Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΟ 1919-ΕΛ.ΝΟΥΦΡΑΚΗΣ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΟ 1919-ΕΛ.ΝΟΥΦΡΑΚΗΣ
Ο τελευταίος που λειτούργησε την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη.Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης το 1919,μετά από 466 χρόνια μετά την άλωση της πόλης.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ: 29. Μαΐου 1453 – Η Πόλη έπεσε στα χέρια βαρβάρων





Είναι βράδυ της 28ης Μαΐου 1453. Μόλις έχει τελειώσει η δοξολογία μπροστά από την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας φτιαγμένης από τον Απόστολο Λουκά, αφού όλοι έψαλλαν για τελευταία φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, κάποιοι λίγοι αναχωρούν για τις επάλξεις αυτοί που θα υπερασπίζονταν τα Θεοφύλακτα Τείχη που προστάτεψαν για 1000 χρόνια τη Πόλη των Κωνσταντίνων.
Η επίθεση του φανατισμένου στο έπακρον εχθρού δεν ήταν αιφνίδια… Ολόκληρη η Πόλη επαγρυπνούσε. Υποδέχτηκε τους «Τούρκους», οι περισσότεροι από αυτούς εκτουρκισμένοι Έλληνες, αφού οι αυθεντικοί Τούρκοι είναι λίγοι, με γενναιότητα και πείσμα. Η αναλογία ήταν 1 Έλληνας προς 30-50 Οθωμανούς. Αυτό όμως δεν τους πτόησε!
Μαχόμενοι μέχρις εσχάτων και, εμποδίζοντας τον εχθρό να περάσει τα τείχη, κατάφεραν να κερδίσουν την πρώτη φάση του Αγώνα. Όλοι πίστεψαν -και όχι αδίκως- πως το θαύμα ήταν «προ των πυλών»! Μπορούσαν να νικήσουν τον οθωμανικό στρατό.. Φυσικά και μπορούσαν…
Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως ανέτρεψε τον ρου των γεγονότων. Ένα «ξεχασμένο» πορτάκι που είχε… μείνει ανοιχτό. Η περίφημη Κερκόπορτα… Την άνοιξαν Εβραίοι, αιώνιοι εχθροί του Ελληνισμού.
Οι «Τούρκοι» άρχισαν να ορμούν στην πόλη από την Κερκόπορτα και να σφαγιάζουν τον πληθυσμό.
Η ομορφότερη πόλη που χτίστηκε ποτέ ανά τους αιώνες βρισκόταν πλέον στα χέρια του κατακτητή. Για τρία μερόνυχτα ο Μωάμεθ με την Ελληνίδα μάνα από την Ρόδο και ο στρατός λεηλάτησαν, βεβήλωσαν την πόλη, έσφαξαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, βίασαν, κατέστρεψαν τα πάντα…
Χαρακτηριστικό της βαρβαρότητάς τους ήταν η εισβολή τους στην Αγία Σοφία και η σφαγή των αμάχων που είχαν βρει εκεί άσυλο..
Η Πρωτεύουσα του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, είτε το θέλουν μερικοί είτε όχι, βρίσκεται ακόμα υπό τουρκική κατοχή! Και σε περίπτωση που κάποιοι σπεύσουν να πουν ότι πλέον τα εδάφη είναι τουρκικά, τους απαντάμε πως πολλοί ακόμα λαοί έχουν κατηγορήσει και συνεχίζουν να κατηγορούν την Τουρκία -ανάμεσα σε αυτούς οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Αλεβίτες– για παράνομη κατοχή εδαφών.
Άλλωστε μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλο ποσοστό κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι διαφυλάττουν κρυφά την πίστη τους. Αλλά και πολλοί Ελληνογενείς, είτε ως απόγονοι των Μικρασιατικών πληθυσμών που ζούσαν εκεί, είτε ως εναπομείναντες παιδομαζώματος, γενιτσαρισμών, κτλ.
Πλησιάζει η ώρα που η Κωνσταντινούπολη θα απελευθερωθεί! Και αυτό θα γίνει .
Και του χρόνου στην Πόλη λοιπόν!













Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ: ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ



Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ: ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ

Στις 6 Απριλίου ο Σουλτάνος ζητά από την Πόλη να παραδοθεί H απάντηση του Κωνσταντίνου είναι αρνητική.

Στις 12 Απριλίου η πολιορκία αρχίζει. Οι 14 πυροβολαρχίες βάλλουν κατά των τειχών. Οι Βυζαντινοί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια για να αμυνθούν γιατί οι δόνησεις προκαλούσαν ρωγμές στα τείχη. Όλη την ημέρα τα Οθωμανικά κανόνια χτυπούν και όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι επισκευάζουν τις ζημιές με ξύλα και δεμάτια από μαλλί.

18 Απριλίου γίνεται η πρώτη γενική επίθεση. Ο άτακτος στρατός του σουλτάνου επιχειρεί να ανέβει στα τείχη μα οι Βυζαντινοί, κάτω από τις εντολές του Ιουστινιάνη τον αποτρέπουν. Η πόλη αντέχει. Ο ναύαρχος Μπαρτόγλου επιχειρεί να σπάσει την αλυσίδα στον Κεράτιο για να προσεγγίσει τα θαλάσσια τείχη μα δεν το μπορεί. Η πόλη αντέχει.

Στις 20 Απριλίου ένα αναπάντεχο γεγονός τονώνει το ηθικό των πολιορκημένων: Από μακριά διακρίνονται τρεις γενοβέζικες γαλέρες φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και το μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό του Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Για να φτάσουν πρέπει να περάσουν μέσα από τον πανίσχυρο οθωμανικό στόλο του Μπαρτόγλου, που προσπαθεί να τα αποτρέψει. Η ναυμαχία που ακολουθεί είναι εντυπωσιακή, καθώς τα τέσσερα βυζαντινά πλοία ελίσσονται ανάμεσα στα οθωμανικά και τελικά κατορθώνουν να περάσουν πίσω από την αλυσίδα του Κεράτιου. Ο Σουλτάνος, που παρακολουθεί από την πρώτη στιγμή τη ναυμαχία, εξοργισμένος ορμά έφιππος στην θάλασσα και τιμωρεί παραδειγματικά το ναύαρχό του. Οι πολιορκημένοι αρχίζουν να ελπίζουν στη σωτηρία.

Την Κυριακή 22 Απριλίου Η πόλη ξυπνά και αντικρίζει ένα συγκλονιστικό θέαμα. Από το βουνό που πέφτει στον Κεράτιο, κατεβαίνουν Καράβια! Ο ευφυής νεαρός σουλτάνος είχε διατάξει τους άνδρες του να μεταφέρουν 72 καράβια από τη θάλασσα στη στεριά και να τα κυλήσουν πάνω σε ξύλινους διαδρόμους, για να παρακάμψουν την αλυσίδα. Οι πολιορκημένοι έντρομοι παρακολουθούν τους Οθωμανούς ναύτες να προσποιούνται πως κωπηλατούν, ενώ χιλιάδες εργάτες σύρουν τα καράβια από το βουνό και τα αφήνουν να πέσουν στη θάλασσα, μια ανάσα από το Βυζαντινό τείχος. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος αρχίζει να οργανώνει σχέδιο εμπρησμού των πλοίων. Το εγχείρημα αναλαμβάνει ο Ενετός Τζιάκομο Κόκο και οι σύντροφοί του.

28 Απριλίου : Το σχέδιο των Ελλήνων να κάψουν τα καράβια αποτυγχάνει γιατί οι Οθωμανοί το έχουν πληροφορηθεί από τους Γενοβέζους της Πόλης. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει μόνο εχθρούς. Έχει και προδότες. Ο Κόκο και οι άνδρες του πέφτουν στα χέρια των Οθωμανών και θανατώνονται με φρικτό τρόπο μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων. Σε απάντηση ο Κωνσταντίνος στην προσπάθεια του να κρατήσει ζωντανό το φρόνημα του λαού, θανατώνει δημόσια Οθωμανούς αιχμαλώτους.

1η Μαΐου 1453: Το κλίμα είναι βαρύ, κάτω από τον άκαιρα συννεφιασμένο ουρανό και με το Βόσπορο χαμένο μέσα σε μια αδικαιολόγητη για την εποχή ομίχλη. Οι ανθενωτικοί τριγυρνούν στα σοκάκια της πόλης και ερμηνεύουν τη μαγιάτικη βροχή ως κατάρα του Θεού, φανατίζοντας την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα. Ο Κωνσταντίνος μάταια αγωνίζεται να πείσει τους ανεγκέφαλους Έλληνες ότι το δεμάτι δεν σπάει αν είναι ενωμένο, ότι τούτες είναι ώρες που απαιτούν ηρεμία και ενότητα.

7 Μαΐου: Οι Οθωμανοί εξαπολύουν δεύτερη γενική επίθεση στην κοιλάδα του Λύκου. Η πόλη αντέχει.

12 Μαΐου: Νέα επίθεση στις πύλες της Ανδριανούπολης και Καλιγαρίας. Η πόλη αντέχει. Ο Σουλτάνος διατάσσει τους Σέρβους μηχανικούς να σκάψουν λαγούμια. Εάν δεν μπορεί να πάρει την Πόλη κανονικά, είναι αποφασισμένος να την πάρει υπόγεια. Ο Ιουστινιάνης το έχει προβλέψει και με τη βοήθεια του Σκοτσέζου μηχανικού Γιόχαν Γκράντ οι στρατιώτες του μέσα από τους υπονόμους καίνε ζωντανούς τους επιτιθέμενους. Η πόλη αντέχει.

Ο Μωάμεθ αγωνιά. Καλεί έκτακτο συμβούλιο και ακούει το βεζίρη Χαλίλ Τσανταρλί να προτείνει λύση της πολιορκίας. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος περιμένει τους απεσταλμένους του να επιστρέψουν με την ελπιδοφόρα είδηση ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση. Περιμένει και ελπίζει: Οι χριστιανοί δε θα άφηναν μια χριστιανική πόλη να πέσει στα χέρια των απίστων. Ή μήπως θα την άφηναν;

Στις 23 Μαΐου ο Μωάμεθ δίνει στον Κωνσταντίνο την τελευταία ευκαιρία: Εάν μου παραδώσεις την Πόλη θα πας όπου θέλεις με τους άρχοντες και τα υπάρχοντά σου, και ο λαός δε θα πάθει τίποτε …

Ο Αυτοκράτορας, μπροστά στο δέλεαρ της σωτηρίας, δίνει μια απάντηση που θα υποστηρίξει ως το τέλος και της οποίας οι πέντε τελευταίες λέξεις συνοδεύουν ως σήμερα το Στρατό των Ελλήνων:

«Το να σου παραδώσω την πόλη δεν είναι στο χέρι μου ούτε στο χέρι κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούν σ’ αυτή. Γι’ αυτό με κοινή απόφαση, και με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας… ου φεισόμεθα της ζωής ημών»

Οι ηρωικοί απεσταλμένοι ναυτικοί περνώντας μέσα από τον Οθωμανικό στόλο, φτάνουν στην Πόλη με άσχημα μαντάτα: Στον ορίζοντα δεν φαίνεται Δυτικό πανί. Οι σύμβουλοι προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει. Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπει σ’ ένα δικό του καράβι. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός άνδρας: «Εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην με παρακαλάτε να φύγω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας» απαντά. Από τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους τάζει λεηλασία και γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες. Ο Αυτοκράτορας δεν αντέχει άλλο: ξεσπά σε κλάματα για την πόλη που χάνεται, προδομένη από φίλους και προπάντων διχασμένη.

25 Μαΐου: Όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στο ναό των Αποστόλων τη στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς τους να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την Πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστο τον Αυτοκράτορα! Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από τη νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του. Δε δέχεται όμως να φύγει.

28 Μαΐου 1453: Το πρωί οι καμπάνες καλούν τους Έλληνες στις λιτανείες. Στο παλάτι των Βλαχερνών οι αξιωματούχοι συγκεντρώνονται για τελευταία φορά. Ο Κωνσταντίνος απευθυνόμενος στους Έλληνες τους υπενθυμίζει το καθήκον της φυλής: Ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος να πεθάνει για τέσσερις μεγάλες αξίες: Την πατρίδα, την πίστη, τον ηγεμόνα και την οικογένεια. Είναι η ώρα για τον Λαό της Κωνσταντινούπολης να πεθάνει για όλα αυτά. Ευχαριστεί τους Λατίνους για τη συμπαράσταση και έπειτα, όπως πράττουν μόνο οι σπουδαίοι ζητά συγγνώμη από όλους και τους ζητά να πράξουν το ίδιο. Σε τέτοιο αίτημα ενός τέτοιου άρχοντα ποιος θα τολμούσε να αρνηθεί; Μπροστά στον Κωνσταντίνο, Έλληνες και Λατίνοι γίνονται μια αγκαλιά. Επιτέλους η ομόνοια λίγες ώρες πριν το τέλος. Στην Αγία Σοφιά οι κληρικοί ντυμένοι με τα επίσημα άμφια τελούν την τελευταία Θεία Λειτουργία για να λάβει ο λαός την ύστατη κοινωνία. Οι υπερασπιστές της Πόλης μεταλαμβάνουν και τρέχουν ξανά στις επάλξεις, μαζί τους και ο Αυτοκράτορας. Ευχαριστεί τους άνδρες του και με το άλογο καλπάζει από το ένα άκρο των τειχών ως το άλλο για να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές, ίσως και για να αποχαιρετήσει το φως του ήλιου από την Πόλη του…

Και ο ήλιος δύει. Θα είναι η τελευταία δύση που θα αντικρίσει η χριστιανική Κωνσταντινούπολη.

Τα Μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου 1453 οι κραυγές των επιτιθέμενων σχίζουν τον αέρα και η Κωνσταντινούπολη καλεί με τις καμπάνες το λαό της στα τείχη. Η επίθεση ξεκινά κατά κύματα: Πρώτα στέλνονται οι άτακτοι. Για δύο ώρες τα τείχη πολιορκούνται μα η άμυνα κάνει καλή δουλειά. Η Πόλη δεν γονατίζει. Από θαλάσσης τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα για τους Έλληνες, αν και όλοι καταλαβαίνουν ότι ο στόλος του εχθρού θέλει μόνο να απασχολήσει άνδρες και όχι να τους νικήσει. Η μεγάλη μάχη δίνεται στην κοιλάδα του Λύκου. Ο Μωάμεθ ρίχνει το ασκέρι του Ισχάκ Πασά, αλλά η πυκνή τους διάταξη επιτρέπει στους Έλληνες να ρίχνουν στο ψαχνό. Η Πόλη δεν γονατίζει. Τα κανόνια τραντάζουν τα τείχη. Λίγο πριν το ξημέρωμα η μπομπάρδα γκρεμίζει ένα τμήμα από το εξωτερικό τείχος του Αγίου Ρωμανού και οι πρώτοι 300 οσμανλήδες ορμούν μα αποδεκατίζονται από τον Κωνσταντίνο και τους άνδρες του. Η Πόλη δε γονατίζει. Με το πρώτο φως της ημέρας ο Μωάμεθ στέλνει τους γενίτσαρους, αλλά οι αμυνόμενοι, άριστα εκπαιδευμένοι από τον Ιουστινιάνη, άριστα εμψυχωμένοι από τον Παλαιολόγο δεν εγκαταλείπουν. Η Πόλη δεν γονάτισε ακόμα. Ο Ιουστινιάνης όμως πληγώνεται την πιο κρίσιμη στιγμή και οι άνδρες του τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ο Κωνσταντίνος σπεύδει στο πλευρό του και πάνω στην αγωνία του τον ικετεύει να παραμείνει: «Κάνε υπομονή αδερφέ. Σε έχουμε ανάγκη». Εκείνος όμως δεν αντέχει άλλο. Οι άνδρες του τον βάζουν σ’ ένα καράβι με προορισμό τη Χίο. Πεθαίνει εν πλω.

Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στα τείχη, και ρίχνεται στη μάχη αλλά την αναταραχή που προκάλεσε η απώλεια του Ιουστινιάνη αντιλαμβάνεται ο Μωάμεθ. Τα κανόνια χτυπούν και τελικά το εξωτερικό τείχος υποχωρεί. Όλο το δράμα παίζεται τώρα σε δύο σημεία: στην πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου ο Κωνσταντίνος δίνει την ύστατη μάχη και στην πύλη της Αδριανούπολης, πολύ κοντά σε μια πόρτα που χρησίμευε για τον ανεφοδιασμό των πολεμιστών και μολονότι ασήμαντη για τους Βυζαντινούς, έμεινε γνωστή ως η πιο μυστηριώδης πόρτα της ιστορίας: την Κερκόπορτα. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά κάτω από ποιες συνθήκες κυμάτισε η σημαία του Μωάμεθ πάνω από την κερκόπορτα. Ήταν προδοσία ή απροσεξία; Κι αν προδοσία, ποιος τη χρεώνεται; Η αλήθεια χάθηκε στη δίνη της μάχης ή των συμφερόντων και μόνο θρύλοι κράτησαν το όνομά της ζωντανό κι έμεινε η Κερκόπορτα ως «ένας κόκκος άμμου που έκρινε την ιστορία του κόσμου», όπως παρατηρεί ο Στέφαν Τσβάιχ.

Το πρωί της 29ης Μαΐου, η σημαία των Οθωμανών πάνω στα τείχη έδωσε πρώτη το μήνυμα :ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ… Η Πόλη του Κωνσταντίνου γονάτισε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια πορείας. Την είδε άραγε γονατισμένη ο βασιλιάς της ή είχε χαθεί πριν συνειδητοποιήσει το τέλος της αγαπημένης του; Κανένας δεν ξέρει. Η πληροφορία ότι η τελευταία του επιθυμία ήταν να πεθάνει από χριστιανικό χέρι, δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη, σίγουρα όμως πέθανε στο πεδίο της μάχης παλεύοντας για την Πόλη του ως την ύστατη ανάσα. Το σώμα του αναζητήθηκε από το Μωάμεθ μέσα στις επόμενες μέρες και αναγνωρίστηκε από τα χρυσά αυτοκρατορικά σανδάλια. Τον αναγνώρισε ο αιχμάλωτος Νοταράς και ο Σουλτάνος έδωσε εντολή να ταφεί με βασιλικές τιμές, σε άγνωστο σημείο της πόλης, για να μην γίνει ο τάφος του τόπος λατρείας από τους εναπομείναντες βυζαντινούς. Ο Λουκάς Νοταράς εκτελέστηκε, αφού είδε να θανατώνονται μπροστά του ο 14χρονος γιος και ο γαμπρός του, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. Ο γενναίος Βυζαντινός προτιμούσε να τους δει να πεθαίνουν, παρά να τον δουν εκείνοι. Φοβόταν λένε μήπως ο γιος του τρομάξει από το θάνατο του πατέρα του και αλλαξοπιστήσει.

Όσο για την Αγια Σοφιά; Έγινε φρικτός τάφος για τους ικέτες, που είχαν ζητήσει καταφύγιο εκεί, όταν οι πρώτοι Οθωμανοί μπήκαν στην Πόλη. Ο ναός θα καταστρεφόταν στα σίγουρα από τη μανία των απαίδευτων στρατιωτών, εάν δεν έσπευδε ο ίδιος ο Μωάμεθ για να τον προστατέψει. Κάποιοι λένε πως τον προστάτεψε από φόβο προς τους Δυτικούς (μήπως η καταστροφή του σημαντικού Ναού προκαλούσε την αντίδραση των χριστιανών της Δύσης) και κάποιοι για να τιμήσει τη χριστιανή μητριά του, Μαρώ την οποία υπεραγαπούσε. Το σίγουρο είναι ότι ο Σουλτάνος πάτησε το ίδιο απόγευμα πάνω στην αγία τράπεζα και στρέφοντας το πρόσωπο προς τη Μέκκα ευχαρίστησε τον Αλλάχ, μετατρέποντας το Ναό σε τζαμί. Την Παρασκευή 1η Ιουνίου 1453 έγινε η πρώτη επίσημη μουσουλμανική προσευχή στο Ναό της του Θεού Σοφίας. Οι τοιχογραφίες του ναού καλύφθηκαν από ασβέστη και μόνο η Πλατυτέρα δεν δέχτηκε να καλυφθεί μα στέκει εκεί μέχρι σήμερα με ακάλυπτο το πρόσωπο κι ορθάνοιχτα τα μάτια και φυλάει την Πόλη της καρδιάς της.


Ε.Λ

ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ

Ιωάννης Βατάτζης - Ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το μεγάλο μυστήριο.



Ιωάννης Βατάτζης - Ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το μεγάλο μυστήριο.


Ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης, στο Διδυμότειχο. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.

Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα στους Ιερούς Ναούς και τις Εκκλησίες, διότι “μακάριοι οι αγαπώντες την ευπρέπειαν του οίκου Σου”…


Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νύμφαιο της Βιθυνίας, όπου και ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!


Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη. Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο.

Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη. Για να τη λάβει όμως γυναίκα του, χρειάστηκε να μονομαχήσει με το Λατίνο Κόραδο, που καυχιόταν για τη δύναμή του! Όμως ο Ιωάννης Βατάτζης τον νίκησε, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι”, σαν δεύτερος Νέστορας!


ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΝΙΚΑΙΑΣ


Όταν ο βασιλιάς-υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα κοιμήθηκε, ανέλαβε την Αυτοκρατορία ο ίδιος στα 1222 μ.Χ., ως Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Και από τότε έδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο σοφή ήταν η εκλογή του Θεόδωρου. Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης, τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο Ελεήμων!!!


Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία βασιλεύς και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!


Επίσης, προσπάθησε τα μέγιστα, να γίνει η επανΕνωση των Εκκλησιών, δηλαδή να αναγνωρίσει η Δύση το ορθό Δόγμα. Κατάφερε μάλιστα να αποσταλούν πρέσβεις από τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ και να αρχίσει διάλογος, προεξάρχοντος από τη δική μας πλευρά του τότε Πατριάρχου Γερμανού του νέου. Ο Ιωάννης θα κατάφερνε τότε το ευχόμενο, αλλά δυστυχώς οι Δυτικοί δεν θέλησαν στο τέλος να αφαιρέσουν την αντιορθόδοξη προσθήκη από το Σύμβολο της Ορθής Πίστεως, δηλαδή το “και εκ του Υιού εκπορευόμενον”…


Ο Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα!!!


Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους! Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου, ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια μας.


Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσούφαντα που φορούσε ο γιος του ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων, στο λαό ανήκει!!!


Η πίστη του στο Θεό ήταν πολύ μεγάλη και τον βοήθησε αποφασιστικά σε κάθε του βήμα, όπως και τότε που χρειάστηκε να μονομαχήσει με τον σκληρό Αζατίνη, Σουλτάνο του Ικονίου, που συχνά πυκνά λεηλατούσε τις πόλεις μας που ήταν κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Άκουσε τότε νοερά θεία φωνή, που του έλεγε:

“Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται” και πήρε ευθύς τέτοια δύναμη, ώστε όρμησε και κατανίκησε τον τρομερό Σουλτάνο!!!


Η ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ


Ποτέ ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό εργάστηκε και προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών.


Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον πιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και η Εκκλησία προσευχόταν με χαρά για αυτόν! Και εκείνος, ακόμη πιο πολύ προχωρούσε προς τον ιερό σκοπό της πατρίδας.


Νίκησε τους Λατίνους που κρατούσαν όμως ακόμα σκλαβωμένη την Πόλη και τους επέβαλε τη συνθήκη του 1225, με την οποία κατελάμβανε όλα τα Μικρασιατικά εδάφη, εκτός από αυτά που ήταν κοντά στη Νικομήδεια και απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.


Κατασκεύασε κατόπι ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη. Έπιασε λοιπόν και τα Στενά της Έλλης (Ελλήσποντος) και επιχείρησε τις πρώτες επιθέσεις στα περίχωρα της Βασιλίδας, πετυχαίνοντας στα 1225 να απελευθερώσει τη στρατηγικά σημαντική Αδριανούπολη! Ο δρόμος πια για την Πόλη του Κωνσταντίνου ήταν ανοιχτός!


Στα ανατολικά προελαύνουν εκείνο τον καιρό οι Μογγόλοι, που νικούν το Σουλτάνο του Ικονίου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει συνθήκη με τη Νίκαια, παύοντας προς το παρόν να αποτελεί κίνδυνο, λύνοντας τα χέρια του Βατάτζη, που κατατροπώνει τώρα και τους Βουλγάρους στα 1246 και ελευθερώνει το κομμάτι Αξιός – Έβρος ποταμός, ενώ οι καμπάνες κοντεύουν να σπάσουν από τη χαρά τους όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο Άγιος Βασιλιάς, μπαίνει με συγκίνηση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, στην Πόλη του Αγίου Δημητρίου, στη Συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο της ίδιας ευλογημένης χρονιάς!

Όμως, η καλή του σύντροφος, η Ειρήνη Λάσκαρι, κλείνει για πάντα τα μάτια της και κείνος θα κρατήσει για πάντα μέσα του ανεξίτηλη τη γλυκιά μνήμη της. Όμως ξέρει πως ο εαυτός του δεν του ανήκει, αλλά αξίζει να το κάνει κάθε μέρα θυσία για το λαό του και την πατρίδα! Έτσι ο Ιωάννης, έχοντας αναπτύξει μια φιλία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’, δέχεται να γίνει ο γάμος του με την κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ως επισφράγηση μιας πανίσχυρης συμμαχίας, που θα τρομάξει την Ευρώπη και ιδίως τους Λατίνους, που πιέζονται τώρα πανταχόθεν.


Αλλά, ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του Βυζαντίου και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στις 4 Νοεμβρίου του 1254 αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για το όνειρο, επάνω στο δρόμο για το καθήκον, την Πίστη του Θεού, το Χρέος για την Πατρίδα, την Αγάπη για το λαό…


Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς


Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου, δίκαιου, γενναίου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας). Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, αντί να βγει η γνωστή δυσωδία, μια γλυκιά ευδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός! Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό.


Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!!! ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου! Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!


Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάρητι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ


Αναφέρεται -όπως σημειώνεται σε ημερολόγιο που εξέδωσε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου- ότι μέχρι το 1992 “η μνήμη του αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνοστην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έκτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του, καθώς και στο Νυμφαίον, την αγαπημένη του κατοικία” (Οστρογκόρσκυ).


Όμως τι απέγινε ο Ναός εκείνος; Τι απέγινε το άφθαρτο λείψανο του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά”; Τι σχέση έχει με το “θρύλο” και ποια με τις προφητείες για ανάκτηση της Πόλης, που τόσο και ο ίδιος είχε πασχίσει;

Ἡ καταγωγή τοῦ θρύλου τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιά

\


Ἕνας ἀπὸ τους δημοφιλέστερους ἐθνικούς μας θρύλους εἶναι αὐτὸς του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ ὁποῖος μέλλει κάποτε νὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀναβιώσει τὴ βυζαντινή αὐτοκρατορία. Ἀναζητῶντας ὡστόσο την προέλευσή του, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι σχετίζεται με μεσσιανικές καὶ ἐσχατολογικές παραδόσεις πού διαπερνοῦν τὴ χιλιόχρονη ἱστορική διάρκεια του Βυζαντίου καὶ φτάνουν μέχρι τις πηγές του πρώιμου Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες, ὡς γνωστόν, εἶναι ἰουδαϊκές.

«Ὅταν μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ βασιλιάς ἀντιστάθηκε ἡρωικά. Καθώς ὅμως οἱ ἐχθροὶ τον περικύκλωσαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τον σκοτώσουν, ἄγγελος Κυρίου τον ἅρπαξε καὶ τον πῆγε σε μία μυστική σπηλιά. Ἐκεῖ βρίσκεται μαρμαρωμένος καὶ περιμένει τον ἄγγελο νὰ τον σηκώσει καὶ νὰ του ξαναδώσει το σπαθί του. Ὅταν γίνει αὐτὸ, ὁ βασιλιάς θὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Πόλη καὶ θὰ τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά».

Αὐτὸς εἶναι με δύο λόγια ὁ θρῦλος πού ἀπηχοῦσε τους πόθους τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων γιὰ την ἀποτίναξη του τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ την ἐπανασύσταση της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Πρωταγωνιστής ἦταν ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ἡρωισμός του ὁποίου ἔκανε τὴ λαϊκή μοῦσα νὰ άρνηθεῖ το γεγονός πῶς εἶχε πεθάνει.

Ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση

Το βασικό ὅμως θέμα αὐτῆς της παράδοσης – ὁ βασιλιάς-λυτρωτής ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε την τάξη – δὲν γεννήθηκε οὔτε ἐξαιτίας τῶν φρικτῶν συνθηκῶν της Τουρκοκρατίας, οὔτε ἐξαιτίας της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἀνάγεται πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση του 1453, σε ἐποχὲς κατά τις ὁποῖες οἱ συνθῆκες ἦταν διαφορετικές. Προφητικά καὶ χρησμολογικά κείμενα, ὅπως οἱ «Ὁράσεις του Δανιήλ» καὶ οἱ «Χρησμοί του Λέοντος του Σοφοῦ», προέλεγαν ὅτι ὁ βασιλιάς-λυτρωτής θὰ ἐμφανιζόταν τὴ στιγμή του ἐσχάτου κινδύνου ἡ μετά ἀπὸ μία μεγάλη, ἀλλὰ πρόσκαιρη, καταστροφή. Ο βυζαντινός ἱστορικός Δούκας (εκδ. Βόννης, σ. 289-290) ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι κατά την ἡμέρᾳ της Ἁλώσης ὁ λαός συνέρρεε στὴν Ἁγία Σοφία ἀναμένοντας τὴ θεία λύση του δράματος: ὅταν οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔμπαιναν στὴν Πόλη σφάζοντας τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς), ἄγγελος Κυρίου θὰ κατέβαινε ἀπὸ τον οὐρανὸ, θὰ ἔστεφε βασιλιά κάποιον ἄγνωστο καὶ φτωχοντυμένο ἄνδρα καὶ θὰ του ἔδινε τὴ ρομφαία με την ὁποία θὰ νικοῦσε τους ἄπιστους καὶ θὰ τους ἔδιωχνε ὡς τα σύνορα της Περσίας, στὸν τόπο ποῦ λέγεται Μονοδένδρι.

Ἡ εἰκόνα του ταπεινοῦ καὶ φτωχοῦ (πένητα) ἄνδρα ποῦ θὰ γινόταν ὁ λυτρωτής βασιλιάς εἶχε ἰδιαίτερη ἀπήχηση πρὶν την Ἅλωση. Ἄλλη ἐκδοχὴ μιλοῦσε γιὰ κάποιο μυστηριῶδες πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ κοιμόταν (προδρομική φιγούρα του μαρμαρωμένου βασιλιά) καὶ θὰ ξυπνοῦσε τον κατάλληλο καιρό. Σε ὁρισμένες παραλλαγές εἶχε το ὄνομα Ἰωάννης, γεγονός ποὺ κάνει κάποιους σημερινούς θιασῶτες τῶν προφητειῶν νὰ τον ταυτίζουν με τον Ἰωάννη Γ’ Βατάτζη, ἕναν ἀπὸ τους ἱκανότερους βυζαντινούς αὐτοκράτορες, ὁ ὁποῖος ἔδρασε κατά την ἐποχῆ της λατινικῆς κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1204-1261). Οἱ περισσότερες ὅμως συμφωνοῦσαν σε ἕνα σημεῖο: μετά την ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσμαηλιτῶν (Τούρκων) θὰ ἀκολουθοῦσε μία περίοδος γενικῆς εὐημερίας. Κατόπιν ὁ βασιλιάς θὰ παρέδιδε το στέμμα του στὸ Θεό καὶ τότε ἀκριβῶς θὰ ἐμφανιζόταν ὁ Ἀντίχριστος. Πώς συνδέεται ὅμως ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά με τη χριστιανική παράδοση γιὰ τον Ἀντίχριστο καὶ το Τέλος του Κόσμου;

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας των Ρωμαίων

Μετά την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη, το προφητικό βιβλίο ποὺ ἄσκησε τὴ μεγαλύτερη ἐπιρροή τόσο στὴ βυζαντινή, ὅσο καὶ στὴ δυτική ἐσχατολογική παράδοση, ἦταν ἡ Ἀποκάλυψη του Μεθόδιου Πατάρων. Ἄν καὶ ἀποδόθηκε ψευδεπίγραφα στὸν ὁμώνυμο ὁσιομάρτυρα του 4ου αἱ., ἡ προφητεία γράφτηκε στὰ τέλη του 7ου αἱ., ὅταν οἱ Ἄραβες εἶχαν κατακτήσει τις βυζαντινές ἐπαρχίες της Παλαιστίνης, της Συρίας καὶ της Αἰγύπτου καὶ εἶχαν ὑποδουλώσει τους ντόπιους χριστιανούς. Ὁ ψεύδω-Μεθόδιος λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἄνηκε σε μία χριστιανική κοινότητα της περιοχῆς της Μεσοποταμίας, προσδοκοῦσε την ἐλεήση ἑνὸς λυτρωτή ποὺ θὰ ἀναχαιτοῦσε την ἀραβική λαίλαπα. Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἄλλος ἀπὸ τον Ρωμαῖο (Βυζαντινό) αὐτοκράτορα.

Σε μεταγενέστερες εποχές, η προφητεία κυκλοφόρησε σε πολλές παραλλαγές καὶ δέχθηκε ἀλλοιώσεις, ἡ ἀρχικὴ της ὅμως ἐκδοχὴ ἔλεγε τα ἐξῆς: «Οἱ Ἰσμαηλίτες γεμᾶτοι ἔπαρση θὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας σωτῆρας γιὰ τους χριστιανούς. Τότε ξαφνικά θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τους με μεγάλο θυμό ἕνας βασιλιάς των Ρωμαίων, ὁ ὁποῖος θὰ ξυπνήσει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξεμεθύσει ἀπὸ το κρασί καὶ θεωροῦνταν ‘ὤσει νεκρός’ καὶ χωρίς ἀξία».

Ἄς σταθοῦμε λίγο στὴν περιγραφή της ἐμφάνισης του αὐτοκράτορα. Πρόκειται γιὰ ἀντιγραφή των στίχων ἀπὸ τους Ψαλμούς του Δαυίδ («Καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατός κεκραιπαληκώς ἐξ οἴνου καὶ ἐπάταξε τους ἐχθρούς αὐτοῦ», 77, 65-66) με την προσθήκη ὅτι θεωροῦνταν «σὰν νὰ ἦταν νεκρός», δηλαδή ὑπερβολικά ἀδύναμος. Ἡ αἰνιγματική αὐτή ἀναπαράσταση της μεταμόρφωσης ἑνὸς ἀνίσχυρου ἀρχικά Ρωμαίου αὐτοκράτορα σε πολέμαρχο-ἐκδικητή, ἔδωσε την ἀπαραίτητη τροφή ὥστε νὰ διαμορφωθοῦν οἱ παραλλαγές γιὰ τον ἀνωνύμῳ καὶ «πένητα» ἄνδρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ ἐκλεκτὸς του Θεοῦ, καθώς καὶ γιὰ το βασιλιά ποῦ βρισκόταν ἕν ὑπνώσει σε ἕνα μυστικό τόπο καὶ θὰ σηκωνόταν κάποτε γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει την τιμή του λαοῦ του. Η τελευταία μάλιστα πέρασε καὶ στη Δύση, με πρωταγωνιστές ὁρισμένους ἀπὸ τους σημαντικότερους ἡγεμόνες της Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τον Καρλομάγνο, το Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα καὶ ἄλλους.

Η συνέχεια της Ἀποκάλυψης εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ἀφοῦ κατατροπώσει τους Ἱσμαηλίτες- Ἄραβες (τὴ θέση τῶν ὁποίων θὰ πάρουν στὶς μεταγενέστερες καὶ ἀναθεωρημένες προφητεῖες οἱ Τοῦρκοι, ὁ νέος θανάσιμος ἰσλαμικός κίνδυνος), ὁ αὐτοκράτορας θὰ ἐγκαινιάσει μία ἐποχῆ παγκόσμιας εἰρήνης καὶ εὐημερίας. Λίγο πρὶν το τέλος αἰτῆς της περιόδου, τα «ρυπαρά ἔθνη» του Γωγ καὶ του Μαγῶγ θὰ βγοῦν ἀπὸ τις «Πύλες του Βορρᾶ», ὁπού τα εἶχε κλείσει σύμφωνα με την παράδοση ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, γιὰ νὰ ἐξουδετερωθοῦν τελικά ἀπὸ τον ἄγγελο του Θεοῦ. Στή συνέχεια ὁ αὐτοκράτορας θὰ μεταβεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ θὰ ἐναποθέσει το στέμμα του πάνω στὸν Τίμιο Σταυρό ποὺ βρίσκεται στὸ Γολγοθᾶ, σὰν ἀπόδειξη πῶς κάθε ἐπίγεια βασιλεία θὰ λάβει τέλος. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν «ἔσχατων χρόνων» ποὺ θὰ περιλαμβάνουν την κυριαρχία του Ἀντίχριστου, τὴ συντριβή του καὶ τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστοῦ.

Ἕνας «μαρμαρωμένος» βασιλιάς ἀπέναντι στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες!

Ἕνα ἄλλο προφητικό κείμενο πού σχετίζεται ἄμεσα με τον θρῦλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ χρησμός της Τιμπουρτίνας Σίβυλλας, ἀπηχεῖ ἀκόμα παλαιότερες καταστάσεις, ἀφοῦ σε αὐτὸ οἱ ἐχθροὶ ποὺ θὰ κατατροπώνονταν ἀπὸ τον τελευταῖο Ρωμαῖο αὐτοκράτορα δὲν εἶναι οἱ Ἰσμαηλῖτες, ἀλλὰ οἱ «παγανιστές». Ὁ ἀναμενόμενος αὐτοκράτορας, το ὄνομα του ὁποίου θὰ ἦταν Κώνστας, θὰ κατέστρεφε τις πόλεις καὶ τους ναούς τῶν Ἐθνικῶν, θὰ τους βάφτιζε στὸ ὄνομα του Χριστοῦ καὶ σε κάθε ναό θὰ τοποθετοῦσε τον Σταυρό. Ὅποιος ἀρνοῦνταν νὰ ἀποδώσει τιμές στὸ Σταυρό του Κυρίου θὰ τιμωροῦνταν με θάνατο. Η βασιλεία του θὰ ἀποτελοῦσε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ την ἀνθρωπότητα καὶ θὰ διαρκοῦσε 112 χρόνια. Κατά τις ἔσχατες μέρες ὁ αὐτοκράτορας θὰ νικοῦσε τους λαούς του Γωγ καὶ του Μαγώγ, θὰ πήγαινε στὴν Ἱερουσαλήμ ὅπου θὰ παρέδιδε τὴ βασιλεία του στὸ Θεό καὶ τότε θὰ ξεκινοῦσε ἡ ἐποχῆ του Ἀντίχριστου.

ὁ Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων

Οἱ βυζαντινές λοιπόν Ἀποκαλύψεις δὲν ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ την Οὐράνια Βασιλεία. Ἀνησυχοῦσαν παράλληλα γιὰ την τύχη της αὐτοκρατορίας καὶ ἀνέμεναν ἕναν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος θὰ νικοῦσε ὁριστικά τους ἐχθροὺς ποὺ την ἀπειλοῦσαν καὶ θὰ ἔφερνε μία χρυσή ἐποχῆ ἐπὶ γῆς, λίγο πρὶν το Τέλος του Κόσμου. Με λίγα λόγια ἀνέμεναν ἕναν κοσμικό Μεσσία πρὶν τὴ Δευτέρα Παρουσία του πνευματικοῦ Μεσσία-Χριστοῦ.

Η προέλευση αὐτῆς της δοξασίας ἐντοπίζεται στὶς ἰουδαϊκές ρίζες του χριστιανισμοῦ. Συγκεκριμένα, στὴν ὕστερη ἰουδαϊκή φιλολογία παρατηροῦνταν ἔντονοι διαξιφισμοί σχετικά με τὴ μορφή του Μεσσία, καθώς ἄλλες πηγές τον παρουσίαζαν σὰν κοσμικό ἡγέτη καὶ λυτρωτή του ἑβραϊκοῦ ἔθνους καὶ ἄλλες σὰν ὑπερβατικό λυτρωτή ὅλης της ἀνθρωπότητας. Ὁρισμένοι συγγραφεῖς ἀπόκρυφων κειμένων (Εσδρας Δ’, Βαρούχ Β’), συνδυάζοντας τις δύο ἐκδοχὲς, προφήτευαν ἀρχικὰ την ἔλευση ἑνὸς ἐθνικοῦ Μεσσία ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἐγκαινίαζε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ το Ἰσραήλ. Η τελική μάχη θὰ δινόταν με τους Γωγ καὶ Μαγώγ καὶ θὰ ἐπακολουθοῦσε η παγκόσμια βασιλεία του Γιαχβέ.

Ο Χριστιανισμός υἱοθέτησε ἐξ ἀρχῆς την ἐκδοχὴ του Μεσσία ὡς ὑπερβατικοῦ σωτῆρα ὅλης της ἀνθρωπότητας, δημιουργῶντας παράλληλα καὶ ἕναν τελικό ἐχθρὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ νικήσει ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσει την ἐποχὴ της οὐράνιας βασιλείας: τον Ἀντίχριστο. Κάποιοι χριστιανικοί κύκλοι ὡστόσο δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ την παράδοση γιὰ την ἐπίγεια βασιλεία ἑνὸς κοσμικοῦ Μεσσία. Ἔτσι, σύμφωνα με την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη (Κ’, 1-15), μετά τὴ συντριβή του Ἀντίχριστου θὰ ὑπάρξει μία χιλιετής βασιλεία του Χριστοῦ καὶ τῶν Δικαίων στὴ γῆ. Στὸ τέλος αὐτῆς της περιόδου θὰ γίνει ἡ σύγκρουση με τον Γωγ και τον Μαγώγ καὶ θὰ ἀκολουθήσει ἡ Τελική Κρίση.

Μπορεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία νὰ θεώρησε το συγκεκριμένο ἀπόσπασμα σὰν δικηγορικό (ποὺ ὑποτίθεται ὅτι συμβόλιζε την πνευματική βασιλεία του Χριστοῦ στὶς καρδιές τῶν πιστῶν, στὸ διάστημα μεταξύ της πρώτης καὶ της δεύτερης ἔλευσής του) καὶ νὰ ἀποκήρυξε σὰν πλάνη την πίστη σε ἕνα γήινο «Παράδεισο» ποὺ θὰ προηγηθεῖ του ἐπουράνιου, ἡ ἰδέα αὐτή ὅμως δὲν ἔσβησε. Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ καθιέρωση του χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας, συνετέλεσαν ὥστε ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία νὰ θεωρηθεῖ σὰν προστάτης τῶν Χριστιανῶν, σὰν το 4Ο καὶ τελευταῖο βασίλειο του ὁράματος του προφήτη Δανιήλ ποὺ ἔμελλε νὰ διαρκέσει μέχρι τις ἔσχατες μέρες. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ μορφή του μελλοντικοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων, με τον ὁποῖο θὰ τερμάτιζε κάθε ἐπίγεια βασιλεία, μυθοποιήθηκε καὶ ἔλαβε τα χαρακτηριστικά του κοσμικοῦ Μεσσία της ἰουδαϊκῆς καὶ πρωτοχριστιανικής παράδοσης.

Mε το πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ συνεχῶς μετασχηματιζόμενος ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς συνθῆκες της ἑκάστοτε ἐποχῆς, ὁ μῦθος αὐτὸς διατήρησε τὴ θρησκευτική του ἀπόχρωση (ποὺ ἀντανακλᾶται στὴν προσδοκία γιὰ την «ἀναλαμπὴ της Ὀρθοδοξίας»), ἀποκτῶντας παράλληλα ἐκ νέου ἐθνικὴ σημασία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ νεοελληνική παράδοση γιὰ το μαρμαρωμένο βασιλιά.



Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Ὁ τελευταίος λόγος του Κων/νου Παλαιολόγου πρὶν την Ἄλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)





Ὁ λόγος τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του,
τὴν παραμονὴ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. (7 Απριλίου 1453).

«Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιώται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρός της πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς.

 [Βιάζεται] διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. 

Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμὲν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν,πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων.

 Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλώ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

 Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἢν Χριστὸς ἐν τω οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος;                 Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. 

Σρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. 
Σέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα.


Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. 
Σὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τεῖχος μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αὐτό. 

Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἴπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἢν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. 

Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπῃρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Σὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. 

Καὶ ὥρᾳ ὀλίγῃ τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι· δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι, ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε.
Σαῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. 

Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαίαν ἔχουσα μακρὰ ἔστω πάντοτε.           Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται. 

Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. 
Διό, ὦ συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θεοῦ.

 Μιμηθῆτε τοὺς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν· καὶ ἐὰν ζωον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν, ὡς ζωα ἄλογα, καὶ χείρονες εἰσιν. 
Αἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖαι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ὑμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθέντων αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
 Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἡμῶν πίστεως, χωρὶς εὐλόγου αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἢν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος, καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενόν του Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. 
Σοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους ἤδη πυριαλώτους ἐποίησε· τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανούς, ὅσους εὖρεν, ἐθανάτωσε καὶ ᾐχμαλώτευσε· τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσε.
Σοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζωα καὶ τὰ ἑξῆς.

 Ἐλθὼν οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καὶ τῇ πανάγνῳτε καὶ ὑπεράγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. 
Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν.      
                     Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσφοριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καὶ Ἰουδαίαν, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτίαν, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικόν, Λυχνίτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν Σουσκίνους, Κελτοὺς καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας Σκούδην,Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι, καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγώ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ, καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ αὑτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. 

Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.»

Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἑνετοὺς ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη:                      «Ἑνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστώ τώ θεώ, ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ στρατιῶται δυνατοὶ καὶ ἐν πολέμοις δοκιμώτατοι, οἳ διὰ τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ῥομφαίων καὶ χάριτος πολλάκις πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καὶ τὸ αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τὴν πόλιν ταύτην τὴν εὐρισκομένην ἐπὶ τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καὶ ἐκ μέσου ψυχῆς γένητε ὑπερασπισταί.
 Οἴδατε γὰρ καλῶς, καὶ δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα αὐτὴν ἀενάως εἴχετε· διὸ καὶ ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καὶ παρακαλῶ ἵνα ἐν αὐτῇ ὥρᾳ ὡς φιλοπιστοί τε καὶ ὁμόπιστοι καὶ ἀδελφοὶ ποιήσητε.» 

Εἶτα στραφεὶς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις: «Ὦ Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταὶ καὶ μεγαλοκάρδιοι καὶ φημιστοί, καλῶς οἴδατε καὶ γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχὴς αὕτη πόλις πάντοτε οὐκ ἐμοὶ μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλὰ καὶ ὑμῖν διὰ πολλά τινα αἴτια. 

Ὑμεῖς μὲν πολλάκις μετὰ προθυμίας αὐτῇ ἐβοηθήσατε, καὶ συνδρομῇ ὑμετέρᾳ ἐλυτρώσατε ἀπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτῆς ἐναντίων. 
Σὰ νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τὴν Χριστώ ἀγάπην καὶ ἀνδρίαν καὶ γενναιότητα ὑμῶν.»       
Καὶ πληθυντικῶς στραφεὶς πρὸς πάντας εἶπεν: «Οὐκ ἔχω καιρὸν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα.                      Μόνον τὸ τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτὸ μετ᾿ εὐνοίας φυλάξητε.
Παρακαλῶ δὲ καὶ τοῦτο καὶ δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ ὑποταγὴν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καὶ δημάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατὰ τὴν τάξιν αὑτοῦ καὶ τάγμα καὶ ὑπηρεσίαν.

 Γνωρίσατε δὴ τοῦτο. Καὶ ἐὰν ἐκ καρδίας φυλάξητε τὰ ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν, ἐλπίζω εἰς θεὸν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς.

 Δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν, καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἄξιος ἐν τώ κόσμῳ ἔσεται.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ τὴν δημηγορίαν τελέσας καὶ μετὰ δακρύων καὶ στεναγμῶν τὸν θεὸν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἀπεκρίναντο μετὰ κλαυθμοῦ λέγοντες «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν.»                          Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ πλεῖστα εὐχαριστήσας καὶ πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο. 

Εἶτα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τώ πρωΐ, Χάριτι καὶ ἀρετῇ τῇ παρὰ τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καὶ συνεργούσης τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τὴν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τοὺς ἐναντίους μετὰ αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν.»
Ἀκούσαντες δὲ οἱ δυστυχεῖς Ῥωμαῖοι καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καὶ ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ᾔτουν εἷς τῷ ἑτέρῳ καταλλαγῆναι, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες οὔτε γυναικὼν ἢ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μὴ μόνον τοῦ ἀποθανεῖν ἵνα τὴν πατρίδα φυλάξωσι. 
Καὶ ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ ἐπανέστρεψε, καὶ ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τὴν φυλακήν. 
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα μυστήρια μετέλαβεν. 
Ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν. 
Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;         Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.
Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]

Γεωργίου Σφραντζῆ, Χρονικὸν