Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)


Ὁ Μαχμούδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης και καταγόμενος ἀπὸ την Δρᾶμα της Μακεδονίας, διορίστηκε ἀπὸ το Σουλτᾶνο σερασκέρης στρατιᾶς τριάντα χιλιάδων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων, κατέβηκε ἀπὸ την Λάρισα στὴν Ἀνατολική Ἑλλάδα γιὰ νὰ εἰσβάλλει στὴν Πελοπόννησο καὶ νὰ καταπνίξει την ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, με την βοήθεια του τουρκικοῦ στόλου στὸν Κορινθιακό καὶ Ἀργολικό κόλπο. Μὴ βρίσκοντας καμία ἀντίσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα καὶ στὰ Μέγαρα, κατέλαβε τον Ἀκροκόρινθο, καὶ προήλασε στὴν Αργολική πεδιάδα διὰ μέσου των ἀφύλακτων στενῶν τῶν Δερβενακίων, ὅπου ἀπέτρεψε την παράδοση της τουρκικῆς φρουράς του Ναυπλίου καὶ ἀκύρωσε την συναφθεῖσα συνθήκη της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες στοὺς Μύλους της Λέρνης καὶ στὶς πηγές του Ἐρασίνου, ὑπὸ την στρατηγεῖα του Κολοκοτρώνη, τον ἀπασχόλησαν γιὰ πολύ χρόνο με την πολιορκία της ἀκροπόλεως του Ἄργους Λαρίσης καὶ κατέστρεψαν ὅσα περισσότερα τρόφιμα μπόρεσαν. Ὁ Κολοκοτρώνης προβλέποντας δὲ ὅτι θ' ἀναγκασθεῖ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήσει στὴν Κόρινθο, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων με 2500 περίπου ἄνδρες με ἀρχηγὸ τον Νικηταρά. Καὶ ὅταν την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησε ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ περάσει ἀπὸ τα στενά ὑπέστη καταστροφή, ἔκτοτε δὲ ὁ Νικηταράς ὀνομάσθηκε Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες στὴν Κόρινθο ἀποδεκατίστηκαν ἀπὸ τις στερήσεις καὶ τις ἀσθένειες, καὶ ὁ ἴδιος Δράμαλης πέθανε στὴν Κόρινθο.

Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι' ἀέρα του πελάγου,
νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.
Της Ρούμελης οἱ μπέηδες, του Δράμαλη οἱ ἀγάδες
'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια
καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.


Κ' ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.
"Πουλί, πῶς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ὁ Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,
καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".

Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαῖνε ταχούρια γιὰ ἄλογα καὶ καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,
κλαῖνε μανοῦλες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄνδρες.










Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855)




Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.

— Βιογραφία
— Ἦταν δευτερότοκος γιὸς του Φώτου Τζαβέλα καὶ ἐγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα καὶ της Μόσχως. Γεννήθηκε στὸ Σούλι, μεγάλωσε στὴν Κέρκυρα καὶ το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιῶτες στὴν πατρίδα τους, ὅπου ἀνακηρύχτηκε καπετάνιος – ἀρχηγός, σε ἡλικία μόλις 19 χρονῶν. Μετά την ἡττᾶ καὶ τον θάνατο του Ἀλή Πασᾶ, πῆγε στὴν Πίζα της Ἰταλίας γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ με τους Φιλικούς γιὰ την Ἐπανάσταση. Το 1822 γύρισε καὶ πῆρε μέρος ὥς ἀρχηγὸς 35 Σουλιωτῶν, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στὴν Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 καὶ στὴ μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πῆρε μέρος καὶ στὴ Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
— Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στὴ νίκη της Ἄμπλιανης το 1824. Πολέμησε στὸ Δίστομο καὶ στὸ Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ἰούνιο του 1825 στὸ Μεσολόγγι καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Κατά την ἡρωική ἔξοδο τῶν Μεσολογγιτῶν, ὥς ἀρχηγὸς 2.500 ἀνθρώπων ἔσπασε τις γραμμές των Τούρκων καὶ κατέφυγε στὰ Σάλωνα (Ἀμφισσα) με 1.300 ἄνδρες. Πῆρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στὶς μάχες τις Ἀττικῆς καὶ, μετά το θάνατο του δεύτερου, ἀνατέθηκε σ” αὐτὸν η ἀρχιστρατηγία, προσωρινά.
— Ὁ Καποδίστριας τον ἔκανε χιλίαρχο, ἀναθέτοντάς του μάλιστα νὰ καθαρίσει την Στερεά Ἑλλάδα ἀπὸ τους Τουρκαλβανούς καὶ τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στὰ χρόνια της Ἀντιβασιλεῖας, ρίχτηκε στὴ φυλακή, διότι ὑπῆρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ὁ Ὄθωνας τον ἔκανε ὑποστράτηγο κι ἀργότερα ἀντιστράτηγο καὶ ὑπασπιστή του. Το 1844 Ἀναδείχθηκε Ὑπουργός Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) καὶ το 1849 Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν πάλι.
Το 1854, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ξέσπασε το Ἀπελευθερωτικό Κίνημα των Ἀλύτρωτων περιοχῶν, μαζί με ἄλλους Σουλιώτες ἀξιωματικούς ἀνέλαβε την ἡγεσία τῶν ἐπιχειρήσεων στὴν Ἤπειρο. Μετά την ἀποτυχία του ἐγχειρήματος, ἀποσύρθηκε.
Πέθανε στὶς 9 Μαρτίου 1855 στὴν Ἀθήνα.









Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Βρίζοντας καὶ πολεμῶντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης



Βρίζοντας καὶ πολεμῶντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ξέρουμε ότι στὴν σημερινή ἐποχῆ ποῦ ζοῦμε, πρέπει νὰ προσέχεις τον τρόπο ποῦ μιλᾶς καὶ φυσικά νὰ δείχνεις τον ἀπαιτούμενο σεβασμό στὸν συνομιλητή σου. Αὐτὸ φυσικά δὲν ἴσχυε στὴν Ἐπανάσταση του 1821. Ἐκεῖ οἱ "τρόποι" ἔμεναν στὸ σπίτι.

'Ἐκεῖνος ἀπὸ τούς ἀρχηγούς του '21 ποῦ χαρακτηριζόταν περισσότερο ἀπ' ὅλους γιὰ την ἀνεξέλεγκτη γλῶσσα του ἦταν ὁ μεγάλος Ἕλληνας Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ὀρεσίβιος καὶ ἁδρὸς, ἄνθρωπος ποῦ ἔζησε μέχρι τέλους της ζωῆς του τὴ φτηνή εἰρωνεία ὅσων ἤθελαν νὰ θυμοῦνται πῶς ἦταν «ὁ μούλος» «γιὸς της καλογριᾶς», βρῆκε διέξοδο, γιὰ νὰ ξεπεράσει την ὀργὴ του καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ σ' ἕνα δύσκολο γι' αὐτὸν κοινωνικό περιβάλλον, στὸν παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Η βωμολοχία του ἦταν τόσο συνεχής καὶ ἔντονη, ποῦ οἱ συναγωνιστές του χρειάστηκε νὰ ἀποδεχθοῦν το ἐλάττωμα του αὐτὸ ὡς «χούι», προκειμένου νὰ μπορέσουν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συμπονοῦνε μαζί του.

Ἡ αὐτοσυγκράτηση αὐτὴ δὲν ἐπιτυγχανόταν, πάντως, ἀπ' ὅλους τούς συμπολεμιστές του καὶ σ' ὅλες τις περιστάσεις. Νά πώς ἀπαντᾶ ὁ Καραϊσκάκης στὴν πρόταση συμφιλίωσης ποὺ του στέλνει στὰ 1824 με ἐπιστολή ὁ ὁπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε ἀδελφὲ καπετάν Νικόλα, ...εἶδα ὅσα με γράφεις. Ἔχει καὶ τουμπλέκια [τουρκικά ὄργανα του ἱππικοῦ] ὁ πούτζος μου, ἔχει καὶ τρουμπέτες [ἑλληνικά ὄργανα]. Ὅποια θέλω ἀπὸ τα δύο θὰ μεταχειρισθῶ...».

Ἡ ἀνταπάντηση ἦρθε στὸ ἴδιο κλίμα: «Ἐπειδὴ ἔχεις καὶ τουμπλέκια καὶ τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ὁ πούτζος μας καὶ με τουμπλέκια καὶ με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει...».

Κάποτε στὰ χρόνια του ἐμφυλίου τον πέρασαν ἀπὸ δίκη.... καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους γιὰ νὰ δικαστεῖ τους εἰπέ: «Γιατί μωρέ με φέρατε ἐδῶ; Ποῖο παράνομο ἔκανα;»

Ἐκεῖνοι κίτρινοι ἀπὸ ντροπή σὰν εἶδαν την περηφάνια του, δειλά του εἶπαν: «Γιὰ τὴ γλῶσσα σου θὰ σε δικάσουμε Καραϊσκάκη».

Τότε ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί ἄν με δικάσετε γιὰ τὴ γλῶσσα μου, ἑφτὰ ζωές νὰ εἶχα, δὲν θὰ τὴ γλύτωνα. Το ἔχω χούϊ μωρέ. Δὲν εἶμαι ὅμως κακός Ἕλληνας ἐγώ».

Τότε ἕνας δικαστής του εἰπὲ: «Καραϊσκάκη σου εἴπαμε νὰ το κόψεις αὐτὸ το χούϊ!».

Καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἀπάντησε: «Κυρ - Πάνο εἶσαι περίπου 70 χρονῶν. Σου ἔχω πεῖ πολλές φορές νὰ κόψεις το χούϊ ποῦ ἔχεις νὰ γκαστρώνεις τις τσούπρες. Ἐσὺ ὅμως δὲν τόκοψες». Καὶ συνέχισε: «Ἐσεῖς μωρέ δὲν βλέπετε τις προστυχιές ποῦ κάνετε με τους ἀγάδες καὶ τους μπέηδες;» Ἔκανε μεταβολή καὶ ἔφυγε. Η δίκη γελοιοποιήθηκε ἀλλὰ ἀπόφαση ἔβγαλε.

Νὰ πῶς ἀναφέρεται στὰ Ἑλληνικά Χρονικά (εἶχαν βάλει την χερούκλα τους ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ὁ Γιαννης ὁ Ράγκος): «ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κρυφήν ἀνταπόκρισιν με τους ἐχθρούς της πίστεως καὶ της πατρίδος ἀπὸ τον Ὀμέρ πασᾶν ἐζήτησε μπουγιουρντί διὰ νὰ γίνει καπετάνιος τῶν Ἀγράφων. ὑπόσχετο εἰς τον ἐχθρὸν νὰ πιάσει την Τατάραιναν (το μοναστήρι της Τατάρνας) με χιλίους στρατιώτας καὶ εὐμβούλευε νὰ ἔβγη ὁ ἀποστάτης Βαρνακιώτης μαζί με χιλίους εἰς το Ξηρόμερον; «ὑπέσχετο εἰς τον ἐχθρὸν νὰ τραβήξη πρὸς ἑαυτόν στρατηγούς καὶ χιλιάρχους Ἕλληνας ἐναντίον της πατρίδος.»

γιὰ νὰ ἀπαντήσει με ἐπιστολή ὁ Καραϊσκάκης κάνοντας τους καὶ πλάκα ἀπὸ πάνω.

«ἐμένα ἡ κακή τύχη μου καὶ ἀρρώστησα ὀπίσω. Δὲν ἠξεύρω κιόλα ἀπὸ τα κρύα τα πολλά ἦταν ἡ ἀπὸ τους ἀφορισμούς ὅπου μου ἐκάμετε, καὶ σας παρακαλῶ νὰ με συγχωρέσει ἡ Διοίκησις καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοί καὶ νὰ μου σταλεῖ καὶ μία εὐχὴ συγχωρητική παρά του ἀρχιερέως..».

Την 1ην Ἰουλίου 1823 ὁ Μαχμούτ πασᾶς ἔστειλε στὸν Καραϊσκάκη ἐπιστολή:

«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Εἶμαι πιστός, εἶμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται ἀπὸ χριστιανούς. Ἐδιορίσθην ἀπὸ τον Σουλτάνον νὰ ἡσυχάσω τους λαούς. Δὲν θέλω νὰ χύσω αἷμα. Μὴ γένοιτο. Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι με ἐμένα, πρέπει νὰ εἶναι πλησίον μου. Ὅποιος δὲν θέλει ἄς καρτερεῖ τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ἡμέραις σας δίδω καιρόν νὰ σκεφτεῖτε».

Ὁ Καραϊσκάκης ἀπάντησε με ἄλλη ἐπιστολή:

«Μου γράφεις ἕνα μπουγιουρντί, λέγεις νὰ προσκυνήσω

κι ἐγὼ, πασᾶ μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ἴδιον

κι αὐτὸς μου ἀποκρίθηκε νὰ μὴν σε προσκυνήσω

κι ἄν ἔρθεις κατ’ ἐπάνω μου, εὐθύς νὰ πολεμήσω».


Πραγματικό, ὅμως, ρεσιτάλ ὕβρεων ἀπίστευτης σύλληψης καὶ γλαφυρότητας περίμενε τους Ὀθωμανούς συνομιλητές του, ὅταν αὐτοὶ ἔρχονταν σε ἐπαφὲς μαζί του - σε περιόδους ποῦ ὁ Καραϊσκάκης δὲν βρισκόταν στὶς συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι' αὐτὸν συνδιαλλαγές μαζί τους γιὰ να κρατήσει το ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων.

Ἔτσι, στὰ 1823 ὁ Καραϊσκάκης λέει, ἀπευθυνόμενος στὸν ἀπεσταλμένο του ἀρχηγοῦ του τουρκικοῦ στρατεύματος τῶν Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Ἔλα, σκατότουρκε... ἔλα Ἑβραῖε, ἀπεσταλμένε ἀπὸ τους γύφτους, ἔλα ν' ἀκούσεις τα κερατᾶ σας, γαμῶ την πίστιν σας καὶ τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατᾶδες... Δὲν ἐντρέπεσθε νὰ ζητεῖτε ἀπὸ ἡμᾶς συνθήκην με ἕναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -νὰ τον χέσω καὶ αὐτὸν καὶ τον Βεζίρην σας καὶ τον Ἑβραῖον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»

- Ἦταν στὰ 1823. Ὕστερα ἀπ τὴ μάχη στὸ Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ἥρωα Μάρκο Μπότσαρη στὸ Μοναστήρι. ὁ Καραϊσκάκης, ποῦ ἦταν ἄρρωστος στὸ Μοναστήρι, σηκώθηκε απ το κρεβάτι του καὶ ἀσπάστηκε το νεκρό με τοῦτα τα λόγια.: «Ἄμποτε, Μάρκο ἥρωα μου, νὰ πάω κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο».

Καὶ ὕστερα συμπλήρωσε μπρὸς στὸ νεκρό ἥρωα: «Ὁ Μᾶρκος ἤτανε τρανός. Εἶχε μυαλό ὅσο κανείς ἄλλος. Καρδιά λιονταριοῦ. Οὔτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε ἐμεῖς»

- Στὸ μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στὸ κρεβάτι ἀπ' τὴ φυματίωση κατά το 1823.

- Οἱ δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ὁ γιατρός.
- Ὁ πούτσος μου ἔπεσε, ὡρέ, ὄχι οἱ δυνάμεις μου!, του λέει!

Την ἴδια ἐποχῆ καὶ ἐνῶ ἦταν ἀκόμα ἄρωστος,ὁ Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε ἀπὸ κάποιο καλόγερο νὰ τάξει στὴν Προυσιώτισσα ἕνα δῶρο γιὰ νὰ γίνει καλά.

"Τι νὰ δώσω ὀρέ!... Δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο ἀπ' το μουλάρι μου καὶ το τάζω," εἶπε χαμογελῶντας πικραμένα. Ἀφοῦ βελτιώθηκε κάπως ἡ ὑγεία του καὶ του ἔπεσε ὁ πυρετός ἔδεσε το μουλάρι ἀπ' την πόρτα της ἐκκλησίας χάρισμα στὴν Παναγία κι ὅπως' πάντα εἶπε τ' ἀστεῖο του:

«Ποῦ νά' ξερα ἐγώ Παναγιά μ' πώς ἤθελες του μπλάρι μ' γιὰ να με γιάν'ς τόσο καιρό».

_ Εἶπε: "Ἄν ζήσω θὰ τους γαμήσω!Ἄν πεθάνω θὰ μου κλάσουν τον μπούτσο.."

- Εἶπε: "Ὅποιος γίνεται ἀφέντης χωρίς νὰ γίνει δοῦλος, εἶναι μπάσταρδος ἀφέντης κι ἀλίμονο στὸ δοῦλο".

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν μοναδικός καὶ ὁ Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια:

"'Ὅταν ζοῦσε ὁ Καραϊσκάκης ὅλοι αὐτείνοι οὔτε διὰ ψυχογυιόν δὲν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ὁ Καραϊσκάκης, σκούριασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε εἴδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ὁ καθείς."

Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραής


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο


Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραής
Α
Φίλοι μου συμπατριῶται,
Δοῦλοι νά 'μεθα ὡς πότε
Τῶν ἀχρείων Μουσουλμάνων,
Της Ἑλλάδος των τυράννων;
Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα
Ἔφθασεν, ὦ φίλοι, τώρα·
H κοινή ΠΑΤΡΙΣ φωνάζει,
Με τα δάκρυα μας κράζει:
«Τέκνα μου, Γραικοί γενναῖοι,
Δράμετ' ἄνδρες τε καὶ νέοι·
K' εἴπατε μεγαλοφώνως,
Εἴπατε τ' ὅλοι συμφώνως,
Ἀσπαζόμεν' εἰς τον ἄλλον
M' ἐνθουσιασμόν μεγάλον:
Ἕως πότ' η τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA»

Β

Με μεγάλην ἀφροσύνην
Τῶν Γραικῶν καὶ καταισχύνην,
Τοῦρκος, φευ! μας ἐτυράννει,
Καὶ ἀλλοῦ ποῦ δὲν εφάνη
Τόση βία κ' ἀδικία,
Τόση καταδυναστεῖα
Τῶν ἀχρειάστων Τούρκων,
Τῶν ἀγρίων Μαμαλοῦκων,
Ἦσαν ὅλα εἰς τας χεῖρας·
K' ἄν ἀπέθνησκε της πείνας,
Ὁ Γραικός ἐσιωποῦσε,
Νά λαλήση δὲν τολμοῦσε.
Ἑως πότε Μουσουλμάνους
Ὑποφέρομεν τυράννους;
Ἑως πότε ἡ δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!


Γ

Πού νῦν τέχνη; Πού 'πιστήμη;
Πού Γραικῶν η τόση φήμη;
Κατηργήθησαν, φεῦ! ὅλα·
K' ἀντ' αὐτῶν πάσχομεν τώρα
Μουσουλμάνων τυραννίαν,
Ἀμαθίαν καὶ πτωχείαν,
Βάσανα, μόχθους καὶ πόνους,
Μάστιγας, σφαγάς καὶ φόνους,
Καὶ ξενιτευμόν ΠΑΤΡΙΔΟΣ,
Στερευμόν πάσης ἐλπίδος.
Ὅλ' αὐτὰ συλλογισθῆτε,
Τους προγόνους μιμηθῆτε,
Ω Γραικοί ανδρειωμένοι,
K' εἴπατ' ὅλοι ἑνωμένοι:
«Ἑως πότ' ἡ τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»
Δ

Τῶν Γραικῶν το μέγα γένος,
Το ἐξακουσμένον ἔθνος,
Εἰς Ἀνατολήν καὶ Δύσιν,
Ὡς νὰ μὴν ἤν' εἰς την φύσιν,
Μήτ' ἀκούεται καθόλου
Ἐξ ἑνός ὡς ἄλλου πόλου.
Ταυτά κάμν' ἡ τυραννία,
Μουσουλμάνων ἡ ἀγρία.
Ἀλλὰ ἦλθε τέλος πάντων,
Μεταξύ τόσων συμβάντων,
Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα·
K' οἱ Γραικοί φωνάζουν τώρα,
Ἀλαλάζοντες με κρότον:
«Ἔλαμψε μετά τον σκότον,
Ἔλαμψεν ἡ σωτηρία·
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Ε
Εἰς τυράννων την θυσίαν,
Ἅπαντες με προθυμίαν,
Ἔρχοντ' ἄλλος ἀλλαχόθεν
Της Ἑλλάδος πανταχόθεν·
Ὡς εἰς ἑορτὴν συντρέχουν,
Ὡς πανήγυριν την ἔχουν.
Καὶ δὲν στέργεται κανένας
Ἀπ' αὐτούς, μικρός ἡ μέγας,
Ἐξοπίσω νὰ 'πομείνη,
Εἶναι, λέγει, καταισχύνη.
Τους υἱούς τῶν οἱ πατέρες
Ἐγκαρδιώνουν, κ' αἱ μητέρες·
«Εὖγε! τέκνα μου» τους λέγουν,
K' εἰς τον πόλεμον τους στέλλουν·
Ἑως πότε ἡ δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Στ

Τα σπαθία των γυμνωμένα,
Πρὸς τον οὐρανόν στρεμμένα,
Σταυρωμένα τα κλονούσι,
Ὅσον νὰ σπινθοβολοῦσι·
K' ἀσπαζόμεν' εἷς τον ἄλλον,
Ὅρκον κάμνουσι μεγάλον,
Τότε μόνον νὰ τ' ἀφήσουν
Ἀφ' οὐ τους ἐχθρούς νικήσουν.
Ναὶ μὰ Πίστιν! μὰ ΠΑΤΡΙΔA!
Μὰ την εἰς θεόν ἐλπίδα!
Της Ἑλλάδος ἡ πρὶν δόξα,
Με των τέκνων της τα τόξα,
Θέλει πάλιν ἐπιστρέψη,
Νέους Ἥρωας νὰ στέψη.
Ἕως πότ' ἡ τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Ζ

Τρόπαια τοῦ Μαραθῶνος
Δὲν ἠφάνισεν ὁ χρόνος,
Μήτε Σαλαμῖνος ἔργα
Τῶν Ἑλλήνων (Θαῦμα μέγα!).
Οἱ Γραικοί τ' ἀνιστοροῦνται,
Καὶ καλά τα εὐθυμοῦνται.
Πρόγονοί τῶν είν' ὁ Μίνως,
Λυκοῦργος, Σόλων ἐκεῖνος,
Μιλτιάδης, Λεωνίδης,
Μετ' αὐτῶν ὁ Ἀριστείδης,
Καὶ Θεμιστοκλῆς ὁ μέγας·
Ὡς αὐτοί ἄλλος κανένας.
Σιωπῶ τοσούτους ἄλλους,
Ἄνδρας θαυμαστούς, μεγάλους.
Ἕως πότε ἡ δουλεία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Η

Τούτους οἱ Γραικοί μιμοῦνται,
Τούρκους πλέον δὲν φοβοῦνται.
Την ζωήν καταφρονοῦσι,
Τους τυράννους δὲν ψηφοῦσι,
Παρά νὰ ὑποταχθῶσι,
Προτιμοῦν νὰ φονευθῶσι.
Εἷς Γραικούς κόποι καὶ πόνοι
Εἶν' οὐδὲν· Μόνοι καὶ μόνοι
Τους ἐχθροὺς νὰ πολεμήσουν
Δύνανται, καὶ νὰ νικήσουν.
Ἀλλὰ τί δὲν θέλουν κάμει,
Ὅταν μετ' αὐτῶν οἱ Γάλλοι,
Ἐνωθώσιν εἰς ἐν σῶμα;
Δὲν φοβοῦνται πλέον πτῶμα.
Ἑως πότ' ἡ τυραννία;
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Θ

Θαυμαστοί Γενναῖοι Γάλλοι,
Κατ' ἐσᾶς δὲν εἶναι ἄλλοι,
Πλήν Γραικῶν, ἀνδρειωμένοι,
K' εἰς τους κόπους γυμνασμένοι.
Φίλους της ἐλευθερίας,
Τῶν Γραικῶν της σωτηρίας,
Ὅταν ἔχωμεν τους Γάλλους,
Τίς ἡ χρεία ἀπὸ ἄλλους;
Γάλλοι καὶ Γραικοί δεμένοι,
Με φιλίαν ἑνωμένοι,
Δὲν εἶναι Γραικοί ἡ Γάλλοι,
Ἀλλ' ἐν ἔθνος Γραικογᾶλλοι,
Κράζοντες, «Ἀφανισθήτω,
K' ἐκ της γῆς ἐξαλειφθήτω
H κατάρατος δουλεία!
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου

Ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου

Ο Ρήγας Φεραίος (ή Φερραίος κατά μια άλλη γραφή), ο επονομαζόμενος Βελεστινλής, θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής, ο ίδιος υπέγραφε ως Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας ο Θεσσαλός και ουδέποτε Φεραίος, που πιθανόν να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων. Στην ηλικία των 30 ετών ,έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του.

Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα.

Το ποιητικό έργο του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη με τίτλ
ο:
ΘΟΥΡΙΟΣ


Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,

μονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;

Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμε κλαδιά,

να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για τη πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και να ‘σαι στη σκλαβιά;

στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.

Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής

ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,

κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής

Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,

σκοτώθηκαν κι’ αγάδες, με άδικον σπαθί.

Κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι και Τούρκοι και Ρωμιοί,

ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,

να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.

Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν

να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι ναν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,

και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.

Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,

να ζούμε σαν θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν

ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

(Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί,

και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον όρκον.)

Όρκος Κατά Τυραννίας & Αναρχίας

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,

στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.

Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,

εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,

για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.

Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,

αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,

και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Το Τέλος Του Όρκου

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,

για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά.

Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,

στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,

Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,

Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,

πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά

στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.

Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν

Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,

τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.

Ως ποτ’ οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;

έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή

ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.

Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,

αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,

εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά

ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,

κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.

Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,

και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,

με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή,

Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,

μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,

ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.

Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,

χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,

σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.

Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,

καιρός ειν’ της πατριδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι οσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,

οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.

Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,

κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,

ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.

Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;

τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,

με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.

Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,

Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν

γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.

Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,

τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς

πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.

Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,

στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,

δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.

Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,

για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,

χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.

Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,

να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,

και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.

Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,

καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,

πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.

Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;

ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,

για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.

Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια

τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,

και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.

Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,

και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,

κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Αποτέλεσμα εικόνας για θουριος ρηγα

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Στὴν Στερεά Ἑλλάδα κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἔναρξη της ἐπανάστασης στὶς 27 Μαρτίου, στὴ μονή ὁσίου Λουκᾶ κοντά στὴ Λιβαδειά, με παρόντες τους ὁπλαρχηγούς Ἀθανάσιο Διάκο καὶ Βασίλη Μπούσγο καὶ προκρίτους της περιοχῆς.



Στὴν Στερεά Ἑλλάδα κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἔναρξη της ἐπανάστασης στὶς 27 Μαρτίου, στὴ μονή ὁσίου Λουκᾶ κοντά στὴ Λιβαδειά, με παρόντες τους ὁπλαρχηγούς Ἀθανάσιο Διάκο καὶ Βασίλη Μπούσγο καὶ προκρίτους της περιοχῆς.


Στὸ συμβούλιο τῶν ὁπλαρχηγῶν στὴ Μεσσηνία ὁ Κολοκοτρώνης πρότεινε σὰν βασικό στόχο την Τρίπολη, ποῦ ἦταν το στρατιωτικό καὶ διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου καὶ μετά ἀπὸ τὴ διαφωνία του Μαυρομιχάλη, ποῦ εἶχε ὁριστεῖ ἀρχιστράτηγος, ἄρχισε πορεία στρατολόγησης στὴν Ἀρκαδία. Ἀνάλογες πορεῖες ἔκαναν ἄλλοι ὁπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στὶς 29 Μαρτίου ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε μαζέψει 6.000 ἄνδρες καὶ προσπάθησε νὰ πολιορκήσει την Καρύταινα, ὅμως στὴν πρώτη ἔξοδο τῶν Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δὲν ἀπογοητεύτηκε καὶ μεθοδικά ἐγκατέστησε φρουρές σε ἐπίκαιρα σημεῖα γύρω ἀπὸ την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐλεγχθοῦν οἱ δρόμοι ποῦ ὁδηγοῦσαν πρὸς τα ἐκεῖ.


|Ἡ ἐπανάσταση ἐπεκτάθηκε γρήγορα σε ὅλη την Πελοπόννησο καὶ Ἀνατολική Στερεά καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία ἀφοῦ πέρασαν στὸν ἔλεγχο τὼν ἐπαναστατῶν πολύ σύντομα, Ζάχολη (14 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αἴγιο (23 Μαρτίου), Καλάβρυτα (26 Μαρτίου), Ἄργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στὴν Πελοπόννησο καὶ Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Γαλαξίδι (Γκούρας, 28 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Ἀπριλίου), Ἀτάλαντη στὴ Στερεά Ἑλλάδα.


Οἱ Ὀθωμανοί περιορίστηκαν στὰ κάστρα ὅπου εἶχαν ἀρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα ἀπὸ αὐτὰ τα κάστρα ἦταν: το κάστρο του Μοριά (Ρίο) με το ἀντίστοιχο κάστρο της Ρούμελης (Ἀντίρριο), της Πάτρας, του Ἀκροκορίνθου πάνω ἀπὸ την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου (το Παλαμήδι καὶ το Μπούρτζι), της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο καὶ το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) καὶ το κάστρο της Τριπολιτσάς (Τρίπολη). Στό κάστρο του Ἄργους ποῦ ἦταν παραμελημένο δὲν κλείστηκαν Ὀθωμανοί. Ὅλα τα κάστρα ἦταν κτισμένα (Βυζαντινοί, Ἐνετοί, Ὀθωμανοί) κατά βάση παράλια σε δύσβατα σημεῖα καὶ εἶχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας ἀπὸ θάλασσα (ὀθωμανικός στόλος), πλὴν του κάστρου της Τρίπολης ποῦ ἦταν κτισμένο γύρω ἀπὸ την πόλη. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οἱ μουσουλμᾶνοι εἶχαν ἀπωθηθεί ἡ ἐγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου (ἕνα τμῆμα της Ἠλείας γύρω ἀπὸ το Λάλα ἔμενε ὑπὸ τον ἔλεγχο τῶν ντόπιων Ἀλβανῶν) καὶ εἶχαν περιοριστεῖ στὰ κάστρα, μερικά ἀπὸ τα ὁποία (ἄν ἄντεχαν στὴν πολιορκία) θεωριόταν ἱκανὰ γιὰ ἀνάκτηση ὁλόκληρης της Πελοποννήσου. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Τρίπολη.


Τα κάστρα πολιορκοῦσαν ὁμάδες ἀτάκτων ὑπὸ την "διοίκηση" ντόπιων καπεταναίων, προεστῶν ἡ ἰεραρχών ποῦ εἶχαν ξεσηκωθεῖ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν πολιορκητῶν δὲν ἦταν σταθερός ἀλλὰ αὐξομειώνονταν ἀνάλογα με τις περιστάσεις. Ἡ πιὸ ὀργανωμένη πολιορκία ἦταν της Τρίπολης (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς) ἡ ὁποία δὲν ἦταν ἀσφυκτική ἀλλὰ ἐπιτελική με κατοχή καὶ ὀχύρωση καίριων ὑψωμάτων γύρω ἀπὸ την πόλη, ποῦ ἔλεγχαν της προσβάσεις πρὸς αὐτὴ. Το ὀθωμανικό ἱππικό ὅμως εἶχε το πάνω χέρι στὸ ὀροπέδιο της πόλης, ἐπιτρέποντας τον ἀνεφοδιασμό της με τα ἀπαραίτητα.


Σε διεθνές (εὐρωπαϊκό) ἐπίπεδο ἡ εἴδηση γιὰ ἐξεγέρσει στὰ πριγκιπᾶτα ἀπὸ τον Ὑψηλάντη δὲν ἔγινε εὐνοϊκά δεκτή ἀπὸ τις ἰσχυρές δυνάμεις της ἐποχῆς καὶ μετά ἀπὸ μία σειρά διπλωματικῶν διεργασιῶν (Ἀγγλία, Αὐστρία) καὶ πιέσεων ὁ τσάρος της Ρωσίας Ἀλέξανδρος ἀποκηρύσσει τελικά την ἐξεγέρσει καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης ἀφορίζει τον Ὑψηλάντη καὶ καλεῖ τον πληθυσμό νὰ μείνει ὑπάκουος στὸ καθεστώς. Τα γεγονότα αὐτὰ ἐπηρεάζουν το κίνημα στὶς ἡγεμονίες καὶ ἀπὸ το σημεῖο αὐτὸ καὶ μετά λανθασμένες ἐπιλογές ἀπὸ το ἑλληνικό καὶ ρουμανικό στρατόπεδο φέρνουν την τελική ἀποτυχία της ἐξέγερσης στὰ πριγκιπᾶτα.


Οἱ εἰδήσεις γιὰ ἐξέγερση καὶ στὸ Μοριά ἔφτασαν στὸ τέλος Μαρτίου καὶ στὴν Ὑψηλή Πύλη. Ἡ πρώτη ἀντίδραση ἦταν ἡ προσπάθεια περιορισμοῦ της ἐξέγερσης στὸ Μοριά, ποῦ ἐκδηλώθηκε με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων καὶ προεστῶν στὴν Πόλη, ἀλλὰ καὶ σε ἄλλες πόλεις της αὐτοκρατορίας ποῦ το ἑλληνικό στοιχεῖο ἦταν σημαντικό, ὅπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), Ρόδο, Κύπρο. Δὲν εἶναι δυνατό νὰ ἐκτιμηθεῖ ἡ ἔκταση καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν θυμάτων των σφαγῶν σε αὐτὲς τις περιοχές. Ἀνήμερα το Πάσχα (10 Ἀπριλίου 1821), μετά τὴ θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε καὶ ἀπαγχονίστηκε στὴν κεντρική πύλη του πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν τότε), σε μία καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, ἀφοῦ δὲν εἶχε δοθεῖ κανενός εἴδους ἀφορμὴ γιὰ αὐτή την ἐνέργεια. Το σῶμα του, ἀφοῦ ἔμηνε κρεμασμένο γιὰ τρεῖς μέρες, περιφέρθηκε στὴν πόλη ἀπὸ τον ὄχλο, μεταφέρθηκε με ἀκάτιο καὶ ρίχτηκε στὴν μέση του Κεράτιου κόλπου.



«Καθόμουν καὶ ἔκλαιγα γιὰ την Ἑλλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αὐτὴ τὴ φορά τους Ἕλληνες» (Θόδωρος Κολοκοτρώνης)
Στὶς ἀρχὲς του 1827 ἡ Πελοπόννησος ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται λεηλασίες καὶ καταστροφές ἀπὸ τα στρατεύματα του Ἱμπραήμ.


Τα γεγονότα του 1821


Το γενικό των Φιλικῶν πρόβλεπε ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἔπρεπε νὰ ξεκινήσει τις πενήντα πρῶτες ἡμέρες του 1821, ὅταν ὁ Ὑψηλάντης θὰ ἔφτανε στὴ Μάνη γιὰ νὰ ἀναλάβει την ἀρχηγία της. Γιὰ την προετοιμασία της ἐπανάστασης ἔφτασε στὸν Μοριά ἤδη ἀπὸ το τέλος του 1820, ὁ ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος Παπαφλέσσας, ἐξουσιοδοτημένος ἀπὸ την Ἑταιρεία νὰ προετοιμάσει γενικά την ἐπανάσταση καὶ ὑπεύθυνος μαζί με τον Ἀναγνωσταρά γιὰ την Μεσσηνία.
Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1820 ἐκστρατεύει ἀπὸ την Τριπολιτσά ἐναντίον του Ἀλή πασᾶ στὰ Ἰωάννινα, ὁ Χουρσίτ Μεχμέτ Πασᾶς του Μοριά καὶ μειώνονται σημαντικά οἱ ἀξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στὴν περιοχή. Στὶς 6 Ἰανουαρίου περνᾶ στὸ Μοριά ἀπὸ την Ζάκυνθο, εἰδοποιημένος ἀπὸ τους Φιλικούς ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ὁ Παπαφλέσσας ὀργώνει τον Μοριά μιλῶντας γιὰ την ἐπανάσταση σε πόλεις καὶ χωριά. Ὁ Κολοκοτρώνης κάνει συγκεντρώσεις καπεταναίων ἀπὸ ὅλη την Πελοπόννησο καὶ τους ἐνημερώνει νὰ πάρουν τα ὅπλα μόλις δοθεῖ το σύνθημα. Ἄλλοι Φιλικοί προετοιμάζουν την ἐπανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία καὶ Μακεδονία.
Στὶς 26 Ἰανουαρίου γίνεται στὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) ἡ λεγόμενη σύναξη τῶν προεστῶν του Μοριά. Μετέχουν ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι τῶν προεστῶν της Πάτρας καὶ των Καλαβρύτων, τρεῖς ἱεράρχες (δεσπότες) μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, διάφοροι προεστοί καὶ καπεταναῖοι ἀπὸ ὅλη την Πελοπόννησο καὶ ὁ Παπαφλέσσας. Παπαφλέσσας καὶ καπεταναῖοι δηλώνουν ἕτοιμοι γιὰ ἐξέγερση, οἱ προεστοί εἶναι διστακτικοί καὶ ζητοῦν ἐγγυήσεις γιὰ την ὑποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφωνοῦν ὅλοι νὰ περιμένουν την ἄφιξη του Ὑψηλάντη γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ ἐξέγερση.
Μετά την οὐσιαστική ἀποτυχία στὸ συντονισμό μιᾶς βαλκανικῆς ἐξέγερσης, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀποφασίζει νὰ εἰσβάλει στὰ ρουμανικά πριγκιπᾶτα κηρύσσοντας την ἐπανάσταση. Πρώτη πολεμική πράξη ἦταν ἡ διάβαση του ποταμοῦ Προύθου, στὴν Μολδαβία στὶς 22 Φεβρουαρίου 1821 καὶ ἡ εἴσοδος στὸ Γιάσι (Ἰάσιο). Στις 24 Φεβρουαρίου βγάζει την ἱστορική του προκήρυξη πού καλεῖ τους Ἕλληνες νὰ πάρουν τα ὅπλα, βεβαιώνοντας ὅτι "μία κραταιά δύναμις" εἶναι ἕτοιμη νὰ βοηθήσει τον ἀγῶνα. Την 1 Μαρτίου ἀρχίζει την πορεία του πρὸς τὴ Βλαχία ἀφοῦ ἑνώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ὀλύμπου, του Φαρμάκη καὶ πολλῶν Ἑλλήνων ἐθελοντῶν. Μαζί με τον Ἱερό Λόχο ποῦ εἶχε συγκροτηθεῖ ἀπὸ 500 περίπου σπουδαστές τῶν σχολῶν τῶν πριγκιπάτων, ἡ στρατιωτική δύναμη του Ὑψηλάντη ἔφτανε τους 7.000, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Ἀρβανίτες).
Την 1 Μαρτίου ξεκινᾶ ἀπὸ την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά ἀπὸ ἐνέργειες του Φιλικοῦ Ξάνθου, ἕνα καράβι φορτωμένο με προκηρύξεις γιὰ ἐξέγερση. Με το καράβι αὐτὸ θὰ φτάσει στὴ Μάνη στὰ τέλη Μαρτίου καὶ ἡ εἴδηση της ἐξέγερσης στὰ ρουμανικά πριγκιπᾶτα. Κάποιες ἀναταραχές τῶν χριστιανῶν στὴν Πόλη σχετικές με την ἐξέγερση στὰ πριγκιπᾶτα, θὰ δώσουν ὅταν ξεσπάσει ἡ ἐπανάσταση στὸ Μοριά ἀφορμὴ γιὰ σφαγές.
Ἡ Πύλη θεωροῦσε πρωταρχικό θέμα την ἀντιμετώπιση της ἀνταρσίας του Ἀλή πασᾶ, ἀλλὰ ἀνησυχοῦσε σοβαρά ἀπὸ τις φῆμες καὶ τις καταγγελίες τῶν Ἄγγλων γιὰ ἐξέγερση στὸ Μοριά. Λίγο μετά την ἐξέγερση στὶς ρουμανικές ἡγεμονίες, ἀλλὰ ὄχι ἐξαιτίας της, οἱ Τοῦρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ἐτήσια σύσκεψη, με στόχο ὅμως νὰ τους κρατήσουν ὁμήρους. Οἱ περισσότεροι προεστοί ἦταν διστακτικοί καὶ δὲν πῆγαν καὶ σωστά, ἀφοῦ ὅσοι πῆγαν ἐκτελέστηκαν με το ξέσπασμα της ἐπανάστασης.
Στίς 11 Μαρτίου φτάνει με καράβι στὴν Χαλκιδική ὁ Φιλικός Ἐμμανουήλ Παππᾶς με ἐντολὴ νὰ ὀργανώσει την ἐπανάσταση. Πολλοί καλόγεροι ἀπὸ το Ἅγιο Ὄρος ξεσηκώνονται ἕτοιμοι νὰ τον ἀκολουθήσουν καὶ γίνονται ἐπαφὲς με Μακεδόνες ὁπλαρχηγούς σε μία προσπάθεια νὰ προετοιμαστεῖ μία συντονισμένη ἐξέγερση.


Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἔφυγε στις 4. Φερβουαρίου του 1843.


Το κοφτερό στρατηγικό μυαλό, ἥ ἐξυπνάδα, ἡ αφιλοκέρδεια, ἡ βαθιά καὶ ὀργανωμένη σκέψη, ἡ ἁγνότητα του χαρακτῆρα καὶ ἡ γνήσια ἑλληνική καρδιά ἔχουν κατατάξει τον στρατηγό της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης σε περίοπτη θέση στὶς καρδιές τῶν Ἑλλήνων. Τῶν Ἑλλήνων του, ὅπως τους ἀποκαλοῦσε, γιὰ τους ἐνῶσι καὶ νὰ τους ἐμψυχώσει, μόλις τους ἔβλεπε διστακτικούς καὶ ἀπαισιόδοξους.


Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω ἀπὸ το Σούλι.
Το ‘νὰ ναὶ του Μουχτάρ πασᾶ, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο εἶναι του Μιτσομπόνου.
Μία παπαδιά τ' ἀγνάντεψε ναπό ψηλὴ ραχούλα.
"Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοῖ Μποτσαραῖοι; 
Ἀρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει νὰ μας σκλαβώση.
- Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν 
Ἄς ἔρτουν πόλεμο νὰ ἰδοῦν καὶ Σουλιωτῶν τουφέκια, 
νὰ μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι, 
τ’ ἅρματα τῶν Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως". 
Κι’ ὁ Κουτσονίκας φώναξεν ἀπὸ το μετερίζι,
"Παιδιά, σταθῆτε στέρεα, σταθῆτε ἀντρειωμένα, 
γιατ' ἔρχεται ὁ Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες".
Ὁ πόλεμος ἀρχίνησε κι’ ἀνάψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα καὶ τον Μπότσαρη ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας.
"Παιδιά μ', ἦρθ' ὥρα του σπαθιοῦ κι’ ἄς πάψη το τουφέκι". 
Κι' ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τοῖς θήκαις τῷ σπαθιώ τους, 
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σὰν κριάρια. 
Ἄλλοι ἔφευγαν κι' ἄλλοι ἔλεγαν "Πασᾶ μου, ἀνάθεμα σε! 
Μέγα κακό μας ἔφερες τοῦτο το καλοκαίρι,
ἐχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις. 
Δὲν είν' ἐδῶ το Χόρμοβο, δὲν εἴν' ἡ Λαμποβίτσα, 
ἐδῶ εἴν' το Σούλι το κακό, ἐδῶ εἴν' το Κακοσούλι,
ποῦ πολεμοῦν μικρά παιδιά, γυναῖκες σὰν τους ἄνδρες,
ποῦ πολεμάει ἡ Τζαβέλαινα σὰν ἀξίῳ παλληκάρι". 
Κι' ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι. 
"Ἔλα, πασᾶ, τι κάκιωσες καὶ φεύγεις με μενζίλι; 
Γύρισ’ ἐδῶ 'ς τον τόπο μας 'ς την ἔρημη την Κιάφα, 
ἐδῶ νὰ στήσης το θρονί, νὰ γένης καὶ σουλτᾶνος".


Ὅσο ὁ Ἑλληνισμός «γεννᾶ» Κολοκοτρώνηδες, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτα. Καὶ «γεννᾶ» ἀκόμα καὶ σήμερα καὶ θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποῦ θὰ ἀναλάβουν.

«ὄχι κλαριά νὰ μας κόψεις, ὄχι τα δέντρα, ὄχι τα σπίτια ποῦ μας ἔκαψες, μόνο πέτρα πάνω στὴν πέτρα νὰ μὴν μείνει ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Μόνο ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει πάντα θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πώς την γῆν μας θὰ την κάμεις δική σου. Αὐτὸ βγάλτο ἀπ' το νοῦ σου!» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Αποτέλεσμα εικόνας για Στὴν Στερεά Ἑλλάδα κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἔναρξη της ἐπανάστασης στὶς 27 Μαρτίου, στὴ μονή ὁσίου Λουκᾶ κοντά στὴ Λιβαδειά, με παρόντες τους ὁπλαρχηγούς Ἀθανάσιο Διάκο καὶ Βασίλη Μπούσγο καὶ προκρίτους της περιοχῆς.`
Σχετική εικόνα

Σχετική εικόναΣχετική εικόναΣχετική εικόνα
Σχετική εικόνα

«Εἶδα Κόμματα Ἀγγλόφιλων, Γαλλόφιλων, Ρωσόφιλων. Μόνο Κόμμα ἑλληνόφιλο δὲν εἶδα!...»






«Εἶδα Κόμματα Ἀγγλόφιλων, Γαλλόφιλων, Ρωσόφιλων. Μόνο Κόμμα ἑλληνόφιλο δὲν εἶδα!...»


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης