δ' τον Δεκέμβριο του 1400. Ο αυτοκράτορας έτυχε πολύ θερμής υποδοχής στο πλαίσιο διεθνούς περιοδείας του για να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό κίνδυνο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ντόναλντ Νίκολ, ο Παλαιολόγος προσέλκυσε την προσοχή της αριστοκρατίας του Λονδίνου και το θαυμασμό των διανοουμένων. Στην ιστορία έχουν μείνει τα Χριστούγεννα του 1400 στην Αγγλία όταν «ο ηγέτης των Ρωμιών δίδαξε ότι η αλήθεια της ορθοδοξίας είναι η πίστη στην αγάπη, θυμίζοντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες δίδαξαν πως "παν μέτρον άριστον" για να έρθει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να συμπληρώσει ότι "παν μέτρον άριστον ο άνθρωπος" δίνοντας την πρώτη αναλαμπή της Αναγέννησης», όπως είπε σε μια ιστορική ομιλία του ο Σερ Στήβεν Ράνσιμαν, ο διασημότερος βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα.
Δυστυχώς όμως δεν εξασφάλισε υλική βοήθεια ούτε από τόν Αγγλο βασιλιά ούτε από τούς ηγέτες της Καστίλης, της Πορτογαλίας και της Αραγωνίας που συνάντησε αργότερα στο Παρίσι, όταν επέστρεψε τον Φεβρουάριο του 1401.
Με θλίψη ο Μανουήλ Β’ διαμήνυσε τότε στον ανιψιό του Ιωάννη Ζ' -που είχε χρέη αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη- ότι θά επέστρεφε σύντομα μόνος του χωρίς την πολυπόθητη βοήθεια από τούς Φράγκους.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - Σοφία- Μουσικότητα και Ακριβολογία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - Σοφία- Μουσικότητα και Ακριβολογία
Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις… είναι από την Ελληνική γλώσσα (βιβλίο Γκίνες)
Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ? αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς)
Η Ελληνική και η Κινέζικη… είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....
στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από την μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).
Tο πρώτο μεγάλο πλήγμα που δέχθηκε η Ελληνική γλώσσα ήταν η μεταρρύθμιση του 1976 με την κατάργηση των αρχαίων Ελληνικών και η δια νόμου καθιέρωση της Δημοτικής και του μονοτονικού, που σήμερα κατάντησε ατονικό.
Έτερο μεγάλο πλήγμα είναι ότι η …οικογένεια, ο δάσκαλος και ο ιερέας αντικαταστάθηκαν απ? την τηλεόραση, που ασκεί ολέθρια επίδραση όχι μόνο στην γλώσσα, αλλά και στον χαρακτήρα και στο ήθος.
(Αντώνης Κουνάδης, ακαδημαϊκός)
Το CNN σε συνεργασία με την εταιρεία υπολογιστών apple ετοίμασαν ένα εύκολο πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών προς τους αγγλόφωνους και ισπανόφωνους των ΗΠΑ. Το σκεπτικό αυτής της πρωτοβουλίας ήταν ότι η ελληνική εντείνει το ορθολογικό πνεύμα, ξύνει το επιχειρηματικό πνεύμα και προτρέπει τους πολίτες προς την δημιουργικότητα.
Μετρώντας τις διαφορετικές λέξεις που έχει η κάθε γλώσσα βλέπουμε ότι όλες έχουν από αρκετές χιλιάδες, άρα είναι αδύνατο να υπάρξει γραφή που να έχει τόσα γράμματα όσες και οι λέξεις μιας γλώσσας, γιατί κανένας δε θα θυμόταν τόσα πολλά σύμβολα.
Το ίδιο ισχύει και με τις διαφορετικές συλλαβές των λέξεων (π.χ. τις: α, αβ, βα, βρα, βε, ου. ) που έχει η κάθε γλώσσα.
Μετρώντας επίσης τους διαφορετικούς φθόγγους των λέξεων (τους: α, β, γ.) που έχει η κάθε γλώσσα βλέπουμε ότι αυτοί είναι σχετικά λίγοι, είναι μόλις 20, δηλαδή οι εξής: α, ε, ο, ου, ι, κ, γ, χ, τ, δ, θ, π, β, φ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ , όμως, αν καταγράφουμε τις λέξεις μόνο ως έχουν φθογγικά, δε διακρίνονται οι ομόηχες, π.χ.: «τίχι» = τείχη, τοίχοι, τύχη, τύχει, «καλί» = καλοί & καλή & καλεί.
Επομένως, δεν είναι δυνατό να υπάρξει γραφή που να έχει τόσα γράμματα όσοι και οι διαφορετικοί φθόγγοι των λέξεων.
Προ αυτού του προβλήματος οι άνθρωποι κατάφυγαν σε διάφορα τεχνάσματα, για να επιτύχουν την καταγραφή του προφορικού λόγου, κυριότερα των οποίων είναι το αιγυπτιακό (απ? όπου κατάγονται οι σημιτικές και πολλές άλλες γραφές) και το ελληνικό (απ? όπου κατάγονται οι ευρωπαϊκές γραφές).
Το τέχνασμα που επινόησαν οι αρχαίοι Έλληνες προκειμένου να καταφέρουν να καταγράφουν φωνητικά τις λέξεις, ήταν η χρησιμοποίηση από τη μια τόσων γραμμάτων όσοι και οι φθόγγοι των λέξεων, φωνηέντων και συμφώνων, δηλαδή των γραμμάτων: Α(α), Β(β), Γ(γ). και από την άλλη κάποιων ομόφωνων γραμμάτων, δηλαδή των: Ω(ο) & Ο(ο), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι) με τα οποία, βάσει κανόνων, αφενός υποδείχνεται η ετυμολογία (= το μέρος λόγου ή ο τύπος κ.τ.λ.), άρα το ακριβές νόημα των λέξεων και αφετέρου διακρίνονται οι ομόηχες λέξεις, πρβ π.χ.: τύχη & τείχη & τύχει & τοίχοι, λίπη & λείπει & λύπη.
Παράβαλε π.χ. ότι στην ελληνική γραφή έχει κανονιστεί να γράφουμε το τελευταίο φωνήεν των ρημάτων με τα γράμματα – ω, ει και των πτωτικών με τα – ο,ι,η, ώστε να διακρίνονται οι ομόηχοι τύποι: καλώ & καλό, καλεί & καλή, σύκο & σήκω, φιλί & φυλή, φιλώ & φύλο.
Παράβαλε ομοίως ότι στην ελληνική γραφή έχει κανονιστεί να γράφουμε τα κύρια ονόματα με κεφαλαίο γράμμα και τα κοινά με μικρό, για διάκριση των ομόφωνων λέξεων: νίκη & Νίκη, αγαθή & Αγαθή.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Τα Ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που ομιλείται και γράφεται συνεχώς επί 4.000 τουλάχιστον συναπτά έτη, καθώς ο Arthur Evans διέκρινε τρεις φάσεις στην ιστορία της Μηνωικής γραφής, εκ των οποίων η πρώτη από το 2000 π.Χ. ώς το 1650 π.Χ.
Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει και να πει ότι τα Αρχαία και τα Νέα Ελληνικά είναι διαφορετικές γλώσσες, αλλά κάτι τέτοιο φυσικά και είναι τελείως αναληθές.
Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης είπε «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο. Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα Αρχαία».
Ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Αδαμάντιος Κοραής είχε πει: «Όποιος χωρίς την γνώση της Αρχαίας επιχειρεί να μελετήσει και να ερμηνεύσει την Νέαν, ή απατάται ή απατά».
Παρ’ ότι πέρασαν χιλιάδες χρόνια, όλες οι Ομηρικές λέξεις έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Μπορεί να μην διατηρήθηκαν ατόφιες, άλλα έχουν μείνει στην γλώσσα μας μέσω των παραγώγων τους.
Μπορεί να λέμε νερό αντί για ύδωρ αλλά λέμε υδροφόρα, υδραγωγείο και αφυδάτωση. Μπορεί να μην χρησιμοποιούμε το ρήμα δέρκομαι (βλέπω) αλλά χρησιμοποιούμε την λέξη οξυδερκής. Μπορεί να μην χρησιμοποιούμε την λέξη αυδή (φωνή) αλλά παρ’ όλα αυτά λέμε άναυδος και απηύδησα.
Επίσης, σήμερα δεν λέμε λωπούς τα ρούχα, αλλά λέμε την λέξη «λωποδύτης» που σημαίνει «αυτός που βυθίζει (δύει) το χέρι του μέσα στο ρούχο σου (λωπή) για να σε κλέψει».
Η Γραμμική Β’ είναι και αυτή καθαρά Ελληνική, γνήσιος πρόγονος της Αρχαίας Ελληνικής. Άγγλος αρχιτέκτονας Μάικλ Βέντρις, αποκρυπτογράφησε βάση κάποιων ευρημάτων την γραφή αυτή και απέδειξε την Ελληνικότητά της. Μέχρι τότε φυσικά όλοι αγνοούσαν πεισματικά έστω και το ενδεχόμενο να ήταν Ελληνική…
Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία καθώς πάει τα Ελληνικά αρκετούς αιώνες ακόμα πιο πίσω στα βάθη της ιστορίας. Αυτή η γραφή σίγουρα ξενίζει, καθώς τα σύμβολα που χρησιμοποιεί είναι πολύ διαφορετικά από το σημερινό Αλφάβητο.
Παρ’ όλα αυτά, η προφορά είναι παραπλήσια, ακόμα και με τα Νέα Ελληνικά. Για παράδειγμα η λέξη «TOKOSOTA» σημαίνει «Τοξότα» (κλητική). Είναι γνωστό ότι «κ» και σ» στα Ελληνικά μας κάνει «ξ» και με μια απλή επιμεριστική ιδιότητα όπως κάνουμε και στα μαθηματικά βλέπουμε ότι η λέξη αυτή εδώ και τόσες χιλιετίες δεν άλλαξε καθόλου.
Ακόμα πιο κοντά στην Νεοελληνική, ο «άνεμος», που στην Γραμμική Β’ γράφεται «ANEMO», καθώς και «ράπτης», «έρημος» και «τέμενος» που είναι αντίστοιχα στην Γραμμική Β’ «RAPTE», «EREMO», «TEMENO», και πολλά άλλα παραδείγματα.
Υπολογίζοντας όμως έστω και με τις συμβατικές χρονολογίες, οι οποίες τοποθετούν τον Όμηρο γύρω στο 1.000 π.Χ., έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε: Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε η γλώσσα μας από την εποχή που οι άνθρωποι των σπηλαίων του Ελληνικού χώρου την πρωτοάρθρωσαν με μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι να φτάσει στην εκπληκτική τελειότητα της Ομηρικής επικής διαλέκτου, με λέξεις όπως «ροδοδάκτυλος», λευκώλενος», «ωκύμορος», κτλ;
Ο Πλούταρχος στο «Περί Σωκράτους δαιμονίου» μας πληροφορεί ότι ο Αγησίλαος ανακάλυψε στην Αλίαρτο τον τάφο της Αλκμήνης, της μητέρας του Ηρακλέους, ο οποίος τάφος είχε ως αφιέρωμα «πίνακα χαλκούν έχοντα γράμματα πολλά θαυμαστά, παμπάλαια…» Φανταστείτε περί πόσο παλαιάς γραφής πρόκειται, αφού οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες την χαρακτηρίζουν «αρχαία»…
Φυσικά, δεν γίνεται ξαφνικά, «από το πουθενά» να εμφανιστεί ένας Όμηρος και να γράψει δύο λογοτεχνικά αριστουργήματα, είναι προφανές ότι από πολύ πιο πριν πρέπει να υπήρχε γλώσσα (και γραφή) υψηλού επιπέδου. Πράγματι, από την αρχαία Ελληνική Γραμματεία γνωρίζουμε ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ο πρώτος, αλλά ο τελευταίος και διασημότερος μιας μεγάλης σειράς επικών ποιητών, των οποίων τα ονόματα έχουν διασωθεί (Κρεώφυλος, Πρόδικος, Αρκτίνος, Αντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθώς και τα ονόματα των έργων τους (Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αιθιοπίς, Επίγονοι, Οιδιπόδεια, Θήβαις…) δεν έχουν όμως διασωθεί τα ίδια τα έργα τους.
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΕΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Η δύναμη της Ελληνικής γλώσσας βρίσκεται στην ικανότητά της να πλάθεται όχι μόνο προθεματικά ή καταληκτικά, αλλά διαφοροποιώντας σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και την ρίζα της λέξης (π.χ. «τρέχω» και «τροχός» παρ’ ότι είναι από την ίδια οικογένεια αποκλίνουν ελαφρώς στην ρίζα).
Η Ελληνική γλώσσα είναι ειδική στο να δημιουργεί σύνθετες λέξεις με απίστευτων δυνατοτήτων χρήσεις, πολλαπλασιάζοντας το λεξιλόγιο.
Το διεθνές λεξικό Webster’s (Webster’s New International Dictionary) αναφέρει: «Η Λατινική και η Ελληνική, ιδίως η Ελληνική, αποτελούν ανεξάντλητη πηγή υλικών για την δημιουργία επιστημονικών όρων», ενώ οι Γάλλοι λεξικογράφοι Jean Bouffartigue και Anne-Marie Delrieu τονίζουν: «Η επιστήμη βρίσκει ασταμάτητα νέα αντικείμενα ή έννοιες. Πρέπει να τα ονομάσει. Ο θησαυρός των Ελληνικών ριζών βρίσκεται μπροστά της, αρκεί να αντλήσει από εκεί. Θα ήταν πολύ περίεργο να μην βρει αυτές που χρειάζεται».
Ο Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ, έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο της Ελληνικής, είχε δηλώσει σχετικώς: «Η Ελληνική γλώσσα έχει το χαρακτηριστικό να προσφέρεται θαυμάσια για την έκφραση όλων των ιεραρχιών με μια απλή εναλλαγή του πρώτου συνθετικού. Αρκεί κανείς να βάλει ένα παν – πρώτο – αρχί- υπέρ- ή μια οποιαδήποτε άλλη πρόθεση μπροστά σε ένα θέμα. Κι αν συνδυάσει κανείς μεταξύ τους αυτά τα προθέματα, παίρνει μια ατελείωτη ποικιλία διαβαθμίσεων. Τα προθέματα εγκλείονται τα μεν στα δε σαν μια σημασιολογική κλίμακα, η οποία ορθώνεται προς τον ουρανό των λέξεων».
Στην Ιλιάδα του Ομήρου η Θέτις θρηνεί για ότι θα πάθει ο υιός της σκοτώνοντας τον Έκτωρα «διό και δυσαριστοτοκείαν αυτήν ονομάζει». Η λέξη αυτή από μόνη της είναι ένα μοιρολόι, δυς + άριστος + τίκτω (=γεννώ) και σημαίνει όπως αναλύει το Ετυμολογικόν το Μέγα «που για κακό γέννησα τον άριστο».
Προ ολίγων ετών κυκλοφόρησε στην Ελβετία το λεξικό ανύπαρκτων λέξεων (Dictionnaire Des Mots Inexistants) όπου προτείνεται να αντικατασταθούν Γαλλικές περιφράσεις με μονολεκτικούς όρους από τα Ελληνικά. Π.χ. androprere, biopaleste, dysparegorete, ecogeniarche, elpidophore, glossoctonie, philomatheem tachymathie, theopempte κλπ. περίπου 2.000 λήμματα με προοπτική περαιτέρω εμπλουτισμού.
Η ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ
Είναι προφανές ότι τουλάχιστον όσον αφορά την ακριβολογία, γλώσσες όπως τα Ελληνικά υπερτερούν σαφώς σε σχέση με γλώσσες σαν τα Αγγλικά.
Είναι λογικό άλλωστε αν κάτσει να το σκεφτεί κανείς, ότι μπορεί πολύ πιο εύκολα να καθιερωθεί μια γλώσσα διεθνής όταν είναι πιο εύκολη στην εκμάθηση, από τη άλλη όμως μια τέτοια γλώσσα εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι τόσο ποιοτική.
Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η Αγγλική γλώσσα δεν μπορεί να είναι λακωνική όπως είναι η Ελληνική, καθώς για να μην είναι διφορούμενο το νόημα της εκάστοτε φράσης, πρέπει να χρησιμοποιηθούν επιπλέον λέξεις. Για παράδειγμα η λέξη «drink» ως αυτοτελής φράση δεν υφίσταται στα Αγγλικά, καθώς μπορεί να σημαίνει «ποτό», «πίνω», «πιές» κτλ. Αντιθέτως στα Ελληνικά η φράση «πιες» βγάζει νόημα, χωρίς να χρειάζεται να βασιστείς στα συμφραζόμενα για να καταλάβεις το νόημά της.
Παρένθεση: Να θυμίσουμε εδώ ότι στα Αρχαία Ελληνικά εκτός από Ενικός και Πληθυντικός αριθμός, υπήρχε και Δυϊκός αριθμός. Υπάρχει στα Ελληνικά και η Δοτική πτώση εκτός από τις υπόλοιπες 4 πτώσεις ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλιτική.
Η Δοτική χρησιμοποιείται συνεχώς στον καθημερινό μας λόγο (π.χ. Βάσει των μετρήσεων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι…) και είναι πραγματικά άξιον λόγου το γιατί εκδιώχθηκε βίαια από την νεοελληνική γλώσσα.
Ακόμα παλαιότερα, εκτός από την εξορισμένη αλλά ζωντανή Δοτική υπήρχαν και άλλες τρεις επιπλέον πτώσεις οι οποίες όμως χάθηκαν.
Το ίδιο πρόβλημα, σε πολύ πιο έντονο φυσικά βαθμό, έχει και η Κινεζική γλώσσα. Όπως μας λέει και ο Κρητικός δημοσιογράφος Α. Κρασανάκης: «Επειδή οι απλές λέξεις είναι λίγες, έχουν αποκτήσει πάρα πολλές έννοιες, για να καλύψουν τις ανάγκες της έκφρασης, π.χ.: «σι» = γνωρίζω, είμαι, ισχύς, κόσμος, όρκος, αφήνω, θέτω, αγαπώ, βλέπω, φροντίζω, περπατώ, σπίτι κ.τ.λ., «πα» = μπαλέτο, οκτώ, κλέφτης, κλέβω… «πάϊ» = άσπρο, εκατό, εκατοστό, χάνω…»
Ίσως να υπάρχει ελαφρά διαφορά στον τονισμό, αλλά ακόμα και να υπάρχει, πώς είναι δυνατόν να καταστήσεις ένα σημαντικό κείμενο (π.χ. συμβόλαιο) ξεκάθαρο;
Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ
Στην Ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν υπάρχουν συνώνυμα, καθώς όλες οι λέξεις έχουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους.
Για παράδειγμα, η λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιείται γι’ αυτόν που βυθίζει το χέρι του στο ρούχο μας και μας κλέβει, κρυφά δηλαδή, ενώ ο «ληστής» είναι αυτός που μας κλέβει φανερά, μπροστά στα μάτια μας. Επίσης το «άγειν» και το «φέρειν» έχουν την ίδια έννοια. Όμως το πρώτο χρησιμοποιείται για έμψυχα όντα, ενώ το δεύτερο για τα άψυχα.
Στα Ελληνικά έχουμε τις λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» και «φύρω» που όλες έχουν το νόημα του «ανακατεύω». Όταν ανακατεύουμε δύο στερεά ή δύο υγρά μεταξύ τους αλλά χωρίς να συνεπάγεται νέα ένωση (π.χ. λάδι με νερό), τότε χρησιμοποιούμε την λέξη «μειγνύω» ενώ όταν ανακατεύουμε υγρό με στερεό τότε λέμε «φύρω». Εξ ού και η λέξη «αιμόφυρτος» που όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει.
Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες πληγωνόντουσαν στην μάχη, έτρεχε τότε το αίμα και ανακατευόταν με την σκόνη και το χώμα.
Το κεράννυμι σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και φτιάχνω ένα νέο, όπως για παράδειγμα ο οίνος και το νερό. Εξ’ ού και ο «άκρατος» (δηλαδή καθαρός) οίνος που λέγαν οι Αρχαίοι όταν δεν ήταν ανακατεμένος (κεκραμμένος) με νερό.
Τέλος η λέξη «παντρεμένος» έχει διαφορετικό νόημα από την λέξη «νυμφευμένος», διαφορά που περιγράφουν οι ίδιες οι λέξεις για όποιον τους δώσει λίγη σημασία.
Η λέξη παντρεμένος προέρχεται από το ρήμα υπανδρεύομαι και σημαίνει τίθεμαι υπό την εξουσία του ανδρός ενώ ο άνδρας νυμφεύεται, δηλαδή παίρνει νύφη.
Γνωρίζοντας τέτοιου είδους λεπτές εννοιολογικές διαφορές, είναι πραγματικά πολύ αστεία μερικά από τα πράγματα που ακούμε στην καθημερινή – συχνά λαθεμένη – ομιλία (π.χ. «ο Χ παντρεύτηκε»).
Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.
ΓΛΩΣΣΑ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.
Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.
Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί).
Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.
Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης.
Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.
Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιον φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.
Η ΣΟΦΙΑ
Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». [7] Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή +έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.
Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.
Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας.
Και φυσικά όταν θέλουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».
Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του.
Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.
Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά [9].
Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε.
Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.
Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο.
Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.
«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.
Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».
Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα: «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».
Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.
Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.
«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».
Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.
Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της.
Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».




Θεογονία: Η Κοσμογονία του Ησίοδου



Θεογονία: Η Κοσμογονία του Ησίοδου

Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους.

Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία την Ήρα τη σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη, την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων.

Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι, καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την αλήθεια».

Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τόδωσαν σκήπτρο.

Και μου ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και με πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές.

Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι Τόσο σημαντικά; Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους ύμνους τους τη μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία πάνω στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’ το γλυκό τους στόμα τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται.

Και χαίρονται τα δώματα του πατέρα Δία του βροντερού, όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών.

Κι αντιλαλεί ο χιονισμένος Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που η Γη κι ο μεγάλος Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας.

Κατόπιν οι θεές αρχίζουν και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και αν- θρώπων, για την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του.

Μετά υμνώντας το γένος των ανθρώπων και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου.

Τις γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν τις έγνοιες.

Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους ο σοφός Δίας ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά απ’ τους αθάνατους.

Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και τα φεγγάρια μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια ψυχικά χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους, ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.

Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα κατοικούν οι Χάριτες κι ο Ίμερος, μέσα στη χαρά.

Κι εκτοξεύοντας απ’ το στόμα τους φωνή μαγευτική, τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν, εκτοξεύοντας τη μαγευτική φωνή τους.

Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και χαιρόντουσαν την όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο τραγούδι, και τριγύρω αντιλαλούσε απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς τραβούσαν για τον πατέρα τους που βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός μονάχος του κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα του τον Κρόνο και που με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε αξιώματα.

Αυτά λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνοια, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες.
Αυτή που συναναστρέφεται με βασιλιάδες.

Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας τον τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά του στάζουν στη γλώσσα και βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά.

Κι όλος ο λαός έχει τα μάτια επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες αποφάσεις και καθώς αγορεύει με λόγια σίγουρα, σταματά αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά.
Διότι έτσι πρέπει να είναι οι σώφρονες βασιλιάδες.

Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν στις συνεδριάσεις και να τους πείθουν με λόγια απαλά.
Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο ύφος του και λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους.

Κι αυτό είναι το ιερό δώρο των Μουσών στους ανθρώπους.
Διότι χάρη στις Μούσες και τον Απόλλωνα που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαριστές και χάρη στον Δία βασιλιάδες.
Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι Μούσες είναι ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή απ’ το στόμα του.
Γιατί αν κάποιος έχει πένθος και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνε- ται απ’ τους στεναγμούς, όταν όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων και τους μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και δεν θυμάται καμμιά έγνοια.

Έτσι γρήγορα τις σκορπούν (τις έγνοιες) τα δώρα των θεαινών.

Χαίρετε τέκνα του Δία και δώστε το μαγευτικό τραγούδι.
Δοξάστε την ιερή γενιά των αιώνιων αθανάτων που γεννήθηκαν απ’ τη Γη και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό και τη Νύχτα τη σκοτεινή, κι αυτούς που έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός.
Και πείτε πως πρώτα γεννήθηκαν οι θεοί κι η Γη κι οι ποταμοί και ο απέραντος Πόντος με τα μανιασμένα κύματα και τ’ αστέρια τα λαμπρά, κι ο Ουρανός ψηλά ο πλατύς κι αυτούς που γεννήθηκαν απ’ τους θεούς, τους δωρητές των αγαθών, και πως μοιράστηκαν τα πλούτη και χώρισαν τ’ αξιώματα και πως ακόμη κατάκτησαν τον Όλυμπο με τις πολλές χαράδρες.

Αυτά να μου αφηγηθείτε Μούσες που έχετε τ’ ανάκτορα του Ολύμπου, απ’ την αρχή και λέγοντας μου ποιό έγινε πρώτα απ’ αυτά.

Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους.

Μετά ο Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου.

Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα.
Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.
Η Γη πρώτα γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού και να είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς.
Και γέννησε τα ψηλά Όρη, χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, των θεαινών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά.
Κι αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, με τα μανιασμένα κύματα, χωρίς ερωτικό σμίξιμο.
Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα.

Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο δόλιος Κρόνος, ο φοβερώτερος απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του.
Και γέννησε μετά τους Κύκλωπες με την ατρόμητη καρδιά, τον Βρόντη, τον Στερόπη και τον ορμητικό Άργη, οι οποίοι έδωσαν στον Δία τη βροντή και έφτειαξαν τον κεραυνό.
Κι ήσαν όμοιοι σ’όλα με τους θεούς, μόνο που είχαν ένα μάτι στη μέση του μετώπου τους.
Κι ήταν γνωστοί με τ’ όνομα Κύκλωπες γιατ’ είχαν στο μέτωπό τους το στρογγυλό μάτι.
Ήταν ισχυροί κι ορμητικοί και επινοητικοί στα έργα που έκαναν και τους είχαν μεγαλώσει και μάθει να μιλούν οι θεοί.
Μετά γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, άλλοι τρεις γυοί μεγάλοι και φοβεροί –καλύτερα μη τους βάζεις στο στόμα σου-, ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης παιδιά υπερήφανα.
Απ’ τους ώμους τους σάλευαν εκατό χέρια που δεν μπορούσες να τα ζυγώσεις και για τον καθένα πενήντα κεφάλια φύτρωναν απ΄τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Κι είχαν ισχύ ακατανίκητη και φοβερή όσο το ανάστημά τους. Τους φοβερώτερους γυιούς, απ’ όσους γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, τους εχθρευόταν απ’ την αρχή ο πατέρας τους και μόλις γεννιόταν ο καθένας τον έκρυβε στα έγκατα της Γης και δεν τους άφηνε ν’ ανέβουν στο φως.
Και χαιρόταν με το κακό του έργο ο Ουρανός.

Αλλά η πελώρια Γη βαρυγγομούσε από μέσα της και σκέφτηκε ένα δόλιο και κακό τέχνασμα.
Αμέσως γέννησε το γκρίζο ατσάλι κι έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι κι εξήγησε στους αγαπημένους της γυιούς τι να κάνουν.
Και δίνοντας τους θάρρος και με πόνο στην καρδιά τους είπε: «Παιδιά δικά μου που έχετε πατέρα κακούργο, αν θέλετε να μ’ακούσετε, μπο- ρούμε να τιμωρήσουμε την αδικία του πατέρα σας μιας κι αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις».

Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας.
Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις».
Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία.
Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο.
Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό.
Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του.
Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη.

Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο.
Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη.
Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού.
Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.)

Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς.
Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα.
Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν.
Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα).

Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν.
Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει.
Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα.

Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι.

Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή.

Κι απ’ τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της.

Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν.

Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους.
Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά.
Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια.
Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος.
Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του.
Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία.
Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού.
Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό.
Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης.
Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.

Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ.

Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς.
Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη.
Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο, τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό.
Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή.
Αυτήν όμως τη θανάτωσε με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα.
Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά.
Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού.
(Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά).
Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης.

Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γέν- νησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά.
Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους κυριαρχώντας στον Τρητό και στον Απέσαντα.
Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή.
Και τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα.
Αυτή λοιπόν είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ.

Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλι- στούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα, τον Μαίανδρο, τον ομορφορρέματο Ίστρο, τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες, τον Νέσσο, τον Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο, τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό, τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο, τον μέγα Σαγγάριο, τον Λάδωνα, τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τον Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο.

Και γεννά την ιερή γενιά των θυγατέρων του, που απ’ τον Δία τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους νέους με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των Ποταμών, την Πειθώ, την Αδμήτη, την Ιάνθη, την Ηλέκτρα, τη Δωρίδα, την Πρυμνώ, τη θεϊκή Ουρανία, την Ιππώ, την Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Πασιθόη, την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη γλυκειά Διώνη, τη Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη, την Κερκηίδα με το όμορφο παράστημα, τη γλυκειά Πλουτώ, τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την Ακάστη, τη Ξάνθη, την Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη, τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ. την Ευδώρη, την Τύχη, την Αμφιρώ, την Ωκιρόη και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες.
Αυτές λοιπόν γεννήθηκαν πρώτες οι θυγατέρες του Ωκεανού και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες.

Γιατί υπάρχουν τρεις χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες που είναι σκορπισμένες στη γη και
στα βάθη των λιμνών και φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά τέκνα θεαινών.
Υπάρχουν κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν με βουητό, γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή Τηθύα.
Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να πει όλα τα ονόματά τους. Τα γνωρίζουν όσοι κατοικούν τριγύρω τους.
Κι η Θεία αφού αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά, με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό.
Ενώ η Ευρυβία, η σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα, και τον Πέρση που ξεπερνά όλους σε γνώση.

Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό.
Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό.
Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος και τη Βία, ξακουστά παιδιά.

Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος να σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός.
Και πάντα κάθονται πλαϊ στον βροντερό Δία.
Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα τη μέρα που ο αστραποβόλος Ολύμπιος κάλεσε όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος απ΄ τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα που είχε πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς.
Και είπε πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα απ’ τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως ήταν δίκαιο.
Πρώτη λοιπόν έφθασε στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με τα παιδιά της, ακούγοντας τη συμβουλή του αγαπημένου της πατέρα.
Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια δώρα.
Γιατί όρισε αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος.
Και τα παιδιά της να μένουν πάντα μαζί του.
Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε.
Γιατί αυτός εξουσιάζει και βασιλεύει.
Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την πρώτη μέρα, που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς.

Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του σύντροφος.
Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς.
Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη.
Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη. Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό.
Κι ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα.
Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς.
Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί.

Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει.
Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα.
Κι είναι καλή όταν παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί.
Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονιούς του περήφανους.
Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει.
Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά, αλλά κι εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους (η ψαριά).
Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή. Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει.
Έτσι λοιπόν, αν η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα.
Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ’ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές.

Η Ρέα εξαναγκασμένη από τον Κρόνο, του γέννησε τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά πέδιλα, τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω απ’ τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον σοφό Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων που τραντάζει την πλατειά γη με την βροντή του.
Κι αυτούς τους κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας κατέβαινε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας του στα γόνατα της. Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους Ουρανίωνες του έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους.
Γιατί είχε μάθει απ’ την Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του, παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν ισχυρός –απ’ το θέλημα του μεγάλου Δία.
Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος.
Αλλ’ όταν ήταν για να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους αγαπημένους της γονείς, τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γυιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος.

Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή την αγαπημένη τους θυγατέρα, πείστηκαν και της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να συμβούν γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την ατρόμητη ψυχή.
Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία.
Και τον δέχτηκε η πελώρια Γαία μέσα στην πλατειά Κρήτη, να τον θρέψει και να τον φροντίζει.
Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης Νύχτας, τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της σε απάτητο άντρο, στα βάθη της ιερής γης, στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό.
Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο άνακτα, τον πρώτο βασιλιά ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα.
Κι εκείνος αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του.
Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό του πως έμενε πίσω αντί για πέτρα ο γυιός του, ανίκητος και χωρίς να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα με την ισχύ και τα χέρια του να τον νικήσει, να του πάρει τα αξιώματα και να βασιλέψει ανάμεσα στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα.
Και με το κύλισμα του χρόνου (ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του ανέβασε από μέσα του ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ΄την επινοητικότητα και την ισχύ του γυιού του.
Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε κατα- πιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς τη στήριξε στην πλατειά γη, στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού, σημάδι για το μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι.
(Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του, τους Ουρανίδες, απ’ τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην παραφροσύνη του.
Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας και του έδωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που όλα τα καίει και την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια Γαία.
Μ’ αυτά βασιλεύει (ο Δίας) στους θνητούς και στους αθάνατους θεούς).
Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι.
Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή.
Και γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με τον κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του.
Ο Άτλας υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης, μπροστά στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και με τ’ ακούραστα χέρια του.

Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς.
Τον Προμηθέα με τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακρυά φτερά.
Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακρυά φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο, μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί ήθελε να δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα γη.
Με τέτοια φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γυιό του και παρά την οργή του σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον παντοδύναμο γυιό του Κρόνου.
Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία.
Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού.
Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος.
























Τα μυστικά ''παιχνίδια'' του Τέσλα με τον χρόνο

Τα μυστικά ''παιχνίδια'' του Τέσλα με τον χρόνο
Νίκολα Τέσλα,ένα όνομα και δεν χρειάζονται συστάσεις,το μεγαλύτερο μυαλό της εποχής του,πολύ μπροστά από όλους τους υπόλοιπους...Οι ιδέες του και οι εφευρέσεις του βγαλμένες από μια άλλη εποχή,από άλλον πλανήτη στην κυριολεξία..Ο άνθρωπος που εφηύρε την εποχή μας..
Το 1895 και κατά την διεξαγωγή των πειραμάτων του,συλλαμβάνει μια απίστευτη ιδέα,ότι ο χρόνος και ο χώρος μπορούν να επηρεαστούν έντονα από την χρήση φορτισμένων περιστρεφόμενων....
μαγνητικών πεδίων και η ιδέα του προήλθε από τα πειράματα του για την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της ατμόσφαιρας,θυμηθείτε το περιβόητο H.A.A.R.P,το οποίο το χρησιμοποιούν για σκοπούς άλλους από αυτούς που ο ίδιος ο Τέσλα ονειρευόταν,την αυτονομία δηλαδή της ανθρωπότητας από ενεργειακής πλευράς.
Η ιδέα του Τέσλα εφαρμόζεται αρκετά χρόνια αργότερα στο γνωστό πλέον σε όλους πείραμα με την ονομασία ΄΄Το πείραμα της Φιλαδέλφεια΄΄ αλλά και το πείραμα ''Montauk'' το οποίο είχε σκοπό την διεξαγωγή πειραμάτων για πραγματοποίηση ταξιδιών στο χρόνο..
Με την διεξαγωγή των πειραμάτων ο Τέσλα ανακαλύπτει ότι να ανοίξεις μια πόρτα στον χρόνο είναι εφικτό καθώς ο χρόνος μπορεί να παραβιαστεί η να παραμορφωθεί,εκτός όμως από αυτό ανακαλύπτει και τους κινδύνους που κρύβει ένα τέτοιο εγχείρημα,το άλμα στον χρόνο δεν είναι απλή υπόθεση....
Στις 13 Μαρτίου του 1895 εξομολογείται σε δημοσιογράφο της New York Herald την εμπειρία του από τα πειράματα καθώς θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί από μια έκρηξη ακτινοβολίας η οποία τον χτύπησε στον ώμο και ο βοηθός του κατάφερε να απενεργοποιήσει την μηχανή πριν τα πράγματα γίνουν χειρότερα.Αναφέρει επίσης ότι θα μπορούσε να δει το παρελθόν και το μέλλον αλλά βρισκόταν ακίνητος και παράλυτος μέσα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο,θυμηθείτε και πάλι το Πείραμα της Φιλαδέλφεια όπου οι ναύτες που πήραν μέρος στο πείραμα βρέθηκαν εκτός χρονικού πλαισίου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι βρέθηκε ο Τέσλα με τραγικά για αυτούς αποτελέσματα..
Στις μέρες μας μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για την διεξαγωγή των πειραμάτων αυτών,με την ελπίδα ότι κάποτε θα αποκαλυφθούν..Τι κάνετε επιτέλους εκεί μέσα στο CERN;