Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Μια «άγνωστη» ιστορία από την Ήπειρο! Το ΜΕΝΟΣ των Τούρκων και η λευτεριά που ΔΕΝ έχει έρθει ακόμη (vid)



Πορεία του βαλκανικού πολέμου για την απελευθέρωση της Ηπείρου.


Εκείνο το έτος, η Πογδόριανη ήταν τσιφλίκι του Αχμέτ Εγιούπ Πασά και περιελάμβανε τις σημερινές κοινότητες Παρακαλάμου, Ρεπετίστας, Μαυρονόρους και Αρετής.

Το πρωί της 17ης Οκτωβρίου 1912, λοιπόν, ο τακτικός τουρκικός στρατός ερχόταν με 600 – 800 άνδρες από τα Γιάννενα με προορισμό την Πογδόριανη. Στόχος ήταν η εισβολή στα επικείμενα χωριά. Οι Έλληνες ένοπλοι είχαν προλάβει να ανατινάξουν το γεφύρι του Καλαμά, αναγκάζοντας τους Τούρκους να αλλάξουν διαδρομή.

Εντούτοις, όταν ο τουρκικός στρατός έφτασε στην περιοχή της Πογδόγιαννης, ήταν φανερό ότι επρόκειτο να διεξαχθεί μια εντελώς άνιση μάχη. Απέναντι στους 600-800 άνδρες ήταν μόνος ο αντάρτης Μέμος με την ολιγομελή ομάδα του και μερικούς εθελοντές από τα γύρω χωριά. Ίσα-ίσα έφταναν τα εκατό άτομα.

Οι Έλληνες όμως είναι σκληρά καρύδια! Μολονότι οι Τούρκοι υπερτερούσαν θεαματικά, οι αντάρτες κράτησαν


Μια «άγνωστη» ιστορία από την Ήπειρο! Το ΜΕΝΟΣ των Τούρκων και η λευτεριά που ΔΕΝ έχει έρθει ακόμη (vid)



Η σχέση με τα... τουρκικά σίριαλ!


Λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ανάμεσα στο Όρος Κασιδιάρη και τον λόφο Σωσσίνου βρίσκεται το χωριό Πογδόριανη!

Στις μέρες μας ονομάζεται Άνω Παρακάλαμος. Εκεί υπήρξε το Δεσποτάτο της μητέρας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ο οποίος έγινε γνωστός στο ευρύ ελληνικό κοινό, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, από τα τουρκικά σίριαλ.

Στα εδάφη του δόθηκαν ηρωϊκές μάχες επί Τουρκοκρατίας.

Στις 17 Οκτωβρίου 1912 η Πογδόριανη λεηλατήθηκε και κάηκε σχεδόν ολοσχερώς, ενώ σήμερα φιλοξενεί μετά βίας 25 μόνιμους κατοίκους.

Η Πογδόριανη στο παρελθόν φιλοξένησε τόσο την μητέρα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή όσο και τη πιο γνωστή από τις συζύγους του, την Χουρέμ, με τις κόντρες τους να μένουν στην ιστορία/

Και φτάνουμε στο 1912! Το αντάρτικο είχε φουντώσει στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Οι ένοπλοι είχαν αποστολή να απασχολούν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθεν, για να διευκολύνουν τον Ελληνικό Στρατό κατά την διάρκ

τις θέσεις τους για τουλάχιστον τέσσερις ώρες, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο για τον Ελληνικό Στρατό.

Στο τέλος όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, ανεβαίνοντας άτακτα το βουνό, χωρίς να σημειώσουν όμως απώλειες. Οι Τούρκοι ήταν περισσότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι.

Χωρίς την παρουσία ανταρτών, οι Τούρκοι εισέβαλαν σε μια σειρά από χωριά, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Πογδόγιαννη. Από τους επτά συνοικισμούς της Πογδόριανης έκαψαν τους έξι. Άφησαν μόνο έναν για να τον χρησιμοποιήσουν ως καταυλισμό των τούρκικων στρατευμάτων: τον συνοικισμό Ρεπετίστας.

Από όπου πέρασαν οι Τούρκοι έκαψαν τα πάντα. Σπίτια, σχολεία, καλύβες και στάβλοι καταστράφηκαν ολοσχερώς. Απέμεινε μόνο το 10% των κτισμάτων, επειδή βαρέθηκαν να τα κάψουν όλα ή δεν τα είδαν.

Εκτός από τις φωτιές που έβαλαν, λεηλάτησαν: Άρπαξαν ό,τι βρήκαν και ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί.

Οι κάτοικοι των χωριών πρόλαβαν να φύγουν από τα σπίτια τους. Πήραν μαζί τους τα παιδιά στην αγκαλιά και όσα ζώα είχαν. Μαρτυρίες αναφέρουν πως πρόλαβαν να πάρουν λίγα κλινοσκεπάσματα και τρόφιμα.

Τουλάχιστον 2.500 άνθρωποι βρέθηκαν στις πλαγιές και τις σπηλιές του βουνού. Οι Τούρκοι όμως ήθελαν Ελληνικό αίμα. Τους ακολούθησαν και ανέβηκαν στο βουνό πυροβολώντας. Ακολούθησε ένα ανθρωποκυνηγητό, μέχρι που οι εκδιωγμένοι Ηπειρώτες έφτασαν στην κορυφή του βουνού και από εκεί στα «Σκαπέτα».

Ο ήπιος φθινοπωρινός καιρός βοήθησε μερικούς να παραμείνουν κρυμμένοι σε απόμερες και δασωμένες κοιλότητες του όρους. 12 μέρες τους καταδίωξαν οι Τούρκοι! ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΜΕΝΟΣ! Τελικά αποχώρησαν! Απολογισμός: 11 νεκροί, μόνο από την Πογδόριανη. Ανάμεσά τους και τρία βρέφη, τα οποία πέθαναν από τις κακουχίες της προσωρινής εξορίας.

Όταν οι Πογδοριανίτες επέστρεψαν στο χωριό, στεγάστηκαν όπως μπόρεσαν στα μισοκαμμένα σπίτια που γλίτωσαν και όπου αλλού βρήκαν, περιμένοντας την πολυπόθητη απελευθέρωση της Ηπείρου. Ωστόσο, δεν έχει απελευθερωθεί ολόκληρη ακόμα.




«Κατέβην χθὲς εἰς

>«Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ μετά Γλαύκωνος τοῦ Ἀρίστωνος προσευξόμενος τε τὴ θεῶ καὶ ἅμα τὴν ἑορτήν βουλόμενος θεάσασθαι τίνα τρόπον ποιήσουσιν….» Με αὐτὰ τα λόγια του Σωκράτη ἀρχίζει ὁ δημοφιλέστερος διάλογος πολιτικῆς ἐπιστήμης ὅλων των ἐποχῶν: ἡ «Πολιτεία» του Πλάτωνος Ἀθηναίου. Ὁ Πλάτων συνέγραψε την «Πολιτεία» στὰ 375π.Χ παρουσιάζοντας μέσα ἀπὸ τὴ συζήτηση μιᾶς συντροφιᾶς φίλων τις περιεκτικές προτάσεις του γιὰ μία ἰδανική πολιτεία–state. Σχετικά με το τι εἶναι ἡ Δικαιοσύνη συζητοῦν στὸ Α’ τεῦχος (βιβλίο) της «Πολιτείας» ὁ ἠθικὸς καὶ ἀκριβοδίκαιος Σωκράτης, ὁ Γλαύκων, ὁ Ἀδεῖμαντος, ὁ Πολέμαρχος, ὁ Κέφαλος καὶ ὁ Σοφιστής Θρασύμαχος. Ἡ ἀναζήτηση της δικαιοσύνης εἶναι κατά τον Σωκράτη «πρᾶγμα πολλῶν χρυσίων τιμιώτερον». Ὁ ρεαλιστικός λόγος του Θρασύμαχου μας κερδίζει ἀμέσως με την ἀλήθεια του: Ἡ Ὕβρις καὶ ἡ Ἄτη, δηλαδή ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ τύφλωση της ἑκάστοτε ἐξουσίας ὑπάρχει πάντα σε ὅλα τα πολιτεύματα –τυραννία, ὀλιγαρχία, δημοκρατία. Το δίκαιο ταυτίζεται κάθε φορά με τα συμφέροντα της παράταξης ποὺ ἄρχει! Ὁ Θρασύμαχος, ὀπαδὸς του φυσικοῦ δικαίου, ὅπως ὅλοι οἱ Σοφιστές, λέει τα πράγματα ὅπως εἶναι καὶ ὄχι ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι. Αὐτὸ το τελευταῖο το πρεσβεύει ὁ Σωκράτης…με την Realpolitik πού ἐκπροσωπεῖ ὁ Θρασύμαχος, δίκαιο εἶναι το συμφέρον του ἰσχυρότερου –το του κρείττονος συμφέρον! Ὑπὸ το πρίσμα αὐτὸ ἡ δικαιοσύνη δὲν ὠφελεῖ ὅλους ἐξίσου καὶ κατά πῶς τους ἀξίζει ἀλλὰ εὐνοεῖ τους φίλους καὶ βλάπτει τους ἐχθρούς –εἶναι δηλαδή μεροληπτική σε ὅλα τα καθεστῶτα. Σε αὐτὴν την πραγματιστική καὶ amoral διαπίστωση ἐπεμβαίνει ο Σωκράτης γιὰ να σώσει την κατάσταση ποὺ ἔχει ξεφύγει ἀπὸ κάθε ἔλεγχο… Ὁ Θρασύμαχος ἔχει νευριάσει με την ἀφέλεια τῶν συνομιλητῶν του καὶ στρέφεται σὰν θεριό νὰ τους ταρακουνήσει…! Τὰ ἐπιχειρήματα του Θρασύμαχου μοιάζουν ἀκλόνητά: «Φημί ἐγὼ εἶναι το δίκαιον οὐκ ἄλλο τι ἡ το του κρείττονος συμφέρον». Καὶ ἐξηγεῖται: Κάθε Ἀρχή - Ἐξουσία τίθεται νόμους (θεσπίζει νόμους) πρὸς το δικό της συμφέρον σε ὅλα τα κράτη εἴτε τυραννοῦνται εἴτε δημοκρατοῦνται εἴτε αριστοκρατοῦνται. Καὶ θεσπίζοντας τους νόμους οἱ ἐξουσιαστές διακηρύττουν [ψευδῶς] ὅτι δίκαιο γιὰ τους ἀρχόμενους εἶναι το δικό τους (σφίσι) συμφέρον. ;Ὅποιος ἐκ-βαίνει ἀπὸ αὐτό τὸν τιμωροῦν τάχα με την ἡδέα ὅτι εἶναι παράνομος καὶ ὅτι διαπράττει ἀδίκημα.Σε ὅλα τα πολιτικά συστήματα ἕνας εἶναι ὁ νόμος: «Τὸ τῆς Καθεστηκυίας Ἀρχῆς Συμφέρον». Αὐτὴ ἔχει την ἰσχὺ (ἀλλὰ ὄχι συνήθως την ἀξία) καὶ αὐτὴ κρίνει τι εἶναι δίκαιο σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια, ἔτσι ὥστε νὰ ὠφελεῖται πάντα καὶ περισσότερο.Ἐνίοτε οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶναι ὁλωσδιόλου ἄσχετοι με την πολιτική, της ὁποίας θεμελιώδης ἀρχὴ εἶναι ἡ ἐξυπηρέτηση του λαϊκοῦ, του κοινοῦ καὶ ἀνώτερου ΟΦΕΛΟΥΣ ΟΛΩΝ των πολιτῶν ἰσότιμα καὶ κατ’ ἀξίαν, νομοθετοῦν καὶ εἰς βάρος τους. Ἴσως το μόνο πρᾶγμα πού μπορεῖ νὰ τους ταρακουνήσει ἀπὸ την Ὕβριν καὶ την Ἄτι ποὺ διαπράττουν εἶναι ἡ ὑποταγή τῶν πολιτῶν στοὺς δικούς τους ἄδικους νόμους ποὺ βλάπτουν ὅλους! Ὁ Θρασύμαχος ἐπισημαίνει γιὰ τον δίκαιο πολιτικό: «ἐκ του δημοσίου μηδέν ὠφελεῖσθαι διὰ το δίκαιον εἶναι, πρὸς δὲ τούτοις ἀπεχθέσθαι τοῖς τε οἰκείοις καὶ τοῖς γνωρίμοις, ὅταν μηδέν ἐθέλη αὐτοῖς ὑπηρετεῖν παρά το δίκαιον». Δηλαδή ὁ δίκαιος καὶ φιλότιμος δὲν κλέβει ἀπὸ το δημόσιο οὔτε κάνει ρουσφέτι σε συγγενῆ καὶ φίλο, κάτι βέβαια ποὺ τον κάνει μισητό στὰ μάτια τους!!! Ὁ ἄδικος πάλι «πάντα τούτων τα ἐναντία ὑπάρχει»! Ἐπιπλέον, ὁ δυνάμενος μεγάλα πλεονεκτεῖν -ὁ πιὸ ἄπληστος πολιτικός- κάνει ἀπέραντα ἄθλιους αὐτούς ποὺ πέφτουν στὴν ἐκμετάλλευσή του. Αὐτὸ εἶναι μία μορφή τυραννίας ποὺ ἰσχύει σε κάθε πολίτευμα, στὸ ὁποῖο κυριαρχοῦν οἱ ἄπληστοι καὶ οἱ διαστροφές τους. Κύριος στόχος τους (γιατί σκοπό δέν ἔχουν) εἶναι νὰ ὑφαρπάξουν ἀπὸ ὅλῃ την κοινωνία τα ἱερὰ καὶ τα ὁσία, τα ἰδιωτικά καὶ τα δημόσια ἀγαθὰ με κάθε τρόπο (λάθρα καὶ βία) ἀμέσως καὶ ὅλα μαζί(!) «οὐ κατά σμικρόν ἀλλὰ συλλήβδην».
Τότε, μάλιστα, ὁ «καπάτσος» πολιτικός θεωρεῖται, ἀπὸ ὅσους του μοιάζουν, εὐδαίμων καὶ τον μακαρίζουν γιατί πολλοί θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι στὴ θέση του ἀλλὰ δὲν μποροῦν. Το συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι θεσπίζουν νόμους γιὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ την ἀδικία καὶ ὄχι γιατί στὴν πραγματικότητα εἶναι δίκαιοι. «Οὗ γὰρ το ποιεῖν τα ἄδικα ἀλλὰ το πάσχειν φοβούμενοι…»
Καὶ ἐρχόμαστε στὸ «διὰ ταῦτα». «Οὔτε χρημάτων ἕνεκα θέλουσι ἄρχειν οἱ ἀγαθοί οὔτε τιμῆς»! Ὁ Σωκράτης καταλήγει ὅτι οἱ ἐπιεικεῖς πολιτικοί, οἱ σοφοί, δίκαιοι, ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς δὲν θέλουν νὰ ἀπασχοληθοῦν με την πολιτική με σκοπό νὰ ἀποκομίσουν χρηματικό κέρδος ἡ κάποια φήμη. Το ἀντίθετο μάλιστα. (Γιατί θεωρεῖται ὄνειδος γιὰ ἄνθρωπο με ἀξιοπρέπεια νὰ εἶναι φιλάργυρος καὶ ματαιόδοξος). Ὁ μόνος λόγος ποὺ ἀπασχολοῦνται με την πολιτική εἶναι γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τους ἄχρηστους καὶ τους πονηρούς. Διαφορετικά θὰ εἶναι καταδικασμένοι νὰ ὑφίστανται τὴ ζημία νὰ ἄρχονται ἀπὸ τους κατωτέρους τους. Νέμεσις εἶναι ἡ ὀργή θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ἡ ἀπόφαση νὰ γυρίσει ὁ Τροχός καὶ οἱ εὐδαίμονες νὰ γίνουν δεισιδαίμονες. Τίσις εἶναι ἡ τιμωρία, ὁ κολασμός καὶ ἡ πτώση του ἄδικου καὶ ἀναίσθητου πολίτικού. Πολλές φορές ἡ τιμωρία εἷναι μεγαλύτερη ἀπὸ τα δεινά ποὺ προκλήθηκαν στοὺς ἀδικηθέντες. Πέφτει στὰ κεφάλια τῶν ἀπογόνων τῶν πρώην ἰσχυρῶν ὡς Δαμόκλεια σπάθη καὶ δὲν ἀφίνει κανέναν στὴν ἡσυχία του. Ὁ τύραννος Ἀριδαῖος της Παμφυλίας καὶ ἄλλοι σὰν κι αὐτὸν βρίσκουν την τύχη πού τους ἁρμόζει. Το στόμιον του κόσμου δὲν τους δέχεται ἀλλά βογγᾶ (εμυκάτο) καὶ δὲν τους ἀφήνει ἐλεύθερους. Μέσα στὰ ἔγκατά της γῆς εἶναι η ψυχή τους (στὰ Τάρταρα) καὶ το φθέγμα (ἡ καταλαλιά) του κόσμου τους τραβᾶ ὅλο καὶ πιὸ κάτω. Ἐκεῖ βρίσκονται καὶ οἱ φρουροί πού τους δένουν χειροπόδαρα καὶ πάνω στοὺς ἀγκαθεροῦς ἀσπαλάθους τους σέρνουν καὶ τους γδέρνουν. Ἔτσι, ἐπ’ ἀσπαλάθων…

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Μακρυγιάννης Στρατηγός Απομνημονεύματα (αποσπάσματα)

Απομνημονεύματα (αποσπάσματα)


                                                            ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1829 Φλεβαρίου 26, Ἄργος. Εἶμαι διορισμένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης.[1] Ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς Ἄργος. Κάθομαι καὶ ἀγροικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὴς ἐπαρχίες μ' ἀρχὲς κι' ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία καὶ ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφφενέδες καὶ σὲ ἄλλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ - (ἤξερα ὀλίγον γράψιμον, ὅτι δὲν εἶχα πάγῃ εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἴτια ὁποῦ θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ' ἔμαθαν κάτι περισσότερον ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁποῦ κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὀποῦ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία, καὶ ὅσα διὰ τὴν πατρίδα μου, ὁποῦ μπῆκα εἰς τῆς Ἑταιρίας τὸ μυστήριον διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς λευτεριᾶς μας καὶ ὅσα εἶδα καὶ ξέρω ὁποὔγιναν εἰς τὸν Ἀγῶνα, καὶ σὲ ὅσα κατὰ δύναμη συμμέθεξα κ' ἐγὼ κ' ἔκαμα τὸ χρέος μου, ἐκεῖνο ὁποῦ μποροῦσα. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς τῆς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὴς πολυτίμητες στιμὲς εἰς αὐτά. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβα καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος αὐτείνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποῦ θὰ σᾶς δώσω. Ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψῃ τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα, ὁποῦ θὰ σημειώσω. Ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες ἔχετε χρέος πρῶτα νὰ 'ρευνήσετε διὰ τὴν διαγωγή μου, πῶς φέρθηκα εἰς τὴν κοινωνία καὶ Ἀγῶνα, καὶ ἂν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση καὶ εἰς τὰ γραφόμενά μου˙ ἂν ἀτίμως φέρθηκα, μὴν πιστεύετε τίποτας. Καὶ ἀφοῦ μάθετε ὅτι φέρθηκα τιμίως καὶ ἰδῆτε σημειωμένα ἔγγραφα καὶ ἀπόδειξες[2], ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀπὸ διαφόρους, ἀπὸ κυβέρνησες καὶ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς, ὅθεν χρημάτισα ἐγὼ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου συναγωνιστάς, ὁποῦ μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο καλύτερούς μου εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ εἰς ὑπηρεσίες, ὅθεν διατάχτηκα. Μὲ δεκοχτὼ ἀνθρώπους πρωτοκινήθηκα[3] εἰς τὸν ἀγῶνα˙ ὡς τοὺς χίλιους τετρακόσιους μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς νἄχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου. Ποτὲ δὲν μολύθηκαν τ' ἀρχεῖα τῆς πατρίδος μου˙ οὔτε εἰς τὴν κυβέρνησιν, οὔτε εἰς ἐπαρχίες, οὔτε εἰς ἄτομα, ὁποῦ ἀγωνιστήκαμεν εἰς τὴν Ρούμελη, Πελοπόννησον καὶ νησιὰ καὶ Σπάρτη, δὲν εἶναι πουθενὰ κατηγορία παραμικρὴ διὰ ἐμᾶς. Εὐκαριστήρια θὰ ἰδῆτε ἀπ' οὗλα τὰ μέρη πλῆθος ἐδῶ μέσα σημειωμένα, καὶ παντοῦ εἰς τὸ κράτος καὶ εἰς τ' ἀρχεῖα τῆς κυβέρνησης φαίνονται αὐτά. Καὶ μ' ὅσους ἀνθρώπους μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ διοίκησα, διάφορες ἀκαταστασίες καὶ ἁρπαγὲς ηὗραν τὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος, δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ πανάγαθον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐμᾶς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ μολυθοῦμεν. Καὶ αὐτὲς τὴς χάριτες πρέπει νὰ τὴς χρωστάγῃ ἡ πατρὶς εἰς τοὺς ἀξιότιμους καὶ ἀγαθοὺς καὶ γενναίους πατριῶτες τοὺς συναγωνιστάς μου, ὁποὖχα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου εἰς τὸν ἀγῶνα, ὁποῦ συνεισφέραμεν καὶ ἐμεῖς κατὰ δύναμιν εἰς τὴς ἀνάγκες πατρίδος. Εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πατριωτισμός, ὁποῦ ἔδειξαν, αὐτείνων τῶν καλῶν πατριώτων, ὄχι ἐμένα. Ὅτι ἐγὼ δὲν εἶχα αὐτείνη τὴν ἀρετή, οὔτε τὴν ἔχω ἀκόμα˙ καθὼς εἰς τοὺς πολέμους, καὶ τώρα εἰς τὴν 'πηρεσίαν εἶναι αὐτεῖνοι οἱ καλύτεροί μου. Εἶναι καὶ τώρα εἰς τὴν 'πηρεσία, εἰς τὴν ὁδηγία μου, οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μισολογγιοῦ μὲ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον ἀρχηγόν τους Μῆτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ Μισολογγιοῦ.[4] Εἶναι πολλοὶ γενναῖγοι καὶ ἀξιότιμοι νησιῶτες καὶ Πελοποννήσιοι, ἀγαθοὶ ἀγωνισταί˙ εἶναι Ρουμελιῶτες. Εἶναι οἱ ἀγαθοὶ καὶ φιλόπατροι νοικοκυραῖοι καὶ ἀξιωματικοὶ Ἀθηνῶν, ὁποῦ ἀγωνιζόμαστε εἰς τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀλλοῦ εἰς τοὺς ἀγῶνες τῆς πατρίδος. Καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτείνων ὅλων τῶν καλῶν πατριώτων -ἡ ἀγαθότη πρῶτα του Θεοῦ- μᾶς γλύτωσε ἀπ' ὅσα βλάβουν τὴν πατρίδα. Ἡ ἀφεντειά σας, ἀγαθοὶ ἀναγνῶστες, σᾶς περικαλῶ, ἂν καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν ἀλήθεια, 'ρευνήσετε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ θὰ ἰδῆτε, ἂν εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα. Ἕνα σᾶς περικαλῶ, ὅλους τοὺς ἀξιότιμους ἀναγνῶστες˙ δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ φέρετε καμμίαν κρίση οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά, ἂν δὲν τὸ διαβάσετε ὅλο -καὶ τότε εἶστε νοικοκυραῖοι νὰ κάμετε ὅ,τι κρίση θέλετε ἢ ὑπέρ, εἴτε κατά. Ὅταν τὸ διαβάσετε ὅλο, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότε νὰ κάμετε τὴν κρίση γιὰ ὅσους φέραν δυστυχήματα εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐμφύλιους πολέμους διὰ τὰ ἀτομικὰ τοὺς νιτερέσια καὶ τὴν 'διοτέλειά τους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαθε καὶ παθαίνει ὡς σήμερον ἡ δυστυχισμένη πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἀγωνισταί. Θὰ σημειώσω γυμνὴ τὴν ἀλήθεια καὶ χωρὶς πάθος. Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ ὅσοι κάμαμεν τὸ κακό μᾶς κακοφαίνεται, ὅτι καὶ τὸ κακὸ τὸ θέλομε καὶ τὸ νιτερέσιον νὰ τὸ κάνωμε καὶ καλοὺς πατριῶτες θέλομε νὰ μᾶς λένε. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται, οὔτε θὰ τὸ κρύψω ἐγὼ καὶ νὰ μείνῃ κρυμμένο, ὅτι ἡ πατρὶς ζημιώθη, διατιμήθη[5] καὶ ὅλο 'σ αὐτὸ κατανταίνει· ὅτι μᾶς ηὗρε ὅλους θερία. Καὶ τὰ αἴτια τοῦ κακοῦ θὰ τὰ εἰποῦνε κ' ἱστορίες καὶ 'φημερίδες καθημερινῶς τὰ λένε. Καὶ δὲν σημαίνουν τὰ δικά μου· καὶ πρέπει νὰ τὰ γράφουνε προκομμένοι κι' ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι˙ καὶ νὰ τὰ γλέπουν οἱ νεώτεροι˙ καὶ οἱ μεταγενέστεροι νἄχουν περισσότερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν. Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζῃ καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα˙ τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι' αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία. Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῇ αὐτά˙ καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζῃ ὡς προκομμένος τὴν ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρῃ κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του[6], οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος˙ καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πρᾶμα καὶ μόνος του δὲν μπορῇ νὰ πάρῃ τὸ βάρος καὶ παίρνῃ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγῃ ὁ αἴτιος ἐγώ˙ νὰ λέγῃ ἐμεῖς. Ὅτι βάναμε ὅλοι τὴς πλάτες, ὄχι ἕνας. Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν «Ἐκλαμπρότατοι», ἔγιναν «Γενναιότατοι» καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ φερτικοί, ὅμως τίποτας δὲν τοὺς ἀναπεύει. Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς˙ τώρα φαίνεται τί ἔχουν. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τὴν Ρούμελη˙ Γκούρας καὶ Μαμούρης, Κριτζώτης[7], Γριβαῖγοι, Στάικος καὶ οἱ ἄλλοι, Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι πολλοί. Καὶ τί ζητοῦνε ἀπὸ τὸ ἔθνος; Μιλλιούνια ἀκόμα διὰ τὴς μεγάλες δούλεψες. Καὶ σὲ αὐτὰ ποτὲς δὲν ἀναπεύονται˙ ὅλο νόμους καὶ φατρίες διὰ τὸ καλό τῆς πατρίδος, ὅλο αὐτὸ πασκίζουν. Ὅσα ἔπαθε ἡ πατρὶς διὰ τοὺς «νόμους» καὶ τὸ καλὸ αὐτεινῶν καὶ ὅσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δὲν τἄπαθε ἡ πατρὶς εἰς τὸν ἀγῶνα τῶν Τούρκων. Κατοικίσαμεν τοὺς κατοίκους μέσα τὰ σπήλαια καὶ ζοῦνε μὲ τὰ θερία καὶ ρημώσαμε τοὺς τόπους καὶ ἐγίναμε ἡ παραλυσία τοῦ κόσμου.

Ὅλα αὐτά μου δῶσαν ἀφορμὴ νὰ μάθω γράμματα εἰς τὰ γεράματα, νὰ τὰ σημειώσω ὅλα. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἤμουν καὶ ἐγώ. Ἃς γράψῃ ἄλλος διὰ 'μένα ὅ,τι γνωρίζῃ. Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή. Ὅτι ἔχω τὸ μερίδιό μου˙ 'σ αὐτείνη τὴν πατρίδα θὰ ζήσω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου. Ὅτ' ἤμουν νέος καὶ στραβογέρασα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεινά της πατρίδας˙ πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸ σῶμα μου εἰς διάφορους ἀγῶνες πατρίδος καὶ ἀποκαταστάθηκα μισὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν περισσότερον καιρὸ εἶμαι εἰς τὰ ροῦχα ἀστενὴς ἀπὸ αὐτά. Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν μοῦ σήκωσε τὴν ζωή μου καὶ εὐκαριστῶ καὶ τὴν πατρίδα μου ὁποῦ μὲ τίμησε βαθμολογῶντας κατὰ τὴν τάξη, κατὰ τὴς περίστασες, ὡς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ καὶ ζῶ ὡς ἄνθρωπος μ' ἐκεῖνο ὁποῦ εὐλόγησε ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησή μου, χωρὶς νὰ γυμνώσω κανέναν οὔτε μίαν πιθαμὴ γῆς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἤρθετε ἐσεῖς οἱ μεγάλοι μας πολιτικοὶ νὰ μᾶς λευτερώσετε, ὅταν σηκώσαμεν τὴν ἐπανάστασιν μόνοι μας κι' ἀγωνιζόμαστε τὴς πρῶτες χρονιὲς μὲ τοὺς σημαντικοὺς τῆς πατρίδος μας πολιτικοὺς -φαίνεται ὁ ἀγῶνας ἐκεῖνος κι' ὁ πατριωτισμός καὶ ἡ ἀδερφοσύνη ὀποὔχαμεν ἀναμεταξύ μας. Ὅταν κοπιάσετε ἐσεῖς, μᾶς γυμνάσετε τὴν διχόνοια, μᾶς φέρατε τὴς φατρίες καὶ τ' ἄλλα τ' ἀγαθά˙ καὶ κακοβάλετε τὸ δυστυχησμένο ἀθῶον ἔθνος. Πρωτόηφερες τὴν διχόνοιαν ἐσύ, Κύριε Μαυροκορδᾶτε, κι' ἀπὸ αὐτὸ ἄλλοι καπεταναῖοι πῆγαν ὀπίσου εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλους ἤθελες μὲ τοὺς νόμους σου νὰ τοὺς σκοτώσῃς. Θὰ σκότωνες τὸν Καραϊσκάκη˙ ποῦ θὰ τὸν εὕρισκε ἡ πατρίδα, ὅταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος ἔρχεσαι ἐσύ, κύριε Κωλέτη˙ θὰ σκότωνες τὸν Δυσσέα -καὶ ὕστερα δὲν γλύτωσε ἀπὸ σένα˙ ποῦ θὰ τὸν εὑρίσκαμεν μ' ἕναν τεσκερὲ νὰ διώξῃ δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, ὁποὖταν περισσότεροι ἄλλοι εἰς τὸ Γριπονῆσι καὶ Ρωπὸ κι' ἀλλοῦ, καὶ πρόσμεναν κι' αὐτείνη τὴν δύναμιν ν' ἀφανίσουν ὅλη τὴν Ἑλλάδα, κι' αὐτὸ τοὺς νέκρωσε ὅλα τους τὰ σκέδια; Ἂν ἦταν κακοὶ στρατιωτικοὶ ἐκεῖνοι κ' ἐσεῖς καλοὶ πολιτικοί, τοὺς κάνετε κι' αὐτοὺς κι' ὅλο τὸ στρατιωτικὸν καλὸ καὶ μὲ πειθαρχίαν. Ἂν ἤσουνε ἐσύ, κύριε Μεταξά, καλός, ἔκανες τὸν Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. Ἦταν καλὸς πατριώτης, ἀλλὰ οἱ δικές σου συβουλὲς ὅλο σὲ ἐφύλιους πολέμους τὸν κινούσανε καὶ σὲ μεγάλη διχόνοια μὲ τοὺς πατριῶτες του˙ καὶ κάποτε τὸν γύριζες μὲ τὸ ἕνα κόμμα καὶ κάποτε μὲ τὸ ἄλλο. Καὶ χύνονταν τόσα ἀθῶα αἵματα. Θυμήσου τὸν Κανέλλο Ντεληγιάννη, ὁποῦ πιάστη μὲ τὸν Κολιόπουλον καὶ μὲ τοὺς Κολοκοτρωναίους -πρώτη διαίρεση καὶ φατρία, ὁποῦ δὲν τὸ ξέραμεν αὐτὸ τὸ φροῦτο καὶ τότε τὸ μάθαμεν. Ἦρθα ἐγὼ εἰς τὴν Πελοπόννησον˙ ἔφυγα ἀπὸ τὸν Δυσσέα καὶ ἦρθα εἰς τὸν Κολοκοτρώνη κ' ἐσένα, ὁποῦ ἤσασταν εἰς τὰ πράματα, εἰς τὸ Ἐκτελεστικὸν Σῶμα· καὶ μοῦ εἴπετε νἀρθῶ κ' ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου βοήθεια ἐδική σας καὶ δὲν θέλησα -πόσα αἵματα χύθηκαν τότε; Θυμήσου ὅταν βήκατε εἰς τὸ Ἄργος νὰ διαλύσετε τὴν Βουλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ νὰ τοὺς πάρετε καὶ τὰ πραχτικά, στάθηκα συμφώνως μὲ τὸν Ζαχαρόπουλον καὶ τοὺς 'περασπιστήκαμεν καὶ κρύψαμεν καὶ τὰ πραχτικά. Κ' ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή σας. Θυμήσου αὐτὸ τί ἔβγαλε. Στάθηκες τοῦ λόγου σου καὶ οἱ ἄλλοι εἰς τ' Ἀνάπλι καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι ὁ Πετρόμπεγης πήγαμεν εἰς τὴν Τροπολιτζὰ -πόσοι τάφοι ἐκεῖ ἄνοιξαν; Τελειώνοντας ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ τὴν λαφυραγώγησαν καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι, πήγαμεν εἰς τὰ Τρίκκαλα. Καὶ χάλασα αὐτό σας τὸ σκέδιο κ' ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή σας, γιατί ἤθα κάνετε μίαν μεγάλη ἑτοιμασίαν ἀναντίον τῶν βουλευτῶν καὶ τοῦ Κουντουργιώτη. Ἀφοῦ ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὴν συντροφιά σας, ὅταν ματαπήγαμεν μὲ τὴν Κυβέρνησιν εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ἦταν οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι' ὁ Πετρόμπεγης κι' ἄλλοι, πόσοι τάφοι πάλε ἄνοιξαν; Καὶ σᾶς βγάλαμεν ὅλους ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά, καὶ τὴν πῆρε ἡ Κυβέρνηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κατεβήκαμεν εἰς τ' Ἄργος καὶ ἦρθαν ἀναντίον μας ὅλοι αὐτεῖνοι -πόσοι σκοτώθηκαν εἰς τοῦ Ἄργους τὸν κάμπο καὶ εἰς τ' Ἀνάπλι ἀπὄξω; Καὶ πήραμεν τ' Ἀνάπλι καὶ τὰ κάστρα.

Ὕστερα πιάσετε κομπανία μὲ Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι' ἄλλους πολλοὺς -πόσοι σκοτώθηκαν εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ὕστερα εἰς τὴν Τροπολιτζά, εἰς τὰ χωριά, ὁποῦ χάθηκε κι' ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης; Ἦρθα εἰς τὴν Ἀθήνα κ' ἔμπασα τοὺς Καρατασσαίους καὶ Γκούρα εἰς τὸν Μωριᾶ. Καὶ πῆγαν εἰς τὸν Ἁγιώργη τῆς Κόρθος, ὁποῦ τὸν βαστήγετε, κι' ἀπὸ ἐκεῖ ἀλλοῦ -πόσοι τάφοι ἄνοιξαν σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ὁποῦ τοὺς πιάσαμεν ὅλους αὐτοὺς καὶ τοὺς πῆγαν εἰς τὴν Ὕδρα ρέστο; Τί ἔπαθαν οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς Ρωμαίγους, ὄχι ἀπὸ τοὺς Τούρκους; Ὕστερα εἰς Παλαμῆδι, Ἀνάπλι, Ἄργος, Κρανίδι διὰ τὴς ἐκλογὲς τῆς Συνέλεψης τί ἔγινε, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα, καὶ εἰς Κόρθο κι' ἄλλα μέρη ὥσο ὁποὖρθε ὁ Κυβερνήτης; 'Σ τὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ρεθίζετε ἐσεῖς οἱ μεγαλοκέφαλοι καὶ ἦτον μὲ τὴν πατρίδα. Τὸν ἀγαποῦσε ὅλος ὁ λαὸς καὶ δυὸ χρόνια κυβέρνησε καλά. Ὕστερα περιλάβετε ἐσεῖς τὸν Κυβερνήτη -πόσοι τάφοι ἔγιναν εἰς Σπάρτη καὶ Μεσσηνία, εἰς Πόρον κι' ἀλλοῦ καὶ ποῦ κατάντησε ἡ κυβέρνησή του; Ὕστερα πιάστη μὲ τοὺς Μαυρομιχαλαίγους. Σᾶς ἔλεγαν ἄνθρωποι γνωστικοὶ νὰ κλίνετε κ' ἐσεῖς τὴν θέλησή σας, καθὼς συγκατάνευε κι' ὁ Κυβερνήτης, ν' ἀγαπηθῇ μ' αὐτούς˙ δὲν στάθη τρόπος. Καὶ χάθη κι' αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα διατιμήθη.

Σκοτώνοντας ὁ Κυβερνήτης, πόσοι ἄνθρωποι χάθηκαν εἰς τ' Ἄργος ἐξ αἰτίας σας καὶ πόσοι σὲ ὅλο τὸ διάστημα ὁποῦ γυρίσαμεν εἰς τ' Ἀνάπλι; Εἰς τ' Ἄργος ὕστερα γύρευε ἡ συντροφιά σας νὰ χτυπήσουν τοὺς Γάλλους -στρατέματα τῆς Συμμαχίας! Αὐτεῖνοι μὲ δύναμη καὶ μ' ὅλα τ' ἀναγκαῖα κ' ἐμεῖς μὲ χωρὶς φουσέκια ἠθέλαμεν νὰ τοὺς σκοτώσουμεν! Κι' ἀναντιώθηκα ἐγὼ ἐκεῖ καὶ κιντύνεψα· καὶ κρυφίως ἔφυγα˙ καὶ ὕστερα εἰς τὸ κονάκι τοῦ Χατζηχρήστου ἦρθαν ὁ Κριτζώτης, ὁ Νότης καὶ οἱ ἄλλοι καὶ μίλησα ὅλων τῶν ἀξιωματικῶν καὶ ρίχτηκαν ἀπάνου εἰς τοὺς ἀρχηγούς τους, ὁποὖχαν ὁρκιστῇ νὰ βαρέσουν τοὺς Γάλλους, καὶ τραβήχτηκαν αὐτεῖνοι. Δὲν ἦρθαν οἱ φίλοι σας μόνοι τους εἰς τὸ Κιόσκι τοῦ Ἀναπλιοῦ κι' Ἀγροκήπιον; Κ' ἐγὼ πῆγα εἰς τ' Ἀνάπλι καὶ 'σύχασα τοὺς γκενεραλαίγους τοὺς Γάλλους, ὁποῦ 'ρεθίστηκαν κ' ἔλεγαν ὅτ' εἶναι γενικὸν κίνημα καὶ ἦταν ἀναντίον γενικῶς τῆς πατρίδας. Κι' ὡς ἀδύνατοι οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι' ὁ Τζαβέλας καὶ οἱ ἄλλοι φύγαν ὀπίσου εὐτύς, ἀφοῦ μάθαν ὅτι δὲν ἔχουν ἄλλους συντρόφους˙ κ' ἔμεινε αὐτὸ διὰ τὴν ὥρα. Καὶ ὕστερα ὁ Τζόκρης, ὁ Κριτζώτης κι' ἄλλοι θέλησαν νὰ κάμουν αὐτείνη τὴν γενναιότητα εἰς τ' Ἄργος ἀναντίον τῶν Γάλλων καὶ πιάστη τὸ ντουφέκι. Δὲν σκοτώθηκαν περίτου ἀπὸ τρακόσοι ἄντρες κι' ἀθῶα γυναικόπαιδα; Καὶ γύρεψα τὴν ἄδεια ἐσᾶς τῶν κυβερνήτων καὶ ἦρθε κι' ὁ Ρουάν, ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας, καὶ σᾶς εἶπε νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὴν αὐγὴ νὰ πάγω νὰ μιλήσω μὲ τοὺς γκενεραλαίους, ὁποῦ εἶχα εἰς τὴν φιλίαν τους, διὰ νὰ σβέσῃ αὐτὸ τὸ κακόν, νὰ μὴν πάθῃ τόσος ἀθῶος κόσμος, καὶ δὲν θελήσετε -μόνον ὁ Κωλέτης ἦταν σύνφωνος μὲ τὴν γνώμη μου -καὶ τὸ δειλινὸ μ' ἀφήσετε καὶ πῆγα, ὁποὖχε τελειώσῃ τὸ κακόν˙ καὶ μιλήσαμεν τῶν γκενεραλαίγων κι' ὅλων τῶν ἀξιωματικῶν ἐγώ, ὁ Μῆτρο Ντεληγιώργης, ὁ Δανίλης Πανᾶς, ὁποῦ μᾶς στείλετε ἡ Κυβέρνηση καὶ οἱ πληρεξούσιοι κι' ὅλοι οἱ πολῖτες νὰ εἰποῦμεν τὴν μεγάλη λύπη ὁποῦ δοκιμάσετε ἀκούγοντας αὐτὸ τὸ δυστύχημα. Καὶ τοὺς καταπραγύναμεν καὶ σήκωσαν τὴν ἀγανάχτησίν τους, ὁποὖχαν γενικῶς εἰς τὸ Ἔθνος.

Πόσοι τάφοι ἄνοιξαν εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ πῆγε ὁ Γρίβας καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι; Τί ἔπαθαν οἱ κάτοικοι καὶ ποῦ τοὺς κατοίκισαν; Ἤμουν κ' ἐγὼ μὲ τὸν Ντεληγιώργη, μὲ τὸ σῶμα μας, πρωτύτερα ἐκεῖ -πῆγα καὶ μάζωξα τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὰ σπήλαια καὶ τοὺς ἤφερα καὶ κάναν τὸ ἐμπόριόν τους, ὁποῦ ἦταν τόσα ἀσκέρια. Πειράχτη τίποτας; Πόσο ξύλο τοὺς τίναζα μέσα εἰς τὸ παζάρι; Καὶ δι' αὐτείνη τὴν ἡσυχίαν καὶ τάξη οὔτε τοὺς μιστούς μας ὁλουνῶν ἐμᾶς δὲν μᾶς δώσετε! Δὲν πληρώσετε τὸν Ζέρβα κι' ἀλλουνοὺς καὶ δέσαν τοὺς πληρεξούσιους τοῦ Ἔθνους εἰς τὴν Πρόνοια; Δὲν ἀφανίστη ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖ; Δὲν κόβαν τὸ νερὸ σήμερα ὁ ἕνας κι' αὔριον ὁ ἄλλος καὶ πλερώνονταν καὶ τ' ἄφιναν, ὁποῦ θὰ σκάζαμεν ὅλοι μέσα εἰς τ' Ἀνάπλι; Τί ἔπαθε τὸ Μισολόγγι καὶ τ' Ἀντελικὸ ἀπὸ τοὺς Γριβαίους; Τὄπαθε χερότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Ὅταν ἦρθε ὁ Βασιλέας, ποιὸς τοὺς 'ρέθιζε τοὺς ἀγωνιστάς; Ἡ ἀφεντειά σας οἱ μεγάλοι πολιτικοί. Καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι. Καὶ τόσοι ἄλλοι χάθηκαν εἰς τὴν Πελοπόννησο, ὁποῦ σκοτώθη ὁ Κρίτζαλης κι' ἄλλοι, καὶ εἰς τὴν Σπάρτη κι' ἀλλοῦ. Καὶ τόσοι εἰς τὰ τριάντα ἕξι, ὁποῦ χάθη τὸ ἄνθος τοῦ Ἔθνους. Καὶ τόσους ὁποῦ ἔκοψε ἡ τζελατίνα καὶ τόσοι ὁποῦ πέθαναν εἰς τὴς φυλακές. Καὶ τόσοι εἰς τὴς διάφορες ἐκλογὲς ἐσᾶς τῶν Ἐκλαμπρότατων πολιτικῶ μας.

Σᾶς ἐρωτῶ, ἐσᾶς τοὺς Ἐκλαμπρότατους καὶ μεγαλόγνωσους πολιτικούς τῆς Ἑλλάδος ἀρχὴ καὶ τέλος˙ ἂν ἤρθετε ἀπὸ καλωσύνη σας νὰ μᾶς φωτίσετε, νὰ μᾶς λευτερώσετε, διατὶ νὰ χυθοῦν αὐτὰ τὰ αἵματα ὁποῦ χύθηκαν καὶ ἡ πατρίδα νὰ εἶναι εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ εἶναι ὡς τὴν σήμερον, καὶ νὰ γένῃ αὐτείνη ἡ δυστυχία γενικῶς εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους; Καὶ νὰ θέλουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ρούσσοι, οἱ Ἀουστριακοὶ ἢ ἄλλο κράτος νὰ μᾶς κυβερνήσουν μὲ τὸ μέσον τὸ δικόν σας;

Ἡ ἀφεντειά σας, οἱ ξενοφερμένοι πατριῶτες, ἦστε καὶ οἱ πρῶτοι πολιτικοὶ καὶ οἱ δεύτεροι καὶ οἱ τρίτοι καὶ οἱ τέταρτοι καὶ οἱ πέφτοι καὶ οἱ ἕχτοι κι' ἀκόμα εἰς ὅλα τὰ πράματα τῆς πατρίδας˙ ἂν εἴχετε ἀρετὴ κι' ὁμόνοια, γένονταν αὐτά; Διατιμιέταν τὸ δυστυχισμένο, τὸ ἀθῶον Ἔθνος; Μπαίναν ὅλοι οἱ μπερμπάντες παντοῦ; Πότε συβουλέψετε τὸ στρατιωτικὸν πατριωτικῶς, κι' αὐτὸ ἐβῆκε ἀπὸ τὰ καθήκοντά του καὶ δὲν σᾶς ἄκουσε; Μεγαλύτερον εἴχαμεν εἰς τὴν Πελοπόννησον τὸν Κολοκοτρώνη˙ ὅπως τοῦ λέγετε ἔτζι ἔκανε˙ «πολέμα ὑπὲρ τῆς πατρίδος», πολέμαγε˙ «κάνε ἐφύλιους πολέμους», ἔκανε. Ἦταν ὁ Δυσσέας εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα˙ ἀπὸ τίνος συβουλὴ ἐπέταξε τὸ ντουφέκι κ' ἔβαλε τὸ καλαμάρι κ' ἔγινε πολιτικὸς καὶ φατριαστὴς ὁ στρατιωτικός; Ἀπὸ δική σας. Ἔστειλε ὁ κύριος Κωλέτης εἰς τὸν Δυσσέα τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο καὶ τὸν σκότωσε αὐτὸν καὶ τὸν γενναῖον καὶ τίμιον Παλάσκα. Ὁ Δυσσέας τοὺς σκότωσε, ἀλλὰ ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του τοὺς ἔστειλε -ἢ ἐκεῖνοι σκότωναν τὸν Δυσσέα, ἢ ὁ Δυσσέας αὐτούς, ὄφελος τοῦ Κωλέτη καὶ τῆς συντροφιᾶς του ἦταν. Ὕστερα σκότωσε καὶ τὸν Δυσσέα.

Εἶπα τὰ πατρικά σας αἰστήματα καὶ τὸν πατριωτισμὸν ὁποῦ δείξετε ὅλοι σας, ὁποῦ κοπιάσετε νὰ μᾶς λευτερώσετε. Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ ἀγῶνες σας. Εἴχαμεν τόσα σπίτια σημαντικὰ καὶ εἰς τὴν Ρούμελη καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ νησιά, ὁποῦ πραματικῶς θυσιάσαν διὰ τὴν πατρίδα. Ποῦ εἶναι τώρα; Χάθηκαν τὰ περισσότερα. Τὰ παιδιά τους καὶ πολλοὶ ὁποῦ ζοῦνε ἀπὸ αὐτοὺς στραβώνουν μυῖγες μέσα εἰς τοὺς δρόμους τῆς ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν ἀπὄξω ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοὶ ἀρχηγοί, τόσοι νοικοκυραῖοι -τὰ παιδιά τους κι' ὅσοι ζοῦνε λένε «ψωμάκι» οἱ περισσότεροι, καὶ ποὖν' το; Ἐσᾶς σᾶς τιμήσαμεν, σᾶς δοξάσαμεν, σᾶς κάμαμεν Ἐκλαμπρότατους, ἀντιπρόσωπους εἰς τὰ δυνατὰ ἔθνη. Καὶ πληρώνεστε χοντροὺς μιστούς. Ὅτι σας κάμαμεν σημαντικοὺς καὶ βέβαια θέλετε καὶ καλοὺς μιστοὺς νὰ ζήσετε. Ἐνῷ ἐμεῖς καὶ πρῶτα καὶ τώρα ζοῦμεν ὅπως μπορέσωμεν -ὅμως οἱ Ἐκλαμπρότητές σας δὲν θέλομεν νὰ κακοπορέψετε˙ κι' ἄν σᾶς ἰδοῦμεν δυστυχεῖς λυπώμαστε κ' εὐτὺς θαν' ἀναπάψωμεν τὰ δεινά σας. Κι' ὡς τίμιοι ἄνθρωποι αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωμεν διὰ ν' ἀναστήσωμεν στύλους εἰς τὴν πατρίδα μας ἀπὸ ἀνθρώπους ἄξιους νὰ τὴν βοηθοῦν, καθὼς κάνουν ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐμεῖς αὐτὸ ἀρχὴ καὶ τέλος τὸ ἀκολουθοῦμεν εἰς τὴν Ἐκλαμπρότη σας˙ ἡ Ἐκλαμπρότη σας τί κάμετε 'σ ἐμᾶς;

Ὅταν θἄρχονταν ὁ Βασιλέας ἀπὸ τὴν Μπαυαρία, δὲν ἔπρεπε, ἂν ἤσασταν καλοὶ ποιμένες, νὰ συναχτῆτε ὅλοι ἐσεῖς, ὁποῦ μᾶς κυβερνάγετε, καὶ νὰ συνάξετε κι' ἄλλους προκρίτους, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς, καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε˙ «Ὅ,τι διχόνοιαν ἔχομεν ἀναμεταξύ μας τὄνα τὸ κόμμα μὲ τ' ἄλλο (ὁποῦ ἡ καλωσύνη σας μᾶς κάμετε κόμματα˙ καὶ νὰ εἰπῆτε), τώρα ἔρχεται διαδοχικὸς βασιλέας καὶ πρέπει νὰ μονοιάσουμεν ἀναμεταξύ μας, νὰ μᾶς εὕρῃ μονοιασμένους, νὰ μᾶς εὕρῃ ἔθνος κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας καὶ τοιούτως νὰ μᾶς διατηρήσῃ καὶ μὲ τοιούτους νόμους νὰ μᾶς κυβερνήσῃ». Καὶ νὰ εἰπῆτε ὁλουνῶν τῶν ὁπλαρχηγῶν˙ «Νὰ πάρετε τ' ἀσκέρια σας καὶ νὰ τοποθετηθῆτε 'σ ἐκεῖνο, 'σ ἐκεῖνο τὸ μέρος˙ καὶ νὰ παίρνετε τὸ ψωμί σας καὶ ν' ἀφήσετε ἥσυχους τοὺς πολῖτες νὰ κάνουν τὸ ἔργον τους, νὰ εἴμαστε ὅλοι καθεὶς εἰς τὴν θέσιν του ὥσο ὁποῦ νἀρθῇ ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία νὰ μᾶς εὕρῃ τοιούτους. Καὶ θὰ τοὺς μιλήσουμεν διὰ τὰ δίκια γενικῶς καὶ πολίτων καὶ στρατιωτικῶν». Ἂν κάνετε αὐτό, ποιὸς θ' ἀντίτεινε, Ἐκλαμπρότατοι; Ἐσεῖς νὰ συστηθῆτε! Κι' ἀποδείξατε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ξένους καὶ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Βασιλέα κι' Ἀντιβασιλεία τί θερία ἤσασταν κι' ὅτι ἡ ἀρετή σας καὶ τὰ πλούτη σας βάστηξαν αὐτὸ ὁποῦ ἔγινε βασίλειον. Βάλετε τὸν ὑπουργὸν Ζωγράφο τῶν Στρατιωτικῶν τότε κ' ἔφκειασε μίαν προκήρυξη κ' ἔλεγε ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ κάτου ὡς τὸν μικρότερον στρατιωτικὸν εἶναι ὅλοι λῃσταὶ καὶ μπερμπάντες. Δὲν ἐβάλετε κι' αὐτὸ εἰς τὴν προκήρυξη˙ ὅ,τι ἔκανε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιά του ποιῶν σκέδια ἦταν; Ἦταν τοῦ Μεταξᾶ, ἦταν τοῦ Ζαΐμη, τοῦ Ντεληγιάννη κι' ἀλλουνῶν. Ὅ,τι ἔκαναν οἱ ναυτικοὶ ἦταν τῶν ἀνωτέρων τους πολιτικῶν· ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἄλλοι ἦταν τοῦ Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου. Κι' ὅ,τι λάφυρα ἔκανε τὄνα τὸ κόμμα καὶ σκοτωμούς, τοῦ ἀλλουνοῦ τοῦ ἀδύνατου τἄκανε κ' ἐκεινοῦ τοῦ κόμματος γύμνωνε τοὺς κατοίκους. Κι' ὅποιος δὲν ἤθελε ν' ἀκούσῃ τὴν συβουλή σας καὶ τὴν διαταγή σας, Ἐκλαμπρότατοι, καὶ ἦταν τίμιος ἄνθρωπος καὶ λυπᾶταν τοὺς ὁμογενεῖς του, τοὺς συναγωνιστάς του τοὺς κατοίκους καὶ δὲν εἶχε αὐτείνη τὴν ψυχὴ νὰ τοὺς γυμνώσῃ καὶ νὰ τοὺς πάρῃ τὴν χαψιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τους, νὰ πεθάνουν αὐτεῖνοι καὶ ἡ φαμελιά τους, αὐτὸν δὲν τὸν λέγετε τίμιον τὸν τοιοῦτον, ἀλλὰ τὸν λέγετε ἀνάξιον καὶ ἄναντρον. Ἡ ἀφεντιά σου ὁ ἴδιος, κύριε Μεταξᾶ, μᾶς εἶπες αὐτὸ τοῦ Μήτρου Ντεληγιώργη κ' ἐμένα ὅταν σᾶς δείξαμεν τὰ εὐκαριστήρια τοῦ Ἐπιθεωρητῆ εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ἡ δική μας ἡ διαγωὴ ἔδωσε παράδειμα καὶ εἰς τ' ἄλλα τὰ σώματα, ὁποὖταν τόσα σὲ ὅλα τὰ χωριὰ καὶ εἰς τὴν πολιτεία· κι' ἀφοῦ ὡς μέλη τῆς Κυβερνήσεως σοῦ εἴπαμεν διὰ τὴν μεγάλην εὐταξίαν τῶν ἀνθρώπω μας, ὁποῦ τοὺς ξεποδαριάζαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ προφυλάγαμεν τοὺς κατοίκους χώρα καὶ χωριά, καὶ σοῦ εἴπαμεν αὐτὸ διὰ νὰ χαρῇς καὶ νὰ εὐκολύνετε τοὺς πενῆντα φοίνικες, ὁποῦ ἀποφασίστηκαν γενικῶς σὲ ὅλα τὰ σώματα εἰς τὸν κάθε ἄνθρωπον, καὶ νὰ μᾶς στείλετε κ' ἐμᾶς σὲ μίαν ἐπαρχίαν, ἡ ἀπάντησή σου ποιὰ ἦταν; Ὅτ' ἤμασταν ἀνάξιοι καὶ δὲν γυμνώσαμεν κ' ἐμεῖς καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι! Μ' ἑφτακόσιους τόσους ἀνθρώπους δὲν ἦταν ἀξιότη, ἦταν ἀναξιότη! Καὶ δὲν μᾶς δώσετε ἐμᾶς τῶν ἀνάξιων ὅ,τι ἐδώσετε εἰς τοὺς φίλους σας. Μᾶς στείλετε εἰς τὸ Μυστρᾶ˙ κ' ἔστειλε κι' ὁ κύριος Μαυροκορδᾶτος τὸν Κοντογιάννη ἐκεῖ, κ' ἐμᾶς μᾶς παράγγειλε θὰ μᾶς πλερώσῃ ἀπὸ ἄλλο μέρος, ὡς ὑπουργὸς τότε τῆς Οἰκονομίας. Ὅταν τοῦ ζητήσαμεν, μᾶς εἶπε σώθηκαν ὅλα˙ καὶ πλερώσαμεν ἐξ ἰδίων μας τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ Ντεληγιώργη τοῦ δόθηκε διαταγὴ νὰ τὰ λάβῃ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι κ' ἐμένα μου δόθηκαν ὑποθήκη οἱ Μύλοι τοῦ Γράδου[8] ν' ἀποπλερωθῶ ἀπὸ ἐκεῖ˙ κι' ὡς τὴν σήμερον δὲν ἔλαβα τίποτας ὄξω ἀπὸ τέσσερες χιλιάδες δραχμὲς ὁποῦ ἔλαβα ὅταν μπῆκε ὁ Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργὸς καὶ ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας παύοντας ἡ Συνέλεψη. Καὶ τότε δι' αὐτὸ ἔβαλες τὸν τυπογράφο σου Φιλήμονα, κύριε Μεταξᾶ, καὶ ξιστόριζε τὴς κατάχρησες τοῦ Μαυροκορδάτου. Ὅταν ἔπαψε αὐτὸς καὶ μπῆκε ὁ Κωλέτης καὶ ἡ Ἐκλαμπρότη σου εἰς τὴν Οἰκονομίαν, ἔλεγε ὁ ἀγαθός σου φίλος Φιλήμονας, ὅτ' ἤμασταν 'γγισμένοι˙ «Ἀφάνισε τὸ ταμεῖον καὶ ὁ Μακρυγιάννης». Καὶ σᾶς ἔκαμα τὴν ἀπάντησιν εἰς τὸν τύπον πῶς ἦταν αὐτὲς καὶ ποῦ τῆς ἔδωσα -σὲ χρέος τῆς Μεταβολῆς˙ κ' ἔβαλα ἐξ ἰδίων μου κι' ἄλλες χίλιες πεντακόσες καὶ πλέρωσα. Ὅτ' ἡ Ἐκλαμπρότη σου μόνον εἴκοσι πέντε δραχμὲς θυσίασες εἰς αὐτείνη τὴν μεταβολή, κι' ὅσοι ἄνθρωποι ἀγωνίζονταν σοῦ ἔλεγα νὰ τοὺς βάλῃς νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμὶ καὶ μὲ τὰ «σήμερα, ταχιά» -ἐνταυτῷ ἐγὼ τοὺς ζωοτρόφιζα.[9]

Ἡ προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου ἦταν ὅτι ὁ Βασιλέας κι' ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ ἰδοῦνε ὅτι ὅλος ὁ ἀγῶνας καὶ οἱ θυσίες ἔγιναν ἀπό σᾶς τοὺς πολιτικούς, καὶ τὸ στρατιωτικὸν ὅλοι θερία. Κι' ἀπὸ τὸν ζῆλο σας τὸν μεγάλο πρὸς τὴν πατρίδα ὑποφέρνεταν αὐτὰ τὰ θερὶα ὥσο ὁποὖρθε ὁ Βασιλέας γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν αὐτοὶ ὡς λῃσταὶ καὶ οἱ Ἐκλαμπρότητές σας ὡς σωτῆρες ν' ἀνταμειφτῆτε. Καὶ διὰ νὰ δυναμώσετε τὴν προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου τί κάμετε εἰς τοὺς ἀγωνιστάς; Πόσον 'ρεθισμόν ἀναντίον τοῦ Βασιλέως καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας! 'Ρεθίσετε τὰ στρατέματα, ὁποῦ ἦταν χωρὶς ἀξιωματικοὺς εἰς τ' Ἄργος καὶ εἰς τὰ χωριά, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξετε κι' ὄντως θερία κατὰ τὴν προκήρυξή σας. Καὶ ἦρθαν τὰ στρατέματα ὡς ἀπόξω εἰς τ' Ἀνάπλι. Καὶ τότε οἱ Μπαβαρέζοι μὲ τὸ ταχτικὸν τοὺς ἔστειλαν εἰς τοὺς Τούρκους ξυπόλυτους καὶ γυμνούς˙ καὶ βάλαν Τοῦρκον ἀρχηγόν˙ καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι διὰ νὰ στερεωθοῦν τὰ γραφόμενα τῆς προκήρυξής σας.

Οἱ Ἐκλαμπρότητές σας ἤσασταν ἅγιοι εἰς τὸν Ἀγῶνα καὶ λευτερώσετε τὴν πατρίδα, καὶ τὸ στρατιωτικὸν ὅλοι λῃσταὶ καὶ θερία ἀνήμερα! Καὶ πῶς ὑποφέρετε μ' αὐτούς; Ἦταν τὰ πατριωτικά σας αἰστήματα καὶ οἱ γενναῖες σας θυσίες πρὸς ὄφελον αὐτῆς τῆς πατρίδας! Αὐτὸ ἐφάνη κι' ἀπὸ τὸν διορισμὸν εἰς τὰ τάματα τῶν συντρόφωνέ σας. Καὶ πῆγα κ' ἔβαλα μὲ δάκρυα εἰς τὸν Ἁϊντὲκ αὐτὰ ὑπόψει του καὶ σὲ τί θὰ καταντήσωμεν ὅταν ἀδικῆται τὸ δίκιον. Καὶ τὰ χάλασε ὅλα αὐτά. Μίλησα καὶ τοῦ Βασιλέως, ὅταν παρουσιάστηκα. Καὶ μπῆκε σὲ συμπάθειον ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία. Τότε μὲ βάλετε 'σ τὴν ὀργὴ τῆς Ἀντιβασιλείας. Τότε ἔφυγα καὶ ἦρθα ἐδῶ˙ καὶ ἦρθε κι' ὁ Ψύλλας καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἴδια ὡς ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτ' ἤμαστε ὅλοι λῃσταί. Τότε ἐστείλετε ἄνθρωπον νὰ μὲ 'ρεθίσῃ καὶ τὸν πλάκωσα μὲ τὸ δαυλί. Κι' ὁ Κωλέτης μὄστειλε τὸν Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγούς εἰς τ' Ἀνάπλι. Κ' ἔπαθαν τόσοι ἀγωνισταί. Καὶ χάθηκαν ἀπὸ τὴν τζελατίνα κι' ἀπὸ τὸ ντουφέκι. Ἀπὸ αὐτόν σας τὸν πατριωτισμόν καὶ θυσίες μπήκετε σὲ σημαντικὲς θέσες, γίνετε πρέσβες μὲ χοντροὺς μιστοὺς καὶ μὲ πλῆθος σταυρούς. Ὅποτε σᾶς λένε οἱ ξένοι σας φίλοι ντύνεστε τὸ πουκάμισο τῆς ἀρετῆς˙ κλαῖτε τὴν πατρίδα καὶ τοὺς ἀγωνιστάς καθὼς κλαίγει ἡ φώκια τὸν πνιμένον - εἶναι τὰ δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τὸν πνιμένον καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει.

Εἰς τὴν Ἀθῆνα μὲ δυὸ χιλιάδες ἱππικὸ τοῦ Κιουτάγια καὶ μὲ πλῆθος πεζικὸν σκοτώθηκαν Ἕλληνες ἑφτακόσοι ἢ ὀχτακόσοι· σὲ μιὰ ἐκλογὴ τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς του εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ Σπάρτη οἱ σκοτωμοὶ πέρασαν αὐτὸν τὸν ἀριθμόν. Καὶ οἱ κάτοικοι καταφανίστηκαν κι' ἀπὸ κατάστασιν κι' ἀπὸ ζωντανὰ κι' ἀπὸ δενδροφυτεῖες. Ἄσε τοῦ Κωλέτη -οὔτε γράφονται, οὔτε θέλουν γραφτοῦνε οἱ προκοπές του. Ὅμως αὐτὸς δικαιολογέται, ὅτι ἡ ἐδική σου ἡ συντροφιά, κύριε Μαυροκορδᾶτε, ἄνοιξε αὐτείνη τὴν στράτα. Καὶ πόσοι χάθηκαν καὶ χάνονται ὡς τὴν σήμερον καὶ πόσοι θὰ χαθοῦμεν ἀκόμα κ' ἐμεῖς δὲν ξέρομεν. Ὅτι τὰ φῶτα κι' ὁ πατριωτισμὸς φαίνεται ὡς τὴν σήμερον ὁλουνῶν.

Δείξατε τί πατριωτισμὸν καὶ τί ἐθνικὰ φρονήματα εἴχετε κ' ἐσεῖς καὶ οἱ συντρόφοι σας, οἱ ρήτορές σας οἱ φιλελεύτεροι, οἱ φόρτζα Σεπτεβριανοὶ καὶ Συνταματικοί, ὁποῦ ἄφριζαν εἰς τὸ βῆμα κ' ἐνθουσιάζαν γενικῶς τοὺς Ἕλληνες - μὲ λόγια παχιὰ καὶ μ' ἀσκιὰ μ' ἀγέρα. Τώρα αὐτεῖνοι οἱ ρήτορες, οἱ φιλελεύτεροι, εἶναι ὅλοι σήμερον βουλευταὶ μ' ἔλεος τῆς Αὐλῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν. Τί κάνουν σήμερα αὐτεῖνοι; Ὅ,τι κάμετε κ' ἐσεῖς οἱ ἀρχηγοί τους. Ἤσασταν πρῶτα φιλελεύτεροι; Εἰς τὸ ὑπουργεῖον τοῦτο[10], ὁποὖναι ὁ Χρηστίδης ὑπουργός, ὁποὖναι ὁ Γιωργαντᾶς ὁ γνωστός, ὁποὖναι τέλος πάντων τὸ χτεσινὸ παιδὶ ὁ Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, ἀρνηθήκετε ὅλα ὅσα κάμετε· ὅσα εἴπετε σᾶς βάλαν καὶ τὰ γλύψετε σὰ νὰ μὴν τὰ εἴπετε, καὶ τότε κάμαν ἔλεος καὶ σᾶς βγάλαν βουλευτάς˙ καὶ λάβετε τὴν διαταγὴ κι' ὁδηγίες τοῦ Ντεληγιάννη καὶ πᾶτε πρέσβες οἱ Ἐκλαμπρότητές σας. Καὶ οἱ ρήτορές σας ρητορεύουν εἰς τὸ βῆμα κι' ὅ,τι νομοσκέδια δίνουν οἱ ὑπουργοί, «σοί, Κύριε». Τέτοιοι εἶστε ἐσεῖς, τέτοιοι εἶναι κ' οἱ ὀπαδοί σας. Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε εἰς τὴν πατρίδα ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πῶς κάτι ἤσασταν˙ κ' εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸν Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ «Γκρανσινιόρη». Ὅσο ἔλεπαν τὸ τζαμὶ εἰς τὴν Βγιέννα σκιάζονταν κ' ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγῃ καὶ παραμέσα καὶ φκειάσῃ κι' ἄλλα τζαμιά. Κι' ἀπὸ αὐτὸν τὸν φόβον κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρον. Κι' ὅταν βῆκαν μιὰ χούφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίσῃ τζαμιά, ὅτι θὰ πέσουν κι' αὐτὰ ὁποῦ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ δι' αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξῃ μ' ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς ὁποῦ δὲν ἀφήσετε κανένα κουσοῦρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ὁποῦ εἴμαστε.

Ἐγὼ εἷμαι στενός τους φίλος, αὐτὸ τοὺς εἶναι γνωστόν. Τὸν Μεταξὰ τὸν ἔχω καὶ κουμπάρο καὶ σύντροφο σὲ μίαν μεταβολή, τὸν Κωλέτη κουμπάρο, τὸ Μαυροκορδᾶτο τὸ ἴδιον -στενὸς φίλος ἀπὸ ἐξαρχῆς μ' ὅλους. Δὲν τοὺς τὰ γράφω αὐτὰ ὡς ὀχτρός. Ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπραξαν γράφω. Καὶ λέγω εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς φίλους τους˙ ἂν φανταστοῦν ὅτι γράφω παραμικρὸν ψέμα, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ τὸ ἀναιρέσουνε καὶ νὰ εἰποῦνε κ' ἐγὼ ὅ,τι ἔκαμα. Μπορῶ ὡς ἄνθρωπος, κι' ἀγράμματος κι' ἁπλός, νἄκαμα περισσότερα, καὶ δὲν τὸ αἰστάνομαι ἢ δὲν μπορῶ νὰ δικάσω τοῦ λόγου μου μόνος μου. Κάθε ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του κάνει τὸν συνήγορον, ἀλλὰ ἄλλες παρατήρησες θὰ κάμῃ ἡ κατηγορία. Οἱ ἀναγνῶστες τηρᾶτε καὶ τοὺς τύπους ἀρχὴ καὶ τέλος, μ' ὅλον ὁποὖναι καὶ φίλοι τους κι' ἄλλα λένε κι' ἄλλα κρύβουν˙ ὅτι ἔχουν τὴν φιλίαν τους καὶ τὴν ἀνάγκη τους, ὅτι εἶναι πάντοτες σημαντικοὶ ἄνθρωποι καὶ μπαίνουν σὲ σημαντικὲς θέσες. Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἰδιώτης καὶ κηπουργὸς κ' ἔγραψα αὐτὰ χωρὶς πάθος διὰ νὰ φαίνωνται, νὰ μὴν κατηγοριέται ἡ πατρίδα. Ἐσεῖς λοιπόν, ἀναγνῶστες, κι' ὅλοι οἱ πατριῶτες, ὁποῦ θὰ ζήσετε ἐδῶ, νὰ γένετε προσεχτικοὶ κριταὶ καὶ νὰ κρίνετε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα.

Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερον εἰς τὰ χέρια τους, ὅσοι μᾶς κυβερνοῦν, μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τὄχουν σὲ δόξα, τὄχουν σὲ τιμή, τὄχουν σὲ ἱκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπῇς ὅτι ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν τόσα κακὰ εἰς τὴν πατρίδα.[11] Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Ὅσοι εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοι τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας.

Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγὼ μοναχός, τὰ λέγει ὅλο τὸ κοινὸ καὶ οἱ 'φημερίδες. Κι' ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικον νὰ πνίγῃ τὸ δίκιον. Διὰ 'κείνο ἔμαθα γράμματα εἰς τὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμον τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω˙ ἤμουν φτωχὸς κ' ἔκανα τὸν ὑπερέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα κι' ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος, ὁποῦ μᾶς χρέωσαν οἱ χαραμῆδες[12], καὶ νὰ ζήσω κ' ἐγὼ σὲ τούτην τὴν κοινωνίαν ὅσο ἔχω τ' ἀμανέτι[13] τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ σῶμα μου. Κι' ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώσῃ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ' ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα -ἕνα πρᾶμα μόνον μὲ παρακίνησε κ' ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι˙ ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλᾶμεν κι' ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγῃ οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ» , οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγῃ ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῇ μόνος του καὶ φκειάσῃ, ἢ χαλάσῃ, νὰ λέγῃ ἐγώ˙ ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι' ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ εἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν' ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε˙ «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζωνται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νἄχουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἱκανότη.[14]


Αρχεία της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας. Εκδίδονται επιμελεία Ιωάννου Βλαχογιάννη. Β΄ Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη. Τόμος δεύτερος (περιέχων τα Απομνημονεύματα), εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού, 1907, σσ. 7-10 («Εισαγωγή»), 455-464 («Επίλογος»)

1 Περὶ τοῦ ἀξιώματος τούτου τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τῆς διαρκείας αὐτοῦ βλ. ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ τῶν Ἀπομνημονευμάτων. Ὁ ὅρος «Πελοποννήσου καὶ Σπάρτης» ἀπαντᾷ καὶ ἐπ' ἄλλων ἀξιωμάτων κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως.

2 Ὁ Μακρυγιάννης γράφων οὐδὲν παραθέτει ἔγγραφον ἐκ τῆς ἀλληλογραφίας αὐτοῦ. Συχνὰ ὅμως παραπέμπει εἰς αὐτήν.

3 Βλ. κατωτέρω τὰ μετὰ τὴν φυγὴν τοῦ Μακρυγιαννη ἐξ Ἀρτης, ἀρξαμένης ἤδη τῆς ἐπαναστάσεως.

4 Ὁ Μῆτρος Δεληγιώργης ἢ Δεληγιωργόπουλος ὑπηρέτει τότε ὡς μοίραρχος ὑπὸ τὸν Μακρυγιάννην.

5 Διατιμιώμαι ἀτιμάζομαι.

6 Κρικέλλα καὶ χαλκᾶς λέξεις ταυτόσημοι. Ἡ φράσις παροιμιώδης ἐν τὴ Στερεᾷ. Ἀλλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος λέγεται: «νἆχε ἡ γῆ χαλκᾶ». Ἡ ἔννοια τῆς ἐν τῷ κειμένῳ φράσεως, ὅτι ἡ γῆ δὲν ἀνήκει εἰς ἕναν μόνον ἄνθρωπον. Ἡ ἕτερα φράσις περιέχει εὐχήν· «ἂς ἠδύνατό τις, συλλαβῶν τὴν γῆν ὡς ἀπὸ κλοιοῦ, νὰ συντρίψῃ αὐτήν».

Τὰ γεγονότα τοῦ 1821

 Τὰ γεγονότα τοῦ 1821 



 Τὸ γενικὸ τῶν Φιλικῶν πρόβλεπε ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἔπρεπε νὰ ξεκινήσει τίς πενῆντα πρῶτες ἡμέρες τοῦ 1821, ὅταν ὁ Ὑψηλάντης θὰ ἔφτανε στὴ Μάνη γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἀρχηγία της. Γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς ἐπανάστασης ἔφτασε στὸν Μοριᾶ ἤδη ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1820, ὁ ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος Παπαφλέσσας, ἐξουσιοδοτημένος ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία νὰ προετοιμάσει γενικὰ τὴν ἐπανάσταση καὶ ὑπεύθυνος μαζὶ μὲ τὸν Ἀναγνωσταρὰ γιὰ τὴν Μεσσηνία. Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1820 ἐκστρατεύει ἀπὸ τὴν Τριπολιτσὰ ἐναντίον τοῦ Ἀλὴ πασᾶ στὰ Ἰωάννινα, ὁ Χουρσὶτ Μεχμὲτ Πασᾶς τοῦ Μοριᾶ καὶ μειώνονται σημαντικὰ οἱ ἀξιόμαχες τουρκικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις στὴν περιοχή. Στὶς 6 Ἰανουαρίου περνᾷ στὸ Μοριᾶ ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο, εἰδοποιημένος ἀπὸ τοὺς Φιλικοὺς ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. 

Ὁ Παπαφλέσσας ὀργώνει τὸν Μοριᾶ μιλῶντας γιὰ τὴν ἐπανάσταση σὲ πόλεις καὶ χωριά.

 Ὁ Κολοκοτρώνης κάνει συγκεντρώσεις καπεταναίων ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο καὶ τοὺς ἐνημερώνει νὰ πάρουν τὰ ὅπλα μόλις δοθεῖ τὸ σύνθημα. 

Ἄλλοι Φιλικοὶ προετοιμάζουν τὴν ἐπανάσταση σὲ Ρούμελη, Θεσσαλία καὶ Μακεδονία.

  
Στὶς 26 Ἰανουαρίου γίνεται στὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) ἡ λεγόμενη σύναξη τῶν προεστῶν τοῦ Μοριᾶ. Μετέχουν ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι τῶν προεστῶν τῆς Πάτρας καὶ τῶν Καλαβρύτων, τρεῖς ἱεράρχες (δεσπότες) μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, διάφοροι προεστοὶ καὶ καπεταναῖοι ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο καὶ ὁ Παπαφλέσσας.
 Παπαφλέσσας καὶ καπεταναῖοι δηλώνουν ἕτοιμοι γιὰ ἐξέγερση, οἱ προεστοὶ εἶναι διστακτικοὶ καὶ ζητοῦν ἐγγυήσεις γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς Ρωσίας, τελικὰ συμφωνοῦν ὅλοι νὰ περιμένουν τὴν ἄφιξη τοῦ Ὑψηλάντη γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ ἐξέγερση.
Μετὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀποτυχία στὸ συντονισμὸ μιᾶς βαλκανικῆς ἐξέγερσης, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀποφασίζει νὰ εἰσβάλει στὰ ρουμανικὰ πριγκιπᾶτα κηρύσσοντας τὴν ἐπανάσταση. 
Πρώτη πολεμικὴ πράξη ἦταν ἡ διάβαση τοῦ ποταμοῦ Προύθου, στὴν Μολδαβία στὶς 22 Φεβρουαρίου 1821 καὶ ἡ εἴσοδος στὸ Γιάσι (Ἰάσιο). Στὶς 24 Φεβρουαρίου βγάζει τὴν ἱστορική του προκήρυξη ποὺ καλεῖ τοὺς Ἕλληνες νὰ πάρουν τὰ ὅπλα, βεβαιώνοντας ὅτι "μιὰ κραταιὰ δύναμις" εἶναι ἕτοιμη νὰ βοηθήσει τὸν ἀγῶνα. 
Τὴν 1 Μαρτίου ἀρχίζει τὴν πορεία του πρὸς τὴ Βλαχία ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ τὰ τμήματα τοῦ Γεωργάκη Ὀλύμπιου, τοῦ Φαρμάκη καὶ πολλῶν Ἑλλήνων ἐθελοντῶν. Μαζὶ μὲ τὸν Ἱερὸ Λόχο ποὺ εἶχε συγκροτηθεῖ ἀπὸ 500 περίπου σπουδαστὲς τῶν σχολῶν τῶν πριγκιπάτων, ἡ στρατιωτικὴ δύναμη τοῦ Ὑψηλάντη ἔφτανε τοὺς 7.000, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Ἀρβανῖτες).

Τὴν 1 Μαρτίου ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ προορισμὸ τὴν Πελοπόννησο, μετὰ ἀπὸ ἐνέργειες τοῦ Φιλικοῦ Ξάνθου, ἕνα καράβι φορτωμένο μὲ προκηρύξεις γιὰ ἐξέγερση.
 Μὲ τὸ καράβι αὐτὸ θὰ φτάσει στὴ Μάνη στὰ τέλη Μαρτίου καὶ ἡ εἴδηση τῆς ἐξέγερσης στὰ ρουμανικὰ πριγκιπᾶτα. 
Κάποιες ἀναταραχὲς τῶν χριστιανῶν στὴν Πόλη σχετικὲς μὲ τὴν ἐξέγερση στὰ πριγκιπᾶτα, θὰ δώσουν ὅταν ξεσπάσει ἡ ἐπανάσταση στὸ Μοριᾶ ἀφορμὴ γιὰ σφαγές.
Ἡ Πύλη θεωροῦσε πρωταρχικὸ θέμα τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀνταρσίας τοῦ Ἀλὴ πασᾶ, ἀλλὰ ἀνησυχοῦσε σοβαρὰ ἀπὸ τίς φῆμες καὶ τίς καταγγελίες τῶν Ἄγγλων γιὰ ἐξέγερση στὸ Μοριᾶ. Λίγο μετὰ τὴν ἐξέγερση στὶς ρουμανικὲς ἡγεμονίες, ἀλλὰ ὄχι ἐξαιτίας της, οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτσὰς κάλεσαν τοὺς προεστοὺς τοῦ Μοριᾶ μὲ πρόσχημα τὴν συνηθισμένη κοινὴ ἐτήσια σύσκεψη, μὲ στόχο ὅμως νὰ τοὺς κρατήσουν ὁμήρους. 
Οἱ περισσότεροι προεστοὶ ἦταν διστακτικοὶ καὶ δὲν πῆγαν καὶ σωστά, ἀφοῦ ὅσοι πῆγαν ἐκτελέστηκαν μὲ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπανάστασης.
Στὶς 11 Μαρτίου φτάνει μὲ καράβι στὴν Χαλκιδικὴ ὁ Φιλικὸς Ἐμμανουὴλ Παππᾶς μὲ ἐντολὴ νὰ ὀργανώσει τὴν ἐπανάσταση. Πολλοὶ καλόγεροι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος ξεσηκώνονται ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀκολουθήσουν καὶ γίνονται ἐπαφὲς μὲ Μακεδόνες ὁπλαρχηγοὺς σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ προετοιμαστεῖ μιὰ συντονισμένη ἐξέγερση.










Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ!! Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ!!




Γεώργιος Ιακωβίδης


Κόρη με ρόκα και πανέρι 1874

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1853 στα Χύδηρα της Λέσβου. Ήταν ο δευτερότοκος γιός της οικογένειας. Από παιδί εκδηλώνει τη κλίση του στη ζωγραφική. Το 1865 ο αδελφός της μάνας του, που ήταν πρακτικός αρχιτέκτονας και μόνιμα εγκατεστημένος στη Σμύρνη, τους επισκέπτεται και επιμένει να τον πάρει μαζί του. Έτσι και έγινε. Στην Σμύρνη λοιπόν της Μ. Ασίας εγγράφεται στην Ευαγγελική Σχολή. Το 1868 με την οικογένεια του θείου του μετεγκαθίσταται στην Μαγνησία της Μ. Ασίας. Δυο χρόνια μετά, γνωρίζεται με τον ξυλέμπορο Μιχαήλ Χατζηλουκά που έγινε έπειτα ο προστάτης του και ο πεθερός του. Εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του, τον προτρέπει και τον στηρίζει οικονομικά, να εγκατασταθεί στην Αθήνα τον Νοέμβρη του 1870 και να φοιτήσει στην ΣΚΤ στην Αθήνα. Εγγράφεται τις 24 Νοεμβρίου. Καθηγητές, στη ζωγραφική είχε τον Νικηφόρο Λύτρα και στη γλυπτική τον Λεωνίδα Δρόση. Ξεκινά και μαθήματα γερμανικών και γαλλικών ενώ παράλληλα μαθητεύει στο Ερμογλυφείο και Ανδριαντοποιείο των αδελφών Φυτάλων. Ήταν ιδιαίτερα επιμελής και τακτικός και όλοι του οι δάσκαλοι τον λάτρευαν αμέσως. Το παλαιότερο έργο του είναι «Κόρη με πανέρι» 1874




Ηλικιωμένη με γυαλιά

Το 1875 εκπροσωπεί με συμφοιτητές του τη σχολή στην έκθεση των Ολυμπίων. Αποσπά θετικότατες κριτικές και προτείνεται να πάει στη δυτική Ευρώπη για να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Ένα χρόνο μετά ζωγραφίζει το «Κόρη με ρόκα και αδράχτι» και παίρνει υποτροφία για το Μόναχο.
17 Μαρτίου 1877 αποφοιτά από την ΣΚΤ αριστούχος, έχοντας συγκεντρώσει πολλά βραβεία από κάθε χρονιά, τόσο στη ζωγραφική όσο και στη γλυπτική. 19 Νοεμβρίου γράφεται στη Βαυαρική Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών στο Μονακό. Ο Νικόλαος Γύζης έλεγε για τον Ιακωβίδη: «Τον Ιακωβίδη τον αγαπώ και τον εκτιμώ γιατί πραγματικά είναι ο μόνος εκ των νέων ελλήνων ενταύθα που ήξερε γιατί ήρθε στο Μόναχο». Οι πρώτοι του καθηγητές ήταν όλοι τους ένας και ένας!!! Μακάρι να υπήρχαν και σήμερα τέτοιοι αριστοτέχνες!!! Ήταν ο Ludwing Lofitz (Λουντβιχ Λαιφιτς) και ο Willhelm Linderachmit (Βίλχελμ Λίντενσμιτ) που ήταν και οι δυο τους μαθητές του κορυφαίου ζωγράφου Πιλότυ. Αξίζει ένα ψάξιμο στο Google για τα έργα τους.
Ο Ιακωβίδης το 1878 συμμετέχει στη Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού με 3 έργα του: «Προσωπογραφία μαθητή», «Ανθοδέσμη», «Βοσκοπούλα».



«Προσωπογραφία μαθητή»


«Ανθοδέσμη»




"Μικρά Βάσανα"

Το 1879 συμμετέχει στην έκθεση του καλλιτεχνικού συλλόγου του Μονάχου και εγγράφεται στη τάξη του Gabrlal von Max και το 1880 γίνεται τακτικό μέλος του Καλλιτεχνικού Συλλόγου του Μονάχου. Ενός συλλόγου που δύσκολα δεχόταν νέα μέλη.





Το 1881 κερδίζει το Μεγάλο Αργυρό Μετάλλιο σε έκθεση του συλλόγου με το έργο «Κρέουσας» που θα το παρουσιάσει και στην Έκθεση Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Βερολίνου.
Το 1883 τελειώνει τις σπουδές του και ανοίγει δικό του εργαστήριο και δεν ενδιαφέρεται να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα.
Το 1884 ζωγραφίζει κάποια από τα γνωστότερα του έργα του "Μικρά Βάσανα" και το «Κακό εγγόνι» που το πρόβαλε με τη συμμετοχή του σε πολλές εκθέσεις. Γίνεται τακτικό Μέλος της Εταιρίας καλλιτεχνών του Μονάχου και ορίζεται κριτής στις ετήσιες εκθέσεις τις χρονιές 1889, 1892, 1895.





«Η αγαπημένη της γιαγιάς»


«Κακό εγγόνι»


Το 1888 παντρεύεται τη κόρη του προστάτη του την Αγλαϊα. Συμμετέχει στην Ολυμπιακή έκθεση του Ζαππείου στην Αθήνα, ιδρύει σχολή ζωγραφικής και εκλέγεται μέλος του Γερμανικού Μουσείου της Νυρεμβέργης.
Το 1889 παρουσιάζει το έργο του «Ευχάριστη ανάγνωση» στην Παγκόσμια έκθεση του Παρισιού. Οι τιμές που δέχθηκε είναι πάρα πολλές. Ας αναφερθούμε σε κάποιες ενδεικτικά. Το 1891 του απονέμεται τιμητική διάκριση στο Βερολίνο και ο πρίγκιπας τον προσκαλεί με επιστολή του στα ανάκτορα να συζητήσουν θέματα τέχνης.. Το 1892 οι πρίγκιπες της Ελλάδος Γεώργιος και Νικόλαος, τον επισκέπτονται στο εργαστήριο του στο Μόναχο. Ένα χρόνο μετά, τιμάται με το Β Χρυσό βραβείο για τα έργα του «Η αγαπημένη της γιαγιάς» και «Προσωπογραφία κοριτσιού». Δέχεται τη πρόταση του Βικέλα να εικονογραφήσει τα διηγήματα του Το 1894 στην ετήσια έκθεση της Εταιρίας καλλιτεχνών Μονάχου, παρουσιάζει το ξεχωριστό έργο του «Παιδική συναυλία».. Ο πρίγκιπας Νικόλαος θα τον επισκεφτεί για δεύτερη φορά στο εργαστήριο του και προσκαλείται από τον πρίγκιπα Λεοπόλδο στα ανάκτορα…

«Παιδική συναυλία»



Το 1897 η Θάλεια - Φλώρα Καραβία και ο Δημήτρης Γκρανιώτης θα φοιτήσουν στο Μόναχο στη σχολή του.
Το 1899 ήταν μια άσχημη χρονιά για τον Ιακωβίδη. Έχασε την αγαπημένη του γυναίκα. Ο Ιακωβίδης ήταν άνθρωπος της οικογένειας και της αφοσίωσης και το πλήγμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ για εκείνον. Έμεινε μόνος του για να αναθρέψει τον γιό τους.



Προσωπογραφία Βασιλέα Γεωργίου Ά

Πόσες και πόσες τιμές! Πόσες και πόσες εκθέσεις που έπαιρνε μέρος κάθε χρόνο!! Να ακόμα κάποιες: Χρυσό Μετάλλιο των Αθηνών 1888, Βραβείο Τιμής Βρέμης 1890, Χρυσό Μετάλλιο Βερολίνου 1891, Χρυσό Μετάλλιο του Μονάχου 1893, Χρυσό Μετάλλιο των Παρισίων 1906.. Όλα αυτά τα βραβεία τον έκαναν διάσημο και το 1900 η ελληνική κυβέρνηση τον προσκαλεί στην Αθήνα για να αναλάβει την Εθνική Πινακοθήκη σαν έφορος. Οι πελάτες του που αγόραζαν τα έργα του, και στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα, άνηκαν όλοι στην λεγόμενη «καλή κοινωνία». Κάποια παραδείγματα αυτών είναι οι προσωπογραφίες του Στέφανου Ράλλη, της Έλενας Κωστή, της Όλγας Χατζηλουκά, του Οικονόμου, Σκαραμαγκά, Δημήτρη Βουγιούκα, Στέφανου Στρέϊτ, του ζωγράφου Βολανάκη, του Ιωάννη Πεσμετζόγλου, του βασιλιά Γεωργίου Α, της βασιλομήτορος Όλγας από φωτογραφία, της βασίλισσας Σοφίας εκ του φυσικο


Αυτοπροσωπογραφία Ιακωβίδη 1918





«Ο Ιακωβίδης σαν άνθρωπος ήταν συμπαθής. Μελαχρινός με μικρό ανάστημα. Δίνει την εντύπωση ιδιαίτερα σοβαρού ανθρώπου, λιγομίλητου. Πίσω όμως από τη σοβαρότητα του, κρύβεται μια παιδική καλλιτεχνική ψυχή με σπάνια ευγένεια αισθημάτων. Λατρεύει την Ελλάδα και θέλει να είναι χρήσιμος για αυτήν. Για τους συναδέλφους του μιλούσε με απαράμιλλη αγάπη.» έγραφε Ο Τ. Σπητέρης το περιοδικό Εστία στις 16/4/1954 και συνεχίζει: «Πιστεύω πως αν κοιτάξουμε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και την ζωή που τους δίνει, αμέσως αποκτούμε δική μας εντύπωση για το πώς θα ήταν ο Ιακωβίδης σαν άνθρωπος. Σαν ένας καλλιτέχνης βέβαιος για τον εαυτό του. Αυτή του η βεβαιότητα και η πρώιμη επιτυχία του μπορούν να μας ερμηνεύσουν σε μεγάλο βαθμό τη δυσκολία του για τις νέες κατευθύνσεις του ιμπρεσιονισμού».






Θα δεχθεί να αναλάβει σαν διευθυντής την Εθνική Πινακοθήκη στην Ελλάδα μετά από 4 χρόνια. Έλειπε 23 ολόκληρα χρόνια από την πατρίδα του!! Διατηρεί τη θέση του και παράλληλα διορίζεται στις 19 Ιουλίου 1904 καθηγητής στην ΣΚΤ. Μη ξεχνάμε πως είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την βασιλική οικογένεια της Ελλάδος, όπως βέβαια και της Γερμανίας. Δεν θα μπορούσε κάποιος να έχει πιο γερά στηρίγματα σε κάθε του κίνηση.



Νεκρή φύση, Ιακωβίδης



Από τη στιγμή που ο Ιακωβίδης εγκαθίσταται στην Αθήνα, ζωγραφίζει λιγότερο. Νεκρή φύση και προσωπογραφίες. Το εργαστήριο του στην Αθήνα ήταν σε μια από τις αίθουσες του Πολυτεχνείου που ήταν ένα διαμέρισμα γεμάτο πλούτο!! Περσικά χαλιά, κοσμήματα αρχαϊκής τέχνης, ενετικά κάτοπτρα και οικόσημα, έπιπλα της γαλλικής αυτοκρατορίας, κόκκινα βελούδα.. Γιατί τέτοια επίδειξη πλούτου; Ο Ιακωβίδης ακολούθησε τα πρότυπα των δασκάλων του στο Μόναχο που είχαν μεταφέρει τον τύπο του «καλλιτέχνη πρίγκιπα» όπως μας αναφέρει και ο Τιτσιάνο τον 15ο αιώνα. Από την άλλη, σαν καλλιτέχνης της αριστοκρατικής τάξης, ο Ιακωβίδης ήθελε να έχει ένα ιδιαίτερα επιβλητικό και πλούσιο εργαστήρι. Σε συνέντευξη του όλο αυτό το θεωρούσε σαν προϋπόθεση για τη δημιουργία της καλλιτεχνικής ατμόσφαιρας κατάλληλης για να πείσει τους μαικήνες του να φανούν γενναιόδωροι. Κατανοητό. Αυτό όμως που δεν ξέρουμε (και προσωπικά για την γράφουσα έχει ιδιαίτερη αξία) είναι αν η καλλιτεχνική του ευαισθησία είχε τέτοιο βάθος, που να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των φτωχών και αδύναμων και να τους συνδράμει με μέρος των χρημάτων που κέρδιζε από τους πλούσιους. Αν δεν το ένοιωθε έτσι και η καλλιτεχνική του ευαισθησία περιοριζόταν γύρω από τον εαυτό του και την καταξίωση του, δεν θα επρόκειτο για ολοκληρωμένο άνθρωπο, πράγμα που δεν θέλουμε να το πιστεύουμε για τον πολύ σπουδαίο Ιακωβίδη.

Πριγκίπισσα Σοφία, Ιακωβίδης



Το 1910 με βασιλικό διάταγμα του ανατίθεται η διεύθυνση της ΣΚΤ. Ήταν η εποχή που έγινε ο χωρισμός της σχολής Καλών Τεχνών και Πολυτεχνείου.
Σαν άρχοντας σε όλες αυτές τις δημόσιες θέσεις, καθόριζε το καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής του. Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι ήταν τροχοπέδη στην νεοελληνική τέχνη. Μακάρι να υπήρχαν άλλοι χίλιοι σαν τον Ιακωβίδη και σε τέτοιες θέσεις γιατί ήταν κορυφαίος ακαδημαϊκός ζωγράφος! Δεν ονόμαζε την μουτζούρα τέχνη χάρη τάχα μου ελευθερίας στην έκφραση και ας είχε τόσους μαικήνες να τον υποστηρίξουν σε αυτό, αν ήθελε. Ήταν ξεχωριστό ταλέντο και άξιζε την στήριξη που πήρε. Όμως, αν και ήταν πιστός στη σχολή του Μονάχου, λέγεται ότι ήταν ανεκτικός στους νέους που ήθελαν να ξεφύγουν από τον ακαδημαϊσμό. Βέβαια, σε σχέση με τον Παρθένη που τον εκτιμούσε σαν έναν εξαιρετικό ζωγράφο, όταν προκηρύχτηκε η θέση για μιαν έδρα στην ΣΚΤ ο Ιακωβίδης ψήφισε τον Νικόλαο Λύτρα!
Το 1914 παίρνει το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών και το 1918 αντικαθίσταται από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το 1926 που ιδρύεται η Ακαδημία Αθηνών γίνεται ο πρώτος ακαδημαϊκός.
Το 1930 θα εγκαταλείψει αναγκαστικά την διεύθυνση της ΑΣΚΤ μετά από 20 χρόνια και ένα χρόνο μετά, στις νέες καλλιτεχνικές τάσεις που γίνονται πιο έντονες αντιτίθεται. Όχι σε όλες όμως. Κυρίως στον εξπρεσιονισμό και τον φοβισμό. Τον ιμπρεσιονισμό τον συμπαθούσε. Το 1931 σε συνέντευξη του στον Κωστή Μπάστα έλεγε πως «Εγώ ακολουθώ τον κλασικό δρόμο και νομίζω ότι δε μπορεί ζωγράφος με κανένα τρόπο να περιφρονεί το αντικείμενο που ζωγραφίζει. Ας λένε ότι η προσήλωση στο αντικείμενο ότι αποδίδει δουλική μίμηση ή αντιγραφή η οποία δεν έχει δήθεν καμιάν σκοπιμότητα».
Στις 13/12/1932, λίγο πριν να συμπληρώσει τα 80, πέθανε.



"Ψυχρολουσία" Ιακωβίδης



Ο Ιακωβίδης καθιερώθηκε ως ο ζωγράφος των παιδιών! Αφού πολλοί πίνακες του είχαν θέμα τα παιδιά. Παιδιά που όμως δεν είναι τα ξεχωριστά παιδιά των πλουσίων, όπως συνηθιζόταν. Σε αυτά τα θέματα τον κάνουν να στραφεί ο Γύζης που τον λάτρευε και οι Μάξ Λίμπερμαν και Φρίτς Φον Ούντε, που ήταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος των παιδιών. Έχει αξία να δούμε στο Google τα έργα του.



Μητρική στοργή, Ιακωβίδης

Η ζωγραφική του καλύπτει ευρύ φάσμα από ηθογραφικά θέματα, από τα χρόνια του ακόμη της μαθητείας του στην ΣΚΤ Αθήνας. Στο Μόναχο αρχικά ζωγράφιζε μυθολογικά θέματα που είχαν θεατρική ατμόσφαιρα από τα οποία ξέφυγε χάρη στο δάσκαλο του Λάιφτς . Έπειτα στρέφεται στις σκηνές της οικογενειακής και παιδικής ζωής. Και ιδιαίτερα θα σταθεί στην αντίθεση των μικρών παιδιών και των γηρατειών. Στις σχέσεις των παιδιών με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, όπου τις αποτυπώνει ρεαλιστικά και όχι ιδεαλιστικά όπως έκαναν στην ακαδημαϊκή τέχνη. Δίνει έμφαση στις εκφράσεις και τις χειρονομίες των προσώπων με ένα σχέδιο που είναι σαφές και το χρώμα να παίζει και αυτό καθοριστικό ρόλο στο πλάσιμο. Ο Ιακωβίδης ξέρεις πάρα πολύ καλά να μεταβάλει το φώς σε χρώμα και πλάθοντας το να βγάζει μια ζωντάνια το έργο του! Πράγμα που θα κάνει πολύ καλά ζωγραφίζοντας μέχρι και το περιβάλλον των δωματίων του σπιτιού, μετατρέποντας τα σε πρότυπα θέματα μεγάλης τέχνης.

"Το κερί της βλάχας" Ιακωβίδης



Οι σκηνές της αστικής ζωής γοήτευαν γερμανούς και έλληνες. Η ζωγραφική του είναι ρεαλιστική. Ενδιαφέρεται για την απεικόνιση της πραγματικότητας και προτιμά πάντα να μελετά εκ του φυσικού. Τάση που αναπτύχθηκε στο Παρίσι τον 19ο αιώνα και πέρασε στη Γερμανία. Πολύ αργότερα εστιάζει στο φώς. Κυριαρχεί η έντονη αντίθεση φωτός-σκιάς (κιαροσκούρο). Στα σημεία που πέφτει το φώς τονίζει τα περιγράμματα και βλέπουμε στη δουλειά του στοιχεία γερμανικού ιμπρεσιονισμού, όπου σε αυτόν το φώς της υπαίθρου λειτουργεί αφηγηματικά, χαρούμενα, αισιόδοξα! Κάποια από αυτά του τα έργα με την πιο γρήγορη και νευρική πινελιά, τις χρωματικές αντιθέσεις και την έμφαση της απόδοσης της στιγμής (πράγμα που μας μεταφέρει αρκετά μάλιστα στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό άρα και στην απομάκρυνση της περιγραφικής πιστότητας) είναι «Η όχθη του ποταμού», «Παιδί με ποτιστήρι», «Το άρμεγμα της αγελάδας», «Ο Βασιλικός Κήπος»..

«Το άρμεγμα της αγελάδας» Ιακωβίδης




Πιστεύω να σας γοήτευσε ο Ιακωβίδης! 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ὁ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΑΝΤΕΔΡΑΣΕ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ







ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Ὅταν στὴν Γαλλία, ποὺ ἦταν τὸ καλλιτεχνικὸ κέντρο τῆς Εὐρώπης μεσουρανοῦσαν ὁ Πικάσο καὶ ἄλλοι, στὴν Ἑλλάδα ἔζησε ταπεινὰ στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς καὶ ζωγράφισε, ὁ λαϊκὸς δικός μας Θεόφιλος.


Ὁ Θεόφιλος γεννήθηκε στὰ 1867 στὴ Βαρεῖα τῆς Μυτιλήνης. Ἦταν τὸ πρῶτο παιδὶ ἀπὸ τὰ 8 συνολικὰ τῆς οἰκογένειας τοῦ (4 ἀγόρια καὶ 4 κορίτσια). Οἱ γονεῖς του ἦταν ὁ Γαβριὴλ Χατζημιχάλης καὶ ἡ Πηνελόπη Ζωγράφου.
Ὁ Θεόφιλος σὰν παιδὶ εἶχε ἰδιαίτερα ἀδύναμη κράση καὶ ἕνα "μέγα κουσούρι", ὅπως τὸ θεωροῦσαν τότε: Ἦταν ἀριστερόχειρας. Ὅλοι τὸν ἔλεγαν «ζερβοκουτάλα» καὶ μισακάτη. Γονεῖς καὶ δάσκαλοι προσπαθοῦσαν κάθε μέρα καὶ βίαια νὰ τὸν κάνουν δεξιόχειρα. Τὸν τυραννοῦσαν, νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὴ φύση του δηλαδή. Ἔτσι ὁ Θεόφιλος κλείστηκε στὸν ἑαυτό του. Δὲν ἔπαιζε μὲ τὰ ἄλλα παιδιά. Βρῆκε παρηγοριὰ στὴ ζωγραφική. Κατέβαινε στὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἀποθήκη καὶ ζωγράφιζε συνεχῶς, ἀτελείωτες ὧρες. Ἐκεῖ κλειδωμένος τραγουδοῦσε τὰ κλέφτικα τραγούδια. Τραγουδοῦσε μόνο ἐκεῖ γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκοῦνε γιατί ὅταν ἦταν νήπιο πέρασε μιὰν ἀρρώστια ποὺ τὸν ἔκανε νὰ τραυλίζει. Αὐτὸ ἀγωνιζόταν συνεχῶς νὰ τὸ κατανικήσει ἀλλὰ ἡ προφορά του δὲν ἦταν ποτὲ καθαρή. Δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀκούσει ὁ κόσμος νὰ τραγουδάει γιατί θὰ τὸν γιουχάριζε γιὰ τὴ δυσκολία τῆς φωνῆς του. Τὸ καθημερινό του κατέβασμα στὸ ὑπόγειο γιὰ μένα ἔχει καὶ συμβολικὸ χαρακτῆρα ποὺ μὲ μαγεύει: Ἦταν σὰν νὰ κατεβαίνει στὰ ἐνδότερα, στὰ πιὸ βαθειὰ μέρη τῆς ψυχῆς του. Εἶναι ἐκπληκτικό!


ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ


Ὁ Θεόφιλος ἦταν μικρός, καχεκτικός, βιασμένος ἀπὸ ὅλους καὶ ἀποτραβηγμένος ἀπὸ ὅλους. Ὅμως, αὐτὸς ἀγάπησε τὴν λεβεντιά! Καὶ σύμβολο της ἡ φουστανέλα ποὺ σὲ ὅλη τὴν ζωή του δὲν τὴν ἀποχωρίστηκε ἀπὸ πάνω του γιὰ νὰ ἐκδυτικιστεῖ μὲ τὰ κουστούμια τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔτρεξαν νὰ φορέσουν ὅλοι στὴν Ἑλλάδα, ἴσως γιὰ νὰ κρύψουν τὸν ἕλληνα μὲ τὰ τσαρούχια καὶ τὴν κακομοιριὰ ποὺ ἔνοιωθαν σὲ αὐτὸν μέσα ἀπὸ τόσα χρόνια σκλαβιᾶς, ποὺ τοὺς ἔκανε μᾶλλον νὰ ντρέπονται.





ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ


Στὸ σχολεῖο γέμιζε τὰ τετράδια του μὲ ζωγραφιές: Καΐκια καὶ γοργόνες. Στὴν Τρίτη δημοτικοῦ σταματᾷ τὸ σχολεῖο. Ὁ πατέρας του τὸν στέλνει στὸ παπουτσάδικο τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ γίνει τσαγκάρης ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος τὸ ἔσκαγε συνέχεια καὶ πήγαινε τρεχάτος στὸν παπποῦ του τὸν Κωνσταντῆ ποὺ ἦταν ἁγιογράφος. Ὁ παπποῦς του ἔκανε ἀληθινὰ θαύματα μπροστὰ στὰ μάτια του!! Ἔπαιρνε ἁπλᾶ ξύλα καὶ σανίδια καὶ τὰ μετέτρεπε σὲ ἁγίους!! Ὁ παπποῦς του τὸν λάτρευε. Τὸν κάθιζε στὰ πόδια του, τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ ἔδειχνε τὴ ζωγραφική του, τοῦ ἔλεγε ἱστορίες: γιὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, τοὺς ἥρωες τοῦ 1821, τὸν Μ. Ἀλέξανδρο. Αὐτοὶ οἱ ἥρωες θὰ ἀποτυπωθοῦν στὸ ἔργο τοῦ Θεόφιλου.


ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ






ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Στὸ σπίτι ἡ μάνα του τὸν παρακαλά, ἀφοῦ τσαγκάρης δὲν γινόταν, νὰ δουλέψει σὰν βοηθὸς κτίστη δίπλα στὸν θεῖο του. Πῆγε. Μιὰ μέρα ὅμως, ὁ Θεόφιλος ζωγραφίζει πάνω σὲ ἕναν φρεσκοβαμμένο τοῖχο μιὰ γοργόνα ποὺ ὅταν τὴν εἶδε ὁ θεῖος του ἔγινε ἔξαλλος καὶ τὴν ἔσβησε ἀμέσως.


Στὴν Μυτιλήνη, ὁ κόσμος τὸν κορόϊδευε γιὰ τὴν φουστανέλα, τὸν χλεύαζαν καὶ ἔφθασαν ἀκόμα καὶ νὰ τὸν χτυποῦν. Ὁ Θεόφιλος φεύγει. Τὸ σκάει ἀπὸ τὸ σπίτι του μὲ πονεμένη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ τῶν συγχωριανῶν του. Ἦταν 16 χρονῶν. Πηγαίνει στὴ Σμύρνη. Ἐκεῖ ἔκανε θελήματα στὸ ἑλληνικὸ προξενεῖο ὅπου δούλευε σὰν θυρωρός. Παράλληλα ζωγράφιζε καὶ κέρδιζε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κάποια χρήματα. Πάντα μὲ θέματα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Ἐκεῖ, στὴ Σμύρνη, κάποιοι τὸν κατηγόρησαν στοὺς τούρκους γιὰ αὐτά, ὅταν ζωγράφιζε στὸ σπίτι τοῦ Δρουσάκη. Ὁ Δρουσάκης γιὰ νὰ σώσει τὴν κατάσταση, λέει πὼς ὁ Θεόφιλος εἶναι ἕνας τρελὸς καὶ δὲν ἀξίζει σημασίας. Ὁ τοῦρκος ἀξιωματοῦχος τότε εἶπε: «Ἄν τοῦτος εἶναι τρελός, ντροπή σε ἐμᾶς τοὺς γνωστικούς».






ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Μετὰ τὴ Σμύρνη, ὁ Θεόφιλος πηγαίνει στὴ Μακρινίτσα στὸ Πήλιο καὶ στὸ Βόλο. Στὴ ζώνη τῆς φουστανέλας του, ἐκεῖ ποὺ ἔμπαιναν τὰ ντουφέκια, αὐτὸς ζώνεται μὲ πινέλα καὶ χρώματα ποὺ τὰ ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος ἀπὸ τρίχες ἀλόγου καὶ γιὰ τὰ χρώματα κοπανοῦσε λουλούδια καὶ χορτάρια ποὺ ἔβρισκε ἄφθονα στὴν φύση μαζὶ μὲ κρεμμύδια καὶ φλοῦδες ροδιοῦ. Μετὰ τὰ ἀνακάτευε μὲ τίς μπογιὲς τῶν μπογιατζήδων. Γιὰ νὰ δέσουν ὅλα, κάποιες φορὲς πρόσθετε γάλα συκιᾶς ἢ αὐγό.



ΘΕΟΦΙΛΟΣ





ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Σὲ αὐτὰ τὰ μέρη ζωγραφίζει τοίχους σὲ μικρὰ μαγαζιά, σὲ βαρέλια, στὶς ταβέρνες καὶ ὅπου βρεῖ. Στὰ θέματα τοῦ προστίθενται πουλιά, δέντρα καὶ λουλούδια. Θέματα καθημερινῆς ζωῆς, θρησκευτικά, ἱστορικὰ καὶ τῆς παράδοσης μᾶς. Ὁ Θεόφιλος ἔτσι κατάφερνε νὰ ἐπιβιώνει. Λίγα χρήματα ἴσως, ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ κρεμμύδια ποὺ ἦταν ἡ ἀδυναμία του. Συχνὰ ἔλεγε πὼς δὲν πουλάει τὰ ἔργα του ἀλλὰ τὰ χαρίζει. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Μά, μὲ τὴ ζωγραφική του δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει. Ἔτσι ἔκανε τὸν χαμάλη, ἀσβέστωνε τοίχους, ξεχορτάριαζε, κουβαλοῦσε νερό, καὶ ὅτι ἄλλη δουλειὰ τοῦ ποδαριοῦ ἔβρισκε.




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Σὰν ἄνθρωπος ὁ Θεόφιλος χαρακτηριζόταν ἀπὸ πραότητα, ἁπλότητα, μοναχικότητα, πόθο νὰ ἐκφραστεῖ μέσα ἀπὸ τὴ ζωγραφική, καὶ κάπου - κάπου, παίζει τὴ φυσαρμόνικα τοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε κακὸ σὲ κανέναν, τὸ ταπεινὸ ὕφος τῆς ζωῆς του, αὐτὸς ποὺ ἤδη ἀνέφερα, προκαλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν στὸν ἀντίποδα καὶ ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ τὸν κοροϊδεύουν. Ἡ καζούρα ἐναντίον του ἀπὸ μεγάλους καὶ μικροὺς ἀποτελοῦσε τὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς του. Οἱ μικροὶ ὅμως κάπως δικαιολογοῦνται κατὰ τὸν Θεόφιλο ποὺ ἀγαποῦσε τὰ παιδιά. Ὁ Θεόφιλος ἔγραφε δικά του ἔργα μὲ κυρίαρχο ἥρωα τὸν Μ. Ἀλέξανδρο καὶ ὀργάνωνε τὰ πιτσιρίκια νὰ παίξουν θεατρικὲς παραστάσεις. Ὁ ἴδιος ἔφτιαχνε τὰ σκηνικὰ (ὑποτυπώδη βέβαια) καὶ τὰ κουστούμια (γιὰ πανοπλίες διαμόρφωνε χαρτόκουτα).







ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ καλοὶ καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή. Τὸ 1912 γνωρίζει σὲ ἕνα πανηγύρι τὸν Γιάννη Κοντὸ μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀσπασία ὅπου τὸν φιλοξένησαν σπίτι τους. Ὁ Κοντὸς ἦταν μυλωνᾶς καὶ γαιοκτήμονας. Τοῦ φέρθηκαν τόσο ἀνθρωπινὰ καὶ αὐτὸς τοὺς ζωγράφισε τὰ ὡραιότερα τοῦ ἔργα στοὺς τοίχους τοῦ ἀρχοντικοῦ τους. Ἔλεγε ὁ Κοντὸς γιὰ τὸν Θεόφιλο: «Αὐτὸς παιδί μου ἦταν τρελὸς στὸ μυαλὸ καὶ σοφὸς στὰ χέρια».
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεόφιλου ἀργὰ καὶ σταθερὰ γινόταν γνωστὸ καὶ τὸν καλοῦσαν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο γιὰ νὰ ζωγραφίσει τοίχους σπιτιῶν καὶ μαγαζιῶν. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα περιστατικὰ εἶναι μὲ ἕναν μαγαζάτορα ποὺ ἤθελε νὰ τοῦ ζωγραφίσει 2 λιοντάρια. Ὁ Θεόφιλος τὸν ρωτᾷ «Καὶ πῶς τὰ θές; Δεμένα ἢ λυτά;» Ὁ μαγαζάτορας κοντοστέκεται καὶ τοῦ λέει «Καὶ ποιά εἶναι ἡ διαφορά;» Ὁ Θεόφιλος ἀποκρίνεται «Τὰ δεμένα κοστίζουν 10 φασολάδες καὶ τὰ λυτὰ μιὰ φασολάδα». Ὁ Θεόφιλος μὲ αὐτὴ τὴ διαφορὰ ἐννοοῦσε ἂν ἤθελε νὰ τὰ φτιάξει μὲ καλὰ χρώματα ἢ μὲ μπογιὲς ποὺ μὲ τὴν πρώτη βροχὴ χαλᾶνε. Ὁ μαγαζάτορας βέβαια ἀπάντησε λυτά. Καὶ ἐπειδὴ ξεκινοῦσαν καὶ οἱ βροχές, στὴ πρώτη βροχὴ τὰ λιοντάρια ἐξαφανίστηκαν. Ὁ μαγαζάτορας γίνεται ἔξαλλος! Ὁ Θεόφιλος ἤρεμος τοῦ ἀπαντᾷ «Ἄνθρωπε μου, τί φωνάζεις; Λυτὰ δὲν τὰ ἤθελες τὰ λιοντάρια; Ε! Τί περίμενες; Νὰ μείνουν πάντα ἐδῶ; Ἀφοῦ ἦταν λυτά, ἔφυγαν»!!


ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Ἡ ὡραία περίοδος τοῦ Θεόφιλου ἦταν μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ποὺ ἦρθαν οἱ πρόσφυγες ἕλληνες ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μὲ τὸν πόνο καὶ τὸν θρῆνο στὶς καρδιές τους ἀλλὰ καὶ τὸ μεράκι τους ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ζήσουν καὶ νὰ δημιουργήσουν. Στὴ τέχνη τους προτιμοῦσαν τὴν διακόσμηση καὶ τὰ καθαρὰ χρώματα. Ὁ Θεόφιλος εἶχε αὐτὴ τὴ ζωγραφικὴ ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐπίσης καὶ τὴν ἐμπειρία νὰ ζεῖ στὴν Σμύρνη καὶ νὰ γνωρίζει τὸν πολιτισμό τους. Πληρώνεται καλύτερα καὶ τρώει καὶ καλύτερα ἀπὸ τίς ἐξαιρετικὲς συνταγὲς τῶν προσφύγων. Ὅταν τὸ 1930 οἱ παράγκες τῶν προσφύγων πιάνουν φωτιά, χάνεται καὶ ἡ ὀμορφιὰ στὰ ἔργα τοῦ Θεόφιλου, παρόλο ποὺ τότε αὐτὸς δὲν ζοῦσε μαζί τους.




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Τὸ 1927, ἀνεβασμένος σὲ μιὰ ξύλινη σκάλα, ὁ Θεόφιλος ζωγράφιζε τὴν πρόσοψη ἑνὸς μαγαζιοῦ. Κάποιος Βολιώτης γιὰ νὰ διασκεδάσει μὲ τοὺς παραβρισκόμενους, τραβάει τὴ σκάλα καὶ ὁ Θεόφιλος σωριάζεται στὸ χῶμα. Ματώνει τὸ κεφάλι του καὶ τὸ χέρι του. Σπαράζει στοὺς πόνους ἐνῶ οἱ ἄλλοι χαχάνιζαν ἀπὸ τὸ θέαμα. Σηκώνεται καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀργά - ἀργά. Ἔτσι, ἔφυγε. Μαζεύει τὰ πράγματα τοῦ, ὅλα καὶ ὅλα μέσα σὲ 3 μπαουλάκια καὶ φεύγει τὸ 1927 γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Μυτιλήνη. Μετὰ ἀπὸ 30 χρόνια.





ΜΠΑΟΥΛΑΚΙ ΘΕΟΦΙΛΟΥ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ





ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Στὸ χωριό του οἱ συγγενεῖς του δὲν τὸν ἐκτιμοῦν γιατί εἶχε τὴν ἁμαρτία νὰ γυρίσει ὅπως ἔφυγε. Δὲν εἶχε γίνει σπουδαῖος παρὰ ἕνας φτωχὸς μπογιατζής, ὅπως ὅλοι τὸν ἀποκαλοῦσαν. Ὅμως ὑπῆρχε ἡ μάνα του. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ νοιαζόταν γιὰ τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀδέλφια του. Τὰ ἀδέλφια του εἶχαν βολευτεῖ μὲ τὰ πρακτικὰ ἐπαγγέλματα. Ὁ Σωτήρης καὶ ὁ Παναγιώτης ἦταν ἐπιπλοποιοί. Ὁ Μιχάλης ἐργολάβος. Οἱ ἀδελφές του Σοφία καὶ Ἀθανασία εἶχαν παντρευτεῖ καὶ ἡ Ἐλπίδα εἶχε πεθάνει νέα. Ἀρχικὰ τὸν μαζεύει ὁ Σωτήρης. Ἔπειτα θὰ μείνει μὲ τὴν οἰκογένεια τῆς Σοφίας καὶ τὴ μάνα τους. Ἀργότερα σὲ ἕνα μικρὸ σπίτι κοντὰ στὸ νεκροταφεῖο μέχρι τὸ 1932 ποὺ αὐτὴ πέθανε. Στὴν Μυτιλήνη ζωγράφιζε καθημερινὰ σπίτια καὶ μαγαζιὰ γιὰ ἕνα πιάτο φαγητό. Ὅλο τὸ νησὶ γέμισε μὲ τίς ζωγραφιές του. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔμενε σὲ ἕνα μικρὸ σπιτάκι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα. Ἕνα στρῶμα κατάχαμα, ἕνα ντουλάπι, δυὸ κασέλες, μιὰ μικρὴ αὐλὴ ποὺ φύτευε τὰ μπαξεβανικά του καὶ δυὸ ἀμυγδαλιές. Παρέα του εἶχε τὴν Μαρουλιώ, τὴν γάτα του ποὺ ὑπερλάτρευε.






ΘΕΟΦΙΛΟΣ




Ὁ Θεόφιλος πεθαίνει στὶς 24 Μαρτίου τοῦ 1934. Πιθανότατα ἀπὸ τροφικὴ δηλητηρίαση. Ἡ ἀδελφή του στὶς ἀναμνήσεις της περιγράφει «Ὁ μακαρίτης ἦταν ἔξυπνος καὶ γνωστικὸς καὶ ἂς τὸν ἔλεγαν «παλαβὸ» καὶ «ἀχμάκη». Οἱ κοιλαράδες ποὺ δὲν τὸν ξέρανε καὶ στερνὰ τὸν ἐμπορευτήκανε κιόλας».
Ὅμως ἡ ἱστορία δὲν τελειώνει ἐδῶ. Ἕνα χρόνο μετά, ἔργα του ἐκτέθηκαν στὸ Μουσεῖο τοῦ Λούβρου(!) ὡς δεῖγμα τῆς δουλειᾶς ἑνὸς γνήσιου λαϊκοῦ ζωγράφου τῆς Ἑλλάδας!! Πῶς ἔγινε αὐτό;


Τὸ 1928, ὁ ζωγράφος Γιῶργος Γουναρόπουλος βρισκόταν στὸν Βόλο. Εἶδε τοιχογραφίες τοῦ Θεόφιλου σὲ ἕνα μανάβικο. Τίς φωτογράφισε καὶ στὸ Παρίσι πιὰ ὅπου ἔμενε, τίς ἔδειξε στὸν (ἐκ καταγωγῆς Μυτιληνιὸ) Στρατὴ Ἐλευθεριάδη (Τεριέν) - ἄνθρωπο ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ μέγα κριτικὸ τέχνης. Ὁ Ἐλευθεριάδης ἕνα χρόνο μετὰ πηγαίνει στὴν Μυτιλήνη καὶ ἀγοράζει μερικὰ ἔργα τοῦ Θεόφιλου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὁ Τεριὲν ἀναλαμβάνει τὴν προώθηση τοῦ Θεόφιλου ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος δὲν πρόλαβε νὰ ζήσει γιὰ νὰ δεῖ τὴν ἐξέλιξη. Ὁ Κώστας Οὐράνης (ποιητής, δημοσιογράφος, πεζογράφος) γράφει «Ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος δὲν εἶναι πιὰ σήμερα στὴ ζωὴ γιὰ νὰ χαρεῖ τὴν ἄξαφνη αὐτὴ δόξα ἢ γιὰ νὰ ἐκπλαγεῖ ἀπὸ αὐτήν».


ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Ὁ Τεριὲν ὀργανώνει ἔκθεση στὸ Παρίσι μὲ ἔργα τοῦ Θεόφιλου.
3 Ἰουνίου τοῦ 1961, τὸ Λοῦβρο διοργανώνει μεγάλη ἀναδρομικὴ ἔκθεση γιὰ τὸν Θεόφιλο. Καὶ σήμερα, τὰ ἔργα του ὑπάρχουν σὲ πολλὰ Μουσεῖα καὶ ἰδιωτικὲς συλλογές.




«Ὁ Θεόφιλος, γέννημα θρέμμα τῆς ἑλληνικῆς φύσεως, καὶ ἀπόγονος τῆς ἐπαναστάσεως, ὅταν ζωγραφίζει ἥρωες τοῦ 1821, οἱ φουστανέλες γίνονται λουλούδια στοὺς ἀγρούς». Τεριέν




ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ


Ἡ ζωγραφική του Θεόφιλου χωρίζεται σὲ 4 περιόδους. Ἡ πρώτη ὅταν ἦταν στὴ Σμύρνη ἀπὸ ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἔργα του. Ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ Πήλιο καὶ Βόλο, ἡ Τρίτη ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Μυτιλήνη ὡς τὴ γνωριμία του μὲ τὸν Ἐλευθεριάδη καὶ ἡ τέταρτη (1929-1934) ὅταν ἦταν στὴ δούλεψη τοῦ Τεριὲν (Teriant) μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Τότε εἶχε μόνιμο ἐργοδότη καὶ ζωγράφιζε σὲ πανὶ ἀρκετοὺς πίνακες ποὺ σήμερα φυλάσσονται στὸ Μουσεῖο τῆς Μυτιλήνης.




ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ




ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ


ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Ἡ ζωγραφική του δὲν ἔχει τὴν κλασικὴ προοπτική, δὲν ἔχει βάθος. Οὔτε διαβάθμιση χρωματικῶν τόνων. Ὅτι στὸ ἔργο του φαίνεται μακρινὸ εἶναι χρωματισμένο ὅπως καὶ ὅτι βρίσκεται κοντά. Τὸ βάθος ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὸ νὰ ζωγραφίζει τὰ ἀντικείμενα μικρότερα. Τὸ ἔργο του εἶναι ἐπίπεδο ὅπως πχ τοῦ Ματὶς ἢ τῆς βυζαντινῆς τέχνη. Στὶς πολυπρόσωπες συνθέσεις ξεχωρίζει τὸ κεντρικὸ πρόσωπο μὲ 2 τρόπους: Τὸν τοποθετεῖ στὴ μέση τοῦ ἔργου καὶ τὸν μεγεθύνει. Ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι αἰγύπτιοι στὴ τέχνη τους. Ἀκολουθεῖ μάλιστα (τυχαία καὶ ὄχι ἐπίτηδες) καὶ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων αἰγυπτίων (ὡς ἕνα σημεῖο) ποὺ πίστευαν ὅτι ὅλα ἔπρεπε νὰ φαίνονται γιὰ νὰ ὑπάρχουν. Γι αὐτὸ τὰ τοποθετοῦσε στὴ σειρὰ ὅλα. Παρατηρῶντας τίς μορφὲς τῶν ἀνθρώπων του, βλέπουμε πὼς ἔχουν δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι ποὺ ὅσο προχωρεῖ πρὸς τὸ σῶμα, τὰ χέρια μικραίνουν καὶ καταλήγει στὰ πόδια ποὺ μικραίνουν ἀκόμα περισσότερο. Τὰ γυναικεῖα πρόσωπα σχεδὸν ἴδια. Ἀντιγράφουν τὰ βυζαντινὰ πρότυπα. Τὰ παιδικὰ πρόσωπα ἔχουν ὅλα τὴ μορφὴ ἡλικιωμένων. Τὸ φόντο ἔντονα χρωματισμένο καὶ διακοσμημένο μὲ δέντρα, λουλούδια κτλ. Ἐπίσης, γιὰ νὰ ξεχωρίσουν ὅλα μεταξύ τους, χρησιμοποιοῦσε περιγράμματα: Μιὰ μαύρη γραμμή.
Ἄλλο χαρακτηριστικό του: Σὲ κάθε ἔργο τοῦ σχεδόν, ἔγραφε κάτι πάνω του. Ἦταν ἀνορθόγραφο καὶ ἀσύντακτο μὰ τὸν ἐξυπηρετοῦσε γιὰ νὰ σχολιάσει ἢ νὰ ἐπεξηγήσει τὸ θέμα του.






ΘΕΟΦΙΛΟΣ - ΕΛΑΙΟΜΑΖΩΜΑ


«Δὲν ξέρω τὴν ἱστορία ὅπως οἱ δάσκαλοι ἀπὸ τὰ βιβλία. Τὴν ξέρω ὅπως τὴν λέει ὁ τόπος καί τα τραγούδια του. Ἡ ἱστορία εἶναι ἄνεμος ποὺ τὴν καταλαβαίνεις ὅταν τὴν ἀνασαίνεις» ἔλεγε ὁ Θεόφιλος.
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔγραφε γιὰ αὐτὸν «Ἀληθινοὶ ἐλαιῶνες ἐπιτέλους, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἀληθινὰ πράγματα. Γι αὐτόν, ἰσότιμα μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν τὰ λιβάδια μὲ τίς ἀνεμῶνες καὶ τὰ λιόδεντρα ποὺ ἀφήνουν ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα τοὺς νὰ περάσει ἡ θάλασσα».


ΘΕΟΦΙΛΟΣ



ΘΕΟΦΙΛΟΣ






ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Ὁ Τσαρούχης γράφει σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν Θεόφιλο στὸ βιβλίο του «Ἀγαθὸν τὸ εξὁμολογεῖσθαι» σὲλ 165: «Γίνεται ζωγράφος ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ θέμα. Δὲν ζωγραφίζει τὰ πράγματα μὰ τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ τοῦ ἔδωσαν. Τὰ σέβεται καὶ τὰ λατρεύει γιατί αὐτὰ τοῦ δίνουν τοὺς ἐνθουσιασμούς του. Ὅτι κάνει δὲν μοιάζει πάντα μὲ τὸ πρᾶγμα - τί παράλογη ἀπαίτηση νὰ μοιάζει τὸ παράφορο ἀγκάλιασμα μας μὲ αὐτὸ ποὺ ἀγκαλιάζουμε»
(Γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναδικοῦ Τσαρούχη ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ).
Κλείνοντας, θὰ τελειώσω μὲ μιὰ ρήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεόφιλου ποὺ τὸν χαρακτηρίζει «Στὴ ζωγραφική, πρέπει ὅλα νὰ φαίνονται».
Πρόκειται γιὰ ἕναν γνήσιο ἄνθρωπο μὲ καλλιτεχνικὴ ψυχή, ποὺ στόλισε καὶ ὀμόρφυνε τὴν ζωὴ στὸ πέρασμα του ἀπὸ αὐτήν. Μιὰ ψυχὴ ποὺ τὴν σμίλευσε ὁ πόνος καὶ ἐκφράστηκε μὲ τραγούδι καὶ ζωγραφική.