Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η πονηριά του Κολοκοτρώνη κατά την κατάληψη της Πρωτεύουσας της Ζακύνθου


Η πονηριά του Κολοκοτρώνη κατά την κατάληψη της Πρωτεύουσας της Ζακύνθου



Τό Μάρτιο του 1811, τα στρατεύματα τα βρετανικά στρατεύματα της Ζακύνθου εἰσβάλουν στὴ Λευκάδα, γιὰ να καταλάβουν το κάστρο νησιοῦ, ποῦ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τους Γάλλους. Η συνολική ἰσχῦς τῶν στρατιωτῶν ὑπολογιζόταν γύρω στὶς 3.000 (Βρετανοί, Κορσικανοί, Ἕλληνες, Καλαβρέζοι , Σικελοί).

Ἀνάμεσα τους ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, λοχαγός στὸ πρῶτο ἑλληνικό Σύνταγμα ἐλαφρὺ πεζικό του Δούκα της Ὑόρκης, ἐπὶ κεφαλῆς σε 500 Ἕλληνες. Ἐκεῖνοι ἔφτασαν στὸ πρῶτο γαλλικό ὀχυρό, ποῦ ὑπερασπιζόταν κυρίως ἀπὸ ἄνδρες ἀπὸ το Σούλι. Ὁ Κολοκοτρώνης, προσπαθῶντας νὰ μὴν χυθεῖ ἀδελφικὸ αἷμα, φώναξε στοὺς συμπατριῶτες του νὰ ἐγκαταλείψουν το γαλλικό ὀχυρὸ , ἀλλὰ ἀρνήθηκαν. Ἔγινε ἄγρια ἐπίθεση καὶ, μετά ἀπὸ μία σύντομη μάχη, το φρούριο καταλήφθηκε. Δεκάδες Ἕλληνες ἀπὸ το Σούλι, βρίσκονται νεκροί.
Ὁ δρόμος πρὸς τήν πρωτεύουσα ἦταν ἀνοιχτός. Ἡ γαλλική δύναμη ἀποσύρθηκε στὸ κύριο κάστρο, ἀποφασισμένοι νὰ "πουλήσει" κάθε τετραγωνικό μέτρο γῆς με πολύ αἷμα. Ἐνῶ οἱ πρῶτοι Βρετανοί στρατιῶτες ξεπρόβαλαν ἀπὸ τα στενά δρομάκια της πόλης, ἔπεφτε βροχή ἀπὸ σφαῖρες καὶ ὀβίδες. Ἑξαετίας αὐτοῦ του γεγονότος πολλοί ἀναγκάστηκαν νὰ «πέφτουν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ ξεφύγουν.
Μετά την κατάληψη καὶ της δεύτερης γραμμῆς ἀπὸ τους Ἕλληνες, ἡ γαλλική δύναμη ἀναδιπλώθηκε στὰ ὀχυρὰ της Γύρας, ἕτοιμη νὰ ἀγωνιστεῖ με την ὀργὴ τῶν ἀπελπισία. Κατά την ἀγαπητὴ συνήθεια των στρατευμάτων της αὐτοκρατορίας στὴν πρώτη γραμμή τοποθετήθηκαν οἱ ἄποικοι (Ἕλληνες, Κορσικανοί καὶ Σικελοί) καὶ στὸ τέλος οἱ Βρετανοί. Καθώς πλησίαζαν οἱ Ἕλληνες, δέχτηκαν τα θανατηφόρα πυρά του γαλλικοῦ στρατοῦ. Ὁ Κολοκοτρώνης, φοβούμενος μιά μεγαλύτερη ζημιά διέταξε τους συμπατριῶτες του νὰ πέσουν κάτω. Ἔτσι τα πυρά του Γαλλικοῦ στρατοῦ ἔπληξαν τους Βρετανούς οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν στὴν πρώτη γραμμή της μάχης χωρίς την ἀνθρώπινη ἀσπίδα τὴν ἑλλήνων πολιτῶν.
Πρώτου οἱ Γάλλοι στρατιῶτες ξανά γεμίσουν τα ὅπλα τους, οἱ ἄνδρες του Κολοκοτρώνη χρησιμοποιῶντας σιδερένια καρφιά, εἶχαν ἤδη ἀνέβει στὶς ἐπάλξεις. Πρῶτος ἀνέβηκε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὕψωσε τὴ βρετανική σημαία, αἱματοβαμμένη αὐτή τὴ φορά ἀπὸ το αἷμα τῶν Ἄγγλων στρατιωτῶν. Δέκα χρόνια ἀργότερα, παίρνει καὶ ὑψώνει τὴ σημαία της ἐπανάστασης στὴν Πελοπόννησο.
Ἐπειδὴ οἱ βρετανικές ἀπώλειες ἐξαιτίας του , Κολοκοτρώνη ἦταν μεγάλες πέρασε στρατοδικεῖο. Ἀλλὰ ὅπως τόνισε με ἐξυπνάδα ὑποτίθεται ὅτι αὐτὴ ἦταν ἀνέκαθεν ἡ τακτική των Ἑλλήνων . Κατά τη διάρκεια της ἐπιδρομῆς, νὰ πέσουν ξαφνικά κάτω νὰ ἀποφύγουν τα ἐχθρικὰ πυρά καὶ ἀμέσως μετά νὰ ἐπιτεθοῦν. Οἱ στρατιωτικοί δικαστές ἔβγαλαν την ἀπόφαση τους ἀθωώθηκε, ἀλλὰ καὶ την ἐξήραν!!

26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1822 Η ιδιοφυία του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια

26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1822 Η ιδιοφυία του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια
Η Μάχη στα Δερβενάκια: Μία από τις σημαντικότερες μάχες του αγώνα της Ανεξαρτησίας, στην οποία διαφάνηκε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Στις αρχές Ιουλίου του 1822, ένας νέος κίνδυνος ανεφάνη για την Επανάσταση, με την κάθοδο στην Πελοπόννησο ισχυρής τουρκικής δύναμης υπό τον ικανότατο Μαχμούτ Πασά, γνωστότερο ως Δράμαλη. Ο Σουλτάνος, σε πλεονεκτική θέση μετά την εξολόθρευση του Αλή Πασά, είχε στρέψει την προσοχή του στους επαναστατημένους Έλληνες. Χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ο Δράμαλης με 25.000 άνδρες προέλασε ταχύτατα και στις 6 Ιουλίου στρατοπέδευσε στην Κόρινθο. Βασικός του στόχος ήταν η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και η κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά με τη βοήθεια του στόλου, που θα κατέπλεε στον Αργολικό Κόλπο.
Παρακούοντας τους τοπικούς τούρκους ηγέτες, οι οποίοι τον συμβούλευσαν να κάνει ορμητήριό του την Κόρινθο κι έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ο Δράμαλης διέταξε τον στρατό του να προελάσει προς το Ναύπλιο για να λύσει την πολιορκία του. Αφού κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, έφθασε ανενόχλητος στο Άργος και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη στις 12 Ιουλίου. Οι επαναστάτες πιάστηκαν στον ύπνο και δεν μπόρεσαν να υπερασπίσουν τα μεταξύ Κορίνθου και Άργους στενά, από τα οποία διήλθε η τουρκική στρατιά.
Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Δράμαλης με τον στρατό του πλησιάζει στο Άργος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση στους Έλληνες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πληροφορήθηκαν τη λύση της πολιορκίας του Ναυπλίου. Κυβέρνηση και βουλευτές αναχώρησαν πανικόβλητοι από το Άργος για τους Μύλους και από εκεί στα πλοία.
Τη δύσκολη αυτή στιγμή όρθωσε το ανάστημά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο κήρυξε πανστρατιά, ενώ με δραστήρια μέτρα και συντονισμένες ενέργειες κατόρθωσε να περιορίσει τον στρατό του Δράμαλη στην Αργολίδα και να ματαιώσει την πορεία του προς την Τριπολιτσά. Τα μέτρα του Κολοκοτρώνη εστιάστηκαν στην κατάληψη στρατηγικών θέσεων στην Αργολίδα (κυριότερη απ' όλες ήταν η Λάρισα, η αρχαία Ακρόπολη του Άργους) και στην τακτική της «καμμένης γης» που εφάρμοσε, δημιουργώντας οξύ επισιτιστικό πρόβλημα στους εισβολείς.
Ο Δράμαλης δεν μπορούσε να προχωρήσει προς την Τριπολιτσά χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του. Έχασε πολύτιμο χρόνο με την πολυήμερη πολιορκία του φρουρίου του Άργους και οι άνδρες του εγκλωβίστηκαν εκεί, έχοντας εξαντλήσει τα αποθέματα τροφών τους και χωρίς να έχουν δυνατότητα ανεφοδιασμού. Συνειδητοποιώντας τη δύσκολη κατάσταση, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο, ελπίζοντας σε βοήθεια από τον Χουρσίτ Πασά της Λάρισας, τον Γιουσούφ Πασά της Πάτρας ή από τον στόλο.
Το σχέδιο υποχώρησης του Δράμαλη έγινε αντιληπτό από τον Κολοκοτρώνη και παρά τις διαφωνίες των προκρίτων, έσπευσε να καταλάβει τις στενές διαβάσεις που οδηγούσαν από το Άργος στην Κόρινθο, με 2.500 άνδρες. Δεν θα άφηνε για δεύτερη φορά τις στενωπούς αφύλακτες, όπως είχε γίνει κατά την προέλαση του Δράμαλη.
Στις 26 Ιουλίου 1822 στα στενά των Δερβενακίων, κοντά στη Νεμέα, οι Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα, χάνοντας πάνω από 3.000 άνδρες. Στη μάχη εκτός του Κολοκοτρώνη διακρίθηκαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας και ιδιαιτέρως ο Νικήτας Σταματελόπουλος γνωστότερος ως Νικηταράς, που έλαβε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος Ο Δράμαλης και οι εναπομείναντες άνδρες του προσπάθησαν να διαφύγουν την επομένη από την κλεισούρα του Αγιονορίου. Όμως, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας ήταν κι εκεί για να προκαλέσουν νέες βαριές απώλειες στον Δράμαλη στις 28 Ιουλίου.
Ο υπερήφανος στρατηλάτης, που είχε αρκετές συμπάθειες μεταξύ των ελλήνων οπλαρχηγών για το ήπιο του χαρακτήρος του και τις ικανότητές του, ήταν ένα ανθρώπινο ράκος, αναλογιζόμενος τις συνέπειες από την οργή του Σουλτάνου. Με τα υπολείμματα του στρατού του έφθασε στην Κόρινθο, όπου στα τέλη Οκτωβρίου πέθανε από την απογοήτευσή του. Ο θριαμβευτής Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε από την Κυβέρνηση Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, κατ' απαίτηση των οπλαρχηγών. Η Επανάσταση όχι μόνο είχε διασωθεί, αλλά είχε αποκτήσει ισχυρά θεμέλια, χάρη στο σχέδιο και την τακτική του Γέρου του Μοριά.

Καλάβρυτα, 18 Μαρτίου 1821

Καλάβρυτα, 18 Μαρτίου 1821
Καθ’ ην δε ημέραν εκλείσθησαν οι περί τον Αρναούτογλουν εντός των πύργων, οι προεστώτες των Καλαβρύτων απουσίαζαν. Πρώτος των άλλων, ο Χαραλάμπης, μαθών το γεγονός και αγνοών ότι φοβηθέντες οι περί τον Αρναούτογλουν εκλείσθησαν εις άμυναν μάλλον ή εις βλάβην, παρέλαβεν όσους εδυνήθη εκ του προχείρου ενόπλους υπό τους Πετμεζάδας, εισήλθεν εις τη
ΟΤΑΝ ύλη εύφλεκτος συσσωρευθή, σπινθήρ αρκεί να πέση και την ανάπτει (16-3-1821)
Τοιούτον τι συνέβη εν Πελοποννήσω παρά την θέλησιν και απόφασιν όλων.
Ο γέρων Ασημάκης Ζαήμης, προεστώς των Καλαβρύτων και πατήρ του Ανδρέου, είχε παρ’ αυτώ δύο παλαιούς κλέπτας, τον Χονδρογιάννην και τον Πετιώτην, ους άλλοτε λυτρώσας του θανάτου ηγάπα, επιστεύετο, κατήχησε τα της Εταιρίας και προπαρεσκεύαζεν εις τον μελετώμενον αγώνα.
Την 15 μαρτίου, εν ώ εγευμάτιζε μόνος εν τω χωρίω του, τη Κερπινή, υπηρετούντων του Χονδρογιάννη και του Πετιώτη, τους ηρώτησε «τι νέον;» Εκείνοι απεκρίθησαν, ότι την επαύριον ανεχώρει εις Τριπολιτσάν, φέρων χρήματα του δημοσίου, ο Σεηδής Λαλιώτης, σπαής, και ότι, αν τοις έδιδε την άδειαν, έτοιμοι ήσαν να τον κτυπήσωσι καθ’ οδόν, και αρπάσωσι και φέρωσι τα χρήματα προς τον αυθέντην των επ’ ωφελεία του γένους. Ο γέρων Ζαήμης, ολιγολογώτερος και αυτών των παλαιών Σπαρτιατών, τους εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, τοις ένευσε να τον κεράσωσι, και αφ’ ού έπιεν εις την ελευθερίαν της πατρίδος, έκαμε τον σταυρόν του και τοις είπε, «’ς την ευχήν μου παιδιά». (*)
Οι δύο κλέπται, λαβόντες την ευχήν του άρχοντος και παραλαβόντες καί τινας άλλους, παρεμόνευσαν επί της εις Τριπολιτσάν οδού κατά την Χελονοσπηλιάν, και ετουφέκισαν τον Σεηδήν διαβαίνοντα ανύποπτον και έχοντα συνοδόν τον Ταμπακόπουλον αναβαίνοντα και αυτόν δι’ υποθέσεις του εις Τριπολιτσάν. Ο Σεηδής δεν εβλάφθη, και έφιππος ων έφυγε και διεσώθη εις Τριπολιτσάν διασώσας και όσα έφερε χρήματα· διεσώθη αβλαβής και ο συνοδοιπόρος του Ταμπακόπουλος, αφαρπασθέντος μόνον του σκευοφόρου ίππου του.
Έτυχε δε την αυτήν ημέραν ν’ αναχωρήση εις Τριπολιτσάν και ο διοικητής των Καλαβρύτων Ιβραήμης Αρναούτογλους. Ο δε καταλυματίας του, προπορευόμενος εις αριστοποίησιν, και πλησιάσας όπου ετουφεκίσθη ο Σεηδής, έμαθε το γεγονός, και φοβηθείς κατά του αυθέντου του ενέδραν επέστρεψεν έντρομος και διηγήθη όσα συνέβησαν αυθημερόν.
Ο Αρναούτογλους, πλήρης και πρότερον υποψιών, εθορυβήθη ακούσας το γεγονός, ωπισθοδρόμησεν εις Καλάβρυτα, εφόβισε τους εντοπίους Τούρκους παραστήσας το τόλμημα ως επαναστατικόν μάλλον ή ληστρικόν, και παραλαβών αυτούς εκλείσθη και ωχυρώθη εντός τριών δυνατών πύργων των Καλαβρύτων, ως αν ήρχοντο κατόπιν του εχθροί.
Συγχρόνως εφονεύθησαν και δύο σπαΐδες Τριπολιτσώται κατά το Λιβάρτσι, χωρίον των Καλαβρύτων.
Ηγουμένου δε του Νικολού Σολιώτη εφονεύθησαν καί τινες γυφτοχαρατσίδες κατά το Αγρίδι, χωρίον της αυτής επαρχίας, και τρεις κομισταί γραμμάτων του τοποτηρητού της Τριπολιτσάς προς τον Χουρσήδην· ετουφεκίσθησαν καί τινες άλλοι Τούρκοι αποβιβασθέντες εκ Σαλώνων εις Ακράταν, και απερχόμενοι εις Τριπολιτσάν, εξ ων οι μεν εφονεύθησαν, οι δε συνελήφθησαν.
Τα συμβάντα ταύτα, αν και μη επαναστατικά, ηύξησαν τας δικαίας υποψίας των Οθωμανών.

(*) Δεν εγνώρισα άνθρωπον τόσον ολιγόλογον ως τον Ασημάκην Ζαήμην· τον είδα πολλάκις εν συναναστροφή πολλών καπνίζοντα και σιωπώντα σιωπήν βαθείαν καθ’ όλην την ομιλίαν.

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΙΚΟΥΠΗΣ

Τὰ γεγονότα στὴν Πάτρα, 21 Μαρτίου 1821


Γενομένου δὲ γνωστοῦ τοῦ συμβάντος τούτου, ὅπερ καὶ ἡ φήμη καὶ οἱ ἐπικρατοῦντες φόβοι ἐμεγάλυναν, οἱ μὲν ἕν Βοστίτση Τοῦρκοι διεπορθμεύθησαν ὅλοι ἀβλαβεῖς καὶ ἀνεμπόδιστοι σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις εἰς Γαλαξείδι, καὶ κατέφυγαν εἰς Σάλωνα ὅπου ἦσαν ἱκανοὶ Τοῦρκοι·

οἱ δὲ ἐν Πάτραις, οἵτινες καὶ ἀφ' ὅτου ἔμαθαν, ὅτι οἱ Ἀχαιοὶ ἀπεποιήθησαν νὰ μεταβῶσιν εἰς Τριπολιτσάν, εἶχαν ἀρχίσει νὰ μεταφέρωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των εἰς τὴν ἀκρόπολιν, ἐγκατέλειψαν τὴν πόλιν καὶ συνεκλείσθησαν τὴν 21 Μαρτίου, μήτε πολεμοῦντες μήτε πολεμούμενοι.

 Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἀνέβησαν ἔνοπλοι ἕως 100 Τοῦρκοι ἐκ τοῦ Ρίου εἰς τὴν πόλιν τουφεκίζοντες· τινὲς δὲ αὐτῶν ἐμβάντες εἵς τί ρακοπωλεῖον κατὰ τὴν ἐνορίαν τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀφ' οὖ ἐμέθυσαν, ἔχυσαν ρακὴν ἔν τινι λεκάνη καὶ ἐμβάψαντες τὰ παρευρεθέντα παλαιόπανα, τὰ ἄναψαν, καὶ δι' αὐτῶν ἔκαυσαν τὸ ρακοπωλεῖον· ἐφόνευσαν καὶ τὸν ρακοπώλην· ἐκεῖθεν ὑπῆγαν νὰ πατήσωσι τὴν οἰκίαν τοῦ Παπαδιαμαντοπούλου· ἀλλ' εὑρόντες ἀντίστασιν, αὐτοὶ μὲν τὴν ἐπολέμουν κάτωθεν, οἱ δὲ ἐν τὴ ἀκροπόλει τὴν ἐκανονοβόλουν ἄνωθεν.
 Ἐν τοσούτῳ αἱ φλόγες τοῦ ρακοπωλείου διεδόθησαν καὶ πολλαὶ οἰκίαι ἐκάησαν. Ἦσαν πάμπολλοι Ἐπταννήσιοι ἐν τῇ πόλει, ἐξ ὧν πολλοὶ Φιλικοί.
Οὗτοι ἀκούσαντες τὸν τουφεκισμὸν καὶ βλέποντες τὰς φλόγας ὡπλίσθησαν καὶ ἔτρεξαν εἰς διάφορα μέρη· τινὲς δὲ αὐτῶν, παραλαβόντες καὶ τινας Πατρεῖς, ἐπροχώρησαν εἰς το Τάσι ὅπου συνήθως συνηθροίζοντο οἱ Τοῦρκοι· ἐκεῖ συνεκρούσθησαν κατὰ πρώτην φοράν, καὶ ἐσκοτώθῃ ὁ Κεφαλλὴν Βασίλης Ὀρκουλάτος.

Ἐκεῖθεν ἀπεσύρθησαν οἱ Ἐπταννήσιοι πρὸς τὴν ἐνορίαν τοῦ ἁγίου Γεωργίου κατοικουμένην ὅλην ὑπὸ Χριστιανῶν κατὰ τὰ δυτικὰ ἄκρα τῆς πόλεως, ὅπου ἦσαν τὰ προξενεῖα. Τὸ δ' ἑσπέρας τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁ πρόξενος τῆς Ρωσσίας Βλασσόπουλος, καὶ ὁ πρόξενος τῆς Σουηδίας Στράνης, κατοικοῦντες ὄχι μακρὰν τῆς ἀκροπόλεως καὶ φοβούμενοι τὴν ὀργὴν τῶν Τούρκων ὑποπτευόντων αὐτούς, καὶ δικαίως, ὡς συνωμότας, ἐγκατέλιπαν τὰς οἰκίας των καὶ διεσώθησαν εἰς τὰ πλοῖα· ἀπέπλευσαν δὲ μετ' ὀλίγας ἡμέρας, καὶ συναπέπλευσε καὶ ὁ προξενος της Πρωσσίας Κοντογούρης, φίλος καὶ αὐτὸς τοῦ ἀγῶνος.
Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἦλθεν εἰς τὸ μέσον ἔνοπλος ὁ ἐντόπιος Παναγιώτης Καρατσάς, ἁπλοῦς τεχνίτης ἕως τότε, καὶ πολλὴν ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ κινήματος ὑπόληψιν ἀποκτήσας διὰ τὴν ἀνδρίαν καὶ τὸν πατριωτισμόν του. Οὗτος θέλων νὰ δώσῃ καιρὸν νὰ παραμερίσωσιν οἱ Πατρεῖς τὰ φίλτατα καὶ τὰ πράγματά των διὰ νυκτός, συννοηθεὶς καὶ μετὰ τοῦ Ν. Γερακάρη ἑνὸς τῶν ἀρχηγῶν τῶν Ἐπταννησίων, διέσπειρεν ἀνθρώπους εἰς διάφορα μέρη τῆς πόλεως φωνάζοντας δι' ὅλης τῆς νυκτός, «γρηγορεῖτε», ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὑποθέτωσιν οἱ Τοῦρκοι, ὅτι Ἕλληνες ἦσαν πολλοὶ καὶ προσεκτικοί, καὶ νὰ μὴ τολμήσωσι νυκτικὴν ἐπέξοδον. Τοιουτοτρόπως κατωρθώθῃ ὁ φιλάνθρωπος οὗτος σκοπός.


ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ








Η κήρυξη τὴς Ἐπανάστασης στήν Πάτρα, 22 Μαρτίου 1821



Τὴν δὲ ἐπαύριον (22) οἱ Τοῦρκοι εὑρέθησαν ὅλοι συνηγμένοι ἐν τὴ ἀκροπόλει, ὅπου διέμειναν κανονοβολούντες τὴν πόλιν. Ἐν τοσούτω οἱ πέριξ σημαντικοί Ἀχαιοί, μαθόντες τὰ ἐν Πάτραις συμβάντα, ἔσπευσαν νὰ εἰσέλθωσι συμπαραλαβόντες ὅσους ἐδυνήθησαν ἐκ τοῦ προχείρου ὁπλοφόρους· καὶ πρώτος μέν εἰσῆλθε περί τὴν μεσημβρίαν ὁ Παπαδιαμαντόπουλος, μετ’ αὐτὸν δὲ ὁ Λόντος ὑπό ἐρυθράν σημαίαν, ἡν κατεσκεύασεν ὣς ἔτυχε καί ὡς ἤθελε τὴν ὥραν ἐκείνην, ἔχουσαν ἐν τῶν μέσῳ μέλανα σταυρόν ἐφ’ ἐνὸς μόνου προσώπου.
Ἐξ αἰτίας δὲ του χρώματος τῆς σημαίας οἱ ἐν τῶ φρουρίω Τοῦρκοι ἐξέλαβαν τοῦς εἰσερχομένους ὡς Λαλιώτας Τούρκους, διότι ὁ ἐπὶ τοῦ ἑνός προσώπου τής σημαίας σταυρός δὲν ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἀκροπόλεως· τοῦς ἐχαιρέτησαν δὲ καὶ ὡς συναδέλφους τῶν κανονοβολοῦντες. Εἰσήλθαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν καὶ ὁ Π. Πατρῶν, ὁ Κερνίτσης, ὁ Ζαήμης, καὶ ὁ Ῥοῦφος, ἐπισύροντες πλήθη ὁπλοφόρων καὶ ροπαλοφόρων· ἐπί δὲ τῆς εἰσόδου οἱ Πατρεῖς καί οἱ παρεπιδημούντες Ἕλληνες ἐκραύγαζαν ἐνθουσιώντες: Ζήτω ἡ ἐλευθερία, ζήτωσαν οἱ ἀρχηγοί καί εἰς τὴν Πόλιν νὰ δώση ὁ Θεός.
Είσελθόντες δέ οἱ ἀρχηγοί κατέλαβαν τὸ πρὸς τὸν ἅγιον Γεώργιον μέρος τῆς πόλεως, ὅπου ᾖσαν οἱ Ἐπταννήσιοι. Ὁ δὲ Π. Πατρῶν διέταξε καὶ ἔστησαν ἐπί τῆς πλατείας του ἁγίου Γεωργίου σταυρόν, ον ἔτρεχαν καὶ ἠσπάζοντο οἱ παρευρεθέντες, ὀρκιζόμενοι τον ὑπέρ πίστεως καὶ πατρίδος ὅρκον. Ἐμοίρασαν δὲ οἱ ἀρχηγοί καὶ ἐθνόσημα ἐξ ἐρυθροῦ ὑφάσματος φέροντα σταυρόν κυανόχρουν, διέταξαν καὶ τοῦς ἰστοποιούς νὰ τυπώσωσι σημαίας πρὸς χρήσιν τῶν παρόντων ὁπλοφόρων, καὶ ἀποστολὴν εἰς ἄλλα μέρη, ἐξέδωκαν παντοῦ ἐπαναστατικάς προκηρύξεις, ἔγραψαν τοῖς ἐντός καὶ ἐκτός τῆς Πελοποννήσου νὰ δράξωσι τα ὄπλα, καὶ ἔστειλαν πρὸς τοῦς ἐν Πάτραις ἐδρεύοντας προξένους τὴν ἀκόλουθον ἐγκύκλιον.
«Ἡμεῖς, τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος τῶν Χριστιανῶν, βλέποντες ὅτι μᾶς καταφρονεῖ τὸ ὀθωμανικόν γένος, καὶ σκοπεύει ὄλεθρον ἐναντίον μᾶς πότε μ’ ἔνα πότε μ’ ἄλλον τρόπον, ἀπεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ ἀποθάνωθεν ὅλοι ἡ νὰ ἐλευθερωθώμεν, και τούτου ἔνεκα βαστούμεν τα ὅπλα εἰς χεῖρα ζητοῦντές τα δικαιώματα μας. Ὄντες λοιπόν βεβαιοῖ ὅτι ὅλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαια μας, καὶ ὄχι μόνον δὲν θέλουν μας ἐναντιωθή, ἁλλὰ καὶ θέλουν μᾶς συνδράμει, καὶ ὅτι ἔχουν εἰς μνήμην ὅτι οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μᾶς ἐφάνησαν ποτε ὠφέλιμοι εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, διά τοῦτὸ εἰδοποιούμεν τὴν ἐκλαμπρότητά σας, καὶ σᾶς παρακαλοῦμέν νὰ προσπαθήσετε νὰ ήμεθα ὑπὸ τὴν εὔνοιαν καὶ προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου»

Η απελευθέρωση της Καλαμάτας και της Βοστίτσας (Αίγιο), στις 23-3-1821


Η απελευθέρωση της Καλαμάτας και της Βοστίτσας (Αίγιο), στις 23-3-1821
ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Την 23η Μαρτίου επαναστατικές δυνάμεις των Μανιατών του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, άλλοι Μανιάτες καπεταναίοι και ο Θ. Κολοκοτρώνης φτάνουν έξω από την Καλαμάτα. Από τους βορειοανατολικούς λόφους προσεγγίζουν την πόλη, ξεκινώντας από το μοναστήρι της Βελανιδιάς, κι άλλες δυνάμεις, με επικεφαλής τους Παπαφλέσσα και Αναγνωσταρά.



Ήδη από την προηγουμένη, 22 Μαρτίου, βρισκόταν στην πόλη δύναμη 2.500 Μανιατών, με επικεφαλής το γιο του Πετρόμπεη Ηλία και τους αδερφούς του Αντώνη και Γιάννη, και με πρόσχημα την προστασία του βοεβόδα της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγά Αρναούτογλου.
Ο Αρναούτογλου, ανήμπορος πλέον να αντιδράσει, αναγκάζεται να παραδοθεί αμαχητί και με όρο τη διασφάλιση της ζωής των Τούρκων.
Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, οι δυνάμεις των εξεγερμένων Ελλήνων, με ηγέτες τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Αναγνωσταρά, Μητροπέτροβα και πολλούς άλλους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, θα συγκεντρωθούν σε παρόχθιο του Νέδοντα ναό [των Αγίων Αποστόλων (κρατούσα άποψη) ή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, (νεότερη και στηριζόμενη σε σημαντικά δεδομένα)], όπου θα τελεστεί δοξολογία.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στο ναό των Αγίων Αποστόλων (κρατούσα άποψη) θα τελεστεί δοξολογία, στην οποία 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό αγώνα. Στην εικόνα, αναπαράσταση της δοξολογίας, σε πίνακα του Ε. Δράκου.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, τμήματα των επαναστατημένων Ελλήνων κατευθύνθηκαν προς τη Σκάλα Μεσσηνίας και την Καρύταινα (με επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη), προς την Τριπολιτσά (με τους Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη) και προς τις Κορώνη και Μεθώνη.
Στην πόλη παρέμειναν Μανιάτες οπλαρχηγοί και ντόπιοι δημογέροντες.
Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών, που αποφάσισαν τη δημιουργία μιας επαναστατικής επιτροπής, την οποία ονόμασαν «Μεσσηνιακή Γερουσία», για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα.
Η ηγεσία της ανατέθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφερε τον τίτλο Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού.
Την ίδια μέρα, η «Μεσσηνιακή Γερουσία», με Προκήρυξή της προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, γνωστοποιεί ότι οι Πελληνεύς ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία τους.
Το κείμενο της Προκήρυξης, το πρωτότυπο της οποίας σώζεται στα αρχεία του Foreign Office (βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών), είναι το εξής:

Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς, εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου.
«Ο ανυπόφορος ζυγός της Οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος, κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μην μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους Γραικούς, ει μη μόνον πνοή και αυτή δια να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους των αναστεναγμούς.
Εις τοιαύτην όντες κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας.
Αι χείρες ημών αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη, και υψώθηκαν μεγαλοψύχως και έλαβον τα όπλα προς μηδενισμόν της βδελυράς τυραννίας.
Οι πόδες ημών οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας εναγκαρεύσεις τας ασπλάγχνους τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας. Η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον ζυγόν τον απετίναξε και άλλο δεν φρονεί, ει μη την Ελευθερίαν.
Η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον, εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της Ελευθερίας.
Εν ενί λόγω απεφασίσαμεν, ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν. Τούτου ένεκεν προσκαλούμεν επιπόνως την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαίων γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον Ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας και να λάβωμεν τα δίκαιά μας.
Να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε, απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας, και ευέλπιδες, ότι θέλει αξιωθώμεν, και ημείς θέλομεν σας ομολογή άκραν υποχρέωσιν, και εν καιρώ θέλομεν δείξη πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνην μας.»

1821 Μαρτίου 23 εν Καλαμάτα.

Εκ του Σπαρτιατικού Στρατοπέδου
Πέτρος Μαυρομιχάλης,
αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και
Μεσσηνιακού στρατού.

Το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, 23 Μαρτίου 1826

Το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, 23 Μαρτίου 1826
Έβλεπε, λοιπόν, ο Νικόλαος πως τα βρετανικά δάνεια, ελέω Γ. Κάννιγκ, της διετίας 1824 – 1825 είχαν αυξήσει την αγγλική επιρροή στους επαναστάτες και, επιπλέον, ότι η Ρώσικη Αυλή είχε ενοχληθεί από την «Πράξη Υποτέλειας» του θέρους του 1825. Και ενώ τα κατοπινά χρόνια, ο ίδιος ο Τσάρος θα δώσει, για εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων και με «πατρική – κατά το Μαρξ – πρόνοια» στους Έλληνες για Κυβερνήτη τον Καποδίστρια και θα βοηθήσει την ελληνική ανεξαρτησία, με τσαρική, λοιπόν, πρωτοβουλία, ανακινείται διπλωματικά το ελληνικό ζήτημα.



Στις 23/3 (ή 4/4)/1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο, κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφωνούν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία & Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Παράλληλα, δηλώνουν πως θα δεχτούν τη σύμπραξη και των άλλων δυνάμεων. Ο Τσάρος, με την υπογραφή του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είχε πετύχει στο στόχο του, να πετύχει την ειρήνευση στην Ελλάδα χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με την Αγγλία.
Με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν – προς το παρόν – ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ουσιαστικά κατέλυε την «Ι.Σ.». Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα «Ελλάδα» και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας. Πάντως, το πρωτόκολλο θεωρείται ρωσική επιτυχία, καθώς δεν ικανοποίησε το Γ. Κάννιγκ κι η φίλα προσκείμενη στο σύμμαχο του Σουλτάνου, Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, Γαλλία θα συμφωνήσει με τις άλλες δυο δυνάμεις μόνο μετά τη συνθήκη του Αckerman (7/10/1826: πλήρης αποδοχή από την Υψηλή Πύλη των ρωσικών αξιώσεων, μ’ αντάλλαγμα τη μη ρωσική ανάμειξη στο ελληνικό ζήτημα) και την επίμονη άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.