Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Ρώτησαν κάποτε τον Κολοκοτρωνη

Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Κανάρης

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

7 Μαρτίου 1821 Ὑψώνεται στὴν Ἀρεόπολη ἡ Σήμαία τῆς ἒπανάστασης










Οἱ πρόκριτοι της Μάνης, ὑπὸ την ἀρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ὑψώνουν τὴ σημαία της ἐπανάστασης στὸ χωριό Τσίμοβα (σημερινή Ἀρεόπολη) της Λακωνίας.


Ἡ σημασία της Μάνης γιὰ την Ἐπανάσταση εἶχε ἐπισημανθεῖ πολύ ἔγκαιρα καὶ ὄχι βεβαίως τυχαία.

Το μαχητικό πνεῦμα των κατοίκων, το ὑψηλὸ πολεμικό τους φρόνημα, ἡ αὐτονομία της περιοχῆς καὶ ἡ ἀπουσία τουρκικῆς ἐξουσίας ἦταν εὐνοϊκοί παράγοντες γιὰ την ἐπιτυχία της πολεμικῆς ἐξέγερσης. 
Στὶς παραμονές του Ἀγῶνα ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἔνοπλα σώματα, ὑπὸ την ἡγεσία ἔμπειρων ἀρχηγῶν καὶ ἀρκετοί Φιλικοί εἶχαν μεταβεῖ γιὰ νὰ προετοιμάσουν το ἔδαφος.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ ἀποτυχία της Ἐπανάστασης στὴ Μολδοβλαχία ὁδήγησε στὴν Ἐθνικὴ Ἑλληνική Ἐπανάσταση πού ξεκίνησε ἀπὸ την Πελοπόννησο. 
Ἤδη ἀπὸ τις ἀρχὲς Μαρτίου καὶ πρὶν ἀκόμη ἀριστεῖ ἡ ἡμέρα της ἔναρξης τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων, παρατηρεῖται ἐπαναστατικός ἀναβρασμός ποῦ ὅλο καὶ δυνάμωνε, παρά τα μέτρα ἐκφοβισμοῦ τῶν Τούρκων με τις συλλήψεις ὁμήρων καὶ την κράτηση τῶν ἀρχιερέων καὶ προκρίτων στὴν Τρίπολη, μετά τὴ γνωστή παραπλανητική πρόσκληση.
Στή Μάνη ὑπῆρχε διχογνωμία ὥς πρὸς τον κατάλληλο χρόνο ἔναρξης της Ἐπανάστασης. 
Στήν Ἀνατολική Μάνη ἀπὸ τις ἀρχὲς Μαρτίου ἐπικρατοῦσε ἀπροκάλυπτη πολεμική κινητοποίηση με τὴ στρατολόγηση ἀνδρῶν καὶ την προμήθεια πολεμοφοδίων. Στή Δυτική Μάνη, ποὺ τελοῦσε ὑπὸ την ἄμεση ἐπιρροή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ἐπικρατοῦσε μία φαινομενική τάξη, λόγω των δισταγμῶν του τελευταίου, ὁ ὁποῖος ἀνησυχοῦσε πῶς ὁποιαδήποτε πρόωρη καὶ ἀσυντόνιστη κίνηση τῶν ντόπιων
 θὰ προξενοῦσε στρατιωτική ἐπεμβάσῃ των Τούρκων καὶ ἀκύρωση της ὅλης προσπάθειας. Τους φόβους του αὐτούς ἐξέφρασε καὶ ἐγγράφως στὶς 11 Μαρτίου πρὸς τους Πιέρρο-Μαγγιόρο καὶ Γεωργάκη Γρηγοράκηδες, γιούς του παλιοῦ μπέη της Μάνης.
Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848) ἦταν ὁ τοπικός ἡγεμόνας ἀπὸ το 1815. ὅταν ἀνέλαβε ἀπὸ το σουλτᾶνο το ἀξίωμα του μπέη της Μάνης (ἐξ οὐ καί Πετρόμπεης), τίτλο ποῦ μέχρι τότε κατεῖχε ὁ Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης, ὁ ὁποῖος εἶχε καθαιρεθεῖ. Χάρη στὸ ἀξίωμα αὐτὸ καὶ στὶς ἀναμφισβήτητες ἱκανότητές του, ὁ Πετρόμπεης κατάφερε νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν περιοχή. τόσο στοὺς Ἕλληνες. ὅσο καὶ στοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἀποκτήσει μεγάλη ἐπιρροή. 
Ἀπὸ το 1818 εἶχε μυηθεῖ στῆ Φιλική Ἑταιρεία ἀπὸ τον Κυριάκο Καμαρινό καὶ ἀργότερα μύησε καὶ ὁ ἴδιος τους κυριότερους ἀρχηγούς της Μάνης. Ὑπῆρξε συνετός καὶ ἔμπειρος ἀρχηγός, ἔνθερμος πατριώτης, διορατικός καὶ δὲν ἐνθουσιαζόταν εὔκολα.

Οἱ διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα γιὰ ἐπεμβάσῃ της Ρωσίας στὴν ἐπικείμενη ἑλληνική ἔνοπλη ἐξεγέρσει. με την κήρυξη ρωσοτουρκικού πολέμου καὶ την ὑποστολή ἔνοπλης δύναμης στὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ την ὕπαρξη πληθώρας οἰκονομικῶν μέσων. δὲν ἔπειθαν το διστακτικό Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ διασταυρώσει τις πληροφορίες του ἀπὸ τον Καποδίστρια καὶ την ἡγεσία της Φιλικῆς Ἑταιρείας. Πίστευε. ὅτι ὁποιαδήποτε βεβιασμένη καὶ ἀσυντόνιστη κίνηση. θὰ ἔβαζε σε μεγάλο κίνδυνο την ὅλη προετοιμασία.
Οἱ τουρκικές ἀρχὲς ἤδη ὑποψιάζονταν τον Πετρόμπεη. ἐξαιτίας της ἀπειθαρχίας του νὰ συλλάβει τον Κολοκοτρώνη καὶ τον Παπαφλέσσα καὶ σχεδία­ζαν την ἀντικατάστασή του ἀπὸ τὴ θέση του μπέη. Ὁ τελευταῖος ξεγέλασε τις ἀνησυχίες του ἐχθροῦ. με την ἀποστολή του γιοῦ του Ἀναστάση στὴν Τρίπολη. στὴ σχετική πρόσκληση τῶν Τούρκων.
Οἱ Μανιάτες ὁπλαρχηγοί ἦταν πλέον πεπεισμένοι γιὰ την ἐπίσπευση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Σύμφωνα δὲ με τοπική παράδοση, στὶς 17 Μαρτίου στὴν Ἀρεόπολη – Τσίμοβα οἱ καπεταναῖοι της Μάνης. με ἐπι­κεφαλής τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη. κήρυξαν την Ἐπανάσταση καὶ ἔγινε δοξολογία στὸ ναό τῶν Ταξιαρχῶν. 
Παράδοση ποῦ ἐπιβεβαιώνεται. ἀπὸ τις πληροφορίες του Φιλήμονος καὶ του Ἰωάννη- Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιοῦ του Θεόδωρου. Κατά τον Κολοκοτρώνη, οἱ Ἕλληνες «διενοοῦντο περί της ἐνάρξεως του πολέμου» καὶ «ὅθεν την 17ην Μαρτίου οἱ πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν νὰ λάβωσι τα ὅπλα κατά των Τούρκων».
 
Ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, γιός του Θεόδωρου, γράφει:
 
«Ἀναπτυσσομένης της ἰδέας περί της Ἐπαναστάσεως, ὁ σπινθήρ της Ἐλευθερίας ἥναπτε τον ἐνθουσιασμό τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες διενοοῦντο περί της ἐνάρξεως του πολέμου. 
Ὅθεν την 17ην Μαρτίου οἱ πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν νὰ λάβωσι τα ὅπλα κατά των Τούρκων.»
Στὴ μικρή πλατεῖα μπροστά ἀπὸ το ναό, στὴ θέση «Κοτρώνι», ὑψώθηκε ἡ ἐπαναστατική σημαία, ποῦ εἶχε κατασκευαστεῖ πρόχειρα ἀπὸ λευκό ὕφασμα καὶ μαῦρο σταυρό. Σύμφωνα με την ἴδια παράδοση καὶ ὅπως συμβαίνει σ’ αὐτὲς τις περιπτώσεις, οἱ ἱερεῖς εὐλόγησαν τὴ σημαία καὶ οἱ ὁπλαρχηγοί, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Πετρόμπεης, ὁρκίστηκαν ὅτι θὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ την ἐλευθερία του ἔθνους. 
Ἡ ἡμέρα της 17ης Μαρτίου ἔχει κηρυχθεῖ ἀπὸ το κράτος, ὡς τοπική ἐθνικὴ ἑορτὴ της Ἀρεόπολης.



Ὁ ὅρκος τῶν Μανιατών μπροστά στοὺς Ταξιάρχες:

«Ὁρκίζομαι,
εἰς το ὄνομα του Παντοδύναμού μας Θεοῦ,
εἰς το ὄνομα του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ της Ἁγίας Τριάδος,
νὰ χύσω καὶ την ὑστέραν ρανίδα του αἵματος μου,
ὑπέρ πίστεως καὶ Πατρίδος.
Ὁρκίζομαι,
νὰ μὴ βλέψω εἰς τα ὄπισθεν,
ἐάν δὲν ἀποδιώξω τον ἐχθρὸν της Πατρίδος
καὶ της Θρησκείας μου.
Ορκίζομαι,
«Ταν ή επί Τας» καὶ «Νίκη ἤ Θάνατος»
ὑπέρ Πίστεως καὶ Πατρίδος.



Ἡ ἐπιλογή της περιοχῆς αὐτῆς γιὰ την κή­ρυξη της Ἐπανάστασης δὲν κρίθηκε τυ­χαία, ἀφοῦ ἡ Τσίμοβα – Ἀρεόπολη ἦταν, ἐπὶ ἡγεμονίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ἡ «πολιτική πρωτεύουσα» της Μάνης, ὁ ἐκεῖ μεγάλος πύργος, του ἀποτελοῦσε το διοικητή­ριό του καὶ ἐκεῖ ἔμεναν τα ἰσχυρότερα μέλη της οἰκογένειάς του.
Ἐπίσης ἡ Τσίμοβα ἀποτέλεσε το κέ­ντρο του ἐπαναστατικοῦ ἀγῶνα της Μάνης. Στή συνέχεια, ἄρχισε ἡ πολεμική προετοιμασία καὶ ὀργανώθηκαν δύο στρατιωτικά τμήματα, της Ἀνατολίτικής καὶ της Δυτικῆς Μάνης, τα ὁποία ἔδρασαν χωρισμένα, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὑπὸ τους το­πικούς τους ἀρχηγούς, το μὲν πρῶτο πρὸς Λακε­δαίμονα καὶ το δεύτερο πρὸς Καλαμάτα.
Το μεσημέρι της 22ας Μαρ­τίου μία στρατιά 2.500 ἀνδρῶν, με ἐπὶ κεφαλῆς τον Πετρόμπεη, ἐξόρμησε πρὸς τις πεδιάδες της Μεσ­σηνίας.
Μαζί του ἦταν πολλά μέλη της οἰκογένειάς του, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καὶ καπετάνιοι της Δυτικῆς Μάνης: ὁ Μούρτζινος, οἱ Καπετανάκηδες, οἱ Κουμουντουράκηδες, ὁ Παναγιώτης Βενετσανάκος, ὁ Κυβέλος, ὁ Χριστέας κ.ά. Το πρωί της ἑπόμενης μέρας εἶχαν πλέον εἰσέλθει στὴν Καλαμάτα, μαζί τους ἦταν οἱ Παπαφλέσσας, Ἀναγνωσταράς, Νικηταράς καὶ οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, ποῦ φυλούσαν τους γύρω λόφους, ἀφοῦ πρῶτα ἀπέκοψαν κάθε προσπάθεια διαφυγῆς τῶν Τούρ­κων πρὸς Τρίπολη.
Ὁ Ἀρναούτογλου παρέδωσε την πόλη χωρίς ἀντίσταση, ἔπειτα ἀπὸ σχετικό πρωτόκολλο καὶ ἀφοῦ διασφαλίστηκε ἡ ζωή των Τούρκων.
Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, στὶς ὄχθες του χειμάρρου Νέδωνος καὶ μπροστά ἀπὸ τὴ βυζαντι­νή ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλω,ν ἔγινε πανη­γυρική δοξολογία, κατά την ὁποία 24 ἱερεῖς καὶ ἱερομόναχοι εὐλόγησαν τις σημαῖες των ἀγωνιστῶν καὶ τους ὅρκισαν γιὰ τον ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα. Ἀκολούθησε σύσκεψη των ὁπλαρχηγῶν καὶ των προκρίτων, κατά την ὁποία ἀποφασίστηκε ἡ σύστα­ση ἐπαναστατικῆς ἐπιτροπῆς, της «Μεσσηνιακῆς Γερουσίας» ἡ «Συγκλήτου», με σκοπό το συντονι­σμό του ἐπαναστατικοῦ ἀγῶνα.
Ἡ ἡγεσία δόθηκε στὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τον τίτλο του «ἀρχιστράτηγου των σπαρτιατικῶν δυ­νάμεων».
1. Την ἴδια μέρα ὁ Πετρόμπεης, ὡς πρόεδρος της Πελοποννησιακῆς Γερουσίας, ἀπέστειλε «προειδοποίησιν εἰς τας εὐρωπαϊκάς αὐλάς», γνωρίζο­ντας την Ἐπανάσταση τῶν Πελοποννησίων καὶ ζητῶντας βοήθεια γιὰ την Ἑλλάδα «ἐκ της ὁποίας καὶ ὑμεῖς εφωτίσθητε […] ὅσον τάχος την φιλάνθρωπον συνδρομήν καὶ διά χρημάτων καὶ διά ὅπλων, καὶ διά συμβουλῆς», διαβεβαιώνοντας γιὰ την ἔμπρακτη ἀπόδειξη της εὐγνωμοσύνης της.
Ἡ «προειδοποίησις» αὐτὴ ἀποτελεῖ το πρῶτο διπλω­ματικό ἔγγραφο της ἐπαναστατημένης Ἑλλάδας πρὸς τις ξένες δυνάμεις.









Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ἀπρίλιος 1770 - 4 Φεβρουάριος 1843)


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ἀπρίλιος 1770 - Φεβρουάριος 1843)
Ανάμεσα στις ηγετικές μορφές πού ἀνέδειξε ὁ ἐθνικὸς ἀγῶνας τῶν Ἑλλήνων γιὰ ἀνεξαρτησία του 1821 ξεχωρίζει αὐτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το ὄνομα του ἁγνοῦ αὐτοῦ πολεμιστή πέρασε στὸ πάνθεον των ἀθανάτων της Ἱστορίας μας, ὄχι μόνο ἐξαιτίας της ἡρωικῆς του συνεισφοράς στὸν ἔνοπλο ξεσηκωμό ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ για την γενικότερη παρουσία του στὰ μετεπανασταστικά χρόνια, ὅταν το νεοσύστατο Ἑλληνικό Κράτος ἐπιχειροῦσε τα πρῶτα του ἄρρυθμα βήματα.
ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ «ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩΝ»
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὰ ἀπομνημονεύματά του, εἶδε το φῶς της ζωῆς «εἰς τα 1770, Ἀπριλίου 3, τὴ Δευτέρα της Λαμπρῆς... εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δέντρο ἀπὸ κάτω, εἰς την παλαιά Μεσσηνία, ὀνομαζόμενο Ραμαβούνι». Η περιοχή βρίσκεται στὸ ἀκατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι του Δήμου Φαλάνθου, σε ἀπόσταση 30 χιλιομέτρων ἀπὸ την Τρίπολη. Κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας το Λιμποβίσι διοικητικά ἀνῆκε στὸ Βιλαέτι της Καρύταινας, ἀλλὰ με την λήξη της ἐπανάστασης του 1821 οἱ κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στὴν Κατσίμπαλη. Στὸ ἐπίσης ἐγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Ἀρκουδόρεμα οἱ Κολοκοτρωναίοι διατηροῦσαν προεπαναστατικά τα λημέρια τους. Προερχόταν ἀπὸ φημισμένη οἰκογένεια κλεφτῶν καὶ ἀρματολῶν, ποῦ ἡ δράση τους ἐκτείνεται στὴν προεπαναστατική περίοδο, κατά τὴ διάρκεια της Ἐπανάστασης καθώς καὶ μετά την ἀπελευθέρωση. Ἡ οἰκογένεια καταγόταν ἀπὸ την Πελοπόννησο καὶ πολλά μέλη της διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ἀπὸ τις ἀρχὲς του 16ου αἰῶνα, στούς ἀγῶνες ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἀποκορύφωμα αὐτῆς της δραστηριότητας ὑπῆρξε ἡ δράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν ἐπανάσταση του 1821. Ὑπολογίζεται ὅτι μόνο στὰ διάστημα 1760-1806 σκοτώθηκαν περίπου 70 μέλη της οἰκογένειας.                                                                               Το ἐπωνύμῳ της οἰκογένειάς του ἀρχικὰ ἦταν Τζεργίνη (κατ’ ἄλλους Τσεργίνη), καὶ ζοῦσε στὸ χωριό Ρουμπάκι του Λεονταρίου (Ἀρκαδία). Ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔκαψαν το χωριό του, ὁ Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης, ποῦ θεωρεῖται καὶ ὁ γενάρχης τῶν Κολοκοτρωναίων, κατέφυγε το 16ο αἰῶνα στὸ Λιμποβίσι. Ὁ γιὸς του, Δημητράκης, ἀπέκτησε 3 γιοὺς: τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δῆμο. Οἱ Τζεργίνιδες, ἔγιναν κλέφτες στὶς ἀρχὲς του 16ου αἰῶνα, ὅταν ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τῶν Τούρκων κατά τὴ ναυτική ἐκστρατεία του Γενουάτη ναυάρχου Ἀντρέα Ντόρια στὴν Πελοπόννησο (1532). Ὁ Ντόρια κατάλαβε τὴ Μεθώνη, την Πάτρα, το Ρίο καὶ ξεσήκωσε του Πελοποννήσιους ἐναντίον του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεποῦς. Ἀποχώρησε ὅμως ἕνα χρόνο ἀργότερα, ἀφήνοντας ἐκτεθειμένους τους κατοίκους. Το γεγονός αὐτὸ σήμανε την ἀπαρχὴ της συνεχοῦς πολεμικῆς δραστηριότητας της οἰκογένειας.

Το 1667, στὸν πόλεμο μεταξύ Τουρκίας καὶ Βενετίας γιὰ την κυριαρχία της Κρήτης, οἱ ἀπόγονοι του Λάμπρου Τζεργίνη, Χρόνης, Δῆμας καὶ Λάμπρος, πῆγαν ἀπὸ την Πελοπόννησο στὰ λημέρια τῶν κλεφτῶν στὴ Ροῦμελη. Μετά ἀπὸ πόλεμο 20 ἐτῶν με τους Τούρκους της Ρούμελης, οἱ γιοὶ του γύρισαν στὴν Πελοπόννησο, ὅταν κυρίαρχος ἦταν ὁ Ἐνετός Μοροζίνι, φέρνοντας μαζί τους καὶ κλέφτες της Ροῦμελης. Ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔδιωξαν του Ἐνετούς καὶ κυριάρχησαν στὴν Πελοπόννησο, οἱ ἀγῶνες τῶν Κολοκοτρωναῖων ἀναζωπυρώθηκαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ Χρόνης ἦταν ὁ προπάππους του. Κάποια στιγμή ὁ Δῆμος ἄλλαξε το ὄνομα του σε Μπότσικας, ποῦ στὰ ἀρβανίτικα σημαίνει μαυριδερός (ὁ ἴδιος ἦταν πράγματι μικρόσωμος καὶ μελαψός). Ὅταν ἕνας ντόπιος Ἀρβανίτης εἶδε το παιδί ποῦ ἀπέκτησε ὁ Δῆμος, τον Γιάννη, το ἀποκάλεσε «μπιθεκούρα», δηλαδή με πισινό σὰν πέτρα. Ἔτσι ἔμεινε το ἐπίθετο Κολοκοτρώνης.

Γιάννης ἀπέκτησε 5 γιοὺς: τον Ἀναγνώστη, τον Κωνσταντῆ, τον Βασίλη, τον Ἀποστόλη καὶ τον Γιώργη. Ὅλοι τους ἀκολούθησαν το παράδειγμα τῶν προγόνων καὶ καταπιάστηκαν με τον ἀγῶνα ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλους διακρίθηκε ὁ Κωνσταντῆς, μετέπειτα πατέρας του Θεόδωρου, ποῦ ἀναδείχθηκε ἡγέτης τῶν Ἀρματολῶν της Κορινθίας. Ἡ δράση του ὑπῆρξε τόσο φοβερή, ὥστε οἱ Τουρκαλβανοί ὁρκίζονταν με την φράση «νὰ μὴν σώσω ἀπὸ του Κολοκοτρώνη το σπαθί!»Το καλοκαίρι του 1769, κι ἐνῶ μαινόταν ὁ Ρῶσο-τουρκικός πόλεμος του 1768 - 1774, ἡ Αἰκατερίνη Β' της Ρωσίας διέταξε 14 πλοῖα με 600 στρατιῶτες νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ το λιμάνι της Κρονστάνδης γιὰ την Πελοπόννησο, με σκοπό νὰ ἀναπτύξουν πολεμική δράση σε βάρος των Τούρκων, ὑποκινῶντας ταυτόχρονα ἐπανάσταση. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ναυτική μοῖρα τῶν Ρώσων πού στάλθηκε στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, ἡ ὁποία ἐνεργοποίησε ἄμεσα την ἀνταπόκριση τῶν τοπικῶν προκρίτων καὶ του κλήρου. Ὁ Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου, ἦταν ἀπὸ τους πρώτους ποῦ ἔσπευσαν στην Μάνη γιὰ νὰ πάρουν μέρος στὴν ἔνοπλη ἐξεγέρσει γιὰ την ἀνεξαρτησία. Ὅταν στὶς ἀρχὲς του 1770 ἀφίχθη στὸ Οἴτυλο της Μάνης ἡ δεύτερη ρωσική ναυτική μοῖρα με ἐπὶ κεφαλῆς τον Θεόδωρο Ὀρλόφ καὶ τον ναύαρχο Σπυριδόφ, ὁ Κωνσταντῆς ἤδη βρισκόταν σε ἐμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους της Μάνης. Η σύζυγός του, Ζαμπία ἡ Ζαμπέτα (το γένος Κωτσάκη), κρυβόταν στὸ βουνό γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Οὐσιαστικά ἀητός ἦταν ὁ λόγος ποῦ ο γιος του, Θεόδωρος, γεννήθηκε με αὐτὸν τον ἄβολο καὶ ὀδυνηρό τρόπο (μολονότι το νὰ γεννοῦν οἱ γυναῖκες στὶς ἐρημιές ἐκείνη την ἐποχῆ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀσύνηθες).
Ὁ ἐρχομὸς τῶν «Μοσχόβων», του «ξανθοῦ γένους», ὅπως ἀποκαλούσανε τους Ρώσους, εἶχε ἀναθαρρέψει τι ἐλπίδες του ὑπόδουλου γένους καὶ οἱ κληρικοί ἔτρεχαν νὰ τους προϋπαντήσουν με εἰκονίσματα καὶ σταυρούς στὰ χέρια, διακηρύσσοντας πῶς εἶχε φτάσει ἡ ὥρα ποῦ ὁ Θεός θὰ ἐλευθέρωνε το χριστιανικό βασίλειο τῶν Ἑλλήνων καὶ θὰ ἀναβίωνε το θρυλικό Βυζάντιο! Ἡ ἀποτυχία ἐκείνης της πρόωρης ἐπανάστασης ἔμελλε νὰ σημαδέψει βαθιά τὴ ζωή του Θεόδωρου. Ὁ πατέρας του συνέχισε τον πόλεμο γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια, ὥσπου το 1780 φονεύθηκε σε συμπλοκή με δυνάμεις του πασᾶ Χασάν Τζεζαερλή, κατά την πολιορκία τῶν πύργων της Καστάνιτσας. Μαζί του σκοτώθηκαν καὶ δύο ἀπὸ τους ἀδελφούς του, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ φημισμένος Κλέφτης Παναγιώταρος με πολλούς ἀκόμη πατριῶτες. Ὁ Ἀναγνώστης ἐπέζησε καὶ φρόντισε γιὰ την ἀσφάλεια της χήρας του ἀδερφοῦ του καὶ των δύο ὀρφανῶν (τα ἀλλὰ τέσσερα παιδιά πέθαναν), φυγαδεύοντάς τους στὸ χωριό Μηλιά της Μάνης, ὅπου ἔμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πῆγαν στὴν Ἀλωνίσταινα της Μαντινείας, στὰ Σαμπάζικα, ἀπὸ ὁποῦ κρατοῦσε ἡ καταγωγή της μητέρας του Θεόδωρου.
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ - ΖΑΧΑΡΙΑ
Τα χρόνια ποῦ ἦρθαν ἦταν γεμᾶτα φόβο καὶ ὑποψίες. Ἡ οἰκογένεια ἔπρεπε νὰ φυλάγεται, κρυβόταν συνέχεια, «στεκόταν στὸ πόδι, πλάγιαζε με το μάτι ἀνοιχτὸ καὶ τ' ἀφτί στὸ πορτί». Οἱ Τοῦρκοι ποτέ δὲν λησμόνησαν το ὄνομα Κολοκοτρώνης. Σε ἡλικία 15 ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ την Ἀλωνίσταινα, ὅπου ἔμενε τότε, ἔγινε Ἀρματολός, μὰ σύντομα εἰσχώρησε στὰ σώματα τῶν Κλεφτῶν της Πελοποννήσου.

Το 1790, σε ἡλικία 20 ἐτῶν, νυμφεύθηκε την Αἰκατερίνη Καροῦζου, κόρη προεστοῦ του Λεονταρίου. Ἀπὸ τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 ἀγόρια (ὁ Πᾶνος, ποῦ σκοτώθηκε το 1825, ὁ Γιάννης ὁ Γενναῖος, ποῦ ἔγινε στρατιωτικός καὶ μετέπειτα πρωθυπουργός καὶ ὁ Κωνσταντῖνος) καὶ 3 κορίτσια, τα ὁποία φρόντισε νὰ παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της ἐποχῆς. Ἕνα ἀπὸ τα κορίτσια ἦταν καὶ ἡ Ἑλένη, μετέπειτα σύζυγος του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά). Εἶχε ἤδη ἀποκτήσει την δική του κλέφτικη ὁμάδα, ποῦ γρήγορα ἔγινε τρόμος τῶν Τούρκων καὶ «κακό σπυρί» των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυποῦσε κι ἀμέσως κρυβόταν στὰ «ἀπάτητα», προκαλῶντας το τρελό μῖσος τῶν ἐχθρῶν του. Δύο χρόνια ἔμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια τῶν ὁποίων διακρίθηκε γιὰ την ἀνδρεία του καὶ ὀνομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Οἱ πρῶτες του σημαντικές μάχες με τους Τούρκους σημειώθηκαν ὅταν βοήθησε τον Ἀνδρέα Ἀνδρούτσο(πατέρα του Ὀδυσσέα) νὰ περάσει στὴ Στερεά Ἑλλάδα μαζί με τους 400 ἄνδρες του, ὅταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε ἡ ζωή του, καθώς ὁ τελευταῖος εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὴ Μεγάλη Αἰκατερίνη της Ρωσίας. Η 40ήμερη αὐτὴ μάχη ἀνέδειξε την ἡγετική μορφή του Κολοκοτρώνη. Κατόπιν, χρίστηκε «τέσσερις πέντε χρόνους Ἀρματολός», ἔχοντας στὴν ἐπιβλέψη του το Λεοντάρι καὶ την Καρύταινα. Μετά την κατάληψη της Ἐπτανήσου ἀπὸ τον Ναπολέοντα (1797) ἡ ἐθνικοαπελευθερωτική κίνηση ἐντάθηκε καὶ ἔφερε τον Κολοκοτρώνη πάλι στὸ μέτωπο της μάχης.
Ἀπὸ τον πρῶτο κιόλας καιρό ὁ Θεόδωρος ξεχώρισε γιὰ την εὐφυΐα του στὴν στρατηγική καὶ την ὡριμότητα κατά την λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ἔχαιρε ὄχι μόνο της ἀποδοχῆς τῶν ἀνδρῶν του, ἀλλὰ καὶ της ἐκτίμησης τῶν παλαιότερων ὁπλαρχηγῶν καὶ των κατοίκων των χωριῶν ποῦ τύγχανε νὰ τον γνωρίζουν. Στὸ ἄκουσμά του ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ὑποτακτικοί ξεσπάθωναν. Οἱ Τοῦρκοι, ποῦ στὸ μεταξύ εἶχαν βάλει σκοπό νὰ ἀφανίσουν τους ἀντάρτες τῶν βουνῶν, ὁρκίστηκαν νὰ «χαλάσουν» τους Κολοκοτρωναίους. Πρὸς τοῦτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (ποῦ ἔβλεπαν
 με φθόνο την ἀναπτύξη του ἐπαναστατικοῦ κινήματος, γιατί μία τυχόν ἐπιτυχία του θὰ διακινδύνευε τα προνόμιά τους) καὶ κατάφεραν νὰ ἐξαγοράσουν ἀρκετούς.
Το 1802 ὁ Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας ἔστειλε φιρμάνι στοὺς προεστούς καὶ τους Κοτζαμπάσηδες νὰ δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη καὶ τον ἀγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταῖο ἤδη τον εἶχε «στριμώξει» ὁ Ἀλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστοῦ τῶν Καλαβρύτων, ἐνῶ ὁ ἰσχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ἰωάννης Δεληγιάννης, ὅρκισε δύο προεστούς νὰ δολοφονήσουν τον πρῶτο. Μετά ἀπὸ καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ὅτι ο Κολοκοτρώνης εἶναι Ἀρματολός, οἱ Τοῦρκοι ἀρμάτωσαν 400 ἄνδρες τους καὶ τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν νὰ ἀποκλείσουν τους Κολοκοτρωναῖους σε κάποιο χωριό. Μετά ἀπὸ μάχη δύο ἡμερῶν αὐτοὶ κατάφεραν νὰ διαφύγουν κάνοντας ἔξοδο. Τόπο δὲν εἶχαν νὰ σταθοῦν. Ἔτσι κατέφυγαν στὴν Τσακωνιά ζητῶντας βοήθεια ἀπὸ τους ἐκεῖ προεστούς, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπάντησαν πῶς «γιὰ τα τομάρια σας ἔχουμε μόνο βόλια!» Ἀκολούθησε μακελειό. Οἱ Κολοκοτρωναῖοι κατάσφαξαν τους προεστούς καὶ ὅσους εἶχαν ταχθεῖ με το μέρος τους. Κάποιοι ποῦ κατάφεραν νὰ σωθοῦν διέφυγαν στὴν Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στὸν Τοῦρκο διοικητή. Αὐτὸς προθυμοποιήθηκε νὰ συγκεντρώσει ἕνα ἰσχυρὸ σῶμα ἐκστρατείας καὶ νὰ ριχτεῖ στὸ κυνήγι τῶν ἐπαναστατῶν.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ




Ἔπειτα ἀπὸ προδοσία ντόπιων προεστῶν (7 Μαρτίου 1805) ὁ Κολοκοτρώνης πολιορκήθηκε στὴν Ξεροκερπινή ἀπὸ τους Τούρκους, ἀλλὰ τελικά ξέφυγε ἀπὸ τον κλοιό τους καὶ κατέφυγε στὴ Ζάκυνθο, ποῦ τότε ὑπαγόταν στὴν Ἰόνιο Πολιτεία. Μαζί με αὐτὸν πῆγαν στὴ Ζάκυνθο καὶ πολλοί Ρουμελιῶτες, Σουλιῶτες καθώς καὶ συμπατριῶτες του Πελοποννήσιοι. Ἔχοντας ἀποκτήσει πείρα καὶ στὴ θάλασσα ὡς κουρσάρος, πῆρε μέρος στὶς ναυτικές ἐπιχειρήσεις του ρωσικοῦ στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Κάποια στιγμή οἱ Ἕλληνες πατριῶτες θεώρησαν σκόπιμο νὰ ἀπευθύνουν ἔκκληση βοηθείας πρὸς τον τσάρο Ἀλέξανδρο, ἀλλὰ ἡ Ἁγία Πετρούπολη ἀπέφυγε νὰ δεσμευτεῖ καὶ ἀντιπρότεινε την κατάταξή τους στὸν Ρωσικό Στρατό με σκοπό νὰ μεταφερθοῦν στὴν Ἰταλία καὶ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν καὶ πῆγαν πράγματι στὴν Νάπολη. Ὅμως, ὁ Κολοκοτρώνης ἀπέρριψε την πρόταση του Ρώσου ἀξιωματικοῦ Αντρέπ γιὰ βοήθεια, ἐπειδή δὲ δέχθηκε τον ὅρο ποῦ του ἔθεσε (νὰ συμμετάσχει στὸν ἀγῶνα τῶν Ἄγγλων, τῶν Ρώσων καὶ των Τούρκων κατά της ἐπαναστατικῆς Γαλλίας), γιατί τον θεωροῦσε ἄσχετό πρὸς τον ἑλληνικό ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα.

Ἀπογοητευμένος, το 1806 ἐπέστρεψε ἄπρακτος στὴ Μάνη, ὅπου συνάντησε το μῖσος καὶ την ἔχθρα τόσο τῶν Τούρκων ὅσο καὶ τῶν ντόπιων προεστῶν, ἀκριβῶς στὴν πιὸ κρίσιμη περίοδο των τουρκικῶν βιαιοτήτων κατά τῶν ἐπαναστατημένων πατριωτῶν, ἰδίως τῶν Κλεφτῶν καὶ τῶν Κολοκοτρωναῖων. Ἡ πίεση του Σουλτάνου εἶχε ἐξαναγκάσει τον Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τὸν Ἰανουάριο ἐκείνης της χρονιᾶς, νὰ βγάλει διάταγμα δίωξής του καὶ νὰ ἀφορίσει την οἰκογένειά του, προσδίδοντας στὴ προδοτική στάση των προεστῶν μία ἐπίφαση νομιμότητας κι ἐθνικοφροσύνης. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἦταν νὰ ἀκολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης καὶ δραματική καταδίωξη του ἀπὸ τους Τούρκους σε πολλά χωριά καὶ πόλεις της Πελοποννήσου. Σχεδόν ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του ἐξοντώθηκε (σκοτώθηκαν 28 πρῶτα ξαδέρφια του καὶ ὁ ἀδελφὸς του, Γιάννης Ζορμπάς), ἀλλὰ καὶ παλιοί σύντροφοι του βουνοῦ, ὅπως ὁ Πετιμεζάς καὶ ὁ Ζαχαρίας,                                 ὕστερα ἀπὸ προδοσία τῶν καλόγερων της μονῆς Αἰμυαλών.
 Ὁ ἴδιός σώθηκε, ἐπειδὴ δὲ βρισκόταν στὸ μοναστήρι. Συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ το Θεόδωρο, οἱ 150 περίπου ἐναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ὁρκίστηκαν «καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο» καὶ χωρίστηκαν σε ὁμάδες διαφυγῆς. Ὁ Θεόδωρος ἀπέμεινε με 19 συγγενεῖς του κι ἕναν ὀνόματι καπετάν Γιώργη. Ἦταν οἱ μόνοι ποῦ τελικά σώθηκαν. Μετά ἀπὸ δραματική καταδίωξη ἀπὸ τους Τούρκους καὶ τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, κατάφερε - μαχόμενος - νὰ διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας ἀπὸ περιοχή στὰ ἀνατολικά του Λακωνικοῦ κόλπου καὶ περνῶντας στὰ ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ἐνδιάμεση στάση στὴν Ἑλαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφτασε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου ἦρθε σε ἐπαφῆ με τον στρατηγό του Ρωσικοῦ Στρατοῦ Παπαδόπουλο. Γιὰ ἄλλη μία φορά ἀρνήθηκε νὰ ἐνταχθεῖ στὶς τσαρικές δυνάμεις, ὑποστηρίζοντας πῶς σκοπός του ἦταν ἡ ἐπιστροφή στὸν Μοριά γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ το χαμό τῶν συγγενῶν καὶ φίλων του. Στὴ Ζάκυνθο γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια καὶ τους ἀρματολούς Μπότσαρη, Τζαβέλα κ.ά., ποῦ εἶχαν καταφύγει στὰ Ἐπτάνησα γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τους διωγμούς του Ἀλή πασᾶ. Συνεργάστηκε με τους αρματολούς Γιάννη Σταθά, Νίκο Τσάρα,Βλαχάβα κ.ά. στη συγκρότηση του πρώτου πολεμικού στόλου των Ἑλλήνων ἀπὸ 70 πλοῖα, ποῦ ἐπέδειξε σημαντική δράση κατά τα ἔτη 1806-8, ἡ ὁποία ἀνακόπηκε ὕστερά ἀπὸ ἐπεμβάσῃ τοῦ πατριαρχείου. Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στὴν σύσκεψη, ποῦ ἔλαβε χώρα στὴν Λευκάδα ὑπὸ τονἸωάννη Καποδίστρια προκειμένου νὰ ἀποφασιστεῖ ἡ στάση των Ἑλλήνων ἔναντι της ἀπειλῆς τῶν Ἰονίων νησιῶν ἀπὸ τον Ἀλή πασᾶ. Την ἴδιά χρονιά, ὅταν ἡ ναυτική ρωσική μοῖρα ὑπὸ τον ναύαρχο Σενιάβιν ἀναχώρησε ἀπὸ την Κέρκυρα με σκοπό την ὑποκίνηση ἐξέγερσης των νησιῶν του Αἰγαίου ἐναντίον τῶν Τούρκων, ὁ Κολοκοτρώνης γιὰ διάστημα 10 μηνῶν δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχή μεταξύ Σκιάθου καὶ Αἰγίου Ὄρους με το πλοῖο του Γεωργίου Ἀλεξανδρή. Στὴ συνέχεια, την ἄνοιξη του 1808, ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε στενή ἐπαφῆ με τον Τουρκαλβανό πατρικό φίλο του, Ἀλή Φαρμάκη, με τον ὁποῖο κατάστρωσαν σχέδια ἐναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασᾶ καὶ γιὰ την ἀπελευθέρωση της Πελοποννήσου. Η προσπάθεια ὅμως ματαιώθηκε ὅταν τα Ἐπτάνησα βρέθηκαν ὑπὸ ἀγγλικὴ κυριαρχία (1809).


Κατόπιν γύρισε στὴ Ζάκυνθο καὶ το 1810 κατατάχθηκε στὸ ἑλληνικό στρατιωτικό σῶμα του ἀγγλικοῦ στρατοῦ στὴ Ζάκυνθο, ποῦ με παρακίνηση καὶ ἐπιβλέψη τῶν Ἄγγλων εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ την ἀντιμετώπιση τῶν Γάλλων. Κατόρθωσε νὰ φτάσει μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη γιὰ τὴ δράση του κατά τῶν Γάλλων (γι’ αὐτὸ συχνά ἀπεικονίζεται με τὴ χαρακτηριστική περικεφαλαία τῶν Ἄγγλων ἀξιωματικῶν με τον λευκό σταυρό), ὑπηρετῶντας στὸ σῶμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στὸ διάστημα αὐτὸ μορφώθηκε, μελέτησε την ἑλληνική ἱστορία κι ἀπεκόμισε σημαντική πείρα στὶς πολεμικές ἐπιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στὸ συμπέρασμα πῶς ἡ Ἑλλάδα θὰ ἔπρεπε μόνη νὰ κερδίσει την ἐλευθερία της, δίχως νὰ ὑπολογίζει στὴν βοήθεια καμιᾶς ξένης δύναμης. Το 1817 ἀντιστρατεύθηκε καὶ ἀσχολήθηκε προσωρινά με το ἐπάγγελμα του ζωέμπορου.
ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ


Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στὴν ἐκκλησία του Ἁγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στὴνΦιλική Ἑταιρία.Ὕστερα ἀπὸ 30 χρόνια κλέφτικης ζωῆς, ὁ Κολοκοτρώνης συνδέθηκε γιὰ πρώτη φορά με την πανελλήνια ὀργάνωση του ἐθνικοαπελευθερωτικού ἀγῶνα. 3 χρόνια ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο καὶ ἐπέστρεψε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἀναλάβει τον ξεσηκωμό της περιοχῆς. Σύντομα ὁ Κολοκοτρώνης διακρίθηκε τόσο γιὰ τὴ γενναιότητά του ὅσο καὶ γιὰ τις μεγάλες στρατιωτικές του ἱκανότητες. Συναντήθηκε με τὸνἸωάννη Καποδίστρια στὴν Κέρκυρα καὶ συνομίλησε μαζί του γιὰ θέματα της ἐπανάστασης. Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ἑλλάδας γνώριζε γιὰ αὐτὴν πολύ πρὶν ὁ Ἐμμανουήλ Ξάνθος τον ἐπισκεφθεῖ στὴν Πετρούπολη γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει την ἡγεσία της Φιλικής Ἑταιρείας. Στὰ τέλη του 1820 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης

εἰδοποίησε τον Κολοκοτρώνη νὰ βρίσκεται σε ἑτοιμότητα. Ἡ ἀποφασιστική μέρα ἦταν ἡ 25η Μαρτίου.

Στὶς 6 Ἰανουαρίου 1821 ἡ κινητοποίηση στὴν Μάνη ἔγινε ἐντονότερη, ἀλλὰ ἀκόμη οἱ διαφορές ποῦ κατέτρωγαν τα «μεγάλα τζάκια» δὲν εἶχαν ξεπεραστεῖ. Ὁ Κολοκοτρώνης φρόντισε νὰ μονιάσει τις οἰκογένειες καὶ κατάφερε νὰ συσπειρώσει γύρω του ὀνομαστές προσωπικότητες, ὅπως ὁ Μούρτζινος, ὁ Νικηταράς, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Ἀναγνωσταράς, οἱ Καπετανάκηδες καὶ οἱ Κουμουνδούροι.Στὶς 22 Μαρτίου αὐτὸς καὶὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης 

τέθηκαν ἐπὶ κεφαλῆς ὁμάδας 2.000 ἐνόπλων καὶ ἐπιτέθηκαν στὴν τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την ἑπόμενη μέρα ἡ ἀπελευθερωμένη πόλη ὕψωνε την σημαία της ἐπανάστασης. Στὶς 24 Μαρτίου ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Παπαφλέσσας ἔφτασαν στὴν Σκάλα Ἀρκαδίας, ὅπου προσπάθησαν νὰ ἐμψυχώσουν τους ντόπιους, ἀναφερόμενοι στὴν ἡρωική καταγωγή τῶν Ἑλλήνων καὶ στὸ θέλημα του Θεοῦ γιὰ μία ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ὑποσχέθηκαν μάλιστα ὅτι μέσα στὶς ἑπόμενες μέρες οἱ ἴδιοι θὰ ἐνίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ἀκόμη καὶ οἱ πλέον διστακτικοί τότε ἐντάχθηκαν στὸ πλευρό τους καὶ πῆραν τα ἅρματα.

Ἡ ἄμεση ἀντίδραση τῶν Τούρκων ἦταν νὰ ἐνισχύσουν τα κάστρα στὰ παράλια της Πελοποννήσου, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πιθανότητα ἐνίσχυσης τῶν ἐπαναστατῶν με ἀποβάσῃ ξένου στρατοῦ (πιθανόν της Ρωσίας) ἡ ἄλλων Ἑλλήνων ἀπὸ την Ρούμελη καὶ τα νησιά. Οἱ ὁπλαρχηγοί ὑποστήριξαν την ἄποψη νὰ χτυπήσουν αὐτὰ τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης καὶ του Ναυπλίου), ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης πρότεινε την ἅλωση της Τρίπολης ὡς ἐνδεδειγμένη ἑπόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, ἐξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες καὶ διέθεταν ἰσχυρές ὀχυρώσεις, ὥστε ἡ ἑλληνική πλευρά θὰ ἀναγκαζόταν νὰ χύσει πολύ αἷμα σε ἀλλεπάλληλες μετωπικές ἐφόδους -καὶ πάλι ἡ κατάληψή τους ἦταν ἀμφίβολη. Ἀντίθετα, ἡ «Τριπολιτσά» ἦταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του ἐχθροῦ καὶ ὁρμητήριό του. Η πτώση της θὰ ἦταν σωστή συμφορά γιὰ τους Τούρκους, ἀκόμη καὶ γιὰ λόγους ψυχολογικούς. Ὅλοι συμφώνησαν καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ὅρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητῶν, δίνοντας ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν ὀχύρωσή του, φοβούμενος ἐπέμβαση τῶν Τούρκων ἀπὸ ἄλλα μέρη της χώρας γιὰ βοήθεια.

Πράγματι, ὁ Χουρσίτ πασᾶς,

ποῦ την ἐποχῇ ἐκείνη βρισκόταν στὴν Ἤπειρο γιὰ την καταστολή της ἐξέγερσης του Ἀλή πασᾶ ἐναντίον της Πύλης, ἀπέσπασε σημαντική δύναμη καὶ την ἔστειλε στὴν Πελοπόννησο με ἐπικεφαλῆς τον Μουσταφά πασᾶ. Αὐτὸς κατέκαψε τὴ Βοστίτσα Ἀχαΐας, προχώρησε πρὸς την Ἀκροκόρινθο καὶ διέλυσε τους Ἕλληνες πολιορκητές του κάστρου καὶ μέσω του Ἄργους κατευθύνθηκε πρὸς Τρίπολη. Μπῆκε στὴν πόλη στὶς 6 Μαΐου, ἀναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη νὰ ὀχυρωθεῖ στὸ Βαλτέτσι, ἀπὸ ὅπου ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς ὅλες τις προσπάθειες ἐξόδου τῶν ἔγκλειστων Τούρκων. Μετά ἀπὸ πολιορκία 6 μηνῶν, ἡ Τρίπολη ἔπεσε στὶς 23 Σεπτεμβρίου. Οἱ ἐπαναστάτες προέβησαν σε πράξεις ἀντεκδίκησης κατά τις ὁποῖες σφαγιάστηκαν 30.000 ἄμαχοι Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης μπόρεσε νὰ τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Ἀλβανούς ὑπερασπιστές ἀπὸ καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ἠθικὸ μεγαλεῖο του ἡγέτη.

Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ του Κολοκοτρώνη στὰ ἀπομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
«Ὅταν ἐμβῆκα εἰς την Τριπολιτσά, με ἔδειξαν τον Πλάτανο εἰς το παζάρι ὅπου ἐκρέμαγαν του Ἕλληνας. Ἀναστέναξα καὶ εἶπα: ‘Αἰντε, πόσοι ἀπὸ το σόγι μου καὶ ἀπὸ το ἔθνος μου κρεμάστηκαν ἐκεῖ’, καὶ διέταξα καὶ το ἔκοψαν».

Μετά ἀπὸ αὐτὴν την πρώτη σημαντική νίκη οἱ ἔριδες μεταξύ προκρίτων καὶ στρατιωτικῶν, ποῦ ἀπὸ τα πρῶτα κιόλας βήματα της ἐπανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, ἀναζωπυρώθηκαν. Στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου ἔφτασε στὴν Πελοπόννησο ὁΔημήτριος Ὑψηλάντης με σκοπό την πολιτική ὀργάνωση του ἀγῶνα. Οἱ πρόκριτοι ἀντέδρασαν πρὸς τις ἀπόψεις του, ἐξαιτίας κυρίως του περιορισμοῦ τῶν προνομίων τους ποῦ αὐτὲς συνεπάγονταν, ἐνῶ ὁ Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις ἀποδέχθηκαν. Ὁ ἴδιος μεσολάβησε ἐπιτυχῶς στὸ νὰ ἀποτραπεῖ μία ὀλεθρία γιὰ την ἐπανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων καὶ Ὑψηλάντη, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ ἀποτινάξει ἀπὸ πάνω του τον φθόνο ποῦ ἔτρεφαν γιὰ αὐτὸν τον ἴδιο. Ὅταν πρότεινε την ἐπανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης δὲν τον ὑποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ἐνέκρινε την εἰσήγησή του, ἀλλὰ στὴν κρίσιμη φάση δὲν τον ὑποστήριξε με ἐνισχύσεις, ἀφήνοντάς τον με 600 περίπου ἄνδρες. Ἔτσι, στὶς 23 Ἰουνίου 1822 ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει την προσπάθεια καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν Γαστούνη. Ἔπρεπε νὰ ἀναδιοργανώσει τις δυνάμεις του γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ νέος κίνδυνος ἀπὸ την ἄφιξη του Δράμαλη.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Στίς ἀρχὲς Ἰουλίου 1822, μετά ἀπὸ ἐπιτυχῆ πορεία στὴν Ρούμελη, ὁ Δράμαλης καθηλώθηκε στὴν Κόρινθο. Ὕστερα ἀπὸ πρόταση του Κολοκοτρώνη στὸ συμβούλιο τῶν ὁπλαρχηγῶν της 10ης Ἰουλίου στὸν Ἀχλαδόκαμπο, Οἱ Ἕλληνες εἶχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στὴν Ἀργολίδα, ἀκινητοποιῶντας οὐσιαστικά τις ἰσχυρές δυνάμεις του ἐχθροῦ. Ἡ προσπάθεια του Δράμαλη νὰ προελάσει πρὸς το ἐσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στὰΔερβενάκια στὶς 26 Ἰουλίου 1822, ὅπου ἡ στρατιά του ἀποδεκατίστηκε. Σε ἐπίπεδο στρατηγικῆς, ἡ ἑλληνική νίκη ὀφειλόταν καθαρά στὴν ἀξία κρίση του Κολοκοτρώνη, ποῦ πλέον ὁρίστηκε ἀρχιστράτηγος ὅλων τῶν ἐνόπλων δυνάμεων της Πελοποννήσου. Στὶς 30 Νοεμβρίου 1822 κατέλαβε το Ναύπλιο.
Κατόπιν ὁ Κολοκοτρώνης ἔστρεψε την προσοχή του σε ἄλλα σημεῖα του ἀγῶνα, καθώς οἱ ἐσωτερικές ἀντιθέσεις τῶν Ἑλλήνων ἔπαιρναν ἀνησυχητικές διαστάσεις. Πολύ σύντομα, τις τιμητικές διακρίσεις καὶ τὴ δόξα ἀκολούθησαν οἱ ταπεινώσεις καὶ οἵ ἐξευτελισμοί, καθώς την περίοδο 1823-25 ξέσπασε ὁ ἐμφύλιο πόλεμος στὶς γραμμές της Ἐπανάστασης. Ἡ μία παράταξη ἀπαρτιζόταν ἀπὸ προεστούς καὶ πολιτικούς καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ ὁπλαρχηγούς. Καὶ οἱ δύο διεκδικοῦσαν την ἐξουσία στὶς ἀπελευθερωμένες περιοχές. Γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἐμφύλιος πόλεμος, ἀποδέχθηκε την θέση του ἀντιπροέδρου του ἐκτελεστικοῦ σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον ἀντίπαλο του, Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δὲν ἀποφεύχθηκε. Στή διάρκεια του Ἐμφυλίου πολέμου, στὸν ὁποῖο δὲν ἦταν ἀμέτοχες καὶ οἱ ξένες δυνάμεις, πολλές φορές προσπάθησε νὰ ἀμβλυνεῖ τις ἀντιθέσεις ἀνάμεσα στοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ δὲν ἀπέφυγε τὴ ρήξη. Οἱ Κοτζαμπάσηδες καὶ οἱ νησιῶτες, ἰδίως οἱ Ὑδραίοι, βρέθηκαν ἀπέναντι του. Στὶς 13 Νοεμβρίου 1824 οἱ πολιτικοί ἀντίπαλοι του Κολοκοτρώνη ὀργάνωσαν την δολοφονία του γιοῦ του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται ἀπὸ τους συμπατριῶτες του στὸ μοναστήρι της Ὕδρας. Τότε προτάθηκε γιὰ πρώτη φορά ἡ καταδίκη του σε θάνατο. Το παλιό μῖσος γιὰ τους Κολοκοτρωναίους δὲν εἶχε σβήσει.

Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει την Ἐπανάσταση, ὁ σουλτᾶνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τον πασᾶ της Αἰγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αὐτὸς ἀνταποκρίθηκε στέλνοντας ἰσχυρές δυνάμεις με ἐπικεφαλής τον γιὸ του, Ιμπραήμ πασᾶ, διάδοχο του αἰγυπτιακοῦ θρόνου. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αἰγυπτιακά στρατεύματα ἀποβιβάστηκαν στὴν Μεθώνη, κατέλαβαν τὴ Σφακτηρία καὶ το Ναβαρίνο, καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς το νεωτερικό της Πελοποννήσου. Στὶς 18 Μαΐου ἡ ἑλληνική κυβέρνηση, ποῦ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τον Ἱμπραήμ εἶχε διορίσει ἀρχιστράτηγο τον Ὑδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ὑστέρα ἀπὸ τις ἐπιτυχίες του ἐχθροῦ ὑποχρεώθηκε νὰ χορηγήσει ἀμνηστία στὸν Κολοκοτρώνη, νὰ τον ἀποφυλακίσει καὶ νὰ ἀναθέσει σε αὐτὸν καὶ στὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την ἀρχηγία τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, με την ὑποστολή νὰ ἀνακόψει την προέλαση του Ἱμπραήμ πασᾶ. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Ὑψηλάντη, τον Μακρυγιάννη καὶ ἄλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 ἄνδρες καὶ με τον Κολοκοτρώνη στὴν ἀρχηγία προσπάθησαν μάταια νὰ ἀναχαιτίσουν τον ὑπέρτερο σε ἀριθμὸ καὶ ὁπλισμὸ εἰσβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οἱ ἐλεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ἦταν ἐλάχιστες καὶ το ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων καταρρακωμένο. Ἡ ἐπανάσταση σώθηκε τότε χάρη στὸ ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Βασική ἀνησυχία του ἦταν το πεσμένο ἠθικὸ του λαοῦ καὶ κύριο μέλημά του νὰ ἀποτρέψει το «προσκύνημα», ἀνησυχῶντας γιὰ τὴ στάση των προεστῶν. Ὅταν ὁ Ἱμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους νὰ ἐγκαταλείψουν τον Ἀγῶνα καὶ νὰ «προσκυνήσουν», ὁ Κολοκοτρώνης κήρυξε γενική ἐπιστράτευση, διαλαλῶντας την περίφημη φράση: «Πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα νὰ μὴ μείνει, ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Μόνον ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει ἐμεῖς θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πώς την γῆν μας θὰ την κάμεις δικήν σου. Φωτιά καὶ τσεκούρι στοὺς προσκυνημένους». Βέβαια, δὲν κατατρόπωσε τον Ἱμπραήμ καὶ δὲν ἀνέκτησε οὔτε την Τρίπολη οὔτε την Πάτρα, κατόρθωσε ὅμως νὰ διατηρήσει ζωντανό τον ἔνοπλο Ἀγῶνα μέχρι την ἡμέρα ποῦ ὁ σουλτᾶνος ὑποχρεώθηκε νὰ ἀναγνωρίσει την ὕπαρξη του πρώτου ἀνεξάρτητου νεοελληνικοῦ κράτους. Μέχρι την λήξη του ἀγῶνα ὁ Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ἰμπραήμ, ποῦ διήρκεσε μέχρι το 1828, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ἔφτασετο στράτευμα του στρατηγοῦΜεζόν με ἐντολὴ του Καρόλου Ι' της Γαλλίας, γιὰ νὰ διασώσει την Ἑλλάδα ἀπὸ τα αἰγυπτιακά στρατεύματα. Η δράση τουΚολοκοτρώνη συνέβαλε ἀποφασιστικά στὴν πρόκληση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου (8 Ὀκτωβρίου 1827), κατά την ὁποία ὁἸμπραήμ ἡττήθηκετελικά ἀπὸ τις μεγάλες δυνάμεις της Εὐρώπης, καὶ ἀργότερα στὴ δημιουργία του αὐτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους.
Ἀξίζει νὰ τονιστεῖ ἡ στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικοῦσε τα στρατεύματα με ἰδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιῶντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀντεπεξέρχεται το στράτευμα στὴν ἀριθμητική ὑπεροχή του ἀντιπάλου. Ἐνδεικτικό της δυσκολίας του ἀγῶνα του 21 εἶναι το παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τα ἀπομνημονεύματα του.
«Ὁ Ἰμπραΐμης μου ἐπαράγγειλε μία φορά διατί δὲν στέκω νὰ πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Ἐγὼ του ἀποκρίθηκα, ἄς πάρη πεντακόσιους, χίλιους, καὶ παίρνω καὶ ἐγὼ ἄλλους τόσους, καὶ τότε πολεμοῦμε, ἡ ἄν θέλη ἄς ἔλθη καὶ νὰ μονομαχήσωμεν οἱ δύο. Αὐτὸς δὲν με ἀποκρίθηκε εἰς κανένα. Καὶ ἄν ἤθελε το δεχθῆ το ἔκαμνα με ὅλην την καρδιάν, διότι ἔλεγα ἄν χανόμουν, ἄς πήγαινα, ἄν τον χαλοῦσα, ἐγλύτωνα το ἔθνος μου».
Ἐπίσης μεγάλη σημασία ἔδινε στὴν καταστροφή των πόρων (τροφές - ζωοτροφές) του ἀντιπάλου καθώς καὶ στὴν ἐξασφάλιση τροφῆς γιὰ το στράτευμα του. Ἀναγνώρισε πολλές φορές το ἔργο καὶ την σημασία τῶν Ἑλλήνων κτηνοτρόφων, ποῦ ἐξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζῶα τους τροφή γιὰ την ὑποστήριξη τῶν μαχητῶν καὶ γενικά της ἐπανάστασης.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑ
Ὡς το τέλος της Ἐπανάστασης ὁΚολοκοτρώνης συνέχισε νὰ διαδραματίζει ἐνεργὸ ρόλο στὰ στρατιωτικά καὶ πολιτικά πράγματα της ἐποχῆς. Παρά το ὅτι εἶχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ἐνστίκτῳ καὶ κριτική σκέψη. Πολλές ἀποφάσεις της Τρίτης Ἐθνοσυνέλευσης του 1826 - 1827 (ἀρχικὰ στὴν Ἑρμιόνηκαὶ κατόπιν στὴνΤροιζήνα) εἶχαν την δική του σφραγῖδα. Μετά την ἀπελευθέρωση ὁ Κολοκοτρώνης στήριξε την ἐκλογὴ του Καποδίστρια, στάθηκε στὸ πλευρό του, ὑπῆρξε ἔνθερμος ὀπαδός της πολιτικῆς του καὶ συνέχισε νὰ εἶναι με το μέρος του ἀκόμη καὶ στὶς δυσκολότερες στιγμές του, ὅταν ἡ ἀντιπολίτευση εἶχε στρέψει ἐναντίον του τα πιὸ φαρμακερά της βέλη. Ὀργίστηκε με τὴ δολοφονία του καθώς καὶ με τις μηχανορραφίες των προστάτιδων δυνάμεων. Μετά τὴ δολοφονία του Κυβερνήτη, οἱ Κολοκοτρώνης, Ἀνδρέας Μεταξᾶς, Ἰωάννης Κωλέττης, Ἀνδρέας Ζαΐμης καὶ Δημήτρης Μπουντούρης ὁρίστηκαν ἀπὸ την Ἐθνικὴ Συνέλευση ὡς κυβερνητική ὁμάδα της χώρας μέχρι την ἄφιξη του Ὄθωνα.Ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν ἀμέσως λόγω διαφωνιῶν του με τον Κωλέττη.

Πρωτοστάτησε στὰ γεγονότα γιὰ την ἐνθρόνιση τουὌθωνα.Σύντομα ὅμως ἐπῆλθε καὶ ἡ ταπείνωση του ἀγωνιστή: ἕνα ἀπὸ τα πρῶτα μελήματα της Ἀντιβασιλεῖας ὑπῆρξε ἡ διάλυση τῶν ἐνόπλων δυνάμεων της Ἐπανάστασης, με τὴ συγκρότηση τακτικοῦ στρατοῦ, στὶς τάξεις του ὁποίου δὲν συμπεριλήφθηκε οὔτε ὁ Κολοκοτρώνης, οὔτε ἡ πλειοψηφία τῶν ὁπλαρχηγῶν του 1821, καταδικάζοντάς τους στὴν ἀνυποληψία. Γιὰ νὰ λυγίσει το φρόνημα τῶν κλεφτῶν, ἡ βαυαρική Ἀντιβασιλεῖα ἀποφάσισε νὰ συλλάβει - με τὴ σύμφωνη γνώμη των προστάτιδων δυνάμεων, ἰδίως τηςἈγγλίας καὶ της Γαλλίας - ὅλους τους μεγάλους ἀρχηγούς της. Πρῶτος συνελήφθηκε (7 Σεπτεμβρίου 1833) ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ ὁποῖος κατηγορήθηκε γιὰ ἀνατρεπτική δράση καὶ ἐσχάτη προδοσία, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν οἱ Πλαπούτας, Ν. Κριεζώτης, Τσάμης, Μετερλής κ.ά. Ὁ πρωθυπουργός Σ. Τρικούπης καὶ οἱ ὑπουργοί Πραίδης καὶ Ψύλλαςπαραιτήθηκαν ἀμέσως σε ἔνδειξη διαμαρτυρίας, ἡ Ἀντιβασιλεία ὅμως συνέχισε ἀπτόητη, διορίζοντας νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τονΑ. Μαυροκορδάτο, ὑπουργό Ἐσωτερικῶν τον Ι. Κωλέττη καὶ ὑπουργό Δικαιοσύνης τον Κ. Σχινά, ἐχθρούς τῶν Κολοκοτρωναίων καὶ γενικά τῶν ὁπλαρχηγῶν.```````````````````````````````````````````````

Σε ἡλικία 64 ἐτῶν, ταλαιπωρημένος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ μία ζωή γεμάτη ἀγῶνες, κακουχίες καὶ στερήσεις, ὁ Γέρος του Μοριά κλείστηκε στὶς φυλακές του Ἰτς Καλέ(Ἀκροναυπλία)γιὰ πέντε μῆνες μέχρι νὰ προετοιμαστεῖ ἡ δίκη, μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, Πλαπούτα. Η δίκη ξεκίνησε στὶς 3 Ἀπριλίου 1834, ἀφοῦ βρέθηκαν οἱ ἀπαιτούμενοι ψευδομάρτυρες. Ὁ Ἄγγλος εἰσαγγελέαςMason, ποῦ προηγουμένως εἶχε ἀγωνιστεῖ νὰ σώσει τον δολοφόνο του Καποδίστρια, Γ. Μαυρομιχάλη,δήλωσε ἀπερίφραστα ὅτι θεωροῦσε τους κατηγορούμενους ἐνόχους καὶ ἀπαίτησε το θάνατό τους.

Ἡ διαδικασία ἀπέδειξε το ψεῦδος τῶν κατηγοριῶν. Ἴσως ἡ μοναδική ἀλήθεια ποῦ ἀκούστηκε ἦταν ἡ δήλωση τουΚολοκοτρώνη: «Ἐγὼ κρατῶ στὸ σολδάτο 49 χρόνους καὶ πολεμῶ γιὰ την πατρίδα». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Πολυζωίδης καὶ ὁ δικαστής Γ. Τερτσέτης ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν στὶς ἐντολὲς του Ἄγγλου εἰσαγγελέα καὶ δὲν ὑπέγραψαν την ἀπόφαση (26 Μαΐου 1834), ἡ ὁποία ἀνέφερε ὅτι «ὁ Δ. Πλαπούτας καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εἰς θάνατον ὡς ἔνοχοι ἐσχάτης προδοσίας» καὶ ὅριζε ὅτι «ἡ παροῦσα ἀπόφασις θέλει ἐκτελεσθεῖ εἰς την ἐκτὸς του φρουρίου Ναυπλίου πλατεῖαν». Ἡ λαϊκή ἀγανάκτηση κορυφώθηκε καὶ ξέσπασαν ἐξεγέρσεις. Ἡ Ἀντιβασιλεία ὑπαναχώρησε καὶ ἡ ποινή δὲν ἐκτελέστηκε. Ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Πλαπούτας, παρέμειναν στὴ φυλακή καὶ ἔλαβε χάρη μετά την ἄφιξι τοῦ Ὄθωνα το 1833, ὁπότε καὶ ὀνομάστηκε στρατηγός καὶ ἔλαβε το ἀξίωμα του «Συμβούλου της Ἐπικρατείας».
Το 1834 ὁ Γέρος του Μοριά ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἔζησε ἑως το τέλος της ζωῆς του. Στά τελευταία χρόνια της ζωῆς του ὁ Κολοκοτρώνης ἀσχολήθηκε με την ὑπαγόρευση τῶν Ἀπομνημονευμάτων του στὸν Γεώργιο Τερτσέτη, ποῦ κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπὸ τα 1770 ἑως τα 1836 καὶ τα ὁποία ἀποτελοῦν πλέον πολύτιμη πηγή καὶ θεμελιῶδες ἀνάγνωσμα γιὰ την κατανόηση του ἱστορικοῦ πλαισίου της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μία νύχτα του 1843 (4 Φεβρουαρίου) ἀπὸ ἀποπληξία, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ γλέντι στὰ βασιλικά ἀνάκτορά.
Σημεῖο ἀναφοράς της ὁμιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴ Πνύκα (1838) ἀποτελεῖ το παρακάτω ἀπόσπασμα:
«Ὅταν ἀποφασήσαμε νὰ κάμομε την Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλογισθήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πῶς δὲν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τα κάστρα καὶ τας πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μας εἶπε: ‘ποὺ πάτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα’, ἀλλὰ , ὡς μία βροχή, ἔπεσε σε ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία της ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοί, καὶ οἱ προεστοί, καὶ οἱ καπεταναῖοι, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι, καὶ οἱ ἔμποροι, μικροί καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ το σκοπό καὶ ἐκάμαμε την Ἐπανάσταση».`

Η λέξις «πατριώτης» (Αδαμάντιος Κοραής)

Ἡ λέξις «πατριώτης» (Ἀδαμάντινος Κοραής)

Εἰς πολλάς πολλῶν ἐπιστολάς, βλέπω ὑπογραφομένους τους ἐπιστέλλοντας, «Ὁ πατριώτης δεῖνα». Το λαμβάνουν, ὡς φαίνεται, συνώνυμον του «φιλόπατρις». Ἀλλὰ τοιαύτη σημασία ἐδόθη ἀπὸ τους Γάλλους, ὄχι ἀπὸ τους Ἕλληνας, εἰς την λέξιν «πατριώτης» (patriote). Τοῦτο βέβαια δὲν μας ἐμποδίζει νὰ πολιτογραφήσωμεν την ξένην σημασίαν· ὁ,τι μας ἐμποδίζει, εἶναι το ὑπερήφανον καὶ κομπώδες της ὑπογραφή.
ὁ Γάλλος, ἐπαινῶν τινά φιλόπατριν, τον ὀνομάζει δικαίως «πατριώτην» (patriote)· ἀλλὰ δὲν τολμᾶ νὰ ὑπογράφεται αὐτὸς «πατριώτης», ὡς οὐδ' ἤθελε τολμήσειν νὰ ὑπογραφή «φιλόπατρις», ἡ «φιλοδίκαιος», ἄν ἡ ἄδολός ἀγάπῃ της πατρίδος ἤν' ἀχώριστος ἀπὸ την ἀγάπην της δικαιοσύνης. Συγχωρεῖται ὅμως καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς κάθε ἄλλον νὰ ὑπογραφή «πολίτης», ἄν ἤναι ἀληθῶς μέλος της πολιτείας.
Ἄλλο χειρότερον: Ὅστις ἀπὸ μας ὑπογράφεται «πατριώτης», ὄχι μόνον διαστρέφει την ὁποίαν ἔδιδαν οἱ Ἕλληνες εἰς την λέξιν σημασίαν, ἀλλὰ μεταβαίνει ἀπὸ τους Ἕλληνας εἰς τους δούλους καὶ βαρβάρους. «Πολίτην», ὠνόμαζαν οἱ Ἀθηναῖοι τον Ἀθηναῖον συμπολίτην αὐτῶν, καὶ «πατριώτην» τον γεννημένον εἰς τας Ἀθήνας, βάρβαρον ἡ δοῦλον. «Πατριῶται οἱ δοῦλοι Ἑλλήνων, πολῖται δὲ, οἱ ἐλεύθεροι», λέγει ὁ Φώτιος. Πατριῶται, ὠνομάζοντο ἀκόμη καὶ μεταξύ των οἱ τοιοῦτοι βάρβαροι ἡ δοῦλοι. «Πατριώτης, ὁ βάρβαρος λέγεται τῷ βαρβάρῳ, καὶ οὐ πολίτης», κατά τον αὐτὸν Φώτιον.

Ἄλλο χείριστον: Το «πατριώτης» ἐδίδετο ἀκόμη καὶ εἰς τα ἄλογα ζῶα, καὶ εἰς αὐτὰ τα ἄψυχα. Ὁ Κῦρος, εἰς τον Ξενοφῶντα, ὀνομάζει «ἵππους πατριώτας» τους ἐντοπίους της Περσίας ἵππους· εἰς τον Σοφοκλέα («Οἰδίπους τύραννος», 1091) το ὄρος ὁ Κιθαιρών λέγεται «πατριώτης Οἰδίπου», ἤγουν, συντοπίτης ἡ συμπατριώτης του Οἰδίποδος.


Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Ἑλληνική Ἐπανάστασις


Διανύουμε αἰσίως τό 2018 καί ὁ ἑλληνικός λαός, μέσα σέ μία διεφθαρμένη κοινωνία καί ζῶντας σέ μία χρεωκοπημένη χώρα, παρακολουθεῖ τίς τουρκικές σειρές,  τήν τουρκική γλῶσσα νά ἔχει γίνει γλῶσσα ἐπιλογῆς γιά τά ἑλληνόπουλα, τήν ἱστορία νά παραχαράσσεται καί νά ἐξευμενίζει τήν ὀθωμανοκρατία, τήν Ὀρθοδοξία νά χλευάζεται. Ἡ Τουρκία πατάει μέσω τοῦ προξενείου της γερά στή Θράκη, τό Αἰγαῖο θεωρεῖται θάλασσα εἰρήνης καί συνεκμετάλλευσης τῶν πετρελαίων του, ἐνῶ ἀκόμα καί ὁ χώρος νοτίως τῆς Κρήτης διεκδικεῖται ἀπὸ τή γειτονική μας χώρα. Οἱ τουρκικές φρεγάτες πλέουν ἀνενόχλητες ἐνῶ τά ἑκατομμύρια τῶν ἐποίκων πού προωθεῖ ὁ Ἐρντογάν τά ὑποδέχονται μέ ἀνοικτές ἀγκάλες οἱ Ἀριστεροί τῆς ἐπιλεκτικῆς εὐαισθησίας, ἑδραιώνοντας τήν ἰσλαμική παρουσία στήν χώρα μας. 

«Ἡ ἐπανάστασις ἡ εἰδικὴ μας δέν ὁμοιάζει μέ καμίαν ἀπ' ὅσες γίνονται σήμερα εἰς τήν Εὐρώπην. Της Εὐρώπης οἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεων των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ἦταν ὁ πλέον δίκαιος: ἦταν ἔθνος μέ ἔθνος». 
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 





«Τό κίνημά μας δέν εἶναι, κραταιοί τῆς Εὐρώπης, ἀνταρσίας ἐπιχείρημα, ὄχι! Εἴμεθα λείψανα ἔθνους νικημένου, κατακτηθέντος, ὑποδουλωθέντος, ἀλλὰ οὐδέποτε μετά τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους συσσωματωθέντος. Ναί! διότι πώποτε οἱ τύραννοί μας δέν μας ἐγγυήθησαν διά τήν ζωήν, τιμήν, ἰδιοκτησίαν καί πᾶν ὁ,τι συνιστᾶ τήν νόμιμον τῶν ἀνθρώπων κοινωνίαν.Εἴμεθα ἔθνος Χριστιανικόν, τέσσαρας ἤδη αἰῶνας προσπαθοῦντες ν' ἀποδιώξωμεν τῆς ἱερᾶς μας γῆς τούς ἁρπαγάς, τό ἔθνος τοῦτο ἀξιούμενον ἐνώπιον Θεοῦ καί τῆς συνειδήσεώς σας τήν συμμαχίαν σας, πολλάκις από τό 1461 σας ἔδωκε τάς εὐγενεῖς ἀφορμάς νά δέσετε γενικήν ὑπέρ αὐτοῦ συμμαχίαν, ὑποχρεοῦντες δέ αὐτῆς τόν Χριστιανισμόν ὅλον νά συντρέξη εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί της γῆς τοῦ ἀνατολικοῦ τῶν Ρωμαίων Βασιλείου...» 
Ἰωσήφ Μάγιερ - Ἑλληνικά Χρονικά, 2 Μαΐου 1825 




«Οἱ Τοῦρκοι, θεωροῦντες ἑαυτούς κυρίους τῆς χώρας, ὑποβάλλουν τούς Ἕλληνας εἰς ἀπόλυτον τυραννίαν. Μέ τάς καταχρήσεις αὐτὰς κατέστησαν μισητοί καί ἐπικίνδυνοι, καί οὐδέποτε ἐξέρχονται ἀπὸ τά σπίτια των, οὔτε περιπατοῦν εἰς τούς δρόμους χωρίς νά φέρουν ἐπάνω των μαχαίρι καί πολλά πιστόλια... ἀμάθεια καί ἡ ἔλλειψις κάθε ἐνδιαφέροντος ἐπροξένησαν εἰς τάς ἀρχαιότητας περισσοτέρας βλάβας παρά ἡ ἐπίδρασις τοῦ χρόνου. Διά νά μή κοπιάσουν διά τήν μεταφορά ὑλικοῦ ἀπὸ τά λατομεῖα, καταστρέφουν λαμπρά μνημεῖα τῆς ἀρχαιότητος καί μεταχειρίζονται κομμάτια των διά τήν κατασκευήν ἀθλίων σπιτιῶν. Εἶδα τά ἐρείπια ἑνὸς ναοῦ μέ ὑπέροχον ἀρχιτεκτονικήν, ὀγκοῦ γρανίτου, μάρμαρα πολύτιμα, ἀνάγλυφα καί κοσμήματα λεπτότατα, νά χρησιμοποιοῦνται διά νά κατασκευασθῆ ἕνα πρόχωμα καί νά διοχετευθῆ ἀλλοῦ τό νερό τοῦ αὐλακιοῦ ἑνὸς μύλου...

Ἕνα
ἄγαλμα, πού δέν ἦτο δυνατόν νά μετατοπισθῆ, κατεστράφη ἀπὸ τούς φανατικούς ὀπαδούς τοῦ Κορανίου, πού προγράφει κάθε ἀνθρώπινον ὁμοίωμα. Τέλος, εἰς ἕνα ἐργαστήριο εἶδα ἕναν κατασκευαστήν τάφων νά καταγίνεται νά ἐξαλείψη ἀπὸ ἀρχαία μάρμαρα τάς ἐπιγραφάς διά νά τά χρησιμοποιήση ὡς τύμβον κάποιου ἀθλίου ἀπογόνου τοῦ Μωάμεθ...» 
Γάλλος περιηγητής Καστελλάν - Γράμματα διά Πελοπόννησον 1797 

«Ἡ Ἑλλὰς κατακτηθεῖσα ἐξεπολίτισε τήν Ρώμην, ἀλλ' οἱ κατακτηταί ἦσαν Ρωμαῖοι. Ἡ αὐτὴ ὅμως Ἑλλὰς κατακτηθεῖσα οὐδόλως τήν Τουρκίαν ἐξεπολίτισε, διότι οἱ κατακτηταί εἴνε Τοῦρκοι. Ἡ ἀηδία τῶν βαρβάρων τούτων μόλις κατανοεῖται. Πᾶσα τοῦ πνεύματος λάμψις θαμβοί τούς ὀφθαλμούς αὐτῶν, καί οὐδ' ἐλάχιστον ἐξ αὐτοῦ ἔλαβον σπινθῆρα. Βλέπει τίς αὐτούς παρατηροῦντας μετ' ἀγρίας ἠλιθιότητος τά ἀριστουργήματα τῆς τέχνης, φανταζομένους ὅτι δαίμονες ὑπῆρξαν οἱ ἀρχιτέκτονες καί καταστρέφοντας τά μάρμαρα πρός κατασκευήν ἀσβέστου καί κόνεως δι' ὤν ἐπιχρίουσι τάς οἰκίας των.Ἐνταῦθα ἐνοικοῦσιν ἡ ἀμάθεια, ἡ τυραννία, ἡ δεισιδαιμονία καί ὑλισμός βάναυσος. Μανιωδώς ριπτόμενος ὁ ἄγριος Τοῦρκος ἐπὶ τῆς δυστυχοῦς ταύτης χώρας, ἤν ὑπόζυγον κρατεῖ, λεηλατεῖ αὐτὴν καί σφάζει ἀνηλεῶς καί ἄνευ τύψεως συνειδότος τούς ἐστερημένους ὑπερασπίσεως κατοίκους αὐτῆς. Οὕτω ὁ ὡραιότερος τοῦ κόσμου τόπος κατέστη ἐρημία...» 

Κωνσταντῖνος Σάθας Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάς, Ἀθήνησι 1869 


«Kι ὁ παπᾶ Θύμιος ὁ πικρός ὀϊδίζει τοῦ σεϊτάνη
κι ὅτι τοῦ λέγ' ὁ δαίμονας ἀρχίνησε νά κάνη.
Ο,τι τοῦ λεγ' ὁ δαίμονας, κι' ὅ,τι τόν ἐξετάζει
ἐκεῖνο πάντα ἀγαπᾶ κ' ἐκεῖνο πάντα πράζει.
Ὁ δαίμων λέγει τοῦ παπᾶ "ἐσεῖς τί καρτερεῖτε;
Δέν στέλνεις σ' ὅλο τόν ραγιᾶ ὅλοι ν' ἀρματωθῆτε;
τόν Τοῦρκο νά βαρέσετε ἐκεῖνον τόν ἀβάνη;
ὅπου παιδεύει τόν ραγιᾶ κι' ὅτι ἀγαπᾶ τοῦ κάνει;

Ν' ἀρματωθ' ὅλος ὁ ραγιᾶς τόν Τοῦρκο νά κτυπήση.
Στή Λαρσα καί στά Τρίκκαλα ἀβάνη μήν ἀφήση."
Κι' ὁ Τοῦρκος φοβήθηκε δέν βγαίνει στό μεϊδάνι...»
 




Ἑλληνική Ἐπανάστασις

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ



Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὗλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. ... Ὅ,τι τοῦ λὲς ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας! Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!

Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν.

Μοῦ λέγει (ὁ Ὄθων): «Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα;» «Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια;» «Ἐγώ», μοῦ λέγει, «ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες». Τοῦ λέγω, «ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς;» «Ἀλήθεια» μοῦ λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστά του. Τοῦ λέγω «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια.